Monday 30 July 2018

Αθλητικές επιδόσεις και σεξ…


Πριν λίγες μέρες τελείωσε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το οποίο διεξήχθη στη Ρωσία και οι ποδοσφαιριστές των 32 χωρών έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, προκειμένου να κερδίσουν και να κάνουν τους συμπατριώτες τους περήφανους. Άραγε, οι σεξουαλικές τους επαφές κατά τη διάρκεια της διοργάνωσης είχαν επίδραση στην απόδοση τους? Και αν ναι, ήταν θετική ή αρνητική επίδραση?

Τα ευρήματα ερευνών σχετικά με τις συνέπειες του σεξ στην αθλητική απόδοση είναι αντικρουόμενα. Από τη μια πλευρά, ένα μεγάλο εύρος ερευνών έχουν δείξει οτι η σεξουαλική δραστηριότητα που λαμβάνει μέρος μέχρι και 24 ώρες πριν τον αθλητικό αγώνα είναι επιζήμια για την απόδοση του αθλητή, διότι του προκαλεί κόπωση, εξάντληση και έλλειψη συγκέντρωσης. Επίσης, μπορεί να μειώσει τα επίπεδα τεστοστερόνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί η επιθετικότητα και ο θυμός του αθλητή και να επηρεαστεί αρνητικά η επίδοση του. Η αλήθεια είναι οτι πολλοί σπουδαίοι αθλητές υιοθετούσαν τον ισχυρισμό οτι το σεξ επιδρά αρνητικά στην απόδοση και επέλεγαν να μην έχουν σεξουαλικές επαφές πριν από τους αγώνες τους. Για παράδειγμα, ο σπουδαιότερος πυγμάχος όλων των εποχών Μοχάμεντ Άλι σταματούσε τη σεξουαλική δραστηριότητα δυο μήνες πριν από ένα αγώνα και θεωρούσε ότι η σεξουαλική αποχή τον έκανε ανίκητο. Επιπλέον, πολλοί προπονητές απαγόρευαν αυστηρά στους αθλητές να έχουν σεξουαλική επαφή πριν από τις αναμετρήσεις, διότι όπως έλεγε και ο προπονητής του Ρόκυ Μπαλμπόα «οι γυναίκες αδυνατίζουν τα πόδια...». Παρόμοιες απόψεις φαίνεται να είχαν και οι αθλητές στην αρχαία Ελλάδα, καθώς θεωρούσαν την αποχή απο το σεξ απαραίτητη για τη βελτίωση της επίδοσης τους.

Από την άλλη πλευρά, η πλειονότητα των πιο πρόσφατων ερευνών υποστηρίζουν οτι το σεξ βελτιώνει την απόδοση, καθώςχαλαρώνει τον αθλητή, μείωνει το άγχος του και αυξάνει την αυτοπεποίθηση του. Επιπλέον, πριν 11 χρόνια ο πυγμάχος Chris Byrd έλαβε μέρος σε μια καινοτόμα έρευνα της αθλητικής εκπομπής Sports Science, η οποία προβάλλεται στο αμερικάνικο τηλεοπτικό σταθμό FSN. Πιο συγκεκριμένα, του ζητήθηκε να απέχει για μια εβδομάδα από το σεξ πριν υποβληθεί σε κάποια τεστ, στα οποία εξεταστήκαν η δύναμη γροθιάς και η δύναμη ποδιών, ενώ ακόμα έκανε εξετάσεις αίματος, προκειμένου να ελεγχθούν τα επίπεδα τεστοστερόνης στον οργανισμό του. Στην συνέχεια, έκανε σεξ με την σύντροφο του και υποβλήθηκε στις ίδιες εξετάσεις. Εντοπίστηκε βελτίωση στη δύναμη της γροθιάς του και στη δύναμη των ποδιών του, αλλά και αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης κατά 20% στα τεστ που έγιναν μετά το σεξ. Το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης διεξήγαγε έρευνα το 2011 με δείγμα 2.000 μαραθωνοδρόμους και έδειξε οτι οι δρομείς που έκαναν σεξ το βράδυ πριν τον αγώνα έτρεξαν κατά μέσο όρο 5 λεπτά πιο γρήγορα από αυτούς που δεν έκαναν σεξ. Ο ευεργετικός ρόλος του σεξ στην αθλητική απόδοση αναδεικνύεται και από πολλές μελέτες, οι οποίες έχουν εντοπίσει τη συμβολή της σεξουαλικής επαφής στην καλή κυκλοφορία του αίματος, στην ενίσχυση των μυών και των οστών, στην ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος, καθώς και στη βελτιώση της ποιότητας του ύπνου.

Υπάρχουν όμως και ερευνητικά δεδομένα που υποστηρίζουν οτι η σεξουαλική συνεύρεση δεν έχει σημαντική επίδραση (είτε θετική είτε αρνητική) στην απόδοση των αθλητών. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη του Sztajzel που διερεύνησε τα επίπεδα άγχους, τεστοστερόνης και συγκέντρωσης. Έλαβαν μέρος 15 αθλητές και η μελέτη διήρκεσε 2 μέρες. Τη μια μέρα οι αθλητές είχαν σεξουαλική επαφή, ενώ την άλλη μέρα δεν είχαν. Και τις 2 μέρες οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν σε ορισμένα τεστ και τα αποτελέσματα έδειξαν οτιτο σεξ δεν επηρέασε καθόλου τα επίπεδα συγκέντρωσης και άγχους. Επίσης, έρευνα του Πανεπιστημίου McGill έδειξε οτι η σεξουαλική δραστηριότητα πριν από τον αγώνα δεν έχει καμία επίδραση στη δύναμη της παλάμης, στην ισορροπία, στην αντοχή και στο χρόνο αντίδρασης. Στην κατηγορία των αθλητών που θα συμφωνούσαν με τα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα ανήκει σίγουρα ο καλύτερος Άγγλος ποδοσφαιριστής George Best, ο οποίος είχε δηλώσει οτι δεν κατάλαβε ποτέ αν το σεξ είχε επίδραση (θετική ή αρνητική) στην απόδοση του!

Συνοψίζοντας, αυτό που αξίζει να θυμόμαστε είναι οτι το σεξ επηρεάζει θετικά την απόδοση των αθλητών. Ωστόσο, σημαντική παράμετρος είναι το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στη σεξουαλική δραστηριότητα και τον αγώνα. Για παράδειγμα, αν ένας αθλητής κάνει σεξ 2-3 ώρες πριν την αναμέτρηση είναι πολύ πιθανό να νιώσει κόπωση και να επηρεαστεί αρνητικά η απόδοση του. Αν όμως έχει σεξουαλική επαφή τουλάχιστον 10 ώρες πριν τον αγώνα και προλάβει να ξεκουραστεί, τότε δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος να πέσει η απόδοση του. Η σεξουαλική δραστηριότητα δηλαδή επηρεάζει αρνητικά την απόδοση μόνο όταν δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για ανάπαυση και ανάκτηση της χαμένης ενέργειας.

Δεδομένου οτι η Ελλάδα δεν συμμετέχει στη διοργάνωση, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να απολαύσουμε το θέαμα που μας προσφέρουν οι άλλες ομάδες και να ευχηθούμε να σηκώσει το τρόπαιο ο καλύτερος! Αν μπορούσαμε όμως να τους δώσουμε συμβουλές για να έχουν καλύτερη απόδοση, τότε σίγουρα μια απο αυτές θα ήταν να μην κάνουν αποχή από το σεξ...

Όσο για εμάς που παρακολουθούμε το μουντιάλ, σίγουρα η διάθεσή μας μεταβάλλεται σε σχέση με την ομάδα που συμπαθούμε, ενώ συμμετέχουμε ενεργά μέσα από την οθόνη στις φάσεις και τις εντάσεις του κάθε παιχνιδιού. Μετά όμως, τι κάνουμε; Ο νοών νοείτω…

ΠΗΓΗ:

Wednesday 25 July 2018

The Most Socially Attractive Personality Trait


What trait people find attractive on first impression and over the long term.



Optimists are seen as more socially attractive than pessimists, research finds.

But this is just when people meet for the first time and do not know each other.


In long-term relationships, optimists are best matched with other optimists and pessimists get on with both other optimists and pessimists.

In other words, optimists mix well in long-term relationships with everyone, but pessimists can be a downer on other optimists — although they don’t seem to bother other pessimists.

The results come from a study of 248 people who read a series of vignettes that described either optimistic or pessimistic people.

Most people found the optimists more socially attractive.


However, people who were themselves optimists liked the other optimist even more.


On the other hand, people who were pessimists were not quite as keen on the optimist, but still preferred them to the pessimist.

Pessimists also had a sneaky liking for the other pessimist.

The results were more nuanced, though, when people considered their own long-term relationships.

Optimists were more satisfied when in a relationship with another optimist, and pessimists were happy with another pessimist or an optimist.

The authors write:


“…optimists may perceive a pessimistic partner as a burden, which may in turn affect their perceptions of relationship quality negatively.

Interestingly, this was not the case for pessimists, who reported the same levels of relationship quality regardless of whether they perceived their partners as pessimistic or as optimistic.”

The results support a psychological theory about interpersonal attraction called the ‘similarity-attraction hypothesis’.


The study’s authors write:


“Such a similarity attraction effect has been shown to be characteristic in the field of attitudes.

The similarity-attraction hypothesis claims that people tend to perceive others who are similar to themselves as more attractive than dissimilar others.”

SOURCE:

Audiobooks pack a more powerful emotional punch than film




Audiobook sales are booming, almost doubling in the UK over the past five years. Some are now sophisticated, being voiced by multiple actors and featuring extensive sound effects. But even single-narrator audiobooks are, it’s been argued, more cognitively and emotionally engaging than print – in part because a listener can’t slow down, as they can with a print book.

As a writer whose latest psychology-themed novel She, Myself and I is now being produced as an audiobook, I can’t help wondering about the benefits, and the costs. Personally, I like to be able to control my pace through a print book, to re-read sentences or paragraphs that I particularly enjoy or that I don’t quite process properly on a first read.

However, as Daniel Richardson at UCL, and fellow researchers, point out in a new study, available as a pre-print on the bioRxiv service, “Our oldest narratives date back many thousands of years and pre-date the advent of writing… For the majority of human history, stories were synonymous with oral tradition; audiences listened to a story-teller imparting a tale.” Humans did not evolve to read, so perhaps there’s something primordially special about listening to a story. But, as the researchers go on to write, “in the modern era, video has emerged as a major narrative tool as well.”

So which is more engaging – video or audio? That’s the focus of the new paper. And I’m intrigued. I’ve also sold TV rights to the novel, and TV, of course, is the medium of mass-appeal. If my book is ultimately turned into a TV series, might viewers become more involved in the story than my audiobook listeners?



Video offers more information than audio, the researchers point out (while two people both hearing “The house was ablaze” would imagine slightly different things, watching a film showing a house on fire leaves nothing to the imagination.) Oral stories might therefore elicit more engagement, as the listener has to construct a personalised interpretation of the narrative. But because audio is also more demanding than video, is there a bigger risk that listeners will lose interest in the story, and switch off?

To investigate, the researchers asked 102 men and women, aged 18-55, to wear a wrist sensor that captured their heart rate, sweating and wrist temperature while they listened to and watched a series of emotionally-charged scenes.

These were a mix of audio and film-version extracts from eight works of fiction, including Pride and Prejudice by Jane Austen, The Da Vinci Code by Dan Brown, and Game of Thrones by George R.R. Martin. The order of the presentations, and whether a particular story was presented as a video or as an audiobook extract, varied across participants.

At the end of each trial, participants completed a questionnaire that assessed four aspects of their perceived involvement in the story: their emotional engagement; their understanding of the narrative; their attentional focus; and the “narrative presence” (indicating to what extent they agreed or disagreed with “At times, the story was closer to me than the real world,” for example).

Though the participants reported feeling more engaged in the videos, their heart rates, body temperatures and skin conductance readings were all higher while they were listening to the audio. Increased heart rate was taken to indicate greater cognitive effort (there were no differences in levels of fidgeting between the audio and video trials), especially given the other data: the skin conductance and temperature readings suggested that the participants were more emotionally involved when listening to audio, the researchers argued.

This paper has not been peer-reviewed yet. And, due to sensor failure, the researchers were not able to gather the full set of physiological recordings for all of the participants (they got electrodermal data for only 62, for instance). But if as this work suggests, people are at a physiological level more emotionally engaged by audio than watching film, this is good news for novelists. People might love watching TV dramas, but, in getting people more involved in a story, the form of the novel – whether in print or audio – reigns supreme.


SOURCE:

Saturday 21 July 2018

«Η σπουδαιότητα της σταθερότητας της μητρικής φιγούρας στο πρώτο έτος ζωής»


Η επανάληψη δημιουργεί την αίσθηση της ασφάλειας στο μωρό. Η ίδια μαμά που ταΐζει πάντα, η ίδια μαμά που σε χαϊδεύει πάντα, η ίδια μαμά που σου τραγουδάει πάντα, η ίδια μαμά που σε κοιτάει πάντα, η ίδια μαμά που παίζει μαζί σου πάντα, η ίδια μαμά που σε κρατάει πάντα. Μαμά μπορεί να είναι και ο πατέρας. Μαμά είναι αυτός που φροντίζει το παιδί.

Στον πρώτο χρόνο είναι απαραίτητο να είναι μία. Αν είναι δύο ή παραπάνω, το παιδί μπερδεύεται. Βάζει μέσα του μια αίσθηση ότι η μαμά δεν είναι σταθερή, φεύγει χάνεται. Οπότε χάνεται και ο εαυτός του μωρού γιατί τότε είναι συνδεδεμένοι οι δυο αυτοί εαυτοί (φιγούρας που φροντίζει και μωρού).

Θέλει να δώσει κάτι από τον εαυτό του στη μαμά αλλά αν τώρα είναι μια άλλη ση θέση της, δεν μπορεί να επικοινωνήσει τον εαυτό του. Αυτό είναι πολύ τρομακτικό και δημιουργεί αίσθηση αφανισμού (κρίση πανικού στην συμπτωματολογία). Αν ξανά αλλάξει η μαμά και είναι μία φορά η μία και μία φορά η άλλη, τότε εμφανίζεται και μια αίσθηση ότι ο εαυτός δεν είναι ενιαίος. Δεν μπορεί να είναι συνεκτικός. Όταν η μαμά είναι μία και σταθερή, ακόμα κι όταν δεν είναι τόσο καλή, η αίσθηση της ασφάλειας δεν χάνεται. Είσαι εσύ που δεν με καταλαβαίνεις αλλά τουλάχιστον είσαι πάντα εσύ. Αυτό είναι σημαντικό να συμβαίνει.

Δυό καλές μαμάδες που εναλλάσσονται, όσο καλή διάθεση και αν έχουν, ακριβώς λόγω της εναλλαγής στον ψυχισμό του παιδιού, δεν μπορούν να προσφέρουν αίσθηση ασφάλειας. Οπότε βλέπεις έναν ενήλικο με χαμηλή αυτοεκτίμηση, και ενώ οι μητέρες που τον μεγάλωσαν είναι πολύ καλές και ισορροπημένες σαν προσωπικότητες, αυτός παλεύει με τον εαυτό του.

Αυτό λοιπόν είναι ένα επιφανειακά παράδοξο φαινόμενο που όμως στην ουσία του, είναι πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη ενός ψυχικά υγιούς παιδιού και αργότερα ενηλίκου.

Σε μια σωστή ψυχοθεραπεία, επαναλαμβάνεται το μητρικό περιβάλλον και εκεί μπορούν να γίνουν επανορθώσεις με το χρόνο.

ΠΗΓΗ:

Η τριγωνική δομή των σχέσεων


Κουβαλάει ο καθένας τους γονείς του. Αυτό μας κάνει να είμαστε σε τρίγωνο συνέχεια. Όταν πάμε να κάνουμε μία σχέση -φιλική, ερωτική, επαγγελματική, κτλ- συναντούμε έναν άλλον άνθρωπο απέναντι που κουβαλάει κι αυτός το τριγωνό του. Έτσι είμαστε τουλάχιστον έξι όταν συναντιόμαστε.

Οι σχέσεις δεν είναι τόσο απλές ούτε στην δομή τους, ούτε στην λειτουργία τους. Αυτό συμβαίνει επειδή πάντοτε μέσα σε μία σχέση υπάρχουν στοιχεία από τις σχέσεις μεταξύ τουλάχιστον τριών ατόμων. Μπαμπάς μαμά παιδί. Αυτό είναι το φαντασιακό μας τρίγωνο που κάθε άνθρωπος κουβαλάει μέσα του σαν «γονίδιο». Ένα γονίδιο που θέλει να εκφραστεί και βρίσκει την ευκαιρία να το κάνει στις σχέσεις.

Ο μπαμπάς μου, η μαμά μου κι εγώ ως παιδί, συναντούμε τον μπαμπά σου, τη μαμά σου κι εσένα ως παιδί. Αναπόφευκτα λοιπόν όταν χρειάζομαι τρυφερότητα, ψάχνω σε σένα την μαμά μου. Αν η δική σου μαμά απέφευγε να εκφράσει τρυφερότητα, τότε φοβάσαι να μου τη δώσεις. Είναι η σχέση μέσα σου με τη μαμά σου που σε εμποδίζει.

Το εγώ, η έννοια του εγώ, δεν υπάρχει χωρίς σχέση. Είναι τρομακτικό αλλά δεν υπάρχουμε χωρίς τον άλλον. Αν υπάρχω ψυχικά πνευματικά αλλά και σωματικά, αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει κάποιος άλλος με τον οποίο είμαι σε σχέση. Στην αρχή της ζωής η έλλειψη του άλλου σημαίνει θάνατο. Οπότε είναι ζωτικής σημασίας να μπορεί να κάνει κανείς σχέσεις.

Συνάπτουμε λοιπόν σχέσεις, και ασυνείδητα -χωρίς να το καταλαβαίνουμε- ξαναζούμε την σχέση μας με τους γονείς μας. Ακόμα κι όταν κάποιος μεγάλωσε σε μονογονεϊκή οικογένεια, ακόμα και τότε η σχέση που ζει κανείς μέσα του δεν είναι μόνο με τον ένα γονέα αλλά και με την «έλλειψη» του άλλου.

Η έλλειψη του άλλου μας μαθαίνει να ζούμε με τη ματαίωση. Στην αρχή της ζωής όμως δεν πρέπει να λείπει η μητρική φιγούρα. Γιατί μετά το παιδί βάζει μέσα του την απουσία (μητρική φιγούρα μπορεί να είναι και ο μπαμπάς αν έχει τη δυνατότητα να παίξει αυτό το ρόλο). Το να λείπει η μαμά για πάρα πολύ όταν είμαι μωρό, είναι από τα πιο τρομακτικά ψυχικά γεγονότα. Με πρώτο στη λίστα να είναι η «μή απάντηση». Όταν δηλαδή δεν σου απαντάει η μαμά. Είναι το χειρότερο για ένα μωρό. Ο κόσμος είναι πάρα πολύ φοβιστικός, από παντού ξεπηδάνε τρομακτικές σκιές, εικόνες, φωνές. Το εγώ δεν μπορεί εκεί να είναι συμπαγές.

Άρα ότι κουβαλάει ο καθένας από τις σχέσεις του με τη μητέρα του και τον πατέρα του (και την σχέση που έχουν μεταξύ τους οι γονείς) το φέρνει στην σχέση αυτόματα. Αυτό κάνει την σχέση να διαμορφώνεται ως ένα σύστημα πολλαπλών σχέσεων που μπερδεύονται μεταξύ τους. Αν βάλουμε και τις σχέσεις με τα αδέρφια καθώς και τα διάφορα γεγονότα που συμβαίνουν στην ζωή, τότε όλα γίνονται πιο πολύπλοκα.

Στην θεραπεία, ο εκπαιδευμένος θεραπευτής αυτό το γνωρίζει. Δουλειά του είναι να έχει κάνει ο ίδιος εκπαίδευση, και θεραπεία. Εκτός από τις θεωρητικές σπουδές ψυχολογίας, ψυχιατρικής, ψυχοθεραπείας κτλ. Να ξέρει το δικό του τρίγωνο καλά, πως επηρεάζει τον ίδιο και τις σχέσεις του. Η πολύχρονη αυτή διαδικασία τον φέρνει στην θέση να μπορεί αφενός να μην μπλέκει το δικό του τρίγωνο στην θεραπεία του άλλου (αν το μπλέξει δεν πάει καλά η θεραπεία) και αφετέρου να μπορεί να δει σε ποιο σημείο συγκρούονται μεταξύ τους οι σχέσεις των ασθενών με τους γονείς τους.

Αυτό συμβαίνει έτσι κι αλλιώς είτε στην ατομική θεραπεία, είτε στην θεραπεία ζεύγους, είτε στην ομαδική θεραπεία. Έτσι λοιπόν οι φίλοι όσο και αν έχουν διάθεση να βοηθήσουν, δεν μπορούν. Πολύ περισσότερο οι ίδιοι οι γονείς βέβαια δεν μπορούν να το κάνουν αυτό.

Στην καθημερινή μας ζωή ως ένα σημείο κάνουμε διορθωτικές κινήσεις με τους άλλους. Είναι μια μορφή θεραπείας αλλά δεν είναι η σωστή. Σε κάποια σημεία διδασκόμαστε κάτι αν ο άλλος έχει λύσει κάποια θέματα ή αν ειχε σχετικά ομαλή ανάπτυξη. Αλλά αυτό είναι δύσκολο γιατί έτσι κι αλλιώς πάντα υπάρχουν πράγματα που είναι ασυνείδητα.

Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας είναι ασυνείδητο. Δεν το γνωρίζουμε. Οπότε θα ήταν σημαντικό εάν μπορούσαμε να βοηθάμε τα παιδιά να γνωρίζουν την ψυχική τους ζωή. Να είναι σε επαφή με αυτή. Έτσι καταλαβαίνει κανείς γιατί αισθάνεται μίσος, γιατί αισθάνεται ότι θέλει να δώσει, γιατί δεν μπορεί να αντιδράσει όταν δέχεται επίθεση, γιατί του αρέσει να πονάει τους άλλους, γιατί αποτυγχάνει ενώ έχει πραγματικές δεξιότητες, γιατί δεν μπορεί να ολοκληρώσει ποτέ μια δουλειά, γιατί αναβάλλει συνέχεια όσα θέλει να κάνει, γιατί βγάζει ανταγωνισμό, γιατί γίνεται επιθετικός, γιατί διαλέγει σχέσεις που οι άλλοι αδιαφορούν, και δεκάδες αλλά πράγματα που είναι μέσα μας αλλά τα αγνοούμε.

Για να γίνει όμως αυτό με τα παιδιά, θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο εμείς οι ενήλικες να ψάξουμε τον εαυτό μας. Πρώτα εμείς. Και μετά μπορούμε να μεγαλώσουμε σωστά τα παιδιά μας. Έχω πολλούς γονείς που μέσα σε διάστημα ενός δυο ετών άλλαξαν προς το καλύτερο την σχέση τους με τα παιδιά τους, γιατί βρήκαν τί τους εμπόδιζε στην επικοινωνία τους. Είναι πολλοί οι γονείς που αγαπάνε μέσα τους τα παιδιά τους και που δεν μπορούν να τους το δείξουν. Και πολλά ζευγάρια που μόλις είδαν δυο τρία πράγματα που δεν πήγαιναν καλά μεταξύ τους, κατάφεραν να πλησιάσουν αυτές τια δυσκολίες. Φωτίσαμε λίγο το ασυνείδητο δηλαδή. Είδαν οι άνθρωποι την ζωή που ζουν μέσα τους με τους δικούς τους γονείς κι έτσι βρήκαν τον τρόπο να λύσουν προβλήματα που τους ταλαιπωρούσαν και απειλούσαν τη σχέση.

Η τριγωνική δομή των σχέσεων είναι σημαντική γιατί δίνει ασφάλεια στο άτομο. Είναι ο μπαμπάς και η μαμά που μέσα μας μας προστατεύουν. Ωστόσο όταν κάτι είναι άλυτο εκεί, όταν κάτι είναι μπερδεμένο, όταν δεν το ξέρουμε δηλαδή, τότε είναι εύκολο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Θυμώνει ο άλλος και δε μπορεί να καταλάβει γιατί. Παθαίνει κατάθλιψη δεν ξέρει γιατί. Έπαθε κρίση πανικού, νιώθει ότι τρελαίνεται, δεν ξέρει γιατί. Φωνάζει στο παιδί του, δεν ξέρει γιατί. Μετά έρχονται οι ενοχές, η ντροπή, η τιμωρία, βαραίνει κανείς.

Οπότε αν προσπαθούμε να τα λύσουμε όλα αυτά είναι για να ζούμε πιο εύκολα. Ουσιαστικά δηλαδή πιο συνειδητά. Οι σχέσεις μετά γίνονται ευχάριστες, όπως πρέπει να είναι. Τα παιδιά μας, μεγαλώνουν καλύτερα. Και όλοι μας μαθαίνουμε ότι μπορούμε να προσπαθήσουμε για να καταλαβαίνουμε και τον άλλον. Αυτό αν συμβεί στην οικογένεια, τότε μετά θα συμβεί και στην κοινότητα, και στην πολιτεία.

Ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Δεν είναι τα συμπτώματα το πρόβλημα. Τα συμπτώματα θεραπεύονται. Εκείνο στο οποίο χρειάζεται να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία, είναι οι σχέσεις μεταξύ μας.

Αυτή είναι η πραγματική θεραπεία στην ουσία της. Εκεί που μπορούμε να βρούμε πραγματικά νόημα σε αυτό τον δύσκολο και μάταιο κόσμο αλλά και σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο μας δόθηκε η τρομερή ευκαιρία να υπάρξουμε, να ζήσουμε και να συσχετιστούμε.

ΠΗΓΗ:

Tuesday 17 July 2018

To Stop Violence, Start at Home





THE pattern is striking. Men who are eventually arrested for violent acts often began with attacks against their girlfriends and wives. In many cases, the charges of domestic violence were not taken seriously or were dismissed.

Before Tamerlan Tsarnaev was suspected of carrying out the bombing of the Boston Marathon, he was arrested for beating his girlfriend. When Man Haron Monis held 17 people hostage at a Lindt Chocolate cafe in Sydney, he had already been charged as an accessory to the murder of his ex-wife. Before George Zimmerman shot Trayvon Martin to death in Florida, his ex-girlfriend accused him of physically assaulting her. He faced no charges, but has been arrested twice for alleged domestic violence since 2013.

A recent study found that more than half of the 110 mass shootings in the United States between January 2009 and July 2014 included the murder of a current or former spouse, an intimate partner or a family member. Everytown for Gun Safety, the group that released the study, found a “noteworthy connection between mass-shooting incidents and domestic or family violence.”

This connection is not limited to mass shootings. An analysis of the criminal justice history of hundreds of thousands of offenders in Washington State suggests that a felony domestic violence conviction is the single greatest predictor of future violent crime among men.


With so much at stake, responding to violence against women should be a top priority for everyone. Research tells us that violence is a learned behavior.

Boys who grow up in homes with abuse and domestic violence are nearly four times more likely to perpetrate domestic violence than those who grow up in homes without it. Because violence in the home tends to be a child’s first experience of it and is often defended as either inevitable or trivial, it becomes the root and justifier of all violence.


You have 4 free articles remaining.Subscribe to The Times



Men who commit violence rehearse and perfect it against their families first. Women and children are target practice, and the home is the training ground for these men’s later actions.

By intervening early and stopping violence in the home, we ensure the safety of the women and children who are the first victims. We can also take steps to make it harder for perpetrators to go on to commit additional crimes, whether inside or outside the home. We could, for instance, decide that anyone who committed domestic violence could not buy or own a gun. Yet in 35 states, those convicted of misdemeanor domestic violence crimes and those subject to restraining orders can buy and carry guns. Closing these and other gaps in federal and state laws on domestic violence will save women’s lives, and by extension, many more.

And yet keeping guns out of the hands of domestic violence perpetrators is only a small part of the solution. Preventing assaults at home from happening in the first place is the key to ensuring the safety of our communities and the security of our nation.


And while some consider that problem simply too big to tackle, the truth is that we know where to look for solutions. In their landmark study published in the American Political Science Review in 2012, Mala Htun and S. Laurel Weldon looked at 70 countries over four decades to examine the most effective way to reduce violence against women. They found that the mobilization of strong, independent feminist movements was a more important force in reducing violence against women than the economic wealth of a nation, the representation of women in government or the presence of progressive political parties. Strong and thriving feminist movements help to shape public and government agendas and create the political will to address violence against women.

As activists, we see this every day. The hundreds of feminist organizations that work on this issue around this country are the best chance we have of ending the epidemic of private violence, and therefore the epidemic of public violence.

There are many small grass-roots groups that go after private and public violence at their common root. Among them are A Long Walk Home (founded by one of us), which uses art to empower young people to end violence against girls and women; A Call to Men, which mobilizes men to stand up to violence by other boys and men; and Tewa Women United, which unites indigenous women to heal and transform their communities.

Safe and democratic families are the key to ensuring safe and democratic communities. Until women are safe in the home, none of us will be safe outside the home.

SOURCE:

Σεξουαλικότητα και Ψυχική Υγεία







Η σεξουαλικότητα αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της ζωής όλων των ανθρώπων.

Αναφέρεται στην έκφραση της ψυχικής και βιολογικής λειτουργίας, που στοχεύει στη σωματική ικανοποίηση καισυναισθηματική πληρότητα δια μέσου της ηδονής.

Είναι μια έννοια πολυδιάστατη, που αφορά στη βιολογική, γνωστική, ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική πλευρά του ανθρώπου. Ξεκινάει από τη γέννηση, οργανώνεται με την ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση και διεκδικείται με την αναζήτηση ενός συντρόφου.


Η ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά και λειτουργία είναι πολυσύνθετη και εξαρτάται από βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες.




Σε πολλές περιπτώσεις, οι συνέπειες της εμφάνισης των ψυχοσεξουαλικών διαταραχών μπορεί να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες. Οι πιο συχνές από αυτές αφορούν στη μείωση της αυτοπεποίθησης του ατόμου, στην εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης, στον κλονισμό της σχέσης με τον/την σύντροφο και με άλλους ανθρώπους γύρω του, και τελικά στην αρνητική επίδραση στην ποιότητα της ζωής του.

Έτσι, η αντιμετώπιση αυτών των ευαίσθητων προβλημάτων είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη.

Μπορεί το άτομο να αρχίσει και πάλι να λαμβάνει ικανοποίηση από την σεξουαλική του ζωή και να βελτιώσει την ψυχική του διάθεση.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 11 July 2018

Τι σημαίνει υγιεινό γρήγορο περπάτημα;








Ο Ιπποκράτης αποκαλούσε το περπάτημα «το καλύτερο φάρμακο του ανθρώπου». Σήμερα οι ειδικοί συνιστούν σε όλους - ιδίως σε όσους δεν ασκούνται συστηματικά - να κάνουν καθημερινά «ζωηρό» ή γρήγορο περπάτημα για να προστατεύουν την υγεία τους. Ομως τι σημαίνει στην πράξη ζωηρό και γρήγορο περπάτημα; Περίπου 100 βήματα το λεπτό, είναι η επιστημονική απάντηση.

Τα βήματα αυτά θεωρούνται επαρκή για να έχει ένας άνθρωπος όφελος στην υγεία του. Αν κανείς θέλει κάτι ακόμη πιο έντονο, τότε περνάει στο δυναμικό βάδισμα, που είναι περίπου 130 βήματα το λεπτό. Από εκεί πέρα, θεωρείται ότι αρχίζει πια το τρέξιμο. Ως όριο ανάμεσα στο βάδισμα και στο τζόκινγκ θεωρούνται τα 140 βήματα το λεπτό.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια κινησιολογίας Κατρίν Τούντορ-Λοκ του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης-'Αμχερστ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό αθλητιατρικής "British Journal of Sports Medicine", σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», μελέτησαν 38 έρευνες που κατέγραφαν το βάδισμα των ανθρώπων άνω των 18 ετών (έως την τρίτη ηλικία) και τις επιπτώσεις στην υγεία τους.

Η μελέτη (μετα-ανάλυση) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ζωηρό ή γρήγορο βάδισμα γίνεται με ρυθμό περίπου 1,7 χιλιομέτρων την ώρα ή 100 βημάτων το λεπτό.

«Τα καλά νέα είναι ότι αυτός ο ρυθμός πιθανότατα δεν είναι κουραστικός για τους περισσότερους υγιείς ανθρώπους» δήλωσε η δρ Τούντορ-Λοκ. Όπως είπε, για μερικούς ανθρώπους γρήγορος ρυθμός βαδίσματος σημαίνει 98 βήματα και για άλλους 102, αλλά ο μέσος όρος είναι τα 100 για σχεδόν όλους.

Σύμφωνα με τις συστάσεις των γιατρών, ένας άνθρωπος πρέπει να περπατά γρήγορα για τουλάχιστον 30 λεπτά καθημερινά, το οποίο «μεταφράζεται» σε περίπου 3.000 βήματα τη μέρα με βάση το ρυθμό των 100 βημάτων το λεπτό.

ΠΗΓΗ:

Neurotic folk spend more time doing chores




If personality traits are a genuine concept and not merely an artefact of psychologists’ imagination, then how people choose to spend their time ought to correlate with their scores on personality questionnaires, notwithstanding the constraints of life that prevent us from doing what we want. In fact, there are relatively few studies that have looked at correlations between traits and everyday behaviour, and of those that have, many relied on student volunteers (see here for an overview).

A study published earlier this year in Collabra helps plug this research gap – Julia Rohrer and Richard Lucas analysed the “Big Five” trait personality scores of over 1,300 German volunteers (part of a nationally representative sample), average age 51 years, who on three successive years completed detailed diaries of what they had been up to the day before. Specifically, they indicated whether they had spent any time, and if so how much, on nine key activities the previous day, including socialising, work, chores and watching TV.



The findings, controlling for age and gender, will mostly make comfortable reading for personality psychologists. For instance, consistent with trait theory, high scorers on conscientiousness spent more time working and studying, whether they were full-time employed or not. Similarly, strong extraverts, the highly agreeable and open-minded were more likely to report socialising.

A few other findings are more nuanced and intriguing. For instance, the highly conscientiousness were no more or less likely to report watching TV the previous day, but they reported watching it for less time. Meanwhile, extraversion, emotional stability, agreeableness and conscientiousness all went together with less time spent reading. In contrast, openness to experience was correlated with reading, and a trend toward reading for longer. Openness also correlated with time spent playing sports. Cultural activities, which typically correlate with openness, were not assessed in this study.from Rohrer and Lucas 2018

The most intriguing findings concerned chores – against trait theory, the highly conscientiousness were no more likely to say they’d spent time on chores (even though orderliness is a key facet of conscientiousness), perhaps because they had everything in order already, whereas the highly neurotic (i.e. people with low emotional stability who typically experience more low moods) were more likely to say they’d done some chores the previous day, and for longer. Again it’s speculation, but perhaps this is because the emotionally unstable find disorder and clutter more upsetting, while at the same time not necessarily being particularly adept at keeping order.

There was also a trend toward agreeableness correlating with doing chores. This chimes with a previous study that found, more specifically, that agreeableness correlated with spending more time ironing and washing up. The likely explanation in both cases is that highly agreeable people are more concerned with doing things that benefit others.

The approach of asking people whether they’d performed an activity at all, and if so, for how long, also threw up some interesting contradictions. For instance, high scorers on openness were more likely to report socialising, yet at the same time, they tended to report doing so for less time than low scorers, perhaps because they had so many other competing demands on their time.

The main weakness of this new data is its reliance (as in so much personality research) on people’s self-reports of their traits and behaviour, and the memory challenge for them of recalling what they’d been doing the previous day and for how long. Nonetheless, the findings serve to complement similar efforts using different approaches. “Our study suggests that even under the constraints of everyday life, personality shows modest [effect sizes were in the range of .1 to .2] but meaningful associations with daily patterns,” Rohrer and Lucas concluded. “Personality therefore qualifies as a real-world phenomenon, exerting its influence beyond the context of the research laboratory and allowing for strong descriptions of human life.”

SOURCE:

Wednesday 4 July 2018

Researchers say it is mistaken to see sexting as “simply harmful”





Is sexting a good thing, because it’s sexually liberating, or a bad thing, because it’s objectifying? Separate research groups have put forward both arguments. But according to a new study of college students in Hong Kong, it’s both.

It’s estimated that roughly half of US college students (on which most research in this area has been done) send nude or sexually provocative images by phone or the internet. In the new study, reported in the Journal of Sex Research, the proportion was lower (13.6 per cent), perhaps because Chinese culture has a lower level of sexual permissiveness, but sexting was still relatively common, with almost one in five men and one in ten women saying they do it.



As the authors Mario Liong at Ritsumeikan University in Japan and Grand H.L. Cheng at the Duke-National University of Singapore, point out, some researchers have argued that sexting promotes objectification – the presentation of the body as an object to be judged, generally by prevailing cultural standards. But others have argued that it empowers people sexually, as they can be in more control of their own sexuality than they might be during a physical encounter.

To investigate who might be right, Liong and Cheng recruited 361 students, aged between 17 and 24, who filled in questionnaires that asked first whether they had ever sexted, and then assessed their views on so-called “body surveillance” (how often during the day they think about how they look, for example); feelings of body shame (they had to report the extent to which they agreed or disagreed with statements like “I feel ashamed of myself when I haven’t made the effort to look my best”); body control beliefs (“I can weigh what I’m supposed to when I try hard enough”, for instance); and, finally, comfort with nudity (for example, participants rated their comfort with situations such as “Being totally nude while sitting with a nude significant other”).

The results showed that among both men and women sexters had higher levels of body surveillance, which seemed to mediate their higher levels of body shame. But they were also more comfortable with nudity than non-sexters. There was no relationship between sexting and body control beliefs.

Increased body shame clearly isn’t desirable. But a greater comfort with nudity likely is, and this finding relates to experiences reported by erotic performers on live video cameras, the researchers argue: “When sexters pose erotically to take sexual pictures, they develop a liberated sexual subjectivity and become more comfortable with their bodies.”

The researchers point out that sexting is generally seen by authority figures – educators, parents and policymakers – as being unequivocally bad, whereas they believe their new results show it’s important to “break with [this] idea that sexting is simply harmful”.

The researchers did only capture a snapshot in time, however, so it’s possible that the influences go the other way: people who are more comfortable with being nude are more likely to sext, and to experience self-objectification in the process. Longitudinal studies will be needed to investigate further. Also, this study did not look at whether the frequency of sexting had any impact, or whether there might be different effects for homosexual vs. heterosexual men and women.

As the researchers readily point out, “More research is needed to understand the ways in which digital media have transformed sexuality and how individuals make use of this new tool to assert their sexual agency, despite being simultaneously constrained by it.”

SOURCE:

How Anticipating Stress Affects Your Memory




The effect that thinking about upcoming stress has on working memory.



Anticipating stress messes with your memory, new research finds.

People who woke up feeling the day would be stressful had worse memory later on, even if the stress did not materialise.


Mr Jinshil Hyun, the study’s first author, said:


“Humans can think about and anticipate things before they happen, which can help us prepare for and even prevent certain events.

But this study suggests that this ability can also be harmful to your daily memory function, independent of whether the stressful events actually happen or not.”

Working memory was the type affected by anticipating stress.

Dr Martin Sliwinski, study co-author, explained its function:


“A reduced working memory can make you more likely to make a mistake at work or maybe less able to focus.

Also, looking at this research in the context of healthy aging, there are certain high stakes cognitive errors that older adults can make.

Taking the wrong pill or making a mistake while driving can all have catastrophic impacts.”

For the study, 240 people were followed over two weeks to measure their stress levels and working memory ability.


Mr Hyun said:



“Having the participants log their stress and cognition as they went about their day let us get a snapshot of how these processes work in the context of real, everyday life.

We were able to gather data throughout the day over a longer period of time, instead of just a few points in time in a lab.”

The more people anticipated stress, the worse their memory was.

Dr Sliwinski said:



“When you wake up in the morning with a certain outlook for the day, in some sense the die is already cast.

If you think your day is going to be stressful, you’re going to feel those effects even if nothing stressful ends up happening.

That hadn’t really been shown in the research until now, and it shows the impact of how we think about the world.”

One option would be to fight the damaging effects of anticipating stress, Dr Sliwinski said:


“If you wake up and feel like the day is going to be stressful, maybe your phone can remind you to do some deep breathing relaxation before you start your day.

Or if your cognition is at a place where you might make a mistake, maybe you can get a message that says now might not be the best time to go for a drive.”

SOURCE:

Tuesday 3 July 2018

Αυνανισμός: ένα θέμα ταμπού!



Η έρευνα στον τομέα της σεξουαλικής υγείας είναι ακόμη και σήμερα αρκετά περιορισμένη ως προς την επίδραση του αυνανισμού στην πρώιμη σεξουαλική ανάπτυξη και στην ικανότητα του ατόμου να διατηρεί υγιείς σεξουαλικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή. Πρόκειται για ένα ζήτημα που ιστορικά περιβάλλεται από στίγμα και παρά το γεγονός ότι οι «ιατρικές θεραπείες» έχουν εγκαταλειφθεί εξακολουθεί να αποτελεί ένα επικίνδυνο και άβολο θέμα προς συζήτηση. Το γεγονός ότι δεν συμβάλλει στην αναπαραγωγική διαδικασία έχει ως συνέπεια να θεωρείται κάτι το μη φυσιολογικό ενισχύοντας τους μύθους και την σιγή γύρω από αυτό. Ωστόσο η σιωπή επηρεάζει έντονα την σεξουαλική ανάπτυξη των νέων ανθρώπων.

Θεωρήσεις, ιστορική αναδρομή και μύθοι γύτω από τον αυνανισμό

Κατά τον 18ο αιώνα ο αυνανισμός θεωρούνταν μια ιατρική νόσος, που μπορούσε να οδηγήσει στην παραφροσύνη και να έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία. Οι μύθοι σχετικά με τις καταστροφικές του επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία ήταν καλά εδραιωμένοι μέχρι και τις αρχές του 1900. Στην πορεία των χρόνων οι ερευνητές αποσύρθηκαν από αυτή την ωμή καταδίκη και άρχισαν να εξετάζουν την ύπαρξη πιθανών ωφελειών. Αρχικά, έγινε μια προσπάθεια να αποδειχθεί η χρησιμότητά του ως ενός μέσου μείωσης των περιπτώσεων ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και μετάδοσης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Τα αποτελέσματα, όμως έδειξαν ότι όσοι αυνανίζονταν στη πραγματικότητα εμπλέκονταν και σε επικίνδυνες σεξουαλικές δραστηριότητες, όπως ήταν η επαφή με πολλούς συντρόφους. Από την άλλη, βρέθηκε να προτιμάται από τα ζευγάρια που οι σύντροφοι ήταν παρθένοι, ως υποκατάστατο της πρωκτικής συνουσίας ή της πεολειχίας. Ταυτόχρονα, φάνηκε ότι προωθεί την θετική εικόνα για το σώμα σε μερικές γυναίκες, ενώ όταν συνδεόταν με αισθήματα ενοχών αυτό είχε ως συνέπεια την μείωση της λήψης μεθόδων αντισύλληψης και την αποτροπή της ενασχόλησης με τα γεννητικά όργανα.

¨Εχει οφέλη ο αυνανισμός;

Παρόλα αυτά, έχει φανεί ότι ο αυνανισμός, αν και είναι μια μοναχική δραστηριότητα βοηθά το άτομο να μάθει για την σεξουαλική του λειτουργία και απόλαυση, να αποκτήσει μια αίσθηση αυτονομίας και σωματικής ακεραιότητας, να βελτιώσει την αυτοεκτίμηση και την ατομική του ταυτότητα του και να αποκτήσει θετικές σεξουαλικές εμπειρίες. Επίσης, είναι ένα σημαντικό εργαλείο στην αντιμετώπιση των σεξουαλικών δυσλειτουργιών προκειμένου το άτομο να γνωρίσει το σώμα του και τις λειτουργίες του, να εξοικειωθεί με τα γεννητικά του όργανα και να βελτιώσει την σεξουαλική του υγεία. Οι σεξολόγοι προσπαθούν να προσδώσουν μια «φυσιολογική διάσταση» στον αυνανισμό, αμφισβητώντας τους μύθους και τις προκατειλημμένες στάσεις και να «απενοχοποιήσουν» την απόλαυση που τον συνοδεύει. Ωστόσο, στην περίπτωση που τα αισθήματα ντροπής και ενοχής κυριαρχούν λόγω του στίγματος, ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινωνική απομόνωση και σε προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες

Σε ότι αφορά στις διαφορές των δύο φύλων ερευνητικά αποτελέσματα δείχνουν ότι σε σύγκριση με άλλα 30 είδη σεξουαλικών δραστηριοτήτων οι άνδρες και οι γυναίκες παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις στην συχνότητα του αυνανισμού και στην χρήση πορνογραφικού υλικού.

Οι άνδρες αυνανίζονται συχνότερα από τις γυναίκες και αυτό οφείλεται τόσο σε ανατομικά αίτια όσο και σε κοινωνικά στερεότυπα. Επιπλέον, είναι περισσότερο αποδεκτό να αναζητούν την ηδονή και να εμπλέκονται σε σεξουαλική πράξη. Τα παραδοσιακά διαφυλικά σενάρια για την σεξουαλικότητα συνήθως αποδίδουν στον άνδρα την ανάληψη πρωτοβουλίας για την σεξουαλική εμπλοκή, αφήνοντας την γυναίκα πιο παθητική. Το πολιτισμικό πλαίσιο από το οποίο προέρχονται χαρακτηρίζεται από την έμφαση στην κολπική συνουσία και την έλλειψη γνώσης των γυναικών για το σώμα τους. Συνήθως τους αποδίδεται ο ρόλος εκείνου που προσφέρει φροντίδα, η ικανοποίησή τους θεωρείται κάτι τυχαίο και τα γεννητικά τους όργανα εκλαμβάνονται ως βρώμικα σε σύγκριση με τους άνδρες. Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια το γυναικείο φύλο να διατηρεί μια αμφιθυμική στάση απέναντι στον αυνανισμό, κάτι που επιβεβαιώνεται και από ερευνητικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, σε μια μελέτη, όπου πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις σε 20 κορίτσια, βρέθηκε ότι είχαν αρνητικές στάσεις τόσο προς τον αυνανισμό όσο και ως προς τις εκείνες που αυνανίζονταν.

Η στάση των γονιών προς τον αυνανισμό του παιδιού τους

Φαίνεται πως το φύλο του παιδιού διαμορφώνει την στάση που θα έχουν οι γονείς ως προς τον αυνανισμό. Ειδικότερα, σε μια έρευνα γονείς ρωτήθηκαν για το κατά πόσο θα ήθελαν το παιδί τους να έχει μια θετική στάση ως προς την αυνανιστική δραστηριότητα. Βρέθηκε ότι επιθυμούσαν κάτι τέτοιο στις περιπτώσεις που το φύλο του παιδιού ήταν αγόρι. Όταν επρόκειτο για κορίτσι μόνο το ένα τρίτο των γονέων συμφώνησαν με αυτή την άποψη. Επιπλέον, ελάχιστοι γονείς είχαν συζητήσει το θέμα αυτό με τα παιδιά τους και όταν το έκαναν στις περισσότερες περιπτώσεις το παιδί ήταν αγόρι. Τέλος, ακόμη και όταν ενέκριναν τον αυνανισμό το παιδί δεν ήταν πιθανό να το γνωρίζει.

ΠΗΓΗ:

Sunday 1 July 2018

Τοξικές συμπεριφορές; Εμπιστευτείτε τα σπλάχνα σας!






Ο όρος τοξικότητα δεν είναι τυχαίος ούτε μεταφορικός. Δεν είναι μεταφορικός επειδή κάθε δυσάρεστο συναίσθημα επιδρά και μεταβάλλει την βιοχημεία του σώματος. Δυστυχώς το υπάρχον ιατρικό μοντέλο που κυριαρχεί είναι κατακερματισμένο σε ειδικότητες χωρίς να λαμβάνει συνήθως υπόψη όχι μόνο το όλον του σώματος αλλά και η σύνδεσή του με το συναίσθημα, λες και το σώμα είναι μηχανή από εξαρτήματα.

Υπάρχουν σχέσεις που μπορούν να μας αρρωστήσουν. Μιας και μιλάμε για το σώμα, το σώμα δίνει άμεσα μήνυμα όταν έρχεται σε επαφή με κάτι επικίνδυνο. Κι όπως το στομάχι αντιδρά στην κακή τροφή ή το δηλητήριο, έτσι κι οι τοξικές συμπεριφορές βιώνονται στα σπλάχνα, αλλά καθώς η συνήθεια και η μάθηση παρεμβαίνουν, δεν παρατηρούμε αυτές τις ενοχλήσεις στο σώμα. Ώσπου να καταλήξουν σε ασθένειες. Και πάλι σπάνια θα συνδεθεί μία κακή σχέση με την ασθένεια στο νου των ανθρώπων...

Είναι πολύ πιθανόν κι εμείς να έχουμε συμπεριφορές τοξικές προς τους άλλους συμπεριφορές που προέρχονται από μάθηση, αλλά κι από φόβο και ανασφάλεια. Όπως και νά'χει οι "τοξικές" συμπεριφορές είναι συνήθως αυτόματες-χωρίς να υπάρχει πρόθεση, δηλ. συνειδητότητα- αφού τις περισσότερες φορές έχουν εγγραφεί ως οικεία σχήματα λόγω μάθησης ή τραυματικής εμπειρίας στις πρώτες σχέσεις με τους γονείς. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι όσο πιο ώριμος είναι ένας ψυχισμός τόσο λιγότερο τοξική συμπεριφορά εκφράζει.

Ας δούμε όμως μερικές τοξικές συμπεριφορές που είναι αρκετά συχνές και μάλιστα αναπαράγονται από τα μήντια κυρίως μέσα από τα τηλεοπτικά σήριαλ. Αν και ο κυριότερος φορέας μετάδοσης ή παραγωγής τους παραμένει η οικογένεια από την οποία προερχόμαστε.

-Μία τέτοια συμπεριφορά που προέρχεται από ανασφάλεια είναι η ανάγκη της άσκησης ελέγχου πάνω στον άλλο, αλλά κι απέναντι στο κάθετί. Ζηλεύει υπερβολικά, θέλει να μαθαίνει τα πάντα, να διεισδύει σε κάθε ιδιωτικό χώρο, να ασκεί εξουσία. Εκτός από το ότι είναι αδύνατο να συμβεί κάποιος να ελέγξει τα πάντα καταστρέφει και τις σχέσεις του. Φυσικά και δεν είμαστε φτερά στον άνεμο και ορίζουμε τη ζωή μας, γνωρίζοντας ωστόσο ότι το αύριο στην πολυπλοκότητά του παραμένει στην σφαίρα του αγνώστου.

-Κάποιοι τύποι επιμένουν για το δίκιο που έχουν λες και θα ήταν συμφορά γιαυτούς μία αλλαγή στάσης. Είναι αυτοί που δεν ακουν τον συνομιλητή τους, που μέσα τους κρύβεται ο σπόρος του φανατισμού που τυφλώνει και κωφαίνει. Αυτοί που θέλουν να έχουν πάντα δίκιο. Παρανοϊδές άγχος μήπως ο άλλος εισέλθει μέσα, διεισδύσει στο μυαλό μας και μας το αλλάξει. Δεν αντιλαμβάνονται την έννοια της συ-ζήτησης (=μαζί ψάχνουμε). Κάκιστοι συνομιλητές και εξαιρετικά βαρετοί αφού στερούν την ευκαιρία της κοινής περιπέτειας μέσω του διαλόγου.

-Αυτός που ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο. Που ρίχνει την ευθύνη στον άλλον μην αντιλαμβανόμενος την πολυπλοκότητα του συστήματος που λέγεται σχέση και το δικό του μερίδιο ευθύνης αλλά και του πλαισίου.Δεν καταλαβαίνουν ότι μία σχέση την κάνουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι κι ότι και οι δύο έχουν κοινή ευθύνη για το πώς πάει αυτή η σχέση και την συνδιαμορφώνουν εφόσον παραμένουν μαζί.


-Το συνεχές παράπονο κι η γκρίνια... Στηρίζεται στην προσωπική ιστορία του ανθρώπου, ιδιαίτερα μάλιστα φαίνεται να σχετίζεται με το πρώτο στάδιο ζωής και την σχέση με την μητέρα. Σε όποιον κι αν απευθύνεται όταν ασκείται γίνεται μία σαδιστική πράξη. Σαδιστική πράξη των αδυνάτων ή αυτών που θεωρούν τους εαυτούς τους αδύνατους σε σχέση με τον άλλο.

-Αυτός που στολίζει με χαρακτηρισμούς και κρίνει τον άλλον την ώρα της συζήτησης. Π.χ. Τον αποκαλεί "τεμπέλη", "κακό", "ανώριμο" κλπ. Είναι μετά οι ίδιοι που χαρακτηρίζουν τον σύντροφο ή το παιδί τους αδιάφορο (η αδιαφορία γίνεται ασπίδα προστασίας) και παραπονιούνται ότι δεν τους ακούει ο άλλος όταν μιλούν χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι έχουν συμβάλλει τα μάλα στην κώφωση του συντρόφου. Αντίθετα, μπορεί κανείς να στοχεύσει στο πώς ο ίδιος αισθάνεται κι όχι να στολίζει τον άλλο με διάφορα κοσμητικά επίθετα.

-Ο ανασφαλής που ζητά συνεχή επιβεβαίωση. Ψυχοφθόρο για τον άλλον αλλά και για τον ίδιο και πολύ κουραστικό.

-Η συνεχής καχυποψία. Κατά βάση απαισιόδοξος αυτός ο τύπος, δεν αφήνεται στην σχέση. Περισσότερο βλέπει τον άλλον ως εν δυνάμει εχθρό παρά εν δυνάμει φίλο.

-Ο τύπος που κάνει και μοιράζεται μόνο αρνητικές σκέψεις. Ο ίδιος έχει περισσότερο ή λιγότερο υποβόσκουσα κατάθλιψη και μάλλον δεν το έχει καταλάβει, αλλά κάνει τη ζωή δύσκολη και στους γύρω του.

-Στον αντίποδα του προηγούμενου, τοξική είναι και η απουσία ενσυναίσθησης, συμπόνιας όταν πράγματι χρειάζεται. Όταν απουσιάζει η ικανότητα να μπαίνει κάποιος στα παπούτσια του άλλου για να τον καταλάβει και συχνά χαρακτηρίζεται από ωμότητα και κυνισμό.

-Αυτός που το παίζει θύμα και λέει το πόσο θυσιάζεται για τους άλλους. Φυσικά τοξική συμπεριφορά καθώς προϋποθέτει ότι ο άλλος είνιαι θύτης. Και δεν υπάρχει θύμα και θύτης χωρίς την ύπαρξη, τουλάχιστον, ψυχολογικής βίας.

-Αυτός που διακατέχεται από ανηδονία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του την χαρά και την απόλαυση. Κινείται μόνο στην σφαίρα της υποχρέωσης και χαλάει και την χαρά του άλλου.

-Αυτός που δεν λέει με λόγια άμεσα αυτό που αισθάνεται ή επιθυμεί,αλλά περιμένει τον άλλον να το μαντέψει. Συνήθως ο άλλος όταν δεν καταφέρει να μαντέψει, κατηγορείται ότι πάσχει από έλλειψη κατανόησης ή γίνεται στόχος (συνήθως παθητικής) επιθετικότητας.

-Αυτός που αντί να συζητήσει αυτό που τον ενοχλεί "κρατάει μούτρα". Από τις πιο συχνές μορφές παθητικής επιθετικότητας που είναι απόλυτα προϊόν μάθησης και ταύτισης με κάποιο σημαντικό πρόσωπο από την γονεϊκή οικογένεια.

-Η υπερβολή στην συναισθηματική έκφραση. Μπορεί να είναι θυμός και απώλεια ελέγχου, ή ανησυχία που εκφράζεται με πανικό. Ο αγγλικός όρος "drama queen" είναι κατάλληλος για να χαρακτηρίσει αυτά τα άτομα συνήθως, καθώς αυτή η απόλυτη δραματικότητα, ή μάλλον αν μιλήσουμε κλινικά εκδραμάτιση, δεν μπορεί να την αντέξει κάποιος για πολύ.

Υπάρχουν σχέσεις και άνθρωποι που μας κάνουν και νοιώθουμε καλά. Το καταλαβαίνουμε από την παρατήρηση στα σπλάχνα μας. Η παρατήρηση στο σώμα μας μπορεί να είναι ο καλύτερος σύμμαχος για να καταλάβουμε μία ενόχληση που προέρχεται απ' έξω. Αν βρίσκεται κανείς σε τοξική σχέση, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να φύγει γρήγορα. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος η ενόχληση να μην προέρχεται πάντα από τον άλλο, αλλά ίσως από δικές μας ανασφάλειες και προβλήματα ψυχικά που τα καταλαβαίνει κανείς συνήθως από την εμπειρία, ιδιαίτερα όταν η ίδια μορφή σχέσης επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές. Πάντως σε κάθε περίπτωση η ενόχληση στα σπλάχνα είναι η καλύτερη ένδειξη και πρέπει ο καθένας να ερωτήσει τον εαυτό του τι είναι αυτό το οποίο τον ενοχλεί. Να διαχωρίσει αν είναι δικό του το πρόβλημα ή του άλλου. Ξέρω, δεν είναι πάντα εύκολο αλλά είναι μία αρχή.

ΠΗΓΗ: