Friday 29 December 2017

Έρευνα αποκαλύπτει: Το ποτό κάνει τους ανθρώπους ρατσιστές και ομοφοβικούς


Την αιτία που ολοένα αυξάνονται τα φαινόμενα κοινωνικής βίας την σημερινή εποχή αναζήτησε το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στη Βρετανία, πραγματοποιώντας έρευνα που έδειξε ότι η αιτία είναι το... αλκοόλ.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές του πανεπιστημίου μελέτησαν περιπτώσεις τόσο από την περιοχή, όσο και από το Λέστερ, αλλά και το Μπλάκμπερν. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πολύ αλκοόλ απελευθερώνει τις κρυφές σκέψεις και τα πάθη των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να τους καθιστά περισσότερο ευάλωτους και πιο εκφραστικούς.

Μελετώντας δεκάδες εγκλήματα μίσους οι ερευνητές του Πανεπιστημίου, ανακάλυψαν πως το 90% διεξήχθησαν από άτομα που είχαν καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και ένα πολύ μικρότερο ποσοστό από άτομα που ιδεολογικά είχαν ενταχθεί στις ομάδες που εχθρεύονται τόσο τους ξένους, όσο και τους ομοφυλόφιλους.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής Τζόναθαν Σέφερντ, «το αλκοόλ αποδεικνύεται ότι είναι επιβλαβές τόσο για τον οργανισμό του ανθρώπου, όσο και για την κοινωνία μας γενικότερα».

Οι τρεις πόλεις της Βρετανίας που επιλέχθηκαν για την έρευνα δεν ήταν τυχαίες, καθώς στις περιοχές αυτές έχουν καταγραφεί να σοβαρότερα και περισσότερα εγκλήματα μίσους.

«Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν ο δράστης έχει καταναλώσει αλκοόλ και έχει κάνει χρήση κάνναβης ή άλλων ναρκωτικών», συμπληρώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου.

ΠΗΓΗ:
http://www.koutipandoras.gr/article/ereyna-apokalyptei-to-poto-kanei-toys-anorwpoys-ratsistes-kai-omofobikoys (accessed 29.12.17)

Χρήσιμες πληροφορίες για την οικογένεια, τους φίλους και τους εργαζόμενους στο χώρο της ψυχικής υγείας όσων αφορά ανθρώπους που ακούνε φωνές



Προκειμένου οι επαγγελματίες στο χώρο της ψυχικής υγείας να μπορέσουν να βοηθήσουν τα άτομα που ακούνε φωνές, είναι σημαντικό να εξετάζουν λεπτομερώς τόσο τα πλαίσια κατανόησης όσο και τις στρατηγικές αντιμετώπισης που είναι πιο χρήσιμες για το ίδιο το άτομο. Χρησιμοποιώντας αυτή την τακτική, οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορούν να λάβουν πιο αποτελεσματική υποστήριξη στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις εμπειρίες τους.

Τα βήματα σε αυτή τη διαδικασία είναι τα ακόλουθα:
Αποδέξου την εμπειρία του ατόμου που ακούει φωνές. Οι φωνές συχνά γίνονται αντιληπτές ως πιο έντονες και αληθινές από αισθητηριακές αντιλήψεις.
Κατανόησε τις διαφορετικές γλώσσες που χρησιμοποιούνται από το άτομο που ακούει φωνές για να περιγράψει και να εξηγήσει τις εμπειρίες του, καθώς και τη γλώσσα που μιλούν οι ίδιες οι φωνές. Συχνά εμπεριέχεται ένας ολόκληρος κόσμος συμβόλων και συναισθημάτων.
Βοήθησε το άτομο να επικοινωνήσει με τις φωνές. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται τη διαφοροποίηση μεταξύ καλών και κακών φωνών και την αποδοχή αρνητικών συναισθημάτων από το ίδιο το άτομο που ακούει φωνές. Αυτή η αποδοχή μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην προώθηση της αυτοεκτίμησης.
Ενθάρρυνε το άτομο που ακούει φωνές να συναντήσει άλλους ανθρώπους με παρόμοιες εμπειρίες και να διαβάσει σχετικά με το θέμα, ώστε να βοηθηθεί να ξεπεράσει την απομόνωση και τα ταμπού.
Ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτογνωσία είναι οι λέξεις-κλειδιά.



Πρωτότυπο: Practical information for family, friends and mental health workers

Πηγή: 


http://www.intervoiceonline.org  (accessed 29.12.17)

Wednesday 27 December 2017

Παιδική Σεξουαλικότητα


Η σεξουαλικότητα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και όταν μιλάμε για παιδική σεξουαλικότητα αναφερόμαστε στην περίοδο από τη γέννηση ενός παιδιού ως και την ηλικία των δώδεκα χρόνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ένα παιδί διέρχεται από τέσσερα εξελικτικά στάδια, όπου και συντελείται η ανάπτυξή του σε βιολογικό, γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο. Μέσα σε αυτή την εξελικτική διαδικασία λαμβάνει χώρα και η ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη, όπου «χτίζονται» οι βάσεις μίας υγιούς προσωπικότητας και υπεύθυνης συμπεριφοράς για την ενήλικη ζωή.



Στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού





Η παιδική ηλικία είναι η πιο σημαντική περίοδος της ανθρώπινης εικόνας που συσχετίζεται με τη σεξουαλικότητα, αφού σηματοδοτεί τα πρώτα βήματα ενεργοποίησης της αντιληπτικότητας του παιδιού αλλά και της σωματικής αναζήτησης του, μέσω της οποίας εισπράττει ικανοποίηση. Η περιέργεια και η επιβράβευση αυτής της αίσθησης οδηγούν το παιδί στην καλύτερη ανακάλυψη των περιοχών που του προκαλούν ευχαρίστηση, ζητώντας την επανάληψη και επιμένοντας πάνω στα σημεία του σώματός του που φαίνεται να ξεχωρίζει ως ηδονογόνα, χωρίς φυσικά να υπάρχει συνειδητή αφύπνιση της σεξουαλικότητάς του.

Αρχικά, τα παιδιά 0–3 ετών παρουσιάζουν αυτόματη αναζήτηση ηδονής μέσα από ακούσιες αισθήσεις αυνανιστικού τύπου, ενώ στα παιδιά ηλικίας 3–6 ετών παρατηρούμε μία συνειδητή πλέον αναζήτηση ηδονής, τη σωματική αναγνώριση και τη σεξουαλική αγωγή του φύλου, δηλαδή την ανατομία του σώματος.

Υπάρχουν συγκεκριμένες σεξουαλικές συμπεριφορές τις οποίες συναντάμε συχνά στην προσχολική ηλικία, όπως η έντονη ενασχόληση των παιδιών με τα γεννητικά τους όργανα μέσω τριβής με το χέρι ή με αντικείμενα, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο χώρο. Άλλες, επίσης, κοινές συμπεριφορές είναι να προσπαθούν να αγγίξουν το στήθος της μαμάς ή άλλων γυναικών, να επιθυμούν να κυκλοφορούν γυμνά και να παρακολουθούν και τους άλλους όταν είναι γυμνοί.

Σύνηθες είναι να κάνουν ερωτήσεις σχετικά με το σώμα το δικό τους ή των άλλων αλλά και να το εξερευνούν με συνομήλικα παιδιά. Εσφαλμένα, οι γονείς στη θέαση μιας τέτοιας εικόνας θορυβούνται, καθώς θεωρούν ότι τα παιδιά τους έχουν πρώιμη σεξουαλική αφύπνιση, παρότι αυτό αποτελεί μια φυσιολογική συνέχεια της ψυχοσεξουαλικής τους ανάπτυξης.

Στις ηλικίες μεταξύ 7-11 ετών, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ευδιάκριτος διαχωρισμός των φύλων. Χρειάζεται λοιπόν, να ενισχύεται το κυρίαρχο φύλο τόσο μέσα από τις δραστηριότητες του ίδιου όσο και μέσα από τις συμπεριφορές του αντίθετου φύλου. Επιπλέον, η περίοδος αυτή θεωρείται κατάλληλη για να υπάρξει εποικοδομητικός διάλογος πάνω στην σεξουαλικότητα, καθώς το παιδί ξεκινά σταδιακά να ανακαλύπτει το σώμα του και να αυνανίζεται. Καταλληλότερος για αυτό είναι πάντα ο ομόφυλος γονιός.

Τα παιδιά μεταξύ 11-13 ετών, βρίσκονται πλέον στον προθάλαμο της εφηβείας. Ο πατέρας με τον γιο και αντίστοιχα η μητέρα με την κόρη, αναπτύσσουν συμμαχικό διάλογο που θα βοηθήσει τόσο τον γονιό όσο και το παιδί να διαχειριστούν την ντροπή, την ερωτικοποίηση, την αμηχανία και τον φόβο.



H αξία της σεξουαλικής αγωγής για το παιδί




Γνωρίζει το σώμα του
Μαθαίνει τη φυσιολογία των γεννητικών του οργάνων
Φροντίζει το σώμα του
Μαθαίνει να αυτοπροστατεύεται
Βελτιώνεται η επικοινωνία και οι διαπροσωπικές του σχέσεις
Κατανοεί τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα
Μαθαίνει να αποδέχεται το διαφορετικό




Ποια θα πρέπει να είναι η στάση των γονέων απέναντι στην σεξουαλικότητα της παιδικής ηλικίας;





Τα παιδιά από τη βρεφική τους ηλικία έχουν την ανάγκη να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Αναρωτιούνται και πειραματίζονται με το κάθε τι. Και αυτό αποτελεί μία φυσιολογική ανάγκη του κάθε ανθρώπου που έρχεται στον κόσμο και επιθυμεί να μάθει, να ανακαλύψει, να γνωρίσει όσα συμβαίνουν στον ίδιο και στους γύρω του. Αποτελεί μέρος της ανθρώπινης εξέλιξης. Επιπλέον, μέσα από τις ποικίλες αλλαγές που τα παιδιά βιώνουν, καθώς μεγαλώνουν, αρχίζουν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο, έχουν περιέργεια και εκφράζουν απορίες σε σχέση με το σώμα τους, το φύλο τους και τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Αυτό το υγιές ενδιαφέρον των παιδιών δε σημαίνει ότι υπάρχει συνειδητή αφύπνιση της σεξουαλικότητας.

Οι γονείς, κατέχοντας τον πρώτο ρόλο στη διαπαιδαγώγησή τους, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουν και να ενισχύουν το ενδιαφέρον τους, καθώς και να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και σωστά ενημερωμένοι, ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτές τις φυσιολογικές ανάγκες των παιδιών τους και κατά συνέπεια στις ερωτήσεις τους για θέματα σεξουαλικότητας. Είναι σκόπιμο να γνωρίζουν βασικά σημεία της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, ώστε να παρέχουν στα παιδιά τους τα κατάλληλα εφόδια και να συμβάλλουν στην ομαλή ψυχοσεξουαλική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, που διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στο πέρασμα τους από την παιδική ηλικία στην εφηβική και μετέπειτα στην ενηλικίωση.

ΠΗΓΗ:


This Is Why Some Couples Differ So Much In Their Physical Attractiveness








Are couples who are mismatched in physical attractiveness just as happy?



Partners who get to know each other over time tend to differ more in physical attractiveness, a recent study finds.

In contrast, couples who get involved with each other soon after meeting are often much closer in physical attractiveness.

Professor Eli Finkel, who co-authored the study, explained:


“This study shows that we make different sorts of decisions about whom to marry depending upon whether we knew the person before we started dating.

If we start dating soon after we meet, physical attractiveness appears to be a major factor in determining such decisions, and we end up with somebody who’s about as attractive as we are.

If, in contrast, we know the person for a while before we start dating — or if we’re friends first — physical attractiveness appears to be much less important, and we are less likely to be similar to our spouse on the dimension of looks.”

The researchers looked at 167 couples who’d been together for anything from 3 months to 67 years.

Those who began dating within a month of meeting were closely matched in physical attractiveness.

Fascinatingly, people who were not matched in physical attractiveness were just as happy as those who were.


Ms Lucy Hunt, the study’s lead author, said:



“Having the time to interact with others in diverse settings affords more opportunities to form unique impressions that go beyond one’s initial snap judgments.

Given that people initiate romantic relationships both with strangers and acquaintances in real life, we were interested in how time might affect how similarly attractive couple members are to one another.”

Beauty may well be in the eye of the beholder, Ms Hunt said:



“There may be more to the old saying than was previously thought.

Maybe it’s the case that beauty is partially in the eye of the beholder, especially as time passes.”

SOURCE:

The study was published in the journal Psychological Science (Hunt et al., 2015).


Tuesday 19 December 2017

Belief in our moral superiority is the most irrational self-enhancing bias of all Belief in our moral superiority is the most irrational self-enhancing bias of all is the most irrational self-enhancing bias of all




Most of us believe we are smarter, harder-working and better at driving than average. Clearly we can’t all be right. When it comes to moral qualities, like honesty and trustworthiness, our sense of personal superiority is so inflated that even jailed criminals consider themselves to be more moral than law-abiding citizens.

Why should the “better-than-average” effect be so pronounced for moral traits? In new work, published in Social Psychological and Personality Science, Ben Tappin and Ryan McKay at Royal Holloway, University of London have found that it’s because we’re especially irrational when it comes to evaluating moral traits. Moral superiority appears to be “a uniquely strong and prevalent form of positive illusion,” they write.



Tappin and McKay showed a list of 30 traits to 270 participants. Ten traits related to sociability (like being sociable, cooperative, rude or uptight); ten to agency (like being determined, creative, unmotivated or illogical) and ten to morality (like being principled, fair, manipulative or deceptive). They asked the participants to rate how much each trait applied to them and to the “average person”, and to rate the desirability of the traits.

As expected, the participants gave themselves higher scores than they gave the “average person” for almost all the desirable traits (being sociable was a notable exception), and lower scores for the undesirable traits. They were, as the researchers expected, guilty of “self-enhancement”.

But if you really are a particularly high or low scorer on certain traits, self-enhancement isn’t necessarily irrational. We tend to be less certain about what other people are like, compared with ourselves, which means it sometimes makes sense to form less extreme judgements about their scores. As the researchers noted: “Perceived differences between ourselves and other people may even reflect rationally cautious judgements, made under uncertainty.”

To explore to what extent the participants’ self-enhancement was rational or irrational, Tappin and McKay factored in how typical their scores were, overall, compared with the average. For instance, if across the board an individual’s personality is very average, and this shows up in most of their self-ratings, it looks a lot like irrational self-enhancement if on a given desirable trait they tend to inflate their own scores relative to the “average person”. In contrast, for someone whose personality is overall more atypical, there’s arguably more rational justification for them to infer that they are more extreme than average on various traits.

Following this logic, the researchers found that self-enhancement pertaining to sociability was mostly quite rational. Self-enhancement related to agency (being intelligent, determined and so on) was less rational. Least justified of all, or most irrational, was moral self-enhancement. “Virtually all individuals irrationally inflated their moral qualities, and the absolute and relative magnitude of this irrationality was greater than that in the other domains of positive self-evaluation,” the researchers noted.

According to the prevailing theory of self-serving positive illusions, we hold inaccurate, overly rosy views of ourselves because they make us feel better about ourselves, and so boost our psychological wellbeing. Consistent with this, in the current study, greater irrational social and agency self-enhancement was correlated with having more self-esteem. Intriguingly, however, irrational moral superiority was not.

The study can’t explain why we are most irrational when it comes to downplaying other people’s moral qualities compared with our own, which was a surprise to the researchers. But there could be an evolutionary reason: from a survival perspective, the safe bet is to assume someone is less trustworthy than you, unless you know otherwise.

Future work could explore this. And, as the researchers also noted in their paper, it’s important to dig into our inflated beliefs that we’re just, virtuous and moral in part because these kinds of beliefs – in contrast to inflated ideas about our own determination, say, or cooperativeness – “likely contribute to the severity of human conflict. When opposing sides are convinced of their own righteousness,” the researches noted, “escalation of violence is more probable, and the odds of resolution are ominously low”.


SOURCE:

What is the secret to being more assertive? Having self respect




Why are some of us more inclined than others to stick up for ourselves, not aggressively, but assertively. Assertive people let others know when they feel mistreated and they’re confident saying “no” to unwanted demands.

Presumably it has to do with how see ourselves, yet past research has established that two key aspects of the self-concept – good feelings about the self (“self-liking” or “self-confidence”) and seeing oneself as competent – are not strongly related to assertive behaviour.

Daniela Renger, a researcher at the Institute of Psychology at Kiel University in Germany, believes this is because most relevant to assertiveness is self-respect – “a person’s conviction that they possess the universal dignity of persons and basic moral human rights and equality”. Across three studies published in Self and Identity, Renger shows that self-respect is a distinct psychological concept and that it is uniquely correlated with assertive behaviour.



For her studies, Renger devised a new, four-item self-report measure of self-respect. Participants rated their strength of agreement with:
In everyday life I always see myself as a person with equal rights
I always see myself as a person of equal worth compared with other people in my life
I am always aware that I have the same dignity as all other human beings
If I look at myself, I see a person who is equally worthy compared with others

In an initial study, 343 women and men in Germany (average age 33) completed this measure, plus questionnaires tapping their self-competence (e.g. “I am almost always able to accomplish what I try for”) and self-confidence (e.g. “I look at myself with warmth and affection”; “It is always worth taking good care of myself”). They also completed an 8-item measure of assertiveness, for example saying whether they would feel comfortable “telling a companion you don’t like a certain way he or she has been treating you”. Nearly a hundred of the participants completed these same questionnaires again nine months later.

Based on her analysis of the participants’ answers to the various measures, including the correlations within and between them, Renger concluded that self-competence, self-confidence and self-respect are distinct aspects of the self-concept. Also, while all three factors correlated with assertiveness, only self-respect had a unique association with assertiveness when accounting for the other two factors. Finally, there was some tentative causal evidence: having greater self-respect at Time 1 correlated with increased assertiveness as measured 9 months later, but the reverse was not true (having greater assertiveness initially was not associated with increased self-respect).

A second study with nearly 300 German participants (average age 27) included Renger’s measure of self-respect and the previous measure of self-competence, but this time she also added measures of self-esteem (e.g. “On the whole I am satisfied with myself”), self-acceptance (“I like most aspects of my personality”) and psychological entitlement (e.g. “I honestly feel I’m just more deserving than others”).

After completing these questionnaires, the participants considered scenarios in which they had suffered an indignity (such as a medical receptionist blurting out the participant’s private problem) or a violation of their property (such as a colleague damaging the participant’s new notebook), and they stated how likely it was that they would respond assertively (e.g. telling the receptionist in private that his or her words were in appropriate) or aggressively (e.g. making a public joke about the receptionist’s appearance).

Once again, self-respect was correlated with assertiveness, above and beyond the contribution of self-confidence, self-competence, psychological entitlement, self-acceptance and self-esteem (and self-respect was the only factor that remained related to assertiveness after accounting for all the others). In contrast, unlike psychological entitlement, self-respect was not related to aggressiveness.

A final study confirmed these patterns with an English-speaking sample of 60 participants, the majority resident in the US. Again, self-respect correlated with assertive behaviour as revealed in participants’ responses to various hypothetical scenarios, whereas psychological entitlement correlated with both assertive and aggressive behaviour.

“The aim of the present contribution is to introduce self-respect as a novel concept to psychological research,” Renger concluded. Her studies have some obvious limitations, perhaps most significant being the lack of any behavioural measure of real-life assertiveness. However, she has highlighted a potentially useful aspect of the self-concept that appears to have been overlooked before now. It will be interesting for future research to explore why some people have more self-respect that others, and how self-respect might influence behaviours beyond everyday assertiveness, such as a willingness and desire to take part in political protest.


SOURCE:

Friday 15 December 2017

«Όταν η μαμά στενοχωριέται με την κρίση τής λέω να της πάρω κούκλα να μην κλαίει»





Τα μικρά παιδιά αντιλαμβάνονται την κρίση και λένε:


Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πτυχιακή έρευνα της Ελένης Σουκούρογλου, τελειόφοιτης στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, μια και αναδεικνύει τον ιδιαίτερο τρόπο που τα μικρά παιδιά αντιλαμβάνονται την κρίση.

Τα ζουζουνάκια που ρωτήθηκαν για την κρίση και της έδωσαν μορφή μέσα από τις ζωγραφιές τους ήταν ηλικίας από 4 έως 6,5 ετών και πήγαιναν είτε σε παιδικό σταθμό είτε στην πρώτη δημοτικού, σε δημόσιο – ορισμένα – και άλλα σε ιδιωτικό σχολείο.

[…] Τα παιδιά των δημοσίων σχολείων ζωγράφισαν αυτά που τους στερεί η κρίση, τους «κλέφτες» που τους πήραν τα λεφτά, τους «κακούς» που θέλουν να μας βλάψουν, τις «στεναχωρημένες οικογένειες» τους και τα προβλήματα που έχουν ή ακόμα και την ίδια την κρίση προσωποποιημένη:

«‘Ενα κακό τέρας που ήρθε και έφαγε τα λεφτά μας και μας προκάλεσε τόσα προβλήματα.».

Τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων με την σειρά τους ζωγράφισαν την κρίση των άλλων και φρόντισαν να κρατήσουν μια ασφαλή απόσταση! […] καταλήγουν σε μία βασική λύση, εκείνη της τιμωρίας, άμεσης ή έμμεσης. Άμεσης, μέσω κλοπής των ήδη κλοπιμαίων που μας ανήκουν, καθώς και έμμεσης, μέσω της δικαιοσύνης […]



Η Μελίνα (5 χρονών) ζωγραφίζει την κρίση με μορφή: Είναι μία χοντρή κυρία, με μεγάλα χέρια και πόδια επειδή τρώει πολύ, τρώει τα ευρώ μας σαν τον κακό λύκο του παραμυθιού. Το στόμα είναι τεράστιο για… «να μας φάει»!

Τι ξέρουν τα παιδιά για την κρίση;

«Εγώ νομίζω οικονομική κρίση είναι πολλά. Είναι ο κόσμος που δεν έχει να φάει, ο κόσμος που πηγαίνει όλη μέρα στην δουλειά αλλά δεν πληρώνεται, όπως γινόταν και με την μαμά μου πριν την διώξουν, ο κόσμος που δεν έχει δουλειά και ο κόσμος που είναι στους δρόμους γιατί δεν μπορεί να πληρώσει σπίτι.» (Νικολέτα, ετών 6).

Τα μικρά παιδιά “γνωρίζουν” είναι εξοικειωμένα με τη λέξη “κρίση”.

Ένας από τους καλύτερους τρόπους να εκφράσουν όλα αυτά που νιώθουν, ακούν, ζουν, σκέφτονται, είναι και η ζωγραφική:


Η Ευαγγελία (5 χρονών) ζωγραφίζει δύο κλέφτες που τους πήραν τα λεφτά από το σπίτι, λεφτά μάλιστα τα οποία τα πετούν στον ουρανό και η οικογένειά της που τα θέλει, δεν μπορεί να τα φτάσει.



Ο Ζήσης (5 χρονών) ζωγραφίζει ένα σπίτι, χωρίς σκεπή μεν, χαμογελαστό δε. Ο ήλιος χαμογελά δυνατός από πάνω του “που όλα είναι ήρεμα”, όπως λέει ο ίδιος. Τα προβλήματα, υποστηρίζει, είναι τα γιγάντια λουλούδια έξω από το σπίτι.

Τα παιδιά των δημοσίων σχολείων ζωγράφισαν αυτά που τους στερεί η κρίση, τους «κλέφτες» που τους πήραν τα λεφτά, τους «κακούς» που θέλουν να μας βλάψουν, τις «στεναχωρημένες οικογένειες» τους και τα προβλήματα που έχουν ή ακόμα και την ίδια την κρίση προσωποποιημένη:


«‘Ενα κακό τέρας που ήρθε και έφαγε τα λεφτά μας και μας προκάλεσε τόσα προβλήματα».

Τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων με την σειρά τους ζωγράφισαν την κρίση των άλλων και φρόντισαν να κρατήσουν μια ασφαλή απόσταση! Ζωγράφισαν την φτώχεια, την στεναχώρια, τα προβλήματα που έχει επιφέρει όλη αυτή η κατάσταση, με μια διαφορά όμως:

Τα προβλήματα τα έχουν οι άλλοι, οι φτωχοί, τα ίδια τα παιδιά και οι οικογένειες τους είναι καλά, δεν πλήττονται, βαθιά τουλάχιστον, από την κρίση, αν και θα ήθελαν να βοηθήσουν αυτούς που το χρειάζονται. Με λίγα λόγια η μία κατηγορία παιδιών γνωρίζει βιωματικά ενώ η άλλη θεωρητικά.

Στις συνεντεύξεις τους τα παιδιά είχαν μια απάντηση για όλα.

«Ποιός φταίει;», ρωτήθηκαν, και οι απαντήσεις ήταν πολλές:

Η πολιτική, η εξουσία, η κυβέρνηση, τα πολιτικά πρόσωπα που όπως είπαν«Μας τα φάγανε», οι Γερμανοί, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που «Θα μας μαλώσει αν πάρουμε πολλά παιχνίδια» (Γιώργος, ετών 4,5), ή με απλά λόγια οι κακοί, οι κλέφτες.

Ακόμα και οι απλοί πολίτες ευθύνονται γιατί δεν δούλεψαν όσο έπρεπε.

Η κρίση, σύμφωνα με τα παιδιά, έχει δημιουργήσει και βασικά προβλήματα, με κυριότερο, όπως ανέφεραν τα μικρότερα παιδιά, την έλλειψη χρημάτων για την αγορά παιχνιδιών, πράγμα, θα λέγαμε, πιθανόν ανώδυνο για τον κόσμο των μεγάλων αλλά σημαντική απώλεια για εκείνα.

Ωστόσο, τα λεγόμενά τους μέσα από τις συνεντεύξεις έδειξαν ότι στις οικογένειες τους υπάρχουν χρήματα μόνο για τις βασικές βιοποριστικές ανάγκες και για τίποτα περαιτέρω από άποψη ποιότητας ζωής.

Τα μεγαλύτερα παιδιά, επεσήμαναν την έλλειψη βασικών πρώτων αναγκών όπως τροφή ή κατοικία, ως αποτέλεσμα της κρίσης.

Συνέπειες βέβαια εκτός από πρακτικές υπάρχουν και στον συναισθηματικό τομέα:

«Η μαμά φωνάζει όταν τους βλέπει (τους κακούς) και κλαίει… Μερικές φορές κλαίει όταν της ζητάω κάτι και κάποιες άλλες τσακώνεται με τον μπαμπά» (Ευαγγελία, 5 ετών )

«Στενοχωριόμαστε πάρα πολύ… Στεναχωριόμαστε που δεν μπορούμε να αγοράσουμε αυτά που θέλουμε και φαγητό δεν έχουμε» (Κατερίνα, 6 ετών),«Λυπημένη, θυμωμένη» (νιώθει).

«Η μαμά κλαίει, της λέω, δεν πειράζει θα της πάρω κούκλα να μην κλαίει»(Λένα, 6 ετών)

Και για όλη αυτήν την κατάσταση… ποιά θα ήταν η λύση;


Τα παιδιά καταλήγουν σε μία βασική λύση, εκείνη της τιμωρίας, άμεσης ή έμμεσης. Άμεσης, μέσω κλοπής των ήδη κλοπιμαίων που μας ανήκουν, καθώς και έμμεσης, μέσω της δικαιοσύνης.

Άλλη μία λύση που προτείνουν είναι η εργασία, καθώς και το να κάνουν οι άνθρωποι οικονομία. Επίσης μπορούν να μετακομίσουν στο εξωτερικό και να σταματήσουν “να μοιρολατρούν”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε.

Αυτό που ξεχωρίζει και αξίζει να σημειωθεί όμως είναι η αισιοδοξία των παιδιών. Των παιδιών που είναι εδώ και ζουν αυτά που ζούμε και εμείς αλλά δεν παύουν να ελπίζουν και να φροντίζουν να περνάνε καλά ακόμα και αν δεν έχουν όλα όσα θέλουν.

Άλλωστε όπως είπε και η Μίνα ( 5,5 χρονών):

«Όλα καλά θα πάνε, αφού όλες οι ιστορίες και τα παραμύθια έχουν πάντα καλό τέλος!»


ΠΗΓΗ:


Τελικά, ο καφές κάνει καλό στην υγεία μας




Ο πολύς καφές μπορεί να είναι και καλός για την υγεία, αφού, όπως αποδεικνύεται, βοηθάει στην αποτροπή των καρδειαγγειακών επεισοδίων.


Αν και μέχρι σήμερα ο καφές εθεωρείτο η αιτία πολλών κακών για την κατάσταση της υγείας μας, μία νέα έρευνα έρχεται να αντιστρέψει τα δεδομένα. Οπως αποδεικνύεται, όσοι πίνουν τρεις ή τέσσερις καφέδες την ημέρα, είναι πιθανότερο να έχουν όφελος στην υγεία τους παρά κάποιο πρόβλημα, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη.

Ο καφές μεταξύ άλλων σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιοπάθειας όπως, εξάλλου, και πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρόμπιν Πουλ του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και το BBC, αξιολόγησαν στοιχεία από 218 μελέτες, κάνοντας δηλαδή μετα-ανάλυση των υπαρχουσών μελετών.

Η νέα μελέτη δείχνει επίσης ότι η κατανάλωση καφέ σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, ηπατοπάθειας, άνοιας και ορισμένων μορφών καρκίνου (προστάτη, ενδομητρίου, δέρματος, ήπατος).

Τρεις καφέδες

Το μεγαλύτερο όφελος φαίνεται να παρέχει η κατανάλωση τριών καφέδων ημερησίως. Η μεγαλύτερη κατανάλωση δεν προκαλεί βλάβη στην υγεία, ωστόσο τα οφέλη είναι μικρότερα.

Πάντως, οι ερευνητές επισήμαναν ότι η μελέτη δείχνει μια συσχέτιση ανάμεσα στον καφέ και τη διατήρηση της υγείας μας σε καλή κατάσταση, αλλά δεν αποδεικνύει ότι αυτός είναι η αιτία, καθώς μπορεί να παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, όπως παραδείγματος χάριν η σωματική άσκηση, η αποχή από το κάπνισμα, η ηλικία κ.ά.

Οι ειδικοί τόνισαν ότι δεν υπάρχει λόγος να αρχίσει κανείς να πίνει καφέ για λόγους υγείας ή πρόληψης ασθενειών. Πάντως, όπως είπε ο καθηγητής Πολ Ρόντερικ του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, «τα οφέλη της μέτριας κατανάλωσης καφέ φαίνεται να είναι μεγαλύτερα από τους κινδύνους».

Ως μέτρια κατανάλωση θεωρούνται τα 440 μιλιγκράμ καφεΐνης, που αντιστοιχούν σε τρεις έως τέσσερις καφέδες. Eνας στιγμιαίος καφές έχει περίπου 100 μιλιγκράμ καφεΐνης, ένας καφές φίλτρου 140 μιλιγκράμ, ενώ ένα φλιτζάνι τσάι 75 μιλιγκράμ.

Εγκυμοσύνη, οστεοπόρωση

Επίσης η νέα έρευνα επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά ότι η κατανάλωση καφέ (πάνω από δύο φλιτζάνια την ημέρα) μπορεί να κάνει κακό στην εγκυμοσύνη, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποβολής του εμβρύου. Ακόμη, οι γυναίκες που κινδυνεύουν με κατάγματα, όπως συμβαίνει με όσες πάσχουν από οστεοπόρωση, πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωση καφέ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερευνητές που εκπόνησαν τη μελέτη τόνισαν ότι ο καφές είναι γενικά πιο υγιεινός όταν πίνεται χωρίς πρόσθετη ζάχαρη, γάλα, κρέμα ή κάποιο λιπαρό σνακ για συνοδευτικό.

Επί του παρόντος οι ερευνητές προσπαθούν να εντοπίσουν την ποσότητα του καφέ που έχει θετική επίδραση στην υγεία, αλλά κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, όπως σημειώνουν.

ΠΗΓΗ:


Monday 11 December 2017

"Σε θέλω στη ζωή μου, όχι στο… κρεβάτι μου!"

Όταν μιλάμε για τις αλλαγές που φέρνει ο γάμος στη σχέση του ζευγαριού, ένα κυρίαρχο θέμα είναι η «καταστροφική» επίδραση που έχει στη σεξουαλική ζωή. Είναι τόσο χιλιοειπωμένο, που φαίνεται αναπόφευκτο! Και πράγματι, υπάρχουν πάρα πολλά ζευγάρια που, στη κοινή ζωή του γάμου, χάνουν τη σεξουαλική έλξη προς το σύντροφό τους, παρόλο που τον αγαπούν, τον εκτιμούν και δεν θέλουν να τον χάσουν. Δεν μιλάμε βέβαια για τις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει οργανικό πρόβλημα υγείας ή ψυχική νόσος που απαγορεύει την σεξουαλική εμπλοκή... Αναφερόμαστε καθαρά στις περιπτώσεις που τα άτομα είναι υγιή, σωματικά και ψυχικά, έχουν επιθυμία για σεξ… αλλά όχι για το σύντροφο!

Μέσα σε μια πολύχρονη συμβιωτική σχέση, το σεξ χάνει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, αντικαθίσταται από την οικειότητα, τη στοργή, τη ψυχική επαφή. Ξεκινάμε μια σχέση παθιασμένη ερωτικά, με το σεξ ζωντανό, προκλητικό… Κάποια χρόνια αργότερα γίνεται μουντό, προκαθορισμένο, «καθώς πρέπει». Ο σύντροφος έχει απομυθοποιηθεί, το σώμα του είναι γνώριμο, η σεξουαλική του εικόνα ξεφτισμένη, προκαθορισμένη, βαρετή. Η σύζυγος δεν αποτελεί πια φαντασιωσικό υλικό, αφού ανάμεσα στα παιδιά, τη δουλειά, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις, ξεχνάει να είναι ερωμένη. Ο σύζυγος από κυνηγός, μετατρέπεται σε πληγωμένο θήραμα, που την ακουμπά αδέξια και βιαστικά, «ξενερωμένος» από την κρεβατομουρμούρα και την χρεωστικότητά της. Την θεωρεί δεδομένη, δεν προσέχει καμία αλλαγή στην εμφάνιση της, σταματά να της δείχνει πως είναι ποθητή και μέρα τη μέρα παύει, πράγματι, να είναι ποθητή. Η σεξουαλική τους συνάντηση καταλήγει (αν υπάρχει) βουβή, αβέβαιη και μονότονη. Επόμενο δεν είναι το σεξ να πάψει να συγκινεί και να εξιτάρει; Επόμενο δεν είναι να σταματήσουμε να το διεκδικούμε και να το βάλουμε στο συρτάρι;

Δεν είναι όμως καταδικασμένο το σεξ μέσα στο γάμο ή μάλλον εμείς είμαστε εκείνοι που μπορούν να το καταδικάσουν και όχι η σχέση του γάμου! Δυστυχώς μένουμε τόσο πολύ στη πεποίθηση πως ήταν «αναπόφευκτο», που δεν σταματάμε να αναρωτηθούμε «γιατί;»… «γιατί έχασα το ερωτικό μου ενδιαφέρον;», «γιατί φαντασιώνομαι κάποιαν άλλη άλλα όχι τη γυναίκα μου;». Και κυρίως, μένουμε τόσο πολύ στην μοιρολατρία μας, που δεν ψάχνουμε να δούμε, αν τελικά μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε τα δεδομένα. Συνήθως προτιμούμε την απλή εξήγηση, πως «έτσι είναι τα πράγματα». Το συζητάμε με φίλους, ακούμε και την δική τους ιστορία που είναι πανομοιότυπη και ανακουφιζόμαστε, γίνεται πιο «φυσιολογικό». Εκλογικεύουμε, σκεφτόμαστε πως το καλό σεξ και το πάθος σε μια σχέση, όπως και ο έρωτας, έχουν ημερομηνία λήξης. Η αλήθεια όμως είναι πως αφηνόμαστε και αφήνουμε και τον άλλον να μας αφήσει.

Επιλογές βέβαια υπάρχουν! Μπορούμε να μείνουμε σε μια αδελφική σχέση, ζώντας το σεξ φαντασιωσικά μόνο, με κρυφούς αυνανισμούς. Μπορούμε να έχουμε σεξ εκτός γάμου, ευκαιριακά ή όχι. Μπορούμε να χωρίσουμε και να αναζητήσουμε μια νέα σχέση, φρέσκια και ζωντανή, με την ελπίδα ότι εκεί το σεξ θα έρθει ξανά στο προσκήνιο. Υπάρχει όμως και μια ακόμα επιλογή: να ανανεώσουμε την σεξουαλική εικόνα του γάμου μας! Το πάθος και το καλό σεξ έχουν την ιδιότητα να αναγεννιόνται υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Όχι με την εικόνα που είχαν 10, 20 ή 30 χρόνια πριν, αλλά με τη εικόνα του σήμερα. Ποιοι είμαστε αυτή τη στιγμή, τι μας αρέσει, τι μας εκφράζει. Διεκδικούμε τον άλλον, αλλάζουμε σκηνικό και συνήθειες, μπαίνουμε ξανά στο παιχνίδι! Και αν μόνοι μας αδυνατούμε, ζητάμε τη βοήθεια του ειδικού!

ΠΗΓΗ:

Why Smart People Are More Prone To Anxiety




The reason high intelligence and anxiety are correlated.



Intelligence and anxiety may have evolved together as mutually beneficial traits, research finds.

This may help to explain why people with high intelligence also tend to have higher levels of anxiety.

The benefit may be that intelligence allows people to better imagine what might go wrong.

Worriers tend to keep out of danger so that their genes are the ones carried forward into the next generation.

Non-worries, meanwhile, starved to death because they didn’t prepare for winter or failed to anticipate an enemy raid.

Professor Jeremy Coplan, who led the study, said:



“While excessive worry is generally seen as a negative trait and high intelligence as a positive one, worry may cause our species to avoid dangerous situations, regardless of how remote a possibility they may be.

In essence, worry may make people ‘take no chances,’ and such people may have higher survival rates.

Thus, like intelligence, worry may confer a benefit upon the species.”

For the study, people with high anxiety levels were compared with those with average levels.


Brain scans were carried out, along with tests of intelligence and anxiety.

In people diagnosed with an anxiety disorder, IQ was positively correlated with worry.

In other words, people who were more intelligent also worried more.

Brain scans found that activity in sub-cortical white matter correlated with both anxiety and intelligence.

Previous research has shown that people who are low in intelligence are also prone to worry — possibly because they achieve less in life.


SOURCE:



Monday 4 December 2017

This is Why You Should Quit Facebook For One Week






Psychologists tested the effect of a week-long break from Facebook on people’s mental health. Here’s what they found.



There is a brand new treatment available which can increase your concentration, boost your social life and increase your happiness.

It’s totally free. You can start right now. It doesn’t require any drugs, or meeting psychologists or anything else at all.

Want to try it? Of course you do.

It’s called ‘Taking-A-Week-Off-Facebook’.

The ‘treatment’ is based on a study by the Happiness Research Institute, which is a Danish think-tank.

They split 1,095 regular Facebook users into two groups.


One kept on using the social networking site as normal for the week while the other group simply stopped.


After the week, people in the ‘treatment’ group reported all sorts of miraculous improvements:
A better social life.
Finding it easier to concentrate.
Being in a better mood.
Wasting less time.

Instead of using Facebook, people found better things to do: they talked to each other, they called their family, they felt much calmer.



So, what is it that Facebook is doing to us?

Part of the reason for feeling better after a week of avoiding Facebook could be down to Facebook envy.

Because people tend to only post their best moments to Facebook, it’s like a highlights reel.

Reviewing other people’s best moments (rather than your own) all the time can give you a sinking feeling, as the study’s authors found:


“5 out of 10 envy the amazing experiences of others posted on Facebook.

1 out of 3 envy how happy other people seem on Facebook.

4 out of 10 envy the apparent success of others on Facebook.”

When we are continually comparing our own experiences with other people’s highlights, it makes us feel inadequate.


Next stage for the researchers at the Happiness Institute is get people to give up Facebook for a whole year.

SOURCE:

Ψυχοθεραπεία: μόδα ή ανάγκη;







Άλλοι το αποδίδουν στη μόδα, άλλοι το αντιλαμβάνονται ως αναγκαιότητα σε μια εποχή που ψυχολογικές διαταραχές παρουσιάζονται σε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Πάντως η ψυχοθεραπεία γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, κι αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι έχει αρχίσει να σπάει το ταμπού που έλεγε πως ψυχοθεραπευτή ή, απαξιωτικά, «τρελογιατρό» χρειάζονται μόνο οι «τρελοί» και όσοι δεν έχουν φίλους. Οι Έλληνες σήμερα ξεκινούν συνεδρίες χωρίς να ντρέπονται, δεν βαφτίζουν τον ψυχοθεραπευτή τους «νευρολόγο», για να μη νιώσουν ότι στιγματίζονται από τον περίγυρό τους, και δεν το κρατούν μυστικό από τους φίλους, αλλά συχνά ούτε από το επαγγελματικό τους περιβάλλον.

Τελικά τι είναι, όμως, η ψυχοθεραπεία και, κυρίως, μπορεί να μας βοηθήσει ουσιαστικά; «Η ψυχοθεραπεία, με κορυφαίο υπόδειγμα την ψυχανάλυση, είναι μια διαδικασία ανασυγκρότησης του ψυχικού κόσμου μέσω της αυτογνωσίας», λέει ο κ. Σιδέρης. «Επιλύοντας δυσαρμονίες και συγκρούσεις του εσωτερικού μας κόσμου, ανασυγκροτεί την υποκειμενική μας λειτουργία και, ως εκ τούτου, έχει και θεραπευτικά αποτελέσματα».

Άρα μπορεί να κάνει τη ζωή μας καλύτερη. Υπάρχει «πολύ αργά» ή «πολύ νωρίς» στην έναρξη μιας τέτοιας διαδικασίας ψυχοθεραπείας; Πότε πρέπει να ξεκινά κανείς; «Από το τι είναι η ψυχοθεραπεία προκύπτει και το πότε ενδείκνυται να την αρχίσει κάποιος. Πρώτον, όταν θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του και να ζει σύμφωνα με τη δουλεμένη αλήθεια της ψυχής του έναν έντεχνο βίο. Δεύτερον, όταν κάποιο σύμπτωμα του κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και τον ειδοποιεί για δυσαρμονίες της εσωτερικής του ζωής. Τρίτον, όταν κάποιο σύμπτωμα (π.χ. άγχος, αναστολές, φοβίες) τον εμποδίζει στην προσωπική του λειτουργία. Τέταρτον, όταν δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή του και να είναι αληθινός και δημιουργικός, αν και οι συνθήκες του βίου του θα ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Τέλος, όταν το συνιστά ένας αξιόπιστος ειδικός ψυχικής υγείας. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος ηλικία. Κάθε ηλικία, από τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα συνειδητής επικοινωνίας και επίγνωσης, είναι κατάλληλη. Ωστόσο, μια ηλικία που η ψυχοθεραπεία έχει βέλτιστα αποτελέσματα θα μπορούσε να θεωρηθεί σχηματικά η περίοδος μεταξύ 20 και 45 ετών, επειδή εκεί συνδυάζονται η διάθεση αναζήτησης απαντήσεων σε θέματα αυτογνωσίας, αυτονομίας και γνώσης του κόσμου, ένα αρκετά ανοιχτό ψυχικό σύστημα, μια εμπειρία ζωής και κάποια ωριμότητα της σκέψης. Ωστόσο κάθε ηλικία έχει τις δικές της λογικές και απορίες και κάθε άνθρωπος τους δικούς του λόγους και δυνατότητες που κάνουν κάθε στιγμή κατάλληλη, αν είναι η ώρα του συγκεκριμένου υποκειμένου».





Όπως προκύπτει από στοιχεία πρόσφατων ερευνών, ο συνηθέστερος λόγος επίσκεψης σε έναν ψυχοθεραπευτή είναι τα συμπτώματα της κατάθλιψης – περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες υποφέρουν αυτή τη στιγμή από κατάθλιψη και, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αυξήθηκε μέσα στην κρίση (από το 2009 έως το 2014) κατά 80%. Παρότι οι άντρες έχουν αρχίσει δειλά δειλά να σηκώνουν το τηλέφωνο και να κλείνουν το πρώτο ραντεβού, οι γυναίκες συνεχίζουν να είναι πιο καλοί πελάτες των ψυχοθεραπευτών σε αναλογία περίπου 70-30.

Τελικά, θα πρέπει να κάνουν όλοι ψυχοθεραπεία, ακόμη κι αν δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα; «Σίγουρα ο καθένας έχει κάτι να κερδίσει από την ψυχοθεραπεία», λέει ο κ. Σιδέρης. «Δεν θα έλεγα “πρέπει”, αλλά “σκέψου μήπως...”. Και μάλιστα θα τόνιζα ότι η ψυχοθεραπεία έχει τα καλύτερα αποτελέσματα όταν συνδυάζεται και με άλλες διεργασίες προσωπικής ανάπτυξης, όπως η μελέτη και η γνώση, ο διαλογισμός, οι πράξεις αλληλεγγύης, η χαλάρωση, η μουσική, ο χορός κ.λπ. Ακόμη και σε εκείνον που δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, η ψυχοθεραπεία ανασυγκροτεί την ψυχική ζωή και έτσι του επιτρέπει να είναι σε ειρήνη με τον εαυτό του, αληθινός, εναρμονισμένος με τον κόσμο, να χαίρεται κάθε στιγμή εφικτής ευτυχίας, να είναι δημιουργικός και γαλήνιος, και να προσφέρει στους ανθρώπους ό,τι καλύτερο δύναται». ■

ΠΗΓΗ:

Friday 1 December 2017

Facebook: Εφαρμόζει λογισμικό που θα διακρίνει άτομα με τάσεις αυτοκτονίας


o Facebook θα χρησιμοποιήσει σε διεθνή κλίμακα πλέον -αλλά προς το παρόν όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση- ένα νέο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο μπορεί, παρακολουθώντας τις αναρτήσεις, τα βίντεο και τα σχόλια των χρηστών, να εντοπίζει εκείνους που έχουν σοβαρές τάσεις αυτοκτονίας.

Ελπίζεται ότι με αυτό τον τρόπο θα προληφθούν πολλές αυτοκτονίες, καθώς το λογισμικό θα ανιχνεύει έγκαιρα τους ανθρώπους με τέτοιες τάσεις, προτού καν τους αναφέρουν άλλοι χρήστες (user alerts).

Ο Γκάι Ρόζεν, αρμόδιος αντιπρόεδρος του μεγαλύτερου κοινωνικού δικτύου, ανέφερε ότι η νέα τεχνολογία, που ήδη δοκιμάσθηκε με επιτυχία στις ΗΠΑ, θα εφαρμοσθεί παγκόσμια, αλλά όχι στην Ευρωπαϊκή΄Ενωση, όπου οι ευαισθησίες των πολιτών και οι νόμοι περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν επιτρέπουν την παρακολούθηση των στοιχείων των χρηστών.

Το Facebook δεν έχει αποκαλύψει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες για το νέο λογισμικό, το οποίο αναζητεί στα κείμενα των χρηστών φράσεις-κλειδιά, οι οποίες μπορεί να παραπέμπουν σε μελλοντική απόπειρα αυτοκτονίας.

Το Facebook έχει δημιουργήσει μια ομάδα ειδικών που έχουν εκπαιδευθεί στις αυτοκτονίες και στην πρόκληση αυτοτραυματισμού, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον χειρισμό κάθε υπόθεσης μετά την ανίχνευση από το «έξυπνο» λογισμικό. Η ομάδα αυτή μπορεί να ειδοποιεί τις αρχές ή τους φίλους και συγγενείς, να δίνει συμβουλές στον ίδιο τον χρήστη κ.α.

Καθώς πλέον το σχετικό πρόγραμμα του Facebook διεθνοποιείται, το Facebook, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, θα προσπαθήσει να έχει εργαζομένους του διαθέσιμους όλο το 24ωρο για να ειδοποιούν τις κατά τόπους αρχές σε διάφορες γλώσσες. «Η ταχύτητα μετράει πράγματι. Πρέπει να προσφέρουμε βήθεια στους ανθρώπους σε πραγματικό χρόνο», δήλωσε ο Ρόζεν.

Το Facebook ξέρει πολλά πράγματα για τους περίπου 2,1 δισεκατομμύρια χρήστες του, αξιοποιώντας αυτές τις γνώσεις για να προβάλει στοχευμένες διαφημίσεις σε επιλεγμένες ομάδες χρηστών ανάλογα με το «προφίλ» τους. Μέχρι τώρα, δεν είχε γίνει ευρύτερα γνωστό ότι το δίκτυο παρακολουθεί συστηματικά το περιεχόμενο των χρηστών για να εντοπίσει ενδείξεις επικίνδυνης συμπεριφοράς.

Η μόνη εξαίρεση, πριν το πρόγραμμα εντοπισμού πιθανών μελλοντικών αυτοκτονιών, ήταν η προσπάθεια αναζήτησης συζητήσεων μεταξύ παιδιών χρηστών και παιδεραστών. Ο Ρόζεν αρνήθηκε να πει κατά πόσο το Facebook εξετάζει την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει τέτοιο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης και για άλλα πράγματα, π.χ. για τον εντοπισμό μη σεξουαλικών εγκλημάτων.

Ο 'Αλεξ Στάμος, επικεφαλής του Facebook σε θέματα ασφάλειας, αρνήθηκε τις φήμες ότι η ίδια τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης θα αξιοποιηθεί από το Facebook και με άλλους τρόπους.

ΠΗΓΗ:

Τι φοβάται ο άνδρας στο σεξ;



Ο άνδρας λειτουργεί εξ ορισμού ως «κυνηγός» στο σεξ. Δεν φοβάται να διεκδικήσει τη γυναίκα που τον ελκύει, ενώ η βιολογική του σημειολογία, φαίνεται ότι τον καθιστά περισσότερο ευερέθιστο στην υποβάθμιση της ερωτικής του ζωής. Μάλιστα, οι δύο πιο βασικοί φόβοι του άνδρα στον τομέα αυτό, μοιάζουν να περιβάλλονται γύρω από την απουσία μίας διαθέσιμης ερωτικής συντρόφου όταν το έχει ανάγκη, καθώς και γύρω από την αδυναμία του να λειτουργήσει σεξουαλικά τη στιγμή που το επιθυμεί. Ωστόσο, ακόμα και όταν ο άνδρας διαθέτει μία ενεργή σεξουαλική ζωή, εντοπίζεται πλήθος φόβων, οι οποίοι θα μπορούσαν να μονοπωλήσουν τη σκέψη του, να αποτρέψουν την ολοκληρωτική συμμετοχή του στο σεξ και ενδεχομένως να οδηγήσουν στην εμφάνιση κάποιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Φόβος απόδοσης λόγω υψηλών προσδοκιών

Είναι συχνό φαινόμενο, ειδικά για τον άνδρα, που βρίσκεται στο ξεκίνημα της ερωτικής του ζωής, να ανησυχεί έντονα για τη σεξουαλική του εικόνα, καθώς και για το αν θα καταφέρει να ικανοποιήσει ερωτικά το «αντικείμενο του πόθου» του. Πολύ συχνά, τα λανθασμένα πρότυπα των ταινιών πορνογραφικού περιεχομένου, στις οποίες ο άνδρας «διεισδύει» ήδη από την εφηβεία, τον κάνουν να θέλει να είναι ο «ιδανικός» εραστής. Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι είναι σημαντικό να γνωρίζουν, ότι οι προβολές αυτές, μπορούν να δημιουργήσουν υπέρμετρες προσδοκίες για τον σεξουαλικό ρόλο ενός άνδρα (σωματότυπο, μέγεθος πέους, σεξουαλική διάρκεια και απόδοση, οργασμική κορύφωση συντρόφου), με αποτέλεσμα, αντί να τον ενθαρρύνουν και να τον κάνουν πιο αποφασιστικό, να τον αγχώσουν και να τον «πνίξουν» μέσα στην ανασφάλεια με αρνητικές επιπτώσεις για τη σεξουαλική του λειτουργία.

Ο φόβος της σύγκρισης και της απόρριψης

Οι περισσότεροι άνδρες, σχεδόν αναπόφευκτα, συγκρίνουν τις επιδόσεις τους, με αυτές των προηγούμενων εραστών των συντρόφων τους, ενώ ταυτόχρονα αγωνιούν για τον επόμενο, που πιθανώς να είναι καλύτερος από εκείνους. Άλλωστε, τα κριτήρια των σύγχρονων γυναικών είναι σήμερα τόσο απαιτητικά (εξωτερική εμφάνιση, κοινωνικό status, κύρος, δύναμη, χρήματα, ασφάλεια), που δύσκολα – δεδομένου και του πλαισίου της οικονομικής κρίσης - μπορούν να ικανοποιηθούν από τους υποψηφίους. Είναι λοιπόν σημαντικό να τονίσουμε, ότι όλες αυτές οι ασυνείδητες σκέψεις και η νευρικότητα που προκαλούν, δύνανται να οδηγήσουν σε βραχυπρόθεσμη σεξουαλική αποτυχία ενός «φοβικού» και ανασφαλή άνδρα, μπλοκάροντας συχνά, ακόμα και τη φυσιολογική σεξουαλική του λειτουργία (στυτική δυσλειτουργία και πρόωρη εκσπερμάτιση ψυχογενούς αιτιολογίας).

Φόβος επένδυσης και δέσμευσης

Σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά φόβου συναισθηματικής εγγύτητας σε σύγκριση με τις γυναίκες, καθώς φαίνεται να δυσκολεύονται να εμπιστευτούν, να επενδύσουν και να δεσμευτούν σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, πιθανότατα λόγω εξελικτικών κινήτρων, αλλά και κοινωνικών στερεοτύπων, που ταυτίζουν την αρρενωπότητα με τη δυνατότητα εναλλαγής συντρόφων και την ύπαρξη ποικίλων ερωτικών εμπειριών. Ωστόσο, πολύ συχνά, αυτός ο φόβος μπροστά στη δέσμευση επεκτείνεται και στο σεξ, κάνοντας τον άνδρα να μην μπορεί να λειτουργήσει απέναντι στη σύντροφό του, που επιζητάει τη μονιμότητα και σχεδιάζει τη δημιουργία οικογένειας, ενώ εκείνος δεν νιώθει ακόμα έτοιμος.

Ο Φόβος γύρω από την εκσπερμάτιση

Η ενδοκολπική εκσπερμάτιση αποτελεί αποδεδειγμένα ένα από τα πιο σημαντικά και απολαυστικά στάδια της σεξουαλικής επαφής, τόσο για τον άνδρα όσο και για τη γυναίκα. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνδρες, συνήθως, ανησυχούν, ότι μία τέτοια πράξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Το γεγονός αυτό, την ώρα που το ζευγάρι αποφασίζει να κάνει ελεύθερο έρωτα, μπορεί να δράσει επιβαρυντικά στην ψυχολογία του και να επιφέρει αντίστροφα αποτελέσματα, μέσα από την εμφάνιση σεξουαλικών δυσλειτουργιών, όπως η καθυστερημένη εκσπερμάτιση, όπου ουσιαστικά ο άνδρας νιώθει σα να «παλεύει» να ολοκληρώσει και δεν απολαμβάνει το σεξ.

Φυσικά, η λύση μπροστά στο ενδεχόμενο μίας απρογραμμάτιστης εγκυμοσύνης υπάρχει και είναι η χρήση του ανδρικού προφυλακτικού. Παρόλα αυτά, αρκετοί είναι οι άνδρες, που συνεχίζουν να λειτουργούν με βάσει το μύθο, ότι το προφυλακτικό μπορεί να επηρεάσει τη στύση τους και να μην τους επιτρέψει να απολαύσουν πλήρως τη σεξουαλική επαφή. Έτσι, το άγχος και ο φόβος, ακόμα και σχετικά με την πιθανότητα απόκτησης ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος, συνεχίζουν να υπάρχουν γύρω από κάθε σεξουαλική επαφή, μπροστά στο ρίσκο της ηδονής.

Φόβος του θανάτου

Η συγκεκριμένη φοβία βιώνεται κυρίως από άνδρες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι πάσχουν κατά κανόνα από καρδιαγγειακές παθήσεις. Οι καρδιοπάθειες είναι συχνότερες στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, ενώ έχουν κατηγορηθεί για επιπλοκές στην υγεία κατά τη διάρκεια του σεξ ή ακόμα και θάνατο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί πάσχοντες, επηρεασμένοι από την ταυτόχρονη ανησυχία -και αποτροπή πολλές φορές- των συντρόφων τους, είτε αποφεύγουν το σεξ, είτε λαμβάνουν μέρος σε αυτό, διατηρώντας υψηλά επίπεδα άγχους. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, οφείλουμε να αναφέρουμε, ότι σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, οι καρδιοπάθειες και ο κίνδυνος θανάτου κατά τη διάρκεια του σεξ ενέχουν ελάχιστες πιθανότητες σύνδεσης, εφόσον ο πάσχοντας ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του επιβλέποντος ιατρού του.

Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να τονίσουμε τον αγώνα, που καταβάλει ο σύγχρονος άνδρας εν μέσω μίας κρίσιμης κοινωνικο-οικονομικής περιόδου, να αποδείξει το δυναμισμό και την αξία του σεξουαλικού του ρόλου. Το σεξ και οι φόβοι, που πολλές φορές το περιβάλλουν, μπορεί να μετατραπεί σε πηγή έντονου στρες για εκείνον, που τελικά αποφεύγει να «χτυπήσει την πόρτα» του ειδικού, επειδή ντρέπεται είτε επειδή δεν λαμβάνει την απαραίτητη συναισθηματική υποστήριξη από τη σύντροφό του. Γι’ αυτό το λόγο, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι πάνω σε έναν τομέα, τόσο καθοριστικό για την αυτοεκτίμηση και την ψυχική υγεία του άνδρα, υποστηρίζοντάς τον έμπρακτα.

ΠΗΓΗ:

Sunday 26 November 2017

Children of today are better at delaying gratification than previous generations


If you believed the copious alarmist commentary in the newspapers, you’d fear for the future of our species. Today’s children, we’re told, are more hyperactive and technology addicted than ever before. They’ve lost any ability to sit still, instead craving constant stimulation from digital devices and exhausted parents.

What might this mean for their performance on the most famous psychological measure of childhood self-control, Walter Mischel’s Marshmallow Test? Surely, kids of today will struggle far more than previous generations to resist the lure of one marshmallow (or other treat) now for the promise of two in ten minutes or so, as the task requires? In a new survey, the majority of child development experts certainly believed so.

Yet based on his analysis of 50 years worth of performance data on the Marshmallow Test – released as a preprint at the Open Science Framework – John Protzko at the University of California, Santa Barbara, concludes that in fact children of today are capable of more self-restraint than previous generations, with their ability to delay gratification having increased by about a minute per decade over the last 50 years.



Protzko combined the results from every published and unpublished use of the Marshmallow Test that he could find, starting with Mischel’s seminal work first published in 1968 and including 4 studies in the 1970s, 3 in the 1990s, 6 in the 2000s, and 16 in our current decade, all involving children aged ten or younger. Protzko speculates that the gap in the 1980s is due to the introduction at that time of a rival test of self-regulation which is quicker to administer – the so-called gift-delay task.

Before crunching the numbers, Protzko polled 260 members of the Cognitive Development Society Listserv about how they thought the results would come out. Just over 50 per cent predicted that Protzko would find children’s powers of self-restraint would be lower today than the in past; 20 per cent predicted no change over time; and just 16 per cent believed that children today would outperform the children of the past (the others said there wouldn’t be enough data to answer the question).

Protzko found a statistically significant linear trend – children’s ability to resist immediate temptation and wait for a greater reward seems to have increased over the decades (this remained true when removing two study outliers, marked as black circles in the graph above). The increase in delay of gratification ability is similar in size to the known increase in average IQ seen over the same timescale, possibly reflecting shared mechanisms, though this is speculation at this stage. Meanwhile, variation in Marshmallow Test performance has stayed the same over the decades, which means that average improvement has been seen across the spread of ability, not just among those children who are more self-restrained.

How could the experts have got it so wrong? Protzko’s suggests they are prone to same bias as the rest of us, what he calls the “kids these days” phenomenon: “people’s memories for their own and others’ abilities in childhood are unduly influenced by their current abilities. While it is easy to look at kids these days and deride their inability to control themselves and decry the downfall of civilisation, it is much harder to accurately recall our own selves as children.”

Does the apparent improvement in children’s powers of self-control bode well for the future, for instance in terms of reduced criminality and addiction? Protzko thinks not, speculating that it is probably one’s ability relative to others, rather than one’s absolute ability, that is relevant to future behaviour – the lowest performers will remain at risk, he suggests. “These [unhealthy and dangerous] behaviours have been with humans for thousands of years, and will be with us for thousands more,” he predicts.

The causes and consequences of the apparent increase in children’s powers of self-restraint over time remain to be uncovered by future research. For now, Protzko says the data show that “Contrary to historical and present complaints, kids these days appear to be better than we were. A supposed modern culture of instant gratification has not stemmed the march of improvement.”

SOURCE:

Friday 24 November 2017

Κοιμηθείτε οκτώ ώρες με... συνταγή γιατρού




Για την «επιδημία αϋπνίας» ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό οι κακές μας συνήθειες, όπως η χρήση υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων έως αργά τη νύχτα.

Για οποιονδήποτε έχει υποφέρει από αϋπνίες ή τζετ λαγκ, το γεγονός πως οι αποδέκτες του φετινού Νομπέλ Ιατρικής βραβεύτηκαν για την έρευνά τους πάνω στο «ταπεινό» βιολογικό ρολόι δεν αποτελεί έκπληξη. Κάθε νύχτα, οι περισσότεροι από μας θυσιάζουμε ώρες ύπνου στον βωμό της δουλειάς, της οικογένειας και της κοινωνικής ζωής ή τις ξοδεύουμε άσκοπα, υπνωτισμένοι από το μπλε φως της οθόνης μας. Και τελικά πληρώνουμε τις συνέπειες είτε άμεσα, ως εξάντληση, νευρικότητα και αδυναμία συγκέντρωσης, είτε μακροπρόθεσμα, αυξάνοντας τις πιθανότητες να νοσήσουμε από Αλτσχάιμερ, καρκίνο, σακχαρώδη διαβήτη κ.ά. Υπολογίζεται ότι μόνο ένας στους τρεις ενήλικες στις ανεπτυγμένες χώρες συμπληρώνει οκτώ ώρες ύπνου κάθε βράδυ, όσες δηλαδή συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με αποτέλεσμα κάποιοι ειδικοί να κάνουν λόγο για μία «επιδημία αϋπνίας».

Ωστόσο, οι ενήλικες άνω των 45 ετών που κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες το 24ωρο έχουν 200% περισσότερες πιθανότητες να πάθουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό στη διάρκεια της ζωής τους σε σχέση με εκείνους που κοιμούνται επτά ή οκτώ ώρες, εν μέρει εξαιτίας της αύξησης της αρτηριακής πίεσης, υποστηρίζει ο Μάθιου Ουόλκερ, καθηγητής νευροεπιστήμης στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, στο νέο βιβλίο του με τίτλο «Why We Sleep» (εκδ. Penguin). Αλλες μελέτες καταδεικνύουν πως μόλις έξι ώρες ύπνου τετραπλασιάζουν τις πιθανότητες εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα και μας κάνουν πιο επιρρεπείς στην επιθετικότητα ή ακόμα και στις αυτοκτονικές σκέψεις, ενώ οι γυναίκες που εργάζονται με βάρδιες (και άρα δεν προλαβαίνουν να «συντονίσουν» το βιολογικό τους ρολόι, κάτι ακόμα πιο επιβλαβές από την έλλειψη ύπνου) εμφανίζουν καρκίνο του στήθους τρεις φορές συχνότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Τα αίτια

Τα αίτια της «επιδημίας» σχετίζονται εν μέρει με τον τρόπο ζωής μας, δηλαδή τη χρήση υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, τον τεχνητό φωτισμό καθώς και την κατανάλωση καφεΐνης και αλκοόλ. Πίσω όμως από αυτές τις καθημερινές «κακές συνήθειες» κρύβεται η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη πως ο πολύς ύπνος ισοδυναμεί με πολυτέλεια, τεμπελιά ή χάσιμο χρόνου, ενίοτε φτάνοντας στο σημείο να υπερηφανευόμαστε πως λειτουργούμε «μια χαρά» με μόνο πέντε ή έξι ώρες τη μέρα. Κατά τη γνώμη του Ουόλκερ, οι γιατροί θα έπρεπε να «συνταγογραφούν τον ύπνο», αφού η έλλειψή του έχει καταστροφικές συνέπειες «στην υγεία, στο προσδόκιμο ζωής μας, στην ασφάλειά μας και στην εκπαίδευση των παιδιών μας». Σε συνέντευξή του στον Guardian, συνιστά να βάζουμε το ξυπνητήρι μας να χτυπά όχι μόνο τα πρωινά, αλλά και τα βράδια, υπενθυμίζοντάς μας πως ήρθε η ώρα να ξαπλώσουμε (χωρίς, φυσικά, το κινητό μας).

Αλλά ακόμα και όταν αποφασίζουμε πως πραγματικά χρειαζόμαστε ύπνο, συχνά ανακαλύπτουμε πως είναι αδύνατον να κρατήσουμε τα μάτια μας κλειστά και σίγουρα το άγχος πως βλάπτουμε ανεπανόρθωτα την υγεία μας δεν συμβάλλει καθόλου στη χαλάρωση. Στις ΗΠΑ, περίπου το 14% του πληθυσμού (το ποσοστό ξεπερνά το 30% στα άτομα άνω των 65 ετών) καταφεύγει συστηματικά στα υπνωτικά και στα συνταγογραφούμενα παυσίπονα για να κοιμηθεί και ένα επιπλέον 10% τα καταναλώνει περιστασιακά, σύμφωνα με νέα έρευνα του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Στη σχετική αναφορά υπογραμμίζεται πως, ειδικά για τους ηλικιωμένους, ορισμένες παρενέργειες των συγκεκριμένων σκευασμάτων είναι δυνατόν να αποβούν επικίνδυνες ή ακόμα και μοιραίες. Πόσο μάλλον όταν η κατανάλωσή τους γίνεται ανεξέλεγκτα, χωρίς την παρακολούθηση γιατρού, επειδή κυριαρχεί το (εσφαλμένο) στερεότυπο πως οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών χρειάζονται λιγότερο ύπνο. Την ερχόμενη εβδομάδα, το πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν διοργανώνει ένα δωρεάν και ελεύθερα προσβάσιμο διαδικτυακό σεμινάριο για όλους όσοι «κοιμούνται, δυσκολεύονται να κοιμηθούν ή ξυπνούν ευχόμενοι να είχαν κοιμηθεί καλύτερα» (οι εγγραφές έχουν ξεκινήσει μέσω της ιστοσελίδας www.coursera.org/).


ΠΗΓΗ:


Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου: Έφηβοι και Εξαρτήσεις




Με τον όρο «ναρκωτικό» ορίζεται κάθε παράνομο φάρμακο, ενώ στον ορισμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι ψυχοδραστικές ουσίες (αλκοόλ, καπνός, καφεΐνη). Επομένως είναι οποιαδήποτε ουσία φυσική ή τεχνητή, που μπορεί να δράσει στο κεντρικό νευρικό σύστημα, κατασταλτικά ή διεγερτικά, και άρα είναι εξαρτησιογόνος.
Επίδραση χρήσης ουσιών

Η χρήση των ουσιών αυτών επηρεάζει την αντίληψη και τη διάθεση και προκαλεί άλλοτε ευχάριστα και άλλοτε δυσάρεστα συναισθήματα. Εκτός από τις παράνομες υπάρχουν και πολλές ουσίες που επιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο σώμα και τον ψυχισμό. Η

Από τις επίσημες στατιστικές πηγές προκύπτει ότι ένας στους 7 μαθητές έχει κάνει χρήση έστω και μία φορά μίας παράνομης ουσίας, κυρίως κάνναβης.

Η πλειοψηφία των ατόμων έχει επαναλάβει τη χρήση. Τα αγόρια είναι πιο επιρρεπή στη χρήση ουσιών έναντι των κοριτσιών (αναλογία 2,5 προς 1). Η Πρωτεύουσα και η Συμπρωτεύουσα επιδεικνύουν μεγαλύτερα ποσοστά χρηστών. Η κάνναβη αποτελεί το πρώτο ναρκωτικό με το οποίο έρχονται σε επαφή τα άτομα από πολύ νεαρή ηλικία, ακόμα και σε ηλικία 13-14 ετών, κατέχοντας ποσοστά 2,6% για τα αγόρια και 0,9% για τα κορίτσια. Την χρονική περίοδο 1984-2011 η χρήση ναρκωτικών ουσιών από εφήβους 15-19 έχει τριπλασιαστεί από 6% σε 15,3%. Το πιο σημαντικό σημείο αυτών των δεδομένων είναι ότι η χρήση έχει ως κίνητρο την απλή δοκιμή και αυξάνεται έως και 3 φορές περισσότερο με τη δοκιμή.

Οι ναρκωτικές ουσίες έχουν είτε διεγερτική είτε κατασταλτική δράση:
Αμφεταμίνη (σπίντ)-υποκατάστατο κοκαΐνης
Μεθαμφεταμίνη (κρακ, κιμωλία ή σπιντ)
Κρυσταλλική Μεθαμφεταμίνη (κρίσταλ μεθ, ice, glass, κ.ά) ή «ναρκωτικό των κλαμπ»
Κοκαΐνη (αναψυκτικό, κόκα, χιόνι, κ.ά)
Ινδική Κάνναβη (χόρτο, μαύρο, μπάφος, σοκολάτα, φούντα, κ. ά)
Κράκ (rocks)-η πιο δυνατή μορφή κοκαΐνης και η πιο επικίνδυνη, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε ανόθευτη ουσία (75%-100%) λόγω της ευφορίας που προκαλείται. Προκαλεί ΑΜΕΣΑ εξάρτηση από την πρώτη χρήσηΛόγω της εύκολης διαδικασίας παραγωγής της έχει φθηνή και προσιτή τιμή στην αγορά. Δημιουργεί .
Όπιο (αφιόνι)
Μορφίνη
Κωδεϊνη
Ηρωίνη (πρέζα, άσπρη, παραμύθα, κ.ά)
Παραισθησιογόνα (φυσικές ουσίες: “μαγικά μανιτάρια», πεγιότ & Χημικές ουσίες: LSD, DOM-DOB, DMT, DET, PCP).
Συνθετικά Ναρκωτικά
ΣΙΣΑ (κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη αναμεμειγμένη με αιθανόλη, ακόμα και υγρά μπαταρίας αυτοκινήτων, χλωρίνη ή φωτιστικό πετρέλαιο).
GHB (Ναρκωτικό του βιασμού, λόγω της ισχυρής κατασταλτικής δράσης-διαλύεται στο ποτό)
Κεταμίνη
έκσταση (MDA ή MMDA)

Η Μεθαδόνη (συνθετικό οπιοειδές το οποίο χρησιμοποιείται στη θεραπεία του εθισμού στα οπιοειδή, ως υποκατάστατο της ηρωίνης.
Χρήση ψυχοδραστικών ουσιών στην εφηβεία

Όπως παρατηρείται οι ψυχοδραστικές/ψυχότροπες ουσίες είναι πάρα πολλές και οι έφηβοι αναζητούν μία ανακούφιση στις δυσκολίες τους μέσα από αυτές. Η ανάγκη διαφυγής από το πρόβλημα-δυσκολία, η ανάγκη «να μη σκέφτομαι τίποτα» ακόμα κι αν είναι παροδική συντελούν στην χρήση ουσιών με κίνδυνο εθισμού. Κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες όπως η οικογένεια, που παίζει τον καθοριστικό παράγοντα, η οικονομική κρίση, η πλαισίωση του παιδιού και η ενδυνάμωσή του μέσα στην οικογένεια και στο κοινωνικό σύνολο, η δημιουργία κοινωνικών προτύπων που ζούν σε μία εικονική πραγματικότητα, η προώθηση κ η διαφήμιση των ουσιών μέσα από την ψυχαγωγία (σινεμά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καφετέριες, χώροι ψυχαγωγίας) και το γενικότερο άγχος επίδοσης και δημιουργίας μίας ισχυρής προσωπικότητας αποτελούν παράγοντες οι οποίοι συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην παρότρυνση χρήσης ουσιών.

Η προσωπική αναζήτηση και ταυτότητα κάθε ατόμου καθώς και η ψυχική ανθεκτικότητα αποτελούν διαπροσωπικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών. Τελευταίες μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση ουσιών σχετίζεται και με γενετικούς παράγοντες.

Η χρήση και κατάχρηση ουσιών όπως και ο εθισμός έχει συσχετισθεί και με την συνύπαρξη ψυχιατρικών διαταραχώνόπως με την οριακή διαταραχή προσωπικότητας, το καταθλιπτικό συναίσθημα, τη διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), με τις διαταραχές άγχους (φοβίες, κρίσεις πανικού, κλπ), με τις διαταραχές πρόσληψης τροφής όπως και με τη σχιζοφρένεια.

Η χρήση ουσιών αλληλεπιδρά με την εμφάνιση της ψυχιατρικής διαταραχής και μπορεί να προηγείται ή να έπεται. Οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα), λόγω της αυξημένης τους παρόρμησης, συχνά πέφτουν στην παγίδα της δοκιμής κάποιας ουσίας. Σύμφωνα με τα τελευταία επιδημιολογικά στοιχεία, οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ έχουν περισσότερες πιθανότητες να καπνίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά τους ανακουφίζεται μέσα από τη νικοτίνη.
Εξάρτηση από Αλκοόλ

Το αλκοόλ (αιθυλική αλκοόλη) είναι η αρχαιότερη ουσία εξάρτησης. Έχει καταπραϋντική-υπνωτική επίδραση, όπως εκείνη των βαρβιτουρικών. Η κατανάλωση αλκοόλ, ως μία νόμιμη εξαρτησιογόνος ουσία, κατέχει την υψηλότερη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο. 1 στους 7 άνδρες και 1 στις 13 γυναίκες, ηλικίας 15-64 ετών πεθαίνουν από μία αιτία θανάτου που σχετίζεται με το αλκοόλ. Οι έφηβοι της Ευρώπης αποτελούν τους μεγαλύτερους χρήστες αλκοόλ σε όλο τον κόσμο!

Στην Ελλάδα, μέσα από την έρευνα ESPAD, η οποία διεξήχθη το 2011 από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) σε συνεργασία με τα κέντρα πρόληψης του ΟΚΑΝΑ έδειξε ότι:
61% των εφήβων έχουν πιεί αλκοόλ τον τελευταίο μήνα
11% των εφήβων κατανάλωσε αλκοόλ πάνω από 2 φορές την εβδομάδα
34% έχει μεθύσει τουλάχιστον μία φορά
Το κρασί, η μπύρα και τα αλκοολούχα αναψυκτικά έχουν την μεγαλύτερη κατανάλωση
1/5 έφηβους ηλικίας 17-18 ετών πίνει πάνω από 2 φορές την εβδομάδα

Στην χρονική περίοδο 1984-2011, σε μαθητές-τριεε 15-19 ετών διαφαίνεται μία αύξηση της τάσης των κοριτσιών έναντι των αγοριών στη χρήση αλκοόλ.

Η χρήση και κατάχρηση του αλκοόλ από τελεί μία διαταραχή με πολυπαραγοντική βάση, όπως και οι λοιπές εξαρτησιογόνες ουσίες που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η αιτιολογία έχει βάση στο διαπροσωπικό, κοινωνικό, γενετικό και οικογενειακό υπόβαθρο. Ένα διαταραγμένο και δυσλειτουργικό οικογενειακό πλαίσιο, με βίαιες συμπεριφορές προδιαθέτει τη δημιουργία μίας διαταραγμένης προσωπικότητας, με τον κίνδυνο εμπλοκής σε παραβατικές συμπεριφορές, σχολική αποτυχία, και κοινωνική απόσυρση. Οι τραυματικές εμπειρίες, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, διεκδικητικότητας, η εσωστρέφεια, δημιουργούν το πλαίσιο εκείνο που ωθεί τον έφηβο να δοκιμάσει κάτι που θα τον χαλαρώσει από τις δυσκολίες του και θα τον κάνει να ξεχάσει.

Η συμπεριφορά αυτή βέβαια μπορεί να συνυπάρχει με καταθλιπτικό συναίσθημα και με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Η ανάγκη για γρήγορη ενηλικίωση και άμεση ένταξη στον κόσμο των ενηλίκων όπου υπάρχει ελευθερία κινήσεων οδηγεί πολλές φορές τους εφήβους στη χρήση και κατάχρηση αλκοόλ.

Σημαντικά σημεία που δείχνουν την κατάχρηση αλκοόλ από τους εφήβους είναι τα κάτωθι:
Μειωμένη σχολική επίδοση και απότομη πτώση
Ψέματα και παραβατικότητα (να παίρνει χρήματα χωρίς να σας ρωτά)
Κούραση
Ευερεθιστότητα και εμπλοκή σε καυγάδες
Πολύς ύπνος

Όπως και όλες οι εξαρτησιογόνες ουσίες, έτσι και το αλκοόλ λόγω της χαλάρωσης και του αισθήματος κατάργησης αναστολών, δημιουργεί τη βάση για επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές χωρίς προφυλάξεις, την παράλληλη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή κάναββης, τον αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων, λόγω της γνωσιακής αποδιοργάνωσης που δημιουργείται. Έτσι διαταράσσονται φιλικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις.

Η χρήση αλκοόλ όμως συνδέεται με την ύπαρξη περαιτέρω ιατρικών προβλημάτων: παχυσαρκία, υπερλιπιδαιμία, προβλήματα με το ήπαρ και άλλες γαστρεντερολογικές διαταραχές.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ είναι υπεύθυνη για το 3,4% των θανάτων σε παγκόσμια κλίμακα, και είναι συνδεδεμένη με τουλάχιστον 60 παθήσεις.

Το αλκοόλ επίσης μπορεί να «πυροδοτήσει» κεκαλυμμένες ψυχιατρικές διαταραχές (σχιζοφρένεια, διαταραχές προσωπικότητας, κ.ά). Το αλκοολικό σύνδρομο των εμβρύων (FoetalAlcool Syndrome) το οποίο σχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η αύξηση της αυτοκτονικότητας και των παραβατικών συμπεριφορών, τα ατυχήματα λόγω οδήγησης καθώς και η αυτοκτονικότητα, είναι κάποιες από τις βλαβερές συνέπειες της αλόγιστης χρήσης αλκοόλ. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, η συζήτηση και η ενδυνάμωση των παιδιών μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο αρχικά θα το βοηθήσουν να υιοθετήσει συμπεριφορές που θα του δημιουργήσουν τις βάσεις για μία ισορροπημένη ενήλικο ζωή.



Βιβλιογραφία

Bowman, S., & Randall, K. (2006). See my pain! Creative strategies and activities for helping young people who self-injure (2nd ed.). Chapin, SC: Youth Light inc.

Froeschle, J., & Moyer, M. (2004). Just cut it out: Legal and ethical challenges in counseling students who self-mutilate. Professional School Counseling, 7, 231-236.

Kanan, L. M., Finger, J., & Plog, A. E. (2008). Self-Injury and Youth: Best

Practices in School Intervention. Cherry Creek School District (In press).

Klonsky, E.D. (2007). The functions of deliberate self-injury: A review of the evidence. Clinical Psychology Review, 27, 226-239.

Lewis, L.M. (2007). No-harm contracts: a review of what we know. Suicide & Life Threatening Behavior, 37, 50-57.

Muehlenkamp, J. J. (2006). Empirically supported treatments and general therapy guidelines for non-suicidal self-injury. Journal of mental health counseling, 28, 166-185.

Lieberman, R. (2004, November 7). Understanding and responding to students who self-mutilate. Principal Leadership Magazine, 4, 10-13.

«Ξεπερνώντας τον Εθισμό. Η πορεία προς την απεξάρτηση» Ιατρικές εκδόσεις Harvard (ιατρική σχολή του παν/μίου του Harvard

«Έφηβοι: Προβλήματα και ανησυχίες», Φρανσουάζ Ντολτό, Κατρίν Ντολτό-Τόλιτς (Εκδόσεις Πατάκη)

«Μεγαλώνοντας Δυνατούς Χαρακτήρες-Πέρα από τις ουσίες»- Ορέστης Γιωτάκος (Ακαδημία Γονέων από την «Κ»)

Κοκκέβη, Α., Φωτίου, Α., Ξανθάκη, Μ., Καναβού, Ε., «Εξαρτησιογόνες Ουσίες στην εφηβεία» (ΕΠΙΨΥ 2010)

Κοκκέβη, Α., Φωτίου, Α., Σταύρου, Μ., Καναβού, Ε., «Εξαρτησιογόνες Ουσίες στην εφηβεία» (ΕΠΙΨΥ 2015)

ΕΠΙΨΥ (2015): Η κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα (ετήσια έκθεση 2014)

ΕΠΙΨΥ (2012): Πανελλήνια έκθεση εξαρτησιογόνων ουσιών, στους μαθητές-έρευνα ESPAD 2011. Αθήνα: ΕΠΙΨΥ-ΟΚΑΝΑ

WHO (World Helath Organization) 2014-Report on Alcohol and Health 2014

ΠΗΓΗ:


Monday 20 November 2017

Όταν ένας Έλληνας γονιός βρέθηκε σε Σουηδικό σχολείο




Ανάμεσα στο ελληνικό και στο σουηδικό σχολείο υπάρχει χάσμα. Ένα χάσμα που ξεκινάει από τη διδασκαλία, την βαθμολόγηση, τα διαγωνίσματα, τις σχολικές συνήθειες, τη φιλοσοφία που διέπει όλο το σχολικό σύστημα από την αρχή ως το τέλος του.
Φανταστείτε λοιπόν έναν έλληνα που έχει τελειώσει είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό σχολείο στη χώρα μας να βρεθεί στη Σουηδία και να στείλει το παιδί του εκεί στο σχολείο.


Τις παρακάτω διαφορές εντοπίζει έλληνας χειρουργός που βρέθηκε μάλλον σε αυτή τη θέση που περιγράψαμε. Να τι γράφει:

«Πόσο αμήχανη είναι εκείνη η στιγμή που πηγαίνεις με τα παιδιά σου και αγοράζεις σχολικά είδη , σάκα , τετράδια , κασετίνες, μολύβια και την επομένη μαθαίνεις ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα χρησιμοποιηθεί.

Πόσο περίεργα ακούγεται η άποψη ότι «σημαντικότερο από το να διαβάσει το παιδί ένα σχολικό βιβλίο είναι να το παραδώσει στο τέλος της χρονιάς ανέπαφο όπως ακριβώς το παρέλαβε γιατί απλά αποτελεί δημόσια περιουσία» . Πόσο οικεία μπορεί να είναι η εικόνα όταν πηγαίνεις να παραλάβεις τα παιδιά από το σχολείο περασμένες έξι το απόγευμα και τα βρίσκεις να παίζουν Playstation με τους συμμαθητές τους μέσα στη σχολική τάξη. Πόσο παράξενο το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου να περιλαμβάνει βόλτα στο σχολείο και παιχνίδι στο γήπεδο ή το παγοδρόμιο τα οποία είναι ανοικτά και προσβάσιμα όλες τις ημέρες.

Είναι αλήθεια ότι η αρχική επαφή ενός ´Έλληνα γονιού με το Σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως θα έλεγα συναισθήματα αμηχανίας . Όταν έχεις ανατραφεί και αποφοιτήσει από ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο ο χρόνος παραμονής στην αίθουσα διδασκαλίας αποτελεί υποδιαίρεση του εκπαιδευτικού χρόνου , ο οποίος στη συνέχεια πρέπει να συμπληρωθεί με φροντιστήρια και πολύωρη μελέτη στο σπίτι , πώς μπορείς να αποδεχτείς ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν μέσα στην σχολική αίθουσα και μάλιστα πολύ πριν σημάνει το κουδούνι λήξης της σχολικής ημέρας μιας και οι τελευταίες 2-3 ώρες είναι καθαρά και μόνο για ψυχαγωγία και παιχνίδι.

Πως μπορούν να ηχήσουν στα αυτιά ενός Έλληνα γονιού οι παρακάτω δέκα απόψεις;

– Τα διαγωνίσματα απαγορεύονται γιατί υπονομεύουν την ομαλή ένταξη του παιδιού στην ομάδα και στην από κοινού προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου. Όταν αναγκάζουμε το παιδί να κρύβει το γραπτό του από το διπλανό του , πως θα του ζητήσουμε αργότερα ως πολίτη και μέλους της κοινωνίας να συνεργαστεί με το διπλανό του για την επίλυση των κοινών προβλημάτων.

– Η βοήθεια των γονιών προς το παιδί στο σπίτι , το λεγόμενο διάβασμα , είναι η πρωταρχική μορφή της παραπαιδείας . Το παιδί μαθαίνει στην ευαίσθητη νηπιακή ηλικία ότι το σχολείο χρειάζεται συμπλήρωμα αλλά και έλεγχο από τους γονείς και αργότερα από τα φροντιστήρια. Η εμπλοκή των γονέων είναι επιθυμητή αλλά να περιορίζεται σε εξωσχολική θεματολογία.

– Oι εκδρομές και οι κάθε είδους ψυχαγωγικές δραστηριότητες είναι εξίσου σημαντικές με τα μαθηματικά και τη γλώσσα και προγραμματισμένες σε εβδομαδιαία βάση. Όταν το παιδί μαθαίνει ότι η εκδρομή έρχεται ως επιβράβευση τότε αυτομάτως θέτει στο μυαλό του το μάθημα ως τιμωρία. Όταν ο διευθυντής του σχολείου αποφασίζει για την εκδρομή με βάση τις διαθέσεις των δασκάλων , την πορεία των μαθημάτων και τις καιρικές συνθήκες τότε το παιδί ανατρέφεται σε ένα περιβάλλον όπου η ψυχαγωγία περιθωριοποιείται και συγκαταλέγεται στις δευτερεύουσες προτεραιότητες της ζωής.

– Μία ημέρα την εβδομάδα η προσέλευση στην πρώτη σχολική ώρα γίνεται οικιοθελώς και το παιδί αν θέλει επιλέγει να κοιμηθεί παραπάνω ή να δει τηλεόραση , ανάλογα πάντα και με το πρόγραμμα και τις ανάγκες της οικογένειας του.

– Ο γονέας δεν έχει κανένα έλεγχο επί της σίτισης του παιδιού , το οποίο λαμβάνει σχεδόν όλα τα γεύματα της ημέρας στο σχολείο. Δεν υπάρχει κυλικείο , δεν επιτρέπεται το φαγητό από το σπίτι , παρά μόνο φρούτα . (Κάλλιστα μπορείς να παραλάβεις το παιδί σου το απόγευμα νηστικό γιατί δεν του άρεσε το φαγητό του σχολείου)

– Οι «απαγορευμένες» και «επικίνδυνες» αγαπημένες ενασχολήσεις των παιδιών με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και το Ιντερνέτ , προβλέπονται από το σχολείο το οποίο παρέχει και όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό ( οθόνες , υπολογιστές , κονσόλες παιχνιδιών )

– Ένα δίωρο την εβδομάδα, το πρόγραμμα είναι ελεύθερο και επιλέγουν τα παιδιά κάθε φορά με ψηφοφορία τι μάθημα θέλουν να κάνουν . Έτσι η μειοψηφία μαθαίνει να ακολουθεί την απόφαση της πλειοψηφίας και όλοι μαζί αντιλαμβάνονται πως οι αποφάσεις που παίρνουμε επηρεάζουν επί του πρακτέου την καθημερινή μας ζωή . (Όχι , δεν επιλέγουν κάθε φορά γυμναστική)

– Η κάθε σχολική τάξη έχει στη διάθεσή της ένα μικρό χρηματικό ποσό από το μπάτζετ του σχολικού προϋπολογισμού το οποίο αποφασίζουν οι μαθητές πού θα το διαθέσουν και κάνουν έρευνα αγοράς μόνοι τους.

– Οι σχολικές αίθουσες διατίθενται τα σαββατοκύριακα στους μαθητές για τα σχολικά πάρτυ , οι οποίοι είναι υπεύθυνοι (μαζί με το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων) για την παράδοση τους στην κατάσταση στην οποία παρελήφθησαν.

– Κάθε τρίμηνο οι μαθητές δεν βαθμολογούνται , αλλά βαθμολογούν το σχολείο , τα μαθήματα , τους εκπαιδευτικούς . Απαντούν σε ανάλογα ερωτηματολόγια για τις συνθήκες που επικρατούν στο σχολείο , τις επιδόσεις των εκπαιδευτικών και αναφέρουν τις προτάσεις τους για αλλαγές.»


ΠΗΓΗ:

Γιατί Χωρίζουν Ζευγάρια μετά από 20 χρόνια Γάμου;

Το διαζύγιο ως θεσμός των καιρών μας φαίνεται πως «χτυπά την πόρτα» σε ζευγάρια που είναι σε γάμο για 20 έως 30 χρόνια! Και ενώ θα περείμενε κανείς πως δύο άνθρωποι που έχουν μοιραστεί τη ζωή τους για ένα τόσο πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έχουν λόγο να χωρίσουν, τα στοιχεία έρχονται να το διαψεύσουν. Από τα στοιχεία της Συμβουλευτικής Γραμμής Σεξουαλικής Υγείας προκύπτει πως ένας μεγάλος αριθμός ζευγαριών προχωρεί σε λύση του γάμου, μετά από 22 χρόνια κατά μέσο όρο κοινής συμβίωσης.

Το Ινστιτούτο Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας, με πρόεδρο τον Dr. Θ. Ασκητή, πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με τους αιτιολογικούς παράγοντες που ωθούν ένα ζευγάρι με τόσο μακρόχρονη σχέση στο χωρισμό.

Παρακάτω παρουσιάζονται οι πιο συχνοί αιτιολογικοί παράγοντες σύφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου.
Ένα ποσοστό 33% αναφέρει πως ο κορεσμός και η ρουτίνα είναι που τους ωθούν στο διαζύγιο. Η κάθε μέρα είναι ίδια με την άλλη και όλες οι μέρες γίνονται σταδιακά ίδιες. Δημιουργούνται αισθήματα απογοήτευσης και μοναξιάς και η αρχική αμφιβολία μετατρέπεται σε βεβαιότητα για το ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, με αποτέλασμα η απομάκρυνση και η απόσταση ολοένα να μεγαλώνει. Πολύ συχνά οι σύντροφοι παραπονιούνται ότι έχουν κουραστεί ψυχολογικά, ότι αισθάνονται άδειοι και ότι ή σχέση δεν τους ευχαριστεί πλέον.
Το 29% αναφέρει πως το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν φύγει από το σπίτι είναι καθοριστικής σημασίας για την απόφασή τους. Μετά από 30 χρόνια γάμου τα παιδιά έχουν φύγει από το γονεικό σύστημα και έτσι οι γονείς δεν έχουν το κίνητρο να μείνουν μαζί προκειμένου να τα μεγαλώσουν και να τα φροντίζουν. Θεωρούν πλέον ότι είναι ικανά να διαχειστούν το διαζύγιο, ενώ η απουσία των παιδιών από το σπίτι, φέρνει συχνά στην επιφάνεια το συναισθηματικό κενό μεταξύ των συντρόφων.
Το 16% αναφέρει πως η απιστία οδηγεί στο διαζύγιο. Και πράγματι στη μέση ηλικία τόσο ο άνρας όσο και η γυναίκα χαρακτηρίζονται από φιληδονία. Βλέποντας πως τα χρόνια περνούν αισθάνονται την ανάγκη να ξανανιώσουν. Η ανασφάλεια που φέρνει ο χρόνος με το πέρασμά του, δημιουργεί την ανάγκη της επιβεβαίωσης, ότι ακόμα «μετράω». Έτσι, οδηγείται κανείς στη δημιουργία μιας άλλης σχέσης που τον κάνει να νιώθει αρεστό/ή. Εξάλλου, στην ηλικία αυτή το σεξ παραμένει σημαντικό και για τα δύο φύλα, ως στοιχείο ευχαρίστησης, χαράς και επιβεβαίωσης.
Η σεξουαλική απομάκρυνση οδηγεί ένα ποσοστό 13% σε χωρισμό. Πολλά ζευγάρια παραπονιούνται για την αλλαγή στη σεξουαλική τους ζωή, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις μεταβάλλεται δραματικά, έτσι ώστε δεν είναι σπάνιο κάποιοι να απέχουν σεξουαλικά. Οι συγκρούσεις, η φθορά της καθημερινότητας, η ύπαρξη ενός σεξουαλικού προβλήματος που συνδέεται με την αύξηση της ηλικίας, η ψυχική απομάκρυνση, η σχέση που πλέον είναι «δεδομένη» και δε χρειάζεται να προσπαθήσεις για αυτήν, οδηγούν τους συντρόφους σε μια σχέση που το σεξ δεν έχει χώρο.
Υπαρξιακού τύπου προβλήματα είναι ικανά να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο χωρισμό, όπως αναφέρει ένα ποσοστό 9%. Η υπαρξιακή- εσωτερικού τύπου κρίση που περνά κανείς όσο μεγαλώνει και κάνει έναν απολογισμό ζωής, δημιουργεί ερωτηματικά, ανασφάλεια, φόβο και την ανάγκη να «προλάβει» να ζήσει όσα δεν έκανε, να ευχαριστηθεί. Εξάλλου, τα προβλήματα υγείας είναι συχνά σε αυτήν την ηλικιακή περίοδο και δημιουργούν άισθημα ανεπάρκειας και ψυχολογικής πίεσης.

Στη σύχρονη εποχή τα κοινωνικά δρώμενα «επιτρέπουν» το διαζύγιο, το οποίο σε παλαιότερες εποχές ήταν συνυφασμένο με τον κοινωνικό στιγματισμό. Η σημερινή κοινωνία είναι πιο απελευθερωμένη, το «επιτρέπει». Από την άλλη, το γεγονός ότι ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων έχει αυξηθεί κατά πολύ συγκριτικά με παλαιότερα, δίνει τη δυνατότητα να μπορεί να ξαναφτιάξει και πάλι τη ζωή του κάποιος στα 50 ή 60 του χρόνια.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 15 November 2017

The Facial Flaw That Makes Men Look More Attractive



It could be a sign of bravery and health.



Women find small facial scars attractive when looking for a short-term relationship, research finds.

Previously it was thought scars made men look less attractive in this context.

However, it seems women may link scars to bravery and health.

For long-term relationships, male scarring made no difference to women’s perceptions of attractiveness.

When men looked at pictures of women with small scars and without, it made no difference, whatever type of relationship they were considering.

Dr Rob Burriss, the study’s first author, said:



“Male and female participants were shown images of faces that displayed scarring from injury or illness, and were asked to rate how attractive they found the person for long-term and short-term relationships.

Women may have rated scarring as an attractive quality for short-term relationships because they found it be a symbol of masculinity, a feature that is linked to high testosterone levels and an indicator of good genetic qualities that can be passed on to offspring.

Men without scars, however, could be seen as more caring and therefore more suitable for long-term relationships.

The results come from a study of 223 people who were asked to look at pictures of opposite-sex faces.


Some people had small facial scars, while others did not.

The facial scars made men 6% more attractive, on average.


Dr Burriss said:


“The results demonstrate that we may have more in common with non-Western cultures than previously thought.

The perception that scarring is a sign of strength is a view shared by the Yanomamö tribe of Venezuela for example, who use face-paint to accentuate scars that result from ritualised club fights designed to test a man’s endurance against repeated strikes to the head.

The assumption that scarring is a sign of bravery is also consistent with the historical tradition of academic fencing in Western culture, whereby scarring on a man was often evidence of his courage and ability to withstand an opponent’s blow.”

SOURCE:

Monday 13 November 2017

Do schools kill creativity?

Sir Ken Robinson makes an entertaining and profoundly moving case for creating an education system that nurtures (rather than undermines) creativity.

‘Ας φανταστούμε’ – Ευγένιος Τριβιζάς στο TEDx

Σε μια από τις καλύτερες παρουσίες στο TEDxAthens, ο Ευγένιος Τριβιζάς μίλησε για τη σημασία της φαντασίας στη ζωή των παιδιών και για το πως το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να βοηθά τα παιδιά να ξεπερνούν την πραγματικότητα αντί να την υπηρετούν. Ο αγαπημένος παραμυθάς των παιδικών μας χρόνων ήταν ένας από τους δύο ανθρώπους (ο άλλος ήταν ο φωτορεπόρτερ του Reuters Γιάννης Μπεχράκης) που με τις ομιλίες τους έκαναν το κοινό της αίθουσας να σηκωθεί από τις θέσεις του για να τους χειροκροτήσει.

The psychology behind why we value physical objects over digital



When technological advances paved the way for digital books, films and music, many commentators predicted the demise of their physical equivalents. It hasn’t happened, so far at least. For instance, while there is a huge market in e-books, print books remain dominant. A large part of the reason comes down to psychology – we value things that we own, or anticipate owning, in large part because we see them as an extension of ourselves. And, stated simply, it’s easier to develop meaningful feelings of ownership over a physical entity than a digital one. A new paper in the Journal of Consumer Research presents a series of studies that demonstrate this difference. “Our findings illustrate how psychological ownership engenders a difference in the perceived value of physical and digital goods, yielding new insights into the relationship between consumers and their possessions,” the researchers said.



In an initial study at a tourist destination, Ozgun Atasoy and Carey Morewedge arranged for 86 visitors to have their photograph taken with an actor dressed as a historical character. Half the visitors were given a digital photo (emailed to them straight away), the others were handed a physical copy. Then they were asked how much they were willing to pay, if anything, for their photo, with the proceeds going to charity. The recipients of a physical photo were willing to pay more, on average, and not because they thought the production costs were higher.

It was a similar story when Atasoy and Morewedge asked hundreds of American volunteers on the Amazon Mechanical Turk survey website to say what they would be willing to pay for either physical or digital versions of the book Harry Potter and the Sorcerer’s Stone and physical or digital versions of the movie Dark Knight. The participants placed higher monetary value on the physical versions, and this seemed to be because they expected to have a stronger sense of ownership for them (for the physical versions, they agreed more strongly with statements like “I will feel like I own it” and “feel like it is mine”). In contrast, participants’ anticipated enjoyment was the same for the different versions and so can’t explain the higher value placed on physical.

In further studies, the researchers showed that participants no longer placed higher value on physical objects over digital when they would be renting rather than buying – presumably because the greater appeal of owning something physical is irrelevant in this case. Likewise, the researchers found that participants who identified strongly with a particular movie (The Empire Strikes Back) placed higher value on owning a physical copy versus digital, but participants who had no personal connection with the film did not. This fits the researchers’ theorising because the greater sense of ownership afforded by a physical product is only an enticing prospect when there’s a motivation to experience a strong sense of connection with it.

If it is a greater psychological sense of ownership that makes physical objects so appealing, then the researchers reasoned that people disposed with more “need for control” will be particularly attracted to them – after all, to own something is to control it. Atasoy and Morewedge found some support for this in their final study. The higher that participants scored on a “need for control scale” (they agreed with items like “I prefer doing my own planning”), the more than they tended to say that physical books would engender a greater sense of ownership, and, in turn, this was associated with their being willing to pay a higher amount for them, compared with digital.

The findings have some intriguing interesting implications for companies seeking to boost the appeal of digital products, the researchers said. Any interventions that might engender a greater psychological sense of ownership over digital entities will likely boost their value – such as allowing for personalisation or being able to interact with them in some way. Similarly, the results may help explain the ubiquity of digital piracy – because people generally place a lower value on digital products (even when they see the production costs as the same physical) it follows that many of us consider the theft of digital products as less serious than physical theft.

SOURCE: