Wednesday 24 March 2021

The Experience Of Being “Tolerated”, Rather Than Accepted, Leads To Lower Wellbeing Among Ethnic Minority Groups





By Emily Reynolds

Tolerance is often touted as a progressive value, a way of ensuring that society offers equal opportunities to all. But it can also imply “putting up with” something or someone you fundamentally disagree with or dislike — being tolerated isn’t the same as being genuinely valued or respected, for example. As one writer puts it, tolerance has echoes “of at best grudging acceptance, and at worst ill-disguised hostility”.

Now a new study in the British Journal of Psychology has found that the experience of being tolerated takes its toll on the wellbeing of ethic monitories in the United States. Sara Cvetkovska from Utrecht University and colleagues find that the experience of being tolerated is closer to discrimination than it is to acceptance — impacting overall wellbeing and increasing negative mood.

In the first study, the team looked at how wellbeing related to the experience of being tolerated, compared to being accepted or discriminated against outright. Participants were non-white, belonged to a racial or ethnic minority group, and ranged from 17 to 73 years old.

First, participants answered questions about how frequently they felt they were being tolerated, accepted or discriminated against in several social contexts — at work, school, during leisure activities, at clubs or organisations, in their neighbourhood, on social media and overall. Tolerance was described as people objecting to particular cultural beliefs or practices but “putting up” with them nonetheless; discrimination referred to unjust treatment; while acceptance was described as a genuine appreciation for certain practices or ways of life.

Participants then rated themselves on five facets of wellbeing: positive and negative affect, self-esteem, life satisfaction and a sense of control. And while perceived acceptance, unsurprisingly, was associated with greater positive wellbeing, tolerance was associated with lower levels, with discrimination associated with the lowest levels of all.

In the second study, participants were asked the same questions about how often they felt they were being tolerated, discriminated against or accepted. This time, they also took part in a writing exercise, describing a particularly vivid instance of tolerance, discrimination or acceptance which they or someone they know had experienced. Participants then completed wellbeing measures as in the first study.

Once again, tolerance appeared to be an intermediate state for participants: wellbeing was higher in the tolerance condition than it was in the discrimination condition, but not as high as in the acceptance condition. But only positive and negative mood were affected by the writing task — more stable facets of wellbeing like self-esteem and perceived control were not.

In the final study, participants read that they worked at a company with a “casual Fridays” dress code. On one Friday they had come to work wearing a shirt with symbols reflecting their ethnic group: in the acceptance condition, their boss complimented them on the t-shirt and expressed interest in understanding its significance; in the tolerance condition the boss disapproved of the t-shirt but allowed it to be worn due to “freedom of expression”; and in the discrimination condition the boss actively banned the t-shirt from the workplace.

The participants then reported their positive and negative affect and how much the experience would threaten their identity — for example how negatively they felt about themselves or how powerless they thought they were. Again, tolerance was linked to greater wellbeing than discrimination but lower than acceptance. This time, people’s sense of identity was less threatened in the acceptance condition than in the tolerance condition. There was no significant difference between the discrimination and tolerance conditions in terms of social identity threat, however, suggesting the two, once again, are intimately linked.

Overall, the results suggest that “tolerance” may not be the best way of thinking about diversity. Though tolerance had less of a negative impact than discrimination, and while the two are distinct experiences, it was still linked to lower wellbeing than acceptance. This may be, as the team suggests, because tolerance shares the same negative appraisal of minority identity as discrimination — it’s just a bit more polite about it.

Future research could separate out responses somewhat: how an indigenous person experiences discrimination or tolerance is unlikely to be identical to the way a Black person would, for example. It would also be interesting to explore different kinds of relationships — in the final study, for example, the individual tolerating, accepting or discriminating was a boss. How would such behaviour impact wellbeing coming from a professional peer, another kind of authority figure, or even from a friend?



SOURCE:

Αλλαγή: Θα βελτιωθώ; Θα προσπαθήσω;







Νικολία Ζωμένου












Πόσες φορές έχεις σκεφτεί ή πει θ’αλλάξω; Θα βελτιωθώ; Θα προσπαθήσω; Θα κάνω κάτι καλύτερο για εμένα και/ή για κάποιον άλλον; Πόσες φορές έχεις ξεκινήσει/προσπαθήσει/αποφασίσει ν’ αλλάξεις, αλλά κάπου στην πορεία «το έχασες»; Κουράστηκες. Σε κατάπιε η καθημερινότητα. Τα παράτησες.

Και πόσες φορές είπες αργότερα; Μετά; Ίσως αύριο...Από Δευτέρα! Θα σηκώνομαι πιο νωρίς το πρωί, θα κοιμάμαι πιο νωρίς το βράδυ. Θα τρέφομαι πιο υγιεινά. Θα ξεκινήσω γυμναστική. Θα κόψω το κάπνισμα. Θα βλέπω λιγότερες σειρές στον υπολογιστή. Θα περνάω περισσότερο χρόνο με τους αγαπημένους μου. Θα φωνάζω λιγότερο. Θα…Δεν είμαι έτοιμος τώρα.

Να σου πω ένα μυστικό; Για τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, για τα πιο σημαντικά, δεν θα νιώσεις ποτέ «έτοιμος». Αφήνεις το χρόνο να περνά μέχρι να έρθει η «κατάλληλη ώρα» για να πεις ή να κάνεις κάτι και μια μέρα θα συνειδητοποιήσεις το χρόνο που σπατάλησες περιμένοντας...Μια ζωή έχεις. Μία θνητή ζωή, που ούτε καν ελέγχεις για πόσο θα συνεχίσεις να την έχεις.

Στην πραγματικότητα απλώς αναβάλλεις. Ακούς τις σκέψεις σου που σε γεμίζουν άγχος, φόβο, ανασφάλειες, αβεβαιότητα, ανησυχία…Και σε πείθουν να μην ενεργήσεις. Να μην δράσεις. Να μην ξεκινήσεις κάτι. Να βουλιάξεις στην αδράνεια, στη συνήθεια, στη «βολή», στο γνώριμο.

Σε εγκλωβίζει τόσο το ρίσκο, ο φόβος της αποτυχίας, της απόρριψης, της γελοιοποίησης ή της ντροπής, που δεν αντιλαμβάνεσαι τι κινδυνεύεις να χάσεις. Μένεις στην προσωρινή ανακούφιση που σου φέρνει η σκέψη ότι αν δεν ξεκινήσεις ή αν δεν προσπαθήσεις για κάτι και αφήσεις τα πράγματα όπως είναι, δεν θα υπάρχει και η πιθανότητα να αποτύχεις σε αυτό. Εξασθενεί ο φόβος, η ανησυχία, το άγχος...Ηρεμείς. Για την ώρα.

Γιατί ξέρεις στην πραγματικότητα πότε χρειάζεσαι την αλλαγή. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και πότε πρέπει να το κάνεις. Κι ας μην το θες. Κι ας μη σου αρέσει. Όπως γνωρίζεις και πότε είναι αναγκαία η αλλαγή για το καλό σου. Το νιώθεις όταν κάτι δεν λειτουργεί καλά. Έχεις ενδείξεις. Υπάρχουν σημάδια. Συμπτώματα. Επιλέγεις να τα αγνοήσεις.

Τι κινδυνεύεις να χάσεις; Όλα όσα ονειρεύεσαι. Όσα θες και μπορείς να γίνεις. Φοβάσαι να προσπαθήσεις, γιατί το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι αυτό που επιθυμείς. Κι αν προσπαθήσεις και αντί να αποτύχεις, κερδίσεις όλα όσα ονειρευόσουν; Ή και περισσότερα; Ο φόβος της αποτυχίας επισκιάζει την ευκαιρία του να κερδίσεις και να κατορθώσεις όσα επιθυμείς. Ο Ηρόδοτος είχε πει: Είναι προτιμότερο από ευγενή τόλμη να κινδυνεύουμε να υποστούμε τα μισά από τα δεινά που προβλέπουμε, παρά να μένουμε σε μία δειλή απραξία φοβούμενοι όσα θα μπορούσαν να μας συμβούν.

Όταν ξεκινάμε με μικρά βήματα και νίκες, αποκτάμε αυτοπεποίθηση, σιγουριά, ικανοποίηση. Πιστεύουμε στον εαυτό μας. Νιώθουμε πως έχουμε τον έλεγχο, πώς ορίζουμε και καθορίζουμε -όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις και οι δυνατότητές μας- τα πράγματα. Και συνεχίζουμε. Προχωράμε.

Η αίσθηση ελέγχου σε έναν τομέα της ζωής μας, επηρεάζει θετικά και τους υπόλοιπους. Προκαλείται μια αλυσιδωτή αντίδραση. Κι έτσι, από κάτι «μικρό», έρχεται και κάτι «μεγάλο». Οι μικρές, καθημερινές νίκες, είναι τελικά οι πιο μεγάλες, οι πιο σημαντικές. Μπορεί κάποιες φορές να μην είναι παρατηρήσιμες κι άμεσα ορατές. Εξασφαλίζουν, όμως, σταθερότητα. Σταδιακή εξέλιξη.

Η σταθερότητα και η συνέπεια είναι σημαντικά κομμάτια της αυτοπειθαρχίας. Η αυτοπειθαρχία είναι αυτή η οποία σου επιτρέπει να κάνεις όλα όσα γνωρίζεις ότι πρέπει να κάνεις, αλλά δεν νιώθεις ποτέ την ανάγκη να κάνεις. Είναι αυτή, η οποία σου επιτρέπει να οργανώνεσαι, να προσηλώνεσαι στο στόχο, να αντέχεις, να έχεις ενσυνειδητότητα, να αποφασίζεις για την ποιότητα των επιλογών σου, γιατί οι επιλογές σου επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής σου. Και να φροντίζεις τον εαυτό σου. Να μεριμνάς για ισορροπία και υγεία, από μέσα προς τα έξω.

Ο E.M. Grey, είπε Οι επιτυχημένοι άνθρωποι είναι αυτοί που έχουν τη συνήθεια να κάνουν αυτό που δεν επιθυμούν οι αποτυχημένοι, τη στιγμή που πρέπει, είτε τους αρέσει είτε όχι. Η διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα στους επιτυχημένους και τους αποτυχημένους ανθρώπους είναι ότι οι πρώτοι καταφέρνουν να πειθαρχήσουν το συναίσθημα και να επιλέξουν ποια θα είναι η συμπεριφορά τους, ανεξάρτητα από αυτό, με γνώμονα το όφελός τους και τον αυτοσκοπό τους. Και κάτι παρόμοιο είχε πει ο Αριστοτέλης. Μόνο μέσα από τη συνήθεια, που προϋποθέτει σταθερότητα, συνέπεια και επανάληψη μιας ενάρετης πράξης, μπορείς να αποκτήσεις αυτήν την «αρετή». Ή οποιαδήποτε καλή συνήθεια εν προκειμένω.



Αν θες να σπάσεις τον ρου μιας κακής συνήθειας, θα πρέπει να την αντικαταστήσεις με κάτι καλύτερο. Για να χτίσεις μία θετική αλλαγή και να εξελιχθείς, χρειάζεται χρόνος. Και οι κακές συνήθειες, χρόνιες είναι. Και γι’ αυτό λέγονται συνήθειες και δυσκολευόμαστε να τους ξεφύγουμε. Εμείς διαμορφώνουμε τις συνήθειές μας μέσα από τις επιλογές μας. Κι εν τέλει, οι συνήθειές μας διαμορφώνουν εμάς.

Για να δημιουργηθεί ένας νέος νευρώνας αλλαγής, ξέρουμε επιστημονικά πως χρειάζονται 21 συναπτές ημέρες όπου θα επαναλαμβάνεις τη νέα σου συνήθεια. Και για να εδραιωθεί αυτή η νέα συνήθεια, χρειάζονται περίπου 150 συναπτές ημέρες επανάληψης.

Ένα ακόμα μυστικό που έχω να σου αποκαλύψω, είναι το εξής: την καλή σου συνήθεια, τη θετική αλλαγή που μόχθησες για να ενσωματώσεις στην καθημερινότητά σου, μην τη σταματήσεις ποτέ. Να εξασκείσαι κάθε μέρα σε αυτήν. Όταν σταματάς να κάνεις κάτι, αυτό μέσα σου ξεθωριάζει. Και σιγά-σιγά, θα αφήσει χώρο για να ξαναβγεί στην επιφάνεια η παλιά, «κακιά» συνήθεια, που δέσποζε για χρόνια στην καθημερινότητά σου.

Τις περισσότερες φορές δεν μας δυσκολεύει αυτό που πρέπει ή που χρειάζεται να κάνουμε, αλλά το πώς νιώθουμε γι’αυτό. Οι σκέψεις μας, μας πείθουν για την αδυναμία, την ανικανότητα ή την αποτυχία μας. Μας γεμίζουν αρνητικά συναισθήματα και προκαταλαμβάνουν αρνητικά τη συμπεριφορά μας. Η πολλή σκέψη αναστέλλει τη δράση.

Όταν αγχωνόμαστε, φοβόμαστε ή δειλιάζουμε να κάνουμε κάτι, ο εγκέφαλός μας αναγνωρίζει αυτό το «κάτι» ως απειλητικό για εμάς. Θα εφεύρει πολλούς λόγους για να μας αποτρέψει και να μας πείσει να μην πράξουμε, θεωρώντας πως έτσι μας προστατεύει από τον κίνδυνο. Μας κρατάει ασφαλείς από τους φόβους μας. Το μυαλό μας είναι ειδήμων στην επινόηση κάθε είδους δικαιολογίας με σκοπό να αποφύγει κάτι.

Βγάλε τους αντιπερισπασμούς από τη ζωή σου. Εστίασε την ενέργειά σου μόνο σε όσα είναι πραγματικά σημαντικά. Είσαι απόλυτα ικανός να αλλάξεις κάτι παρά το πώς νιώθεις γι’ αυτό. Είναι το συναίσθημα που μας δυσκολεύει να κάνουμε το βήμα. Προτιμάμε την εύκολη λύση. Αυτό που θα μας κάνει να αισθανθούμε τώρα καλά ή που φαίνεται πιο εύκολο, αντί να διαλέξουμε αυτό που είναι πιο ωφέλιμο μακροπρόθεσμα.

Μην πέφτεις στην παγίδα του μυαλού σου. Μην αποφεύγεις όσα θες ή αξίζεις ή πρέπει να κάνεις από φόβο. Όταν ενεργείς αντί να σταματήσεις για να σκεφτείς, η φυσιολογία του εγκεφάλου αλλάζει και το μυαλό σου ακολουθεί. Συνήθως το πρώτο βήμα είναι το πιο δύσκολο. Τα επόμενα γίνονται πιο εύκολα μόλις κάνεις την αρχή.

Είναι η αρχική ενέργεια ενεργοποίησης που απαιτείται για να σου δώσει το έναυσμα της αλλαγής, η οποία είναι σημαντικά υψηλότερη από τη μέση ποσότητα ενέργειας που χρειάζεσαι για να συνεχίσεις αυτήν την πράξη. Είναι το λαϊκό «Τρώγοντας έρχεται η όρεξη».

Είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι να αντιστεκόμαστε στην αλλαγή. Σκέψου λίγο το νόμο της αδράνειας. Φαντάσου πως είσαι στο αυτοκίνητό σου και ξεκινάς να οδηγείς. Το σώμα σου, θέλει να παραμείνει στην αρχική του κατάσταση, ακίνητο. Γι’ αυτό όταν ξεκινάει το αυτοκίνητο να πηγαίνει μπροστά, το σώμα σου κάνει πίσω. Και το ανάποδο συμβαίνει όταν φρενάρεις. Το αυτοκίνητο σταματά, όμως το σώμα σου που έχει συνηθίσει να κινείται μπροστά, θέλει να συνεχίσει να κινείται.

Σκέψου κάπως έτσι και τις αλλαγές στη ζωή σου. Στην αρχή θα αντισταθείς, θα θες να κάνεις πίσω, να διατηρήσεις την αρχική σου θέση, την αδράνεια. Όμως έπειτα, όταν ξεκινήσεις, κάθε βήμα που θα σε πηγαίνει μπροστά, ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο στόχο (κατεύθυνση), θα γίνεται ευκολότερο και τα εμπόδια που θα συναντάς και θα προσπαθήσουν να φρενάρουν την πορεία σου, θα σε κάνουν να θέλεις να συνεχίσεις μπροστά.

Εάν προσπαθήσεις, ίσως αποτύχεις. Ίσως όχι. Εάν δεν προσπαθήσεις, σίγουρα θα αποτύχεις!

ΠΗΓΗ:



Friday 19 March 2021

Μόσιαλος: Με αντισώματα τα νεογέννητα εμβολιασμένων γυναικών στο Ισραήλ







«Νέα στοιχεία έρχονται από το Ισραήλ, όπου διαπιστώθηκε ότι όλα τα νεογέννητα είχαν ισχυρά ποσοστά αντισωμάτων κατά του κορωνοϊού, όπως και οι μητέρες τους, οι οποίες είχαν λάβει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου της Pfizer τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν», όπως αναφέρει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας Ηλίας Μόσιαλος της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου.


Σε ανάρτησή του στο Facebook, o κ. Μόσιαλος επικαλείται στοιχεία από το Ιατρικό Κέντρο Hadassah στην Ιερουσαλήμ, όπου ανέλυσαν το αίμα από τον ομφάλιο λώρο -που είναι το ίδιο με το αίμα του μωρού- 40 νεογέννητων.

Το βασικό εύρημα της μελέτης -πως τα 40 βρέφη γεννήθηκαν με κάποια επίπεδα ανοσίας στον κορωνοϊό- θα εξεταστεί περαιτέρω, δηλαδή θα παρακολουθήσουν για πόσο καιρό τα αντισώματα που προκαλούνται από τους εμβολιασμούς στη μητέρα, θα διαρκέσουν στα νεογέννητα. Για την ώρα, τονίζει ο κ.Μόσιαλος, «είναι η μεγαλύτερη μελέτη αυτού του είδους και υπογραμμίζει τη σημασία της ασφάλειας του εμβολιασμού των εγκύων γυναικών, αλλά και τα οφέλη από τον εμβολιασμό της μητέρας στο νεογέννητο».

Κάποια από τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ήδη διαθέσιμα σε προδημοσίευση στο medRxiv. Τα αποτελέσματα -θεωρούν οι ερευνητές – δικαιώνουν την οδηγία των αμερικανικών Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, αλλά και των βρετανικών και ισραηλινών υπουργείων Υγείας και άλλων, που υποστήριξαν τον εμβολιασμό για την ανοσοποίηση των εγκύων γυναικών.


Επιπλέον, σύμφωνα με τον κ.Μόσιαλο, υπάρχουν αποτελέσματα από μια άλλη μικρή μελέτη από το Νοσοκομείο Ichilov του Τελ Αβίβ, όπου συμμετείχαν 10 εμβολιασμένες θηλάζουσες μητέρες – μέλη του υγειονομικού προσωπικού του νοσοκομείου (πηγή: Times of Israel). Η ανάλυση έδειξε πως σε όλα τα δείγματα του μητρικού γάλακτος ανιχνεύτηκαν αντισώματα έναντι του κορωνοϊού μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, με τα επίπεδα των αντισωμάτων να αυξάνονται μία εβδομάδα μετά τη δεύτερη δόση. Δηλαδή, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο σχηματισμός αντισωμάτων στο γάλα και το αίμα μετά τον εμβολιασμό είναι συγχρονισμένος.

«Είναι σαφές», καταλήγει η ανάρτηση, «πως πρόκειται για μια πρώτη μικρή μελέτη. Μας δείχνει όμως τη σημασία του εμβολιασμού των θηλαζουσών όχι μόνο για τη δική τους προστασία, αλλά για τα οφέλη της προστασίας από τον κορωνοϊό στα νεογέννητα. Για την ώρα έχουμε λίγες μελέτες όπου οι μητέρες είχαν εκτεθεί στον κορωνοϊό, που να δίνουν πληροφορίες σχετικά με το πόσο καιρό τα μωρά θα διατηρήσουν τα αντισώματά τους ή την προστασία που μπορούν να παρέχουν τα αντισώματα. Όμως ο προσδιορισμός των συσχετισμών της μητρικής και της νεογνικής ανοσίας είναι ένας τομέας υψηλής προτεραιότητας για τους ερευνητές και τα αυξανόμενα ευρήματά παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την μητρικής προέλευσης, πιθανώς προστατευτική, νεογνική ανοσία».

ΠΗΓΗ:

Thursday 18 March 2021

Coping With Remote Working During Covid-19: The Latest Research, Digested






By Emma Young

Covid-19 has changed our working lives, perhaps for good. Home-working is now common, and many of us have been doing it for months. With changing rules and guidelines, some of us have even gone from home-working to socially distanced office-working, to working back at home again. So what do we know about how these changes are affecting our mental health — and what can we do to make our new working lives better?

How are we feeling?

In January 2019 (pre-Covid-19), 35% of UK employees surveyed for the CIPD (a professional human resources body) reported that work had a positive impact on their mental health, while 27% said that work had a negative impact. By summer 2020, those figures had shifted to 34% and 26% respectively. On these measures, at least, Covid-19 had no obvious impact.

In this second survey, employees did report high levels of anxiety about contracting the virus at work — but despite this, half of those who were working remotely were looking forward to returning to their workplace. Almost half of all of the people surveyed also reported that social connections at work had worsened. Clearly, although the impact of work itself on our mental health hadn’t changed, altered work circumstances were — and are — causing difficulties, which are being further explored…

How bad is home-working?

“It can be argued that the crisis has led to the most significant, intensive social experiment of digital, home-based working that has ever occurred.”

This statement is from the website of the ongoing Working@home project, led by Abigail Marks at Stirling University, which seeks to understand the impact of this “experiment”. As the team points out, some commentators have suggested that home-based work is emancipatory, and improves work flexibility. However, the team also notes, “this new world order, where the home becomes a multi-occupational, multi-person workplace… not only challenges boundaries but also conceptions of the domestic space.” So how is it making us feel?

Overall, not great, according to their initial survey of home workers. One in three reported sharing their home working space, 37% reported that home conflicts have increased, and almost one in four said that they were doing poorly or very poorly in terms of general health. The most commonly cited trigger for household conflict was “interrupting or being noisy while you work”.

Keys to coping at home

Yanmengqian Zhou at Penn State University and colleagues studied symptoms of depression and anxiety as well as coping strategies among American adults during the first few months of the pandemic. Their study, published in the International Journal of Environmental Research and Public Health, revealed that levels of “social strain” — someone else making demands, giving criticism or just getting on your nerves — was the most consistent predictor of these symptoms of poor mental health. Anyone who’s working at home with their partner is certainly more likely to experience this kind of strain, especially if you have to share the same room.

But the team did also identify helpful strategies for working in the time of Covid-19. They recommend keeping a consistent schedule, reminding yourself that things will get better, finding activities to distract yourself and taking care of others who need help. None of these strategies will stop you irritating each other, but they might at least ease the strain a little.

Based on their own research, Kristen Shockley and Malissa Clark at the University of Georgia also recommend some kind of work-life/home-life boundary activity to replace the lost commute. Just a walk near your home at the start and end of the work day can make it easier to switch between roles, they say.

Overcoming “presence privilege”

In a recent issue of Occupational Health Science, ten experts were invited to comment on work-related issues associated with Covid-19. Larissa K. Barber at San Diego State University argues that as remote working is now common, it’s time to get rid of the “physical presence privilege”.

Traditionally, Barber writes, “in-person meetings are preferred over web-conferencing, driving in over logging in”. Being physically present in the workplace is also conflated with work attention and productivity, she adds. Now that remote working is common, Barber thinks it’s high time that organisations shift their thinking and also devote energy and resources to making this style of working better for employees.

One way to do this is to respect technological boundaries in the same way that we traditionally respect physical boundaries. “Barging into a coworker’s office, family dinner or even bedroom for an immediate work response is antisocial. Yet we tolerate and encourage similar behaviours in electronic communications,” Barber notes (something that anyone who’s ever had a demanding email from their boss outside work hours will appreciate). Clearly, this is not a new problem — but perhaps with a mass shift to remote working, organisations will now feel obliged to set clear technological ground rules, for the benefit of us all.

Regaining control

The pandemic, and the lockdowns associated with it, have profoundly challenged our autonomy — our sense of being in control of our actions and also seeing an alignment between our behaviour and our personal values and goals (an aspect of autonomy often called “authenticity”). Autonomy is widely considered to be important for wellbeing. Unsurprisingly, then, there have been a number of studies exploring how Covid-19 has affected it, and how we’ve felt as a result.

One recent paper, published in the Journal of Applied Psychology, found that while there were spikes in feelings of powerlessness and inauthenticity in the early days of the pandemic, these increases actually started to subside quite rapidly. The team concludes that because a sense of autonomy is so important to us, the participants were making changes in their lives to restore it, even in the face of ongoing stress and restrictions. All kinds of strategies, such as deciding to spend what used to be work commute time on a hobby or exercise, or even just revelling in the sudden ability to wear whatever they wanted for work (below the belt, at least, during Zoom meetings) could have helped.

Other researchers, including Adam Butler at the University of Iowa, in that recent special issue of Occupational Health Science, point to studies finding that higher perceptions of control are associated with reduced stress among nurses. All of this suggests that whatever employers can do to enhance employee autonomy at “work” — and home working brings its own challenges, of course — should be good for their mental health.

SOURCE:

Thursday 11 March 2021

Το τραύμα της αποξένωσης επουλώνεται με την αποδοχή της πραγματικότητας




Τι μπορείς να κάνεις όταν προσπαθείς να διατηρήσεις μία σχέση που δεν σε θέλει και πιστεύεις ότι έχεις κάνει τα πάντα;

Προσπαθήσατε να επικοινωνήσετε μαζί του με πολλούς τρόπους: τηλεφωνικές κλήσεις, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, μηνύματα. Γράψατε μια επιστολή όπου ζητάτε συγγνώμη, ζητάτε να μιλήσετε, να συμβιβαστείτε, να συμφιλιωθείτε. Περιμένετε, συντετριμμένοι για την απάντηση, που δεν ήρθε ποτέ. Αν αυτό ακούγεται οδυνηρά οικείο, έχετε πολλά κοινά με μία θεραπευόμενή μου που στο εξής, θα την αποκαλώ Έμιλι.

Η Έμιλι ήταν κάποτε πολύ δεμένη με τον γιο της. Εκείνος παντρεύτηκε και η σύζυγός του η οποία δεν είχε καμία σχέση με την οικογένειά της, πίεσε και αυτόν να κάνει το ίδιο με τη δική του, με αποτέλεσμα η Έμιλι να νιώθει πληγωμένη και μπερδεμένη από όλα αυτά.

Έχω αφιερώσει τη ζωή μου στον γιο μου, έλεγε. Ήμουν ένας γονιός μόνος, που δούλεψα σκληρά για να του δώσω μια καλή ζωή, να μην του στερήσω ευκαιρίες. Για πολλά χρόνια, ήμασταν μόνο οι δυο μας και ήμασταν πολύ δεμένοι. Τώρα μου λέει να φύγω, να μην τον ενοχλώ, δεν νοιάζεται. Έχω δοκιμάσει τα πάντα. Έχω στείλει γράμματα, δώρα σε ειδικές περιστάσεις. Καμία απάντηση. Τον περίμενα για ώρες έξω από το σπίτι του, μέσα στο αυτοκίνητό μου. Απείλησαν να λάβουν περιοριστικά μέτρα σε βάρος μου. Σαν να ήμουν εγκληματίας! Είμαι απλώς μια μητέρα που αγαπά τον γιο της και θέλει να γίνει μέρος της ζωής του. Έχω προβλήματα υγείας και αρχίζω να αναρωτιέμαι αν αξίζει να συνεχίσω να ζω.

Ο γιος της Έμιλι, απαντώντας, θυμωμένος, σε σχετική ερώτηση ενός γιατρού, είπε ότι η μητέρα του ήταν «κυριαρχική, χειριστική και δεν τη θέλω στη ζωή μου».

Όλες οι προσπάθειες συμφιλίωσης απέτυχαν.

Εάν βρεθείτε σε μια κατάσταση όπως αυτή, τι μπορείτε να κάνετε;

Όσο και αν φαίνεται αδύνατο, ήρθε η ώρα να αρχίσετε να ξαναχτίζετε μια ευτυχισμένη ζωή, που μπορεί (ή όχι) να περιλαμβάνει στο μέλλον και το παιδί ή τον συγγενή με τον οποίο αποξενωθήκατε.

Τα παιδιά μας κατέχουν κεντρική θέση στη ζωή και την καρδιά μας – ανεξάρτητα από την ηλικία ή τη συμπεριφορά τους. Αλλά για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στο άγχος της αποξένωσης, να αποκτήσουμε προοπτική και να ζήσουμε με περισσότερη χαρά και αισιοδοξία, πρέπει να αφήσουμε τις ικεσίες και να συνεχίσουμε τη ζωή μας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι χάνουμε την ελπίδα. Δεν σημαίνει ότι κλείνουμε την πόρτα σε έναν αγαπημένο γιο ή κόρη. Σημαίνει ότι έχουμε την πόρτα ανοιχτή, διατηρούμε την ελπίδα ζωντανή και εστιάζουμε στην οικοδόμηση μιας ζωής για μας, ξεχωριστή από τον γονικό ρόλο.


Τι μπορείτε να κάνετε;

1. Αφήστε τον εαυτό σας να θρηνήσει χωρίς αναστοχασμούς

Το πένθος της προηγούμενης σχέσης, ίσως είναι ένας τρόπος για να προχωρήσετε. Μυρηκασμός της κατάστασης σημαίνει να σκέφτεσαι και να προσκολλάσαι στον πόνο σου – να περιμένεις από το παιδί ή τον συγγενή σου ή από ψυχολόγος να αλλάξουν τη ζωή σου.

Η εμμονή σε έναν κύκλο λύπης και κατάθλιψης, χωρίς τέλος, μπορεί να σας θυματοποιήσει για μήνες ή και χρόνια. Το να περάσετε από τη διαδικασία της θλίψης και να προχωρήσετε δεν σημαίνει ότι αφήνετε τον πόνο πίσω. Σημαίνει πως κάνετε ειρήνη με ό,τι υπάρχει, ζώντας με τον πόνο, αλλά αρχίζοντας να οραματίζεστε νέες δυνατότητες για τον εαυτό σας.
2. Σχεδιάστε ξανά τη ζωή σας

Αυτό δεν σημαίνει να εγκαταλείψετε την ελπίδα της συμφιλίωσης, αλλά να αγκαλιάσετε τη ζωή όπως είναι και να αισθανθείτε ευγνωμοσύνη για την αγάπη που έχετε ακόμα: για τα άλλα παιδιά ή μέλη της οικογένειας ή φίλους, για ένα κατοικίδιο ζώο, για την κοινότητα της εκκλησίας σας. Αφήστε την αγάπη να επιστρέψει στη ζωή σας.
3. Συγχωρήστε τον εαυτό σας και τον αγαπημένο σας που απομακρύνθηκε

Εύκολο να το πεις, δύσκολο να το κάνεις. Όμως, μπορείτε να συγχωρήσετε αυτόν που σας πλήγωσε και, ακόμη περισσότερο, να συγχωρήσετε τον εαυτό σας για την τυχόν ευθύνη του για αυτή την κατάσταση. Να είστε ευγενικοί μαζί του. Πείτε στον εαυτό σας Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα. Και θα συνεχίσω και στο μέλλον να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Όσο δεν αφήνετε τον εαυτό σας να συγχωρήσει, τόσο θα συνεχίσει να είναι πικραμένος και τόσο απίθανη θα φαντάζει η συμφιλίωση και η χαρά στη ζωή.
4. Μην αφήσετε τον πόνο να καθορίσει τη ζωή σας

Είναι ένα σημαντικό βήμα για να ξανακερδίσετε τη ζωή σας. Εάν επιτρέψετε στα αρνητικά συναισθήματα να επισκιάσουν κάθε πτυχή της καθημερινής σας ζωής, αυτό θα κάνει ακόμα μεγαλύτερο τον πόνο και την απομόνωσή σας, απομακρύνοντας τους φίλους και άλλα αγαπημένα πρόσωπα. Προσφέρετε στον εαυτό σας ένα διάλειμμα.

Απολαύστε τον χρόνο με τον εαυτό σας, σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα από τον πόνο που νιώθετε. Εστιάστε στο να είστε καλός φίλος, καλή μητέρα στα άλλα παιδιά σας, κόρη ή αδερφή. Και αφήστε τις ατελείωτες συζητήσεις για τα γεγονότα που οδήγησαν στην αποξένωση, για τις συνεδρίες σας με έναν θεραπευτή.
5. Φροντίστε καλά τον εαυτό σας

Είναι ένα σημαντικό βήμα για την οικοδόμηση μιας πιο ευτυχισμένης ζωής, πέραν του ότι διασφαλίζει ότι θα είστε υγιείς για να ζήσετε μια συμφιλίωση. Προσπαθήστε να διατρέφεστε με μέτρο, υγιεινά. Κάντε άσκηση κάθε μέρα, περπατώντας έστω και μικρές αποστάσεις. Αναζητήστε ενδιαφέροντα που μπορεί να έχετε αφήσει για μήνες ή χρόνια, πράγματα που σας αρέσουν και σας κάνουν να χαίρεστε.
6. Αποδεχτείτε την πραγματικότητα όπως είναι αυτή τη στιγμή

Αντί να πολεμάτε την αποξένωση και να ζητάτε απεγνωσμένα συμφιλίωση, αφήστε τα πράγματα όπως είναι, έστω για λίγο. Δεν είναι εύκολο να φτάσετε στην αποδοχή. Όμως γαληνεύοντας τον πόνο σας και αποδεχόμενοι ήρεμα αυτό που συμβαίνει, θα μειώσετε την απόγνωση από τις προσπάθειες να επανασυνδεθείτε ή να διατηρήσετε τις αποστάσεις. Η αποδοχή αυτού που συνέβη, μπορεί να σας δώσει τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζεστε για να συνεχίσετε και να διατηρήσετε την ελπίδα ζωντανή.


Απόδοση: Γιακουμή Μαρίλια - Φιλόλογος - Ειδική παιδαγωγός
Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων

Monday 8 March 2021

Longer Interview Shortlists Could Help Women Advance In Male-Dominated Industries



By Emily Reynolds

Despite many efforts to make workplaces more equitable, women are still frequently discriminated against at work. Companies run by women are judged more harshly on ethical failings, for instance, and women are more likely to be lied to in performance reviews. This discrimination doesn’t just happen in the workplace: it can happen before someone is even employed. A study from last year, for example, found that Black women with natural hair are seen as less competent and professional than their White counterparts when interviewing for jobs.

Now a new study, published in Nature Human Behaviour, has taken a look at what could be scuppering women’s chances even before they get to the interview stage. The team, led by Brian J Lucas from Cornell University, argues that in organisations where recruitment takes place on an informal basis, via colleague recommendations or other word-of-mouth networks, changes need to be made to the shortlisting process. When shortlists are longer, the results suggest, women are more likely to be seriously considered.

The first few studies looked at how longer shortlists might impact gender representation. Participants imagined being a filmmaker, and were asked to draw up a shortlist of actors to appear in their upcoming action film. In the first stage, participants gave just three suggestions, before being instructed to give three more — the hypothesis being that more women would be listed during the second stage than the first. The results showed that the number of women actors was indeed significantly higher in this second part of the list.

In the second series of studies, participants working in the traditionally male-dominated tech industry were asked to imagine themselves as a corporate strategist, scoping the market for a new CEO. They were again asked at the first stage to suggest three candidates and at the second stage to suggest three more. Results reflected those of the first study: there were significantly more women candidates listed at the second stage compared to the first.

In a third study, parents were asked again for a short and long list, this time naming role models for their male or female child. For parents of boys, results were similar to the prior studies: they named more women role models at the second stage than the first. But the opposite was true of parents of girls. This suggests that in longer lists, people are more likely to include candidates who don’t meet the gender prototype for the role. In certain industries, the prototypical hire is highly likely to be male, explaining why longer candidate lists tend to contain more women.

In the final two studies, participants completed the film director shortlist task from the first study or the technology executive shortlist task from the second — only this time, they were randomly assigned to generate either a three-person shortlist or a six-person shortlist, ranking candidates in order of preference. Again, longer shortlists had a positive effect when it came to inclusion: six-person shortlists featured significantly more women candidates than three-person shortlists. And importantly, six-person shortlists also had a higher proportion of female candidates.

The longer shortlist was also good news for women in terms of actual selection — that is, how highly women candidates were ranked by participants. Participants in the six-person condition were more likely to select women as top candidates than those in the three-person condition, suggesting that longer shortlists can have an impact not only on who gets a tentative foot in the door but who actually ends up with the job.

This type of gender bias is probably not always intentional: many of those informally suggesting candidates for roles will not be purposefully excluding women. Nevertheless, ensuring a move away from informal hiring practices and towards thoughtful, structured ones — blind CV selection, for example, or longer shortlists — could be a way of equalising unbalanced workforces.

As the study on Black women’s hair tells us, however, other factors like race, class and sexuality are likely to play a part in how people are perceived in interviews and in the workplace. Transgender or non-binary people are also likely to face different challenges. How would such candidates fare when it comes to shortlisting? Further research could explore this more.


SOURCE:

Saturday 6 March 2021

Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μνήμη




Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι πρώτο μέλημά μας πρέπει να είναι η επαναξιολόγηση των ευθυνών και των καθηκόντων που έχουμε αναλάβει προκειμένου να βρούμε μήπως μπορούμε να παραμερίσουμε κάποια από αυτά 


Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που τους τελευταίους μήνες, την εποχή της πανδημίας δηλαδή, νιώθουν ότι κάτι δεν πάει καλά με τον εγκέφαλό τους. Συχνά αναγκάζονται να περάσουν ώρες αναζητώντας τις λέξεις που θέλουν να χρησιμοποιήσουν, σταματούν στα μισά της πρότασης χωρίς να μπορούν να θυμηθούν τι ήθελαν να πουν ή απλώς χάνουν τον ειρμό τους.


Πολλοί γονείς, αλλά όχι μόνο αυτοί, έχουν περιέλθει σε κατάσταση διανοητικής «θόλωσης» εξαιτίας της έλλειψης ύπνου, του «multitasking» (της ανάγκης ταυτόχρονης πραγματοποίησης τριάντα διαφορετικών πραγμάτων) και της φθοροποιού επίδρασης διαφόρων στρεσογόνων παραγόντων, οι οποίοι εξαιτίας της κατάστασης, πολλαπλασιάστηκαν.

Οπως αποδεικνύεται, πολλές πτυχές του πανδημικού μας βίου μπορούν να διαταράξουν τη διανοητική μας ικανότητα να προγραμματίζουμε, να οργανώνουμε και να απομνημονεύουμε οδηγίες. «Η ταυτόχρονη διαχείριση υπερβολικά πολλών λεπτομερειών μπορεί να δημιουργήσει μία “ομίχλη” στον εγκέφαλο, κάτι που αυτόματα γεννά την εντύπωση στον πάσχοντα ότι εμφανίζει έκπτωση της μνήμης», επισημαίνει η Μαρί Εκερστρομ, νευροψυχολόγος της Κλινικής Μνήμης Σαλγκρένσκα στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. «Για πολλούς ανθρώπους, η πανδημία μετέβαλε ριζικά τη ζωή τους, από τον πλήρη διαχωρισμό των σαφώς καθορισμένων τομέων της (εργασία, παιδιά, δραστηριότητες), σε μία νέα πραγματικότητα όπου τα πάντα έχουν αναμειχθεί». Εκτός από την ταυτόχρονη πραγματοποίηση πολλών εργασιών, και το στρες μπορεί να πυροδοτήσει διαταραχές της μνήμης.

Οπως φαίνεται, δυστυχώς, από τη σημερινή κατάσταση, το πανδημικό στρες μάλλον θα παραμείνει στη ζωή μας για μεγάλο ακόμα χρονικό διάστημα. Ποια είναι, λοιπόν, τα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να μη νιώθουμε τον εγκέφαλό μας τόσο «σκορπισμένο»;


Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς του πανεπιστημίου Νορθγουέστερν, κλινική ψυχολόγος Ινγκερ Μπαρνέτ Ζίγκλερ, επισημαίνει ότι πρώτο μέλημά μας πρέπει να είναι η επαναξιολόγηση των ευθυνών και καθηκόντων που έχουμε αναλάβει προκειμένου να βρούμε μήπως μπορούμε να παραμερίσουμε κάποια από αυτά. Επίσης, τονίζει, ότι πρέπει να αποφύγουμε το «multitasking» όσο είναι εφικτό. «Διαχωρίστε τον χρόνο σας και τις ασχολίες σας. Μην αναμειγνύετε την εργασία σας με τις δραστηριότητες των παιδιών σας. Η ενασχόλησή σας με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κάθε φορά, θα σας επιτρέψει να αποθηκεύσετε καλύτερα στον εγκέφαλό σας τις σχετικές πληροφορίες».

Μία άλλη λύση που θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά να «ξεθολώσει» ο εγκέφαλος είναι μία επίσκεψη στην ύπαιθρο, μία βόλτα. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι περνώντας χρόνο στη φύση ή ακόμα και κοιτάζοντας φωτογραφίες της, βελτιώνονται οι γνωσιακές μας λειτουργίες. Αν και προφανώς είναι δύσκολο να βρει κανείς ελεύθερο χρόνο, μία βόλτα διάρκειας πενήντα λεπτών στο πάρκο, μπορεί να ενισχύσει τη μνήμη μας και να μας απαλλάξει από το άγχος, ασχέτως των καιρικών συνθηκών, αν και βέβαια η εμπειρία θα είναι απείρως πιο ευχάριστη μία ηλιόλουστη και αρκετά ζεστή ημέρα.

ΠΗΓΗ:

Thursday 4 March 2021

Γιατί κάποιοι αρνούνται να φορέσουν μάσκα





Οι σύνθετες πολιτισμικές αιτίες που κάνουν κάποιους να ενστερνίζονται τη χρήση μάσκας και κάποιους να την απορρίπτουν.

Μια νέα έρευνα για τη χρήση μάσκας σε μικρές κοινότητες της Άιοβα των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εξηγεί γιατί ήταν τόσο δύσκολη η μαζική υιοθέτηση του μέτρου.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι εκείνοι που αρνούνται να φορέσουν μάσκα υποστηρίζουν ειλικρινά τα πιστεύω τους, επηρεάζονται από τις βασικές πολιτικές και πνευματικές αξίες της κοινότητάς τους και ασπάζονται πεποιθήσεις που ενισχύουν την κοσμοθεωρία τους.

Η χρήση μάσκας είναι ένα βασικό μέσο για την αποφυγή μετάδοσης της ασθένειας COVID-19. Παρ’ όλα αυτά, στις ΗΠΑ, όπως και σε πολλά άλλα μέρη, υπάρχουν περιοχές έντονης αντίστασης σε αυτό το μέτρο. Μια νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, από μια ομάδα ιατρών και κοινωνικών ερευνητών, αποκαλύπτει τις σύνθετες πολιτισμικές αιτίες που κάνουν κάποιους να ενστερνίζονται τη χρήση μάσκας και κάποιους να την απορρίπτουν.

Η ιατρός ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν Έμιλι Μέντενχολ είχε προηγουμένως κάνει μακροχρόνια έρευνα στις αντιδράσεις της κοινότητας σε ασθένειες, στη Νότια Αφρική, στην Ινδία, και στο Σικάγο. Από τον Ιούνιο του 2020 επέστρεψε στην πόλη της στην κεντρική Άιοβα για να κατανοήσει καλύτερα πώς οι κάτοικοι αντιδρούν στην απειλή του κορονοϊού.

Μια μικρή κοινότητα που στηρίζεται στους τουρίστες που επισκέπτονται το καλοκαίρι τις Μεγάλες Λίμνες της Άιοβα, σε μια μεσοδυτική πολιτεία όπου δεν υπήρχαν επίσημοι περιορισμοί, το Άρνολντς Παρκ έσφυζε από ζωή εκείνα τα σαββατοκύριακα του 2020. Οι περισσότεροι τουρίστες και ντόπιοι κυκλοφορούσαν χωρίς μάσκα. Εκείνοι που φορούσαν μάσκα άκουγαν συχνά κοροϊδευτικά σχόλια ή ισχυρισμούς ότι ο ιός δεν υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας αφού έτσι κι αλλιώς τον έχουν κολλήσει ήδη όλοι.

Για τους ιατρούς ανθρωπολόγους, τέτοιες αντιλήψεις δεν ερμηνεύονται με όρους σωστού-λάθους ή καλού-κακού. Η έρευνα εστιάζει στην κατανόηση των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι ζυγίζουν κάποιες συχνά περίπλοκες αποφάσεις σε σχέση με την προσωπική αίσθηση του εαυτού τους και το πώς σχετίζονται με τους γύρω τους.


Οι άνθρωποι, για παράδειγμα, λαμβάνουν υπόψη τον βαθμό που περιμένουν ότι οι άλλοι θα τους κρίνουν αρνητικά για αυτό που κάνουν. Και η επιθυμία να αποφύγουν αυτή την κριτική είναι ένας πολύ φυσικός, ανθρώπινος τρόπος να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με πώς θα φερθούν – ακόμα και σε μια πανδημία.

Η ερευνήτρια έκανε πολλές συνεντεύξεις με κατοίκους της περιοχής, οι οποίες αποκάλυψαν τις αντικρουόμενες ιδέες που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν μέσα τους καθώς διαμόρφωναν τις αποφάσεις τους για τη μάσκα και αντιδρούσαν στους γύρω τους. Ακόμα και σε μια πόλη όπου η χρήση μάσκας ήταν σπάνια, κάποιοι κάτοικοι ήταν πολύ ανήσυχοι και συνεπώς φορούσαν μάσκα και έμεναν σπίτι όσο μπορούσαν. Πολλοί ήταν επαγγελματίες υγείας, δάσκαλοι ή δούλευαν σε πόστα εξυπηρέτησης με υψηλό ρίσκο μόλυνσης από τον ιό.

Όμως, σχεδόν όλοι ανησυχούσαν για τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού, δεδομένης της εξάρτησης της πόλης από τους καλοκαιρινούς τουρίστες. Αυτό τους έκανε να μη φορούν μάσκα οι ίδιοι και τους απέτρεπε από το να ζητούν από τους πελάτες να φορούν. Οι εργοδότες συχνά πίεζαν τους εργαζομένους να μη φορούν μάσκα. Συγχρόνως, πολλοί ήταν εκείνοι που αναγνώριζαν τους πιθανούς κινδύνους από τη μη χρήση μάσκας.

Εκείνοι που αντιστέκονταν πιο σθεναρά στην ιδέα της μάσκας εξέφρασαν ένα περίπλοκο αλλά αναγνωρίσιμο μείγμα πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων που συμβάδιζε με την ιδέα ότι ο ιός ήταν απάτη. Όπως είπε ένα ζευγάρι που είχε ήδη μολυνθεί: Ξέρουμε πού πάμε όταν πεθαίνουμε. Έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό. Δεν υπάρχει φόβος. Δεν θέλω απαραίτητα τα παιδιά μου να κολλήσουν, αλλά θέλω να χτίσουν άμυνα απέναντι στον ιό.

Υπήρχαν επίσης φόβοι ότι η χρήση μάσκας είναι βλαβερή γιατί προκαλεί δηλητηρίαση από διοξείδιο του άνθρακα (γεγονός που δεν ισχύει). Κάποιοι είχαν υιοθετήσει την ιδέα, που προωθήθηκε μέσω κοινωνικών δικτύων, ότι η φυσική ανοσία που κερδίζει κάποιος όταν δεν φοράει μάσκα θα ήταν προστατευτική απέναντι σε μια χειρότερη μορφή της ασθένειας (δεν ισχύει). Έτσι, φαινόταν αντιπαραγωγικό να φοβούνται τον ιό και να φορούν μάσκα.

Η έρευνα, δημοσιευμένη στο περιοδικό Social Science and Medicine, υπογραμμίζει ότι τέτοιες αντιλήψεις που υποτιμούν ή αγνοούν τους κινδύνους σε μια πανδημία υποστηρίζονται ειλικρινά από κάποιους. Με το να αρνούνται ότι ο ιός είναι επικίνδυνος, ή καν αληθινός, ο άνθρωποι εξέφραζαν τις πιο βασικές πολιτικές και θρησκευτικές αξίες τους. Προσπαθούσαν να κατανοήσουν ένα δύσκολο, περίπλοκο γεγονός, ενισχύοντας τις ιδέες που ήδη είχαν σχετικά με το πώς είναι και θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.

Αυτό μας θυμίζει ότι τα μέτρα υγείας –όπως η χρήση μάσκας– δεν θα έχουν ποτέ ομοιόμορφη εφαρμογή, όταν οι άνθρωποι δρουν με βάση διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι σημαντικό και γιατί, ακόμα και σε μια μικρή πόλη όπου ο ιός χτύπησε κόκκινο.


Έρευνα: Koon, A., Mendenhall, E., Eich, L., Adams, A., & Borus, Z. A. (2021). A Spectrum of (Dis) Belief: Coronavirus Frames in a Rural Midwestern Town in the United States. Social Science & Medicine, 113743.
Απόδοση: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων


Companies Undermine “Sacred” Values Like Environmentalism When Co-opting Them For Profit Or Prestige



By Emma Young

How important is it to you to protect our planet’s wildest places? Would you put a price on it — or is it the kind of goal that just can’t be subject to a cost-benefit analysis? If the latter, then for you, protecting Earth’s wilds is a “sacred value”. Patriotism, or the protection of human lives, or diversity in the workplace can be sacred values, too. So what happens when a for-profit organisation embraces such values — is the pursuit of social or environmental values and profit a “win-win”, as is often claimed?

A new paper in the Journal of Personality and Social Psychology: Interpersonal Relations and Group Processes, suggests not — and it’s the value that suffers, as it becomes less sacred. If this is right, then businesses that co-opt such values in their advertising (think no end of outdoor clothing companies that make a big deal about caring for the wilderness, as just one example) are degrading the very values that they claim to promote.

Rachel L Ruttan at the University of Toronto and Loran F Nordgren at Northwestern University base their conclusions on the results of seven studies on a total of 2,785 participants. In initial studies, participants who read a pro-environment message from a for-profit producer of agricultural equipment subsequently felt that environmentalism was less sacred than did participants who’d read the same message, but from the environmental body Conservation International. The “sacredness scale” used by the researchers assessed levels of feeling that a value (such as environmentalism) is “sacred”, and something that should not be sacrificed, no matter the benefits, but rather defended under any circumstance.

In a further study, participants who read that an organisation was launching a pro-environmental campaign to drive greater profits or for better PR subsequently felt that environmentalism was less sacred, compared with participants who’d read that the new campaign was driven by a desire for greater sustainability.

Earlier work has suggested that when a value is overtly threatened, this reinforces the desire of someone who upholds that value to protect it. However, the use of sacred values in the pursuit of corporate gain might not always seem like an obvious threat to these values, point out the researchers. Indeed, when Ruttan and Nordgren explored this in two further studies, the sacredness of a value was only degraded when participants did not perceive an action as clearly threatening or undermining that value . So, to keep with the same example (though of course there are others), when an outdoor clothing company pledges to donate a portion of its profits to protecting areas of wilderness, though this might seem like a “good thing”, it could work insidiously to degrade the sanctity of the value of wilderness protection — which could ultimately weaken protection efforts.

This possibility is supported by the results of the seventh study. In 2015, two US senators (including John McCain) issued a report documenting how the NFL was being paid by the US military to put on patriotic displays. This was widely picked up by US media. The researchers wondered whether people who were aware of this “paid patriotism” would subsequently hold patriotism as being less sacred. So they gave online participants a quiz that was ostensibly about their knowledge of the NFL, but which included this question: “Is it true or false that the term ‘Paid Patriotism’ was used to describe the practice of NFL teams accepting money to put on patriotic displays at games?”

Next, the participants were asked for their opinion on a purported potential NFL policy change: that singing the national anthem at games would become voluntary, and the choice of individual teams, rather than mandatory. The researchers found that participants who were aware of paid patriotism were significantly less likely to feel that “no matter how great the benefits, this shouldn’t be done”; that is, they were less likely to hold patriotism sacred. (This link held when controlling for a range of factors, including political orientation, education and a history of military service.) The results suggest that an awareness of paid patriotism decreased the sanctity of the value of patriotism.

“As markets increasingly interface with our sacred values — be it through advertisements, product offerings, promoting the strategic advantages of a diverse workforce, or Corporate Social Responsibility initiatives — it becomes increasingly important to understand the effects of using sacred values towards market aims on perceptions of and commitment to values,” the researchers write.

Clearly, there’s a lot more work to be done in this area — to investigate whether the same effects might hold in other countries, as well as in more real-world scenarios, for example. But it does suggest that if “do-gooder” actions and initiatives by companies are perceived to be driven by a desire to enhance the bottom line, this could undermine the very value that they’re endorsing — whether it springs from a “win-win” motivation, or not.


SOURCE: