Saturday 27 November 2021

Μάθε, ενημερώσου, προστατέψου – η αγάπη είναι δικαίωμά σου



Η Διοτίμα ενώνει τις δυνάμεις της με τη Lacta, σε ένα βίντεο-μήνυμα γροθιά για την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες
Κείμενο Αγγελική Λάλου


Lacta ενώνει τις δυνάμεις της με τη Διοτίμα (Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών Διοτίμα είναι μη κερδοσκοπικός φορέας με προφίλ γυναικείας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης), σε ένα βίντεο-μήνυμα γροθιά για την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες. Με τον αφοπλιστικό τίτλο «Μη με αφήσεις ποτέ» και τη συνέχεια του όπως την βλέπουμε στο βίντεο «γιατί θα σου κάνω κακό», σε λιγότερο από 4 λεπτά βλέπουμε με κομμένη ανάσα πώς η «απόλυτη» ευτυχία ενός ερωτικού ειδυλλίου μπορεί να μετατραπεί σε απόλυτο εφιάλτη μιας κακοποιητικής σχέσης. Η

Η μικρού μήκους ταινία ξεκινάει στην παραλία, με μουσική υπόκρουση το Μη μου μιλάς για αγάπη και ατμόσφαιρα που παραπέμπει στην κλασική ελληνική ταινία «Εκείνο το καλοκαίρι». Η αφήγηση γίνεται σε αόριστο χρόνο, από την ηρωίδα του φιλμ, την ερωτευμένη κοπέλα, που -από αγάπη κι εμπιστοσύνη προς τον σύντροφό της- θα χάσει τον έλεγχο της ζωής της και δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από τη ζήλια, την καταδυναστευτική συμπεριφορά και την τυραννία του φίλου της.

Στα τέσσερα μόλις λεπτά της, η ταινία καταφέρνει ευσύνοπτα κι εύγλωττα να περιγράψει, εμφανίσει, αναδείξει τις πιο σημαντικές red flags, τα πιο ισχυρά σημάδια, τις πιο ανησυχητικές ενδείξεις που ένα ερωτευμένο άτομο μπορεί να προσπεράσει και να μην αντιληφθεί έγκαιρα, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει το κοινό που θα το δει προκειμένου να μάθει να τα αναγνωρίζει πριν να είναι αργά.

Τα σημάδια αυτά είναι:

Υπερβολική προσοχή

Δηλώσεις που υποκρύπτουν ή φανερώνουν κτητικότητα

Δηλώσεις που έχουν σκοπό να «αιχμαλωτίσουν» τον άλλον, φανερώνοντας ότι η σχέση δεν μπορεί να είναι υγιείς αλλά στηρίζεται στην αναγκαιότητα και τους χειρισμούς του ενός

Ενδιαφέρον που ωστόσο απαιτεί αυστηρό μονοπώλιο και αποπνικτική αποκλειστικότητα για να τραφεί

Ασφυκτικός έλεγχος και κατάργηση κάθε προσωπικής ελευθερίας: από το ποιον άλλον μπορεί τυχαία να κοιτάξει, το πώς θα ντυθεί, με ποιους/ποιες θα βγει έξω, με ποιους/ποιες θα μιλήσει στο τηλέφωνο

Φωνές, εκρήξεις θυμού, εναλλαγή τρυφερότητας με απειλές



Αποκλεισμός από φίλους και απομόνωση

Βία

Η ηρωίδα με τη φωνή που από την περιγραφή της ερωτικής ευτυχίας περνάει σταδιακά στην ανησυχία, την αγωνία, τη θλίψη, την ανασφάλεια για να φτάσει στον τρόμο, τονίζει ότι ενώ προσπάθησε να κάνει τα πάντα ή έτσι νόμιζε αλλά δεν τα κατάφερε να γλιτώσει και καταλήγει στο συγκλονιστικό «Σημασία έχει τι θα κάνεις εσύ που ακόμα μπορείς…»

Το βίντεο με τους τίτλους τέλους σημειώνει: Μέχρι σήμερα, το 2021 13 γυναίκες έχουν δολοφονηθεί και χιλιάδες έχουν κακοποιηθεί από εκείνους που υποτίθεται πως τις «αγαπούσαν».

Και τονίζει για να το βάλουμε όλοι καλά στο κεφάλι (και την καρδιά) μας: «Αυτό δεν είναι αγάπη. Μάθε πώς να αναγνωρίζεις τα σημάδια ψυχολογικής και σωματικής βίας σε μια σχέση Μπες στο https://diotima.org.gr

Μη με αφήσεις ποτέ



Το βίντεο δημιουργήθηκε με αφορμή το ότι 25 Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Μέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.

“Μη με αφήσεις ποτέ”.

Μια συγκλονιστική ιστορία από τη Lacta. Δες την τώρα και μάθε περισσότερα στο https://diotima.org.gr

Πρωταγωνιστούν: Χριστίνα Χειλά Φαμέλη, Έκτορας Λιάτσος Σκηνοθεσία: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος

Η πραγματική αγάπη είναι δικαίωμά σου και εμείς είμαστε δίπλα σου για να το υπερασπιστούμε. Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική.

Mάθε, ενημερώσου, προστατέψου, βρες συμμάχους – η ζωή σου είναι πολύτιμη. Εσύ είσαι πολύτιμη – μην αφήσεις κανέναν να σου στερήσει το δικαίωμα στην αγάπη.


ΠΗΓΗ:


Thursday 25 November 2021

triving For Perfection, Rather Than Excellence, Can Kill Creativity



By Emily Reynolds

Perfectionism can be a useful trait: striving always to do better, perfectionists may be more likely to thrive academically or accomplish other achievements. But it comes with downsides, too: links with suicidal ideation, burnout, and reduced engagement at work.

One common critique of perfectionism is that it kills creativity, and it’s this question Jean-Christophe Goulet-Pelletier and team from the University of Ottawa, Ontario, explore in a paper in the British Journal of Psychology. They find that shooting for greatness, rather than perfection, can lead to higher creativity and increased openness to experience.

Participants in the first study were 279 Canadian undergraduate students. After sharing demographic data, they completed measures of perfectionism and excellencism (the striving for excellence, rather than perfection). Participants were shown statements about their goals, with some reflecting perfectionism (“My goal at school is to be exceptionally productive all the time”) and some excellencism (“My goal is to perform very well”), rating how much they agreed with them on a scale from one to seven.

Next, their creativity was tested with a “divergent thinking” measure. Participants were asked to come up with as many creative answers as they could to several questions, including “tell us the different ways you could use a newspaper” and “name all the things you can think of that make noise”. Finally, they completed a scale measuring openness to experience, which included questions about imagination, interest in art, emotionality, adventurousness, intellect, and liberalism.

The results revealed that the more participants strove for excellence, the greater originality and openness to experience they showed. In contrast, the more perfectionist participants were, the fewer original ideas they had and the less open to experience they were. This suggests that an element of flexibility not present in perfectionism can improve our creative thinking.

The second study involved 401 participants, again Canadian undergraduates. As in the first experiment, excellencism and perfectionism were measured, along with divergent thinking and openness to experience. General self-efficacy was recorded through agreement or disagreement with statements like “I will be able to achieve most of the goals that I have set for myself”, while creative self-efficacy and creative personal identity were measured through statements such as “I trust my creative abilities” and “My creativity is important to who I am”.

Participants also took part in two extra tests. In the first, an association test, participants were given a word and asked to create a chain in which each word can be related to the previous word but not the others. If you started with the word “summer”, to use the team’s example, a chain could be “beach, sand, castle, knight, horse, race”. The second was a dissociation task. This takes the format of the association task, but asks participants to create a chain of words completely unrelated from one another (e.g. “summer, computer, banana, bicycle”).

SOURCE:


Again, excellencism was a strong predictor of openness and originality, with perfectionism predicting lower scores on these measures. Those who strove for excellence also did better on the association and dissociation tasks, while perfectionists performed worse. However, there was no significant difference between excellencists and perfectionists on general self-efficacy, creative self-efficacy, and creative personal identity, suggesting that people may not recognise their creativity is being inhibited by their perfectionism.

Much of the study suggests that striving for perfection can prove less positive than perfectionists would like, with those looking merely for excellence faring better overall. Future research could explore how to swap toxic perfectionism for excellencism — but in the meantime, contemplating how to deal with failure, and how it can even be productive, may be worth some time.

Sunday 21 November 2021

Διευκρινήσεις σχετικά με την υποχρέωση για εμβολιασμό των ελευθέρων επαγγελματιών Ψυχολόγων και των πελατών τους.

Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 2021


      

Αγαπητοί Συνάδελφοι,

            Σας ενημερώνουμε ότι λάβαμε σήμερα από το Υπουργείο Υγείας διευκρινήσεις σχετικά με την υποχρέωση για τον εμβολιασμό των ιδιωτών Ψυχολόγων. Συγκεκριμένα, το υπ’ Αριθμ. Πρωτ.: Δια/Γ.Π. 69066/4.11.2021 απαντητικό έγγραφο του Υπουργείου αναφέρει ότι:

«Σύμφωνα με το άρθρο 206 του ν. 4820/2021 προβλέπεται η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για όλο το προσωπικό ιδιωτικών, δημόσιων και δημοτικών δομών υγείας, μεταξύ άλλων και δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. … Στους φορείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας συμπεριλαμβάνονται … και Γραφεία Ψυχολόγων».

            Επιπλέον, σύμφωνα με τα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 18-11-2021 από το Υπουργείο Υγείας: από τη Δευτέρα 22.11.2021 στους χώρους εργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα η πρόσβαση γίνεται με μάσκα και πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης και για τους ανεμβολίαστους αρνητικό PCR ή Rapid test.



ΠΗΓΗ: 

Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) (accessed 21.11.21)

Growing Up With Grandparents In The House Can Lead To More Negative Attitudes Towards The Elderly




By Emma Young

What happens if you grow up with a grandparent living in your home? Does the prolonged contact counter prejudices, biases and stereotypes of the elderly? Or might it instead encourage negative perceptions of older people as being slow, angry or sickly, for example?

These are important questions, partly because in some countries, though not all, an increasing number of elderly people are moving in with family members. In the US, for example, 15% of older adults are now living in someone else’s household, up from 7% in 1995.

Now a new paper, published in Social Psychology, by Brian T Smith and Kelly Charlton at the University of North Carolina, suggests that this trend could be causing undesirable outcomes: people in the study who had grown up with an elderly person had significantly lower opinions of the elderly than those who had not. However, these respondents did at least report less anxiety around their own ageing process.

Smith and Charlton studied 309 Americans, all recruited online. Of these, 194 reported growing up with an older adult — and 80 of these people said that the older adult in their home had suffered from a serious illness.

All the participants completed a series of surveys that explored, among other things, their current levels of contact with elderly people, the positivity (or otherwise) of this contact, their general attitudes towards elderly people, and also their anxieties about growing old themselves.

The analysis revealed that people who’d grown up with elderly people had lower opinions of older adults (this was especially true of those who’d grown up with an older adult who had been sick). The analysis also revealed that people in this group had greater levels of current anxiety about interacting with older adults. Overall, “our findings indicate that even years after a young adult has presumably moved out of the home, growing up in that home with an older adult had a significant negative effect on opinions of the elderly,” the researchers write.

This finding contrasts with other work suggesting that contact with ‘out’-groups (such as minority groups) can counter prejudices. However, the researchers did observe that participants who had grown up with an older adult and who then managed to maintain frequent contact with elderly people did have more positive current opinions of older adults. Among this group, the older adult who’d lived at home was less likely to have suffered from an illness.

Living with someone with a mental or physical illness can cause chronic strain and impact the health of others in the house, the researchers note. It often means that everyone in the house becomes a caregiver and, as the pair writes, “the effects of being a caregiver are generally negative, associated with severe negative and physical outcomes”.

Given all this, it’s surprising that people who’d grown up with an elderly person also reported being less anxious about their own ageing. But the researchers suspect cognitive dissonance could be at work here: “Younger adults who are faced with the realities of ageing (even if the older adult in their life is not seriously ill) may feel threatened by this. To reduce their discomfort at the idea of becoming older, they may tell themselves that their aging outcomes will be different.”

There are various limitations to the study. All the participants were American, so whether the same results would apply elsewhere is not clear. Also, the researchers didn’t ask the participants directly about their opinions of the older adult that they grew up with.

Still, the work does suggest that if a grandparent — especially a sick one — moves in to a family home, this will not necessarily improve the attitudes of children in the house towards older people. Parents may need to consider the quality of the relationship their children have with older people in their lives, and do whatever they can to encourage a positive relationship — especially if a grandparent is sick.

SOURCE:

Tuesday 9 November 2021

Πέθανε ο «πατέρας» της γνωστικής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας, ο δρ Άαρον Μπεκ






Ένας από τους πιο επιδραστικούς ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές του 20ού αιώνα, ο Αμερικανός δρ ‘Ααρον Μπεκ, «πατέρας» της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας, που αποτέλεσε το αντίπαλο δέος στη φροϋδική ψυχανάλυση, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στο σπίτι του στη Φιλαδέλφεια.


Το έργο του Μπεκ έφερε μια πραγματική επανάσταση στη διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης, του άγχους, των φοβιών, των κρίσεων πανικού, της βουλιμίας, του εθισμού σε ουσίες, της αϋπνίας, της ιδεοψυχαναγκαστικής και άλλων ψυχικών διαταραχών, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να ασκεί μεγάλη επιρροή. Η ανακοίνωση του θανάτου του, έγινε από το Ινστιτούτο Μπεκ για τη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος μαζί με την κόρη του δρα Τζούντιθ Μπεκ, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη «Γκάρντιαν».

Όπως δήλωσε η Μπεκ, «ο πατέρας μου υπήρξε ένα εκπληκτικός άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο να βοηθά τους άλλους, συνεχίζοντας να εργάζεται μέχρι το θάνατο του. Ενέπνευσε μαθητές, γιατρούς και ερευνητές επί αρκετές γενιές με το πάθος και την πρωτοποριακή δουλειά του».

Ο Μπεκ ανέπτυξε ως νεαρός ψυχίατρος (που προηγουμένως είχε εκπαιδευθεί στη φροϋδική ψυχανάλυση) το πεδίο της γνωστικής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στη δεκαετία του 1960, ωθώντας τους ασθενείς να εστιάζουν πλέον στις στρεβλώσεις του τρόπου της καθημερινής σκέψης τους, στις αυτόματες αρνητικές σκέψεις τους, παρά στις απωθημένες συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας τους, όπως έκαναν οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές. Ο γνωστικός θεραπευτής επιχειρεί έκτοτε να μεταβάλει τον αυτο-μειωτικό εσωτερικό μονόλογο του ασθενούς, με βάση το αντι-φροϋδικό ρητό «υπάρχουν στην επιφάνεια πολλά περισσότερα από αυτά που βλέπει το μάτι».


Ο Μπεκ ανακάλυψε πειραματικά ότι είναι δυνατό να βελτιωθεί η ψυχική υγεία των ασθενών αν αναγνωρίσουν τα λανθασμένα αυτοματοποιημένα πρότυπα της σκέψης τους (του τύπου «είμαι πάντα μια σκέτη αποτυχία σε ό,τι κάνω» ή «δεν αρέσω σε κανέναν») και να σκεφτούν πλέον με πιο λογικό και θετικό τρόπο, μειώνοντας έτσι το άγχος ή τον φόβο τους π.χ. για τους άλλους γύρω τους. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η κατάθλιψη δεν προκαλείτο από έναν απωθημένο μαζοχισμό, όπως πίστευε ο Φρόιντ, αλλά κυρίως από την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τη συνεχή αυτοκριτική.

Το έργο του Μπεκ, μαζί με εκείνο ενός άλλου επιδραστικού ψυχολόγου, του ‘Αλμπερτ Έλις που δούλευε ανεξάρτητα, δημιούργησε τελικά τον κορμό της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας. Ήταν μια πραγματιστική προσέγγιση εστιασμένη στο σήμερα και όχι στο παρελθόν, που δημιούργησε σκεπτικισμό ιδίως στους ψυχοθεραπευτές της παράδοσης του Φρόιντ και του Γιουνγκ, οι οποίοι θεωρούσαν δεδομένη την ανάγκη να «σκαλίσουν» τα βαθύ υποσυνείδητο ή και το ασυνείδητο του ασθενούς, γι’ αυτό αντιμετώπισαν τη θεραπεία του Μπεκ ως επιφανειακή και αναποτελεσματική.

Όμως ο Μπεκ και οι μαθητές του παρουσίασαν δεδομένα που έδειχναν ότι η νέα θεραπεία έφερνε αποτελέσματα, έτσι στην πορεία η μέθοδος τους κέρδισε έδαφος και καθιερώθηκε στην ψυχιατρική και ψυχολογία. Στην αρχή ο Μπεκ ίδρυσε το δικό του επιστημονικό περιοδικό «Cognitive Therapy and Research» για να παρουσιάσει τις μελέτες του, αλλά σταδιακά η νέα θεραπεία έγινε ευρύτερα αποδεκτή διεθνώς ως πιο επιστημονική από την ψυχανάλυση, αν μη τι άλλο επειδή φάνηκε να έχει ταχύτερα και πιο μετρήσιμα αποτελέσματα.

Όπως δήλωσε ο ψυχολόγος Στίβεν Χόλον του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, «ο δρ Μπεκ πήρε εκατό χρόνια δόγματος, βρήκε ότι αυτό δεν στέκει και εφηύρε στη θέση του κάτι σύντομο, αλλά διαρκές και αποτελεσματικό, στην ουσία σώζοντας την ψυχοθεραπεία από τον εαυτό της».


Ο γιός ρωσο-εβραίων μεταναστών στις ΗΠΑ, Μπεκ, υπήρξε απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μπράουν του Ρόουντ ‘Αιλαντ και στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Yale. Είχε επηρεαστεί, μεταξύ άλλων, από τη Γερμανο-Αμερικανίδα ψυχαναλύτρια Κάρεν Χόρνεϊ και τον ψυχολόγο ‘Αλμπερτ Έλις. Έγραψε μόνος του ή μαζί με άλλους 22 βιβλία και περισσότερα από 500 επιστημονικά άρθρα, ενώ τιμήθηκε και με πολλά ιατρικά βραβεία (Albert Lasker, Heinz, Sarnat κ.α.). Το περιοδικό «American Psychologist» των Αμερικανών ψυχολόγων τον χαρακτήρισε ένας από τους δέκα πιο επιδραστικούς ψυχοθεραπευτές που έχουν υπάρξει.

Ενδεικτικό του ανοικτού πνεύματος του ήταν ότι στη δεκαετία του 2000 είχε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις με τον Δαλάι Λάμα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία και ο βουδισμός έχουν πολλά κοινά σημεία, κυρίως στον τρόπο που δίνουν προτεραιότητα στην ανάγκη αλλαγής του νου μέσω αυτοπαρατήρησης.

Ο Μπεκ αφήνει πίσω του την επί περισσότερα από 70 χρόνια σύζυγο του Φίλις Μπεκ, πρώην ανώτερη δικαστή, τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια και δέκα δισέγγονα.

Πηγή: 

Το Να Μένεις Στο Σπίτι Με Τα Παιδιά Είναι Δυσκολότερο Από Το Να Δουλεύεις, Λέει Έρευνα





Το να είσαι γονιός που μένει στο σπίτι μεγαλώνοντας τα παιδιά δεν είναι εύκολη υπόθεση και μία νέα έρευνα από την εταιρεία βρεφικών προϊόντων Aveeno έρχεται όχι μόνο να επιβεβαιώσει αυτή την άποψη αλλά και να την ενισχύσει

Υποστηρίζοντας ότι το να μένεις στο σπίτι με τα παιδιά μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο από μια εργασία πλήρους ωραρίου.


Οι ερευνητές ρώτησαν 1,500 γονείς στη Βρετανία – μαμάδες και μπαμπάδες – για το τι είναι το πιο δύσκολο να δουλεύουν 8ωρο ή να μένουν στο σπίτι με τα παιδιά. Σε ποσοστό 31% οι γονείς απάντησαν ότι το να μένεις στο σπίτι με τα παιδιά είναι πολύ πιο δύσκολο από το να εργάζεσαι 8 ώρες την ημέρα.

«Το να γίνεσαι γονιός είναι μια απίστευτη εμπειρία. Ένα νέο κεφάλαιο, το οποίο θα φέρει ομορφιά και αγάπη στη ζωή των γονιών, αλλά και έντονο άγχος, φόβους και ανησυχίες. Με την έρευνά μας αυτή θέλαμε να ανακαλύψουμε περισσότερα για τα όσα βιώνουν οι νέοι γονείς, ειδικά τα πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών τους. Θέλαμε να μάθουμε τι εύχονται να ήξεραν, για να μπορέσουμε να τους στηρίξουμε με τον καλύτερο τρόπο», δήλωσε η Rebecca Bennett, υπεύθυνη της εταιρείας Aveeno.


Η έρευνα, επίσης, αποκάλυψε ότι το 55% των μαμάδων και των μπαμπάδων πίστευε ότι το να μεγαλώνεις ένα παιδί ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, ακόμα και όταν είχαν ένα πολύ καλό σύστημα βοήθειας. Από την άλλη ένα 25% πίστευε ότι το να μεγαλώνεις ένα παιδί ήταν εύκολη υπόθεση.

Επιπλέον, το 45% των ερωτηθέντων γυναικών απάντησε ότι δεν θα κατάφερναν και πολλά αν δεν είχαν τη βοήθεια και τη συμβουλή της μητέρας τους, ενώ το 75% των γονέων πίστευε ότι τα κοινωνικά δίκτυα μετέτρεπαν την ανατροφή των παιδιών σε ανταγωνιστικό «άθλημα» και το 22% ένιωθε πιεσμένο για να γίνει ο «τέλειος γονιός».

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι νεαρές μαμάδες και οι νεαροί μπαμπάδες ανησυχούσαν για πάρα πολλά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας το 27% των γονέων αγχώνεται σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες του παιδιού τους και 9% ανησυχούσε για τον ύπνο των παιδιών.


Σύμφωνα με την ειδικό, το να είσαι διαρκώς υπό από πίεση για το σωστό είναι μια διαδικασία απίστευτα αγχωτική και ψυχοφθόρα για τους γονείς.

«Κάθε απόφαση, ακόμα και οι πολύ μικρές, γίνονται “βουνά” όταν πρόκειται για τα παιδιά μας. Θέλουμε να δώσουμε στους νέους γονείς την αυτοπεποίθηση να νιώθουν ότι παίρνουν τις σωστές αποφάσεις – τουλάχιστον για τη βρεφική ηλικία – και να αντιλαμβάνονται ότι έχουν καλύτερο έλεγχο στο νέο αυτό κεφάλαιο που ξεκινά στη ζωή τους», κατέληξε η ειδικός, ενώ το ευχάριστο είναι ότι το 42% των ερωτηθέντων παραδέχτηκε, ότι όταν έκαναν παιδιά ήταν οι μοναδικές φορές στη ζωή τους που ένιωσαν και εξέφρασαν ανιδιοτελή αγάπη…

ΠΗΓΗ:


Thursday 4 November 2021

Πώς οι βρεφικές συνομιλίες μεταξύ γονέων και μωρών είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της γλώσσας



Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε στο βάβισμα των μωρών επιδρά καταλυτικά στο μελλοντικό λεξιλόγιό τους
Κείμενο Αγγελική Λάλου


Από πολύ νωρίς τα μωρά έχουν την τάση, επιθυμία και ανάγκη να επικοινωνήσουν γλωσσικά με τους άλλους. Πιάνουν τους διάφορους ήχους, προσπαθούν να τους μιμηθούν και να τους αναπαράγουν. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους είναι τα χαριτωμένα μπα-μπα-μπα ή αααα – οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι. Όταν μάλιστα κερδίζουν την προσοχή μας και τους απαντάμε, αρχίζει μια πολύ σημαντική διαδραστική διαδικασία. Πιστεύουμε ότι διασκεδάζουμε, αλλά αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι τόσο σημαντικό για το πώς τα μωρά μας μαθαίνουν να επικοινωνούν μαζί μας. Το πώς τα μωρά ακούνε τη γλώσσα έχει μεγάλο αντίκτυπο στο πώς την μαθαίνουν.
Τα εμπλέκουμε σε συνομιλίες που αποτελούνται από ήχους και φωνήματα, και μιλάμε απευθείας σε αυτά, χρησιμοποιώντας μια ξεχωριστή μορφή ομιλίας που ονομάζεται βάβισμα – γραμματική ομιλία που περιλαμβάνει πραγματικές λέξεις.
Το βάβισμα χαρακτηρίζεται από υψηλότερη προσωδία, πιο αργό ρυθμό και υπερβολικούς τόνους και περιέχει ήχους που είναι καθαρότεροι, μακρύτεροι και πιο διακριτοί μεταξύ τους, οι γονείς ακούγονται χαρούμενοι και συνήθως συνοδεύουν την επικοινωνία τους με εκφραστικά βλέμματα και μεγάλα χαμόγελα. Αυτό προσελκύει την προσοχή του μωρού, βοηθώντας το να συντονιστεί και να ανταποκριθεί. Προσπαθεί να μας μιμηθεί μέσα από την παραγωγή αντίστοιχων ήχων από το στόμα του. Ενθαρρύνοντας αυτή τη διαδικασία και συμμετέχοντας ενεργά, τα μωρά μαθαίνουν πώς να σχηματίζουν ήχους και πώς να τους ενοποιούν.

«Με νέες μελέτες αποδεικνύεται πλέον ότι οι γονείς λειτουργούν ως ένα κοινωνικό άγκιστρο για τον εγκέφαλο του μωρού – μέσα από το βάβισμα αλληλοεπιδρούν κοινωνικά και καλούν το μωρό να ανταποκριθεί», δήλωσε η Patricia Kuhl, νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον.

Το βάβισμα είναι φυσικό. Ανεξάρτητα από τη γλώσσα ή τον πολιτισμό, σε όλο τον κόσμο τα μωρά επεξεργάζονται λέξεις και απορροφούν τα φωνητικά στοιχεία που τους βοηθούν να διακρίνουν και να θυμούνται ήχους. Σε μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, αποδείχθηκε ότι τα μωρά είναι τόσο καλά στην ανάλυση της διαδικασίας του βαβίσματος, που μέχρι την ηλικία των 5 μηνών αρχίζουν να παράγουν τους τρεις ήχους φωνηέντος που είναι κοινοί σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες – «εε» «αα» και «ου». Η πρώιμη ανταπόκριση και λεκτική αντίδραση των γονιών ενεργοποιεί το μηχανισμό απόκτησης γλωσσών (LAD) στον εγκέφαλό τους. Για να εξηγήσουμε την ενστικτώδη ικανότητά μας να αποκτήσουμε και να παράγουμε γλώσσα, το LAD είναι εκείνο που επεξεργάζεται αυτό που ακούμε και αυτό που σχηματοποιούμε σε ήχο και επαναλαμβάνουμε δεσμεύεται στη μνήμη καθώς δημιουργούνται νευρικά δίκτυα.

Φυσικά, ισχύει το ότι τα μωρά προτιμούν το βάβιμα από τη συνηθισμένη ομιλία.



Σε μια μελέτη στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, σε μωρά ηλικίας 7 και 8 μηνών δόθηκαν δύο νέες λέξεις, η μία ειπώθηκε μέσα από το βάβισμα και η άλλη μέσα από την κανονική ομιλία. Την επόμενη μέρα τα μωρά ελέγχθηκαν για να προσδιορίσουν αν μπορούσαν να διακρίνουν αυτές τις λέξεις σε μια πρόταση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μωρά μπόρεσαν να αναγνωρίσουν καλύτερα τις λέξεις που άκουγαν όταν οι γονείς τις ενσωμάτωναν στο βάβισμα από εκείνες που ενσωματώθηκαν στην κανονική ομιλία – και τα μωρά τις θυμόντουσαν περισσότερο.



Καθώς τα μωρά μεγαλώνουν, τα ασαφή, υπερβολικά χαρακτηριστικά του βαβίσματος γίνονται λιγότερο σημαντικά για την απόκτηση γλώσσας. Τα μωρά μετακινούνται φυσικά και εξελίσσονται από το βάβισμα στην τακτική ομιλία καθώς αναπτύσσεται το λεξιλόγιο και βελτιώνονται οι ικανότητές τους – και φυσικά τα βοηθάμε μειώνοντας έμφυτα τη χρήση των του βαβίσματος και αυξάνοντας τη χρήση της τακτικής ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Αυτά τα αποτελέσματα έχουν αποδειχθεί ότι παραμένουν και έχουν θετικό αντίκτυπο στην εκμάθηση γλωσσών και στα μικρά παιδιά. Τα παιδιά που έλαβαν την υψηλότερη ποσότητα βαβίσματος ως μωρά παρήγαγαν κατά μέσο όρο 400 περισσότερες λέξεις στους 33 μήνες από τα παιδιά με τη χαμηλότερη ποσότητα βαβίσματος.

Όσο πιο πολύ λοιπόν ενθαρρύνετε τη γλωσσική διάδραση με το μωρό μας και του μιλάτε με τον τρόπο του τόσο περισσότερο το ωθείτε να μιμηθεί και να εξελίξει τις γλωσσικές του δεξιότητες, βάζοντας τις βάσεις για την κατάκτηση της ομιλίας και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου του.



Σύμφωνα με ειδικούς λογοθεραπευτές για να ενισχύσετε τις γλωσσικές ικανότητες του μωρού σας μπορείτε να κάνετε τα εξής:

1. Να διατηρείτε οπτική επαφή κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης.
2. Να μιμείστε τους ήχους του παιδιού σας.
3. Να του λέτε μικρά τραγούδια πολύ συχνά.
4. Παίξτε παιχνίδια ήχων, όπως «κούκου- τσα».
5. Φτιάξτε τους δικούς σας ήχους και ενθαρρύνετε το παιδί σας να σας μιμηθεί. Μπορείτε, επίσης, να προσθέσετε ήχους, όταν το παιδί σας βαβίζει, π.χ. όταν λέει «μπαμπα», μπορείτε να πείτε «μπαμπαμπού».
6. Εισάγετε παιχνιδιάρικους ήχους στο παιχνίδι σας, όπως «μπαμ» όταν παίζετε με εργαλεία, «βροουουουμ» όταν παίζετε με αυτοκινητάκι, «παπαπα» όταν παίζετε με παπάκι κλπ.
7. Αλληλεπιδράστε με το παιδί σας. Κάνετε παύσεις κατά τον «διάλογο», ώστε να δώσετε την ευκαιρία στο παιδί σας να απαντήσει στην εκφορά σας πριν μιλήσετε πάλι.
8. Όταν το παιδί σας είναι ήσυχο μπορείτε να κάνετε τον αγαπημένο του ήχο και παρατηρήστε εάν θα σας μιμηθεί.
9. Απαντήστε στις προσπάθειες του παιδιού σας να επικοινωνήσει μαζί σας. Εάν δείχνει ένα αντικείμενο και παράγει έναν ήχο, δώστε του το αντικείμενο και ονομάστε το.
10. Ενθαρρύνετε το παιδί σας να μιμηθεί. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε έναν καθρέφτη και να κάνετε γκριμάτσες, ήχους, διάφορες κινήσεις με την γλώσσα, τα χείλη και να ενθαρρύνετε το παιδί σας να σας μιμηθεί. Δεν ξεχνάμε ότι κάνουμε μικρές παύσεις, ώστε το παιδί να έχει χρόνο να «απαντήσει».
11. Να μιμείστε τις κινήσεις των χεριών του, τις εκφράσεις του προσώπου του, τις κινήσεις του στόματός του. Όταν το μωρό σας χαμογελά, χαμογελάστε του κι εσείς. Όταν εκφέρει ήχους, επαναλάβετε αυτό που λέει.

ΠΗΓΗ:

Monday 1 November 2021

Αλτσχάιμερ: Περισσότερο «φως» στον τρόπο εξέλιξης της νόσου Επιστήμονες έριξαν περισσότερο «φως» στις διάφορες διαδικασίες στον εγκέφαλο που οδηγούν στην εξέλιξη του Αλτσχάιμερ






Στο συμπέρασμα ότι η νόσος Αλτσχάιμερ αναπτύσσεται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι θεωρείτο έως τώρα οδηγήθηκαν επιστήμονες, κάτι που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για νέες θεραπείες στο μέλλον για μία ανίατη μέχρι σήμερα νευροεκφυλιστική πάθηση, από την οποία πάσχουν τουλάχιστον 44 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως.


Διεθνής επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», διαπίστωσαν ότι αντί να ξεκινά όπως ο καρκίνος από ένα μοναδικό σημείο στον εγκέφαλο και μετά να πυροδοτείται μία αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί στον θάνατο ολοένα περισσότερων εγκεφαλικών κυττάρων, η νόσος Αλτσχάιμερ, ήδη, από την αρχή εμφανίζεται να έχει «προγεφυρώματα» σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου. Το πόσο γρήγορα η νόσος θα καταστρέψει τα εγκεφαλικά κύτταρα, μέσω της παραγωγής τοξικών πρωτεϊνών, καθορίζει το πόσο γρήγορα θα επιδεινωθεί η κατάσταση του ασθενούς.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα εγκεφάλου από νεκρούς ασθενείς με Αλτσχάιμερ, καθώς και τομογραφίες ΡΕΤ από εν ζωή ασθενείς, οι οποίοι είχαν μία ευρεία γκάμα συμπτωμάτων, από ήπια γνωστική διαταραχή έως πολύ προχωρημένο Αλτσχάιμερ. Στη συγκεκριμένη νόσο, δύο πρωτεΐνες, η Ταυ και το βήτα-αμυλοειδές, σχηματίζουν πλάκες και συσσωματώσεις που οδηγούν σε νέκρωση των κυττάρων του εγκεφάλου και σε συρρίκνωση του όγκου του, με συνέπεια την προϊούσα απώλεια μνήμης, τις αλλαγές στην προσωπικότητα (μερικές φορές σε σημαντικό βαθμό) και τη δυσκολία ή τελικά την αδυναμία εκτέλεσης από τον ασθενή των καθημερινών δραστηριοτήτων του.

Οι επιστήμονες βρήκαν ότι ο βασικός μηχανισμός που ελέγχει τον ρυθμό επιδείνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ δεν είναι η εξάπλωση των τοξικών πλακών από τη μία εγκεφαλική περιοχή στην άλλη με διαδοχικό τρόπο, αλλά ο παράλληλος πολλαπλασιασμός των πλακών σε επιμέρους περιοχές.


«Υπήρχε έως τώρα η αντίληψη ότι η νόσος Αλτσχάιμερ εξελίσσεται με τρόπο παρόμοιο με τον καρκίνο, δηλαδή οι συσσωματώσεις σχηματίζονται αρχικά σε μία περιοχή και μετά εξαπλώνονται αλλού στον εγκέφαλο. Αντίθετα, βρήκαμε ότι όταν το Αλτσχάιμερ ξεκινά, υπάρχουν ήδη συσσωματώσεις σε πολλαπλές περιοχές του εγκεφάλου και συνεπώς η προσπάθεια να σταματήσουμε την εξάπλωση της νόσου μεταξύ διαφορετικών περιοχών ελάχιστα μπορεί να την επιβραδύνει», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Γκέοργκ Μάισλ του Κέιμπριτζ.

Η μελέτη υπολόγισε ότι ο αριθμός των τοπικών εστιών διπλασιάζεται περίπου κάθε πέντε χρόνια. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι «ο περιορισμός του τοπικού πολλαπλασιασμού συνιστά, πιθανώς, την πιο πολλά υποσχόμενη στρατηγική για τον έλεγχο της συσσώρευσης της πρωτεΐνης Ταυ στη διάρκεια της νόσου Αλτσχάιμερ».

Πηγή: 

Black, But Not White, Families Talked More About Race After The Murder of George Floyd



By Emily Reynolds

Conversations about race can be seriously beneficial to children. Research has highlighted multiple positive outcomes for young people of all backgrounds — enhanced ability to accept different viewpoints and perspectives, increased levels of empathy, a better understanding of their own identity, and less racial bias to name but a few. Yet some parents are still unwilling to take the time to have such conversations.

A new study, published in PNAS, finds that readiness to have such conversations has a lot to do with the racial identity of parents themselves. Looking at family conversations in the wake of the murder of George Floyd in May 2020, the Stanford University team finds that even in the context of the global conversation that followed the racially charged killing, White parents were far less willing to have conversations about race than their Black peers.

Participants, who were either Black or White parents of children aged 0-18 living in the United States, were initially recruited in April 2020, six weeks before Floyd’s murder. First, participants indicated whether or not they have conversations with their children about race, racial inequality and racial identity, as well as how often those conversations were instigated. They were also asked to share a recent conversation they had had with their child, and rated how worried they were that their child might be a target of racial bias or might be racially biased towards others. Another set of parents also completed these measures two months later, in June 2020.

The results showed that, overall, a higher proportion of Black parents discussed race, racial inequality and racial identity than White parents. After the murder of George Floyd Black parents became more likely to discuss inequality, but White parents did not. There were also striking differences when it came to conversations about identity: Black parents remained just as likely to discuss being Black with their children after the murder of Floyd — but White parents were actually less likely to discuss being White.

Among just those parents who discussed these topics, Black parents increased the frequency they spoke about them with their children after the murder, while White parents maintained the same frequency as before.

The next focus of analysis was the content of parents’ conversations, shared through open-ended answers. White parents were more likely to give their children colour-blind messages — one White parent, for example, reported telling their child that “the colour of your skin doesn’t matter”. But Black parents had far more realistic conversations with their children, preparing them to experience racial bias, police targeting, and injustice. Interestingly, White parents were also more likely to share colour-blind sentiments after Floyd’s murder.

Black parents were also more worried that their children would not only be targets of racial bias but actually biased themselves — but White parents had a low level of worry on both counts, and this remained low even after Floyd’s murder, perhaps suggesting a further resistance to engaging with questions of race.

So, overall, Black parents were both more willing to engage in questions of race than White parents and more willing to explore issues of injustice after a particularly traumatic event. White parents were also more likely to engage in conversations about race not mattering: colour-blindness, while potentially well-meaning, is ultimately unproductive as it reduces people’s willingness and ability to identify and engage with racial inequality. In the US, where the study took place, race certainly does matter.

The authors of the study note that part of White parents’ reluctance to talk about race could be down to simply not knowing how to address the subject, and suggest that work could be done on the effectiveness of different strategies. Future research could also look at why White parents are so unwilling to have such conversations. Do they feel uncomfortable and out of their depth? Do they (wrongly) think children are too young to understand? Or is it that they simply don’t care? As the team puts it: “given the reality and brutality of racism and racial inequality, the time to answer these questions, and to have these conversations, is now.”

SOURCE: