Thursday 27 September 2018

Όταν η εργασία μας εξουθενώνει...


1. Η εργασία μας είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την προσωπικότητά μας αλλά και τη γνώμη των άλλων για εμάς. Γι' αυτό και όταν μας ζητούν να περιγράψουμε τον εαυτό μας με λίγα λόγια είναι από τις πρώτες πληροφορίες που δίνουμε. Πηγή χαρούμενων αλλά και πολύ οδυνηρών στιγμών βοηθά στην αυτοπραγμάτωση και στην αυτοπεποίθησή μας. Μήπως όμως, στο τέλος της ημέρας, η δουλειά μας μας "δίνει" λιγότερα από όσα μας "παίρνει";

Η επαγγελματική ανάπτυξη, δηλαδή ο προσανατολισμός του ατόμου στο χώρο της εργασίας, διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό παραγόντων όπως τις ικανότητες και δεξιότητές του, τα ενδιαφέροντά του, το σύστημα (εργασιακών) αξιών του και σαφώς την προσωπικότητά του, η οποία συνεχίζει να διαμορφώνεται καθώς το άτομο εξελίσσεται επαγγελματικά. Μέσα από την εργασία το άτομο αναδεικνύει τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τα οποία το κάνουν να ξεχωρίζει, όσο και τις αδυναμίες του. Αυτή η διαδικασία παίζει σημαντικό ρόλο στην γνώση του εαυτού του, επιδρώντας, συχνά, στην αυτοπεποίθηση του ατόμου, θετικά ή αρνητικά.

Σύμφωνα με τον Freud, βασικοί παράμετροι για την φυσιολογική λειτουργία του ατόμου είναι η ικανότητά του να αγαπά, ικανοποιώντας την μέγιστη συναισθηματική του ανάγκη, και την ικανότητά του να εργάζεται, επιτυγχάνοντας, έτσι, τις προϋποθέσεις που θα το οδηγήσουν στην αυτοπραγμάτωση.

Συνεπώς η εργασιακή ζωή είναι άμεσα συνδεδεμένη τόσο με την εικόνα του εαυτού μας όσο και με την προσωπική μας εξέλιξη. Η εργασία μπορεί να αποτελέσει στόχο, να δώσει νόημα για την ζωή και να προσδώσει στο άτομο ταυτότητα, αυτό-σεβασμό, κοινωνική στήριξη και υλικές αμοιβές. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές έχουν σημαντικές επιρροές στην εργασιακή μας ζωή, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου, όσο και στην εργασιακή του απόδοσή.

2. Το νέο πλαίσιο εργασίας που γίνεται όλο και πιο διαδεδομένο στην ελληνική κοινωνία (εξαντλητικά ωράρια, περικοπές μισθών, δυσμενείς συνθήκες εργασίας, έλλειψη επαγγελματικής αναγνώρισης, σε συνδυασμό με την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία εναλλακτικών επιλογών) έχει αναγάγει τον εργασιακό τομέα ως την κύρια πηγή άγχους και απογοήτευσης των ανθρώπων. Οι συνεχώς αυξανόμενες αυτοκτονίες καταδεικνύουν το γεγονός με τον χειρότερο τρόπο. Θα έλεγε κανείς ότι όλα γύρω μας είναι έτσι δομημένα ώστε να υπερ-επενδύουμε στη δουλειά μας με κίνδυνο, τελικά να εξουθενωθούμε. Συμφωνείτε; Πώς το σχολιάζετε; Οφείλουμε να αντισταθούμε ή απλώς να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες;

Συνέπεια των οικονομικοκοινωνικών αλλαγών αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι οι καινούργιες συνθήκες εργασίας, στις οποίες καλούμαστε να αποδώσουμε επαγγελματικά. Οι δυσμενείς εργασιακές συνθήκες, με εξαντλητικά ωράρια, περικοπές μισθών, έλλειψη επαγγελματικής αναγνώρισης καθώς και αναγνώρισης προσόντων σε συνδυασμό με την ολοκληρωτική απουσία εναλλακτικών επιλογών προκαλούν το γνωστό, σε όλους πλέον, «εργασιακό άγχος», το οποίο έχει άμεσες επιπτώσεις τόσο στη σωματική όσο και στη ψυχική υγεία του ατόμου, και κατά συνέπεια στην εργασιακή του απόδοσή. Ακραία εκδήλωση και κατάληξη του εργασιακού άγχους είναι το "Σύνδρομο της Επαγγελματικής Εξουθένωσης" , γνωστό και ως "Burn out Syndrome". Το άτομο δηλαδή αισθάνεται σωματική εξάντληση και χάνει το ενδιαφέρον του για την εργασία ενώ σταδιακά προκαλούνται σωματικές, ψυχικές, γνωστικές και συμπεριφορικές φθορές πλήττοντας έτσι την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τις καταστροφικές συνέπειες των δυσκολιών της εποχής είναι καλό να τις προλάβουμε. Άλλωστε πάντα η πρόληψη είναι καλύτερη της θεραπείας!

Έτσι, μία καλή πρόταση αντιμετώπισης της κατάστασης είναι αρχικά η «διάγνωση του προβλήματος». Ο καθένας από εμάς χρειάζεται να αναγνωρίσει το πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζει και ενδεχομένως και εκείνο που διαγράφεται στο εγγύς μέλλον. Συχνά, είμαστε αντιμέτωποι με κάποια προβλήματα, τα οποία εντάσσουμε στην καθημερινότητά μας ως ρουτίνα, με αποτέλεσμα να τα αγνοούμε χωρίς να τα αντιμετωπίζουμε κι εκείνα να δημιουργούν κι επιπρόσθετα. Εστιάζοντας όμως στο πρόβλημά μας εγκαίρως, είναι δυνατόν να βρούμε λύσεις προσαρμοσμένες τόσο στις ανάγκες μας όσο και τις ικανότητές μας. Αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα, αν καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες μας – για παράδειγμα αγχώδης προσωπικότητα, τάση προς απαισιοδοξία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, κτλ – αλλά και τα «δυνατά» μας σημεία. Τα δυνατά στοιχεία δεν είναι μονάχα προσωπικά (προτερήματα προσωπικότητας, ικανότητες, κτλ) αλλά και κοινωνικά (οικογένεια, φίλοι, συνεργάτες, κτλ), τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως στήριγμα, ή ακόμα και υλικά ή πνευματικά (εκπαίδευση, ειδίκευση), που μας τροφοδοτούν με εμπειρίες κι εναλλακτικές. Τέλος, το μόνο που μένει είναι η δράση!

3. Πολλές φορές, ακόμη και ασυναίσθητα, καταφεύγουμε στη δουλειά μας στην προσπάθειά μας να "ξεχαστούμε" από άλλα προβλήματα που μας απασχολούν (π.χ. πένθος, χωρισμός, κακή προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση). Το φαινόμενο είναι γνωστό και ως "εργασιοθεραπεία". Μπορεί όντως η δουλειά μας να μας βοηθήσει να ξεπερνούμε άλλα προβλήματα στην προσωπική ζωή και με ποιες προϋποθέσεις; Υπάρχει κίνδυνος;

Αρκετοί άνθρωποι χρησιμοποιούν την εργασία τους για να ξεχαστούν ή και να αντιμετωπίσουν καταστάσεις από άλλους τομείς της ζωής τους. Είναι μία διαδικασία η οποία συμβαίνει σχεδόν αυτόματα καθώς στην εργασιακή ζωή το άτομο συναναστρέφεται και επικοινωνεί με άλλα άτομα (ικανοποιώντας τις κοινωνικές του ανάγκες), αναλαμβάνει καθήκοντα και πρωτοβουλίες, αισθάνεται ικανό και δραστήριο και αποστασιοποιείται από την πηγή του προβλήματος, οπότε ηρεμεί ψυχικά κάνοντας πιο αποτελεσματική την αντιμετώπιση των άλλων προβλημάτων. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον με λειτουργικές εργασιακές σχέσεις ώστε να μπορέσει να δώσει στο άτομο την θετική ανατροφοδότηση που χρειάζεται.

Συνήθως, ο κίνδυνος σε αυτή την τάση του ανθρώπου βρίσκεται στις μη ιδανικές/επιθυμητές εργασιακές συνθήκες, στις δυσλειτουργικές σχέσεις με συναδέλφους ή και την απουσία επαγγελματικής ικανοποίησης. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο δεν μπορεί να πάρει θετικά συναισθήματα από την εργασία του με αποτέλεσμα να φορτίζεται διπλά, να έχει συναισθήματα απογοήτευσης και τελικά να πλήττεται η αυτό-εικόνα του. Ένας ακόμη κίνδυνος είναι ότι το άτομο μπορεί με αυτό τον τρόπο να «κρύβεται» πίσω από την εργασία του και να αναβάλει την επίλυση των περεταίρω προβλημάτων του. Αυτό σαφώς έχει καταστροφικές συνέπειες και μπορεί να καταλήξει σε έναν φαύλο κύκλο καταστρέφοντας την ποιότητα ζωής του ατόμου.

4. Πολλοί άνθρωποι δείχνουν μια αδυναμία να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική τους ζωή με αποτέλεσμα να αδυνατούν να "βγουν από τη μπρίζα". Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι μπορεί να κρύβει αυτή η συμπεριφορά;

Το ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον και οι εξουθενωτικοί ρυθμοί εργασίας κάνουν ένα μεγάλο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού να μην μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τα εργασιακά του θέματα ακόμα και κατά τις προσωπικές ώρες ή ακόμη χειρότερα να μην μπορεί να αποκοπεί από τις εργασιακές υποχρεώσεις. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας προσωπικότητας με χαρακτηριστικά τελειομανίας, εργασιομανίας ή ακόμη προσπάθεια διαφυγής από προβλήματα εκτός εργασιακού περιβάλλοντος.

Ωστόσο είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την υγεία μας. Σε οργανικό επίπεδο, παρατηρούμε Πόνους στην πλάτη, στα πόδια, στη μέση, έλκος, ημικρανίες, διαταραχές ύπνου, σίτισης κ.α. Σε συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο, παρατηρούμε Κατάθλιψη, θυμό, ενοχές, απογοήτευση, δυσλειτουργικές σχέσεις, προβλήματα στην επικοινωνία κ.α. Σε επίπεδο συμπεριφοράς, παρατηρούμε συγκρούσεις με συναδέλφους, συχνές απουσίες, αδιαφορία, υπεραπασχόληση με άλλα θέματα, παραιτήσεις, χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη μείωση της παραγωγικότητας

5. Πόσο καλό είναι να επενδύει κάποιος υπερβολικά στη δουλειά του και πώς στοιχειοθετείται αυτό το "υπερβολικά";

Η εργασία ενισχύει την προσωπική μας ταυτότητα, συχνά μας προσδίδει ένα ρόλο, κύρος, ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και τα λοιπά. Σε συνδυασμό με την εργασιακή ανασφάλεια των ημερών πολλοί είναι εκείνοι που ταυτίζουν τη ζωή/ύπαρξή τους με την εργασία με αποτέλεσμα να επενδύουν υπερβολικά σε εκείνη. Όπως σε όλους τους τομείς της ζωής μας, έτσι και στον εργασιακό χρειάζονται όρια.

Το να ταυτίζει κανείς την ύπαρξη του με την εργασία κρύβει ρίσκο καθώς τον ωθεί στο να επικεντρώνεται σε αυτή αφήνοντας πίσω την προσωπική ζωή, η οποία χρειάζεται ώστε να καλύψει άλλες ανθρώπινες ανάγκες (π.χ. αγάπη, συντροφικότητα, φιλία, ενδιαφέροντα, κτλ) αλλά και στην σωστή ανατροφοδότηση δυνάμεων ώστε να συνεχίσει να είναι παραγωγικός στην εργασία του. Όπως ήδη έχω αναφέρει, αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης με όλες τις ακόλουθες αρνητικές συνέπειες τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.

6. Πολλές φορές όταν εισπράττουμε απογοήτευση από την εργασία μας υποσχόμαστε στον εαυτό μας ότι στο εξής θα διεκπεραιώνουμε απλώς την εργασία μας χωρίς περαιτέρω συναισθηματική εμπλοκή. Γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο να τηρήσουμε αυτήν την απόφαση;

Τα συναισθήματα συχνά προκαλούνται από τις ερμηνείες που δίνουν οι άνθρωποι σε διάφορα γεγονότα. Τα εργασιακά συναισθήματα μπορεί να είναι θετικής φύσης και να ενισχύουν την εργασιακή προσπάθεια και εξέλιξη του ατόμου. Μπορεί όμως να είναι και αρνητικά, προκαλώντας προβλήματα στην παραγωγικότητα του ατόμου, στις εργασιακές σχέσεις και στα εργασιακά του κίνητρα.

Τα αρνητικά συναισθήματα κάνουν συχνά το άτομο να σκέφτεται ότι χρειάζεται να εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα χωρίς άλλη συναισθηματική εμπλοκή. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι αδύνατο εφόσον οι εργασιακοί χώροι επιδρούν στις σκέψεις, στα συναισθήματά και στις πράξεις τους. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή οι εργασιακοί χώροι στελεχώνονται από άτομα με διαφορετικές προσωπικότητες, ανάγκες, αξίες, πιστεύω και στόχους, με αποτέλεσμα να είναι δεδομένη η υπαρξη συναισθήματος. Δεύτερον, το άτομο μέσα από την εργασία του καλύπτει κάποιες ανάγκες του (π.χ. το αίσθημα της παραγωγικότητας, της αποδοχής, της εκπλήρωσης στόχων, του «ανήκειν», κτλ) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει την εργασία του αποστασιοποιημένος από συναισθήματα.

7. Όλο και πιο συχνά ακούμε για το περίφημο "σύνδρομο burn – out", το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης. Ποια είναι τα συμπτώματά του; Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αγγίζει τα όριά του;

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ BURN-OUT

Η επαγγελματική εξουθένωση αποτελείται από τρεις επιμέρους διαστάσεις: τη συναισθηματική εξάντληση, την αποπροσωποποίηση και την αναποτελεσματικότητα.
Η συναισθηματική εξάντληση (emotional exhaustion), αναφέρεται στη μείωση των συναισθημάτων του ατόμου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να προσφέρει συναισθηματικά στον εργασιακό του τομέα. Το άτομο δεν έχει όρεξη να πάει στην εργασία του και να απόδωσει. Προσπαθώντας να προστατευτεί απέναντι στην εξάντληση, τείνει να απομονώνεται και να έχει δυσλειτουργικές σχέσεις με άλλα άτομο τόσο του εργασιακού του περιβάλλοντος όσο και του φιλικού ή οικογενειακού.
Η αποπροσωποποίηση (depersonalization), αναφέρεται στην αρνητική και συχνά κυνική, αντιμετώπιση των πελατών ή και συνεργατών του ατόμου. Η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός του ατόμου μειώνονται σημαντικά και μπορεί να οδηγηθεί σε προσωπική κατάρρευση.
Η αναποτελεσματικότητα, αναφέρεται στην μειωμένη προσωπική επίτευξη και έλλειψη προσωπικών επιτευγμάτων (reduced feeling of personal accomplishment). Πρόκειται για την τάση του ατόμου να κάνει αρνητική αξιολόγηση του εαυτού του, ιδίως όσον αφορά στις επαγγελματικές του ικανότητες και σ' ένα γενικότερο αίσθημα δυστυχίας και δυσαρέσκειας, σχετικό με τα αποτελέσματα και το περιεχόμενο της εργασίας του.

ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ ΕΚΔΗΛΩΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ:
Σε οργανικό επίπεδο: Μυϊκοί πόνοι, υπερένταση, γαστρεντερικά προβλήματα, σωματική κόπωση, εξάντληση, αυξημένη αρτηριακή πίεση, ημικρανίες, διαταραχές ύπνου, σίτισης κ.α.
Σε συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο: Κατάθλιψη, ανία, ανησυχία, αποθάρρυνση, θυμός, σύγχυση, έλλειψη ελαστικότητας, απογοήτευση, έλλειψη ενδιαφέροντος για την εργασία, αποτυχία διεκπεραίωσης καθηκόντων, συναισθήματα ανεπάρκειας, έλλειψη βοήθειας και ενοχές, αδιέξοδη κατάσταση αίσθημα αποτυχίας, επιδείνωση των προσωπικών σχέσεων κ.α.
Σε επίπεδο συμπεριφοράς: Συγκρούσεις με συναδέλφους, συναισθηματικές εκρήξεις, συχνές απουσίες, χαμηλή απόδοση, χαμηλή ικανοποίηση, αδιαφορία, υπεραπασχόληση με άλλα θέματα, παραιτήσεις, ροπή σε ατυχήματα, δυσκολία συγκέντρωσης, ενδεχόμενη χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών, χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη μείωση της παραγωγικότητας

8. Ποιες κατηγορίες ανθρώπων είναι πιο επιρρεπείς στο να υποστούν εργασιακή εξάντληση;

Κάποια προσωπικά χαρακτηριστικά που ευνοούν την ανάπτυξη της επαγγελματικής εξουθένωσης είναι:
Ηλικία (νεαρά άτομα εκτίθενται περισσότερο σε συναισθηματική εξάντληση). Αυτό συμβαίνει διότι συνήθως τα νεαρά άτομα αρχίζουν με υψηλές προσδοκίες για την εργασία και το επαγγελματικό τους μέλλον και συχνά αυτές διαψεύδονται και τα άτομα οδηγούνται σε απογοήτευση.
Άτομα με ισχυρό επαγγελματικό ήθος που επικεντρώνονται στην προσφορά, καθώς δεν λαμβάνουν πάντα της ίδιας συμπεριφοράς από συναδέλφους με αποτέλεσμα να αναλαμβάνουν περισσότερα καθήκοντα από όσα αντέχουν και να οδηγούνται τόσο σε απογοήτευση όσο και εξάντληση.
Έλλειψη ικανότητας επίλυσης προβλημάτων/αδυναμία αντιμετώπισης του προβλήματος
Πολύ υψηλές ατομικές προσδοκίες
Υψηλές απαιτήσεις εμπλοκής, εγωισμός και ιδεαλισμός
Άτομα με τάση τελειομανίας
Άτομα τα οποία έχουν δυσκολία να αρνηθούν με αποτέλεσμα, πάλι, να αναλαμβάνουν περισσότερα καθήκοντα από τα προγραμματισμένα γι' αυτά
Άτομα με δυσκολίες στη λήψη ευθύνης
Αδυναμία διατήρησης μίας προσωπικής ψυχολογικής ισορροπίας
Τα άτομα εκείνα που αντιμετωπίζουν το άγχος στην εργασία τους ως αποτυχία
Άτομα που διακατέχονται από αισθήματα ενοχής
Άτομα με ανεπαρκή εκπαιδευτική προετοιμασία
Άτομα τα οποία είναι υπό συνεχή πίεση για να παράγουν αποτελέσματα σε ένα μη ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα
Άτομα που δέχονται πληθώρα επικρίσεων και αισθάνονται την απουσία υποστήριξης από συναδέλφους / άτομα που δεν έχουν κοινωνική στήριξη είτε από το εργασιακό είτε από το οικογενειακό περιβάλλον
Άτομα που δεν έχουν την ευκαιρία να λάβουν νέες κατευθύνσεις, να αναπτύξουν ή να πειραματιστούν με τα νέα μοντέλα της εργασίας
Άτομα που έχουν προβλήματα υγείας, οικογενειακά
Όσοι ασχολούνται με επαγγέλματα που πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων (κοινωνικά, εκπαιδευτικά, διευθυντικά).
Όσοι εργάζονται πολλές ώρες, για μεγάλο χρονικό διάστημα και πολύ εντατικά.
Τα άτομα που νιώθουν παρατεταμένα την ανάγκη της προσφοράς.
Άτομα τα οποία αισθάνονται πλήξη, ρουτίνα και η μονοτονία στην εργασία τους
Άτομα με μειωμένη ψυχική υγεία είναι πιο ευάλωτα στα αποτελέσματα του στρες

Μελέτες δείχνουν ότι οι παράγοντες καταστάσεων έχουν ισχυρότερη επίδραση στην πνευματική εξουθένωση σε σχέση με τα ατομικά χαρακτηριστικά.

9. Η βελτίωση των ανθρώπινων σχέσεων στους χώρους εργασίας μπορεί να είναι μια λύση ώστε να νιώσει εργαζόμενος καλύτερα μέσα στο εργασιακό του περιβάλλον; Και πόσο ρεαλιστικό είναι να μιλάμε για κάτι τέτοιο τη στιγμή που ο ανταγωνισμός αυξάνεται συνεχώς, καθώς οι εργαζόμενοι πασχίζουν να κρατήσουν τις θέσεις εργασίας τους έναντι των άλλων;

Η καλή σχέση με τους συναδέλφους διευκολύνει τη λειτουργία της ομάδας, δημιουργεί ξεκάθαρη κρίση, κάνει πιο εύκολη τη λήψη αποφάσεων και δημιουργεί μία καλή αυτό-εικόνα, αυξάνοντας την αυτοπεποίθηση του ατόμου. Ωστόσο, η έντονη ανταγωνιστικότητα, οι γρήγοροι ρυθμοί, τα υψηλά επίπεδα μόρφωσης, οι μικροί εργασιακοί χώροι, οι υψηλές απαιτήσεις και η πιεστική ανάγκη για επίτευξη καλών αποτελεσμάτων, συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στη γένεση διαπροσωπικών διαφορών και συγκρούσεων. Οι διαφορές νοοτροπίας, θέσης, επιπέδου μόρφωσης στις διάφορες ιεραρχικές βαθμίδες, μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία καταστάσεων που οδηγούν σε κακές σχέσεις με αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα. Οι σχέσεις που έχουμε με τους συναδέλφους μας στο χώρο εργασίας, επηρεάζουν τη ψυχολογική μας κατάσταση, την παραγωγικότητα και την ποιότητα της ζωής μας γενικά.

Αποδεχόμενοι ότι οι προσωπικές αντιπαραθέσεις, διαφορές, διαμάχες ή και συγκρούσεις, είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας, μπορούμε να λάβουμε μέτρα και να ενεργοποιήσουμε μηχανισμούς που να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις.

Τέτοιοι μηχανισμοί που μπορούν να υιοθετηθούν από τα μέλη μιας ομάδας που εργάζονται μαζί με στόχο να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μιας δυσλειτουργίας λόγω διαπροσωπικών προβλημάτων είναι:
Οι σχέσεις με τα άλλα άτομα που εργάζονται στον ίδιο χώρο πρέπει να χαρακτηρίζονται από επαγγελματισμό, σεβασμό και εκτίμηση προς τον άλλον
Τα άτομα χρειάζεται να ακούν και να έχουν διάθεση κατανόησης των άλλων ατόμων, ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις δημιουργώντας ένα κλίμα εμπιστοσύνης το οποίο συντείνει στην λύση των προβλημάτων.
Να προωθείται η συνεργασία για την επίλυση προβλημάτων ή για την επίτευξη κοινών στόχων
Χρήση λέξεων όπως "αισθάνομαι", "νομίζω" αποφεύγοντας την κριτική ή τις κατηγορίες.
Πριν μπείτε στη διαδικασία της συζήτησης θα πρέπει να καθορίσετε το τι πραγματικά θέλετε. Επίσης θα πρέπει να ξέρετε για το τι είσαστε έτοιμοι να χάσετε και τι συμβιβασμούς μπορείτε να κάνετε για να πετύχετε αυτό που θέλετε.
Ο χειρισμός και επίλυση μιας αντιπαράθεσης είναι μια διαδικασία σταδιακή. Οι συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις δεν λύονται με μια μόνο αλληλεπίδραση. Χρειάζονται επαναπροσεγγίσεις, επανατοποθετήσεις με συζήτηση των θεμάτων σε διάφορα επίπεδα. Μπορεί να υπάρξουν οπισθοδρομήσεις και μετά με σταδιακό τρόπο πρόοδος για την επίτευξη μιας αποδεκτής λύσης από όλα τα μέρη.

Λόγω ανταγωνισμού, ενδεχομένως, να φαίνεται ουτοπική μία τέτοια προσέγγιση, ωστόσο, είναι καλό, οι εργαζόμενοι να αναγνωρίσουν τον σημαντικό ρόλο της ομάδας και να συνειδητοποιήσουν πως όταν λειτουργήσουν αρμονικά μέσα σε αυτή τότε αυξάνονται οι πιθανότητες να παραμείνουν στην εργασιακή τους θέση εφόσον θα γίνουν πιο παραγωγικοί βοηθώντας τον οργανισμό στον οποίο εργάζονται αλλά και την προσωπική τους εξέλιξη.

10. Με ποιους πρακτικούς τρόπους (σκέψεις/ ασκήσεις / πράξεις) μπορεί ένας άνθρωπος να προλάβει ή να αντιμετωπίσει την εργασιακή εξουθένωση και τι πρέπει να κάνει όταν θεωρεί ότι το πράγμα έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του;

Έχει γίνει πολύς λόγος για το θέμα της επαγγελματικής εξουθένωσης και του εργασιακού άγχους. Πλέον θεωρώ ότι ο κόσμος είναι πλήρως ενημερωμένος για τα συμπτώματα, σε ποιους τομείς εκδηλώνονται και τι χρειάζεται να προσέξουν. Αρχίζω από τα συμπτώματα, διότι η έγκαιρη αναγνώριση αυτών είναι σημαντική εφόσον μπορούμε να προλάβουμε τις, καταστροφικές, συνέπειές που αυτά φέρουν. Έπειτα, χρειάζεται να επανεκτιμήσουμε τους προσωπικούς στόχους και τις προσδοκίες, ώστε να είναι ρεαλιστικές χωρίς να καταλήγουν σε απογοήτευση. Όπου τα παραπάνω δεν είναι εφικτά, είναι καλό να αναζητήσουμε κάποια υποστήριξη, από το άμεσο περιβάλλον ή ακόμα και από κάποιον ειδικό επαγγελματία.

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να μην ξεχνάμε τον εαυτό μας και να προσπαθούμε να τον τροφοδοτήσουμε με διάφορες ψυχαγωγικές δραστηριότητες ώστε να μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα εργασιακά προβλήματα και να λειτουργήσουμε πιο αποτελεσματικά. Η διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης του οργανισμού μας θα βοηθήσει στην αποφυγή των δυσάρεστων συνεπειών του άγχους, όπως αυξημένη αρτηριακή πίεση, μυϊκούς πόνους, κτλ.

Επίσης μία καλή τακτική είναι η βελτίωση της διαχείρισης χρόνου και των οργανωτικών μας ικανοτήτων, η οποία, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την καταγραφή υποχρεώσεων/ δραστηριοτήτων, τον καθορισμό προτεραιοτήτων, την τμηματοποίηση και ανάθεση εργασιών όπου είναι εφικτό, τη δημιουργία ισορροπημένου χρονικού προγράμματος, κ.ά. Αυτό θα βοηθήσει στον καλύτερο προσδιορισμό των στόχων αποφεύγοντας τις αστοχίες, αποτυχίες και κατά συνέπεια την απογοήτευση.

Τέλος, ένα σταθερό πρόγραμμα ύπνου, σωστές διατροφικές συνήθειες (ισορροπημένη διατροφή, στις σωστές ποσότητες και πλούσια σε βιταμίνες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και άλλα θρεπτικά στοιχεία), θα βοηθήσουν στην καλή λειτουργία του οργανισμού αποφεύγοντας περαιτέρω λόγους για εξάντληση. Καθώς το άτομο θα αισθάνεται καλά οργανικά, θα είναι σε θέση να επικοινωνήσει σωστά και εποικοδομητικά με συναδέλφους και φιλικά άτομα, τον/την σύντροφο ή την οικογένεια, ικανοποιώντας έτσι την ανάγκη του για κοινωνικότητα και αποφεύγοντας προβλήματα, τα οποία θα μπορούσαν να είναι τροχοπέδη στην επαγγελματική του απόδοση.

Το πρόχειρο φαγητό αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης, ενώ η μεσογειακή διατροφή τον μειώνει





Το junk food αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης, ενώ αντίθετα η υγιεινή διατροφή και ιδίως η μεσογειακή μειώνει αυτό τον κίνδυνο, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Καμίλ Λασάλ του Τμήματος Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογικής ψυχιατρικής «Molecular Psychiatry», σύμφωνα με τις βρετανικές εφημερίδες «Γκάρντιαν» και «Ιντιπέντεντ», αξιολόγησαν στοιχεία για 41 δημοσιευμένες έρευνες πάνω στη σχέση διατροφής και κατάθλιψης. Τα στοιχεία αφορούσαν σχεδόν 33.000 άτομα σε πέντε χώρες, από τους οποίους κανείς δεν είχε διαγνωσμένη κατάθλιψη στην έναρξη της κάθε μελέτης.

Η μετα-ανάλυση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση αφενός τροφών με πολλά λίπη και ζάχαρη, αφετέρου επεξεργασμένων, οδηγεί σε συστημική φλεγμονή όλου του σώματος, η οποία έχει στον οργανισμό παρόμοιες επιπτώσεις με αυτές του καπνίσματος, της παχυσαρκίας, της ρύπανσης και της έλλειψης άσκησης.

«Η χρόνια φλεγμονή μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία μεταφέροντας φλεγμονώδη μόρια στον εγκέφαλο, ενώ μπορεί να επηρεάσει επίσης και τους νευροδιαβιβαστές, τα μόρια που ρυθμίζουν την ψυχική διάθεση», ανέφερε η Λασάλ.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η κακή διατροφή μπορεί όχι μόνο να επιδεινώσει, αλλά και να πυροδοτήσει την κατάθλιψη. Από την άλλη, όσοι ακολουθούσαν συστηματικά τη μεσογειακή διατροφή, είχαν κατά μέσο όρο 33% μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης. Η κατανάλωση πολλών φρούτων, λαχανικών και οσπρίων μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή στο σώμα.

Μετά και τη νέα μελέτη, ενισχύεται η πεποίθηση ότι οι συμβουλές περί διατροφής πρέπει να συνοδεύουν την ψυχιατρική, αν και ορισμένοι γιατροί δεν έχουν ακόμη πεισθεί ότι η υγιεινή διατροφή μπορεί να έχει πραγματικά ευεργετική δράση στις ψυχικές παθήσεις και γι' αυτό ζητούν περαιτέρω μελέτες.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/986629/article/ygeia/ygeia-epikairothta/to-proxeiro-faghto-ay3anei-ton-kindyno-kata8liyhs-enw-h-mesogeiakh-diatrofh-ton-meiwnei(accessed 28.9.18)

Monday 24 September 2018

The Secret To Improving Your Relationship



How much do you appreciate your partner?



Simply being appreciative of your partner’s good points, however modest, improves the relationship, research finds.

People who recognised their partner’s efforts to be more patient and loving had a happier and more secure relationship, psychologists have discovered.


On the other hand, those who believed their partner could not change had worse relationships, even if their partner was making a real effort to do better.

The trick is to convince yourself that change is possible and to appreciate any steps in the right direction, however small.

Dr Daniel C. Molden, a study co-author, said:


“A secret to building a happy relationship is to embrace the idea that your partner can change, to give him or her credit for making these types of efforts and to resist blaming him or her for not trying hard enough all of the time.”

The conclusions come from a study in which couples rated how much their partner was trying to improve the relationship.


Did they, for example, make an effort to be a better listener or try and show more understanding?


After three months they rated their relationships again.

The results showed that people who appreciated their partner’s efforts to change were happier with their relationship.

Even sincere efforts to improve the relationship are wasted, the study found, if they are not appreciated.

Dr Molden said:


“If you don’t believe that your partner is capable of changing his or her fundamental characteristics, even when he or she is working hard to try to improve your relationship, you can actually end up discounting these efforts.”

It is common for people in relationships to be sceptical about their partner’s efforts, however hard they are trying.

Don’t let that happen to you.


Dr Chin Ming Hui, the study’s first author, said:


“Many of us tend to under appreciate our partner’s efforts to improve the relationship, simply because we do not have enough faith in those attempts.

When we see those efforts in a positive light, we can enjoy our relationship much more.”

SOURCE:

The “beautiful mess” effect: other people view our vulnerability more positively than we do



“Vulnerability is courage in you and inadequacy in me” Brené Brown



Admitting mistakes, seeking help, apologising first, confessing one’s romantic feelings – all these kind of situations involve intentional expressions of vulnerability, in which we may fear being rejected or being judged negatively, yet we grit our teeth and go ahead anyway. According to a team of psychologists writing in the Journal of Personality and Social Psychology contrary to our worst fears, having the courage to show our vulnerability in these ways will often be rewarded. That’s because there is an intriguing mismatch in the way we take a more negative view of our own vulnerability than we do of other people’s – the researchers call this “the beautiful mess effect”.



Anna Bruk and her colleagues at the University of Mannheim were inspired in part by Brené Brown’s book Daring Greatly: How the Courage to Be Vulnerable Transforms the Way We Live, Love, Parent, and Lead in which she argues, based on interviews she’s conducted and other qualitative evidence, that “we love seeing raw truth and openness in other people, but we are afraid to let them see it in us … Vulnerability is courage in you and inadequacy in me.”

To find some experimental evidence to back up this idea, and to test a possible explanation, Bruk and her team conducted seven studies with hundreds of participants. The format for many was that the participants were asked to imagine scenarios in which either they or another person displayed intentional vulnerability – such as confessing romantic love or admitting to a mistake – and then they either rated their own vulnerability (e.g. how strongly they agreed they had shown courage or weakness), or the other person’s vulnerability, respectively. Time and again, and across many different contexts, participants perceived their own vulnerability more negatively and less positively than other people’s.

Of course, asking people to imagine hypothetical scenarios is always going to lack realism. For another study, the researchers contrived matters so that participants either expected to display vulnerability themselves in a real-life situation (improvising a song in front of a jury) or they expected someone else to display that vulnerability in front of them (that is, the participant would be a member of the jury). In fact, the performance didn’t go ahead, but participants agreed it was an act of vulnerability and either rated themselves (if they were to be the singer) or they rated the other person – again, participants rated other people’s vulnerability much more positively than they rated their own.

Bruk and her team think that a key mechanism explaining this contrast in perspectives is to do with the “construal level” – they found evidence that when we think about our own vulnerability we do so very concretely (i.e. with a low construal level) whereas when we think about others’ vulnerability we do so more abstractly (i.e. with a high construal level). Previous research on so-called “construal level theory” has already shown that a higher, more abstract construal level is associated with a more positive, risk-friendly perspective, so it follows that viewing the vulnerability of others with this mindset would lead to more positive impressions.

The researchers argue their findings are important given earlier research showing the benefits of expressing vulnerability: self-disclosure can build trust, seeking help can boost learning, admitting mistakes can foster forgiveness, and confessing one’s romantic feelings can lead to new relationships.

“Even when examples of showing vulnerability might sometimes feel more like weakness from the inside, our findings indicate, that, to others, these acts might look more like courage from the outside,” Bruk and her colleagues concluded. “Given the discussed positive consequences of showing vulnerability for the relationship quality, health, or job performance, it might, indeed, be beneficial to try to overcome one’s fears and to choose to see the beauty in the mess of vulnerable situations.”

SOURCE:

Monday 17 September 2018

The Rebellious Sign of Higher IQ





People with higher intelligence tend to share this characteristic.



People with higher intelligence are more likely to be original, offbeat and rebellious, research finds.

More intelligent people have a distinct, individual style and avoid following the crowd.


Non-conformists may be more intelligent because they are less afraid to break society’s conventions.

Being a non-conformist comes with its own dangers, though, the study’s authors write:


“Non-conformist behavior may threaten the belongingness to a social group, or has the potential of enlarging the psychological distance from others.

People who deviate from the group are more likely to be punished, ridiculed, or even rejected by other group members.

…acting in a non-conformist way is less threatening for highly than for less intelligent people.”

The conclusions come from a small study that asked 46 people about their ‘need for uniqueness’ and tested their intelligence.

They were asked whether they agreed with statements like:
“I do not always need to live by the rules and standards of society.”
“I tend to express my opinions publicly, regardless of what others say.”
“When a style of clothing I own becomes too commonplace, I usually quit wearing it.”

The results showed that people with higher IQs were more likely to endorse statements indicating a preference for uniqueness.



More intelligent people may be more resourceful, which explains their independence, the study’s authors write:


“…the more intelligent someone is, the less dependent this person is on the group to acquire resources.

This means that highly intelligent people can afford more non-conformist behavior because of their capacity to secure resources in isolation.

…as general intelligence increases the need to conform to group norms decreases.”

SOURCE:
https://www.spring.org.uk/2018/09/rebellious-sign-high-iq.php(accessed 17.9.18)

Thursday 13 September 2018

Όταν γράφουμε στο χέρι μαθαίνουμε πιο εύκολα



Το γράψιμο με στυλό εντυπώνει καλύτερα τη γνώση στο νου.

Οι μαθητές και οι ενήλικοι που γράφουν με το χέρι τους, αντί να πληκτρολογούν σε ένα υπολογιστή, μαθαίνουν καλύτερα. Το ίδιο συμβαίνει και με όσους διαβάζουν από ένα βιβλίο, αντί από μια οθόνη, σύμφωνα με μια νέα νορβηγική επιστημονική έρευνα, η οποία έρχεται να αναδείξει τη σημασία των παραδοσιακών μεθόδων μάθησης, που τείνουν να εκλείψουν στη σύγχρονη κοινωνία λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων.

Εξάλλου μια δεύτερη αμερικανική έρευνα διαπίστωσε ότι οι μαθητές που μετά το διάβασμα, καλούνται να δώσουν τεστ απομνημόνευσης σε σχέση με αυτά που διάβασαν, θυμούνται περισσότερα πράγματα και έχουν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με όσους διαβάζουν ξανά και ξανά το ίδιο μάθημα ή με όσους φτιάχνουν αναλυτικά διαγράμματα για να θυμούνται τι διάβασαν πριν.

Οι ερευνητές, υπό την καθηγήτρια Αν Μάνγκεν του πανεπιστημίου Στάβανγκερ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό “Advances in Haptics”, σύμφωνα με τη βρετανική “Τέλεγκραφ”, έκαναν πειράματα με δύο ομάδες εθελοντών, οι οποίοι κλήθηκαν να μάθουν να γράφουν σε μια γλώσσα με άγνωστο αλφάβητο, η οποία περιλάμβανε 20 γράμματα. Η μια ομάδα έπρεπε να μάθει να γράφει με το χέρι διαβάζοντας από βιβλίο και η άλλη με πληκτρολόγιο υπολογιστή διαβάζοντας από οθόνη.

Μετά από ενάμιση μήνα, τα σχετικά τεστ έδειξαν ότι όσοι είχαν μάθει με τον παλιό καλό τρόπο να διαβάζουν και να γράφουν, δηλαδή με το βιβλίο και το χέρι τους, τα πήγαν καλύτερα σε σχέση με όσους έμαθαν στον υπολογιστή. Μεταξύ άλλων, ο συγκριτικός έλεγχος του εγκεφάλου έδειξε ότι η πρώτη ομάδα (η “παραδοσιακή”) εμφάνιζε ενεργοποίηση της περιοχής του Μπροκά, ενώ η δεύτερη (η “μοντέρνα”) ελάχιστη ή καθόλου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, φαίνεται πως το γράψιμο με στυλό και η ανάγνωση από βιβλίο εντυπώνουν καλύτερα τη γνώση στο νου των ανθρώπων σε σχέση με το γράψιμο με πληκτρολόγιο και την ανάγνωση από οθόνη. Όπως επισημαίνουν, η παραδοσιακή γραφή και ανάγνωση ενεργοποιούν περισσότερο τις αισθήσεις μας και προσφέρουν εντονότερα σήματα ανάδρασης από τους μύες και τα άκρα των δακτύλων μας (σε σχέση με την επαφή των χεριών με το πληκτρολόγιο), με συνέπεια η παλιά καλή μέθοδος να ενισχύει πιο αποτελεσματικά τον εγκεφαλικό μηχανισμό μάθησης. Παράλληλα, επειδή απαιτείται περισσότερος χρόνος και νοητική προσπάθεια για να γράψει κανείς με το χέρι, αυτό βοηθά στην εντύπωση της μνήμης.

Η δεύτερη έρευνα, υπό τον δρα Τζέφρι Κάρπικε του πανεπιστημίου Περντιού των ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Science”, σύμφωνα με τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης” και την “Τέλεγκραφ”, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας στη τάξη, που περιλαμβάνουν την απομνημόνευση χρονολογιών και κλίσεων ανωμάλων ρημάτων, είναι καλύτερες στο να αποτυπώνουν τις γνώσεις στο νου των μαθητών, σε σχέση με άλλες πιο σύγχρονες εκπαιδευτικές μεθόδους που αποφεύγουν την απομνημόνευση.

Τα πειράματα των ερευνητών έδειξαν ότι όσοι μαθητές καλούνται να απαριθμήσουν, να απαγγείλουν κλπ. τα μαθήματά τους λίγο μετά την ανάγνωσή τους, τα θυμούνται μετά καλύτερα (βραχυπρόθεσμη μνήμη), σε σχέση με όσους απλώς τα έχουν διαβάσει πολλές φορές. Αυτή η διαδικασία φαίνεται να αποτυπώνει τα δεδομένα καλύτερα στην μνήμη, από όπου ανακαλούνται αργότερα με μεγαλύτερη ευκολία, ακόμα και μετά το πέρασμα αρκετού χρόνου (μακροπρόθεσμη μνήμη). Σε αυτό το πλαίσιο, τα συχνά προφορικά ή γραπτά τεστ (άλλος ένας παραδοσιακός “φόβος και τρόμος” των μαθητών) φαίνεται να βελτιώνουν την μάθηση.

ΠΗΓΗ:

Μας κάνει η καλοσύνη πιο όμορφους;



Ένα από τα συμπεράσματα της κοινωνικής ψυχολογίας που έχει αποδειχθεί πολλάκις πειραματικά και σχεδόν δεν αμφισβητείται πια είναι ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως ένας όμορφος άνθρωπος είναι και καλοσυνάτος και έτσι τυγχάνουν ευνοϊκότερης αντιμετώπισης από τους λιγότερο ελκυστικούς ανθρώπους. Όμως έχω γνωρίσει πολλούς όμορφους ανθρώπους που με απογοήτευσαν τη στιγμή που άνοιξαν το στόμα τους για να μιλήσουν. Αντίστροφα κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο καλόκαρδοι και γενναιόδωροι που δεν μπορείς παρά να νιώσεις έλξη για αυτούς ανεξάρτητα από τη βαθμολογία που θα συγκέντρωναν σε διαγωνισμό ομορφιάς.

Κι έτσι αναρωτιέμαι: Γνωρίζω πως η ομορφιά συνδέεται συχνά με την καλοσύνη, αλλά γιατί να μην συνδέεται και η καλοσύνη με την ομορφιά; Είναι γνωστό σε όλους πως η δυτική κουλτούρα είναι εμμονική με την ομορφιά και τα πρότυπα της ομορφιάς όπως έχουν καταγραφεί από τους επιστήμονες περιλαμβάνουν ιδιότητες όπως συμμετρικός, σε ορμονική ισορροπία και μέσος με την έννοια ότι κάποιος δεν απομακρύνεται πολύ από το μέσο όρο.


ΑΡΑΓΕ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ Η Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΠΑΙΖΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΙ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟ;

Στην έρευνα του Yan Zhang και των συνεργατών του, Κινέζοι συμμετείχαν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Την πρώτη φορά αξιολόγησαν 60 φωτογραφίες γυναικείων προσώπων που δε γνώριζαν προηγουμένως. Οι φωτογραφίες είχαν παρθεί από το διαδίκτυο και τα πρόσωπα των γυναικών είχαν μια ουδέτερη έκφραση. Μετά από δυο εβδομάδες, οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν τις ίδιες φωτογραφίες ξανά. Αλλά αυτή τη φορά, στη μια ομάδα των συμμετεχόντων δόθηκαν θετικές περιγραφές για το άτομο στη φωτογραφία (για παράδειγμα επίθετα όπως έντιμη, ειλικρινής), στην άλλη δόθηκαν αρνητικές περιγραφές (όπως σκληρή και κακιά) και στην τρίτη ομάδα δε δόθηκε καμία επιπλέον πληροφορία για τις γυναίκες των φωτογραφιών.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης, δεν υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στη βαθμολόγηση της ελκυστικότητας ανάμεσα στις τρεις ομάδες. Όμως στη δεύτερη αξιολόγηση, η ομάδα στην οποία δόθηκαν θετικά επίθετα για τις γυναίκες στις φωτογραφίες τις αξιολόγησε ως περισσότερο ελκυστικές ενώ η ομάδα στην οποία δόθηκαν αρνητικές περιγραφές για τις γυναίκες στις φωτογραφίες έδωσαν χαμηλότερη βαθμολογία ελκυστικότητας.

Αυτά τα αποτελέσματα είναι ένας δείκτης ότι το να έχει κανείς μια προσωπικότητα που θεωρείται καλή αποτελεί πράγματι παράγοντα που επηρεάζει την κρίση το όσο ελκυστικός φαίνεται ένας άνθρωπος σε κάποιον άλλο. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι : «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι συνδέεται η ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου με τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά και πως οι άνθρωποι είναι ολοκληρωμένες οντότητες που περιλαμβάνουν την ψυχολογία και τη φυσιολογία.

Ίσως αυτή η μελέτη να ήταν πολύ επιφανειακή. Πιθανόν να μην ισχύουν τα ίδια αποτελέσματα για τους ανθρώπους που γνωρίζουμε καλά. Για αυτή την περίπτωση υπάρχει μια σειρά ερευνών που διεξήγαν οι Kevin Kniffin και David Sloan Wilson στις οποίες σημειώνουν πως υπάρχουν λόγοι που βασίζονται στην εξέλιξη του είδους και εξηγούν πως επηρεάζεται η αντίληψη περί του τι είναι ελκυστικό και τι όχι. Παρ’ όλο που η ομορφιά είναι μια θετική ένδειξη για την ύπαρξη μιας καλής φυσικής κατάστασης, δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτή η εκτίμηση να γίνεται μόνο με εμφανισιακά κριτήρια. Η καλή φυσική κατάσταση μπορεί να αξιολογηθεί λαμβάνοντας υπόψη και άλλα χαρακτηριστικά πέραν από αυτά της εμφάνισης.

Σε μια έρευνα ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν φωτογραφίες συμμαθητών τους από τα λευκώματα των σχολικών τους χρόνων ως προς την ελκυστικότητα, την οικειότητα, τη συμπάθεια και το σεβασμό. Στη συνέχεια, οι ερευνητές έβαλαν αγνώστους (που είχαν το ίδιο φύλο και κοινή ηλικία με τους εικονιζόμενους στη φωτογραφία) να τους βαθμολογήσουν ως προς την ελκυστικότητα της εξωτερικής τους εμφάνισης. Γενικότερα, όσο πιο οικείοι, συμπαθείς και αξιοσέβαστοι θεωρούνταν οι άνθρωποι στις φωτογραφίες από τους συμμαθητές τους που τους αξιολόγησαν τόσο ανέβαινε και η βαθμολόγησή τους ως προς την ελκυστικότητα. Η επίδραση χαρακτηριστικών των ανθρώπων που δεν αναφέρονται στην εξωτερική τους εμφάνιση ήταν σημαντική και στα δυο φύλα.

Οι ερευνητές δίνουν το εξής παράδειγμα γι’ αυτή την επίδραση. Μια συμμετέχουσα στην έρευνα, μετά το πέρας της έρευνας ρωτήθηκε γιατί έδωσε πολύ χαμηλό βαθμό ελκυστικότητας σε έναν άντρα που όλοι οι υπόλοιποι είχαν αξιολογήσει ως μέτριο σε εμφάνιση. Μάλιστα, όταν της ξανάδειξαν τη φωτογραφία του εκείνη έκανε έναν μορφασμό αηδίας και τους εξήγησε ότι επρόκειτο για έναν απαίσιο άνθρωπο. Η άποψή της για την ελκυστικότητα αυτού του ανθρώπου είχε επηρεαστεί από παράγοντες ανεξάρτητους από την εμφάνιση του άντρα και παρέμενε ίδια ακόμα και μετά από 30 χρόνια που είχε να τον δει.

Σε μια δεύτερη έρευνα, ζητήθηκε από τα μέλη μιας ομάδας κωπηλασίας ενός πανεπιστημίου να αξιολογήσουν τους συναθλητές τους μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου σχετικά με το αν θεωρούνταν ταλαντούχοι, φιλόπονοι, αξιοσέβαστοι, συμπαθείς και εμφανισιακά ελκυστικοί. Οι άνδρες της ομάδας βαθμολογήθηκαν ως προς την ελκυστικότητα από μια ομάδα αγνώστων συνομήλικων με τα μέλη του πληρώματος (στους συμμετέχοντες αυτής της ομάδας δόθηκε μια φωτογραφία του πληρώματος).

Όπως και στην προηγούμενη έρευνα οι αντιλήψεις ανδρών και γυναικών της ομάδας σχετικά με το ποιος θεωρείται ελκυστικός και ποιος όχι επηρεάστηκαν από ιδιότητες των συναθλητών τους που δεν σχετίζονταν με την εμφάνισή τους . Οι βαθμολογήσεις που έκαναν οι άγνωστοι ως προς την ελκυστικότητα διέφεραν σημαντικά από αυτές που έκαναν τα μέλη του πληρώματος για τους συναθλητές τους. Οι ερευνητές ανέφεραν ως αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις των αποτελεσμάτων ένα μέλος του πληρώματος το οποίο οι συναθλητές του αξιολόγησαν ως μη ελκυστικό καθώς τον θεωρούσαν τεμπέλη και πως αντιθέτως αξιολόγησαν ως πολύ ελκυστικό έναν αθλητή που εργαζόταν τόσο σκληρά που το όνομά του ήταν ανάμεσα στους υποψήφιους για την ολυμπιακή ομάδα. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι αξιολογήσεις της ομάδας των αγνώστων ως προς την ομάδα συμμετεχόντων που δεν γνώριζαν τίποτα για τη συμπεριφορά των αθλητών στην ομάδα, δεν έδειξαν τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δυο αθλητές.

Σε μια τρίτη έρευνα, ζητήθηκε από σπουδαστές που μετείχαν σε ένα σεμινάριο αρχαιολογίας διάρκειας έξι εβδομάδων να αξιολογήσουν τους συσπουδαστές τους ως προς την ευφυΐα, την οικειότητα, τη συμπάθεια, την φιλοπονία και την ελκυστικότητα. Οι ίδιοι σπουδαστές στη συνέχεια αξιολόγησαν ξανά τους συσπουδαστές τους την τελευταία μέρα του σεμιναρίου αφού είχαν εργαστεί όλοι μαζί σε μια ανασκαφή για σαράντα ώρες κάθε εβδομάδα. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα χαρακτηριστικά που δε σχετίζονταν με την εξωτερική εμφάνιση και ειδικά η συμπάθεια, συνεισέφεραν τα μέγιστα στις τελικές αξιολογήσεις της ελκυστικότητας παρά τις αρχικές τους εντυπώσεις.

Την πρώτη μέρα του σεμιναρίου, μια γυναίκα έλαβε από τα άλλα μέλη του σεμιναρίου αξιολογήσεις πάνω του μετρίου για την ελκυστικότητά της. Επειδή αυτή η γυναίκα ήταν συμπαθής, σκληρά εργαζόμενη και τελικά δημοφιλής στην ομάδα η βαθμολογία που έλαβε στο τέλος του σεμιναρίου διπλασιάστηκε. Η γυναίκα δεν έκανε κάτι για να αλλάξει την εμφάνισή της αλλά εξαιτίας των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς της η αντίληψη των υπόλοιπων μελών της ομάδας για το αν είναι ελκυστική η εμφάνισή της επηρεάστηκε σημαντικά υπέρ της.

Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν πως μερικές φορές οι αρχικές ενστικτώδεις αντιδράσεις μας στην εμφάνιση κάποιου μπορούν να αγνοηθούν, ίσως και χωρίς προσπάθεια. Το μόνο που χρειάζεται είναι η εξοικείωση με το άτομο και όπως σημειώνουν οι ερευνητές «τα άτομα που γνωρίζονται και αλληλεπιδρούν σχηματίζουν μια διαφορετική αντίληψη για την ελκυστικότητα που στηρίζεται στο σύνολο των χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου που δε μπορούν να εντοπιστούν ούτε μόνο μέσα από μια φωτογραφία ούτε σχηματίζοντας εντύπωση από μια πρώτη γνωριμία».

Συμφωνώ με τους ερευνητές ότι θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί στην αξιολόγηση των άλλων με βάση τις πρώτες εντυπώσεις ή απλά την εξωτερική τους εμφάνιση χωρίς να επιδιώκουμε να μάθουμε κάτι περισσότερο για την προσωπικότητά τους. Μου αρέσει ιδιαίτερα η συμβουλή ομορφιάς που δίνουν οι ερευνητές: « Αν θέλεις να αυξηθούν όσοι σε θεωρούν ελκυστικό /ή γίνε ένας πολύτιμος φίλος και συνεργάτης».

Γνωρίζω ότι αυτή δεν είναι μια συνηθισμένη συμβουλή ομορφιάς αλλά τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών υποδεικνύουν ότι μπορείτε να βελτιώσετε την άποψη των άλλων για την εμφάνισή σας ενισχύοντας στοιχεία της προσωπικότητάς σας και πως ίσως αυτό είναι ότι πιο αποτελεσματικό μπορείτε να κάνετε.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 12 September 2018

Προβλήματα Επικοινωνίας στο ζευγάρι




10 λόγοι που καταστρέφουν την επικοινωνία μας:
Χρεωστικός μονόλογος: «σε κατηγορώ για όλα…»
Επιβολή, ισχυρογνωμοσύνη, ακαμψία: «τα ξέρω όλα…»
Αίσθημα υποτίμησης – αδικίας: «πάντα φταίω εγώ για όλα…»
Άρνηση και αντίδραση: «λέω σε όλα όχι γιατί τα λες λάθος…»
Δυσφορία συνύπαρξης: «με θυμώνει και που σε βλέπω…»
Φόβος, αμυντική επιθετικότητα, αποφυγή: «αποφεύγω την αντιπαράθεση μαζί σου…»
Θυμός και συγκρουσιακή διάθεση: «δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε…»
Παιχνίδι «σωστού» - «λάθους»
«Φταις εσύ που δεν μ’ ακούς…»
Απειλητικοί χειρισμοί οικονομικού χαρακτήρα

10 λόγοι που καταστρέφουν τη σεξουαλική μας ζωή:

Ο θυμός της κακής επικοινωνίας επιφέρει στη σεξουαλική μας ζωή:
Χαμηλή αυτοεκτίμηση της σεξουαλικότητας
Έλλειψη σεξουαλικής διάθεσης του ενός ή και των δύο συντρόφων
Αποστασιοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας
Αραίωση των σεξουαλικών επαφών
Αποφυγή της σεξουαλικής επαφής
Σεξουαλική ψυχρότητα ή αποστροφή
Χρέωση και ενοχή μπροστά στο σεξουαλικό πρόβλημα
Απομάκρυνση των συντρόφων από το κρεβάτι τους
«Διαφυγή» της σεξουαλικής ζωής σε άλλες σχέσεις
Αυνανισμός και «καταφύγιο» στο Διαδίκτυο

Η αρνητική επίδραση στο γονεικό μας ρόλο:
Προβλήματα διαχείρισης της καθημερινότητας και του παιδιού
Συγκρούσεις μεταξύ των γονέων αναφορικά με τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού
Εμπλοκή άλλων προσώπων στην οικογένεια (πχ. γονείς του ζευγαριού, άλλοι συγγενείς)
Παιχνίδι καλού και κακού γονιού μπροστά στο παιδί
Ακύρωση του άλλου γονιού μέσα από την «συμμαχία» με το παιδί

ΠΗΓΗ:

Monday 10 September 2018

Σεξουαλικότητα και Ψυχική Υγεία






Η σεξουαλικότητα αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της ζωής όλων των ανθρώπων.

Αναφέρεται στην έκφραση της ψυχικής και βιολογικής λειτουργίας, που στοχεύει στη σωματική ικανοποίηση καισυναισθηματική πληρότητα δια μέσου της ηδονής.

Είναι μια έννοια πολυδιάστατη, που αφορά στη βιολογική, γνωστική, ψυχική, συναισθηματική και κοινωνική πλευρά του ανθρώπου. Ξεκινάει από τη γέννηση, οργανώνεται με την ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση και διεκδικείται με την αναζήτηση ενός συντρόφου.


Η ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά και λειτουργία είναι πολυσύνθετη και εξαρτάται από βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες.




Σε πολλές περιπτώσεις, οι συνέπειες της εμφάνισης των ψυχοσεξουαλικών διαταραχών μπορεί να είναι ιδιαίτερα δυσάρεστες. Οι πιο συχνές από αυτές αφορούν στη μείωση της αυτοπεποίθησης του ατόμου, στην εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης, στον κλονισμό της σχέσης με τον/την σύντροφο και με άλλους ανθρώπους γύρω του, και τελικά στην αρνητική επίδραση στην ποιότητα της ζωής του.

Έτσι, η αντιμετώπιση αυτών των ευαίσθητων προβλημάτων είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη.

Μπορεί το άτομο να αρχίσει και πάλι να λαμβάνει ικανοποίηση από την σεξουαλική του ζωή και να βελτιώσει την ψυχική του διάθεση.

ΠΗΓΗ:

Super altruists (who’ve donated a kidney to a stranger) show heightened empathic brain activity when witnessing strangers in pain





From an evolutionary perspective, altruistic behaviour is still a bit of mystery to psychologists, especially when it comes with a hefty cost to the self and is aimed at complete strangers.

One explanation is that altruism is driven by empathy – experiencing other people’s distress the same way as, or similar to, how we experience our own. However, others have criticized this account – most notably psychologist Paul Bloom, author of Against Empathy: The Case for Rational Compassion. Their reasons are many, but among them is the fact that our empathy tends to be greatest for people who are most similar to us, which would argue against empathy driving the kind of altruism that involves the giver making personal sacrifices for strangers.

Hindering research into this topic is the challenge of measuring empathy objectively and devising a reliable laboratory measure of altruism (including one that overcomes most volunteers’ natural inclination to want to present themselves as morally good).

A new study in Psychological Science overcomes these obstacles by using a neural measure of empathy and by testing a rare group of people whose altruistic credentials are second to none: individuals who have donated one of their kidneys to a complete stranger.



The findings suggest that – at least for this group of “extraordinary altruists” – empathy for others may be a relevant driving force. Compared with demographically matched controls, the altruists showed a greater amount of overlap in the neural activity they exhibited during their first-hand experience of pain and when observing a stranger in pain.

The US research team, led by Kristen Brethel-Haurwitz at the University of Pennsylvania, invited the 25 kidney donors and the 27 controls to their lab and had them complete various sessions in the brain scanner, during which they either experienced painful pressure applied to their own thumb, or they witnessed a live video feed of a previously unfamiliar study partner (actually a research confederate) suffering the same pain. For comparison, some sessions for both the participant and their partner were completely safe and pain-free, allowing the researchers to investigate brain activity during experienced pain, the anticipation of possible pain, and during safety.

At a group level, the altruists exhibited greater neural overlap while experiencing pain and while witnessing a stranger in pain, including in the left anterior insular, putamen, thalamus, prefrontal cortex and cingulate cortex (all known areas of the brain’s “pain matrix”). The altruists also showed greater neural overlap when anticipating pain themselves and when anticipating that their partner would experience it. These group contrasts are despite the altruists and controls showing comparable average patterns of neural activation when experiencing pain, or the threat of it, themselves.

At an individual level, for the altruists but not the controls, the neural activation they showed in the left anterior insular while in pain correlated with the amount of activation they showed in that same region when observing their partner in pain.

Moreover, the researchers also looked at neural connectivity patterns, finding that the altruists displayed greater functional connectivity between pain-related neural regions during first-hand pain and when observing another in pain, as compared with the controls.

The psychological relevance of the neural findings were supported by the fact the altruists expressed a greater sense of inclusion of their partner in their sense of self (than did the controls), and this sense of closeness appeared to mediate at least some of the neural overlap they exhibited between first-hand and empathic pain.

In contrast to the neural data, the “inclusion in self” scores, and the super-altruists’ history of organ donation, the controls rated themselves just as empathic as did the super altruistic kidney donors, which surely places a question mark over the validity of much of the existing literature in this field that has relied on such self-rating measures.

The researchers acknowledged that their findings may not generalise to less exceptionally altruistic people. However, they believe their work demonstrates an important point that will inform the debate about the role of empathy in altruism. “That altruists, relative to controls, exhibit enhanced self-other mapping for strangers’ distress – ordinarily observed only in response to close others – supports the hypothesis that empathic biases against distant or dissimilar others can be overcome,” they said, “and that, ultimately, empathy can support the provision of costly altruism.”

SOURCE:

Friday 7 September 2018

This Situation Reveals People’s True Personality





People reveal their true selves when in this situation.



Being in hurry makes people reveal their true personalities even more clearly, new research finds.

Time pressure makes selfish people more selfish and it makes good-hearted people even nicer.


This is because, when in a rush, people tend to make the same choice they made before.

Dr Ian Krajbich, study co-author, said:


“People start off with a bias of whether it is best to be selfish or pro-social.

If they are rushed, they’ll tend to go with that bias.”

For the research, 102 people played an economic game, Dr Krajbich explained:


“The participants had to decide whether to give up some of their own money to increase the other person’s payoff and reduce the inequality between them.”

Sometimes people were given two seconds to decide, other times it was 10 seconds.

Dr Krajbich explained the results:




“We found that time pressure tends to magnify the predisposition that people already have, whether it is to be selfish or pro-social.

Under time pressure, when you have very little time to decide, you’re going to lean more heavily than usual on your predisposition or bias of how to act.”

Being forced to wait changed people’s decisions, said Dr Krajbich:


“People may still approach decisions with the expectation that they will act selfishly or pro-socially, depending on their predisposition.

But now they have time to consider the numbers and can think of reasons to go against their bias.

Maybe you’re predisposed to be selfish, but see that you only have to give up $1 and the other person is going to get $20.

That may be enough to get you to act more pro-socially.”

SOURCE:

Monday 3 September 2018

Η ρύπανση μειώνει αισθητά την ευφυΐα μας






Πατέρας και κόρη προστατεύονται από την έντονη ατμοσφαιρική ρύπανση στο Νέο Δελχί με τη βοήθεια μάσκας.


ΠΕΚΙΝΟ. Την ανθρώπινη ευφυΐα περιορίζει σημαντικά η ατμοσφαιρική ρύπανση, σύμφωνα με νέα διεθνή επιστημονική μελέτη, η οποία αποδεικνύει ότι η κοινωνική ζημιά της μόλυνσης είναι ακόμη μεγαλύτερη από όσο υπολογίζαμε μέχρι σήμερα.

Η έρευνα Κινέζων επιστημόνων, οι οποίοι συνέλεξαν στοιχεία συναδέλφων τους από όλο τον κόσμο, όπως αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα The Guardian, έδειξε ότι το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπνέει επικίνδυνο αέρα. Η μελέτη καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι τα υψηλά ποσοστά ατμοσφαιρικής ρύπανσης οδήγησαν σε δραστική μείωση των επιδόσεων μαθητών από όλο τον κόσμο σε εξετάσεις γλώσσας και αριθμητικής.

«Ο μολυσμένος ατμοσφαιρικός αέρας κάνει όλους μας να “μένουμε στην ίδια τάξη” για ένα χρόνο της ζωής μας. Αν το σκεφτείτε, αυτό είναι πάρα πολύ. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι επιπτώσεις είναι χειρότερες για τους ηλικιωμένους και για τους άνδρες», λέει ο Σι Τσεν της Σχολής Δημόσιας Υγείας του αμερικανικού Πανεπιστημίου Γέιλ, που συμμετείχε στην παγκόσμια έρευνα.

Παρότι προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση πλήττει τις γνωστικές λειτουργίες των μαθητών, αυτή είναι η πρώτη έρευνα που εξετάζει ανθρώπους κάθε ηλικίας.

Είναι γνωστό ότι η ρύπανση του αέρα προκαλεί επτά εκατομμύρια πρόωρους θανάτους τον χρόνο. Η επίδρασή της στις πνευματικές ικανότητες παρέμενε, όμως, ουσιαστικά άγνωστη μέχρι τώρα. Πρόσφατη έρευνα έδειξε έτσι ότι ο τοξικός αέρας συνδέεται άμεσα με «ιδιαίτερα υψηλή θνησιμότητα» σε άτομα με ψυχικά νοσήματα, ενώ η εισπνοή μολυσμένου αέρα έχει ήδη συνδεθεί με αυξημένα ποσοστά ψυχικών νοσημάτων σε παιδιά.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences, βασίστηκε σε εξετάσεις γλώσσας και αριθμητικής στις οποίες υποβλήθηκαν χιλιάδες Κινέζοι μαθητές μεταξύ 2010 και 2014. Η επιστημονική ομάδα συνέκρινε τα αποτελέσματα των εξετάσεων με τα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου και διοξειδίου του θείου στην ατμόσφαιρα.

Γλωσσική ικανότητα

Η μελέτη έδειξε ότι, όσο μεγαλύτερη ήταν η έκθεση σε μολυσμένο ατμοσφαιρικό αέρα, τόσο πιο σημαντική είναι η ζημιά στην ευφυΐα, με τη γλωσσική ικανότητα να πλήττεται περισσότερο από ό,τι η μαθηματική δεξιότητα και τους άνδρες να υποφέρουν πιο πολύ από ό,τι οι γυναίκες. «Η ομάδα μας έδειξε ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση συνδέεται με εκφυλιστικά σύνδρομα του νευρικού συστήματος. Εκτιμούμε, μάλιστα, ότι η ρύπανση ενδέχεται να είναι το κυριότερο αίτιο της απώλειας ευφυΐας», λέει ο Ντέρικ Χο του Πολυτεχνείου του Χονγκ Κονγκ.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, οι είκοσι πιο μολυσμένες πόλεις του πλανήτη βρίσκονται σε αναπτυσσόμενες χώρες. Η Κίνα, που φιλοξενεί πολλές από τις πόλεις αυτές, έχει κηρύξει «πόλεμο κατά της ρύπανσης» τα τελευταία πέντε χρόνια, με τα αποτελέσματα της φιλόδοξης κρατικής πρωτοβουλίας να αναμένονται με αγωνία από όλο τον πλανήτη.

ΠΗΓΗ:

For some, experiencing trauma may act as a form of cognitive training that increases their mental control



That which doesn’t kill you makes you stronger… It’s an adage that’s backed up in part by studies of people who’ve been through a trauma, such as a car accident or a robbery. While it’s true that around 7-8 per cent of trauma survivors develop chronic PTSD and experience persistent intrusive, unwanted memories of the event, most people recover quickly, and some even report better mental health than they had before (generally when the trauma has been moderate, rather than severe). But what underpins so-called “post-traumatic growth?” A new paper in the Journal of Experimental Psychology: General, argues that it has to do with trauma triggering a form of mental training that increases some survivors’ control over their own minds.



“Our findings suggest that traumatic experiences – as horrible as they may be – might naturally contribute to the adaptation of cognitive control skills, thereby improving survivors’ later resilience, at least [for] those who experienced only moderate levels of trauma,” write Justin Hulbert at Bard College, US, and Michael Anderson at the University of Cambridge. If these researchers are right, there could be implications for the treatment of PTSD.

Two studies, each of 48 students, suggested that those who had experienced a relatively high number of traumas (including witnessing or experiencing accidents, violence, and the death of significant individuals) before the age of 18 showed a greater ability to inhibit, when instructed, their memories of a word pairing they had previously learned, compared with those who reported no or little trauma.

The participants initially viewed a set of 60 word pairs, which consisted of a neutral cue word (such as “violin”) and either a neutral or a negative response word (such as “street” or “corpse”). They were given up to three training cycles to correctly recall at least half of the response words. Next, they were given a series of “Think/No Think” trials. If a cue word was presented on the screen in green, they had to say the response word as quickly as possible. But if the cue word appeared in red, they were told to avoid both thinking about and saying the response word for the next four seconds. Then came some surprise recall tests. This time they were given either the original cue word, or a new semantic cue plus the initial letter of the response word – such as “anatomy c_____” for “corpse”.

Hulbert and Anderson found that while those in the high and low trauma groups were equally good at learning the initial word associations, those in the high trauma group showed superior performance on the subsequent “No Think” trials, indicating they had a “robust ability” to forget the specific response words when required to do so. This held for both neutral and negative words, “suggesting that this effect reflects a generalised skill at suppression, regardless of valence,” the researchers write.

The data is consistent with the idea that experiencing trauma – at least for this group of people who successfully made it to university – may encourage resilience by training the ability to inhibit unwanted memories, in particular, and perhaps even a general inhibitory control mechanism, which could extend to unwanted emotions and actions, Hulbert and Anderson propose.

If these new findings are reliable – and obviously the study requires that we trust the students’ self-reports of their history of trauma – then they could have implications for how to optimise CBT treatments for trauma. Standard cognitive-behavioural therapy for PTSD encourages patients to confront reminders of their experience and the memories that are triggered by them – the idea being that over time this exposure will lead the traumatic memories to become less distressing. However, Hulbert and Anderson believe their results suggest that while it is important not to avoid reminders of the trauma, it may actually be beneficial to practice suppressing the memories that are triggered by them (mirroring what seems to happen naturally for people who experience post-traumatic growth). “Training in retrieval suppression may augment the benefits of cognitive-behavioural therapy,” Hulbert and Anderson write, “by enabling patients to confront reminders and redirect to more benign thoughts.”

People who do not recover well from a trauma and who develop chronic PTSD may perhaps have general deficits in inhibitory control, or an impaired ability to adapt control mechanisms over time, perhaps in part because of a genetic variation in cortical plasticity, Hulbert and Anderson suggest. However, the new results suggest that “… for many victims living with trauma, efforts to achieve emotional balance by down-regulating intrusive thoughts may act as a natural form of cognitive training.”

SOURCE:

Saturday 1 September 2018

Συμπτώματα Μικρής Εκτίμησης Στον Εαυτό




Ποιές Είναι Οι ρίζες της χαμηλής Αυτοεκτιμησης;

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση έχει τις ρίζες της σε πρώιμες καταστάσεις της πρώτης παιδικής ηλικίας. Η σχέση με τους σημαντικούς άλλους, οπως η μητερα, κυριαρχεί στα προβλήματα αυτοεκτίμησης. Σε κάποιες περιπτώσεις υποβόσκουν σημαντικά παιδικά τραύματα τα οποία είναι δυνατό να διερευνηθούν.

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις η χαμηλή εκτίμηση του εαυτού συνδέεται με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος οι οποίες δημιουργούν την αίσθηση ότι κάποιος δεν αξίζει αφού δεν μπορεί να τις ικανοποιήσει.
Ψυχοθεραπεια για την χαμηλη αυτοεκτιμηση

Η ψυχοθεραπεία βοηθάει στο να αναδειχθούν οι πραγματικές δυνατότητες του ατόμου καί να επεξεργαστούν τα φαντασιωσικά καί πραγματικά πληγώματα της αυτοεκτίμησης. Το άτομο συνειδητοποιώντας καί μαθαίνοντας καλύτερα τα συναισθήματά του, αρχίζει να εκτιμά τις δυνατότητές του καί να δραστηριοποιείται με τρόπους που μπορούν να στηρίξουν τον εαυτό του. Οι αλλαγές φαίνονται στην επιλογή νέων ικανοποιητικών σχέσεων, στην επαγγελματική ζωή, στον κοινωνικό τομέα καί στην προσωπική ικανοποίηση από τη ζωή.

ΠΗΓΗ:

This Relationship Pattern Linked To Poor Mental Health





Over 60% of people have been involved in this type of relationship.



Relationships that involve repeatedly breaking up and then getting back together are linked to poor mental health, new research finds.

These “on-again, off-again” relationships are associated with increased depression and anxiety, as well as worse communication, less commitment and more abuse.


Over 60% of adults have been involved in this type of unstable relationship.

Around one-third of cohabiting couples report breaking up and getting back together at some point.

Dr Kale Monk, the study’s first author, said:


“Breaking up and getting back together is not always a bad omen for a couple.

In fact, for some couples, breaking up can help partners realize the importance of their relationship, contributing to a healthier, more committed unions.

On the other hand, partners who are routinely breaking up and getting back together could be negatively impacted by the pattern.”

The conclusions come from a study of 545 heterosexual and homosexual couples.


The results showed that male-male relationships had the highest rate of ‘cycling’ (on-again, off-again), while female-female and heterosexual couples were similar.


However, whether heterosexual or homosexual, cycling relationships were linked to higher depression and anxiety.

Dr Monk said:



“The findings suggest that people who find themselves regularly breaking up and getting back together with their partners need to ‘look under the hood’ of their relationships to determine what’s going on.

If partners are honest about the pattern, they can take the necessary steps to maintain their relationships or safely end them.

This is vital for preserving their well-being.”

Dr Monk provides some pointers for people experiencing cycling relationships:
Consider the reasons you broke up in the first place when thinking about getting back together. Can they change or are they permanent?
Talk about what is leading to break-ups with your partner — this can be illuminating.
Why might you consider getting back together — are they the right reasons?
Remember that it is OK to end a toxic relationship.
Counselling is always an option.

SOURCE: