Thursday 28 November 2019

Γιατί αυνανίζομαι?


Πρόκειται για την πρώτη «μορφή σεξ», μέσω της διέγερσης των γεννητικών οργάνων από το ίδιο το άτομο, με στόχο την πρόκληση ηδονής και οργασμού, χωρίς όμως να υπάρχει συνουσία. Σχεδόν όλοι οι έφηβοι σκέπτονται το σεξ και πολλούς τους απασχολεί συνεχώς. Μέσω του αυνανισμού, ο οποίος συνοδεύεται από ερωτικές φαντασιώσεις, ο έφηβος εξερευνεί το σώμα του και μαθαίνει τις λειτουργίες του. Είναι η πιο διαδεδομένη σεξουαλική συμπεριφορά σε αυτό το ηλικιακό φάσμα, με μεγαλύτερη συχνότητα στους άνδρες πρώιμης εφηβικής ηλικίας, ενώ στις γυναίκες παρατηρείται κυρίως κατά τη μέση της εφηβείας. Ο αυνανισμός θεωρείται αναπτυξιακά φυσιολογικός και όχι μόνο δεν μπορεί να βλάψει την υγεία των εφήβων, αλλά να την ωφελήσει σε συνδυασμό με τη σωστή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.


Παρ’ όλα αυτά, τα ποσοστά παραμένουν υψηλά και κατά την ενήλικη ζωή.

Έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2019 στο The Journal of Sex Research και διεξήχθη

από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Oklahoma, έδειξε πως ένα μεγάλο ποσοστό ενηλίκων συνεχίζει να αυνανίζεται με ή χωρίς πορνογραφικό υλικό, ενώ έχει σχέση ή είναι παντρεμένοι. Η συγκεκριμένη μελέτη περιελάμβανε δύο έρευνες που αξιολόγησαν την ποιότητα σχέσης του ζευγαριού σε συνάρτηση με τη συχνότητα του αυνανισμού (άνδρες και γυναίκες) και με τη χρήση πορνογραφικού υλικού. Η χορήγηση των ερωτηματολογίων ήταν ηλεκτρονική και διήρκησε από τον Ιανουάριο έως το Φεβρουάριο του 2017.



Η πρώτη έρευνα
Αποτελούταν από 1997 άτομα, εκ των οποίων οι άνδρες ήταν 915 και οι γυναίκες 1062.
52% ήταν παντρεμένοι
55% ήταν ευχαριστημένοι από τη σεξουαλική τους ζωή
43% θα ήθελαν παραπάνω σεξ
Αποτελούταν από ένα μεγάλο εθνικό δείγμα 10.106 ενηλίκων.
4.998 άνδρες
5.109 γυναίκες
18-60 ετών
Μ.Ο ηλικίας 40 έτη
67% ήταν παντρεμένοι
54% δήλωσαν ικανοποιημένοι από τη σεξουαλική τους ζωή
43% ήθελαν περισσότερο σεξ

H δεύτερη έρευνα
Μετρήθηκε η ευτυχία στη σχέση, συχνότητα χρήσης πορνογραφικού υλικού καθώς και του αυνανισμού.

Αποτελέσματα

Η υψηλή χρήση πορνογραφίας και αυνανισμού συνδέονται με:


κακή ποιότητα στη σχέση
καταθλιπτική συμπτωματολογία
μείωση της σεξουαλικής συχνότητας
μείωση της σεξουαλικής ευχαρίστησης
δημιουργία ένας φαύλου κύκλου δυσλειτουργικών συμπεριφορών στη σχέση
οι άνδρες που αυνανίζονταν περισσότερο, είχαν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση πορνογραφικού υλικού.
η τακτική χρήση πορνογραφίας σχετίζεται με τον τακτικό αυνανισμό, με το φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε άνδρες, δημιουργώντας μία λανθασμένη αντίληψη για την ευτυχία, την ικανοποίηση και τη συσχέτιση με τις γυναίκες.

Η πρόσβαση στην πορνογραφία γίνεται πλέον μόνο με λίγα «κλικ» και συμβάλλει στη δημιουργία δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και λανθασμένων προσδοκιών για το σεξ, την εικόνα σώματος και το μέγεθος του πέους. Με αυτό τον τρόπο οι θεατές δεν ικανοποιούνται από διάφορες πτυχές της σχέσης στην οποία βρίσκονται. Η υπέρμετρη έκθεση στα σεξουαλικά μέσα και ο αυνανισμός οδηγεί σε σεξουαλική αλλά και συναισθηματική απομόνωση (ψυχρότητα).

Συμπερασματικά προκύπτει ότι ο αυνανισμός είναι μία «εκπαιδευτική» διαδικασία για τους εφήβους και μόνο αν γίνεται από κοινού μπορεί να βοηθήσει το ζευγάρι να έρθει πιο κοντά σωματικά και πνευματικά, ανακαλύπτοντας νέες διόδους ικανοποίησης. Εφ’ όσον το άτομο είναι μόνο του, ο αυνανισμός δρα ανασταλτικά στην εύρεση συντρόφου, απομονώνει το άτομο, πυροδοτεί σεξουαλικές δυσλειτουργίες, δημιουργεί σεξουαλική πλήξη και έλλειμμα στις διαπροσωπικές σχέσεις .

Η ικανοποίηση είναι μεγαλύτερη όταν τη μοιράζεσαι!







Πηγή: Perry, S. L. (2019). Is the link between pornography use and relational happiness really more about masturbation? Results from two national surveys. The Journal of Sex Research, 1-13
Τζάννε Βάνα, Κλινικός Ψυχολόγος

ΠΗΓΗ:

Ερευνα: Τα παιδιά ενός έτους περνούν μια ώρα την ημέρα μπροστά από μία οθόνη





Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά τα παιδιά έως 18 μηνών να μην έρχονται καθόλου σε επαφή με ψηφιακές συσκευές, η εισαγωγή των οθονών να γίνεται αργά και με μέτρο στην ηλικία των 18 έως 24 μηνών, ενώ στις ηλικίες δύο έως πέντε ετών η παραμονή μπροστά από οποιαδήποτε οθόνη να μην ξεπερνά συνολικά τη μία ώρα τη μέρα.

Με βάση όμως με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, σχεδόν εννέα στα δέκα παιδιά (το 87%) ξεπερνούν αυτό το όριο.

Από τη βρεφική ηλικία αρχίζει πια η ενασχόληση των παιδιών με την τηλεόραση. Ένα παιδάκι ηλικίας ενός έτους περνάει κατά μέσο όρο σχεδόν μια ώρα (53 λεπτά) μπροστά από την οθόνη μιας τηλεόρασης, ενός υπολογιστή ή ενός κινητού τηλεφώνου, ενώ στην ηλικία των τριών ετών ο χρόνος αυτός αυξάνεται σε περίπου δυόμισι ώρες (150 λεπτά).

Τον περισσότερο χρόνο περνούν μπροστά από οθόνες τα παιδιά των μητέρων για πρώτη φορά, όσα δεν πάνε σε βρεφονηπιακό σταθμό αλλά μένουν στο σπίτι τους υπό την επίβλεψη γονιού, συγγενούς ή μπέιμπι-σίτερ, καθώς επίσης όσα έχουν γονείς με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

Έως την ηλικία των οκτώ ετών τα παιδιά αυτά συνεχίζουν να περνάνε περισσότερο χρόνο σε κάποια οθόνη, σε σχέση με τους συνομηλίκους τους.

Οι ερευνητές των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας των ΗΠΑ, καθώς επίσης των πανεπιστημίων της Νέας Υόρκης και του Όλμπανι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA Pediatrics, μελέτησαν σχεδόν 4.000 παιδιά ηλικίας 12 έως 36 μηνών και αργότερα τα ίδια παιδιά όταν είχαν γίνει επτά έως οκτώ ετών.

«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι οι συνήθειες μπροστά από τις οθόνες αρχίζουν πολύ νωρίς. Γι' αυτό, οι παρεμβάσεις προκειμένου να μειωθεί ο χρόνος μπροστά από μια οθόνη, θα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας, αν επίσης αρχίσουν νωρίς», δήλωσε η ερευνήτρια Εντγουίνα Γιέουνγκ.

Πηγή:

Tuesday 26 November 2019

Drinking Alcohol Focuses Our Attention On The External Features Of Faces, With Implications For Eyewitness Memory




Having a bit of a fuzzy memory is not an uncommon side effect of having had too much to drink the night before — and the details we do remember are often somewhat limited. The same can also be true for our attention when drunk: we’re only able to concentrate on what’s going on in front of us and not what’s happening elsewhere.

This phenomenon has been termed “alcohol myopia”: attentional shortsightedness related to alcohol consumption. A new paper in the Journal of Psychopharmacology suggests this shortsightedness may apply to human faces, too — and that it could have an impact on how well people can identify perpetrators of crimes they witness while drunk.



To explore the idea, Alistair Harvey and Danny Tomlinson recruited 76 students from a particularly apposite place — a university bar. Participants, all of whom had normal or corrected to normal vision, were first shown twenty-one photographs of young white adult male faces. Then five minutes later, they saw a selection of these “old” faces again, amongst a number of previously unseen “new” faces of the same demographic and description.

Some faces were shown in full, while others showed only “external” features such as hair and face shape, or direct “internal” facial features like the eyes and mouth. Participants were asked to identify which photographs showed old faces and which showed new ones, and indicate how confident they were in their identifications on a scale of one to nine.Examples of full, external and internal faces shown to participants, via Harvey and Tomlinson (2019)

Surprisingly, full face recognition was not any worse in those who had been drinking alcohol compared to sober participants. But drinkers were more likely to recognise external faces than their internal facial features, and those with greater breath alcohol levels performed worse when it came to these internal faces.

Unfamiliar faces are normally encoded “holistically” — individual features and their relationship to each other are all integrated into a whole memory. But the team suggests that alcohol disrupts this process, thus making memory more feature-based than holistic.

And the finding could have implications for how intoxicated witnesses later identify criminal suspects: the encoding bias towards external features could make witnesses less likely to identify a perpetrator who has changed or disguised their hair, for example — or more likely to falsely identify an innocent line-up filler with similar external features.

How gender impacts this phenomenon is yet to be established: all photos were of men, but women tend to have more diverse hairstyles, so there may be differences in memory of male and female faces, as previous studies with sober participants have suggested. Would more diverse styles and colours of hair make external features more distinctive and therefore easier to remember, for instance?

The study is obviously limited by its design: unrecorded drug consumption may also have impacted participants’ ability to remember faces, and their history and their relationship with alcohol wasn’t examined. How much and how frequently someone drinks could be an additional influence on memory.

But the research does suggest that facial recognition is affected in subtle and often counter-intuitive ways by the consumption of alcohol. When it comes to remembering exactly who you met the night before, this might not seem like too big a deal. But when witnessing a crime, our ability to recall what we saw may not be so insignificant.

SOURCE:

Thursday 21 November 2019

Είσαι γυναίκα. Είσαι δύναμη!








Tη δυνατότητα να σταθούν δυνατές απέναντι στον καρκίνο, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, παρέχει στις γυναίκες που νοσούν ή έχουν νοσήσει από αυτόν η πρωτοβουλία «Είσαι γυναίκα. Είσαι δύναμη!». Λίγες μέρες μετά την Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Καρκίνου του Μαστού, στις 25 Οκτωβρίου, η συγκεκριμένη δράση έρχεται να βοηθήσει τις γυναίκες που έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με την ασθένεια, ώστε μέσα από βιωματικά εργαστήρια τεχνών να αποκτήσουν ψυχική δύναμη και να αντιμετωπίσουν τη νόσο.

Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές καρκίνου στις γυναίκες, η οποία, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχει μελετηθεί επισταμένως από την επιστημονική κοινότητα. Στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αναφέρουν ότι πρόκειται για τη συχνότερη διάγνωση κακοήθειας στις γυναίκες, καθώς προσβάλλει 2,1 εκατ. γυναίκες τον χρόνο παγκοσμίως. Το 2018, εκτιμάται ότι 627.000 γυναίκες που έπασχαν από τη συγκεκριμένη νόσο έχασαν τη «μάχη», αριθμός που αντιστοιχεί στο 15% των θανάτων των γυναικών από άλλες μορφές καρκίνου. Όσον αφορά την Ελλάδα, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τον Διεθνή Οργανισμό Ερευνών για τον Καρκίνο καταδεικνύουν ότι στη χώρα μας το 2018 παρουσιάστηκαν 7.734 νέα περιστατικά καρκίνου του μαστού. Μετά τον καρκίνο του πνεύμονα, που ταλανίζει σχεδόν στον ίδιο βαθμό και τα δύο φύλα, ο καρκίνος του μαστού θεωρείται η πιο συχνή μορφή καρκίνου. Είναι απαραίτητο λοιπόν να υπενθυμίζεται ότι με τις σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους οι γυναίκες στα πρώιμα στάδια της ασθένειας έχουν τη δυνατότητα να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους, να ιαθούν από τη νόσο και να μεταβούν εύκολα στο στάδιο της αποκατάστασης και της επιστροφής τους στην καθημερινή τους ζωή. Παράλληλα, οι ασθενείς σε προχωρημένα στάδια μπορούν να τη μετατρέψουν σε χρόνια νόσο με τη βοήθεια των συνεχώς εξελισσόμενων θεραπειών. Ενδεικτικά, μελέτη που διεξήχθη από τη σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ και παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο του βρετανικού Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο, στη Γλασκώβη, αναδεικνύει τα σημαντικά βήματα της επιστήμης για την αντιμετώπιση και τη διάγνωση της νόσου. Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ διαπίστωσε ότι ο καρκίνος του μαστού θα μπορεί να ανιχνευτεί έως και πέντε χρόνια πριν από την εμφάνιση των κλινικών συμπτωμάτων, χάρη σε εξέταση αίματος που θα ταυτοποιεί την ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος στις ουσίες που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα.

Πέραν όμως των νέων θεραπευτικών μεθόδων που έχει στη διάθεσή της η ιατρική κοινότητα, απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της νόσου είναι και η όσο το δυνατόν θετικότερη ψυχολογία της γυναίκας. Ακόμη και κατά το στάδιο που ακολουθεί των θεραπειών, συνιστάται στις γυναίκες να βρουν τρόπους ώστε να διαχειριστούν τις σωματικές, αλλά και ψυχολογικές επιπτώσεις από τις αλλαγές που επέφερε η νόσος.

Το πρόγραμμα «Είσαι γυναίκα. Είσαι δύναμη!» αποτελεί πρωτοβουλία της Novartis Hellas, που έχει στόχο να προσεγγίσει τη γυναίκα ασθενή με ολιστικό τρόπο, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να περάσει τον χρόνο της δημιουργικά και να αντεπεξέλθει με σθένος στον αγώνα της. Φέτος το πρόγραμμα παρουσιάζεται ανανεωμένο, προσφέροντας από τις 18 Νοεμβρίου 2019 έως τις 10 Φεβρουαρίου 2020 δωρεάν βιωματικά εργαστήρια εκφραστικών τεχνών σε ολοκληρωμένους κύκλους. Απευθύνεται μόνο σε γυναίκες που νοσούν ή έχουν νοσήσει από καρκίνο του μαστού και τελεί υπό την αιγίδα της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ), με την υποστήριξη του Πανελλήνιου Συλλόγου Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής». Το πρόγραμμα αποτελείται από έναν κύκλο εργαστηρίων διάρκειας 10 εβδομάδων, στον οποίο περιλαμβάνονται δραστηριότητες τέχνης και έκφρασης. Οι ενδιαφερόμενες μπορούν να επιλέξουν να συμμετάσχουν σε εργαστήρια μουσικοθεραπείας, δραματοθεραπείας, χοροθεραπείας και εικαστικής θεραπείας, και μέσω της τέχνης να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους. Σημειώνεται ότι όσες συμμετάσχουν θα μπορούν να παρακολουθούν μία φορά την εβδομάδα και για διάστημα δέκα εβδομάδων το εργαστήριο της επιλογής τους.

Οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε χρονοβόρες θεραπείες για τον καρκίνο του μαστού συχνά έρχονται αντιμέτωπες με αλλαγές που σχετίζονται και με την εξωτερική τους εμφάνιση, είτε αυτές αφορούν την πτώση των μαλλιών είτε την αλλαγή του σώματός τους.




Έτσι, είναι σημαντικό να ανακτήσουν την αυτοπεποίθησή τους και να ασχοληθούν με δραστηριότητες που εστιάζουν σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Για τον λόγο αυτόν οι ενδιαφερόμενες μπορούν να δηλώσουν συμμετοχή σε σεμινάριο που αφορά τη μαγειρική, την υγιεινή διατροφή, αλλά και το μακιγιάζ.

Παράλληλα, για πρώτη φορά πραγματοποιείται βιωματικό εργαστήριο μουσικής σε όσους στέκονται δίπλα στην ασθενή, δηλαδή σε συγγενείς, αλλά και σε όσους έχουν αναλάβει τη φροντίδα της. Με τον τρόπο αυτόν οι φροντιστές θα έχουν την ευκαιρία να αποφορτιστούν και να εκφράσουν τα συναισθήματα που βιώνουν καθ’ όλη τη διάρκεια θεραπείας της ασθενούς από τη νόσο. Οι εγγραφές έχουν ήδη ξεκινήσει και οι ενδιαφερόμενες έχουν τη δυνατότητα να δηλώσουν ηλεκτρονικά συμμετοχή στο πρόγραμμα μέχρι και τις 22 Νοεμβρίου. Το πρόγραμμα απευθύνεται περίπου σε 200 γυναίκες και δεν υπάρχει συγκεκριμένο ηλικιακό όριο για τη συμμετοχή σε αυτό. Τα σεμινάρια θα διεξάγονται τις απογευματινές ώρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, ενώ η παρακολούθησή τους είναι δωρεάν και ανώνυμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2015 και το 2016, οπότε το πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, πραγματοποιήθηκαν περίπου 54 βιωματικά εργαστήρια στα οποία έχουν συμμετάσχει τουλάχιστον 500 γυναίκες.

Στο πλαίσιο της παρουσίασης του ανανεωμένου αυτού προγράμματος, η κ. Ζένια Σαριδάκη Ζώρα, MD PhD Παθολόγος-Ογκολόγος και αντιπρόεδρος της ΕΟΠΕ, δήλωσε ότι «σε καθημερινή βάση ερχόμαστε σε επαφή με ασθενείς που βιώνουν τις συνέπειες του καρκίνου όχι μόνο στο σώμα τους, αλλά και στην ψυχολογία τους. Η ψυχολογία της ασθενούς παίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία της ασθένειας, και όσο πιο δυνατή και αισιόδοξη νιώθει, τόσο περισσότερες είναι και οι πιθανότητες για την επιτυχή αντιμετώπιση της νόσου. Τα βιωματικά εργαστήρια τεχνών αποτελούν υποστηρικτικές θεραπείες που χρησιμοποιούν ως βασικά τους εργαλεία τις τέχνες, βοηθώντας στην έκφραση και τη φροντίδα του πνεύματος και της ψυχής». Από την πλευρά της η κ. Κλεοπάτρα Γαβριηλίδου, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής», τόνισε ότι «το πρόγραμμα για τις γυναίκες με καρκίνο μαστού «Είσαι γυναίκα. Είσαι δύναμη!» επανέρχεται δυναμικά φέτος και είναι χαρά μας να υποστηρίζουμε μια τέτοια πρωτοβουλία, που στόχο έχει την ενδυνάμωση των γυναικών που αγωνίζονται ενάντια στον καρκίνο του μαστού». Προσέθεσε ακόμα ότι «με την παρακολούθηση των βιωματικών εργαστηρίων ενισχύεται σημαντικά η αυτοπεποίθηση των γυναικών, ενώ παράλληλα ενθαρρύνονται να εκφράζουν τους φόβους και τις ανησυχίες τους και να μη νιώθουν μόνες σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής τους».

Το πρόγραμμα φέτος αναμένεται να είναι πιο εμπλουτισμένο σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, υπενθυμίζοντας τον ρόλο που παίζει η ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση της ασθενούς για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής της πριν, αλλά και μετά τη θεραπεία.


ΠΗΓΗ:

Simply Imagining Other People Can Change Our Own Sense Of Self





“The sense of self is a hallmark of human experience. Each of us maintains a constellation of personal memories and personality traits that collectively define ‘who we really are'”.

So begins a new paper, published in the Journal of Experimental Psychology, which reveals that who you “are” can easily be manipulated. Just imagining somebody else can alter all kinds of aspects of how you see yourself, even including your personality and memories.



Meghan Meyer at Dartmouth College and colleagues first asked 185 adults to recall a series of personal memories — a time they received good news or helped a friend in need, for example — and rate how they had felt during that event (on a scale ranging from completely negative to completely positive). Using the same scale, participants were prompted to imagine how others would have felt in reaction to the same events: both an “average American” and also a genuine friend who was similar to them in in personality, temperament, major likes and dislikes, beliefs and values.

The participants were then given the original prompts again and asked to rate for a second time their own feelings at the time of the events. The team found these ratings had changed, to become closer to each participant’s assessments of how the others would feel. This effect was particularly strong when the other person was more similar to them — a friend, rather than an “average American”.

For the next study, a fresh group of participants rated themselves on 60 character traits (such as “charming” and “unreliable”), then rated both a friend who was similar to them and also an actual other person — in this case, Walter Cronkite, a former US news anchor — on a subset of 20 of these traits. Next, they rated themselves again. As in the previous study, the participants’ self-ratings changed, becoming closer to those for their friend in particular.

In a second, remarkable part to this study, a very similar result was found when people were asked to imagine the characteristics of something radically different to themselves: the Empire State Building. The participants first rated themselves on various physical traits, such as being “clean” and “asymmetrical”, and then rated a similar friend and the Empire State Building. Finally, they rated themselves again — and as before, their own ratings had become more similar to those given for the two targets (and especially the friend). The team then went on to find that these “simulation-induced” changes in self-knowledge can still be in place 24 hours on.

How might thinking about other people, or even buildings, reshape your own self-knowledge? The researchers suspect that it happens because when you imagine how someone else looks or would feel and act in a given situation, you’re simultaneously retrieving memories about how you look and how you have felt and behaved in such situations in the past. When your own memories are retrieved, they become vulnerable to modification, which means those imagined reactions can influence your own real ones.

For example, in thinking about how a friend might respond to being dumped, you may find yourself thinking, “Claire tends to be pretty thick-skinned”. When that knowledge and your relevant self-knowledge (eg. “I was embarrassed when I got dumped last year”) are retrieved simultaneously, considering your friend’s predicted response can tweak your own pre-existing self-knowledge. You might then recollect being less embarrassed about your own experience.

The effect might be especially potent when you’re considering someone who is similar (rather than different) to you, because thinking about such a person should trigger more self-related memories, which would then be vulnerable to being altered, the researchers suggest.

So far, the researchers have only checked whether the changes they observed were still in place after a day. It’s not clear yet how long they might last, or whether they would result in any meaningful differences in behaviour.

But the work does suggest that self-knowledge is just as susceptible to misinformation effects as other types of knowledge, the researchers conclude, adding: “Such findings offer a qualification to the argument that the self is ‘special’.”


SOURCE:

Tuesday 19 November 2019

How Cutting Down On Meat Affects Your Social Identity





With increased concern about the impact of meat on our health and the environment, and an ever-expanding selection of meat-free products available to buy, popular interest in vegetarianism and veganism has steadily grown.

But for those who want to cut down but aren’t quite ready to give up their burgers, there is a third way: flexitarianism. As a 2019 study from the University of Nottingham on red meat and heart health put it, you “don’t have to go cold turkey on red meat to see health benefits”, finding that halving the amount of red and processed meat eaten can have significant health benefits.

A flexitarian tries to cut down their consumption as much as they can, but still eats the occasional meal or snack containing meat. One recent piece of market research found that 14% of the UK consider themselves flexitarian, and though more formal research would clearly be needed to paint a more critical and comprehensive picture, these figures do seem to suggest something of a cultural preoccupation with how much meat we’re eating.

Now new research, published in Social Psychological and Personality Science, has taken a look at how such an approach impacts identity as well as health. The choice to be vegetarian can be a significant source of social identity — but how do flexitarians see themselves?



Researchers talk of a “dietarian identity” — a form of social identity that represents how people feel, think and behave around their diets. People’s dietarian identity may not always line up with their behaviour — so flexitarians, for example, may consider themselves vegetarian despite eating meat.

To see whether this was the case, Daniel L. Rosenfeld from the University of California, Los Angeles, and colleagues gave numerous survey materials to nearly 850 participants. First, the team classified the participants as either “meat-excluders”, flexitarians, or omnivores, before asking them to rate their identification as a vegetarian on a scale of 0 (vegetarian) to 10 (meat-eater).

The team also assessed participants’ frequency of meat consumption, dietary restrictiveness and the prevalence of vegetarians in their social and local networks, as well as their endorsement of carnism — the moral ideology behind eating meat.

The extent to which flexitarians identified with the “vegetarian” label depended on two factors, the researchers found: how important diet was to their identity as a whole, and their ideology around meat-eating. Dietary behaviour alone — how often a participant ate meat or how long they had engaged in meat-reducing behaviours — was not cause enough for someone to consider themselves vegetarian. Instead, their sense of “meat-avoider identity” and their rejection of a moral ideology in favour of eating animals were far more important.

It’s important to note that there’s no definitive causal relationship here: it could be that strong identification with vegetarianism influences a moral ideology or a meat-avoiding identity, not the other way around. The definition of flexitarianism is also somewhat slippery: this study took a particular definition (“an individual who limits his or her meat intake yet still includes meat in his or her diet”) rather than defining it based on frequency of meat consumption. And reasons for reducing or avoiding meat were not garnered, either — whether someone has reduced their meat intake for health reasons, for the environment, or because of a focus on animal rights.

What we eat is rarely uncomplicated socially, psychologically or even politically — particularly when it comes to potentially contentious products like meat. And as more of us grapple with the ethical and environmental implications of consuming animal products, these psychological forces will become even more important to understand.


SOURCE:

Teachers Show Biases Against Overweight Kids, Including Giving Them Lower Grades





Body image can be a tricky enough thing to navigate in adulthood: for young people, it can be even more difficult. Research suggests that adolescence is a “pivotal time” for the development of positive or negative body image — and that poor body image can in turn have a devastating impact on overall self-esteem.

But how someone looks doesn’t just change how they feel about themselves — it can change the way other people treat them, too. One 2013 study found that weight was a factor in graduate school admissions, with overweight applicants less likely to receive an offer. And now research published in the British Journal of Educational Psychology suggests this bias can start before students are even in their teens.



Past research has found that obesity is related to poorer educational achievement, though exactly why has not been established. Kristin Finn and colleagues at Canisius College wondered whether it might come down to discrimination and stigma, pointing to several other studies that suggest this could be the case. A 2013 paper, for instance, found that obesity was related to assessment of academic performance but not to standardised test scores: overweight children were just as smart but not as successful, as that research put it.

To investigate this hypothesis further, the team recruited 133 teachers from suburban middle and high schools in New York State; the teachers were a variety of ages and taught a range of subjects. Recruited at staff meetings, participants were asked to take part in a study ostensibly looking at the validity of school grading, and were given a short, handwritten essay on health and fitness to evaluate, written by an eleven-year-old student. The essays had been gathered from a separate classroom writing exercise and chosen precisely because they were of average quality — external educators had rated them neither excellent nor poor.

Participants were also provided with a picture of a young girl, purportedly the author of the essay — in one condition, a picture of a ‘healthy’ weight child, and in the other a picture of an overweight child. Photographs were, in fact, of the same girl — one was simply a digitally altered version, designed to add 20 pounds of weight. After reading the essay, participants filled in a brief survey assessing the student and their essay, and also described their own beliefs about biases in grading.

Perhaps unsurprisingly, the team found that teachers believed characteristics such as race, gender, weight or attractiveness had “very little influence” on the grades they gave their students.

But weight did in fact have a significant effect on the scores students received. Teachers were significantly more likely to recommend overweight students for tutoring or remedial help, judged their work as less neat than their non-overweight counterparts, and gave their essays lower grades overall — even though the essays were exactly the same. They also judged overweight students to have worked much harder than non-overweight students — perhaps because they were seen as less capable and therefore in greater need to try. Interestingly, even though teachers gave the overweight students lower grades, they didn’t consider the quality of their essays to be any lower.

The team suggests their findings illustrate the “weight-biased attitudes” often present in teachers: that although students can try just as hard or produce work of equally high quality, stereotypes about what it means to be overweight warp educators’ perceptions.

The study only used images of white girls, so the way that weight interacts with other identities would be worth further research — how does weight interact with race, for example, and do the findings hold for male students, too? The team also notes that their research could be replicated with photographs that were not digitally altered or were full length, and the weight of teacher was also not taken into consideration: would an overweight teacher still hold the same biases?

Tackling bad body image in teenagers is a vital step towards the nurturing of happy, healthy adults. But to do that, deeply enmeshed attitudes towards weight will have to be undone. The first step may simply be acknowledging they exist — it’s notable that teachers were not aware that such biases affected the way they graded. Becoming more cognisant of the various factors that influence how we see other people is key. Overweight students are just as good: they should be treated as such.


SOURCE:

Thursday 14 November 2019

Ενημέρωση του ασθενούς και των συνοδών του με καρκίνο του πνεύμονα. Προβλήματα στην ελληνική πραγματικότητα


Γράφει η Ίντα Ελιάου,

Συμβουλευτική Ψυχολόγος (BSc, MSc, PGDip.,MA)



Η ανακοίνωση άσχημων νέων στους ασθενείς αποτελεί εδώ και αιώνες θέμα

έντονων αντιπαραθέσεων. Ο πρώτος κώδικας ηθικής και δεοντολογίας στην ιατρική, καθοδηγούσε τους γιατρούς να αποφύγουν την ανακοίνωση άσχημων νέων στους ασθενείς, επειδή αυτό μπορεί να μείωνε τo προσδόκιμο επιβίωσης τους (Fallowfield & Jenkins, 2004; Muller, 1996; Jotkowitz et al., 2006). Από τα μέσα του 20ου αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται κάποια αλλαγή καθώς η ανάγκη προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας στην υγεία, οδήγησαν στη θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων των ασθενών τα οποία συνδέονται με την έννοια της αυτονομίας και της συμμετοχής του ασθενούς στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την υγεία (Αλεξιάδης, 2000). (Jotkowitz et al., 2006; Surbone, 2006; Ruhnke G., Wilson et al., 2000; Toscani & Maestroni, 2006)



Έτσι το άρθρο 11 του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας αναφέρεται ότι (NOMOΣ ΥΠ’ΑΡΙΘΜ. 3418/2005 "Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας." ΦEK A΄ 287/28-11-2005):

1. Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το

περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ….κτλ ….ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα ….και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων.

2. Ο ιατρός σέβεται την επιθυμία των ατόμων τα οποία επιλέγουν να μην ενημερωθούν. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ασθενής έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ιατρό να ενημερώσει αποκλειστικά άλλο ή άλλα πρόσωπα, που ο ίδιος θα υποδείξει…

Έρευνες σε βάθος χρόνου δείχνουν ότι οι παραπάνω αλλαγές συμβαδίζουν με αντίστοιχες αλλαγές στις αντιλήψεις τόσο ιατρών όσο και των ασθενών στην Ελλάδα αλλά και σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης, σε αγγλοσαξονικές χώρες, στην Ιταλία, Ιαπωνία, Κίνα, χώρες που παλαιότερα επικρατούσε η τάση της μη ανακοίνωσης & πιστεύουν πλέον ότι οι ασθενείς με καρκίνο πρέπει να ενημερώνονται για τη διάγνωση τους (Surbone, 2004; Mystakidou et al., 1996; Chan & Loth , 2000; Smith JT., Swisher , 1998; Ikonomou et al., ’02).



Πως επικοινωνούμε την ενημέρωση που είναι πλέον αναγκαία:

Έχει βρεθεί ότι η ιατρική αποτελεσματικότητα δεν αφορά μονάχα την καλή ιατρική φροντίδα αλλά και τη σωστή επικοινωνία σε περιεχόμενο, μορφή & ποιότητα (Tate, 1994). Η κακή επικοινωνία έχει ποικίλες δυσάρεστες συνέπειες. Η κακή επικοινωνία είναι μια από τις πιο συχνές αιτίες υποβολής παραπόνων από ασθενείς κατά των ιατρών (Hunt & Glucksman, 1991; Webb, 1995) και έχει αναγνωρισθεί ως αιτιολογικός παράγων σε περισσότερες από 25% των μηνύσεων εναντίον τους (Beckman et al., 1994). Ο ασθενής μπορεί να δυσανασχετήσει με τον γιατρό του & να απορρίψει τη διάγνωση ή τις οδηγίες του με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς η εξέλιξη της νόσου του (Παπαγιάννης, 2003). Τέλος, αποτελεί έναν από τους λόγους που κάνουν τους ασθενείς να στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές ιατρικής (Vincent & Furnham, 1996).

Η επικοινωνία γιατρού-ασθενούς οδηγεί στη δημιουργία μιας σχέσης μεταξύ τους το κύριο βάρος της οποίας φέρει ο επαγγελματίας, έτσι λοιπόν σύμφωνα με τον Tate, ο ιατρός οφείλει να βάζει τον εαυτό του στη θέση του ασθενή. Αν ήταν εκείνος άρρωστος τι θα ρωτούσε το γιατρό; Τι θα αισθανόταν; Τι σκέψεις θα έκανε για τη νόσο και τη ζωή του; Τι θα δυσκολευόταν ή ντρεπόταν να ρωτήσει;

Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην επικοινωνία και την ενημέρωση (Charles et al., 2000). Η ‘από κοινού’ προσέγγιση θεωρείται πλέον η καλύτερη μορφή επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς καθώς σημαίνει οτι πλησιάσουμε τον ασθενή για να βρούμε μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε τη καλύτερη δυνατή συμμόρφωση του στη προτεινόμενη θεραπεία καθώς δεν παραβλέπουμε τις δικές του προσδοκίες και επιθυμίες. Για να πετύχουμε αυτή την προσέγγιση θα πρέπει να δώσουμε στον άρρωστο κάποιες πληροφορίες για την κατάστασή του κάτι που στη καθημερινότητα συχνά παραμελείται.

Ενημέρωση με άσχημες ειδήσεις σε ενήλικες ασθενείς και τα προβλήματά της:

Οι γιατροί όπως όλοι μας φοβούνται τα άσχημα νέα και πολλές φορές αποφεύγουν μια συζήτηση με διάφορες προφάσεις π.χ. ο άρρωστος δεν θα το αντέχει, θα αυτοκτονήσει. Η αληθινή αιτία της αποφυγής είναι συνήθως ότι οι ίδιοι δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουμε τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ασθενών οι οποίες είναι φυσιολογικές. Εδώ παρουσιάζεται το 1ο μεγάλο πρόβλημα κυρίως στη Ελληνική πραγματικότητα που είναι η έλλειψη εκπαίδευσης των ιατρών σε θέματα επικοινωνίας κ ψυχολογίας. Οι ασθενείς είναι άνθρωποι. Μπορεί να βουρκώσουν, να οργισθούν, να αμφισβητήσουν τις πληροφορίες. Πρέπει ο γιατρός αυτές τις αντιδράσεις να τις περιμένει, να είναι ψυχολογικά προετοιμασμένος για αυτές και να ανταποκριθεί σωστά, ώστε να βοηθήσει τον ασθενή να περάσει από τη φάση του αρχικού σοκ στη θετική αντιμετώπιση του προβλήματος.

Επιπλέον, πρέπει να προϋπάρχουν κάποιες βασικές αρχές επικοινωνίας που πολλές φορές αποτελούν πρόκληση για την Ελληνική πραγματικότητα όπως: άνεση χώρου και χρόνου για να μιλήσουν ασθενής κ γιατρός.



Πάμε να δούμε την ενημέρωση Στην πράξη:

Όταν πρόκειται να ανακοινώσουμε δυσάρεστες ειδήσεις θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε για τα ακόλουθα ζητήματα… Ξεκινώντας από το

Ποιος θα κάνει την ενημέρωση:

Γενικά η ευθύνη της ενημέρωσης ανήκει στον θεράποντα γιατρό δηλ. ο υπεύθυνος της θεραπευτικής ομάδας π.χ. διευθυντής ή επιμελητής.

Σε ποιον θα γίνει η ενημέρωση:

Με βάση τη δεοντολογική ‘αρχή της αυτονομίας’ η ενημέρωση πρέπει να γίνεται στον ίδιο τον ασθενή. Επειδή όμως το αρχικό ‘μούδιασμα’ από τη άσχημη είδηση εμποδίζει τον ασθενή να συλλάβει κ να θυμάται όλες τις πληροφορίες, είναι καλό να μιλήσουμε ταυτόχρονα και σε ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του που ο ίδιος έχει επιλέξει που θα ναι σε θέση στη συνέχεια να συμπληρώσει τα κενά. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις π.χ. όταν ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα, η αποκάλυψη μπορεί να περιοριστεί στο συγγενικό περιβάλλον.

Τι θα περιλαμβάνει η ενημέρωση :

Ο κάθε ασθενής θα πρέπει να ενημερώνεται για τη νόσο του, τις επιπτώσεις της κ τη θεραπεία αλλά πάλι με σεβασμό κ ευαισθησία. Ο ασθενής πρέπει να ενημερώνεται ακόμα κ όταν υπάρχει διαγνωστική αμφιβολία, για αυτήν την αμφιβολία ή όταν η διάγνωση δεν απαιτεί άμεση θεραπευτική παρέμβαση για την ανάγκη παρακολούθησης. Πριν ανακοινώσουμε το δυσάρεστο είναι καλό να διερευνήσουμε με τη συζήτηση πόσα γνωρίζει ο ασθενής με μια ανώδυνη ερώτηση του τύπου ‘τι νομίζετε ότι συμβαίνει με τον πνεύμονά σας; Ή τι σας έχουν πει για την όλη κατάσταση μέχρι τώρα;’. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον πάσχοντα να εξωτερικεύσει αυτά που κατάλαβε πράγμα που ελαφρύνει το βάρος της συζήτησης για το γιατρό ο οποίος μπορεί να ξεκινήσει από την απάντηση του αρρώστου να επιβεβαιώσει το πρόβλημα κ να προχωρήσει στη διευκρίνιση κ την αντιμετώπισή του.



Πόσα θα πούμε στον ασθενή:

Έρευνα (Papagiannis et al., 1995) υποστηρίζει ότι ο ασθενής θέλει να ενημερωθεί για 4 πράγματα: το όνομα της αρρώστιας, την εντόπισή της, την πιθανή πρόγνωση κ την απαραίτητη θεραπεία. Οι εξηγήσεις που συνήθως καθησυχάζουν τον ασθενή πρέπει να είναι σε απλή γλώσσα κ να συνοδεύονται με μια οπτική παράσταση για τη νόσο σαν σκίτσο για την καλύτερη κατανόησή της. Τέλος, πρέπει να δίνεται η ευκαιρία σε κάθε ασθενή να υποβάλει τυχόν ερωτήματα που μπορεί να έχει. Η παροχή πληροφοριών είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία. Ο βαθμός κ ο ρυθμός της αποκάλυψης πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τον ασθενή.

Πάμε να δούμε ένα κλινικό παράδειγμα:

Γιατρός: Νομίζω ότι ολοκληρώσαμε τις εξετάσεις σας πλέον.

Ασθενής: Τι βρήκατε γιατρέ;

Γιατρός: Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όπως νομίζαμε στην αρχή.

Ασθενής: Δηλαδή δεν ήταν πνευμονία;

Γιατρός: Η πνευμονία ήταν η αφορμή για την έρευνα που κάναμε. Η αιτία της ήταν ένα εμπόδιο σε έναν βρόγχο.

(Παύση. Ο ασθενής σιωπά αλλά φαίνεται ότι περιμένει να ακούσει κι άλλα)

Γιατρός: Ο δεξιός βρόγχος στην εξέταση που κάναμε φάνηκε να είναι πολύ στενός κι έτσι πήραμε δείγματα για βιοψία.

Ασθενής: Βγήκε τίποτε κακό;

Γιατρός: Το εργαστήριο ανακάλυψε κάποια κύτταρα που μοιάζουν να είναι κακοήθη.

Ασθενής: Δηλαδή, γιατρέ, μιλάμε για καρκίνο;

Γιατρός: Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για ένα είδος όγκου.

Στον παραπάνω διάλογο η αλήθεια ξεσκεπάζεται σταδιακά, με άνετο χρόνο κ μικρές παύσεις που επιτρέπουν την αφομοίωση της. Ο άρρωστος έχει τον χρόνο να ακούσει, να σκεφτεί κ να ρωτήσει. Η χρησιμοποίηση προοδευτικά πιο συγκεκριμένων εκφράσεων εισάγει τον ασθενή στην υποψία του καρκίνου που σιγά σιγά γίνεται βεβαιότητα. Αν ο ασθενής διακόψει το γιατρό ‘Γιατρέ, χρειάζεται να κάνω καμιά θεραπεία;’ Σημαίνει πως υποσυνείδητα αμύνεται, απωθώντας την πραγματικότητα που υποπτεύεται μεν αλλά φοβάται να αντικρύσει κ οπότε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν θέλει να συνεχίσει. Οποιαδήποτε παραπέρα αποκάλυψη θα είναι άχρηστη κ μπορεί να αναβληθεί για άλλη φορά. Από την άλλη ο άρρωστος που επιμένει στις ερωτήσεις του ίσως έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για καρκίνο κ θέλει να έχει την επιβεβαίωση κ τη διαπραγμάτευση της νόσου με το γιατρό. Ακόμα κ σ αυτή την περίπτωση η προσέγγιση θα πρέπει να είναι προοδευτική κ να αφήνει περιθώρια για ενδεχόμενες αντιδράσεις.



Ύστερα από μία διάγνωση ο ασθενής πολλές φορές ‘μουδιάζει’ διανοητικά από το νέο κ δεν μπορεί να σκεφτεί ή να παρουσιάσει κάποια συναισθηματική αντίδραση. Ακριβώς εδώ είναι που ο ασθενής έχει ανάγκη να νιώσει ότι ο γιατρός είναι δίπλα του είτε ακούγοντάς το αυτό από το γιατρό ή λαμβάνοντας ένα άγγιγμα συμπαράστασης σε αντίθεση με την κοινή πρακτική όπου ο γιατρός βομβαρδίζει τον ασθενή με πληροφορίες στην προσπάθειά του να προσπεράσει όσο πιο γρήγορα τη δύσκολη στιγμή της αλήθειας. Πάντα πρέπει να τονίζεται ότι ο κάθε ασθενής είναι μια ιδιαίτεροι περίπτωση κ δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες για όλους κ πως θα είμαστε δίπλα του ότι κ αν συμβεί. Η ψυχοογκολογία είναι μια σχετικά νέα επιστήμη στο χώρο της ψυχοθεραπείας που θα μπορούσε πέρα από τη ψυχολογική στήριξη των ασθενών να παρέχει στήριξη αλλά κ εκπαίδευση στους ίδιους τους ιατρούς σε θέματα διαχείρισης συναισθηματικού φορτίου.



Η επικοινωνία με τους συγγενείς και τα προβλήματά της:

Μια αρρώστια διαταράσσει όχι μόνο τη ζωή του ασθενούς αλλά και των μελών της οικογένειας του. Έτσι, συγχρόνως πάσχουν και οι συγγενείς που συνήθως επωμίζονται τη φροντίδα των ασθενών. Στη μέριμνά μας λοιπόν δεν θα πρέπει να αγνοούμε κ τις ανάγκες των μελών της οικογένειας καθώς έχουν κ αυτοί τις ίδιες ανάγκες επικοινωνίας κ σκοπός μας θα πρέπει να είναι το να τους βοηθήσουμε να προσφέρουν με τον πιο σωστό τρόπο τις υπηρεσίες τους στον πάσχοντα.

Ένα μεγάλο πρόβλημα για τους γιατρούς είναι ότι συχνά έρχονται αντιμέτωποι με ‘συνωμοσίες σιωπής’ όταν δηλ. οι συγγενείς ζητούν από τον γιατρό να μην αποκαλύψει στον ασθενή την αλήθεια φοβούμενοι την κακή ψυχολογική αντίδρασή του. Οι συνέπειες μιας τέτοιας συνωμοσίας για τον ασθενή είναι πολύ άσχημες καθώς πολλές φορές εκείνος υποπτεύεται την αλήθεια αλλά σκέφτεται ότι αυτή θα είναι δυσβάστακτη για τους συγγενείς κ έτσι προσπαθεί να τους προστατεύσει προσποιούμενος ότι δε γνωρίζει τίποτα. Αποτέλεσμα είναι η απομόνωσή του που ενισχύει το φόβο, το άγχος κ τη σύγχυσή του. Αντίστοιχα, οι οικείοι αναγκάζονται να αντιμετωπίζουν με ψέματα την κατάσταση απώτερη συνέπεια αυτού είναι η ανάπτυξη ενοχής κ τύψεων των συγγενών διότι στο τέλος πιστεύουν ότι δεν στάθηκαν κοντά στον ασθενή. Ο γιατρός λοιπόν θα πρέπει να διερευνά τα κίνητρα των συγγενών όταν έρχεται αντιμέτωπος με τέτοιο αίτημα.

Άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο γιατρός είναι όταν ποικίλα συγγενικά πρόσωπα ζητούν ξεχωριστά ενημέρωση ή εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Αυτό κουράζει το γιατρό αλλά αποτελεί κ πρόσθετο φόρτο εργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση. Είναι σημαντικό λοιπόν από την αρχή να ορίσει ο ασθενής ένα συγκεκριμένο αντιπρόσωπο που θα μπορεί να μεταβιβάζει την πληροφόρηση κ στους υπόλοιπους. Κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο κ με την αρχή της αυτονομίας του ασθενούς όσο κ την υποχρέωση για την τήρηση του ιατρικού απορρήτου.

Άλλη δυσκολία για τον γιατρό είναι ότι μπορεί να βρεθεί μπροστά σε συγγενείς που εκδηλώνουν θυμό, οργή ή παράπονα εναντίον του ή άλλων. Ο θυμωμένος συγγενής σπάνια έχει προσωπικές διαφορές με τον γιατρό. Εάν δεν υπάρχει ιατρικό σφάλμα ή κακή ιατρική συμπεριφορά, συνήθως εκδηλώνει την προσωπική του σύγχυση κ αμηχανία μπροστά σε μια βασανιστική αρρώστια που δεν μπορεί να εξηγήσει ή να καταπολεμήσει. Όταν δεν υπάρχει κάποια δικαιολογημένη λοιπόν αιτία θα πρέπει να επιτρέψουμε στον οργισμένο συνομιλητή μας να εκτονωθεί κ αφού κατανοήσουμε την πραγματική αιτία του ξεσπάσματος να τον οδηγήσουμε στη λήψη κατάλληλης στήριξης κ φροντίδας που απευθύνεται στους ίδιους τους φροντιστές.

Η αναγγελία της δυσάρεστης είδησης αποτελεί μια από τις πιο δύσκολες μορφές διαπροσωπικής επικοινωνίας καθώς εμφανίζει ποικίλες προκλήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να την αποφεύγουμε. Η επικοινωνία είναι μια τέχνη. Μια τέχνη που δε βασίζεται τόσο σε έμφυτο χάρισμα όσο σε κατάλληλη εκπαίδευση και κυρίως σε συστηματική καλλιέργεια.



Ομιλία στο ΣΥΝΕΔΡΙΟ: ΠΡΟΛΗΨΗ & ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ, Ξενοδοχείο Limneon, Καστοριά, 19.12.15

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, ‘Καστοριανή Εστία’, 14.01.16, Αριθμός Φύλλου: 741, σελ. 10-11.

Wednesday 13 November 2019

Η αϋπνία, «ένοχη» για καρδιαγγειακά προβλήματα





O καλός ύπνος είναι ευεργετικός για την υγεία.



Πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση από ό,τι εκτιμούσαν μέχρι σήμερα οι ειδικοί αποδεικνύεται η αϋπνία, καθώς αυτοί που στριφογυρίζουν κάθε βράδυ στο κρεβάτι τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να υποστούν εγκεφαλικό, καρδιακή προσβολή ή άλλη εγκεφαλοαγγειακή (στένωση των εγκεφαλικών αγγείων) ή καρδιαγγειακή νόσο. Μια νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Neurology της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, αποδεικνύει τη σχέση μεταξύ έλλειψης ύπνου και εμφάνισης καρδιαγγειακών ασθενειών και εγκεφαλικών.

Ο επικεφαλής συντάκτης της μελέτης, Λίμινγκ Λι, από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου, τόνισε ότι, αν ήταν δυνατή η παροχή συμπεριφορικής θεραπείας στα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ύπνου, τα ποσοστά εγκεφαλικού, καρδιακής προσβολής και άλλων συναφών ασθενειών θα μειώνονταν σημαντικά.

Στην έρευνα συμμετείχαν 487.200 Κινέζοι με μέσον όρο ηλικίας τα 51 έτη, οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό εγκεφαλικού ή καρδιακής νόσου κατά την έναρξη της μελέτης. Οι ίδιοι ρωτήθηκαν εάν είχαν κάποιο από τα ακόλουθα τρία συμπτώματα αϋπνίας την περίοδο των τελευταίων τριών εβδομάδων: Πρώτον, δυσκολία στην έλευση και τη διατήρηση του ύπνου, δεύτερον, πρώιμη πρωινή αφύπνιση και, τρίτον, δυσκολία συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω ελλιπούς ύπνου.

Το 11% των συμμετεχόντων ανέφερε δυσκολίες στην έλευση και διατήρηση του ύπνου, το 10% μίλησε για πρώιμη πρωινή αφύπνιση και το 2% δεν μπορούσε να διατηρήσει τη συγκέντρωσή του λόγω έλλειψης ύπνου. Οι μελετητές δεν διερεύνησαν αν πράγματι οι συμμετέχοντες πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια της αϋπνίας. Συνολικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, καταγράφηκαν 130.032 περιστατικά εγκεφαλικών, καρδιακών προσβολών και άλλων παρόμοιων ασθενειών. Οσοι διέθεταν και τα τρία συμπτώματα της αϋπνίας ήταν κατά 18% πιθανότερο να εμφανίσουν αυτές τις νόσους σε σύγκριση με όσους δεν είχαν κάποιο από τα συμπτώματα. Εκείνοι που παρουσίαζαν δυσκολία αποκλειστικά στην έλευση και διατήρηση του ύπνου ήταν κατά 9% πιθανότερο να υποστούν εγκεφαλικό ή να εμφανίσουν καρδιακή νόσο, από αυτούς που δεν αντιμετώπιζαν τέτοιο πρόβλημα. Από τα 55.127 άτομα που είχαν αυτό το σύμπτωμα, 17.650 (32%) υπέστησαν εγκεφαλικό ή διαγνώστηκαν με κάποια καρδιακή νόσο, συγκριτικά με τους 112.382 (26%) ανάμεσα σε 432.073 άτομα που δεν έπασχαν από αϋπνία. Οσοι ανέφεραν πρώιμη πρωινή αφύπνιση και ότι δεν μπορούσαν να ξανακοιμηθούν, διέτρεχαν κατά 7% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρδιαγγειακά προβλήματα. Τα άτομα που ανέφεραν ότι είχαν πρόβλημα στο να μένουν συγκεντρωμένα στη διάρκεια της ημέρας είχαν κατά 13% μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης εγκεφαλικών και καρδιακών νοσημάτων.

Ο Λι υπογραμμίζει την ανάγκη διεξαγωγής περαιτέρω έρευνας, επισημαίνοντας τους περιορισμούς του εγχειρήματος. Αφενός, τα συμπτώματα βασίστηκαν αποκλειστικά στις αναφορές των συμμετεχόντων, επομένως η ακρίβειά τους μπορεί να αμφισβητηθεί, ενώ οι ίδιοι δεν ρωτήθηκαν κατά πόσον κοιμούνταν αλλά χωρίς να ξεκουράζονται, ένα επίσης πολύ συχνό σύμπτωμα της αϋπνίας.Έντυπη


ΠΗΓΗ:

Friday 8 November 2019

So Grateful For My Ex: Men Hold More Positive Views Of Former Partners Than Women Do




Break-ups are always hard, with love and companionship giving way to feelings of resentment and the souring of once treasured memories. Yet people often continue to harbour positive feelings towards their exes long after the relationship is over. And that may be particularly the case if you’re a man, according to a recent study published in Social Psychological and Personality Science. Researchers have found that, in heterosexual relationships at least, men tend to view their exes more positively than do women.



Ursula Athenstaedt from the University of Graz and colleagues first discovered the effect when conducting research into whether people’s attitudes towards their exes could be altered. Across two studies, a total of almost 300 heterosexual participants completed a questionnaire about their attitudes towards their former partners, rating their agreement with 18 statements like “When I think about my ex-partner I get angry” and “My ex-partner has many positive traits”. The researchers’ experimental manipulation turned out to have no effect on these ratings — but instead they found that, overall, men tended to have slightly more positive attitudes towards their exes than women.

The team decided to further explore the finding in a third study. They gave the same attitude questionnaire to 612 new participants, all of whom had had a previous heterosexual relationship lasting at least 4 months; some were now in a new relationship while others were single. The participants also completed several other scales, such as rating the degree of social support they had received from their ex-partner, how much they used coping strategies like self-distraction or venting following their break-up, the reasons for breaking up, and their attitudes towards sex and love.

Men again had more positive attitudes towards their exes than women, with an average score on the questionnaire of 3.57 (out of 5) compared to the women’s average of 3.11. But men and women also differed on several of the other measures as well. Men had a more “permissive” attitude towards sex (they were more likely to agree with statements like “I do not need to be committed to a person to have sex with her”), for example, and had received more social support from their exes than had women. On the other hand, women had used more coping strategies following their break-ups, and were more likely to say that their partner was the cause of the split. A subsequent analysis showed that these various factors could partly — but not completely — account for the differences between men and women in their attitudes towards exes.

The researchers suggest that the findings may stem from a combination of evolutionary and social factors. Men’s permissive sexual attitudes might make them more eager to keep open the possibility of sex with former partners, for instance — and so it makes sense to maintain a more positive attitude towards them. Similarly, men may hold a rosier view of their exes because they were a greater source of emotional support, whereas women tended to receive less support from their partners and more from other sources like friends and family.

But whether these theories hold up remains to be seen. “While our studies document this stable gender difference, we do not know its specific origins. Even though both evolutionary and gender role theories provide some valuable insights, additional research is needed to pin down the key origins,” the authors acknowledge. And it’s also unclear how far the results generalise. Most notably, the study only included heterosexual participants, so doesn’t reveal much about the attitudes of men and women who are gay or bisexual.

Still, having a more positive view of your ex may actually have a detrimental effect on subsequent romantic partnerships, the team suggests — so men’s new relationships may be particularly prone to difficulties. In other words, being grateful for your ex may actually make it harder to say “thank you, next”.


SOURCE:


Wednesday 6 November 2019

Μπορεί ένα τραύμα του παρελθόντος να επηρεάσει τη σχέση σου; Η επίδραση παρελθοντικού τραύματος στο στυλ προσκόλλησης




Πόσα ακούμε και λέμε για τις εμπειρίες ενός ανθρώπου και για τον τρόπο που μεγάλωσε, αν είχε θετικές ή αρνητικές εμπειρίες… Έχεις αναρωτηθεί όμως πόσο μπορούν να επηρεάσουν αυτές οι εμπειρίες τη ζωή σου και κυρίως τη σχέση σου;

Η πρώτη σχέση, η σχέση γονιού-παιδιού μπορεί να μας επηρεάσει στην μετέπειτα επιλογή συντρόφου ως ενήλικες!

Οι πρώιμες εμπειρίες μας ξεκινούν με τα άτομα που βρίσκονται γύρω μας από την ώρα της γέννησής μας. Και είναι αυτές οι εμπειρίες που διαμορφώνουν τον τρόπο κατανόησης των σχέσεων, πιο απλά, οι πρώτες σχέσεις που συνήθως είναι με τον γονιό, καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη φύση μιας σχέσης. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μας αναπτύσσουμε το στυλ προσκόλλησης. Αυτό το στυλ της προσάρτησης επηρεάζει τις επιλογές μας γύρω από το ποιον θα ερωτευτούμε, πως θα συμπεριφερθούμε στις ερωτικές μας σχέσεις αλλά και πως θα τελειώσουμε μία σχέση – άσχετα αν την διακόψουμε εμείς ή το άλλο μέλος, πως θα αντιδράσουμε δηλαδή στο τέλος της, τους ερωτευμένους, τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται με ρομαντικές σχέσεις και ακόμα και με τον τρόπο που τελειώνει η σχέση.

Καθώς μεγαλώνουμε, η ασφάλεια που λαμβάνουμε μέσα από τις πιο σημαντικές σχέσεις μας, οι τακτικές που αναπτύσσουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας αλλά και οι στρατηγικές αντιμετώπισης που εφαρμόζουμε για να διαχειριστούμε τα πιο έντονα και ισχυρά συναισθήματά μας επηρεάζουν έντονα το στυλ προσκόλλησης που αναπτύσσουμε.
Ασφαλής και Ανασφαλής Προσκόλληση

Εάν οι γονείς μας ή οι φροντιστές μας ήταν φροντιστικοί προς τις ανάγκες που είχαμε ως βρέφη και μικρά παιδιά, αν ανταποκρίθηκαν δηλαδή με προβλέψιμους και υποστηρικτικούς τρόπους, το πιο πιθανό είναι να έχουμε αναπτύξει ένα ασφαλές στυλ προσκόλλησης μέσα από την κατανόηση ότι είμαστε άξιοι να αγαπηθούμε και μπορούμε να στηριχτούμε στους γύρω μας υποστηρικτικά.

Αντίθετα, εάν οι γονείς ή οι φροντιστές μας ήταν άτομα με απρόβλεπτη συμπεριφορά, συναισθηματικά μη διαθέσιμοι ή ακόμα και εχθρικοί, τότε η πιθανότητα να υιοθετήσουμε ένα ανασφαλές στυλ προσκόλλησης είναι μεγάλη.
Αγχώδης και Αποφευκτική Προσκόλληση

Η ανασφαλής προσκόλληση συνήθως οδηγεί με τη σειρά της σε μία από τις δύο κατηγορίες προσκόλλησης: την αγχώδη και την αποφευκτική ανασφαλή προσκόλληση.

Στην πρώτη περίπτωση – Αγχώδης Προσκόλληση – το άτομο αναζητά σταθερή επιβεβαίωση από τον σύντροφό του. Από τη μία φοβάται την εγκατάλειψη και από την άλλη δυσκολεύεται να τον εμπιστευτεί, καθώς μέσα από την ανασφάλειά του θεωρεί πως δεν είναι άξιο της αγάπης του συντρόφου. Κατανοητή και η δυσκολία στη συναισθηματική διαχείριση από τον ίδιο, καθώς βιώνει έντονα τα πάντα γύρω του δημιουργώντας ένταση στον εαυτό του και για να μπορέσει να την διαχειριστεί και να αισθανθεί καλύτερα χρειάζεται βοήθεια από άλλους.

Στην δεύτερη περίπτωση - Αποφευκτική Προσκόλληση – το άτομο χρησιμοποιεί την αποφυγή σε οτιδήποτε το αγχώνει και του δημιουργεί ανασφάλεια, ως κύρια στρατηγική αντιμετώπισης στη σχέση του. Καταστέλλει τα συναισθήματα και αναζητά την απόσταση από τον σύντροφό του, καθώς νιώθει πως αυτός είναι και ο κατάλληλος τρόπος για να διατηρήσει τη σχέση τους. Αισθάνεται ιδιαίτερα άβολα όταν ο σύντροφος ή γενικότερα άλλοι άνθρωποι προσπαθούν να έρθουν αρκετά κοντά συναισθηματικά με αποτέλεσμα να προκαλούνται δυσκολίες στη σχέση του. Η κύρια θεώρηση στην κατηγορία αυτή, είναι ότι η αναζήτηση εγγύτητας απομακρύνει τους ανθρώπους. Τελικά, αυτή η θεώρηση που δίνει ασφάλεια στο συγκεκριμένο άτομο είναι αυτή που καταστρέφει την ερωτική του σχέση.

Και στους δύο τύπους προσκόλλησης, το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί η εγγύτητα στη σχέση, αλλά με διαφορετική έκφραση συμπεριφοράς.
Η επίδραση παρελθοντικού τραύματος στο στυλ προσκόλλησης

Από εξελικτική σκοπιά, η δημιουργία και εξέλιξη της σχέσης με τον κύριο φροντιστή είναι πολύ σημαντική για το παιδί που χρειάζεται αυτή τη σχέση για να επιβιώσει.

Από τη βρεφική και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας είμαστε ιδιαίτερα εξαρτημένοι από τη σύνδεση αυτή και την εγγύτητα που αναπτύσσεται. Πέρα από την ανάγκη για τροφή, τα βρέφη και τα παιδιά δεν είναι αρκετά ώριμα βιολογικά για να αντιμετωπίσουν έντονα συναισθήματα, όπως ο φόβος και η βαθιά θλίψη που προέρχονται από την έλλειψη στήριξης και τη μη σύνδεση με έναν ενήλικα. Τα παιδιά χρειάζονται τους φροντιστές στη ζωή τους για να φροντίσουν τις φυσικές αλλά και ψυχοσυναισθηματικές τους ανάγκες. Ως μωρά, νήπια, παιδιά και εφήβοι χρειαζόμαστε τους «μεγάλους», χρειαζόμαστε τους ενήλικες για να παρέχουν συναισθηματική στήριξη όταν φοβόμαστε ή νιώθουμε αναστάτωση και άγχος.

Αν οι φροντιστές παραμελούν το παιδί ή είναι χειριστικοί ή κακοποιητικοί, τότε αυτό έρχεται αντιμέτωπο με μία εικόνα του φροντιστή που γεννά διπλά μηνύματα, καθώς από τη μία φαίνεται να προσφέρει μία ζώνη άνεσης στο παιδί, από την άλλη όμως του γεννά φόβο. Αυτό το παιδί ως αυριανός ενήλικας, δυσκολεύεται να εμπιστευτεί στις σχέσεις του. Επιπλέον, οι ενήλικες με ιστορικό τραύματος συχνά αναζητούν συντρόφους που τους φαίνονται πιο οικείοι, δημιουργώντας σχέσεις με παρόμοια στοιχεία, όπως η κακοποίηση ή/και η παραμέληση.
Μπορεί το στυλ προσκόλλησης να αλλάξει;

Εάν παρατηρείτε πως ο τρόπος που λειτουργείται στη σχέση σας ή νιώθετε πως σας ελκύουν σύντροφοι καταχρηστικοί ή μη διαθέσιμοι, μπορείτε να λάβετε τα μέτρα σας. Το στυλ προσκόλλησης δεν είναι μόνιμο και μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα στις ερωτικές σχέσεις.

Η συνεργασία με έναν θεραπευτή μπορεί να σας βοηθήσει να χτίσετε δεξιότητες για να διαχειριστείτε τα συναισθήματά σας. Ένας θεραπευτής μπορεί να σας βοηθήσει να αναπτύξετε υγιείς στρατηγικές αντιμετώπισης με βάση τα δικά σας πλεονεκτήματα. Όταν νιώθετε ασφάλεια να στηριχθείτε στον εαυτό σας, τότε είστε σε θέση να αναπτύξετε ασφάλεια και στις σχέσεις σας. Τα καλά νέα είναι ότι όλα αρχίζουν από εσάς.

Για να καταφέρετε να αλλάξετε κάποια πράγματα στον εαυτό σας, χρειάζεται να πάρετε τον έλεγχο στο «πως» αισθάνεστε, ώστε να μην εξαρτιέστε από τον σύντροφό σας για να νιώσετε καλύτερα ή να πρέπει να κάνει κάτι εκείνος για να αισθάνεστε ασφαλείς. Μην ξεχνάμε πως όταν και εκείνος νιώθει να κρέμεστε από πάνω του, το πιο πιθανό είναι να ξεκουραστεί και να θέλει να απαγκιστρωθεί από εσάς. Όταν στηρίζεστε στη δική σας δύναμη και νιώθετε ασφάλεια, μπορείτε να αναπτύξετε ασφαλείς και υγιείς σχέσεις.


Μαρίνα Μόσχα Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Εξειδίκευση στη Σεξουαλική Υγεία Αυγ 5, 2019 3039 0
Βασισμένο στο Is Past Trauma Affecting Your Relationship? Fabiana Franco, Ph.D.

ΠΗΓΗ:
-

Τα μοναχοπαίδια είναι πιο πιθανό να γίνουν παχύσαρκα






Τα μοναχοπαίδια υιοθετούν λιγότερο υγιεινές διατροφικές συνήθειες από τα παιδιά που έχουν αδέλφια με αποτέλεσμα να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να γίνουν παχύσαρκα, σύμφωνα με νέα έρευνα που διεξήγε η εταιρεία Elsevier και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Nutrition Education and Behavior.

«Οι διατροφολόγοι οφείλουν να εξετάσουν την επιρροή της οικογένειας και των αδελφών για να παρέχουν κατάλληλη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της οικογένειας εκπαίδευση για τη διατροφή», είπε η επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης, Τσέλσι Λ. Κραχτ.

«Πρέπει να γίνουν προσπάθειες για την ενίσχυση της υιοθέτησης υγιών διατροφικών συνηθειών από τα παιδιά και τις οικογένειές τους», δήλωσε η Σούζαν Σίσσον του Κέντρου Ιατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα.

Τα δεδομένα της συγκεκριμένης μελέτης βασίστηκαν σε αναφορές των μητέρων. Αυτές κατέγραφαν πλήρως όλα τα τρόφιμα που κατανάλωναν σε διάστημα τριών ημερών (δύο μέρες μέσα στην εβδομάδα και μία το Σαββατοκύριακο). Οι δάσκαλοι είχαν αρχείο με όλα τα τρόφιμα που κατανάλωναν τα παιδιά στο σχολείο. Τέλος οι μητέρες συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο Οικογενειακής Διατροφής και Σωματικής Άσκησης προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιλογές τροφών και αναψυκτικών στην οικογενειακή εστία.

Διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες που είχαν μόνο ένα παιδί ήταν πιο πιθανό να είναι οι ίδιες παχύσαρκες. Επιπρόσθετα, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μητρικός Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) είχε πολύ μεγαλύτερη σχέση με τον ΔΜΣ και την περίμετρο της μέσης του παιδιού. Ο ΔΜΣ των μητέρων δεν φάνηκε να συμβάλλει στις διατροφικές συνήθειες των παιδιών αλλά έπαιζε κάποιο ρόλο στην κατανάλωση "κενών θερμίδων".

Ο χρόνος που τα παιδιά περνούσαν μακριά από το σπίτι όπως στο σχολείο δεν συνδέθηκε με τις διατροφικές τους συνήθειες. Αυτό παραπέμπει στο ότι οι όποιες διαφορές στις συμπεριφορές διατροφής προέρχονται μέσα από το σπίτι συμπεριλαμβανομένου διαφορών, όπως το πόσο συχνά μια οικογένεια τρώει μπροστά από την τηλεόραση και το πόσο καταναλώνει αναψυκτικά που περιέχουν ζάχαρη.

«Οι πιο υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές μπορεί να είναι περισσότερο αποτέλεσμα των διατροφικών συνηθειών που ακολουθούνται στο σπίτι ενός παιδιού παρά αποτέλεσμα της παρατήρησης των συνηθειών των συνομηλίκων του», είπε η Κραχτ.

Η ίδια και οι συνεργάτες της συνεχίζουν την έρευνά τους διερευνώντας το πώς οι οικογενειακές δυναμικές μπορεί να επηρεάσουν τις διατροφικές συμπεριφορές των παιδιών, τη σωματική άσκηση, τον ύπνο και άλλους παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν στην παχυσαρκία.

Πηγή:


Monday 4 November 2019

Parents Play Different Roles In Our Health As Adults: Mothers Support Us, While Fathers Are Often “Cautionary Tales”





Whether we like it or not, our parents play a big part in who we become as adults. From our taste in music to our social values, their imprint often stays with us, good or bad, well past childhood.

Now new research suggests that we still rely on them well into mid-life — at least when it comes to our health, that is. Alexandra Kissling and Corinne Reczek, a team from the Ohio State University, found that while we look to our mothers in much the same way we do when we’re children — asking them for advice and hoping they’ll be there to help us through periods of bad health, for instance — fathers act more like “cautionary tales”, examples of what not to do.



To explore this phenomenon, the team conducted 90 qualitative interviews with midlife adult children: 45 gay, lesbian and straight couples aged between 40 and 60 years old. As they interviewed the couples, the researchers examined the influence of both the participants’ parents and their in-laws.

Each participant, interviewed separately from their spouse, was asked open-ended questions about their their health and their relationship with their family, such as “tell me about your relationship with your parents and your spouse’s parents”. More specific and targeted questions were also introduced, including “how do your parents support you during hard times” and “do your in-laws talk to you about their health?”.

Unsurprisingly, many participants explained that family provided support throughout illness or injury — helping out after surgery, for example, or providing material support through the diagnosis and treatment of cancer. This provided a boost to well-being for both children and their partners, with the extra support often allowing partners to continue going to work and managing the household alongside caring for their spouse.

But 37 participants described parents as acting as “cautionary tales” — making a positive impact on their health, but doing so by acting as warnings. And this was particularly true of fathers. “Adults in our study talked about how they were affected by their fathers having really poor health behaviors, like smoking or heavy drinking,” says Kissling. “They really wanted to make sure they didn’t make the same mistakes.”

In contrast, the continued support of mothers in adulthood could be related to “intensive mothering” — the idea that mothers are not only primary caregivers but that they also put everything into parenting, often placing the needs of their offspring before their own. “The level of caring never stops, and mothers are there to help their children even as adults,” Kissling explains.

How much we can read into these results is up for debate, however. Self-reporting is not always the most accurate way to measure impact: many of our behaviours run contrary to what we might say, on paper, we believe or feel. It’s easy to imagine that this could particularly include our relationships with our parents: as the researchers note themselves, we are often “closely intertwined” with members of our family, meaning we don’t always have the emotional distance to judge how those relationships impact us. In cases where familial relationships are difficult or complex, this may be even more true.

The sample size, 90, is also small, especially when you think of the multitude of family dynamics that play out across the wider population. In non-traditional family set-ups — single parent or same-sex families, for example — these findings may not apply. And in a society in which gendered norms are currently being renegotiated and rethought, it’s hard to say how long these particular relationships and assumptions about the roles of mothers and fathers will last. Advances in parental leave may mean the practice of “intensive mothering” levels out, for instance: mothers may traditionally have done the bulk of a family’s caring activities, but this is by no means set in stone.

But however our parents actually do impact our health, this research does provide important insight into how we perceive this impact. Though we may not always have the most accurate or objective understanding of how our family relationships work, understanding the way we experience them is still worthy of attention.

SOURCE: