Monday 27 February 2017

A Very Pleasurable Way To Improve Your Relationship




Both husbands and wives can benefit from this simple technique.


Acting compassionately towards your partner makes you feel better, even if your partner doesn’t notice it.


The new study examined 175 newlyweds who had been together an average of 7 months.

Professor Harry Reis, the study’s first author, said:


“Our study was designed to test a hypothesis put forth by Tenzin Gyatso, the current Dalai Lama.

That compassionate concern for others’ welfare enhances one’s own affective state.”

For the study, the couples kept a diary over two weeks recording when they acted compassionately towards their partners.

The study’s author describe ‘compassionate acts’ as:


“…caregiving that is freely given, focused on understanding and genuine acceptance of the other’s needs and wishes, and expressed through openness, warmth, and a willingness to put a partner’s goals ahead of one’s own.”

People included things like:
expressing tenderness,
showing their partner they were valued,
and changing plans to accommodate their partner.

The results showed that partners benefited from receiving compassionate acts, but only if they noticed them.

However, performing the compassionate act was beneficial to the partner that did it, whether their partner noticed or not.

Professor Reis said:


“Clearly, a recipient needs to notice a compassionate act in order to emotionally benefit from it.

But recognition is much less a factor for the donor.”


SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2017/02/improve-relationship.php(accessed 27.2.17)


The study was published in the journal Emotion (Reis et al., 2017).


Μεγαλύτερος φόβος, η απώλεια της όρασης






Τον περασμένο Νοέμβριο, ο 84χρονος συγγραφέας και φυσιοδίφης Εντουαρντ Χόουγκλαντ έγραψε για τις επιπτώσεις που είχε στην ποιότητα ζωής του η σταδιακή απώλεια όρασης.

Ο Χόουγκλαντ, που έχασε την όρασή του πριν από τέσσερα χρόνια, περιγράφει με γλαφυρό και στενάχωρο τρόπο τις δυσκολίες του σερβιρίσματος του πρωινού καφέ, της χρήσης της τουαλέτας, του εντοπισμού τηλεφωνικού αριθμού στον κατάλογο, της εύρεσης του φαγητού στο πιάτο του, μιλώντας μόνο για όσα τον δυσκολεύουν στο εσωτερικό του σπιτιού του. Παρότι ακούει καθαρά το τραγούδι των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων και τον ήχο του κύματος στην παραλία, ο Χόουγκλαντ δεν μπορεί πια να τα δει.

Η εμπειρία του 84χρονου φυσιοδίφη δεν είναι μοναδική. Οσοι χάνουν έστω και μέρος της όρασής τους μπορεί να νιώσουν οργή, θλίψη, αίσθημα αδυναμίας ή να βυθιστούν στην κατάθλιψη. Ορισμένοι απομονώνονται από τον κοινωνικό τους περίγυρο και νιώθουν έτσι μοναξιά, ενώ αισθήματα έντονου άγχους για διάφορα ζητήματα, όπως οι πτώσεις, τα σφάλματα στη λήψη φαρμάκων, η απώλεια απασχόλησης και τα κοινωνικά ατοπήματα, είναι επίσης ιδιαίτερα κοινά.

Πρόσφατη μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς των ΗΠΑ έδειξε ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί θεωρούν την απώλεια της όρασης τη χειρότερη ασθένεια που μπορεί να τους συμβεί, ξεπερνώντας την απώλεια μέλους, μνήμης, ακοής ή ακόμη και από τον ιό HIV/AIDS.

Το 2015, περισσότεροι από 23,7 εκατομμύρια Αμερικανοί ενήλικες ανέφεραν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα όρασης, ακόμη και με τη χρήση διορθωτικών φακών. Ο αριθμός αυτός αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το 2050, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της αύξησης ασθενειών ικανών να πλήξουν την όραση.

Το σημαντικότερο μήνυμα δημόσιας υγείας που προκύπτει από τις πρόσφατες μελέτες για την απώλεια όρασης αφορά τη σημασία της διεξαγωγής ενδελεχούς οφθαλμιατρικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά τη διετία.

Τέσσερις οφθαλμικές παθήσεις, η γεροντική εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, το γλαύκωμα και ο καταρράκτης, ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό τύφλωσης και περιορισμού της όρασης ενηλίκων στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Σε αντίθεση με άλλες ασθένειες, οι οποίες σχετίζονται με το γήρας, τα παραπάνω νοσήματα δεν συνοδεύονται από πόνο ούτε και άλλα συμπτώματα. Μία προσεκτική εξέταση από οφθαλμίατρο μπορεί, όμως, να εντοπίσει τις παθήσεις αυτές σε πρώιμο στάδιο, ενώ με χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής η εξέλιξή τους μπορεί να επιβραδυνθεί.

Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδος, σημαντική αιτία τύφλωσης Αμερικανών άνω των 60 ετών, προκαλείται από την απώλεια κυττάρων του αμφιβληστροειδούς, στερώντας την όραση στο κέντρο του οπτικού πεδίου. Η διακοπή του καπνίσματος, η κατανάλωση πολλών λαχανικών, η χρήση γυαλιών ηλίου και η λήψη συμπληρωμάτων διατροφής είναι μερικές από τις μεθόδους πρόληψης της πάθησης.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, πρώτη αιτία τύφλωσης ενηλίκων στις ΗΠΑ, επηρεάζει και αυτή τον αμφιβληστροειδή, ενώ η πρόληψή της απαιτεί τη διατήρηση κανονικών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και την αντιμετώπιση της υπέρτασης. Το γλαύκωμα, η ανίατη αύξηση της πίεσης των υγρών στο εσωτερικό του ματιού, που καταστρέφει το οπτικό νεύρο, απαιτεί ετήσιες εξετάσεις για τον πρόωρο εντοπισμό του. Παρότι ανίατο, το γλαύκωμα μπορεί να ελεγχθεί χάρη σε φαρμακευτική αγωγή.

Ο καταρράκτης έχει πλέον καταστεί ιάσιμος σε κάθε στάδιο της ασθένειας, με τη χειρουργική οδό να ενδείκνυται ακόμη και στα αρχικά του στάδια.


ΠΗΓΗ:

http://www.kathimerini.gr/897357/article/epikairothta/ygeia/megalyteros-fovos-h-apwleia-ths-orashs(accessed 27.2.17)

A fear of feeling guilty might be key to some forms of OCD





There’s increasing recognition that our vulnerability to mental health problems isn’t just about how much we are prone to certain emotions such as anxiety and low mood, but also how we relate to those emotions. If we find them aversive and intolerable, we’re more likely to develop problems. A new study in Clinical Psychology and Psychotherapy applies this principle to people’s experience of guilt and their vulnerability to Obsessive Compulsive Disorder (OCD), helping make sense of why past research has been inconsistent on whether guilt-proneness is a risk factor for OCD or not. Gabriele Melli and his colleagues provide new evidence that the inconsistent results might be because the key factor is not how much guilt you suffer, but whether you’re highly guilt-sensitive. They found that clients with OCD who said they found guilt unbearable were especially likely to have OCD symptoms related to compulsive checking, such as checking doors are locked and ovens switched off. Though preliminary, the results point to new ways to help clients with this kind of OCD.



Melli and his colleagues began by creating a new scale for measuring guilt sensitivity because no such questionnaire existed. The new scale had 20 items, such as “Guilt is one of the most intolerable feelings” and “The idea of feeling guilty because I was careless makes me very anxious”. Nearly 500 volunteers from a local community in central Italy rated their agreement or not with these items, and they completed other questionnaires tapping their tendency to experience guilt, and their levels of OCD, depression and anxiety symptoms. The results showed that guilt sensitivity is a separate concept from guilt proneness, and that it was more strongly related to checking-related OCD symptoms than depression or general anxiety.

Next, the researchers asked 61 clients diagnosed with OCD and 47 others diagnosed with general anxiety disorders to complete the new guilt-sensitivity questionnaire and other scales measuring their levels of anxiety and depression. The results showed there was a strong correlation between levels of guilt sensitivity and OCD symptoms related to compulsive checking, even after controlling for different levels of general anxiety and depression and obsessive beliefs, such as an irrational sense of responsibility. Moreover, guilt-sensitivity was especially high for OCD clients whose principle symptoms related to ritualistic checking.

“Guilt sensitivity may indeed cause individuals to be vigilant and sensitive to ways in which actions or inactions could potentially cause harm, performing checking compulsions in order to avoid, prevent, or neutralise the feared feeling of guilt,” the researchers said. This could have implications for therapy, they added, suggesting that in CBT, “cognitive restructuring should target not only inflated responsibility beliefs, but also beliefs concerning the intolerability and dangerousness of experiencing guilt.” Note, however, that the new findings were purely correlational so it’s not certain that guilt sensitivity causes OCD checking symptoms or if the symptoms lead to guilt sensitivity. It may be a bit of both. Or it’s even possible some unknown factors contribute to the symptoms and the guilt-sensitivity.

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/02/03/a-fear-of-feeling-guilty-might-be-key-to-some-forms-of-ocd/(accessed 27.2.17)


Tuesday 14 February 2017

Ο Kανόνας των εσωρούχων, καλό άγγιγμα - κακό άγγιγμα







Η καμπάνια του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης.




Ο Κανόνας των εσωρούχων αποτελεί ένα απλό μέσο που βοηθά τους γονείς να εξηγήσουν στα παιδιά τους ποια είναι τα σημεία του σώματος που δεν πρέπει να τα αγγίζουν οι άλλοι, πώς πρέπει να αντιδράσουν το παιδιά και που να στραφούν για βοήθεια.



Τι λέει όμως ο Κανόνας των Εσωρούχων; Είναι απλό: κανείς δεν μπορεί να αγγίξει ή να χαϊδέψει το παιδί στα σημεία του σώματός του που συνήθως καλύπτονται από τα εσώρουχά τους. Και ούτε τα παιδιά επιτρέπεται να αγγίξουν το σώμα άλλων σε αυτά τα σημεία.



Ο κανόνας είναι επίσης χρήσιμος γιατί βοηθάει να εξηγήσουμε στα παιδιά ότι το σώμα τους τούς ανήκει, ότι υπάρχουν καλά και κακά μυστικά και ότι υπάρχει καλό αλλά και κακό χάδι ή άγγιγμα.



Ο Κανόνας των Εσωρούχων εκπονήθηκε για να βοηθήσει γονείς και κηδεμόνες να ανοίξουν συζήτηση με τα παιδιά τους. Μπορεί μάλιστα να αποτελέσει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο πρόληψης κατά της σεξουαλικής κακοποίησης.



Ο Κανόνας των Εσωρούχων έχει πέντε σημαντικές πτυχές



1. Το σώμα σου σού ανήκει
Τα παιδιά θα πρέπει να ξέρουν ότι το σώμα τους τούς ανήκει και ότι κανείς δεν μπορεί να τα αγγίξει ή να τα χαϊδέψει χωρίς την άδειά τους. Ο ειλικρινής και άμεσος διάλογος ήδη από μικρή ηλικία για τη σεξουαλικότητα και τα απόκρυφα σημεία του σώματος, με σωστή χρήση των όρων που αφορούν τα γεννητικά όργανα και άλλα σημεία του σώματός τους, θα βοηθήσουν τα παιδιά να αντιληφθούν τι δεν επιτρέπεται. Τα παιδιά διατηρούν το δικαίωμα να αρνηθούν φιλί ή χάδι ακόμη και από άτομο το οποίο αγαπούν. Πρέπει να μάθουν να λένε «Όχι» με άμεσο και αποφασιστικό τρόπο σε περίπτωση ανάρμοστης σωματικής επαφής, όπως και τρόπους να αποφεύγουν καταστάσεις που απειλούν την ασφάλειά τους και να ενημερώνουν έναν ενήλικα τον οποίον εμπιστεύονται. Έχει σημασία να τονισθεί ότι τα παιδιά θα πρέπει να επιμείνουν έως ότου κάποιος να πάρει το θέμα στα σοβαρά.









Στο βιβλίο μας, το χέρι ζητά την άδεια της Κίκο για να την αγγίξει. Η Κίκο δέχεται, αλλά όταν το χέρι προσπαθεί να μπει μέσα στο εσώρουχο η Κίκο λέει «Όχι». Οι γονείς και οι κηδεμόνες μπορούν να αξιοποιήσουν αυτή την αλληλουχία γεγονότων για να εξηγήσουν στο παιδί τους ότι μπορεί να πει «Όχι» ανά πάσα στιγμή.



2. Καλό άγγιγμα – κακό άγγιγμα
Τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται πάντα τη διαφορά μεταξύ του αγγίγματος που επιτρέπεται και εκείνου που θεωρείται ανάρμοστο. Πείτε τους ότι δεν είναι σωστό να κοιτάζει ή να αγγίζει κανείς τα απόκρυφα σημεία του σώματός τους, ούτε είναι σωστό να τους ζητάει κάποιος να δουν ή να αγγίξουν αυτά τα σημεία στο σώμα κάποιου άλλου. Ο Κανόνας των Εσωρούχων τα βοηθάει να αναγνωρίζουν ένα φανερό και εύκολο να το θυμούνται όριο: τα εσώρουχα. Βοηθάει τους ενήλικες να ξεκινήσουν μια κουβέντα με τα παιδιά. Αν τυχόν τα παιδιά δεν είναι βέβαια κατά πόσον η συμπεριφορά ενός ενήλικα είναι αποδεκτή ή όχι, φροντίστε να ξέρουν ότι μπορούν να ζητήσουν από κάποιον ενήλικο τον οποίον εμπιστεύονται να τα βοηθήσει.



Στο βιβλίο μας, η Κίκο δεν δέχεται να την αγγίξουν κάτω από το εσώρουχο. Οι γονείς μπορούν να εξηγήσουν στο παιδί ότι υπάρχουν κάποιοι ενήλικες (όπως οι γονείς, οι κηδεμόνες και οι γιατροί) που μπορεί να χρειαστεί να το αγγίξουν, αλλά ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά να πουν «Όχι» ακόμη και σε αυτούς αν τυχόν αισθανθούν άβολα ή αμήχανα.



3. Καλά μυστικά – κακά μυστικά
Η μυστικότητα είναι η τακτική που εφαρμόζουν συνήθως όσοι διαπράττουν το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης. Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντικό να μάθουμε στα παιδιά τη διαφορά μεταξύ καλών μυστικών και κακών μυστικών, αλλά και να καλλιεργήσουμε ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Οποιοδήποτε μυστικό τους προκαλεί άγχος, αμηχανία, φόβο ή στενοχώρια δεν θεωρείται καλό και επομένως δεν θα πρέπει να το αποκρύπτουν. Αντιθέτως, θα πρέπει να το πουν σε κάποιον ενήλικα που εμπιστεύονται (γονέα, δάσκαλο, αστυνομικό, γιατρό).



Στο βιβλίο μας, το χέρι ενθαρρύνει την Κίκο να μιλήσει ανοικτά, όταν κάποιος θέλει να την αγγίξει με τρόπο ανάρμοστο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την αλληλουχία αυτή καταστάσεων για να συζητήσετε τη στη διαφορά μεταξύ καλού μυστικού (όπως λχ. ένα πάρτι γενεθλίων) και κακού μυστικού (οτιδήποτε προκαλεί στο παιδί στενοχώρια και άγχος). Οι γονείς πρέπει να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να τους αποκαλύπτουν τα κακά μυστικά.



4. Η πρόληψη και η προστασία είναι ευθύνη των ενηλίκων
Τα κακοποιημένα παιδιά νιώθουν αισθήματα ντροπής, ενοχής και φόβου. Οι ενήλικες θα πρέπει να αποφεύγουν να καλλιεργούν ταμπού γύρω από τη σεξουαλικότητα αλλά και να φροντίζουν ώστε τα παιδιά τους να γνωρίζουν σε ποιον να απευθυνθούν για να μιλήσουν σε περίπτωση που ανησυχούν, στενοχωριούνται ή θλίβονται. Το παιδιά δεν αποκλείεται να διαισθανθούν ότι κάτι δεν πάει καλά, οπότε οι μεγάλοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί και να αφουγκράζονται τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των παιδιών. Ίσως υπάρχει λόγος που ένα παιδί αρνείται την επαφή με κάποιον άλλο ενήλικα ή παιδί. Θα πρέπει να το σεβαστούν. Τα παιδιά πρέπει να νιώθουν ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μιλήσουν με τους γονείς τους.



Το χέρι στο βιβλίο είναι φίλος της Κίκο. Οι μεγαλύτεροι υπάρχουν για να βοηθούν τα παιδιά στην καθημερινότητά τους. Η πρόληψη της σεξουαλικής βίας αποτελεί πρωτίστως ευθύνη των ενηλίκων και είναι σημαντικό να φροντίζουμε να μην φορτώνουμε ένα τέτοιο βάρος στους ώμους των παιδιών.



5. Άλλες χρήσιμες συμβουλές που συνοδεύουν τον Κανόνα των Εσωρούχων



Καταγγελία και αποκάλυψη στοιχείων
Τα παιδιά χρειάζονται σαφείς κατευθύνσεις όσον αφορά τους ενήλικες που μπορεί να βρίσκονται στον περίγυρο ασφάλειάς τους. Πρέπει να τα ενθαρρύνουμε να επιλέξουν ενήλικες τους οποίους μπορούν να εμπιστευτούν, που είναι διαθέσιμοι και πρόθυμοι να τα ακούσουν και να βοηθήσουν. Μόνο ένα από τα μέλη του περίγυρου αυτού μπορεί να κατοικεί στο ίδιο σπίτι με το παιδί, τα υπόλοιπα δεν θα πρέπει να είναι συγγενικά πρόσωπα ούτε να προέρχονται από τον άμεσο οικογενειακό κύκλο. Το παιδιά θα πρέπει να γνωρίζουν πώς να ζητήσουν βοήθεια σε ένα τέτοιο περίγυρο ασφάλειας και εμπιστοσύνης.



Γνωστοί δράστες
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο δράστης είναι άτομο που το παιδί γνωρίζει. Είναι πολύ δύσκολο, κυρίως για τα μικρά παιδιά, να καταλάβουν ότι κάποιος που ήδη γνωρίζουν μπορεί να τα βλάψει. Μην ξεχνάτε τη μέθοδο που ακολουθούν συνήθως οι θύτες για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των παιδιών. Στο σπίτι επομένως θα πρέπει να ισχύει ο κανόνας ότι το παιδί οφείλει να ενημερώνει τους γονείς του σε κάθε περίπτωση που κάποιος του προσφέρει δώρα, του ζητάει να κρατήσει ένα μυστικό ή προσπαθεί να βρεθεί μόνος μαζί του.



Άγνωστοι δράστες
Σε μερικές περιπτώσεις ο δράστης μπορεί να είναι ένας άγνωστος. Διδάξτε στο παιδί σας κάποιους απλούς κανόνες για την επαφή με αγνώστους, όπως λ.χ. να μην επιβιβάζονται ποτέ σε αυτοκίνητο ατόμου το οποίο δε γνωρίζουν, ούτε να δέχονται δώρα ή προσκλήσεις από αγνώστους.



Βοήθεια
Τα παιδιά θα πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχουν ειδικοί οι οποίοι μπορούν να το βοηθήσουν (δάσκαλοι, κοινωνικοί λειτουργοί, ο συνήγορος του πολίτη, γιατροί, ο ψυχολόγος στο σχολείο, η αστυνομία), αλλά και τηλεφωνικές γραμμές τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να ζητήσουν συμβουλές και βοήθεια.


ΠΗΓΗ:

http://www.thessalonikiartsandculture.gr/paidi/arthra/o-kanonas-ton-esoroyxon-kalo-aggigma-kako-aggigma(accessed 14.2.17)

Τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα, οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά





Τα παιδιά αρέσκονται στα απλά, στα πολύ απλά, στα αυτοσχέδια.

Το παιχνίδι είναι ο δεύτερος ήλιος για το παιδί.

Ο Πλάτων είπε ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν περισσότερα σε μία ώρα παιχνιδιού παρά σε έναν χρόνο συζήτησης.


Είπε ακόμη ότι η δημιουργία στο παιχνίδι είναι από μόνη της δημιουργία αμέτρητων άλλων ιδεών.


Σήμερα θα λέγαμε ότι, μέσα από το παιχνίδι, το παιδί συγκροτεί τη γνώση του γιατί έχει την ευκαιρία και τη δυνατότητα, παίζοντας, να ενεργήσει και να τροποποιήσει την πραγματικότητα, και, μάλιστα, χωρίς να έχει την ανάγκη κανενός δασκάλου.


Παιδί, παιδεία, παιχνίδι. Είναι σαφής η ίδια ρίζα που συνδέει αυτές τις τρεις λέξεις, δηλαδή τον άνθρωπο, τον πολιτισμό, τη δημιουργική έκφραση.


Ο άνθρωπος έφτιαξε τον πολιτισμό του κυριολεκτικά παίζοντας. Ναι, παίζοντας, αλλά παίζοντας με τι;


Σήμερα, σε μία εποχή εκρήξεων γνώσης, που μοιάζει πολύ, στο βάθος, με αυτό που έγινε στη φυσική, όταν άρχισαν να εντοπίζονται τα πρώτα στοιχειώδη σωματίδια, πώς μπορεί το παιδί να εντοπίσει τα στοιχειώδη σωματίδια του δικού του πνευματικού κόσμου;


Πού μπορεί να ψάξει για τα στοιχειώδη αυτά σωματίδια; Πού θα τα βρει;


Θα τα βρει στον κόσμο των γονέων ή μήπως στον κόσμο των δασκάλων;


Πώς θα τα βρει εκεί, όταν γονείς και δάσκαλοι, αντί να κατανοήσουν τον κόσμο του παιδιού, προσφέρουν στο παιδί τον δικό τους κόσμο;


Μπορεί, με βεβαιότητα, να τα βρει στον αγαπημένο του χώρο, που είναι το παιχνίδι.


Το παιχνίδι, ακόμη και το πιο αστείο παιχνίδι, έχει κανόνες που τηρούνται με πλήρη σοβαρότητα. Τηρούνται γιατί είναι κανόνες που τέθηκαν από τα ίδια.


Τα παιδιά αρέσκονται στην εφαρμογή κανόνων πού θέτουν τα ίδια, και δυσφορούν σε κανόνες που θέτουν οι ενήλικες.


Θέτουν κανόνες γιατί, από ένστικτο διαισθάνονται ότι η μεγάλη ελευθερία καταντά δουλεία. Και θέτουν κανόνες που έχουν ως πυρήνα την αμοιβαία κατανόηση, χωρίς την οποία δεν υπάρχει παιχνίδι.


Όλα τα ομαδικά παιχνίδια, τόσο τα ανταγωνιστικά, όσο και τα ψυχαγωγικά, έχουν κανόνες.


Κανόνες έχουν και τα ατομικά παιχνίδια, ακόμη και τα αυτοσχέδια.


Το παιχνίδι με την κούκλα, για παράδειγμα, είναι ένα παιχνίδι επικοινωνίας, σεβασμού, φροντίδας, φιλίας, αγάπης, αφοσίωσης. Και είναι ένα απλό παιχνίδι.


Όμως, ο γρήγορος τρόπος ζωής και οι αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία της οικογένειας έφεραν αλλαγές στα παιχνίδια και στον τρόπο που παίζουν τα παιδιά.


Το παιγνίδι κατάντησε πολύπλοκο και πήρε χαρακτήρα απασχόλησης και καθήλωσης του παιδιού.


Ελέγχεται από τους ενήλικες. Τα παιδιά χάνουν τα οφέλη που προσφέρει, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη δεξιοτήτων, δημιουργικότητας, ηγεσίας στον εαυτό τους ή σε ομάδα.
Είναι πλέον παιχνίδι – πηγή στρες, άγχους και δημιουργός κατάθλιψης.


Είναι παιχνίδι – φύλακας και δεσμοφύλακας. Και είναι πολύπλοκο για να κρατάει ώρα, ώρες. Για να προκαλεί εθισμό για να προκαλεί έμμονες ιδέες, για να προκαλεί καθήλωση και παχυσαρκία. Για να έχει ο γονιός το κεφάλι του ήσυχο.


Για να έχει το κεφάλι του ήσυχο αγοράζει παιχνίδια πολύπλοκα. Αγοράζει κονσόλες και χειριστήρια. Αγοράζει σωματικές και ψυχικές χειροπέδες. Αγνοεί ότι τα παιδιά δεν τα χρειάζονται. Αγνοεί ότι είναι βλαπτικά.


Αγνοεί ότι τα παιδιά αρέσκονται στα απλά. Στα πολύ απλά, στα αυτοσχέδια.


Αγνοεί ότι τα παιδιά βρίσκουν πολλά στο τίποτα και ότι οι μεγάλοι δεν βρίσκουν τίποτα στα πολλά.



ΠΗΓΗ:

http://www.thessalonikiartsandculture.gr/paidi/arthra/ta-paidia-vriskoun-polla-sto-tipota-oi-megaloi-den-vriskoun-tipota-sta-polla(accessed 14.2.17)


Γράφει η Άννα Παππά, δασκάλα, συγγραφέας

Αφιέρωμα στο Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές


Αγαπητοί φίλοι και φίλες

Σας στέλνουμε το παρακάτω ενημερωτικό κείμενο σε σχέση με τη συνέχεια του αφιερώματος στο Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές στα Τετράδια Ψυχιατρικής. Όπως αναγράφεται και στο σχετικό άρθρο σύνταξης, "τα Τετράδια Ψυχιατρικής συνεχίζουν τον διάλογο με τους αναγνώστες τους πάνω σε δύο πολύ σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά στα ναρκωτικά, στα υποκατάστατα, στον ρόλο των φαρμακευτικών εταιρειών και στη διάδοση της τοξικομανίας. Δημοσιεύονται δύο πολύ σημαντικά άρθρα από το αμερικάνικο περιοδικό «Επιστήμη για τον Λαό», που αντιπροσώπευε ένα πολύ ριζοσπαστικό εγχείρημα στο τέλος του 20ού αιώνα στην Αμερική, πάνω στη σχέση της επιστήμης με την οικονομική και πολιτική εξουσία, το ιατρικό επάγγελμα, τις φαρμακευτικές εταιρείες, τη συνταγογράφηση εξαρτητικών φαρμάκων, του τύπου των αμφεταμινών σε μαθητές, στα σχολεία. Τη μετάφραση καθώς και την επιμέλεια όλου του αφιερώματος έχει κάνει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Νίκος Λάιος πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων στα κέντρα πρόληψης του ΟΚΑΝΑ. Στο επόμενο τεύχος θα δημοσιευθούν και άλλα πολύ ενδιαφέροντα άρθρα από το ιστορικής αξίας περιοδικό «Επιστήμη για τον Λαό». Σ’ αυτή την ενότητα δημοσιεύονται επίσης και οι εισηγήσεις που έγιναν στην ημερίδα της 18/3/2016 με θέμα «Η Πρόκληση Συνεργασίας στις Δομές Αντιμετώπισης της Εξάρτησης. Συνδέσεις, Φραγμοί, Προοπτικές» και η οποία οργανώθηκε από το σωματείο των κέντρων πρόληψης του ΟΚΑΝΑ. Η καθηγήτρια κριτικής εγκληματολογίας Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εργαζόμενες και εργαζόμενοι σε κέντρα πρόληψης, στο 18άνω καταθέτουν τις απόψεις, τις αγωνίες, το κάλεσμα για ευρύτερες συνεργασίες και την οργάνωση ριζοσπαστικών δράσεων στον κοινωνικό χώρο. Η δεύτερη ενότητα του τεύχους αφορά στην ψυχική υγεία και στο κίνημα «Ακούγοντας Φωνές» και περιλαμβάνει τρία ακόμα άρθρα μελών του Δικτύου, τα οποία αποτελούν και συνέχεια του προηγούμενου, αφιερώματος στο Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές."

Τα συγκεκριμένα άρθρα αναφέρονται σε παρεμβάσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Για παράδειγμα το άρθρο της Μαριάννας Κεφαλληνού πραγματεύεται τη σημασία της αμοιβαίας υποστήριξης συγγενών – φροντιστών ως παράγοντα μετασχηματισμού και αλλαγής των ευθυνών στο χώρο της ψυχικής υγείας. Επίσης τα άρθρα της Βασιλικής Φενέκου & Ευγενίας Γεωργάκα και του Λυκούργου Καρατζαφέρη παρουσιάζουν παραδείγματα από εξειδικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις, στις οποίες αναδεικνύονται κάποιες από τις εναλλακτικές που είναι πλέον διαθέσιμες για την προσέγγιση της εμπειρία των φωνών αν όχι για την πλήρη απάλειψή τους, τουλάχιστον για τη συνειδητοποίηση, την αποδοχή και τη διαχείρισή τους με τρόπο ώστε να μην καταδυναστεύεται το άτομο και να μπορεί να ελέγχει το ίδιο τη ζωή και την εξέλιξή του, τις αποφάσεις και τις ενέργειές του. Λόγω της πληθώρας της ύλης τα άρθρα των Dirk Corstens, Rufus May και Eleanor Longedn και της Μαριεύας Δαϊλάκη θα φιλοξενηθούν στο επόμενο τεύχος.

Όσοι και όσες επιθυμούν να παραλάβουν το τεύχος θα το βρουν σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας ή έπειτα από επικοινωνία με τις εκδόσεις Βήτα, η οποία μπορεί να το αποστείλει με πιο φθηνά μεταφορικά έξοδα. Παρακάτω παρατίθενται οι περιλήψεις από τα τρία άρθρα.

Με εκτίμηση

Η διαχειριστική ομάδα του

Δικτύου Ακούγοντας Φωνές



«Συγκριτική παρουσίαση μελέτης δυο ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων που βασίζονται στο μοντέλο των Romme & Escher σε άτομα με εμπειρία ακρόασης φωνών»


των Βασιλική Φενέκου, Ευγενία Γεωργάκα

Περίληψη

Η παρούσα συγκριτική μελέτη αφορά σε δύο ατομικές ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις σε άτομα με εμπειρία ακρόασης φωνών, που βασίζονται στο μοντέλο των Rοmme & Escher. Ο συμμετέχων της πρώτης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης είναι ένας ενήλικας άνδρας σε οξεία φάση πρώτου επεισοδίου ψύχωσης και ο συμμετέχων της δεύτερης ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης είναι ένας ενήλικος άνδρας σε οξεία φάση με χρόνια πορεία εκδήλωσης επεισοδίων ψύχωσης. Ο στόχος των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων ήταν η ανάκτηση του προσωπικού ελέγχου σε σχέση με την εμπειρία ακρόασης φωνών, η αύξηση της εναισθησίας και η σύνδεση των φωνών με την προσωπική ιστορία των ατόμων. Οι συγκεκριμένες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις αποτελούν έναν συνδυασμό εφαρμογής του μοντέλου των Romme & Escher και εκπαίδευσης σε στρατηγικές γνωστικής συμπεριφορικής προσέγγισης με στόχο τη διαχείριση των φωνών. Οι επιλογή τους έγινε με σκοπό να αναδειχτούν οι αλλαγές που πραγματοποιούνται κατά τη διαδικασία της θεραπευτικής παρέμβασης σε ένα άτομο που βρίσκεται σε πρώτο επεισόδιο ψύχωσης και σε ένα άτομο που έχει μια σχετικά χρόνια πορεία επεισοδίων ψύχωσης.



Αμοιβαία υποστήριξη συγγενών και φίλων στον χώρο της ψυχικής υγείας. Πώς νοηματοδοτούν τα μέλη μιας ομάδας την εμπειρία τους


της Κεφαλληνού Μαριάννας

Περίληψη

Οι ομάδες αμοιβαίας υποστήριξης αποτελούν φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών στον χώρο της ψυχικής υγείας, το οποίο είναι συνεχώς εξαπλούμενο ανά τον κόσμο και ορισμένες φορές προβάλλεται ως εναλλακτική αντί των παραδοσιακών θεραπευτικών παρεμβάσεων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις εντάσσεται σε ένα πλαίσιο συνεργασίας και αλληλοσυμπλήρωσης με την κλινική πράξη. Σύγχρονες έρευνες πραγματεύονται την ανάδειξη των χαρακτηριστικών και την ανάλυση της αποτελεσματικότητας τέτοιων ομάδων, χωρίς, ωστόσο, να έχουν εστιάσει επαρκώς στις ομάδες αμοιβαίας υποστήριξης για συγγενείς και

φροντιστές ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία. Το παρόν άρθρο παρουσιάζει τα ευρήματα μιας συμμετοχικής έρευνας δράσης, σκοπός της οποίας ήταν η διερεύνηση του νοήματος που φέρει για τα μέλη της η συμμετοχή σε μια τέτοια ομάδα. Η ποιοτική ανάλυση συζητήσεων της ομάδας υποστήριξης συγγενών και φίλων του Δικτύου των Ανθρώπων που Ακούνε

Φωνές ανέδειξε τα εξελικτικά χαρακτηριστικά της διεργασίας, όπως τα αντιλαμβάνονται τα μέλη της, τους μηχανισμούς αλλαγής και τις περαιτέρω προσδοκίες τους.





«Ερωτηματολόγιο του Maastricht: Αναζητώντας το νόημα των φωνών - Παρουσίαση κλινικού περιστατικού»

του Λυκούργου Καρατζαφέρη

Περίληψη

Υπάρχει σχέση ανάμεσα στις φωνές και στην προσωπική ιστορία του ατόμου; Και, επιπλέον, μπορούμε να βγάλουμε νόημα από τις φωνές; Η απάντηση είναι θετική και πλούσια βιβλιογραφία στηρίζει τη διαπίστωση ότι το τραύμα, και ειδικότερα η βαρύτητά του, παίζει σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση ψυχωτικών εμπειριών αλλά και στη συνύπαρξή τους με

τοξικοεξάρτηση και πως ίδια αποτελέσματα εμφανίζονται και στις περιπτώσεις διαταραχής μετά από ψυχοτραυματικό στρες, αποσυνδετικών διαταραχών και συναισθηματικών διαταραχών. Στην παρούσα εργασία θα παρουσιαστεί η χρήση του ερωτηματολογίου του Maa stricht στη δουλειά μου με άτομα που ακούνε φωνές, και ειδικότερα σε τοξικοεξαρτημένους ασθενείς, και θα δοθεί το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του Κώστα.


ΠΗΓΗ:
Hearing Voices Athens(accessed 14.2.17)


Wednesday 8 February 2017

Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της σεξουαλικής αγωγής στην εφηβεία;


Η σεξουαλική αγωγή συμβάλλει στην υγιή και ομαλή ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη ενός παιδιού και ενός εφήβου, καθώς και στην ψυχοκοινωνική του εξέλιξη. Μέσω αυτής, ο έφηβος έχει τη δυνατότητα να λάβει όλα τα απαραίτητα εφόδια και τις γνώσεις που είναι χρήσιμες για την ενήλικη ζωή και να υιοθετήσει υγιείς και ασφαλείς συμπεριφορές και στάσεις ζωής για την πρόληψη της σωματικής, σεξουαλικής και ψυχικής του υγείας. Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής η αναγκαιότητα της σεξουαλικής αγωγής, καθώς τα παιδιά και οι έφηβοι έρχονται σε επαφή με μια πληθώρα μηνυμάτων μέσω των ΜΜΕ, ενώ τα μηνύματα αυτά δεν είναι πάντα αξιόπιστα και είναι πιθανό να τους μπερδέψουν και να τους αγχώσουν. Η σεξουαλικότητα είναι μια έννοια πολυδιάστατη και έχει να κάνει με τη βιολογική, τη γνωστική, την ψυχική, τη συναισθηματική και την κοινωνική διάσταση ενός ατόμου.

Στόχος λοιπόν, της σεξουαλικής αγωγής είναι να προσεγγίσει όλες αυτές τις διαστάσεις και να συμβάλλει στην ομαλή ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του εφήβου. Ένας επιπλέον στόχος της σεξουαλικής αγωγής είναι η συμβολή της στην πρόληψη σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων και στην μελλοντική δημιουργία μιας υγιούς και υπεύθυνης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Ρόλος της σεξουαλικής αγωγής είναι να καταρρίψει τους μύθους και τις στερεότυπες αντιλήψεις γύρω από το σεξ, να ενημερώσει σωστά και να ευαισθητοποιήσει για θέματα που αφορούν άμεσα όλους. Οι γονείς κυρίως, αλλά και άλλοι κοινωνικοί φορείς όπως το σχολείο, πρέπει να ενημερώνουν το παιδί για θέματα σεξουαλικής υγείας. Είναι σημαντικό η σεξουαλική αγωγή να ξεκινήσει από νωρίς, από την παιδική κιόλας ηλικία, παρέχοντας στο παιδί τις κατάλληλες για την ηλικία του και το γνωστικό και συναισθηματικό του επίπεδο γνώσεις.



Πηγή: 

http://www.askitis.gr/sexualhealth/view/poso_simantikos_einai_o_rolos_tis_seksoialikis_agogis_stin_ephiveia(accessed 8.2.17)

Τι είναι η σεξουαλική ταυτότητα; Τι είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός;


Ο όρος σεξουαλική ταυτότητα αναφέρεται στην ταυτότητα του φύλου («είμαι άντρας, είμαι γυναίκα»), στον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου και στον προσδιορισμό της έλξης, αν το άτομο δηλαδή είναι ομοφυλόφιλο, ετεροφυλόφιλο ή αμφιφυλόφιλο. Παράλληλα, έχει να κάνει και με τις σεξουαλικές προσδοκίες του ατόμου, με όλα εκείνα δηλαδή που ορίζουν «τι μου αρέσει και τι δεν μου αρέσει» και αυτά που αναζητά κανείς σε έναν άλλον άνθρωπο.



Ο σεξουαλικός προσανατολισμός προσδιορίζει τη σεξουαλική έλξη του ατόμου και αναφέρεται στο αν το άτομο είναι ετεροφυλόφιλο, ομοφυλόφιλο ή αμφιφυλόφιλο. Αρχίζει να οργανώνεται από την παιδική ηλικία, διαμορφώνεται στα χρόνια της ήβης, για να ολοκληρωθεί στο κλείσιμο της εφηβικής ηλικίας, που ουσιαστικά ξεκινάει η σεξουαλική δραστηριότητα του ατόμου. Αποτελεί μία βίο - συναισθηματική έκφραση και για τον καθορισμό του εμπλέκονται βιολογικοί, αλλά και ψυχολογικοί μηχανισμοί και είναι ο θεμελιώδης μηχανισμός της ανθρώπινης επιλογής, που σκοπό έχει τη σεξουαλική ικανοποίηση, την επικοινωνία με τον ερωτικό σύντροφο και την αναπαραγωγή.



Πηγή:

http://www.askitis.gr/sexualhealth/view/ti_einai_i_seksoialiki_taitotita_ti_einai_o_seksoialikos_prosanatolismos(accessed 8.2.17)


Monday 6 February 2017

Κοιμόμαστε για να διαγράψουμε «δεδομένα»




Το γιατί κοιμόμαστε είναι μείζον ερώτημα για τους επιστήμονες, που τώρα πιστεύουν ότι ίσως συμβαίνει για να συρρικνωθούν οι συνάψεις του εγκεφάλου.


Eνα από τα βασικά όσο και αναπάντητα ερωτήματα των ερευνητών είναι γιατί κοιμόμαστε. Κάποιοι πιστεύουν ότι κοιμόμαστε για να σώσουμε ενέργεια. Αλλοι θεωρούν ότι κοιμόμαστε για να καθαρίσει ο εγκέφαλος από τα κυτταρικά απόβλητα, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι ο ύπνος αναγκάζει τα ζώα να στέκονται ακίνητα και έτσι να κρύβονται από τους θηρευτές τους. Ωστόσο, κάποιες μελέτες που είδαν τώρα τα φώτα της δημοσιότητας, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Science, υποδεικνύουν ότι κοιμόμαστε για να λησμονήσουμε τελικά τα διάφορα πράγματα που μάθαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Για να μάθουμε κάτι, θα πρέπει να μεγαλώσουν οι συνάψεις, οι συνδέσεις ανάμεσα στους νευρώνες του εγκεφάλου μας. Αυτές οι συνδέσεις επιτρέπουν στους νευρώνες να ανταλλάσσουν μηνύματα, ενώ σε αυτά τα δίκτυα αποθηκεύουμε τις νέες μνήμες.

Το 2003, ο Τζούλιο Τονόνι και η Κιάρα Τσιρέλι, του πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν, διατύπωσαν την άποψη ότι οι συνάψεις αυτές μεγαλώνουν τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της ημέρας που ο εγκέφαλος γίνεται «θορυβώδης». Οταν κοιμόμαστε, επισήμαναν οι ερευνητές, ο εγκέφαλος «κλαδεύει» τις συνάψεις, έτσι ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα στη μετάδοση των μηνυμάτων. Μάλιστα, έκτοτε οι δύο ερευνητές βρήκαν πολλά στοιχεία που υποδεικνύουν την υπόθεση της «συναπτικής ομοιόστασης».

Τελικά, αποδεικνύεται ότι πράγματι οι νευρώνες «κλαδεύουν» τις συνάψεις, όπως τουλάχιστον διαπιστώθηκε από πειράματα που έγιναν σε εργαστηριακό δισκάριο. Οι ειδικοί χορήγησαν σε νευρώνες, που βρίσκονταν σε δισκάρια, φάρμακα που ενίσχυαν την ανάπτυξη των συνάψεων και μετά τους παρακολούθησαν να «κλαδεύουν» τις πλεονάζουσες συνάψεις. Αλλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το τι συμβαίνει έρχονται από τα ηλεκτρικά σήματα του εγκεφάλου. Κατά τη διάρκεια του βαθέος ύπνου τα σήματα αυτά επιβραδύνονται.

Ο δρ Τονόνι και η δρ Τσιρέλι πιστεύουν ότι αυτό συμβαίνει λόγω της συρρίκνωσης των συνάψεων. Ταυτόχρονα, από πειράματα που έκαναν σε ποντίκια, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συνάψεις στον εγκέφαλο κοιμωμένων ποντικών ήταν κατά 18% μικρότερες από ό,τι αυτές στον εγκέφαλο ξύπνιων ποντικών.

Σε μοριακό επίπεδο

Η δεύτερη μελέτη εκπονήθηκε από τον Γκράχαμ Η. Ντίρινγκ, ερευνητή του πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς. Ο Ντίρινγκ και οι συνεργάτες του προσπάθησαν να ερευνήσουν την υπόθεση της «συναπτικής ομοιόστασης» μελετώντας τις πρωτεΐνες στον εγκέφαλο ποντικών. Σε ένα πείραμα οι επιστήμονες δημιούργησαν ένα μικρό παράθυρο στον εγκέφαλο των πειραματόζωων από το οποίο μπορούσαν να μελετήσουν τα τεκταινόμενα εκεί. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια ενός φαρμάκου χρωμάτισαν την επιφανειακή πρωτεΐνη των συνάψεων. Ετσι, διαπίστωσαν ότι ο αριθμός των επιφανειακών πρωτεϊνών μειωνόταν κατά τη διάρκεια του ύπνου, κάτι που θα συνέβαινε αν τελικά και οι συνάψεις συρρικνώνονταν.

Ο δρ Ντίρινγκ και οι συνεργάτες τους αναζήτησαν τι προκαλούσε την αλλαγή σε μοριακό επίπεδο, διαπιστώνοντας ότι εκατοντάδες πρωτεΐνες αυξάνονται ή μειώνονται στο εσωτερικό των συνάψεων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ωστόσο, μία πρωτεΐνη ιδιαίτερα, η Homer1A, ξεχώριζε. Από τα πειράματα που έγιναν στο εργαστήριο αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη πρωτεΐνη διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη συρρίκνωση των συνάψεων, ενώ από τις έρευνες που πραγματοποιήσαν οι ειδικοί διαπιστώθηκε ότι ο ύπνος πυροδοτεί τη δημιουργία της πρωτεΐνης Homer1A στους νευρώνες, ενώ στη συνέχεια μεταφέρεται στις συνάψεις.}

Επίσης διαπιστώθηκε ότι η συρρίκνωση των συνάψεων δεν αφορά όλους τους νευρώνες. Το ένα πέμπτο των συνάψεων παρέμενε αναλλοίωτο. Είναι πιθανό αυτές οι συνάψεις να αφορούν τις παγιωμένες αναμνήσεις που πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητες.

Ωστόσο, πολλοί ερευνητές επισημαίνουν ότι τα προαναφερθέντα συμπεράσματα δεν αποτελούν απόδειξη της υπόθεσης της «συναπτικής ομοιόστασης».

Δύσκολη διαπίστωση

Ο Μάρκος Τζ. Φρανκ, ερευνητής ύπνου στο πολιτειακό πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, επισημαίνει ότι είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί κατά πόσον οι μεταβολές στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια του ύπνου προκαλούνται από τον ύπνο ή από το βιολογικό ρολόι. Αλλωστε, πολλά όργανα λειτουργούν κατά διαφορετικό τρόπο την ώρα του ύπνου όπως το έντερο που δημιουργεί πολλά νέα κύτταρα.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/894839/article/epikairothta/episthmh/koimomaste-gia-na-diagrayoyme-dedomena(accessed 6.2.17)

This Is What People Find Essential In A Long-Term Partner




Largest ever survey reveals what men and women are looking for in a long-term partner.


The largest every survey of mate-preferences has revealed the characteristics that people find both essential and desirable in a long-term.


Here are some highlights of the findings:
92% of men and 84% of women said that it was desirable or essential that their potential partner was good-looking.
80% of men and 58% of women said a slender body was desirable or essential.
74% of men and 97% of women wanted someone with a steady income.
47% of men and 69% of women said that a potential partner making a lot of money was important to them.

Only around 40% of men and women, though, thought it was important that their partner was similar in physical attractiveness to themselves.

The biggest gender differences were seen in the area of money and career.

Twice as many women placed importance on a potential partner’s successful career and earnings than did men.

Dr David Frederick, study co-author, said:


“We’ve known for a long time that men care more about attractiveness in a long term partner, and women care more about resources.


In two national datasets, we found that gender was by far the strongest predictor of what people want in a long-term mate: it was more important than age, income, education, or confidence in appearance.



We found that although men have stronger preferences for a ‘good looking’ and ‘slender’ partner, men and women care equally about having a partner who is specifically attractive to them.

Wealthier men and people who were more confident in their appearance had stronger preferences for a good-looking partner, and older men and women placed less importance on looks and income traits when seeking a long-term partner.”

Some other interesting findings:
Richer people — whether men or women — wanted better looking partners.
Educated men were especially interested in good-looking and slender women in comparison to less well-educated men.
Older people were less focused on looks.

The results come from a survey of almost 28,000 heterosexuals aged 18-75.

SOURCE:
http://www.spring.org.uk/2016/06/people-find-essential-long-term-partner.php(accessed 6.2.17)

The study was published in the journal Personality and Individual Differences (Fales et al., 2016).

A promising study suggests teachers can train 8-year-olds in Theory of Mind





Theory of Mind is psychologist-speak for our ability to put ourselves in other people’s shoes, to recognise that their thoughts and beliefs can be different from our own. Children begin to develop this ability around age three to four: it starts off fairly basic, in terms of understanding people can hold false beliefs, becoming more sophisticated as they get older, eventually taking in concepts like double bluffing and faux pas.

Of course, as with most things, kids vary in how adept they are at Theory of Mind, and there’s evidence that those with more skills in this area benefit in all sorts of ways, from their relationships to school achievement. Importantly, experiments have shown that this isn’t something that’s fixed, rather children can be trained fairly easily to improve their Theory of Mind by spending time talking about and reflecting upon characters’ perspectives in social scenarios.

These previous training studies have been contrived experiments delivered by researchers with the sessions conducted outside of normal classes. A promising but preliminary new study in the British Journal of Educational Psychology has made an important leap, taking the training to a more real-life setting, showing that a brief teacher-led intervention was able to boost eight- to nine-year-olds’ Theory of Mind, with the benefits still demonstrable two months later.



Federico Bianco and Serena Lecce trained four teachers at four different primary schools how to deliver a Theory of Mind intervention that involved the children reading about different social situations, writing answers to questions about the thoughts and perspectives of the different characters, and then discussing the stories in groups. The stories involved misunderstandings, sarcasm, faux pas and a double bluff. The teachers were trained to provide feedback to correct the pupils when necessary. The teachers also learned how to deliver a control intervention that was similar but involved reflecting on physical aspects of stories: for instance, a typical question might ask what materials an architect should use for tall buildings.

The Theory of Mind training – four sessions of 50 minutes – was given by the teachers to one of their usual classes, and the control training of equal length to another class. This meant 34 eight-year-olds received the Theory of Mind training, and 38 acted as controls. Meanwhile, the pupils completed various tests before the training, such as verbal ability and executive training tests, and answered questions about their family background. Critically, before the training, one week afterwards and two months afterwards, they also completed a test of their Theory of Mind skills, based on their comprehension of three stories involving double bluff, persuasion and misunderstanding.

All the children showed improvements in their Theory of Mind test performance over the course of the study, but the children who received the Theory of Mind training showed greater gains than the control group. And while the two groups showed equal Theory of Mind skills pre-training, after they’d completed their training, the Theory of Mind training group were superior at both the one week and two month follow up. The apparent benefits of the Theory of Mind training remained after controlling in the analysis for the influence of other abilities such as verbal skill or other factors like family background.

Bianco and Lecce said their results suggest teachers “can successfully promote their 8- to 9-year-old pupils’ Theory of Mind development during regular teaching hours” and that they hoped this might be the “first step of a new line of research aimed at translating Theory of Mind research into school life practices.”

On a more sceptical note, there wasn’t a no-treatment control condition, so we can’t tell for sure whether the Theory of Mind training boosted Theory of Mind or if the physical concepts training was for some reason detrimental to Theory of Mind. Also, the test of Theory of Mind was remarkably similar to the training (all scenarios were derived from the so-called Strange Stories Task), so it’s perhaps not surprising improvements were shown in the intervention group. It would have been more impressive if the training had led to improvements in Theory of Mind that were tested in a different way. Finally, this study wasn’t able to show that there were any follow-on benefits from the apparent increases in Theory of Mind abilities enjoyed by the pupils who received the Theory of Mind intervention. If future research could show the training leads to tangible benefits to children’s relationships or schoolwork, for example, that would be very exciting.


SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/01/27/a-promising-study-suggests-teachers-can-train-8-year-olds-in-theory-of-mind/(accessed 6.2.17)

Wednesday 1 February 2017

Is creativity something you inherit from your parents?





Jeb Bush’s failure to secure a Presidential triple-play is memorable perhaps because it’s an exception to a familiar routine: the family dynasty. It’s a routine especially common in the arts, where a writer’s family tree is apt to contain a couple of actors, a director, and maybe a flower arranger to boot. This might simply reflect upbringing – or maybe the powers of nepotism – but creative success also owes to temperament and talents, some of which may have their origins in our genetic makeup. The journal Behavioural Genetics has recently published a heritability study that explores how deeply a creative vocation sits in our DNA.



Mark Roeling and his colleagues at Oxford and Vrije universities, drew on data from the Netherlands Twin Register, covering around 1800 monozygotic (identical) twins who share the same genes, and 1600 dizygotic or non-identical twins who have only 50 per cent of their DNA in common, just like non-twin siblings. The register includes information on the twins’ professions, which were coded as artistic if they fell into the categories of dance, film, music, theatre, visual arts, or writing. This applied to 233 of the individuals on the register.

The question that Roeling and his colleagues were interested in was: if an individual has an artistic profession, how likely is it that their twin does too? If the answer is the same for monozygotic and dizygotic pairs, then this would suggest genes exert no effect on the likelihood of entering a creative career – it’s all nurture. Stronger creative overlap among the identical twins, by contrast, would suggest more of a role for nature.

The team found that there was more similarity in the careers of identical twins than non-identical twins. If one identical twin had a creative career, there was a .68 per cent chance that their sibling would do too (where 1 would mean the other twin always had a creative profession), compared with a probability of just .4 for a creative non-identical twin. This difference between identical and non-identical twins suggests that genes have a fairly large say in whether you go into a creative profession. After adjusting the results using data from non-twin siblings, the researchers estimated that the heritability of being in a creative profession is 0.7: in other words, in attempting to understand why some individuals in the sample ended up in creative careers and others didn’t, the researchers think that 70 per cent of this difference is attributable to genetic influences.

It’s worth looking at other recent studies to put this in context. Also working with data from the Netherlands Twin Register, a different research group led by Anna Vinkhuyzen at VU University found high levels of heritability (.83 ) for creative writing, including letters, manuscripts and books, but somewhat lower heritability (.56) for a fairly broad category of ‘arts’ comprising painting and acting. Meanwhile, another group headed by Christian Kandler at Universität Bielefeld used German datasets to find another reasonably large heritability estimate (.62) for “perceived” creativity, that is how highly participants rated themselves as creative or how creative they were rated by their peers.

These earlier findings tended to rely on self-report measures of participants’ thoughts on their own creativity. Kandler found a much lower heritability of .26 for what he calls “figural” creativity, measured by objective tests, such as completing partial line drawings to create objects judged as especially clear and original. This links into earlier findings that suggested there are two dimensions to creativity: one a subjective sense of “being a creative” (or wanting to be), which tends to correlate with higher scores on the personality traits of Openness and Extraversion, and the other, actual creative ability, which tends to correlate with intelligence and can be objectively assessed through tests, such as those used in Kandler’s research on figural creativity.

The current study’s heritability of .70 finds better company among the creativity self-report measures than the much weaker heritability suggested for pure creative ability. This makes it plausible that the substantial influence that genetics appears to have on creative professions may not just be about pure creative ability, but also about the other personal characteristics that are needed to make an artistic life, such as determination and self-belief. Further work that looks at the heritability of artistic attainments would be one way of exploring this, as would looking at time spent on creative pursuits, inside or outside of a main profession. After all, to be creative professionally takes a fair amount of luck and circumstance. To be creative in life, however, just requires you to make it a priority.


SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/01/16/is-creativity-something-you-inherit-from-your-parents/(accessed 1.2.17)