Monday 29 February 2016

Τι 30, τι 40, τι... 80





Ηταν Απρίλιος του 1970 όταν βγήκε στις ελληνικές αίθουσες μια μεγάλη επιτυχία της θρυλικής Ρένας Βλαχοπούλου. Στο «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» η ηθοποιός υποδυόταν μια 40χρονη χήρα που πρωτοφανώς για την εποχή είχε τολμήσει να ερωτευτεί έναν άνδρα νεότερό της και αρνιόταν πεισματικά τη μοίρα την οποία της επεφύλασσαν τα αδέρφια της: ήθελαν να την παντρέψουν με έναν ηλικιωμένο, πλούσιο και... κουφό εφοπλιστή.

Επρόκειτο για μια πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας της εποχής. Οι 40άρες στα ’70s (και όχι μόνο) δεν θεωρούνταν απλώς μεσήλικες: αν ήταν ανύπαντρες, ήταν γεροντοκόρες, αν είχαν χηρέψει, θεωρούνταν σχεδόν «γριές» και είτε έπρεπε να πεθάνουν μόνες είτε να ξαναπαντρευτούν κάποιον αρκετά μεγαλύτερό τους για να τις αποκαταστήσει οικονομικά αλλά και κοινωνικά.

Ανδρες-γυναίκες παντρεύονταν στα 20 και κάτι, έκαναν παιδιά πριν κλείσουν τα 30, σπούδαζαν μικροί και ξεκινούσαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία νωρίς, νοικοκυρεύονταν γρήγορα και στα 40 τα είχαν όλα τακτοποιημένα. Ή όχι και τόσο τακτοποιημένα. Πάντως, τα είχαν κάνει όλα.

Μέχρι μερικές δεκαετίες πριν, οι άνθρωποι μετά τα 40 θεωρούνταν ότι βρίσκονταν στη δύση της ζωής τους, όχι μόνο βιολογικά, αλλά και ψυχολογικά - κανείς δεν θεωρούσε ότι μπορεί να κάνει μια νέα αρχή σε εκείνη τη φάση. Η κρίση της μέσης ηλικίας ξεκινούσε νωρίς και συνήθως συνεπαγόταν μια ελαφρά απελπισία. Πόσα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν πια;

Οι δεκαετίες μετατοπίζονται

Περιττό να πούμε ότι αυτό έχει αλλάξει ριζικά. Ολοι σίγουρα το βιώνετε από τον εαυτό σας ή τους γύρω σας: τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο οι δεκαετίες φαίνεται να μετατοπίζονται. Είναι τα 30 τα νέα 20; Τα 40 τα νέα 30; Τα 50 τα νέα 40; Προφανώς. Και αυτό δεν έχει μόνη αιτία την αύξηση του προσδόκιμου ζωής - η αύξηση αυτή, άλλωστε, δεν είναι τόσο μεγάλη και τόσο ραγδαία όσο οι αλλαγές που βλέπουμε στη ζωή. Μια ματιά στα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας θα σας πείσουν.

Ας δούμε, για παράδειγμα, τη μέση ηλικία γάμου των γυναικών. Το 1991 ήταν στα 24 έτη, το 2005 έφτασε τα 28 και ένα χρόνο αργότερα είχε ανέβει κατά 0,4. Ενώ το 1980 το πρώτο παιδί οι γυναίκες το έκαναν στα 20-24, το 2006 το αποκτούσαν στα 30-34. Την ίδια ώρα το προσδόκιμο ζωής από τα 80 έτη για τις γυναίκες και 75 για τους άνδρες που ήταν το 1995, το 2013 ήταν πλέον 84 έτη για τις γυναίκες και 78,7 για τους άνδρες.
Παρόμοια καθυστέρηση υπάρχει και στην είσοδο στην αγορά εργασίας. Οι σπουδές διαρκούν περισσότερο, συνοδεύονται από μεταπτυχιακά, master κ.λπ. και η επαγγελματική σταδιοδρομία ξεκινά αργότερα, γεγονός που οφείλεται πλέον σε μεγάλο βαθμό και στην κρίση. Σε αυτήν οφείλεται εν μέρει και η καθυστέρηση των παιδιών να φύγουν από το πατρικό τους, δεν είναι σίγουρο όμως ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στο πόσο οι άνθρωποι καθυστερούν να παντρευτούν ή να μπουν σε σοβαρές σχέσεις. Εν ολίγοις, η μετατόπιση των δεκαετιών αποδεικνύεται περίτρανα. Αυτό, όμως, έχει πολλές και διαφορετικές αιτίες, και άλλες τόσες επιπτώσεις.

Η ωριμότητα άργησε μια μέρα

«Παλαιότερα υπήρχαν συνθήκες που ανάγκαζαν τους ανθρώπους να μπουν σε αυτονόμηση πιο γρήγορα», λέει στο «Κ» η ψυχοθεραπεύτρια Χαριτίνη Καρρά. «Σήμερα τα παιδιά έχουν μεγαλύτερη άνεση από τους γονείς να δοκιμάσουν πράγματα. Δεν υπάρχει πίεση που να τα αναγκάζει σε βεβιασμένες επιλογές. Αυτό έχει δύο όψεις. Η καλή είναι ότι μπορούν να “ακουμπάνε” στην οικογένεια. Η κακή είναι πως η οικονομική εξάρτηση και η συναισθηματική εμπλοκή διαρκούν πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να μην ανοίγουν τα φτερά τους. Το φαινόμενο με την κρίση διογκώθηκε πολύ, αλλά έτσι κι αλλιώς υπήρχε. Εχω πολύ συχνά αντιμετωπίσει περιπτώσεις νέων που παλεύουν με φοβίες, με ανασφάλειες, με κρίσεις πανικού και πολλές έχουν να κάνουν με το προστατευμένο κουκούλι μέσα στο οποίο μεγάλωσαν. Με καλές προθέσεις δημιουργήθηκε, όμως δεν τους δίνει τη δυνατότητα να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Υπάρχει εν ολίγοις μια ανωριμότητα που έχει προκληθεί από ένα πέπλο ασφάλειας. Ετσι συχνά αυτή η αυτονόμηση γίνεται αργότερα». Και όσο καθυστερεί η επαγγελματική-οικονομική αυτονόμηση, τόσο καθυστερεί και η προσωπική: ο γάμος ή η σοβαρή δέσμευση, η δημιουργία οικογένειας.

Γι’ αυτό, βέβαια, υπάρχει ένας έξτρα λόγος. «Σχετίζεται περισσότερο με την ψευδαίσθηση του πλήθους των επιλογών: έχω πάρα πολλές επιλογές μπροστά μου, ανά πάσα στιγμή μπορώ να περάσω από τη μία στην άλλη χωρίς κόστος, οπότε γιατί να καταλήξω γρήγορα σε μία;» λέει η κ. Καρρά. «Εν μέρει το φαινόμενο οφείλεται και στο Διαδίκτυο, όσο περίεργο κι αν ακούγεται. Η επικοινωνία μέσω των κοινωνικών δικτύων έχει αναθρέψει μια ολόκληρη γενιά με την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει κόστος για τη θέση που παίρνεις. Μπορείς να την αλλάζεις κατά περίπτωση, χωρίς να υπάρχει κάποια πρακτική συνέπεια - κάτι που δεν θα συνέβαινε σε μια πραγματική σχέση. Το αποτέλεσμα είναι να έχει χαθεί η αίσθηση του “είμαι υπόλογος για τη συμπεριφορά μου” και αυτό μεταφέρεται και στην πραγματική ζωή, με μια κρίση στις σχέσεις. Συναντιέσαι με κάποιον, γίνεται κάτι και μετά κανείς δεν είναι υπόλογος. Προχωράμε στο επόμενο σαν να μη συνέβη, χωρίς την αίσθηση ότι ήμουν κι εγώ εκεί, το έζησα και είχα κάποια συναισθήματα, άρα κάτι πρέπει να κάνω γι’ αυτά - χωρίς να υπάρχει μια συνέχεια ή ένα “κλείσιμο”. Αυτό που φέρνουν συχνά οι νέοι άνθρωποι στη θεραπεία είναι ότι τα πράγματα δεν κλείνουν ποτέ, μένουν πάντα ανοιχτά. Υπάρχει μια φοβερή ρευστότητα».

Τα καλά νέα

Οπως απέδειξε πρόσφατα και η μεγάλη έρευνα του Χάρβαρντ για την ευτυχία, πλέον αυτή που έχουμε μάθει να αποκαλούμε μέση ηλικία, από τα 40 και μετά δηλαδή, αποδεικνύεται στις ημέρες μας μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος που μάλιστα μπορεί να αποτελέσει αφετηρία μιας νέας ζωής. Αντίθετα με παλαιότερες εποχές που οι άνθρωποι βιάζονταν να ολοκληρώσουν τα στάδια της ωρίμασής τους νωρίτερα, η μέση ηλικία δεν θεωρείται δύση, αλλά ενίοτε και ανατολή. Εν ολίγοις, αυτή η... αργοπορία ευνοεί τις νέες αρχές. Μερικές δεκαετίες πριν, μια γυναίκα δεν θα έπαιρνε ποτέ την απόφαση να τελειώσει ένα γάμο στα 50, επαγγελματικά οι περισσότεροι δεν θα έκαναν επιλογές με ρίσκο, δεν θα ανέτρεπαν κατεστημένα ζωής προκειμένου να ακολουθήσουν έναν πιο προσωπικό δρόμο. «Σήμερα άνθρωποι έρχονται για ψυχοθεραπεία στα 50 προκειμένου να αλλάξουν πράγματα. Αφήνουν πίσω τους πεθαμένους γάμους, αλλάζουν επαγγελματικό προσανατολισμό, κάνουν νέα ξεκινήματα», λέει η κ. Καρρά. «Η ψυχοθεραπεία, και όχι μόνο αυτή -πολλοί δρόμοι αναζήτησης του εαυτού υπάρχουν-, τους πείθει ότι η ζωή τους είναι στα χέρια τους. Στα 50 οι άνθρωποι αρχίζουν να αισθάνονται ότι έρχεται το τέλος. Κάποτε αυτό προκαλούσε μόνο απελπισία. Σήμερα μοιάζει λιγότερο απειλητικό. Κάνει πιο επείγουσα την ανάγκη αλλαγής και ανάληψης ευθύνης για τη ζωή. “Είμαι 50, πόσο καιρό έχω ακόμα για να ζήσω ευτυχής;” λένε. Και πλέον ξέρουν πολύ καλύτερα τι πρέπει να κάνουν για να ευτυχήσουν».

Στην ηλικία των 50 τα πράγματα είναι πιο συνειδητοποιημένα, πιο στοχευμένα. Ο άνθρωπος ξέρει τι τον ικανοποιεί και πού να επενδύσει. Ακόμη κι αν δεν κάνει μια ριζική αλλαγή, θα φροντίσει τον εαυτό του, θα διαλέξει τις σχέσεις που αξίζει να κρατήσει, θα ζήσει πιο περιεκτικά. Το να ατενίζεις ένα τέλος εντατικοποιεί τα πράγματα, τα βάζει σε μια σωστότερη προοπτική. Η κρίση της μέσης ηλικίας, την οποία είχαμε μάθει να φοβόμαστε, αποτελεί πλέον ορόσημο. Ερχεται να υπενθυμίσει με τον πιο καίριο τρόπο ότι μπορεί να έχουμε αφήσει κάποιες πλευρές του εαυτού μας που δεν έχουμε εκφράσει καθόλου.

«Οποιος έχει την τόλμη και την αγωνιστικότητα να μην αφήσει αυτά τα κομμάτια να χαθούν βαδίζει προς την ελευθερία και την ολοκλήρωση», είχε πει πρόσφατα στο «Κ» με αφορμή την έρευνα του Χάρβαρντ η ψυχοθεραπεύτρια και μεταφράστρια Ευαγγελία Ανδριτσάνου. «Σήμερα οι άνθρωποι έχουν τα εργαλεία να κάνουν τις αλλαγές που χρειάζεται, ακόμη και σε ηλικίες που παλιότερα θεωρούνταν απαγορευτικές», συμπληρώνει η κ. Καρρά. «Ενας δάσκαλός μου στην ψυχοθεραπεία έλεγε κάτι πολύ σημαντικό σε σχέση με αυτό το θέμα: “Ο τρόπος με τον οποίο προβάλλουμε τον εαυτό μας στο μέλλον, η προοπτική που δημιουργούμε, επηρεάζει τον τρόπο που ζούμε το παρόν”. Οταν επιτρέπεις στον εαυτό σου να φανταστεί ένα μέλλον -ακόμη και στα 50- αυτό διευρύνει τη χαρά του σήμερα, τη χαρά τού να ζεις στο παρόν».

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/851350/article/epikairothta/episthmh/ti-30-ti-40-ti-80(accessed 29.2.16)

The Saddest Thing About How Men View Their Own Depression




Try reaching out with even the simplest question like ‘How are you doing?’

People are generally compassionate and understanding about people with depression or those who are suicidal.

But, men who are depressed themselves often view their own problems very negatively, new research finds.


Men who are depressed can see themselves as a disappointment and a burden to others.

The results come from a survey of 901 men and women in Canada.

Professor John Oliffe, an expert on men’s health who co-led the study, said:


“While it was reassuring to find that Canadians in general don’t stigmatize male depression or suicide, it was concerning that the men with depression or suicidal thoughts felt a strong stigma around their condition, and many were afraid of being discovered.”

Unfortunately the sense of anxiety and fear that surrounds depression can stop people — and men especially — from seeking help.

Professor John Ogrodniczuk, the study’s other co-lead, said:


“Social isolation is one of the biggest risk factors for male suicide.

By reaching out, even with a simple question like ‘how are you doing?’ or offering to do something together, such as taking in a game, we can help reduce the risk of self-harm.”






The study was funded by the Movember Foundation, a global charity aimed at raising awareness about men’s health.

Jesse Hayman, Director of Community Engagement at Movember Canada, said:


“We’re looking at the issue of mental health through the male lens to ensure that the programs we fund and support are tailored towards men.

Our goal is to help men live happier, healthier, longer lives, and this study supports the importance of helping men stay socially connected, so that they feel they have the support they need.”

SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2016/02/the-saddest-thing-about-how-men-view-their-own-depression.php(accessed 29.2.16)

The study was published in the Community Mental Health Journal (Oliffe et al., 2016).


Saturday 27 February 2016

Fifty shades of gay

Artist iO Tillett Wright has photographed 2,000 people who consider themselves somewhere on the LGBTQ spectrum and asked many of them: Can you assign a percentage to how gay or straight you are? Most people, it turns out, consider themselves to exist in the gray areas of sexuality, not 100% gay or straight. Which presents a real problem when it comes to discrimination: Where do you draw the line? (Filmed at TEDxWomen.)

VIDEO: http://www.ted.com/talks/io_tillett_wright_fifty_shades_of_gay

SOURCE:
http://www.ted.com/talks/io_tillett_wright_fifty_shades_of_gay(accessed 27.2.16)

Why I must come out

When fashion model Geena Rocero first saw a photo of herself in a bikini, "I thought ... you have arrived!" As she reveals, that’s because she was born with the gender assignment “boy.” In this moving talk, Rocero tells the story of becoming who she always knew she was.

VIDEO:

http://www.ted.com/talks/geena_rocero_why_i_must_come_out

SOURCE:

http://www.ted.com/talks/geena_rocero_why_i_must_come_out(accessed 27.2.16)

Why we need gender-neutral bathrooms

There are a few things that we all need: fresh air, water, food, shelter, love ... and a safe place to pee. For trans people who don't fit neatly into the gender binary, public restrooms are a major source of anxiety and the place where they are most likely to be questioned or harassed. In this poetically rhythmic talk, Ivan Coyote grapples with complex and intensely personal issues of gender identity and highlights the need for gender-neutral bathrooms in all public places.

VIDEO:

http://www.ted.com/talks/ivan_coyote_why_we_need_gender_neutral_bathrooms


SOURCE:

http://www.ted.com/talks/ivan_coyote_why_we_need_gender_neutral_bathrooms(accessed 27.2.16)

Βρέθηκε η αιτία για όσους δεν μπορούν να ξυπνήσουν το πρωί



Κοιμάστε νωρίς το βράδυ και ξυπνάτε επίσης νωρίς το πρωί; Ή μήπως πέφτετε για ύπνο αργά και σηκώνεστε για πρωί το… μεσημέρι;

Την επόμενη φορά που η μαμά σας, η γιαγιά σας, η φίλη σας ή το αφεντικό σας, γκρινιάξει επειδή αργήσατε να ξυπνήσετε… ενημερώστε τους ότι δεν έχετε καμία ευθύνη και πως για όλα φταίνε τα γονίδιά σας!

Ειδικοί νευρογενετιστές εκτιμούν ότι το πρωινό ξύπνημα εξαρτάται από τα γονίδια. Ο Dr Louis Ptacek από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ανέφερε μάλιστα ότι η καλύτερη κατανόηση του «χρονότυπου» κάθε ατόμου, δηλαδή ποια ώρα της ημέρας λειτουργεί καλύτερα, μπορεί να μας βοηθήσει να ζούμε πιο υγιεινά.

«Είτε μας αρέσει, είτε όχι οι γονείς μας είναι αυτοί που μας λένε πότε πηγαίνουμε για ύπνο, σύμφωνα με τα γονίδια που μας έχουν κληροδοτήσει» είπε χαρακτηριστικά στο BBC.

Ο υποθάλαμος στον εγκέφαλο ελέγχει όλες τις σωματικές δραστηριότητες, από την απελευθέρωση ορμονών μέχρι τη ρύθμιση της θερμοκρασίας και την πρόσληψη νερού.

Το εσωτερικό, κιρκαδικό ρολόι που έχουμε όλοι μας ρυθμίζεται κάθε ημέρα από το φως και καθώς η διάρκεια της ημέρας είναι 24 ώρες, θα περίμενε κανείς το ρολόι όλων μας να «έτρεχε» με ένα παρόμοιο προγραμματισμό. Όμως δε συμβαίνει αυτό.

Στην έρευνα του Dr Ptacek συμμετείχαν οικογένειες που έπασχαν από διαταραχές ύπνου. Ο ερευνητής εντόπισε ένα μεταλλαγμένο γονίδιο, το οποίο οδηγούσε στην παραγωγή μιας πρωτεΐνης που ρυθμίζει τον κύκλο του ύπνου και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι διάφορες μεταλλάξεις του γονιδίου αυτού οδηγούν τελικά στη διαμόρφωση του χρονότυπου και των προτύπων ύπνου που ακολουθεί κάθε άτομο.

ΠΗΓΗ:
http://www.koutipandoras.gr/article/105858/vrethike-i-aitia-gia-osoys-den-mporoyn-na-xypnisoyn-proi(accessed 27.2.16)

medicalnews.gr



Parenthood seems to have an opposite effect on how men and women perceive babies' emotions


In our part of the world, a growing proportion of fathers are rolling up their sleeves and getting involved in early child care. This has prompted increased interest from psychologists in any similarities or differences in the way that mothers and fathers interact with their children. One finding is that fathers tend to engage in more physical play, whereas mothers spend more time playing with toys and interacting socially. A new study in the Quarterly Journal of Experimental Psychology takes a fresh approach, asking whether mothers and fathers perceive babies' emotional expressions differently. The results, while tentative, suggest that parenthood may lead women to become more sensitive to babies' emotions, while men actually become less sensitive.

Christine Parsons at the University of Oxford and her colleagues asked 110 women and men to look at and rate 50 images of 10 babies expressing strongly positive and negative emotions, muted positive and negative emotions, or exhibiting a neutral expression. There were 29 mothers (average age 29), 26 fathers (average age 28), and 29 women who weren't mothers (average age 26), and 26 men who weren't fathers (average age 28). The parents all had infants aged less than 18 months. The participants rated the babies' emotions by using a vertical sliding scale from "very positive" to "very negative".

Men and women who weren't parents didn't differ in the way that they rated the babies' emotions. In contrast, among the parents, mothers tended to rate the babies' positive emotions more positively and their strongest negative emotions more negatively, compared with the fathers. Moreover, mothers tended to give more extreme ratings to the babies' emotions than women who weren't mothers, whereas fathers showed a tendency to rate the babies' emotions as less intense than men who weren't fathers.

Taken together, the researchers said this suggests that parenthood affects women's and men's perceptions of infant emotions differently: "It may be that motherhood increases women's perception of the intensity of emotion in infant faces, whereas fatherhood decreases men's perception," they said. These results are preliminary and there's a need now for longitudinal research that follows the same participants over time; the current study also doesn't speak to why this gender difference emerges after parenthood. However, the researchers speculated that "If mothers and fathers [really do] perceive the same infant emotional expressions in different ways, this may contribute to the sex differences in interaction styles that are frequently observed."

_________________________________ 
SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2016/02/parenthood-seems-to-have-opposite.html(accessed 27.2.16)

Parsons, C., Young, K., Jegindoe Elmholdt, E., Stein, A., & Kringelbach, M. (2016). Interpreting infant emotional expressions: parenthood has differential effects on men and women The Quarterly Journal of Experimental Psychology, 1-19 DOI:10.1080/17470218.2016.1141967


Wednesday 24 February 2016

Κρυφά οφέλη για την υγεία στα γένια




Δεν είναι μόνο της μόδας, αλλά, ως φαίνεται, τα γένια έχουν και κρυφά οφέλη για τον γενειοφόρο. Ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι φρεσκοξυρισμένοι άνδρες έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να μεταφέρουν παθογόνους μικροοργανισμούς, και δη ανθεκτικούς στα αντιβιοτικά, συγκριτικά με τους γενάτους. Μάλιστα, οι επιστήμονες, με κάποιον τρόπο, καταφέρνουν να καταπολεμήσουν τα βακτήρια.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Journal of Hospital Infection, εκπονήθηκε σε 408 άνδρες που εργάζονται σε δύο βρετανικά πανεπιστημιακά νοσοκομεία. Οι ερευνητές έλαβαν δείγματα από το πρόσωπο τόσο των γενειοφόρων όσο και των ξυρισμένων και συνέκριναν τα βακτήρια που απομονώσαν. Ετσι, διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες που είχαν φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο είχαν τριπλάσιες πιθανότητες να μεταφέρουν ανθεκτικό χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο στις παρειές τους συγκριτικά με αυτούς που είχαν γένια. Επίσης, οι φρεσκοξυρισμένοι είχαν δεκαπλάσιες πιθανότητες να μεταφέρουν άλλα επικίνδυνα μικρόβια στα πρόσωπά τους. Ομως αυτό, λένε οι ειδικοί, συμβαίνει επειδή το συχνό ξύρισμα δημιουργεί μικροτραυματισμούς και ερεθισμούς στο δέρμα, όπου και αναπτύσσονται οι βακτηριακές αποικίες.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτά τα καλά νέα για τους γενειοφόρους. Σε διαφορετική μελέτη, ένας μικροβιολόγος του University College του Λονδίνου, μελετώντας στο μικροσκόπιο δείγματα από γένια, κατάφερε να εντοπίσει εκατό διαφορετικά βακτήρια, αλλά και έναν μικροοργανισμό ο οποίος φάνηκε να εξοντώνει τα υπόλοιπα μικρόβια.

Ο δρ Ανταμ Ρόμπερτς απομόνωσε αυτό το μικρόβιο και το δοκίμασε εναντίον μιας μορφής βακτηριδίου E.coli, το οποίο προκαλεί συχνά ουρολοιμώξεις. Οπως διαπίστωσε, το μικρόβιο κατάφερε να εξουδετερώσει το E.coli. Τώρα ο δρ Ρόμπερτς πιστεύει ότι τα γένια θα πρέπει να ερευνηθούν ενδελεχώς, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχουν ιδιότητες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση λοιμώξεων.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/846674/article/epikairothta/ygeia/kryfa-ofelh-gia-thn-ygeia-sta-genia(accessed 24.2.16

Why do so many people believe in psychic powers?



Researchers say belief in psychic powers is not related to general IQ, memory bias or education, but to a lack of analytical skills
A large proportion of the public – over a quarter according to a Gallup survey in the US – believe that humans have psychic abilities such as telepathy and clairvoyance, even though mainstream science says there is no evidence that these powers exist. It might be tempting for sceptics to put this down to a lack of general intelligence or education on the part of the believers, but in fact past research has failed tosupport this interpretation.

Now a paper in Memory and Cognition has looked for differences between believers and sceptics in specific mental abilities, rather than in overall intelligence or education. Across three studies – this was one of the most comprehensive investigations of its kind – the researchers at the University of Chicago found that believers in psychic powers had memory abilities equal to the sceptics, but they underperformed on tests of their analytical thinking skills.

Stephen Gray and David Gallo surveyed the psychic beliefs, "need for cognition" (how much people enjoy mental effort) and life satisfaction of over two thousand people online. For example, regarding psychic beliefs, one survey item asked participants whether they agreed or disagreed that "it is possible to gain information about the future before it happens, in ways that do not depend on rational prediction or normal sensory channels". The strongest psychic believers and sceptics matched for years in education or academic performance (around 50 people in each group, in each of the three studies; aged 18 to 35) were then invited to complete a range of tests of their memory and analytical skills, either online or in person at the psych lab.

For example, one of the memory tests involved listening to lists of related words and then trying to recall as many of them as possible, without mistakenly recalling a "lure" – a word related in meaning to those on the list, but which actually wasn't in the list. Another memory task involved the researchers quizzing the participants about whether they'd had various childhood experiences, then asking them to imagine having had those experiences, and finally, one week later, asking them again whether they'd truly had the experiences. The idea was to test the vulnerability of participants' memories to suggestion and distortion. On these measures and others, including a basic test of working memory ability, the psychic believers matched the performance of the sceptics.

However, it was a different story when it came to the tests of analytical thinking, which included: evaluating arguments, a survey of belief in conspiracy theories, the remote associates test (e.g. which one word is related to all of the following?: falling, actor, dust*), and a test of logic (e.g. fill in the blank spaces: "escape, scape, cape, _ _ _**). On all these tests, the sceptics outperformed the believers (statistically speaking, the effect sizes varied from small to large across the different measures). This was despite the fact that the believers scored as highly as the sceptics on "need for cognition" suggesting their poorer analytical performance wasn't due to low motivation.

The results don't prove that relatively poor analytical thinking skills cause people to become believers in psychic phenomena, but they are certainly consistent with the idea that a lack of these skills may leave people more prone to developing such beliefs, for example by undermining their ability to scrutinise whether last night's dream really did predict today's events (unlike a sceptic, a believer might not take into account all their dreams that didn't appear to foretell the future, nor realise that the dream was influenced by the same past events that also shaped the future). A lack of analytical skills might be especially pertinent for people who are in regular contact with others who endorse the idea of psychic phenomena. Indeed, 70 per cent of believers said their beliefs were in line with those held by their friends and family.

Intriguingly, across all the two thousand-plus people who completed the initial survey, belief in psychic powers correlated with scoring higher on life satisfaction. This makes sense – after all, if you're gullible/ open-minded enough to believe in psychic phenomena, it's not such a leap to believe that super heroes walk the earth, which must be a fun outlook to have.

_________________________________ 
SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2016/02/why-do-so-many-people-believe-in.html(accessed 24.2.16)

Gray, S., & Gallo, D. (2016). Paranormal psychic believers and skeptics: a large-scale test of the cognitive differences hypothesis Memory & Cognition, 44 (2), 242-261 DOI:10.3758/s13421-015-0563-x


Monday 15 February 2016

Μίνι ανθρώπινοι εγκέφαλοι εργαστηρίου εναντίον Αλτσχάιμερ;


Δημιουργήθηκαν με ελληνική συμμετοχή και σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορούν να παραχθούν μαζικά και να βοηθήσουν στη μελέτη νευροεκφυλιστικών νόσων



Το μέλλον στην έρευνα του εγκεφάλου πλησιάζει σύμφωνα με τους επιστήμονες


'Αλλη μία ομάδα ερευνητών στις ΗΠΑ - μεταξύ των οποίων μία Ελληνίδα επιστήμονας - ανακοίνωσε ότι ανέπτυξε στο εργαστήριο μικροσκοπικούς εγκεφάλους, που διαθέτουν πολλούς νευρώνες και άλλα κύτταρα του κανονικού ανθρώπινου εγκεφάλου.

Οι μικροσκοπικοί εγκέφαλοι διαθέτουν επίσης μερικές - ασφαλώς ούτε κατά διάνοια όλες - από τις φυσιολογικές λειτουργίες, όπως τη δημιουργία μυελίνης που μονώνει τα νεύρα, αλλά και την αυθόρμητη εκδήλωση ηλεκτροχημικής δραστηριότητας, που μπορεί να καταγραφεί με ηλεκτρόδια και η οποία παραπέμπει στη σκέψη, αν και σε πρωτόγονη μορφή.

Μαζική παραγωγή εγκεφάλων

Ο εργαστηριακός εγκέφαλος, που μπορεί να παραχθεί σε μαζική κλίμακα, προορίζεται να βοηθήσει την φαρμακολογική και άλλη έρευνα πάνω στις διάφορες νευροεκφυλιστικές παθήσες (Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον, πολλαπλή σκλήρυνση, αυτισμό κ.α.), ενώ θα μειώσει και την ανάγκη να γίνονται ανάλογα τεστ σε ζώα.

Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής και της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, με επικεφαλής τον καθηγητή τοξικολογίας Τόμας Χάρτουνγκ, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για την Προώθηση της Επιστήμης (AAAS) στην Ουάσιγκτον. Στην ερευνητική ομάδα συμμετέχει η δρ Γεωργία Μακρή, που πήρε το διδακτορικό της από το Ινστιτούτο Παστέρ στην Αθήνα και σήμερα είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Νευρολογίας του Τζονς Χόπκινς.

Οι μίνι-εγκέφαλοι έχουν διάμετρο όσο το μάτι μιας μύγας ή ενός μολυβιού - το μέγεθος που έχει ο εγκέφαλος ενός εμβρύου δύο μηνών - και είναι οριακά ορατοί με γυμνό μάτι. Εκατοντάδες χιλιάδες αντίγραφά τους μπορούν να παραχθούν σε κάθε «φουρνιά» (καλλιέργεια). Εκτός από τις νευρολογικές παθήσεις, έχουν ήδη αρχίσει δοκιμές για την αξιοποίηση των εργαστηριακών εγκεφάλων σε περιπτώσεις ιογενών λοιμώξεων, τραυμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων.

Δοκιμές νέων φαρμάκων με ασφάλεια και χωρίς πειραματόζωα

Οι επιστήμονες δήλωσαν αισιόδοξοι ότι τέτοιοι μίνι-εγκέφαλοι θα αλλάξουν δραματικά τον τρόπο που δοκιμάζονται τα νέα φάρμακα από πλευράς ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Οι μίνι-εγκέφαλοι έχουν ως «πρώτη ύλη» δερματικά ενήλικα κύτταρα, που -μετά από γενετικό επαναπρογραμματισμό- μετατρέπονται σε πολυδύναμα βλαστικά κύτταρα, παρόμοια με τα εμβρυικά, και τελικά εξειδικεύονται σε εγκεφαλικά κύτταρα.

Οι εν λόγω μικροσκοπικοί εγκέφαλοι είναι «μπάλες» κυττάρων, που αναπτύσσουν δομές παρόμοιες των κανονικών εγκεφάλων μέσα σε διάστημα δύο μηνών στο εργαστήριο. Θεωρούνται ανώτεροι για την μελέτη των εγκεφαλικών παθήσεων, σε σχέση με τα ευρέως χρησιμοποιούμενα πειραματόζωα όπως οι αρουραίοι και τα ποντίκια, επειδή αποτελούνται από κύτταρα ανθρώπων και όχι τρωκτικών.

Όπως ανέφερε ο Χάρτουνγκ, «το 95% των φαρμάκων, αφότου έχουν δοκιμασθεί σε ζώα, δείχνουν πολλά υποσχόμενα, αλλά στη συνέχεια αποτυγχάνουν, όταν δοκιμάζονται στους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει μεγάλη σπατάλη χρόνου και χρημάτων».

«Δεν είμαστε αρουραίοι, όπως δεν είμαστε ούτε μπάλες κυττάρων. Όμως μπορούμε να πάρουμε καλύτερες πληροφορίες από αυτές τις κυτταρικές μπάλες, παρά από τα τρωκτικά», τόνισε.

'Αλλες επιστημονικές ομάδες στις ΗΠΑ και την Αυστρία έχουν ήδη δημιουργήσει μεγαλύτερους μίνι-εγκεφάλους, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να αναπαραχθούν μαζικά σε πανομοιότυπη μορφή.

«Ο δικός μας μίνι-εγκέφαλος δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε κατ' ανάγκη ο καλύτερος. Όμως είναι ο πιο τυποποιημένος. Και όταν δοκιμάζει κανείς φάρμακα, αυτό είναι καθοριστικό», δήλωσε ο Χάρτουνγκ. «Επιπλέον, αν τέτοια μοντέλα του εγκεφάλου χρησιμοποιηθούν από κάθε εργαστήριο, τότε θα μπορέσουμε να αντικαταστήσουμε σε ευρεία κλίμακα τα πειράματα στα ζώα», πρόσθεσε.

Ο αμερικανός τοξικολόγος ήδη κατέθεσε αίτηση για την κατοχύρωση της σχετικής πατέντας, ενώ αναπτύσσει και την εταιρεία Organome για την παραγωγή τους, η οποία αναμένεται να αρχίσει έως το τέλος του 2016, σε συνεργασία με την εταιρεία Atera του Λουξεμβούργου.


ΠΗΓΗ:
http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=776873(accessed 15.2.16)

The Reason Some People Are Always Agreeing and Conforming With Others

Post image for The Reason Some People Are Always Agreeing and Conforming With Others
Do you know someone who always agrees, no matter what they really think?

Disagreeing with others activates areas of the brain linked to mental distress in some people, new research finds.

This helps to explain why some choose to agree all the time — it spares them psychological discomfort.


Dr Juan Dominguez, one of the study’s authors, explained:


“People like to agree with others, a social default known as the truth bias, which is helpful in forming and maintaining social relationships.

People don’t like to say that others are not telling to truth or lying because this creates an uncomfortable situation.”

Brain scans showed that when some people disagreed with others it caused lots of activation in the medial prefrontal cortex and the anterior insula.

Both of these areas have previously been linked to cognitive dissonance — a type of mental distress.

Going along with others can be beneficial in some situations, but too much conformity can be dangerous.

Excessive conformity may encourage people to make decisions that are not in their interests or allow themselves to be dominated in a relationship.


The study’s authors write:


“Having a lot of trouble disagreeing due to heightened mental stress may be indicative of an array of emotional, attitudinal or social issues comprising an individual’s ability to make autonomous choices.

This can potentially lead to poor decision-making, anxiety, or difficulties in interpersonal relationships.

For example, introversion has been shown to be associated with the experience of greater dissonance discomfort.

Moreover, evidence indicates sensitivity to dissonance is linked to increased susceptibility to influence.

An excessive, pathological aversion to cognitive dissonance has even been envisioned, where individuals would effectively exhibit an inability to make decisions, on account of extreme avoidance of conflicting views and change in behavior.”

SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2016/02/reason-some-always-agreeing-conforming.php(accessed 15.2.16)

The study was published in the journal Frontiers in Human Neuroscience (Dominguez et al., 2016).


Friday 12 February 2016

New Years Resolutions: 10 ιδέες για να έρθω πιο κοντά στον εαυτό μου



Το 2015 έφυγε, το 2016 πρόβαλλε σιγά σιγά, φέρνοντάς μας ή μάλλον καλύτερα, κάνοντάς μας να πιστεύουμε πως "η νέα χρονιά θα μας φέρει ότι δεν έφερε η προηγούμενη…, φέτος θα αλλάξουν τα πράγματα!¨" Εσείς κάνετε τον απολογισμό της χρονιάς που πέρασε;

Αλήθεια, πόσοι "αφήνεστε" στο τι θα φέρει η καινούργια χρονιά; Πόσοι είστε οι "αισιόδοξοι" ή μήπως πιστεύετε πως "σιγά, τα ίδια και πάλι θα γίνουν!"; Μήπως ανήκετε σε εκείνους που κάθε χρόνο φτιάχνετε λίστες με νέες αποφάσεις για να έχετε καλύτερα αποτελέσματα στη νέα χρονιά; Μήπως συγκρίνετε τις παλιές σας λίστες με όσα καταφέρατε - συνήθως 2-3 πράγματα - μεταφέροντας όσα δεν ολοκληρώθηκαν σε νέες λίστες;

Ακολουθεί λοιπόν παρακάτω άλλη μία τέτοιου είδους λίστα με "10 ιδέες για να έρθω πιο κοντά στον εαυτό μου". Θα μπορούσα να κάνω και μία λίστα με 100 τέτοιου είδους ιδέες, θα είχε όμως νόημα; Είναι γεγονός πως ο καθένας μας ελπίζει πως η οποιαδήποτε αλλαγή, πόσο μάλλον η αλλαγή του έτους, θα φέρει και πιο ευχάριστες στιγμές στη ζωή μας. Η αλήθεια όμως είναι πως την αλλαγή και τις ευχάριστες στιγμές μόνο εμείς μπορούμε να τις δημιουργήσουμε και να τις χαρίσουμε στον εαυτό μας, αν αποφασίσουμε να ασχοληθούμε σοβαρά με …εμάς. Διαφορετικά, θα φτιάχνουμε και θα ξαναφτιάχνουμε λίστες που θα μας βοηθούν να απογοητευόμαστε από τον εαυτό μας που δεν κάναμε αυτά που υποσχεθήκαμε πέρυσι! Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που φτιάχνοντας λίστες, μπλοκάρουν και δεν ξέρουν τι να βάλουν πρώτο και τι δεύτερο, πιο είναι το πιο σημαντικό για εκείνους!
Να ασχοληθώ με τον εαυτό μου δημιουργικά: ας πάψω να ασχολούμαι με το τι αρέσει στον καθένα γύρω μου, με μικρότητες και με ίντριγκες. Ας χαρίσω σε εμένα περισσότερο χρόνο, σκέψη αλλά και ενέργεια, με το να μου αφιερώνω τον χρόνο που αφιέρωνα στο τι θέλουν οι άλλοι από εμένα!
Να βρω πράγματα που μου αρέσουν και με ευχαριστούν: αλήθεια, πόσα από όλα όσα κάνω με ευχαριστούν και πόσα από αυτά είναι αγγαρείες;
Να μάθω να με αγαπώ και να με σέβομαι: αν και ακούγεται τόσο εύκολο, σίγουρα δεν είναι καθόλου, όταν μάλιστα έχω να "παλέψω" με τρόπους που έχω μάθει να βάζω προτεραιότητες…
Να μάθω να εκτιμώ ότι έχω γύρω μου:ανθρώπους, υλικά αγαθά, σχέσεις…
Να μάθω να χαμογελάω, να γλυκάνω την καρδιά μου και να λέω ευχαριστώ: αλήθεια πότε ήταν η τελευταία φορά που ευχαρίστησες κάποιον για κάτι απλό ή μήπως θεωρείς δεδομένο πως "έτσι πρέπει να γίνεται;"
Να μάθω να μην ξεχνώ τους ανθρώπους που έχω γύρω μου: συγγενείς, φίλους, να μικρύνω τις αποστάσεις που μπαίνουν ή πιο σωστά "βάζουμε" ανάμεσά μας…
Να μάθω να βάζω προτεραιότητες: μην σπαταλάω το χρόνο μου χωρίς νόημα. Ας βρω τι έχει νόημα για μένα και ας προσπαθήσω γι αυτό…
Να μάθω να δέχομαι νέες ευκαιρίες: γνωριμίες με καινούργιους ανθρώπους, νέες προτάσεις, νέα ταξίδια, νέες συναντήσεις, νέα ενδιαφέροντα…
Να μάθω να ζω τη στιγμή: συνήθως οι περισσότεροι ενώ ζούμε στο "εδώ και τώρα", όπου είναι και το μόνο σημείο που μπορούμε να νιώσουμε, να αισθανθούμε, να πάρουμε και να δώσουμε, έχουμε την προσοχή μας στο "τι θα γίνει μετά". Τίποτα δεν θα γίνει λοιπόν μετά αν τώρα δεν αφεθούμε να απολαύσουμε αυτό που συμβαίνει στο παρόν. Άλλωστε η ευτυχία είναι κομμάτια από μικρές στιγμές…
Σωματική και ψυχική υγεία: πόσοι αλήθεια προσέχουμε τη διατροφή μας, την άσκησή μας, τον ύπνο μας, σταματάμε το κάπνισμα και την κατάχρηση στο αλκοόλ; Πόσοι αποφασίζουμε να αντιμετωπίσουμε πιθανές μας φοβίες, μελαγχολίες ή και καταθλίψεις ακόμα, καταναγκασμούς που μας στερούν όχι μόνο την ελευθερία κίνησης και δράσης αλλά και κομμάτια της ψυχικής μας υγείας;

Τρόποι επιτυχίας στους νέους στόχους μου!


Το μυστικό λοιπόν επιτυχίας στις λίστες αυτές, είναι να πάρω απόφαση πως αν εγώ δεν κινηθώ, δεν δράσω για να αναγνωρίσω και να πραγματοποιήσω τις ανάγκες μου, το μόνο που θα μετράω στο τέλος της χρονιάς θα είναι οι …αποτυχίες μου! Και δεν χρειάζεται να κάνω ατέλειωτες λίστες, λίγα και καλά είναι αυτά που μετράνε και που θα με φέρουν σε καλύτερη επίγνωση και συμφιλίωση με τον εαυτό μου, άρα και με τους άλλους γύρω μου.Ακόμα και αν δεν καταφέρνω να πετύχω κάτι που θέλω (εφόσον βέβαια δεν είναι εξωπραγματικό), ας μην το βάλω κάτω. Αντίθετα, ας αναρωτηθώ "τι κάνω και αποτυγχάνω;" Γιατί είναι σίγουρο πως εγώ κάτι κάνω, ίσως για παράδειγμα ακολουθώ έναν μη κατάλληλο για εμένα τρόπο, έναν τρόπο που μπορεί να ταιριάζει στη φίλη μου αλλά όχι σε εμένα! Ας δοκιμάσω λοιπόν κάτι διαφορετικό…

ΠΗΓΗ:
http://www.askitis.gr/monthly/view/new_years_resolutions_10_idees_gia_na_ertho_pio_konta_ston_eaito_moi(accessed 12.2.16)

Our collective memory, like individual memory, is shockingly fallible




What were the greatest human catastrophes of the 20th century? When asked this question, most people answer the Second World War, followed by the First World War. The former killed around 50 million people, the latter 17 million. But there was another catastrophe that dwarfed both of these, that is rarely mentioned. The influenza pandemic of 1918-1920, better known as the Spanish flu, killed at least 50 million people worldwide, and perhaps as many as 100 million.

While working on a book about that pandemic, I have been thinking a lot about why it has for so long attracted the label “forgotten”. It certainly isn’t because it only affected Spaniards. “Spanish” flu is a misnomer, a historical accident that came about because, unlike the belligerent nations in the First World War, Spain, which was neutral, didn’t censor its press to avoid damaging morale. The first flu victims Europeans learned about from the newspapers, therefore, were Spanish.

The reasons the Spanish flu has so often been overlooked go deeper than its name, and they have to do with the nature of collective remembering – or more importantly, collective forgetting. This is a subject that has interested historians and social scientists for a long time, though they have tended to focus on its external manifestations – monuments and memorials. Only in the last few years have psychologists brought an empirical approach to the question, and started probing the representation of collective memory in the brain. Their initial findings are both fascinating and disturbing, because they show that collective memory, like individual memory, is shockingly fallible. Together we only remember a fraction of what happened, and so the interesting question becomes, why do we remember what we do, and forget all the rest?



The USS Arizona (BB-39) burning after the Japanese attack
on Pearl Harbour. The event provides a beginning anchor to
Americans' memories of the Second World War. Image: Wikipedia
A few years ago, anthropologist James Wertsch of Washington University in St Louis, a pioneer in this young field, observed that collective memories tend to follow a simple narrative structure, having a beginning, a middle and an end. Wars fit this template very well. One 2014 study showed, for example, that Americans’ memories of the Second World War were constructed around three major events: the bombing of Pearl Harbour by the Japanese (the beginning), the D-Day landings in France (the turning-point), and the dropping of the atomic bombs on Hiroshima and Nagasaki (the end). Other events belonging to the war were either forgotten or fused with these.

Pandemics lack such a structure. The Spanish flu, for example, was over in some places in as little as six weeks, so there was no time for a narrative to unfold. Werstch also noted that collective memories tend to highlight heroic or mythical elements while playing down negative ones, or ones that don’t fit the narrative. There are no real heroes in a pandemic, and no victors either – no-one likely to go around bragging about it afterwards. And according to memory researchers, that lack of bragging rights may be another reason why the Spanish flu was overlooked for so long.

Charles Stone, a psychologist at the John Jay College of Criminal Justice in New York, has been studying the consequences of “mnemonic silence” – the failure, by a leader, a community, or even an entire nation, to express a memory publicly. In one study, he and his colleagues find that what high-profile figures say about episodes from the past can shape what, if anything, the public recalls about them.

Stone’s study centred on a speech the King of Belgium gave in 2012, at a time when Belgium was facing certain delicate political problems – not least, the fact that it had recently emerged from eight months without a government. Stone and his colleagues identified four such problems and, knowing that the King would address some or all of them when he spoke, sent out surveys to 81 Belgians before and after his speech, to assess their memories in connection with each one. The people who didn’t hear the King speak remembered as much about each problem at both timepoints, but those who did hear him remembered less about the subjects he raised than they had beforehand. That’s because he mentioned certain events in connection with each issue, but not others. Participants who heard the speech later recalled the events he mentioned, while forgetting the ones he didn’t – resulting in a lower overall tally of memories for each one, after the speech. Though the results are preliminary, Stone says they indicate that public figures can induce selective forgetting, and so shape collective memory.

Mnemonic silence doesn’t always induce forgetting. When the Soviet authorities rewrote Lithuanian history books in the wake of their occupation of that country in 1940, the Lithuanians carefully curated their own version of the past – refusing to accept the “false” memory that they had invited their occupiers in, for example. Likewise, Armenians living in Turkey remember the Armenian genocide of the 1910s, even though Turkish law restricts public discussion of the episode. In both cases, Stone says, the group identity of the “underdog” depended on the maintenance of those publicly suppressed memories, giving Lithuanians and Armenians a powerful motive not to forget.

There is no underdog in a pandemic, since everyone is a potential victim. In 1918, however, there was one influential constituency in whose interests it was to erase memories of the Spanish flu – the doctors and scientists who failed to stem the tide of death (essentially because they didn’t know that influenza was caused by a virus), along with the politicians who, having no credible alternative to offer, advised the public to put their faith in them. In those circles, many came to see the pandemic as a humiliating defeat. As German historian of science Wilfried Witte put it a few years ago, “Politicians and doctors had no interest in building a monument to influenza.” Monuments abound to the two world wars, of both the concrete and psychological varieties, but not to the greatest catastrophe of the 20th century. In that case, mnemonic silence induced forgetting very effectively – at least for a while.

_________________________________ 
SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2016/01/our-collective-memory-like-individual.html(accessed 12.2.16)

Roediger, H., & Abel, M. (2015). Collective memory: a new arena of cognitive study Trends in Cognitive Sciences, 19 (7), 359-361 DOI: 10.1016/j.tics.2015.04.003

Stone, C., & Hirst, W. (2014). (Induced) Forgetting to form a collective memory Memory Studies, 7 (3), 314-327 DOI: 10.1177/1750698014530621

Zaromb, F., Butler, A., Agarwal, P., & Roediger, H. (2014). Collective memories of three wars in United States history in younger and older adults Memory & Cognition, 42 (3), 383-399 DOI: 10.3758/s13421-013-0369-7


Monday 1 February 2016

Η ανάγκη μου για τελειομανία….


Μια τέτοιου είδους κριτική στον εαυτό προκαλεί συναισθήματα ενοχών, γίνεται αφορμή για σκέψεις αναξιότητας και ανικανότητας.


Πολλά κατορθώματα και επιτεύγματα… συνεχώς αυξανόμενοι και πολλές φορές ανέφικτοι στόχοι.. πολλές προσδοκίες βασανιστικές.. αγωνία για την κριτική των Άλλων…. αγωνία για την εικόνα στον Άλλο..

Η εξέλιξη, η ανάπτυξη, το προχώρημα του κάθε ανθρώπου και η βελτίωση της ζωής του είναι στοιχεία που όχι απλά χρειάζεται να υπάρχουν, αλλά είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ζωής. Είναι βασική προϋπόθεση για να μην οδηγηθεί ο άνθρωπος στην παραίτηση από τη ζωή και το βούλιαγμα. Υπάρχει ένα σημείο σε αυτή την πορεία, όπου αυτό το προχώρημα γίνεται παγίδα: είναι τότε που ο άνθρωπος έχει μια μόνιμη αίσθηση ότι «πρέπει να κάνω κάτι παραπάνω», ότι «μόνο αυτό δεν φτάνει», «μήπως θα έπρεπε να μην είχα κάνει αυτό, αλλά κάτι άλλο;». Οι σκέψεις αυτές ενώ μοιάζουν τόσο απλές και «αθώες» ίσως, στην πραγματικότητα κρύβουν μια αίσθηση ότι «είμαι λίγος» και ένα αίσθημα ανικανοποίητου. Οι συνέπειες αυτής της διεργασίας πολλές και σοβαρές: δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να απολαύσει αυτό που κάνει εκείνη τη στιγμή με την ένταση που του ταιριάζει. Δεν του επιτρέπει να καταγράφει την εμπειρία που ζει, να μείνει σε αυτή, να απολαμβάνει τη διεργασία ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, να μαθαίνει από αυτό που ζει, να ζει το ταξίδι της κάθε προσπάθειας χωρίς να σκέφτεται τον επόμενο στόχο πριν να έχει ακόμη ολοκληρωθεί ο προηγούμενος.

Μια τέτοιου είδους κριτική στον εαυτό προκαλεί συναισθήματα ενοχών, γίνεται αφορμή για σκέψεις αναξιότητας και ανικανότητας και δημιουργεί ένα δυσβάσταχτο αίσθημα ανικανοποίητου, το οποίο μπλοκάρει και εγκλωβίζει τον άνθρωπο.

Και κάπου εδώ συναντάμε την τελειομανία. Έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από την επιθυμία για εξέλιξη και καλή απόδοση και έχουμε περάσει στην καταναγκαστική ανάγκη για επιτυχία. Και τι σημαίνει τελειομανία; «Τελειομανία είναι ο καθορισμός εξαιρετικά (υπερβολικά) υψηλών στάνταρτς απόδοσης σε συνδυασμό με μια τάση υπερβολικής αυτοκριτικής».

Μέσα σε αυτή τη φράση θα βρούμε πολλές συνθήκες βασανιστικής ζωής για τον άνθρωπο.
Συνθήκη πρώτη: ο φόβος για αποτυχία, σε σημείο που ο άνθρωπος τελικά οδηγείται σε λάθη και μειώνεται τελικά η απόδοσή του.

Συνθήκη δεύτερη: μόνιμη ανησυχία για ενδεχόμενα λάθη σε συνδυασμό με υψηλά προσωπικά standards. Τα «προσωπικά standards» μπορούν να μας παραπέμψουν στην επιδίωξη της επιτυχίας, αλλά η αγωνία για τα πιθανά λάθη σχετίζεται με διάφορα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα και στρες. Ο φόβος για λάθη οδηγεί στη δυσκολία συγκέντρωσης και την ανησυχία για τις αντιδράσεις των άλλων «τι θα πουν οι άλλοι». Η διεργασία αυτή τελικά έχει ως αποτέλεσμα την αποτυχία και τα λάθη, κάτι με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει στην εγκατάλειψη και την παραίτηση.

Συνθήκη τρίτη: «έπρεπε να είχα πάει καλύτερα». Άνθρωποι που έχουν αυτή την αγωνία είναι σαν να προσπαθούν να γεμίσουν ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Όσο καλή και να είναι η επίδοση, θα υπάρχει πάντα κάτι που δεν έγινε σωστά. Γεννιούνται αισθήματα ματαιότητας, γιατί τίποτα τελικά δεν φαίνεται να έχει νόημα και να δίνει ικανοποίηση.

Συνθήκη τέταρτη: μόνιμο αίσθημα απειλής. Όταν ένας άνθρωπος είναι τόσο ευάλωτος στην κριτική, η εικόνα που έχει για τον εαυτό του γίνεται πολύ εύθραυστη και το βλέμμα που έχει στον εαυτό του είναι πάντα πολύ αυστηρό. Το να προσπαθεί, λοιπόν, να γίνει τέλειος μοιάζει η μοναδική άμυνα. Έτσι, όμως, νοιώθει συνεχώς να απειλείται, χωρίς όμως να συνειδητοποιεί ότι η μόνη απειλή που υπάρχει προέρχεται από τον ίδιο.

Συνθήκη πέμπτη: ανέφικτοι στόχοι. Αυτό έχει ως επακόλουθο η αποτυχία τελικά να είναι αναπόφευκτη και να φτάνουν πάλι στην ίδια αρχή με κίνδυνο να ξεκινήσουν την ίδια πορεία του φαύλου κύκλου.

Συνθήκη έκτη: οι άνθρωποι που παλεύουν με την τελειομανία θεωρούν ότι έχουν απογοητεύσει τους άλλους. Ιδιαίτερα όταν δεν καταφέρνουν να πετυχαίνουν στόχους, έχουν αυξημένα αισθήματα ντροπής και ενοχών. Για να απαλλαγούν από αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εφαρμόζουν ένα αυστηρό καθημερινό πρόγραμμα.

Συνθήκη έβδομη: ο φόβος της απόρριψης. Έχουν την αίσθηση ότι γίνονται αποδεκτοί και σημαντικοί μόνο μέσα από τις επιτυχίες και τα επιτεύγματά τους. Δεν θέλουν να ανακαλύψουν οι άλλοι τα λάθη τους γιατί νομίζουν ότι αν γίνει αυτό δεν θα είναι πλέον αποδεκτοί. Με το να είναι τέλειοι προστατεύουν τους εαυτούς τους από την κριτική, την απόρριψη και την αποδοκιμασία.

Είμαι σίγουρη ότι μπορείτε να βρείτε και να συμπληρώσετε αυτή τη λίστα με πολλές αντίστοιχες συνθήκες. Η τελειομανία είναι ένας από τους σημαντικότερους εχθρούς της αυτοεκτίμησης. Χρειάζεται να αναρωτηθείς κανείς για πολλά κεντρικά θέματα αυτοκριτικής, αυτοπεποίθησης, αυτοεκτίμησης, ασφάλειας, φόβου, φόβου για αποτυχία, φόβου για απόρριψη, αισθήματα ανικανοποίητου και ματαιότητας, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η εικόνα προς τα έξω.

ΠΗΓΗ:
http://psychografimata.com/18251/i-anagki-mou-gia-teliomania/(accessed 1.2.16)

How to evaluate an argument like a scientist


From the pontifications of the politician on the nightly news, to the latest tabloid health scare, we're constantly bombarded by other people's arguments – their attempts to make a particular claim based on some kind of evidence. How best to evaluate all these assertions and counter-assertions? Some insights come from a new study in the journal Thinking and Reasoning that's compared the argument evaluation strategies of scientists (advanced doctoral students and post-docs in psychology) with those used by first-year undergrad psych students.

Sarah von der Mühlen and her colleagues presented the 20 undergrads and 20 psychologists with two passages of text, approximately 400 words long, about smoking and addiction, each containing a mix of plausible and implausible arguments (note the superficial meaning and grammar of the implausible arguments was not at fault).

There were several elements to the task: All the participants were asked to identify the different components of the arguments and to judge the plausibility of the arguments. They were specifically told to evaluate the arguments based on their internal consistency and quality, not based on their own prior knowledge or opinion. The participants were also interviewed afterwards about what they'd thought of the task, the strategies they'd used to evaluate the arguments, and whether the arguments contained any of a list of fallacies, such as being circular. For one of the texts, the participants were asked to speak their thoughts out loud as they evaluated the arguments, granting the researchers immediate insight into their evaluation strategies.

As you might expect, the psychologists were better than the students at judging the plausibility of the arguments (achieving roughly 80 per cent vs. 70 per cent accuracy). The psychologists were especially superior at spotting weak or implausible arguments (they spotted nearly 80 per cent of these vs. 60 per cent spotted by the students). The psychologists, who took more time to judge plausibility, were also better at breaking down the structure of the arguments, especially at recognising what's known as the argument "warrant" – this is the link made between the claim and the evidence cited to support that claim.


From analysing the participants' out-loud thoughts and their comments at interview, the researchers established that at least part of the reason the psychologists were better at evaluating the arguments was that they far more often than the students (over 40 per cent of the time vs. around 12 per cent of the time) actually followed the instructions and made their judgments by considering the internal consistency of the arguments and whether the arguments contained any logical fallacies, including: being circular in nature; containing a contradiction; using a wrong example; citing a false dichotomy; or overgeneralising (see box for examples). By contrast, the students more often (approximately 43 vs. 27 per cent of the time) relied on their intuition (as revealed by comments like "I don't know why, but that just doesn't sound plausible to me") and on their prior opinions or knowledge.

Psychologists and other scientists aren't usually given formal training in argument logic and analysis, but the researchers think they probably pick up a lot of relevant analytical skills through their training and the social aspects of being a scientist. Further analysis suggested that a greater awareness of the formal structure of arguments (check out the Toulmin model of argumentation for more on this), and the range of argument fallacies, helped the psychologists better evaluate the arguments used in this study. However, we need to be aware that the study was cross-sectional so we don't know that this knowledge caused their better performance – for example, perhaps being the kind of person to take on post-doctoral science studies makes you better at judging arguments and/or maybe the psychologists were more motivated to excel at the task and follow the instructions.

Another limitation of this research is that the students and psychologists were assessing arguments in a context that was at least partly related to their domain of expertise or study (but note that no prior knowledge was required to judge the plausibility of the arguments). It would be interesting to know how well the psychologists argument evaluation skills would extend to other topics. For now though, what this research reveals is that when it comes to evaluating arguments, people find it very difficult to put aside their gut instincts, their prior opinions and knowledge and to judge the arguments in a logical way, based on their actual quality and coherence. Although we think of scientists as highly knowledgeable experts, their greater skill at evaluating arguments actually seems to come from their ability to forget what they know and to judge an argument on its merits.
_________________________________
SOURCE:

von der Mühlen, S., Richter, T., Schmid, S., Schmidt, E., & Berthold, K. (2015). Judging the plausibility of arguments in scientific texts: a student–scientist comparison Thinking & Reasoning, 1-29 DOI: 10.1080/13546783.2015.1127289(accessed 1.2.16)


Elyn Saks: Living with Schizophrenia

https://www.youtube.com/watch?v=WlO3CNxcyOw