Thursday 28 May 2015

«Το ότι βοηθάω τη γυναίκα μου δεν με κάνει ήρωα!»: Ένας μπαμπάς εξομολογείται


Ο Clint Edwards είναι μπαμπάς, blogger και σύζυγος. Έχει πρωινή δουλειά, τρία παιδιά –εκ των οποίων το ένα είναι μωρό, και μία γυναίκα που «τρέχει» από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έχει, επίσης, τη έντονη ανάγκη να εξομολογηθεί ένα λάθος του –το γεγονός ότι θεωρούσε τον εαυτό του σπουδαίο, επειδή ξυπνά τα βράδια για να ταΐσει το μωρό. Μέχρι που το διόρθωσε και το ίδιο ελπίζει να κάνουν κι άλλοι μπαμπάδες (αφού πρώτα αρχίσουν να ξυπνούν κι εκείνοι κάθε βράδυ για το μωρό). Το παρακάτω πρέπει να το διαβάσετε και εσείς και ο άντρας σας.



" Συζητούσα κάποτε με την γυναίκα μου για τα ατελείωτα ξενύχτια που «τραβάμε» με το μωρό, όταν κάποια στιγμή της είπα «τουλάχιστον σηκώνομαι εγώ. Λίγοι είναι οι άντρες που το κάνουν αυτό. Θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων.»

Ήμουν κουρασμένος. Και της το είπα σαν να είναι τρομερά τυχερή που με έχει. Σαν να ήμουν καλύτερος από εκείνη ως γονιός.

Η ώρα ήταν 7 το πρωί. Η Μαίρη σταμάτησε να μιλά και έγειρε πίσω στην καρέκλα της, με τον Άρη να κοιμάται στην αγκαλιά της. Τα μάτια της ήταν λίγο κόκκινα και τα καστανά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά. Κράτησε το μωρό λίγο πιο σφιχτά πάνω της και άκουσε με προσοχή αυτό που της είπα. Περίμενα ότι θα συμφωνούσε μαζί μου. Συχνά αναφερόμασταν σε μπαμπάδες που ξέραμε, οι οποίοι δεν ξυπνούσαν ποτέ για τα μωρά τους. Θεωρούσαν πως αυτό είναι δουλειά της μαμάς.

Δεν συμφώνησε, όμως.

Αντίθετα, σταύρωσε τα πόδια της, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε «θα ήθελα να σταματήσεις να το λες αυτό».

Την περίοδο εκείνη η Μαίρη έκανε ένα μεταπτυχιακό, ήταν μαμά τριών παιδιών και εθελόντρια στο σχολείο των παιδιών (ήταν προϋπόθεση για να τα δεχτούν στο συγκεκριμένο σχολείο). Περνούσε ώρες καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, σκυμμένη πάνω από ένα πληκτρολόγιο, με ένα μπλοκάκι στα δεξιά της, και τουλάχιστον ένα παιδί να προσπαθεί να σκαρφαλώσει στο πόδι της. Και παρά την αφοσίωσή της στις σπουδές της, και το πόσο εγώ την βοηθούσα, συχνά μιλούσε για την πίεση που ένιωθε προκειμένου να κρατήσει το σπίτι καθαρό –αλλά και να πάει τα παιδιά στον παιδίατρο, να μαγειρέψει, να πάει τα παιδιά στις απογευματινές τους δραστηριότητες, να τα φροντίζει για να είναι καθαρά και υγιή και παράλληλα να τα διαπαιδαγωγεί. Ήταν και φοιτήτρια και μαμά, κι όμως ένιωθε μια τρομακτική πίεση να φροντίζει αποκλειστικά εκείνη τα παιδιά μας. Και εκεί ήμουν κι εγώ, να θρέφω τις προσδοκίες μου αναφέροντας την βοήθειά μου τα βράδια, σαν να ήταν μία τρομερά γενναιόδωρη προέκταση του ρόλου μου ως πατέρας.

Φυσικά, δεν τα σκέφτηκα όλα αυτά την στιγμή εκείνη. Αυτό που είπα ήταν ο τρόπος μου να την κάνω να προσέξει την συμβολή μου στον γάμο μας. Ως πατέρας, συχνά νιώθω σαν να «σπάω το καλούπι» που βοηθάω ουσιαστικά στο σπίτι. Όταν γυρίζω από την δουλειά πολλές φορές καθαρίζω. Ξυπνάω τα βράδια και κάνω πολλά άλλα πράγματα για να βοηθήσω να είναι ο γάμος μας συντροφικός. Αλλά για κάποιον λόγο, ένιωθα σαν να δικαιούμαι ιδιαίτερη προσοχή επειδή έκανα πράγματα που, για πολλά χρόνια, έχουν θεωρηθεί δουλειές της μαμάς.

Φορούσα ένα παντελόνι δουλειάς και ένα κολλαριστό πουκάμισο. Στο δεξί μου χέρι κρατούσα μία τσάντα με το μεσημεριανό μου φαγητό. Σταμάτησα μια στιγμή, έκανα ένα βήμα πίσω και της είπα «Γιατί; Θέλω να πω, αλήθεια είναι. Κάνω πολλά πράγματα που άλλοι μπαμπάδες δεν τα κάνουν. Είμαι καλός σύζυγος!»

Η Μαίρη σηκώθηκε, με το μωρό στην αγκαλιά της. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας κοιμόντουσαν ακόμα, οπότε μιλούσαμε ψιθυριστά. «Γιατί δεν με κάνει να νιώθω σα να ήμαστε συνεργάτες. Με κάνει να νιώθω σαν να θέλεις να σε προσκυνώ κάθε φορά που ξυπνάς το βράδυ για το μωρό. Είναι και δικό σου μωρό, ξέρεις.»

Ανταλλάξαμε κάποιες κουβέντες για λίγη ώρα. Μου είπε πόσο εκτιμούσε όσα κάνω για να την βοηθάω στο σπίτι, αλλά δεν της άρεσε ο τρόπος που φερόμουν σαν να κάνω κάτι τρομερά σπουδαίο, ενώ στην πραγματικότητα έκανα αυτό που κάθε άντρας θα έπρεπε να κάνει.



Η πρώτη -ανόητη- αντίδρασή μου ήταν να τσαντιστώ. Ήθελα να της κάνω μία λίστα με άλλους μπαμπάδες που ξέραμε, φίλους και συγγενείς, οι οποίοι παραμένουν προσκολλημένοι στους παραδοσιακούς ρόλους του κάθε φύλου. Άνοιξα το στόμα μου, αλλά σταμάτησα. Σκέφτηκα τι ένιωθα εκείνη τη στιγμή και προτίμησα να φύγω για την δουλειά πριν πω κάτι που δεν θα έπρεπε.

Έτσι, οδήγησα μέχρι την δουλειά μέσα στα νεύρα.

Ήμουν σχεδόν 20 λεπτά κολλημένος στην κίνηση όταν θυμήθηκα την τελευταία φορά που έπλυνα τα πιάτα. Θεωρούσα ότι θα έπρεπε να με επαινούν γι'αυτό, να μου δίνουν βραβεία, όμως για πρώτη φορά αναρωτήθηκα, Γιατί; Έφαγα κι εγώ σε αυτά τα πιάτα. Μετά σκέφτηκα τότε που έβαλα σκούπα, ή που έβαλα πλυντήριο και άπλωσα, και συνειδητοποίησα ότι είχα τις ίδιες προσδοκίες και για αυτές τις δουλειές και ξαφνικά ένιωσα εντελώς μα**ας. Το ότι η Μαίρη θα ήταν υπεύθυνη για την φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού ήταν τόσο βαθιά ριζωμένο στην αντίληψή μου για την οικογένεια και την συμβολή του καθενός που ανέβαζα τον εαυτό μου σε βάθρο επειδή έκανα κάτι τόσο απλό, όσο το να βοηθάω την γυναίκα μου με το μωρό μας τα βράδια.

Μέχρι να παρκάρω και να περπατήσω ως το γραφείο, είχα αρχίσει να νιώθω πολύ μικρός.

Τηλεφώνησα στη Μαίρη από την δουλειά και της είπα ότι λυπάμαι. «Έχεις δίκιο», της είπα. «Είμαστε σύντροφοι και συνεργάτες και δεν θα πρέπει να φέρομαι σαν να κάνω κάτι εξαιρετικό, επειδή ξυπνάω τα βράδια. Θα σταματήσω.»

Η Μαίρη σώπασε για μια στιγμή. Μετά μου είπε «ευχαριστώ». "

ΠΗΓΗ:
http://www.mama365.gr/23794/to-oti-vohthao-th-gynaika-moy-den-me-kanei-hroa.html(accessed 28.5.15)

Poverty shapes how children think about themselves



"The Culture of Poverty”, published in 1966 (pdf), was hugely influential, persuading many policy makers that children from low-income families are destined for lives of “criminality, joblessness, and poverty” because they exist in enclaves characterised by dysfunctional beliefs and practices. Thankfully, this fatalistic view has since been largely refuted and attention has turned to ways to help poor children, including giving them access to books, good teachers and stable environments.

Now a review from the University of Massachusetts has highlighted a different way that poverty can leave a lasting impression on children: by altering their psychological states in ways that shape their future. This sounds like a bleak picture, but the review urges the situation is one we can combat.


Authors Amy Heberle and Alice Carter point out that adults belonging to a disadvantaged group are vulnerable to a pair of effects: higher levels of stress when their low status is made clear to them, termed status anxiety; and underperformance on a task when reminded that their social group is stereotypically poor at the task, termed stereotype threat. If these phenomena apply to young children, as Heberle and Carter propose, then even if they have a stable, stress-free family life, poor kids are likely to generate their own stress and underperform simply through awareness of their own in-poverty status.

For this to be the case, young children would need to possess social categories and understand stereotypical beliefs. It appears they do. The review explains how, from the age of five, children in Western countries have a handle on the category of "poor people", and are able to describe it coherently. Interestingly, middle income children are likely to use "dirty", "mean", and other stereotypes in their descriptions, whereas poorer children are more likely to describe how poor people feel, suggesting greater empathy and an awareness that they lie within or close to that group.

In terms of stereotypical beliefs, children from first grade (aged six to seven) onwards endorse the belief that poor kids do worse in school. Moreover, there is evidence from a single study that children believe that although poorer children have a similarly broad range of ambitions to that of other children, less than a quarter of these dreams would be achieved, whereas non-poor children should achieve the majority of theirs.

For poor children to be burdened by stereotype threat, they would also need to be conscious that others might assign them to a stereotypical category. Here the evidence is thinner, but we know that poor kids who say they would prefer poor friends give reasons including “they wouldn’t judge you on how you look, you talk, and the way you were.”

Heberle and Carter emphasise that more research is needed to establish exactly when children begin to experience status anxiety and stereotype threat. They urge far more work on the under-5s (children begin drawing social categories and stereotypes by the age of two), which would require the use of non-verbal techniques (e.g. preferential looking) in place of questions and conversation. They predict such research will show that social class and stereotypes fall into place by age three, very early in a child’s sense-making of the world.

If these mechanisms do have an impact, it would explain why researchers have struggled to establish a causal link between inequality and health outcomes at a personal level, even though we know more equal nations have better health. At least in developed nations, it may be that the harm comes not so much from lack of absolute material wealth but from the psychological mechanisms triggered by comparative poverty. These mechanisms might even be a contributing factor in the recent finding that 12-13 year olds from low-income families have thinner cortices in brain regions associated with academic performance.

If Heberle and Carter are right, then growing up poor does throw up psychological obstacles to healthy functioning. But these are issues that teachers and families can challenge by discussing and countering negative beliefs about poverty with their children, and that policy-makers can tackle too. Even innocuous, discretionary costs, such as a museum trip fee, can be too much for a stretched family budget, creating separation between poorer children and their peers. Recognising this, societies can try harder to lessen these burdens.

_________________________________ 
SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2015/05/poverty-shapes-how-children-think-about.html?utm_source=BPS_Lyris_email&utm_medium=email&utm_campaign=%5Brd%5D+The+Latest+Psychology+Research(accessed 28.5.15)

Heberle, A., & Carter, A. (2015). Cognitive Aspects of Young Children’s Experience of Economic Disadvantage. Psychological Bulletin DOI: 10.1037/bul0000010


Tuesday 26 May 2015

Χόρχε Μπουκάι: Απαλλαγείτε από τη φυλακή που κλείσατε τον εαυτό σας.





Λένε πως ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας που άρχισε ξαφνικά να πιστεύει πως ήταν πετεινός. Μια μέρα λάλησε τόσο δυνατά, που ξύπνησε όλη την αυλή με την ανατολή.

Τρέχουν όλοι στο δωμάτιο του και βλέπουν τον πρίγκιπα γυμνό, να πηγαίνει ανακούρκουδα από τη μια άκρη στην άλλη, ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια στα πλευρά του σαν να ήταν φτερά, και να βγάζει κάτι περίεργους ήχους, σαν κακαρίσματα.

Οι αυλικοί τρομάζουν με την εικόνα και προσπαθούν να φέρουν τον πρίγκιπα στα σύγκαλα του, εκείνος όμως αρχίζει να τρέχει πέρα-δώθε στο δωμάτιο, «τσιμπώντας» με τη μύτη του δυνατά όσους καταφέρνουν να τον πλησιάσουν, ώσπου μπαίνει κάτω από ένα τραπέζι και μένει εκεί.

Οι μέρες περνάνε, αλλά η κατάσταση του πρίγκιπα δεν βελτιώνεται. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, καλεί τους επιφανέστερους γιατρούς του βασιλείου. Δοκιμάζουν αναρίθμητες αλοιφές και φάρμακα από το στόμα, αλλά κανένα γιατροσόφι δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ο βασιλιάς καταφεύγει στους σοφούς και τους μυστικιστές, καθώς επίσης και σ’ αυτούς που αποκαλούνται μάγοι και σαμάν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας είναι το ίδιο τρελός όσο ήταν και στην αρχή.

Ώσπου μια μέρα έρχεται στο παλάτι ένας γέρος και δηλώνει ότι μπορεί να θεραπεύσει τον πρίγκιπα. Ίδιος ζητιάνος, οι φρουροί ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, όμως ο απελπισμένος βασιλιάς δέχεται να τον δει.

«Μόνο εγώ μπορώ να θεραπεύσω τον γιο σου» λέει ο γέρος μόλις παρουσιάζεται στον βασιλιά. «Για να θεραπεύσεις έναν τρελό χρειάζεσαι κάποιον ακόμα πιο τρελό… κι αυτός είμαι εγώ. Μονάχα εγώ, που έχω περάσει από τον κόσμο της τρέλας, ξέρω τον δρόμο της επιστροφής».

Ο βασιλιάς που δεν ξέρει πια τι άλλο να δοκιμάσει, δέχεται την πρόταση του γέρου και διατάζει να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Μπαίνει μέσα ο γέρος, γδύνεται τελείως, γονατίζει, κουνάει τα χέρια του, κακαρίζει και πάει να κουρνιάσει κάτω απ’ το τραπέζι.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο πρίγκιπας βλέποντας τον να μπαίνει στα χωράφια του.

«Είμαι ένας πετεινός πιο έμπειρος από σένα» λέει ο γέρος. «Εσύ είσαι κοτοπουλάκι ακόμα, μαθητής. Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι πετεινός».

Ο πρίγκιπας δείχνει να τα χάνει.

«Δηλαδή… είσαι κι εσύ πετεινός;» του λέει. «Όμως, μοιάζεις με άνθρωπο…»
«Μην εμπιστεύεσαι το παρουσιαστικό μου» απαντάει ο γέρος. «Δες το πνεύμα μου, και θα καταλάβεις πως είμαι κι εγώ πετεινός σαν εσένα».

Έτσι, ο πρίγκιπας δέχεται τον γέρο κάτω από το τραπέζι, και μετά από λίγο γίνονται φίλοι. Λαλούν μαζί τα χαράματα που βγαίνει ο ήλιος, και περνούν τη μέρα τους κάνοντας βόλτες καμαρωτοί μέσα στο δωμάτιο.

Ώσπου, μια μέρα, ανέλπιστα, ο γέρος φοράει ένα πουκάμισο. «Τι κάνεις εκεί;» του λέει ο πρίγκιπας. «Οι πετεινοί δεν ντύνονται όπως οι άνθρωποι!».

«Όπως και να ντυθώ, παραμένω πετεινός. Ξεγελάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Εσύ όμως δεν πρέπει να είσαι τόσο εύπιστος. Το πνεύμα μου παραμένει πάντα πνεύμα πετεινού».

Ο πρίγκιπας αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο, γι’ αυτό, όταν αρχίζει να κάνει κρύο, ο γέρος καταφέρνει να τον πείσει να φορέσει κι αυτός ένα πουκάμισο. Περνάνε μερικές μέρες και, ένα βράδυ, ο γέρος ζητάει από τους υπηρέτες τον παλατιού να του φέρουν φαγητό. Ο πρίγκιπας αντιδρά ξανά:

«Μα τι κάνεις; Θα φας όπως αυτοί;».

«Η φύση του πετεινού δεν θ’ αλλάξει απ’ αυτό που θα φάω. Μπορείς ν’ απολαύσεις οποιαδήποτε λιχουδιά. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να συνεχίσεις να είσαι πετεινός».

Εκείνο το βράδυ μοιράζονται οι δυο τους ένα νοστιμότατο πιάτο με ψητό κρέας.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο γέρος πείθει τον πρίγκιπα να γυρίσει βήμα βήμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πρίγκιπας καταλήγει να συμπεριφέρεται απολύτως φυσιολογικά, ενώ ο γέρος γίνεται δεκτός στην αυλή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.

Ώσπου κάποια μέρα, στη μέση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρίσταται και ο πρίγκιπας τηρώντας απολύτως το πρωτόκολλο, ένας από τους αυλικούς σχολιάζει:

«Και να σκεφτεί κανείς, ότι πριν από μερικές εβδομάδες η Υψηλότης σας πίστευε πως ήταν πετεινός!».

Ο πρίγκιπας σκύβει και ψιθυρίζει στο αφτί του αυλικού:

«Μην πεις τίποτα, αλλά είμαι πετεινός. Απλώς, φέρομαι σαν άνθρωπος κι έτσι τους ξεγελάω όλους».

Ο αυλικός τρέχει αμέσως να το πει στον βασιλιά, κι εκείνος, έξαλλος, πηγαίνει συνοδευόμενος από την ακολουθία του να επιπλήξει τον γέρο: «Ο γιος μου εξακολουθεί να είναι τρελός!» του λέει.

«Ασφαλώς» απαντάει ο γέρος. «Όπως όλοι σας. Εκείνος πιστεύει πως είναι πετεινός, εσύ πως είσαι βασιλιάς, εσείς ότι είσαστε αυλικοί ευγενείς… Ποια είναι η διαφορά;».

Ο βασιλιάς πάει κάτι να πει, δεν βρίσκει όμως το κατάλληλο επιχείρημα και παραμένει άλαλος μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο γέρος συνεχίζει:

«Η διαφορά είναι πως εκείνος έμαθε να ξεχωρίζει την ουσία από τη συμπεριφορά · το είμαι από το φαίνομαι. Μπορεί να είναι σήμερα πετεινός, αύριο άνθρωπος, την επομένη λιοντάρι ή και πέτρα… Μπορεί να γίνει γυναίκα, παιδί ή πειρατής, η ουσία του όμως θα μείνει αναλλοίωτη.

Αντιθέτως, εσύ είσαι κολλημένος. Πιστεύεις πως είσαι βασιλιάς και δεν μπορείς παρά να φέρεσαι σαν βασιλιάς. Εσύ είσαι ο τρελός! Τελείως τρελός. Όπως όλοι όσοι θεωρούν πως η τρέλα σου είναι μέρος μιας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας…

Μπορεί ο γιος σου να είναι λίγο τρελός, αλλά αυτός τουλάχιστον το ξέρει. Και είναι σίγουρα λιγότερο τρελός απ’ όλους εσάς!».

Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ ένα χαμόγελο, ξανάπιασε ο γέρος το πιρούνι του και συνέχισε ήρεμα το φαγητό του.

Όταν δεν μπορούμε ούτε για μια στιγμή ν’ απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για εμάς τους ίδιους γίνεται φυλακή.

Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αφήνουμε έξω άπειρες εναλλακτικές και ακυρώνουμε μεγάλες δυνατότητες, απλά και μόνο γιατί είναι αντίθετες με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για το «ποιοι είμαστε».

Αντιθέτως, αν βρούμε το κουράγιο να διαγράψουμε αυτό το κατασκεύασμα, δημιούργημα ως επί το πλείστον της διαπαιδαγώγησης μας, το οποίο όμως, με τον καιρό διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με τη δική μας πάντα συνενοχή, θα μπορέσουμε, όπως ο πρίγκιπας της ιστορίας, να επιλέξουμε μέχρις ενός ορισμένου σημείου ποιοι θέλουμε να είμαστε, πως θέλουμε να συμπεριφερόμαστε και ποιες πλευρές της ζωής μας θέλουμε να εξελίξουμε και να εξερευνήσουμε περισσότερο.


ΠΗΓΗ:
Χόρχε Μπουκάι, «Ο δρόμος της πνευματικότητας».

Friday 22 May 2015

Πώς επιδρά η άνοιξη στη σεξουαλική μας ζωή;

Η ψυχολογία των ανθρώπων την άνοιξη αλλάζει σημαντικά. Παρατηρείται αύξηση των θετικών συναισθημάτων, της διάθεσης για ψυχαγωγικές δραστηριότητες, καθώς και της σεξουαλικής επιθυμίας.



Η άνοιξη συνδέεται με τη συναισθηματική ένταση και κατ’ επέκταση με τη σεξουαλικότητα. Είναι γεγονός ότι η σεξουαλική διάθεση αυξάνεται στο διπλάσιο την εποχή αυτή.

Η άνοιξη συσχετίζεται με τους βιορυθμούς, ενδογενείς και εξωγενείς, οι οποίοι αναπτύσσουν την ευφορική διάθεση. Την εποχή αυτή η ημέρα μεγαλώνει, οι άνθρωποι ντύνονται με πιο ελαφριά ρούχα, έχουν τη διάθεση να βγουν από το σπίτι, να ασχοληθούν με εναλλακτικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να είναι πιο κοινωνικοί και επιζητούν περισσότερο να συναναστραφούν με τους άλλους.

Η επίδραση της άνοιξης στην ερωτική διάθεση και επιθυμία είναι αισθητή και στα δύο φύλα, ανεξαρτήτως ηλικίας. Την εποχή αυτή οι εικόνες είναι πιο έντονες και πυροδοτούνται σεξουαλικές φαντασιώσεις, κάνοντάς μας πιο «ευάλωτους» και με μεγαλύτερη αυτοδιάθεση στο σεξ. Η αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας κάνει τον άνδρα και τη γυναίκα πιο ανοιχτούς στο φλερτ και στο ερωτικό παιχνίδι. Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι άνθρωποι την άνοιξη, είναι πιο επιρρεπείς στην απιστία. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η απιστία λαμβάνει χώρα όταν υπάρχουν προβλήματα στο ζευγάρι και στη σχέση, όπου οι σύντροφοι προχωρούν σε άλλες αναζητήσεις.



Η ευφορική διάθεση των ανθρώπων την εποχή αυτή, πολύ συχνά τους δημιουργεί την ανάγκη και την επιθυμία να διεκδικήσουν καλύτερη σεξουαλική ζωή, να εκφραστούν μέσα από τη σχέση τους, να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στο σύντροφό τους. Κάτι τέτοιο μπορεί να φέρει στην επιφάνεια προβλήματα που υπάρχουν στη σχέση, οδηγώντας ακόμη και σε κρίση. Είναι αλήθεια ότι όσο «ζούμε» τη σχέση μας, τόσο μπορεί να ανακαλύπτουμε και τις ελλείψεις της, σε αντίθεση με ένα ζευγάρι που είναι πιο απόμακρο, δεν περνάει χρόνο μαζί και δεν επικοινωνεί. Η κρίση όμως, μπορεί να οδηγήσει είτε στη ρήξη, είτε να αποτελέσει κίνητρο για θετική αλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι λίγοι αυτοί που αναζητούν βοήθεια, διεκδικώντας τη λύση, πηγαίνοντας σε ειδικό.

Στην ουσία η ευκαιρία θετικής αλλαγής της κουρασμένης σχέσης μας, είναι δικαίωμά μας καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και ανεξαρτήτως εποχής. Η καλή επικοινωνία αυξάνει τις ερωτικές αισθήσεις μεταξύ μας, δημιουργεί τις καλύτερες προϋποθέσεις για τη σεξουαλική μας ζωή.

Η άνοιξη είναι μια καλή ευκαιρία να φέρουμε την «αναγέννηση» στη σεξουαλική μας ζωή.


ΠΗΓΗ:
http://www.askitis.gr/monthly/view/pos_epidra_i_anoiksi_sti_seksoialiki_mas_zoi(accessed 22.05.15)

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΣΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ





Αν και πολλοί θεωρούν την κατάθλιψη ως φυσικό επακόλουθο του γήρατος, μόνο το 10-15% των ηλικιωμένων παρουσιάζουν καταθλιπτικά συμπτώματα, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων που πληροί τα κριτήρια μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου, δεν ξεπερνά το 3%. Ο επιπολασμός της νόσου σε νεότερους ασθενείς είναι παρόμοιος. Υψηλότερος είναι ο επιπολασμός της κατάθλιψης σε συγκεκριμένες ομάδες ηλικιωμένων ατόμων, όπως σε αυτούς που πάσχουν από άνοια ή άλλες χρόνιες νόσους, νοσηλεύονται ή διαμένουν σε οίκους ευγηρίας.

Στην περίοδο της τρίτης ηλικίας συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή του ατόμου, οι οποίες αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση κατάθλιψης.

Παραδείγματα τέτοιων αλλαγών αποτελούν:
Χρόνια νοσήματα, ιδιαίτερα όσα προκαλούν χρόνιο πόνο
Θάνατος κοντινού προσώπου
Ανεξαρτητοποίηση τέκνων με επακόλουθη την απομόνωση του ατόμου
Συνταξιοδότηση
Απώλεια λειτουργικότητας (αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης, οδήγησης κ.λπ.)
Αλλαγή κατοικίας, ιδιαίτερα η μεταφορά σε οίκο ευγηρίας
Φροντίδα αγαπημένου προσώπου, συνήθως του συζύγου, το οποίο πάσχει από χρόνια νόσο.

Επίσης, το γυναικείο φύλο, η ανυπαρξία υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου και η κατάσταση χηρείας, διάστασης ή χωρισμού αποτελούν προδιαθεσικούς παράγοντες στην ανάπτυξη κατάθλιψης.



Σε γενικές γραμμές, τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι κοινά σε ηλικιωμένους και νεότερους ασθενείς. Οι ηλικιωμένοι, όμως, συχνά δεν παραπονιούνται για πεσμένη διάθεση, αλλά εκφράζουν σωματικά παράπονα, όπως πόνο και αδυναμία και είναι ευερέθιστοι. Επίσης, το άγχος, που συχνά συνοδεύεται από διαταραγμένη συμπεριφορά, συχνά κυριαρχεί στην κλινική εικόνα σε σχέση με την θλίψη. Τέλος, η κλινική εικόνα της κατάθλιψης στους ηλικιωμένους μπορεί να μοιάζει με αυτήν της άνοιας, όταν κυριαρχούν τα προβλήματα μνήμης, οι διαταραχές της συγκέντρωσης, η κοινωνική απομόνωση, και επεισόδια σύγχυσης και άγχους.

Τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι: αίσθημα θλίψης το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, έλλειψη ενδιαφέροντος ή άντλησης ευχαρίστησης από δραστηριότητες που προηγουμένως ευχαριστούσαν το άτομο, μείωση της όρεξης για φαγητό (ή σπανιότερα αύξηση), αϋπνία (ή σπανιότερα υπερυπνία), αίσθημα κόπωσης, ενοχές ή αίσθημα απαξίωσης εαυτού, έκπτωση στην προσοχή και την συγκέντρωση, που συχνά εκλαμβάνονται από το άτομο ή τον περίγυρο ως έκπτωση της μνήμης και αυτοκτονικός ιδεασμός ή επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου. Τα παραπάνω πρέπει να προκαλούν έκπτωση από προηγούμενο επίπεδο λειτουργικότητας και πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον 2 συνεχόμενες εβδομάδες.



Μόνο το 10-20% των ηλικιωμένων ασθενών με κατάθλιψη λαμβάνουν κάποια θεραπεία. Το γεγονός αυτό, φανερώνει την υποδιάγνωση της νόσου και την δυσκολία στην αναγνώριση των συμπτωμάτων της νόσου από τους οικείους των ασθενών, αλλά και από ορισμένους Επαγγελματίες Υγείας. Συχνά, συμπτώματα κατάθλιψης συνυπάρχουν με χρόνιες σωματικές νόσους, οι οποίες θεωρούνται υπεύθυνες για την καταθλιπτική συμπτωματολογία (π.χ. κόπωση, πόνος, αϋπνία, απώλεια βάρους, μείωση της όρεξης). Επίσης, η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους συχνά δεν συνοδεύεται από αίσθημα θλίψης και παρουσιάζει άτυπη κλινική εικόνα. Τέλος, η ύπαρξη κατάθλιψης θεωρείται από πολλούς ως φυσικό επακόλουθο της γήρανσης και των μεταβολών που την συνοδεύουν.

Σε πολύ μεγάλο ποσοστό η κατάθλιψη ανταποκρίνεται στην φαρμακευτική αγωγή, αλλά και σε μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις.

Η φαρμακευτική αγωγή είναι παρόμοια με την αγωγή νεότερων ασθενών με κατάθλιψη. Σε γενικές γραμμές, η ανταπόκριση στα αντικαταθλιπτικά φάρμακα απαιτεί 2 εβδομάδες με ένα μήνα, στους ηλικιωμένους, όμως, το διάστημα αυτό μπορεί να είναι μεγαλύτερο (έως και 2 μήνες). Η υποστηρικτική ή άλλες μορφές ψυχοθεραπείας μπορεί να αποβούν εξίσου αποτελεσματικές. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στη θεραπεία, θα ήταν χρήσιμη η επίσκεψη σε εξειδικευμένο ψυχίατρο για γηριατρικούς ασθενείς. Στις σοβαρότερες περιπτώσεις, η ηλεκτροσπασμοθεραπεία μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Ο φροντιστής πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τα συμπτώματα της κατάθλιψης και να αναζητάει εξειδικευμένη βοήθεια όταν χρειάζεται. Σε περίπτωση που υποπτεύεται κίνδυνο αυτοκτονίας, πρέπει να αναζητήσει, άμεσα, βοήθεια. Ο φροντιστής πρέπει να υποστηρίζει ψυχολογικά τον καταθλιπτικό ασθενή, να έχει θετική στάση και να είναι πρόθυμος να τον ακούσει. Δεν πρέπει να πιέζει τον ασθενή στην κατεύθυνση επιτέλεσης δραστηριοτήτων, αλλά απλά να τον ενθαρρύνει σε όσα ο ίδιος θέλει να κάνει. Ως προς την θλίψη την οποία ο ασθενής νιώθει, ο φροντιστής δεν πρέπει, ούτε να την αμφισβητεί, ούτε να τον διαβεβαιώνει πως σε λίγο θα είναι τελείως καλά. Πρέπει ο ασθενής να νιώσει πως αυτός που τον φροντίζει μπορεί να καταλάβει τις δυσκολίες που ο ίδιος βιώνει. Σημαντική είναι τέλος η σωστή υγιεινή του ύπνου και η αποφυγή του αλκοόλ και άλλων τοξικών ουσιών.


ΠΗΓΗ:
http://www.gerontology.gr/%CE%B5%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%89%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%B5-2/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%B8%CE%BB%CE%B9%CF%88%CE%B7/(accessed 22.5.15)

Psychosis: The Common Myth That Many Believe





The media regularly contributes to this myth about how delusions and hallucinations affect behaviour.


Delusions and hallucinations — key components of psychosis — very rarely cause acts of violence, a new study finds.

The research, which included 305 violent incidents in the US, strongly refutes the idea that psychosis causes people to commit violent crimes.

Professor Jennifer Skeem, who led the study, said:


“High-profile mass shootings capture public attention and increase vigilance of people with mental illness.

But our findings clearly show that psychosis rarely leads directly to violence.”

Only 12% of violent acts were preceded by psychosis in a particularly high-risk group, the researchers found.

Far more common precedents for violence were anger, substance abuse and access to firearms.

Researchers used data which followed 1,100 people who were discharged from a psychiatric facility.

Out of these, they looked at the small minority of 100 high-risk patients who were involved in at least two violent incidents after their release.


Researchers interviewed the former patients and their friends and family members.

Professor Skeem said:


“We wanted to examine the small group of people with repeated violence and see how consistently these violent incidents were caused by hallucinations and delusions.”

They found that just 12% of violent acts were linked to psychosis.

The results chime with a recent study that found that under 5% of gun-related killings were perpetrated by a person with any kind of mental illness.

In fact, people with a mental illness are more likely to be victims of violent crime than an average person.

Professor Skeem said:


“None of this detracts from the message that people with mental illness need access to psychiatric services.

But it’s important to remember that risk factors for violence — such as substance abuse, childhood maltreatment, neighborhood disadvantage — are mostly shared by people with and without mental illness, and that’s what we should be focused on if maximizing public safety is our goal.”

SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2015/05/psychosis-the-common-myth-that-many-believe-disproved.php(accessed 22.5.15)

The study was published in the journal Clinical Psychological Science (Skeem et al., 2015).

Could smart phones help provide mental health care?


By Lord DarziInstitute of Global Health, Imperial College London



There is a shortage of talking therapy available to people with mental health problems. But Lord Darzi, a former Labour health minister and the current executive chair of the World Innovation Summit for Health (WISH) suggests mobile technology could be used to help fill the gap.

In the UK, one in four people will experience a mental health problem at some point in their lives.

Mental illness can be unforgiving and can often leave people feeling hopeless. While treatments do vary depending on the individual or type of illness, they will often include a mixture of therapy, self-help, or medication.

People also turn to exercise, meditation and creative art therapies, to help in their recovery process. Often it is a combination of these things that works best.

But are there more innovative alternatives we can offer?
'An issue that won't go away'

Increasingly we rely on smart phones in our daily lives, from checking emails and reminders or monitoring social media to purchasing goods and services.

But I believe mental health services are behind the curve and should be better utilising the communication technology patients already have at their fingertips.

Even with the successful introduction of the Improving Access to Psychological Therapies (IAPT) service, there is a shortage of trained professionals who provide the kind of care patients need.

That's an issue which will not go away. It needs to be addressed with innovative thinking.

Mobile technologies are still largely untapped sources of innovation for the NHS.

The portability, privacy, and round-the-clock availability of mobile phones offer mental health workers and patients a direct, private, and instantaneous method of communication as well as access to information and self-care support.

'Buyers beware'There is

 a shortage of "talking therapy" for patients

There are thousands of mental health apps available directly to consumers, bypassing support from trained NHS clinicians.

Could this be because these apps are discovered privately, through a medium they trust, are instantly accessible, are in patients' hands at almost any time of day?

But buyers beware: most direct-to-consumer apps have no evidence from clinical trials.

Even those with a promising but small evidence base lack the necessary funding to run the type of large clinical trials that would allow them to be evaluated for inclusion in NHS treatment recommendations.

I believe mobile technology can be used as an extension of existing one to one or group therapy, so that when a patient leaves their weekly session they still feel connected to the health service, even if not physically.

This kind of engagement could achieve a great deal in getting more patients into treatment, and helping more patients with ongoing support and recovery.

If implemented effectively then patients could benefit from a quicker recovery process and shorter waiting lists while the health service will accrue benefits from a shift of burden towards increased patient self-care.
Potential

Bold and innovative thinking is needed to ensure that people living with mental health get the best service possible.

For example, there is an app called 'Viary' created by Swedish startup Hoa's Toolshop, which prompts users to engage in behaviours known to relieve depression, such as writing in a journal, and tracks patients' progress over time and location.

The app accumulates data and then visually presents triggers; progress; setbacks; and patterns over time and across locations that the patient and therapist can view together and look at ways to address problems.

A nine-week trial of the app was conducted in Sweden in 2013. Eighty-eight participants with depression received either four face-to-face sessions of cognitive behavioural therapy plus the use of Viary or 10 face-to-face sessions of CBT alone.

The study found no between-group differences on levels of depression, which indicates that four sessions of CBT plus Viary were as effective as 10 sessions of CBT.

While this was only a small study, this - and other similar work that has been done - demonstrates the potential for mobile technologies to support the treatment of a wide range of mental health issues.

Health leaders need to consider greater collaboration with innovators in technology and academic and private-sector cooperatives should be encouraged to foster innovation in this area.

Mental health care professionals deliver fantastic care every day but with such demand it is not an easy task. Bold and innovative thinking is needed to ensure that people living with mental health get the best service possible.

The World Innovation Summit for Health (WISH) is an initiative of Qatar Foundation for Education, Science and Community Development. The Summit takes place on 17/18 February 2015.

Prof Lord Darzi of Denham, is executive chair of the World Innovation Summit for Health (WISH) and director of the Institute of Global Health Innovation at Imperial College London.

SOURCE:
http://www.bbc.com/news/health-31168070(accessed 22.05.15)

Wednesday 20 May 2015

Μήπως το smartphone σας κάνει περισσότερο τεμπέληδες;




Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα smartphones έχουν εμφιλοχωρήσει στην ανθρώπινη ψυχολογία.

Επιμέλεια – Μετάφραση: Ελεάνα Πανδιά, Επικοινωνιολόγος, MA, υπ. διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου

Συγγραφέας : Emi Boscamp

Η παροιμία «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται» μοιάζει πλέον εντελώς ξεπερασμένη κα πιθανόν μπορεί ν’ αντικατασταθεί με την εξής: «το έξυπνο πουλί από το smartphone πιάνεται».

Το έχουμε κάνει όλοι: όταν κάτι μας διαφεύγει ή δεν επανέρχεται άμεσα στη μνήμη μας, αντί να παιδέψουμε λίγο το μυαλό μας, κάνουμε μια νέα αναζήτηση στο διαδίκτυο. Είναι η εύκολη λύση.

Δυστυχώς, όμως, μια πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι το να έχει κανείς όλη τη γνώση του κόσμου άμεσα διαθέσιμη με το πάτημα ενός κουμπιού, τον κάνει να αποφεύγει να σκέφτεται ο ίδιος. Ερευνητές στο πανεπιστήμιο του Waterloo βρήκαν ότι οι χρήστες των smartphones που βασίζονται στη διαίσθησή τους περισσότερο όταν έχουν να πάρουν αποφάσεις, τείνουν να στηρίζονται περισσότερο σε μηχανές αναζήτησης του διαδικτύου παρά στη δική τους δυνατότητα επίλυσης προβλημάτων. Οι κινητές συσκευές τους επιτρέπουν ή ίσως αποτελούν και την αιτία να συμπεριφέρονται περισσότερο τεμπέλικα από ότι στο παρελθόν.

Ένας από τους συγγραφείς της έρευνας, ο Gordon Pennycook, σημειώνει ότι: «Οι άνθρωποι μπορεί να αναζητήσουν πληροφόρηση σχετικά με κάτι που ήδη γνωρίζουν ή μπορούν να μάθουν εύκολα αλλά δε θα καταβάλλουν κόπο να συλλογιστούν πάνω σε αυτό».

Σε τρεις έρευνες με 660 συμμετέχοντες συνολικά, οι ερευνητές εξέτασαν πολλές παραμέτρους όπως ο τρόπος μάθησης που κινείται ανάμεσα στο διαισθητικό και τον αναλυτικό, τον προφορικό λόγο και τη μαθηματική σκέψη. Στη συνέχεια, εξέτασαν τις συνήθειες χρήσης των ιδιοκτητών των smartphones.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι εκείνοι οι συμμετέχοντες που επέδειξαν τις ισχυρότερες γνωστικές ικανότητες και προθυμία να σκέφτονται αναλυτικά, ξόδευαν λιγότερο χρόνο αναζητώντας πληροφορίες στο διαδίκτυο με τα smartphones τους.

Ο Penny Cook λέει: «η έρευνά μας, φέρνει στην επιφάνεια στοιχεία που συνδέουν την υπερβολική χρήση των smartphones με τη χαμηλή νοημοσύνη. Όμως, εάν τα ίδια ταsmartphones ευθύνονται για τη μείωση της νοημοσύνης, είναι ένα ανοικτό ερώτημα που απαιτεί επιπλέον έρευνα στο μέλλον».

Οι ερευνητές πιστεύουν πως αν στρεφόμαστε στα κινητά μας τηλέφωνα αναζητώντας τη λύση στα προβλήματά μας, επιταχύνουμε τη διαδικασία γήρανσης του εγκεφάλου.

Ο Nathaniel Barr, επίσης συγγραφέας της έρευνας, σημειώνει πως «η εμπιστοσύνη που δείχνουμε στα smartphones και στις άλλες συσκευές μπορεί να αυξηθεί στο μέλλον. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο μας επηρεάζουν ταsmartphones και το βαθμό που αυτά έχουν εμφιλοχωρήσει στην ανθρώπινη ψυχολογία, τόσο, ώστε μη θυμόμαστε καν τη ζωή μας χωρίς αυτά. Ίσως έχουμε ήδη φτάσει σε αυτό το σημείο».

Μπορεί να μας είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο το συναίσθημα πως κάτι μας διαφεύγει αλλά είναι προτιμότερο για σας να αφήσετε το μυαλό σας να παιδευτεί λίγο πριν απλώσετε το χέρι να πιάσετε το κινητό σας.

ΠΗΓΗ:
http://psychografimata.com/24280/mipos-to-smartphone-sas-kani-perissotero-tempelides/(accessed 20.5.15)

The Most Common Mental Health Problem is ‘Contagious’





This mental health problem can pass between family members unless precautions are taken.


Anxiety is ‘contagious’ and can be passed from parents to children and the other way, a new study finds.

The ‘catching’ nature of anxious thoughts and behaviours exists over and above the effects of genetics.

That’s the conclusion of a new study of twins conducted by researchers in the UK.

Professor Thalia Eley, who led the study, said that anxious parents should avoid passing it on to their children through their behaviour:


“Our research shows that even if you have had to cope with high levels of anxiety yourself, it is not inevitable that this will follow in your children.

There are many things that can be done at home to prevent or reduce anxiety in children and adolescents.

Whilst a natural tendency when your child is anxious is to try to protect them, it can be more helpful to support them in taking small age-appropriate risks.

This will teach them that the world is generally a safe place and they can manage situations that initially seem stressful, developing their sense of mastery and in turn promoting resilience.”

Anxiety, one of the most common mental health problems, is already well-known to have a strong genetic component.

Parents who experience anxiety disorders are more likely to have children who have them.

The study is the first to compare how genes and the environmentcontribute towards anxiety.


The research involved around 1,000 families.

By examining families with twins, scientists were able to remove the effects of genetics using statistics.

They found that parents can make children anxious over and above the effects of anxiety.

Anxious children can also pass on their anxiety to parents, even when they were not initially anxious.

Professor Eley said:


“This approach applies equally to families with parents who are not anxious themselves but who have a child who appears to worry more about life than others.

Similarly, when events have not gone as well as a child has hoped, it can be helpful to encourage them to consider explanations that do not put them off trying again and that offer them a positive route forwards.”

Professor Robert Freedman, the journal’s editor, said:


“This study is a landmark, because it is the first to clearly establish the early transmission of anxiety symptoms from parents to children, not through their shared genetic background, but rather from the way in which anxious parents raise their children.

Parents who are anxious can now be counselled and educated on ways to minimise the impact of their anxiety on the child’s development.”

SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2015/05/the-most-common-mental-health-problem-is-contagious.php(accessed 20.5.15)

The study was published in The American Journal of Psychiatry (Eley et al., 2015).

Friday 15 May 2015

Άγχος εξετάσεων | Συμβουλές για Γονείς


Όλοι έχουμε βιώσει άγχος το οποίο είναι μια φυσιολογική αντίδραση σε μια απειλή ή σε μια αίτηση για την αντιμετώπιση απαιτητικών καταστάσεων. Αισθανόμαστε ένταση και πιεζόμαστε από πολλές σκέψεις. Το άγχος σε περιορισμένο βαθμό μπορεί να είναι θετικό, να ενισχύσει τη δημιουργικότητα και την παραγωγικότητά μας και να μας κινητοποιήσει να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις.

Η εφηβεία είναι πράγματι μια στρεσογόνος περίοδος που επηρεάζει συναισθηματικά τους εφήβους αφού συμβαίνουν πολλές αλλαγές τόσο σε βιο-σωματικό, σε γνωστικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Όλες οι παραπάνω αλλαγές και οι δυσκολίες που αυτές οι αλλαγές φέρνουν, μαζί με τις απαιτήσεις των σχολικών εξετάσεων, προκαλούν άγχος στους εφήβους.

Οι έφηβοι πλημμυρίζονται από δυσλειτουργικές σκέψεις (“κι αν αποτύχω;”, “δε θυμάμαι τίποτα”, “είμαι άχρηστος”) που τους προκαλούν συναισθήματα όπως είναι η νευρικότητα, ο θυμός, η ευσιγκινησία, η ανησυχία, ο φόβος και η απογοήτευση. Συχνά, λόγω του άγχους, οι έφηβοι μπορεί να αισθάνονται κεφαλαλγίες, κοιλιακά άλγη, βγάζουν δερματικά εξανθήματα ή παρουσιάζουν διαταραχές διατροφής. Όλα τα παραπάνω δυσκολεύουν τους εφήβους να συγκεντρωθούν, μπλοκάρει η μνήμη τους και έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Πως μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς:
Φροντίζοντας τον οργανισμό των εφήβων μέσα από μια καλή διατροφή, ξεκούραση αλλά και καλό ύπνο.
Δημιουργώντας ένα καθαρό, φωτεινό, ήσυχο και ευχάριστο περιβάλλον στο σπίτι βοηθά τους εφήβους να συγκεντρωθούν καλύτερα.
Βοηθώντας τους εφήβους να οργανώσουν το χρόνο και το διάβασμά τους αφού η καλή οργάνωση μειώνει την αίσθηση ανασφάλειας και κατά συνέπεια το άγχος που αυτή προκαλεί.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη των εφήβων για εξόδους και άλλες δραστηριότητες. Οι έξοδοι με φίλους βοηθούν τους εφήβους να χαλαρώσουν, να ξεχαστούν, να μοιραστούν τις δυσκολίες τους. Τα διαλείμματα και το γέλιο αναζωογονούν τους εφήβους.
Ενθαρύνοντας την φυσική άσκηση, ο καθαρός αέρας και η σωματική ευεξία βοηθούν επίσης στη μείωση του άγχους.
Συναισθηματικά αλλά και γνωστικά, μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν τους εφήβους να προσανατολιστούν στην επιτυχία και όχι στην αποτυχία. Μπορούν να τους βοηθήσουν να αντικαταστήσουν την αναμονή αποτυχίας με την αναμονή επιτυχίας, τον φόβο αποτυχίας με την ελπίδα επιτυχίας. Την αβεβαιότητα, την γκρίνια και την παραίτηση μπορούν να βοηθήσουν τους εφήβους να τις αντικαταστήσουν με αγωνιστικότητα και αισιοδοξία.
Κάνοντας σαφές στους εφήβους ότι η επιτυχία ή η αποτυχία στις εξετάσεις δεν καθορίζουν την αξία τους. Χρειάζεται να τους δείξουν ότι τους αποδέχονται για αυτό που είναι και ότι είναι εκεί για να τους στηρίξουν προκειμένου να κάνουν το καλύτερο για εκείνους.
Να εμπιστευτούν τους εφήβους, τις ικανότητές τους και την προσπάθεια που καταβάλλουν. Αυτό που τελικά μοιάζει να έχουν ανάγκη περισσότερο οι έφηβοι από τους γονείς τους κατά τη δύσκολη περίοδο των εξετάσεων είναι στήριξη, σταθερότητα, ασφάλεια και αποδοχή.

Από την Κλεοπάτρα Τσουχνικά
Ψυχολόγος στο “Μαζί για το παιδί”
Πανελλαδική Γραμμή 115 25 & Συμβουλευτικό Κέντρο για μητέρες, γονείς, παιδιά και εφήβους


ΠΗΓΗ:
http://mazigiatopaidi.gr/el/categories/the-psychologists-answer/contents/teenagers-and-exam-stress/(accessed 15.5.15)

Most students struggle to take effective lecture notes. Here are two ways to help them


Sit in a university lecture and you'll see most students scribbling away taking notes (or tapping away on laptops). Unfortunately, while note-taking ought to be beneficial in principle – by encouraging reflection on, and systematic organisation of, the material – countless studies have found it to have little to no benefit. It's likely this is in part because of the way students take notes. Many simply record verbatim what the lecturer is saying.

Now the US psychologists Dung Bui and Mark McDaniel have tested two ways to help students take better notes. The first is to provide note paper containing a lecture outline, with headings and subheadings of the material. The idea is that this eases the mental demands of taking notes.

The second method is to provide students with illustrative diagrams – these go further than an outline and show the key components of a system, with labels explaining how the different parts interact.

Bui and McDaniel asked 144 undergrads to take notes while they listened to a 12-minute lecture about car brakes and pumps. At the start, some of them were given a skeletal outline of the lecture, others were given an annotated diagram of the parts and steps involved in a car's brakes. There was also a control group who were simply given a blank piece of note paper.

Afterwards, all the note papers and materials were removed and the students were distracted for half an hour with a word learning test. After this, the students were tested on their understanding of the first part of the lecture by free recall (that is, they were asked to type out as much as they could remember). Then they answered a series of questions on the same topic. Finally, they completed a test of their "structure building" ability – essentially how good they are at forming a coherent mental structure out of information. For this, they read four passages of text and then answered questions on them.

Regardless of their own ability level, the students who received a lecture outline performed better at free recall of the lecture than the control participants. They also took more comprehensive notes. When it came to the specific questions on the lecture material, however, the lecture outlines helped high ability students but not those with low structure building ability. By contrast, both high and low-ability students who received annotated diagrams performed better at free recall than the controls and at answering the questions, despite actually taking fewer notes. The researchers said this is probably because diagrams help students see the major components of a system and how they work together.

"These two features in conjunction essentially provide a representation that can be directly appropriated for constructing a more complete mental model" they said. Further analysis showed that the students given an annotated diagram, not only took fewer notes than the other students, but their notes contained a higher proportion of references to the cause-and-effect dynamics described in the lecture. This suggests the diagram helped the students to focus on extracting the most important information for understanding the topic at hand.

The researchers said their findings have practical relevance for lecturers who want to use learning aids to "help all students across the entire range of ability". Of course, this study was about the teaching of a scientific topic, so it's not clear how the findings would generalise to other subjects. However, the researchers said that for topics for which illustrative diagrams are not practical, "perhaps other aids that help scaffold construction of a coherent mental model might be developed."

_________________________________ 

SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2015/05/most-students-struggle-to-take.html?utm_source=BPS_Lyris_email&utm_medium=email&utm_campaign=%5Brd%5D+The+Latest+Psychology+Research(accessed 15.5.15)

Bui, D., & McDaniel, M. (2015). Enhancing learning during lecture note-taking using outlines and illustrative diagrams Journal of Applied Research in Memory and Cognition, 4 (2), 129-135 DOI: 10.1016/j.jarmac.2015.03.002

Sunday 10 May 2015

Hearing Voices: Rachel’s Experience Might Surprise You




Hearing voices is much more common than you might think.


The experience of hearing voices is common and much more variable than previously thought, a new study finds.

Many people who do not have a psychiatric diagnosis hear voices.

It is thought between 5 and 15% of people will experience hearing voices at some point in their lives (scroll down for Rachel’s story).

Researchers asked 153 people about their experiences of hearing voices.

Most of them (81%) said they heard more than one voice, with 70% saying they heard specific characters.

Only around half the people said their voices were purely sounds they heard.

Almost half said they were more thought-like voices or somewhere in between sounds and thoughts.

Two-thirds of people also reported feeling bodily sensations while hearing voices.

These included tingling or hot sensations in the hands or feet.

Dr Nev Jones, one of the study’s authors, said:


“By and large, these voices were not experienced simply as intrusive or unwanted thoughts, but rather, like the auditory voices, as distinct ‘entities’ with their own personalities and content.

This data also suggests that we need to think much more carefully about the distinction between imagined percepts, such as sound, and perception.”





Rachels’ story

Rachel Waddingham is a former psychiatric patient who has successfully rejected the labels, and the medications, to live alongside her voices.

She says:


“I hear about 13 or so voices.

Each of them is different — some have names, they are different ages and sound like different people.

Some of them are very angry and violent, others are scared, and others are mischievous.

Sometimes, I hear a child who is very frightened.

When she is frightened I can sometimes feel pains in my body — burning.

If I can help the voice calm down, by doing some grounding strategies, the burning pains stop.

Since going to a Hearing Voices Group, I have found ways of making sense of and coping with my voices.

I no longer feel terrorised by them even though some of them say some very frightening things.

I now have a family of voices and have a better relationship with them.

I can make a choice about how I respond to them — whether I listen to them, and how I reply.

Some of them are now much more helpful — they can be a window to my feelings, letting me know about a problem that I have in my life that I need to address.

Although in our society, people who hear voices are often seen as ‘mad’ or ‘crazy’, I do think things are changing.

I find that lots of people are interested in voice-hearing.

Many people have told me about experiences they have had — either in their childhood, or as an adult.

It’s as if by talking about voices we are starting to de-stigmatise the experience and opening the door for others to speak openly too.

As long as we believe that voices are signs of pathology and illness, it makes little sense to really explore a person’s lived experience.

Instead we try to suppress or eliminate the voices as far as possible.

Listening to them seems ‘crazy’.

Still, in my experience it can be really useful to be interested in people’s lived experience of voice-hearing.

Every one of us is different, and being curious about my experiences was one of the first steps to dealing with them.

This research is a step forward.

If we want to understand more about voice-hearing, it makes sense to ask a voice-hearer — and be willing to modify our perception of what it means to hear voices based on their answers.

For me, the word ‘voices’ isn’t sufficient.

I use it, but it hides the embodied parts of my experience for which I have few words to describe.

I would like to live in a world where we are curious about one another’s experiences and seek to understand rather than pathologise.

Everyone has a story and the world would be much kinder if we started to listen to it.”

The study is published in the journal Lancet Psychiatry (Woods et al., 2015).

You can read more about Rachel’s story at her website.

SOURCE:
http://www.spring.org.uk/2015/03/hearing-voices-rachels-experience-might-surprise-you.php(accessed 10.5.15)

Τι βλέπουν τα παιδιά όταν βλέπουν θέατρο;


Μια παράσταση για θεατές ενός έως πέντε ετών

Οι ηθοποιοί-θεατρολόγοι Μιράντα Βατικιώτη και Κατερίνα Χολή στην παράσταση «...μήπως και ονειρεύομαι;»


Σε όλα τα καθίσματα του θεάτρου υπήρχε ένα κομμάτι λεβάντας δεμένο σε κορδέλα. Καθόλου τυχαίο, καθώς στα μέσα της παράστασης οι δύο ηθοποιοί που πέρασαν ανάμεσά μας ζήτησαν από όλα τα παιδιά να ρίξουν τις λεβάντες σε μια κατσαρόλα. Στη συνέχεια την έβαλαν μέσα σε μια βαλίτσα για να ξεκινήσουν το ταξίδι αναζήτησης του χαμένου μπαλονιού. Σας ακούγεται κάτι παράξενο; Οπως ένα μαξιλάρι που είναι παράθυρο ή ένα μπαλόνι που το ψάχνουμε μέσα στα χρώματα;
Για τα παιδιά, πάντως, από 1 έως 5 ετών όλα τα παραπάνω είναι τελείως φυσιολογικά. «Αυτό ήταν το στοιχείο της έμπνευσης, αλλά και ο στόχος ταυτόχρονα» λέει στο «ΝΣυν» η Μαρία Παυλοπούλου, που υπογράφει τη σύλληψη, το κείμενο, τη σκηνογραφία και τη σκηνοθεσία της παράστασης «...μήπως και ονειρεύομαι;». «Το πρώτο κομμάτι της παράστασης έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν ιδιαίτερους νοητικούς και συναισθηματικούς μηχανισμούς» συνεχίζει η δημιουργός. «Μπορούν να επεξεργάζονται τα πράγματα με πολύ πιο απλό και ασφαλή τρόπο απ' ό,τι εμείς. Αυτό σημαίνει ότι για τα παιδιά από 1 έως 5 ετών όλα είναι δυνατόν να συμβούν. Δηλαδή, αν ένας δίχρονος οδηγούσε στην εθνικό οδό με ένα αυτοκίνητο, έτρεχε και έβλεπε μπροστά του έναν διθέσιο καναπέ με έναν παπαγάλο πάνω του, δεν θα του φαινόταν καθόλου παράξενο. Θα ήταν κάτι τελείως φυσιολογικό».


«ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΠΟΥ ΚΡΥΩΝΕΙ». Γι' αυτή την παράδοξη σκέψη ήθελε να μιλήσει η Μαρία Παυλοπούλου και να την ενισχύσει, καθώς και για το δεύτερο κομμάτι της παράστασης που αφορά τη δημιουργικότητα. «Τα παιδιά συνθέτουν τον κόσμο μέσα στο κεφάλι και στο παιχνίδι τους με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι μεγάλοι. Για παράδειγμα, ένα ρολόι μπορεί να κρυώσει και έτσι πρέπει να το σκεπάσουμε. Αυτό είναι ένα στοιχείο που με τη συστηματική εκπαίδευση δυστυχώς σιγά σιγά απομονώνεται. Ειδικά στην Ελλάδα δεν υπάρχει σκέψη για τη μοναδικότητα της σκέψης του κάθε ανθρώπου. Ολα συστηματοποιούνται και μπαίνουν σε ένα πλαίσιο, όπου συνήθως δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας από τα παιδιά. Το ξέρω αυτό και ως μαμά και ως εκπαιδευτικός».
Ολα τα πράγματα που χρησιμοποιούν στην παράσταση οι δύο ηθοποιοί και θεατρολόγοι Μιράντα Βατικιώτη και Κατερίνα Χολή προέρχονται από την καθημερινή μας ζωή. Ωστόσο συνδυάζονται με τρόπους που είναι παράταιροι. Στο τέλος της παράστασης τα παιδιά μπορούν να ανέβουν στη σκηνή και να έρθουν σε επαφή με όλο το υλικό. Με το μπαλόνι, τις κατσαρόλες, τα χρώματα, τα πινέλα, τις μπάλες, τις κουτάλες, τα υφάσματα. Τους δίνεται η δυνατότητα να επεξεργαστούν τα ερεθίσματα που δέχτηκαν και να τα τοποθετήσουν μέσα στο κεφάλι τους όπως εκείνα θέλουν.


ΠΗΓΗ:
http://www.tanea.gr/news/culture/article/5235243/ti-blepoyn-ta-paidia-otan-blepoyn-theatro/(accessed 10.5.15)

Monday 4 May 2015

8 βραβευμένα παιδικά βιβλία που πρέπει να διαβάσετε στο παιδί!


«Υπάρχουν περισσότεροι θησαυροί στα βιβλία, απ'ό,τι σε όλα τα λάφυρα των πειρατών στο Νησί των Θησαυρών.»

Walt Disney

Με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, συγκεντρώνουμε οκτώ από τα καλύτερα, βραβευμένα παιδικά βιβλία Ελλήνων Συγγραφέων που με τον πλούτο των σκέψεων και συναισθημάτων που γεννούν στο παιδί, καθώς και την υπέροχη εικονογράφησή τους, θα το ταξιδέψουν σε κόσμους μαγικούς...


Μάνος Κοντολέων, Πολύτιμα δώρα

Εκδόσεις Πατάκη
Κρατικό βραβείο παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου 2010

"Υπάρχουν κάποιες πέτρες που τις λένε πολύτιμες: τα διαμάντια, τα μαργαριτάρια, τα σμαράγδια. Είναι πολύτιμες γιατί είναι όμορφες, μα και σπάνιες. Όμορφα και σπάνια είναι και κάποια συναισθήματα. Σαν κι αυτά της αγάπης, της προσφοράς και του έρωτα. Και υπάρχουν κάποια παραμύθια που μιλάνε για όλα αυτά."

Μια συλλογή τριών παραμυθιών ή φανταστικών διηγημάτων, που γεφυρώνουν την όποια ηλικιακή διαφορά μπορεί να υπάρχει στο αναγνωστικό κοινό. Μια πρόταση λογοτεχνικής ενσάρκωσης διαχρονικών αξιών και επίκαιρων μηνυμάτων.
Οι εικόνες της Ρίτα Τσιμόχοβα, -κάθε μια τους κι ένας ζωγραφικός πίνακας- δημιουργούν ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει ένα πολύτιμο δώρο για όσους αγαπούν τους θρύλους και τη φαντασία, για όσους πιστεύουν στον έρωτα και στην αγάπη.
Αντώνης Παπαθεοδούλου, Η πόλη που έδιωξε τον πόλεμο

Εκδόσεις Πατάκη
Κρατικό βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου 2010

Δρόμοι και πλατείες, ντροπαλά αγάλματα, παραμυθόδεντρα και σιντριβάνια που χορεύουν. Αυτή η πόλη τα έχει όλα και τους χωράει όλους... εκτός από αυτόν... τον Πόλεμο. Το πολύ όμορφο αυτό βιβλίο, είναι ουσιαστικά μια ξενάγηση στην πόλη που έδιωξε τον Πόλεμο, στην πόλη που πρέπει να χτίσουμε κάποτε όλοι μέσα στο κεφάλι μας...

Το κείμενο είναι σύντομο αλλά η εξαιρετική εικονογράφηση της Μυρτώς Δεληβοριά κρατάει τους μικρούς αναγνώστες περισσότερο σε κάθε σελίδα. Πρόκειται πράγματι για μια συν-δημιουργία συγγραφέα και εικονογράφου, όπως ακριβώς οφείλει να είναι ένα καλό εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά.

Πολύ ενδιαφέρον είναι επίσης, ότι στο βιβλίο περιέχεται κι ένα επιτραπέζιο παιχνίδι που σε αφήνει ελεύθερο να φτιάξεις τη δική σου πόλη, κάτι που απολαμβάνουν πολύ τα παιδιά.
Χρήστος Μπουλώτης, Τα πολύτιμα σκουπίδια του κυρίου Νο

Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Κρατικό βραβείο παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου 2011

Όταν ο ζωγράφος κύριος Νο φτάνει στην πόλη με τους δύο λόφους, αντικρίζει με θυμό και απογοήτευση κάτι αναπάντεχο: οι λόφοι της άλλοτε όμορφης πόλης έχουν γίνει δεκατέσσερις από τα σκουπίδια, ενώ δεν υπάρχει πουθενά ούτε μια μικρή πινελιά πράσινο. Ένα μικρό κορίτσι τού διηγείται τη θλιβερή ιστορία της πόλης του. Το κακό ξεκίνησε όταν ο σκληρός και άπληστος κύριος Γκρρ έπεισε τους κατοίκους να ξοδεύουν και να ψωνίζουν. Έτσι με τα χρόνια δημιουργήθηκαν σωροί από άχρηστα πράγματα.

Μαθήματα ζωής, οικολογίας και ανακύκλωσης με υλικά παραμυθένια, από έναν παραμυθολόγο, το βραβευμένο συγγραφέα Χρήστο Μπουλώτη, κι έναν ξεχωριστό εικονογράφο, τον επίσης βραβευμένο και καταξιωμένο Βασίλη Παπατσαρούχα, συγκεντρώνονται σε μία ξεχωριστή έκδοση για παιδιά αλλά και ενήλικες.
Άλκηστη Χαλικιά, Στο πάρκο με τα ζώα

Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
Κρατικό βραβείο παιδικού βιβλίου γνώσεων 2011

Ένα βιβλίο που αποκαλύπτει στα παιδιά την αληθινή τέχνη. Στις σελίδες του συναντάμε μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες όπως ο Γκίκας, ο Φασιανός και ο Γαΐτης να κάνουν παρέα με λύκους, άλογα, μυρμήγκια και πεταλούδες. Ακόμη, βλέπουμε έναν πειρατή να στέκει στο φτερό ενός παπαγάλου, βρίσκουμε κρυμμένο ένα πετρωμένο κουτάβι και ταΐζουμε έναν ψηφιακό γάιδαρο.

Το βιβλίο ανήκει στη σειρά «Μικροί και μεγάλοι μαζί». Στα βιβλία αυτά μεγάλα έργα τέχνης βγαίνουν από τα μουσεία για να μιλήσουν σε μικρούς και μεγάλους για τα μυστικά της τέχνης. Το βλέμμα των παιδιών εξασκείται με την παρατήρηση, το μυαλό ακονίζεται με το χιούμορ και η δημιουργικότητα βρίσκει διέξοδο μέσα από πρωτότυπες δραστηριότητες που προτείνονται σε κάθε ένα από τα βιβλία.
Ευγένιος Τριβιζάς, Ο ιπτάμενος δίσκος

Εκδόσεις Μεταίχμιο
Κρατικό βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου 2012

Ενώ η κυρά-Κατίνα έλειπε για λίγο από την κουζίνα, μια φρυγανιά, μια καυτή πιπεριά, ένας κύβος ζάχαρης, ένας δακρυσμένος γιαρμάς, μια πατάτα που τα δάκρυά της τρέχαν βρύση και η παρέα τους, παίρνουν μια κοσμοϊστορική απόφαση. Να δραπετεύσουν από την κουζίνα με έναν ιπτάμενο δίσκο και να ταξιδέψουν στο διάστημα όπου χίλια δυο θαυμαστά και αναπάντεχα τους περιμένουν!

Το ιδιαίτερο ύφος του Ευγένιου Τριβιζά σε συνδυασμό με την πολύ καλή εικονογράφηση του Βασίλη Παπατσαρούχα κάνουν τον Ιπτάμενο δίσκο ένα βιβλίο που οπωσδήποτε θα απολαύσουν τα παιδιά
Αντώνης Παπαθεοδούλου, Οι καλοί και οι κακοί πειρατές

Εκδόσεις Παπαδόπουλος
Κρατικό βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου, 2012

Οι πειρατολόγοι κι οι πειρατομελετητές στο βιβλίο αυτό θα βρούνε τι λένε οι καλοί και οι κακοί πειρατές αν τα καράβια τους συναντηθούνε!

Στη θάλασσα υπάρχουν δύο καράβια. Το ένα έχει πάνω τους κακούς πειρατές και το άλλο τους καλούς. Οι κακοί απειλούν τους καλούς, ότι θα τους ρίξουν στους καρχαρίες ή ότι θα τους βάλουν φωτιά. Όμως οι καλοί πειρατές δεν φοβούνται καθόλου και συνέχεια τους απαντούν κάνοντας αστεία και καλώντας τους στο καράβι τους. Στο τέλος οι κακοί πειρατές, αφού δεν μπορούν να τους τρομάξουν και να τους πάρουν το καράβι τους, παραδίδουν τα όπλα τους και γίνονται φίλοι με τους καλούς!

Ένα αστείο, παιχνιδιάρικο και πολύχρωμο πειρατικό βιβλίο, με εξαιρετική εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή, για να μάθουμε να αντιμετωπίζουμε διαφορετικά κάθε λογής "κακούς" ή απλώς να σκάσουμε στα γέλια!
Αλέξης Κυριτσόπουλος, Βεγγαλικά

Εκδόσεις Ίκαρος
Κρατικό βραβείο εικονογραφημένου παιδικού βιβλίου, 2013

"Ζούσε κάποτε ένας ποιητής που του άρεσε τη νύχτα να βλέπει τ' αστέρια που στολίζουν τον ουρανό, τα πεφταστέρια και τους κομήτες. Ονειρευόταν να φτιάξει κι αυτός αστέρια που να πετούν ψηλά. Θα γινόταν πυροτεχνουργός, μάστορας βεγγαλικών!"

Το βιβλίο "Βεγγαλικά", το δεύτερο της σειράς των βιβλίων "Αν διάβαζα... ποιητές της γενιάς του '30", είναι ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου. Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος εμπνέεται από τους στίχους των μεγάλων ποιητών της γενιάς του '30 και γράφει παραμύθια με φόντο τις μοναδικές του εικόνες.
Αγγελίδου Μαρία, Ιστορίες που τις είπε η θάλασσα

Εκδόσεις Μεταίχμιο
Κρατικό βραβείο παιδικού βιβλίου γνώσεων, 2014

Όταν η Ιστορία ήταν ακόμη στην αρχή της, η Θάλασσα ούτε άκρη ούτε όρια είχε. Μόνο ομορφιά ατελείωτη. Πώς να μη μαγέψει τα μάτια των ανθρώπων; Πώς να μην τραβήξει σαν μαγνήτης τα όνειρά τους; Αυτή που ταξίδεψε στα κύματά της θεούς, ήρωες κι απλούς θνητούς... Και έμαθε σε όλους τα ωραιότερα πράγματα: το ταξίδι, την περιπέτεια, τον πηγαιμό και τον γυρισμό. Πριν σταθούν οι άνθρωποι στις ακρογιαλιές της, πριν σκίσουν τα νερά της, τίποτα δεν ήταν όπως το ξέρουμε. Η Θάλασσα έγινε χάρτης και σκέψη, κι άλλαξε τον κόσμο. Άλλαξε την Ιστορία.

Η καταπληκτική σειρά ιστορικών παραμυθιών , από τη Μαρία Αγγελίδου, επιχειρεί να καλύψει μια μεγάλη σε σπουδαιότητα και σε διάρκεια περίοδο της ιστορίας μας, την αρχαιότητα, φιλοδοξώντας να πείσει μικρούς και μεγάλους –ιδίως τους μικρούς!– ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο μάθημα! Και το καταφέρνει με τον τόσο βαθύ αλλά και ταυτόχρονα απλό τρόπο που προσεγγίζει όσα διηγείται.

Και εδώ, η Ίρις Σαμαρτζή έχει κάνει το θαύμα της. Η εικονογράφησή της είναι απλώς καταπληκτική!


ΠΗΓΗ:
http://www.mama365.gr/22831/vravevmena-paidika-vivlia-poy-prepei-na-diavasete.html(accessed 4.5.15)


The people who are lost in time





To lose our memory is to lose part of our self ? What is it like to lose your memory after brain injury, drug abuse – or energetic sex? Christian Jarrett reports on the strange causes and consequences of amnesia.

One morning in 2008, Naomi Jacobs, then 32, woke up with no recollection of her previous 17 years. It’s as if the memories of drug abuse, bankruptcy and homelessness had been wiped from her mind. In fact, she says her last memory was of going to sleep as a teenager in the bunk bed she used to share with her sister, and of thinking about her upcoming French exam.
After a car crash, the patient reported that her memories were wiped clean each night. — But were the symptoms real?

Eight weeks later her memories returned, but before they did, Jacobs says she had to negotiate the 21st Century world as her 15-year-old self. This meant learning to use “new” technologies like smart phones, but most challenging of all, it meant coming to terms with the fact that she had a 10-year-old son.

Jacobs’ incredible story is told in her forthcoming book Forgotten Girl and you can hear her talk in this BBC interview.

Split minds

From a medical perspective, Jacobs’ memory loss is considered to be a case of dissociative amnesia. This means there is no physiological explanation for why she temporarily lost 17 years’ worth of memories. Instead, the forgetting is psychological (or “psychogenic”), possibly brought on by recent or historical stress and trauma. Consistent with this, Jacobs says that not only had she lost her business and abused drugs in those forgotten years, she was raped at age six, and a boyfriend tried to strangle her when she was 20.

Dissociative amnesia is a controversial diagnosis. Some scholars, such as Harvard psychiatrist Harrison Pope, dispute that it really exists. They point out that there are no historical references to the condition prior to 1800. Other sceptics propose that the dissociative disorders (including dissociative identity disorder, previously known as multiple identity disorder) are not so much an automatic coping strategy triggered by trauma, but rather more a consequence of the patients’ expectations for how they ought to behave, prompted in part by therapists’ suggestions and fictional portrayals of illness.

Complementing this picture, people diagnosed with dissociative disorders typically also have diagnoses of personality disorders and emotional instabilities. They also tend to score highly in suggestibility and fantasy proneness. At the time of her memory loss, Jacobs was studying psychology, which may have exposed her to ideas about trauma and memory functioning. In an interview with the Sunday Times, she says she has “great reverence” for the mind. “I know that my way of dealing with trauma is for my mind to split,” she adds.






The power of a patient’s expectations certainly seems to lie behind another striking case. After a car crash, the patient reported that her memories were wiped clean each night. This is a symptom that makes no physiological sense but it’s precisely what happens to Drew Barrymore’s character after a crash in the film 50 First Dates, released in 2004. Crucially, when the researchers tricked the patient, testing her on material that she thought was from the same day, but was really from the day before, her performance was unimpaired. The researchers don’t think the woman – a Drew Barrymore fan – was malingering (although other experts are more sceptical), but they do think the manifestation of her psychogenic amnesia was likely influenced by the portrayal of memory loss in the film.

These cases of psychogenic or dissociative amnesia are relatively rare. More common is organic amnesia, of the kind caused by damage to the brain or neurological illness, such as stroke. When these kinds of patients present at the clinic, their problem isn’t usually that they’ve forgotten episodes from their past, or that they’ve lost their identity; it’s that they are unable to form new memories.

Stuck in the present

So-called “anterograde amnesia” of this kind is usually caused by damage to the hippocampus – a structure housed in each of the temporal lobes (near the ears) that plays an important part in memory. Probably the most studied amnesiac is the late Henry Molaison. A surgeon removed large parts of his hippocampi (and both his amygdalae) as part of a radical treatment for his epilepsy, conducted in 1953. The procedure stopped the seizures but left him permanently stuck in the present.

Although he knew his identity and could remember some past episodes, most of his new memories never lasted more than a few seconds. Brenda Milner, who studied Molaison for years, has described how he greeted her as a stranger each day. After eating a meal, he would sit down to eat another half an hour later – and he couldn’t remember his plans from one moment to the next. Researchers also discovered that Molaison had unusually high pain tolerance (they tested this by subjecting his arm to heat from a hair-dryer-like contraption). Our experience of pain is related in part to our memory of past painful experiences, so it's possible that Molaison's pain tolerance was affected by the removal of his amygdalae, a brain structure involved in remembering previous painful episodes.




Alcohol blunts human memory



Other forms of organic amnesia are brought about by concussion, and heavy drug and alcohol use. Although many alcohol-induced blackouts are triggered by a single episode, long-term alcoholism can also cause a condition known as Korsakoff’s syndrome, that disrupts both memories from the past and the formation of new memories from the present. The patients often fill the gaps in their past with confabulated stories – these are totally fictional, but they seem to believe them to be true.

More rare is transient global amnesia, which is when memory loss is caused by a temporary drop in blood flow to parts of the brain involved in memory function. The causes of this kind of disrupted blood flow can vary and, according to a report published in 2011, include energetic intercourse. In this case, a 54-year-old woman claimed that she had lost all her memories from the 24-hour-period prior to climaxing: that’s what you call mind-blowing sex.




In a sense we are all amnesic, since we cannot remember our earliest experiences



In a sense, we are all amnesiacs: it is rare for most people to recall the first three or four years of their lives. It’s not that we are incapable of forming long-term memories at this early age (three-year-olds, for example, can happily reminisce about earlier memories), but somehow these recollections are lost as we grow into later childhood and adolescence. A recent study suggested that the infantile amnesia process kicks in at around the age of seven and may be a side-effect of the maturation of memory functioning. Curiously, though, there’s evidence that infantile amnesia is to some extent influenced by culture. For instance, first memories are earlier among the New Zealand Maori than among New Zealand citizens of European descent and Asian people, perhaps because Maori cultures place so much emphasis on story-telling about the past.

That smudge in our early memories is nothing compared to the experiences of people with more serious forms of amnesia – for many, it feels like a gaping chasm in their lives. Our recollections are the very core of our being, around which we build our identity, our relationships, our hopes and our dreams. When we lose our memories, we really lose ourselves.

Dr Christian Jarrett edits the British Psychological Society's Research Digest blog. His latest book is Great Myths of the Brain.

SOURCE:
http://www.bbc.com/future/story/20150423-the-people-who-are-lost-in-time(accessed 4.5.15)