Monday 29 July 2019

Ένα νέο απλό τεστ αίματος κάνει πιο γρήγορη διάγνωση της προεκλαμψίας στις εγκύους






Μια νέα απλή εξέταση αίματος επιτρέπει την πιο ακριβή και ταχύτερη διάγνωση της προεκλαμψίας, μιας συνηθισμένης και δυνητικά θανατηφόρας επιπλοκής της εγκυμοσύνης.

Το τεστ, που μετρά το επίπεδο μιας ορμόνης ανάπτυξης του πλακούντα (PIGF) στο αίμα της εγκύου, κάνει διάγνωση της προεκλαμψίας κατά μέσο όρο δύο μέρες νωρίτερα σε σχέση με ό,τι σήμερα συμβαίνει, κάτι που βελτιώνει σημαντικά την πρόγνωση για τις γυναίκες, χωρίς να προκαλεί προβλήματα υγείας στο μωρό τους.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια μαιευτικής Λούσι Τσάπελ του Βασιλικού Κολλεγίου (King's) του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», μελέτησαν 1.035 έγκυες γυναίκες με πιθανή προεκλαμψία, οι οποίες χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, εκ των οποίων η μία έκανε το τεστ PGIF και η άλλη όχι.

Διαπιστώθηκε ότι σε όσες γυναίκες είχε γίνει το νέο τεστ, ο μέσος χρόνος διάγνωσης της προεκλαμψίας μειώθηκε από περίπου τέσσερις σε σχεδόν δύο μέρες, ενώ και το ποσοστό γυναικών με σοβαρές επιπλοκές πριν τον τοκετό (εκλαμψία, εγκεφαλικό, θάνατος μητέρας κ.α.) έπεσε από το 5% στο 4%. Το τεστ δεν επέφερε αλλαγές στην πιθανότητα επιπλοκών για το μωρό, ούτε την πιθανότητα να γεννηθεί πρόωρα ή να εισαχθεί αμέσως σε μονάδα εντατικής νοσηλείας νεογνών.

«Εδώ και 100 χρόνια κάνουμε διάγνωση της προεκλαμψίας μέσω μέτρησης της αρτηριακής πίεσης και ελέγχου μια πρωτεΐνης στα ούρα της εγκύου, που είναι όμως μέθοδοι με όχι μεγάλη ακρίβεια και συχνά αρκετά υποκειμενικές. Η νέα μέτρηση της PPGF είναι ένας ακριβής τρόπος ανίχνευσης της προεκλαμψίας και πλέον ξέρουμε ότι θα βοηθήσει τους γιατρούς να φροντίσουν καλύτερα τις γυναίκες με αυτή τη διαταραχή», δήλωσε η δρ Τσάπελ.

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας προτίθεται να κάνει ευρύτερη χρήση του τεστ στο μέλλον. Η προεκλαμψία είναι ύποπτη σε περίπου μία στις δέκα κυήσεις. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες ζωτικών οργάνων της εγκύου και να αποβεί μοιραία για την ίδια και για το παιδί της. Παγκοσμίως περίπου 100 γυναίκες πεθαίνουν κάθε μέρα εξαιτίας της προεκλαμψίας.

Πηγή:

Sunday 28 July 2019

Διαφορετικός ο κίνδυνος εμφάνισης Αλτσχάιμερ σε άντρες και γυναίκες




Η ανομοιογένεια στην εγκεφαλική συνδεσιμότητα των δύο φύλων και τα διαφορετικά γονίδια που συνδέονται με το Αλτσχάιμερ εξηγούν γιατί οι γυναίκες εμφανίζουν συχνότερα από τους άνδρες τη συγκεκριμένη ασθένεια, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα που δημοσιεύτηκαν από το BBC.

Μέχρι σήμερα ήταν ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι οι γυναίκες εμφανίζουν Αλτσχάιμερ συχνότερα από τους άνδρες διότι ζουν περισσότερο. Νέα δεδομένα όμως που παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συνέδριο της Ένωσης Αλτσχάιμερ στο Λος Άντζελες υποστηρίζουν ότι δεν είναι αυτή η εξήγηση.

Ερευνητές από το Ιατρικό Κέντρο του Βάντερμπιλτ παρατήρησαν την πρωτεΐνη «Τ» που έχει συνδεθεί - όπως και το αμυλοειδές- με τη νόσο Αλτσχάιμερ σε τομογραφίες εγκεφάλου. Οι πρωτεΐνες αυτές δημιουργούν τοξικές μάζες και οδηγούν τα εγκεφαλικά κύτταρα σε θάνατο με αποτέλεσμα την έκπτωση μνήμης. Βρέθηκε ότι στον εγκέφαλο των γυναικών οι συνδέσεις των περιοχών όπου παράγεται η πρωτεΐνη «Τ» είναι καλύτερες. Αυτό σημαίνει ότι η πρωτεΐνη «Τ» και επομένως και η γνωστική έκπτωση που αυτή μπορεί να προκαλέσει εξαπλώνεται γρηγορότερα στον γυναικείο εγκέφαλο.

Η Χάνα Βόιγκ, επικεφαλής έρευνας του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Alzheimer's Research UK» δήλωσε πως «οι διαφορές των δύο φύλων στην εγκεφαλική συνδεσιμότητα διαδραματίζει κάποιο ρόλο στην μεταξύ τους ανομοιογένεια σε ό,τι αφορά την εμφάνιση του Αλτσχάιμερ».

Άλλη έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι βρήκε πως υπάρχουν ενδείξεις ότι συγκεκριμένα γονίδια των δυο φύλων συνδέονται με το Αλτσχάιμερ. Η Βόιγκτ τόνισε πως «παραμένει αβέβαιο το γιατί συγκεκριμένα γονίδια στις γυναίκες συνδέονται με το Αλτσχάιμερ ενώ στους άνδρες όχι. Αν όμως αυτό αποκαλυφθεί, θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε τη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων».

Πράγματι το Αλτσχάιμερ πλήττει κυρίως τις γυναίκες. Στη Βρετανία πάσχουν από άνοια 500.000 γυναίκες ενώ μόλις 350.000 άνδρες. Οι περισσότεροι άνθρωποι που νοσούν είναι άνω των 65 ετών αλλά δεν αποκλείεται να προσβληθούν και νέοι.

ΠΗΓΗ:

Thursday 25 July 2019

Η έλλειψη ύπνου απειλεί την υγεία και τη σεξουαλικότητα του εφήβου


Η εφηβεία χαρακτηρίζεται από έντονες αλλαγές στην κοινωνική, ψυχοσυναισθηματική, γνωστική, σωματική και νευροβιολογική ανάπτυξητου ατόμου. Οι βιολογικές μεταβολές που προκύπτουν στις συνήθειες του ύπνου, σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες και τις υποχρεώσεις του εφήβου (όπως το πρωινό ξύπνημα για το σχολείο), αλλά και τις κοινωνικές αλλαγές που βιώνει (έξοδοι με φίλους, φλερτ, ξενύχτι έξω ή στον υπολογιστή) δημιουργούν προβλήματα στην ποιότητα του ύπνου του.

Βασικότερα προβλήματα που εμφανίζονται είναι:
Η μειωμένη διάρκεια του ύπνου
Η κακή ποιότητά του
Η αυπνία
Η ευρύτερη διαταραχή του κιρκάδιου ρυθμού

Ο κιρκάδιος ρυθμός, γνωστός στην καθημερινότητα και ως «βιολογικό ρολόι», είναι ο φυσικός ημερήσιος κύκλος που ρυθμίζει τα διαστήματα δραστηριότητας και ξεκούρασης του ατόμου. Ο κιρκάδιος ρυθμός βοηθά τους ανθρώπους να διατηρήσουν χρονοδιαγράμματα τακτικού ύπνου και εγρήγορσης, διασφαλίζοντας ότι τα συστήματα του σώματος και του εγκεφάλου θα έχουν την κατάλληλη ανάπαυση κάθε βράδυ.




Ο ύπνος και οι επιπτώσεις της έλλειψής του για τον έφηβο


Οι έφηβοι που επανειλημμένα στερούνται τις απαραίτητες ώρες ύπνου και αναφέρουν υψηλά επίπεδα υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας παρουσιάζουν προβλήματα στις ανώτερες γνωστικές λειτουργίες όπως:
H μνήμη
H προσοχή
H σκέψη
H ομιλία

Τα προβλήματα στον ύπνο, επομένως, συνδέονται με μειωμένη ικανότητα λήψης αποφάσεων, καθώς και με διαταραχές αυτοελέγχου των παρορμήσεων και των συναισθημάτων που θεωρούνται μηχανισμοί οι οποίοι συσχετίζονται άμεσα με την υιοθέτηση επικίνδυνων συμπεριφορώνόπως:
το κάπνισμα
η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών
η επιθετική συμπεριφορά προς τον περίγυρο

Νέα έρευνα για τον ύπνο και τη σεξουαλική συμπεριφορά του εφήβου

Ταυτόχρονα, όμως, όπως αποδεικνύεται από νέα έρευνα της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας για το 2019,

οι έφηβοι που δεν λαμβάνουν αρκετό ύπνο βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο εμπλοκής σε επικίνδυνες και επισφαλείς σεξουαλικές συμπεριφορές:


αποφυγή χρήσης προφυλακτικού,
σεξουαλική επαφή υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών,
σεξουαλική επαφή με άγνωστα άτομα
σεξουαλική επαφή με περισσότερα από ένα άτομα ταυτόχρονα.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 1.850 εφήβους, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε 4 φάσεις μεταξύ 2013 και 2017. Οι συμμετέχοντες ήταν κατά μέσο όρο 16 ετών το 2013 και 19 ετών το 2017 και απάντησαν αναφορικά με το πρόγραμμα του ύπνου τους τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα, καθώς και για το αν είχαν προβλήματα στον ύπνο κατά τις τέσσερις εβδομάδες πριν από την έρευνα. Ανέφεραν επίσης εάν έχουν κάνει χρήση αλκοόλ, καπνού, χασίς ή άλλων ναρκωτικών πριν ή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας και εάν χρησιμοποίησαν προφυλακτικό.

Οι έφηβοι ομαδοποιήθηκαν με βάση τα πρότυπα ύπνου τους κατά τη διάρκεια των 4 ετών που διήρκεσε η έρευνα, ανάλογα με:

Τη διάρκεια του ύπνου τις καθημερινές
Τη διάρκεια του ύπνου το Σαββατοκύριακο
Τις διαφορές στον ύπνο ανάμεσα στις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα
Την ποιότητα του ύπνου

Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε:
26% των εφήβων λάμβανε επαρκή ύπνο σε εβδομαδιαία βάση, με μέσο όρο περίπου 8,5 ώρες ανά νύχτα.
60% των εφήβων κατηγοριοποιήθηκαν σε ενδιάμεσα επίπεδα ύπνου με μέσο όρο 7,5 ώρες κάθε νύχτα, διάστημα μικρότερο από τη συνιστώμενη διάρκεια ύπνου για τους εφήβους η οποία κυμαίνεται μεταξύ 8-10 ωρών.
14% των εφήβων, λάμβαναν ακόμα λιγότερο ύπνο ημερησίως φτάνοντας οριακά τις 6.35 ώρες

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι έφηβοι που λάμβαναν τον λιγότερο ύπνο, τόσο μέσα στην εβδομάδα, όσο και τα Σαββατοκύριακα εμφάνισανδιπλάσιες πιθανότητες να εμπλακούν σε επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές συγκριτικά με εκείνους που συνηθίζουν να κοιμούνται 2 ή 3 ώρες περισσότερες καθημερινά.




Βασιλειάδης Ηλίας
Ψυχολόγος, M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΨΣΥ







Troxel, W. M., Rodriguez, A., Seelam, R., Tucker, J. S., Shih, R. A., & D'Amico, E. J. (2019). Associations of longitudinal sleep trajectories with risky sexual behavior during late adolescence. Health psychology.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 24 July 2019

A Proven Way To Lose Weight Without Diet Or Exercise





Lose weight with little effort by making this small change.



Switching some high-carb foods to low-carb alternatives could result in 20 pounds of weight loss, new research concludes.

People who eat relatively low amounts of carbohydrates can lose weight without reducing their calorie intake.


Foods that are typically high in carbohydrates include bread, pasta, starchy vegetables, beer and anything with sugar in it (think cookies, candy and cake).

Foods that are low in carbs include eggs, fish, lean meats, nuts, apples, seeds and leafy green vegetables.

The study showed that people eating a diet low in carbs burned 250 more calories per day than those on a high-carb diet — that is despite consuming the same number of calories.

The conclusions come from a study designed to test how people can maintain their weight loss over time.


Most people gain weight lost through dieting within one to two years, so the best technique is critical in the long-term.


Switching some carbohydrates to different food groups, though, helps people maintain their weight loss over time, the study’s results showed.

David Ludwig, , study co-author, said:


“This is the largest and longest feeding study to test the ‘Carbohydrate-Insulin Model,’ which provides a new way to think about and treat obesity.

According to this model, the processed carbohydrates that flooded our diets during the low-fat era have raised insulin levels, driving fat cells to store excessive calories.

With fewer calories available to the rest of the body, hunger increases and metabolism slows — a recipe for weight gain.”

For the study, 164 adults who had already lost at least 10 percent of their body weight had the carbs in their diet controlled.

Researchers put them on diets consisting of 60, 40 and 20 percent carbohydrates.

The results showed that people on the low-carb diet burned 250 more calories per day than those on the high-carb diet.

Dr Cara Ebbeling, the study’s first author, said:


“If this difference persists — and we saw no drop-off during the 20 weeks of our study — the effect would translate into about a 20-pound weight loss after three years, with no change in calorie intake.”

The effect of a low- versus high-carb diet was even more apparent among people who secreted the most insulin.

Then the difference was 400 extra calories expended on the low-carb diet.


Dr Ebbeling said:


“Our observations challenge the belief that all calories are the same to the body.

Our study did not measure hunger and satiety, but other studies suggest that low-carb diets also decrease hunger, which could help with weight loss in the long term.”

SOURCE:

Teens Who Struggle To Differentiate Their Negative Emotions Are More Prone To Stress-Induced Depression


The first step to dealing with a negative emotion is to identify it. If you’re feeling irritated, restless or guilty, the most effective way to start feeling better will be different in each case. The trouble is, if your sense of your own emotions is not that fine-grained – if you feel just “bad” or “upset” – you may struggle to identify the cause of your distress, making it tricky to self-regulate your emotions.

Plenty of studies have linked a poor ability to differentiate between negative emotions (known as “low Negative Emotion Differentiation” or “low NED” for short) to depression. But this work has mostly been conducted at a single point in time (i.e. having a “cross-sectional” design), making it impossible to tell whether difficulties with emotional differentiation cause depression or vice versa. The research has also overwhelmingly involved adults, and yet it is adolescence that is most marked by low NED (even more than in early childhood) and depression. This mismatch in the literature motivated Lisa Starr at the University of Rochester and her colleagues to conduct a longitudinal study on adolescents, published recently in Emotion. They looked not only at teenagers’ NED and depressive symptoms over time, but also their experience of minor daily hassles and more serious stressful life events.



The team studied 233 healthy American boys and girls aged between 14 and 17. They first interviewed the adolescents for depression and exposure to discrete stressful events (such as serious problems at school or parental separation) over the past 12 months. Then four times a day for the next seven days, the teens used a smartphone questionnaire to describe their current mood using a choice of 12 negative emotion words and 5 positive emotion words (these responses allowed the researchers to score the teens’ ability to distinguish their negative emotions). The phone surveys also allowed the teens to note any daily hassles (such as an argument with a parent or a parking ticket) they’d experienced during the preceding five hours, including rating their severity.

Eighteen months later, the same teen participants were again assessed for levels of depression and also exposure to stressful life events during this period.

The researchers found that the adolescents who during the week-long survey period were relatively poor at differentiating between negative (but not positive) emotions were also more likely to suffer a transiently depressed mood after a minor hassle. Eighteen months on, they also had higher levels of depressive symptoms – but only if their exposure to stressful life events during that period had been high.

The finding that low NED on its own, without stress, did not predict depression over time is a “critical finding”, the researchers write. They add that it is “to our knowledge, unique to the literature”.

Why might an inability to distinguish between negative emotions function as a risk factor for depression only in the context of high levels of stress? “People with difficulties discriminating between and labelling [negative emotions] may fail to orient to the causes and consequences of their emotional responses to stressors, leaving them less prepared to effectively down-regulate [negative emotions],” the researchers write. Such deficits in emotion regulation may in turn “make the emotional aftermath of stressors more difficult to manage and lead to the development of depressive symptoms,” they added.

Adolescents experience all kinds of changes, both in their neurobiology and in their social relationships, which put pressure on their emotional functioning. At the start of this study, 15 per cent of the sample had clinically significant symptoms of depression and 4 per cent met the formal psychiatric criteria for a diagnosis of depression. At the second time point, when any depressive symptoms over the past 1.5 years were considered, these rates had jumped to 37 per cent and 16 per cent, respectively. If, as the new findings suggest, low NED in combination with stress is a risk factor for depression, this suggests a particularly effective way to address depression in adolescence might be via a process known as “affect labelling”.

This process involves teaching people to understand and recognise a broader range of emotions (usually negative ones). It has been shown to lessen the intensity of negative emotions and encourage appropriate responses – and the researchers suggest, given their new data, that it may also protect against the development of depression. “Moreover, our finding that NED interacts with environmental stress to predict depression suggests it is especially important to target interv

Adolescents experience all kinds of changes,entions at high-risk, stress-exposed youth,” they conclude.

SOURCE:




Thursday 11 July 2019

Σεξ και Καλοκαίρι

Η αρχή του καλοκαιριού σηματοδοτεί για τους περισσότερους το ξεκίνημα μια ευχάριστης περιόδου όπου σηματοδοτείται από την αλλαγή του καιρού, την προοπτική της απόδρασης και των διακοπών. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η διάθεση του ατόμου βελτιώνεται, τα επίπεδα του άγχους υποχωρούν και οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί στις κοινωνικές επαφές του και ασφαλώς στην σεξουαλική τους ζωή

Πράγματι, η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών αυξάνεται κατά πολύ κατά την διάρκεια των μηνών του καλοκαιριού, όπως επιβεβαιώνεται και από σύγχρονες έρευνες. Κυριαρχεί η προσδοκία για την ανανέωση της σεξουαλικής ζωής, για περισσότερες σεξουαλικές επαφές ενώ υπάρχει σαφώς η διάθεση για περισσότερο «ρίσκο» στην σεξουαλική ζωή. Οι άνθρωποι τείνουν να εκφράζουν πιο ανοιχτά την επιθυμία τους για σεξ, εμπλέκονται πιο συχνά σε σεξουαλικές «περιπέτειες» ενώ εκτίθενται περισσότερο σε κοινωνικές καταστάσεις που ευνοούν το φλέρτ και την αναζήτηση ερωτικών συντρόφων.

Οι αλλαγές αυτές στην σεξουαλική ζωή έρχονται ως αποτέλεσμα της γενικότερης θετικής μεταβολής στην διάθεση του ατόμου. Η βελτίωση του καιρού, η «υπόσχεση» των διακοπών και η προσδοκία της ξεκούρασης και της διασκέδασης ωθούν το άτομο να βάλει σε προτεραιότητα την ανάγκη του για αναψυχή, κοινωνική και συναισθηματική επαφή, ανάγκες που πολύ συχνά οι σημερινοί άνθρωποι υποβαθμίζουν μέσα στην καθημερινή δίνη των υποχρεώσεων.

Παράλληλα, η σημαντική μείωση του άγχους είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους που ευνοούν την σεξουαλική ζωή κατά την διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου. Οι περιστάσεις των διακοπών, η προσωρινή μείωση του εργασιακού φόρτου αλλά και η σωματική και ψυχολογική ξεκούραση αποφορτίζουν την γυναίκα και τον άνδρα ψυχοσυναισθηματικά και τους επιτρέπουν να λειτουργήσουν καλύτερα. Είναι γνωστό, ότι το άγχος είναι ένας από τους πλέον επιβαρυντικούς παράγοντες της σεξουαλικής ζωής του ανθρώπου και μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την σεξουαλική τους λειτουργία.

ΠΗΓΗ:
https://www.askitis.gr/monthly/view/seks_kai_kalokairi(accessed 11.7.19)

Tuesday 9 July 2019

Νευρική ορθορεξία: Η εμμονή με τις ποιοτικές τροφές έχει επιπτώσεις



Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή

Η υγιεινή διατροφή μπορεί να εξελιχθεί σε μια επικίνδυνη εμμονή με σοβαρές συναισθηματικές και σωματικές επιπτώσεις.


Η νευρική ορθορεξία (Orthorexia nervosa) είναι κάτι περισσότερο από την προσκόλληση σε υγιεινές διατροφικές επιλογές. Πρόκειται για μια εμμονή με την καλή ποιότητα των τροφών, σε βαθμό που μπορεί να έχει σοβαρές συναισθηματικές και σωματικές επιπτώσεις.

Μια ανασκόπηση των δημοσιευμένων ερευνών από όλο τον κόσμο σχετικά με την εν λόγω, όχι τόσο γνωστή, διαταραχή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Appetite» (Όρεξη) και αναδεικνύει τη σχέση της με άλλες διατροφικές και ψυχικές διαταραχές.


Η επικεφαλής ερευνήτρια Τζένιφερ Μιλς, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Υόρκης του Τορόντο, τόνισε πως η νευρική ορθορεξία παρατηρείται, όταν η προσπάθεια για υγιεινή διατροφή φτάνει την υπερβολή και χάνεται ο έλεγχος. Είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, όπως συχνά πιστεύεται, αλλά και τους άνδρες.

Αν και η συγκεκριμένη διαταραχή δεν περιλαμβάνεται στα εγχειρίδια των ψυχικών διαταραχών, όπως οι άλλες διαταραχές της διατροφής (π.χ. νευρική ανορεξία, βουλιμία κλπ), υπάρχουν ορισμένα σημεία που τη διαχωρίζουν από την απλή τήρηση ενός υγιεινού προγράμματος διατροφής.




Συγκεκριμένα, μπορεί τα άτομα με ορθορεξία να αποφεύγουν τις ίδιες τροφές με εκείνους που απλά «προσέχουν» τη διατροφή τους (π.χ. συντηρητικά, αλάτι, ζάχαρη, λίπη, ζωικά προϊόντα, γενετικά τροποποιημένα κ.α.), ωστόσο οι πρώτοι ξοδεύουν υπερβολικά πολύ χρόνο και ενέργεια για την επιλογή των «καλύτερων» τροφών. Μερικοί, μάλιστα, μπορεί να περιορίσουν το διαιτολόγιο τους σε ένα πολύ μικρό αριθμό τροφών. Δεν ενδιαφέρονται τόσο να ελαχιστοποιήσουν τις προσλαμβανόμενες θερμίδες, όσο να επιλέξουν τα προϊόντα με την καλύτερη ποιότητα.


Η διευθύντρια των προγραμμάτων της μη κερδοσκοπικής Εθνικής Ένωσης Διατροφικών Διαταραχών των ΗΠΑ, Λόρεν Σμόλαρ, παρατήρησε πως τα άτομα που πάσχουν από ορθορεξία, κάνουν πάρα πολύ χρόνο για να αποφασίσουν τα προϊόντα που θέλουν να αγοράσουν και εν τέλει μπορεί να οδηγηθούν σε επικίνδυνες διατροφικές συνήθειες και σε απώλεια βάρους.

Οι επιπτώσεις της διαταραχής είναι ποικίλες. Οι «πάσχοντες» μπορεί να φτάσουν στο σημείο να μην μπορούν να φάνε τίποτα μη σπιτικό, αλλά και να απομονώνονται, καθώς δεν μπορούν να φάνε ούτε έξω σε εστιατόρια, ούτε σε σπίτια άλλων, επειδή αμφισβητούν την ποιότητα της τροφής και τον τρόπο μαγειρέματος.

Πολλαπλοί είναι οι παράγοντες που σχετίζονται ή διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής. Η αμεσότητα και η ποσότητα της ενημέρωσης λόγω και της εξάπλωσης των κοινωνικών δικτύων μπορεί να πυροδοτεί και να συντηρεί αυτούς τους φόβους. Οι χορτοφάγοι ή «βίγκαν», καθώς και τα άτομα με κακή αυτο-εικόνα σώματος κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή. Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί επίσης να παρουσιαστούν ως σύμπτωμα ιδεοψυχαναγκαστικής ή άλλης αγχώδους διαταραχής.

«Όσο επεκτείνεται η ευαισθητοποίηση του κόσμου πάνω στο θέμα, τόσο πιο συχνά οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τα συμπτώματα και μπορούν να αναζητήσουν βοήθεια», δήλωσε η Σμόλαρ.

Οι ερευνητές τονίζουν πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να βοηθηθούν όσοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση. Η συζήτηση με έναν γιατρό μπορεί να είναι βοηθητική, ενώ η συνάντηση με έναν ψυχολόγο που ειδικεύεται σε διαταραχές άγχους, διατροφικές διαταραχές ή την εικόνα του σώματος, μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη.

ΠΗΓΗ:

How A Mother’s Odour Helps Her Baby Develop A Sensitivity To Faces




A newborn baby knows almost nothing about the world it comes into. To make sense of the onslaught of incoming sensory information, she or he must start to notice meaningful patterns and categorise them: that particular combination of visual data signifies a “face”, for example, while that noise is a “voice”. As the authors of a new paper in Developmental Science point out, “without this fundamental categorisation function, our nervous systems would be overwhelmed by the sheer diversity of our experience.”

It had been thought that infants form these categories using information from just one sense, whichever is the most relevant. Following this account, the category of “faces” results from an accumulation of visual information about what faces look like. However, an intriguing new study, involving four-month-old infants and their mothers’ smelly t-shirts, suggests that babies’ early acquisition of the faces category is a truly multi-sensory process.



Arnaud Leleu at the University of Burgundy, France, led the research involving 18 baby girls and boys aged four months. Before the testing started, the babies’ mothers wore the same T-shirt for three nights in a row, keeping it in a hermetically sealed bag at all other times. They and their infants were then taken into a quiet, odour-free lab space where the babies were shown a series of images. Some were of faces against natural backgrounds, while the majority featured animals, plants and manufactured objects. Each image was presented for only 167 milliseconds (less than a quarter of a second), meaning that perception had to happen at a glance.

Some of the time, the babies had their mother’s odorous T-shirt placed on their upper chest. (The T-shirt was folded so that the maximally-smelly underarm, breast and neck regions were closest to their nostrils.) Other times, they had a clean, unworn T-shirt placed near their noses. Throughout the experiment, the researchers used EEG (electroencephalography, which measures electrical activity via electrodes on the scalp) to monitor how the babies’ brains responded to the images.

The results were clear: the babies’ face-related brain activity in response to the images of faces was significantly greater when they could smell their mother’s well-used T-shirt at the same time, compared with when their mother’s odour was not present – suggesting that the odours strengthened their recognition of faces. The results provide strong support for the idea that multi-sensory, rather than single-sense, inputs drive our acquisition of categories, the researchers write.

Some earlier research findings lend support to this idea, in relation to faces, at least. Whenever you look at a face, neurons in a region of the visual cortex called the fusiform gyrus respond with a burst of activity (leading researchers to label this the “fusiform face area”). However, in 2009 a study showed that the smell of body odour, without any visual input, can also trigger activity in the fusiform gyrus. A region that had traditionally been thought to be responsive only to visual data is clearly receptive to other sensory signals when they indicate that a face is likely to be in the visual scene.

It makes sense that babies use odours to help them to spot faces, the researchers add. Odours are less fleeting than many visual stimuli, and of course body odours tend to co-occur with the appearance of a face.

The new work prompts many questions. Do babies rely more on smell than adults in their rapid recognition of faces? Does it matter to babies if the odour is their mother’s, or could it be someone else’s? (Only maternal odour was used in this study.) Which constituents of the body odour are most important for the effect? Do babies use smell to help them to form other “visual” categories? Only further research will tell.

The researchers also make this important point about the way that infant research is usually conducted: “Given that much evidence about visual categorization in infancy, and about virtually every neurocognitive process, has been obtained through testing infants seated on their parents’ lap, future studies should examine whether and how such parental sensory context, including body odour, mediates infants’ processing abilities.”

SOURCE:

Saturday 6 July 2019

Psychosis (young people)

This 21 year old Asian student was diagnosed with manic depression and then schizophrenia. He doesn't think that the mental health system is institutionally racist, saying that he encountered discrimination due to his mental health not his ethnicity. Video clips read by an actor.

So what happened during that two years, the bullying was so bad that what really stopped me from going to school was in the last nine months, and it was an assault that had taken place during a physical education, we call it PE, where I was attacked with a base, with a cricket bat. It wasn’t very hard hit but it was someone had hit me right on my legs and it was, they’d hit me and the person who was the teacher during the lesson was my form tutor and he was a PE teacher at the school and he did nothing to intervene or stop the violence. And when I did approach him and asked him he said that I was responsible and that if anyone had come to him, if the head teacher had approached him he would say that it was me that assaulted the student. At that point I was amazed that I was being blamed for something I didn’t do but what I did notice is that every time that these bullies were subjecting me to these assaults and every time I did report it nothing was done about it. Nobody was spoken to, no action was ever taken and I was the one that was being held back in detention, I was the one that was being told off, you know, stop making trouble, when I was just coming to school as normal. But then at that period I, because I was young I was vulnerable, I didn’t know what I couldn’t think straight as well I thought to myself I, it must be my fault that all these people are bullying me because I must have done this, done something. But I don’t know what I was doing wrong. well I did feel, even what I think what I did do was that I made students feel jealous because I used to come to school and I used to work hard and that really, [pause] if I could put it in this term it really pissed them off that I used to come to school, I used to work hard, go to lessons and I tended to keep to myself, because I was a new student I didn’t tend to mix with anyone else, I’d rather keep to myself, I’m not there to make friends and my parents were really, you know, pushing me to get good GCSEs etcetera so, and they didn’t like that because they’re used to being in the big gangs and walk around and I’m not that sort of person. So after that assault in the, during the PE lesson that was the last day I actually went to school and after that I spent six months truanting from school. Tariq is 21 and of British Asian origin. He is a full-time university student. He says his diagnosis has been difficult to pinpoint' first he was diagnosed with manic depression (aged 18) and then with schizophrenia. He's tried various medications, and his current one works but blocks out his feelings, causes drowsiness and makes it difficult to study and watch TV. He takes his medication late at night to manage these side-effects.

Tariq believes that his mental health difficulties were caused by the bullying and physical assaults he experienced at school following September 11 2001 combined with the trauma of having open heart surgery (he was born with a heart defect).

When he first became unwell, Tariq began to feel anxious, down, suicidal and was constantly reliving the bullying he had experienced. At first he thought this was normal. Just before his exams, he felt worse' he didn't want anyone to speak to him, felt like smashing things, and felt uncomfortable walking to college. He said he tried to act “normally” so people wouldn't be suspicious. Tariq also experienced hallucinations (he saw dead people and people followed him around the house), delusional thoughts and thought blocking (not being able to think for himself) and he attempted suicide several times. His mental health difficulties mean that he still gets anxious in public places. Tariq believes he is in recovery but that it will take years to recover.


Tariq is on an enhanced Care Programme Approach so he sees a psychiatrist, a psychologist and a mental health nurse. Tariq strongly disagrees with the idea of institutional racism because he has not experienced it personally. He is very happy with his mental health team, who he describes as warm, compassionate and kind. He felt he is listened to and says he negotiated his care plan. However, Tariq has written letters to his mental health trust to comment on the services he receives and to make suggestions for improvements. Tariq has also had a lot of support from his disability officer at university. Tariq has tried therapy, stress workshops, meditation, self-help books, and fitness videos but thinks “it's all rubbish”. Tariq is a practicing Muslim, but he says prayer has not helped him. He feels as though he has been rejected by his religion because of his mental health difficulties.

Tariq believes he has experienced more discrimination as a result of his mental health difficulties than his ethnic background. For example, Tariq described experiencing discrimination when applying for voluntary work because of his mental health difficulties. He believes that the Disability Discrimination Act is ineffective for people with mental health problems. Tariq has chosen to tell only close friends and family about his mental health difficulties because he feels that it could affect his chances of marrying in the future.


Tariq was made to feel like a “no-hoper” at school, but is proud to be at university, and this has boosted his self-esteem and confidence. He also works as a charity trustee and does voluntary work supporting hospital patients. Tariq plans to do a PhD and to become a university lecturer. Tariq is inspired by famous people in history who reportedly experienced mental health difficulties and feels he has gained from having mental health difficulties.

For more of Tariq’s interview see our site on ‘Mental health: ethnic minority experiences’
http://www.healthtalk.org/peoples-experiences/mental-health/mental-healt...

Read more: http://www.healthtalk.org/young-peoples-experiences/psychosis-young-people/tariq#ixzz5svKIw27j


SOURCE:

Thursday 4 July 2019

Μπετόβεν για κρίσεις πανικού και Βιβάλντι για άγχος προτείνουν επιστήμονες!






Τα κομμάτια του Μπετόβεν ενδείκνυνται για κρίσεις πανικού, του Βιβάλντι για την καταπολέμηση άγχους και του Μότσαρτ για τα δύσκολα προβλήματα. Τουλάχιστον αυτό φαίνεται ότι υποστηρίζουν ορισμένοι επιστήμονες.




Η μουσική μπορεί να είναι αποτελεσματική στη θεραπεία συγκεκριμένων ψυχικών ασθενειών και ψυχοσωματικών διαταραχών, υποστηρίζουν Αμερικανοί και Σκωτσέζοι επιστήμονες, οι οποίοι συμβουλεύουν τους ασθενείς να ακούνε συγκεκριμένα μουσικά κομμάτια. Μάλιστα, ο Μπετόβεν προτείνεται για την αντιμετώπιση κρίσεων πανικού, οι Ρink Floyd για την κατάθλιψη, ενώ η τζαζ ενδείκνυται σχεδόν για κάθε περίσταση.

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης μελετώντας και συνδέοντας τις αρχές της ψυχολογίας και της ακουστικής μηχανικής προσπαθούν να διαπιστώσουν εάν η μουσική μπορεί να αποτελέσει… γιατρικό.

Αναλύουν τους στίχους, τους τόνους, ακόμη και τα υποβόσκοντα μηνύματα πίσω από διάσημα σύγχρονα ή και διαχρονικά τραγούδια. «Η επίδραση ενός μουσικού κομματιού δεν περιορίζεται μόνο στο να μας ανεβάσει τη διάθεση ή να μας ρίξει ανάλογα με το ρυθμό και το θέμα του τραγουδιού» εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης Ντον Νοξ, προσθέτοντας ότι «η μουσική είναι ένα συναίσθημα που εκφράζεται μέσα από τον τόνο, τη δομή και τα άλλα χαρακτηριστικά ενός κομματιού».

Τα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα φαίνεται ότι «ανέβηκαν» όταν άκουγαν τραγούδια των Ρink Floyd (και ειδικά τα άλμπουμ τους «Wish Υou Were Ηere» και «Τhe Dark Side Οf Τhe Μoon»), το άλμπουμ «Cold Τurkey» του Τζον Λένονκαι το κομμάτι «What Α Wonderful World» του Λούις Αρμστρονγκ. Αντιθέτως, τα «Αnother Οne Βites Τhe Dust» των Queen, «Εverybody Ηurts» των RΕΜ και «Cigarettes and Αlcohol» των Οasis αποδείχθηκε ότι «έριξαν» την ψυχολογία όσων συμμετείχαν στην έρευνα.

Στόχος της έρευνας είναι να δημιουργηθεί ένα μαθηματικό μοντέλο που να εξηγεί την ιδιότητα της μουσικής να εγείρει στο κοινό διαφορετικά συναισθήματα. Στη συγκεκριμένη έρευνα μελετήθηκαν οι δράσεις του εγκεφάλου 184 εθελοντών την ώρα που άκουγαν συγκεκριμένα είδη μουσικής. Οι επιστήμονες συμπέραναν ότι κάθε μουσικό κομμάτι λειτουργούσε διαφορετικά στην κυκλοφορία του αίματος, στη διάθεση και στις νευρικές λειτουργίες των συμμετεχόντων. «Η χρήση της μουσικής πάνω στον άνθρωπο επηρεάζει άμεσα όλες τις λειτουργίες του, ψυχικές ή σωματικές» υποστηρίζει η μουσικοθεραπεύτρια Σιμόνα Νιρενστάιν-Κατζ, προσθέτοντας ότι «σκοπός της έρευνας είναι να καταφέρουμε να ταιριάξουμε διάφορα είδη μουσικής επάνω σε συγκεκριμένες ψυχικές διαταραχές ώστε κατόπιν να τις θεραπεύσουμε».

Στα αξιοπρόσεκτα στοιχεία της έρευνας, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα κομμάτια των Βιβάλντι, Πάχελμπελ, Χέντελ και Μπαχ είναι ιδανικά για την αντιμετώπιση του στρες επειδή διαθέτουν ένα ορισμένο μουσικό τέμπο που έχει τον ίδιο ρυθμό με αυτόν της καρδιάς όταν βρίσκεται σε ηρεμία, δηλαδή 65-70 χτύπους το λεπτό. Επίσης υπάρχει και το – όπως το αποκαλούν οι επιστήμονες – «Μozart effect», σύμφωνα με το οποίο μια συγκεκριμένη σονάτα του ενισχύει την ικανότητα διαχείρισης και επίλυσης πολύπλοκων προβλημάτων, μειώνει τα λάθη κατά τη διάρκεια της εργασίας και συμβάλλει στη δημιουργικότητα του ατόμου.

Πηγή


The Human Impact Of Having Too Few Nurses




The UK population continues to grow, while nursing numbers have remained static for several decades. Compounding matters, The King’s Fund and Nuffield Trust have reported a 25 per cent increase in nurses and midwives leaving the NHS from 2012 to 2018, from 27,300 to 34,100. In short, in the UK, we now have far fewer nurses relative to the general population than we used to.

What does this mean for patients’ care experience? The situation sounds bad, but how bad? Common sense would suggest that patients will experience poorer care when nurses are overstretched, and there’s plenty of anecdotal evidence to support that interpretation. But there are also positive stories, and claims about greater efficiency compensating for fewer staff.

Now a study in BMJ Quality & Safety provides direct observational evidence suggesting that lower nurse-patient ratios really do result in poorer health-care interactions.



Jackie Bridges at the University of Southampton and her colleagues observed how patient-staff interactions varied across six NHS physical healthcare wards in England depending on the ratio of nursing and healthcare assistants to patients. In total, the researchers carefully rated 238 hours of care, which included over 3000 interactions between 270 patients and healthcare staff.

Overall, 10 per cent of those interactions were rated as negative – specifically “negative restrictive”, such as patients being moved without warning or sworn at; and “negative protective”, such as patients having to wait for medication. Crucially, the researchers found that the odds of a negative interaction increased significantly as the number of patients per registered nurse increased.

Lower numbers of registered nurses working on a ward were associated with more negative interactions regardless of whether or not healthcare assistants (support staff without a nursing qualification) had been brought in to make up the numbers. Having more healthcare assistants on shift only helped if there were enough registered nurses to supervise them.

As this was a purely observational study, rather than experimental, some caution is required, as the authors note: “a causal inference [about staffing levels] cannot be directly made”. Nevertheless, this is such a helpful piece of research, that’s clearly consistent what nurses have been saying for years: that they need enough of them on shift to be able to ensure that patient care is high quality.

This isn’t to “do down” healthcare assistants, who are undervalued enough, but it is highlighting the importance of good quality supervision. It also doesn’t mean that nurses go round looking over the shoulders of their more junior colleagues, but is consistent with the argument that patient-carer interactions will be more universally positive when there are sufficient nursing staff to deal with queries, show more junior staff what to do, talk through dilemmas, model excellent patient care, and acknowledge difficult feelings that caring roles can bring up.

The study reminded me of the time I’ve spent working in mental health wards, a job which was adrenaline-fuelled and unpredictable but which I loved, and where I worked with brilliant nursing colleagues who were often rushed off their feet.

Media coverage of care quality in the NHS often blames individuals, and especially nursing staff, for failures. Poor care is never excusable or acceptable, but it is important to recognise that there are perfect storms of working condition which make it more likely. Negative cultures in organisations, lack of staff resources, destructive leadership, can all play their part.

The Francis Report, published in 2013, highlighted the devastating effects of a lack of compassionate care and the need to have cultures where people feel they can speak out about poor care, and where compassionate care is supported. Much has been done since to champion compassionate leadership and compassionate care, but this new study shows how, in the aftermath of austerity and with not enough staff to go round, it’s harder for these principles to be put into practice. For any of us – nurses included – if we are stressed, tired, under emotional pressure and not given enough time, we tend to behave less nicely. It’s not news that a lack of time has a negative impact on caring behaviours.

There’s been much about staff wellbeing in the papers recently, with initiatives to offer mindfulness, yoga, exercise classes and the like. Interventions on an individual level can be hugely helpful and useful to know about. At the same time, it’s not good enough to offer interventions to reduce unnecessary stress caused by an uncaring system.

High quality compassionate care in hospital settings requires sufficient nurses to deliver the care and to supervise their junior colleagues. Anything less is setting up staff to fail and setting up patients for a greater likelihood of negative care. Nurses need to be cared for too, by their employer and by their colleagues, and a bare minimum is making sure there are enough colleagues on shift for it to feel safe. This new research adds to a body of evidence that takes the blame off the nurse and squarely places the responsibility on the system to do better.

SOURCE:

Tuesday 2 July 2019

Εκλογές και ψυχολογία του εκλογικού σώματος




Στις επερχόμενες εκλογές οι Έλληνες θα έχουν για ακόμη μια φορά την δυνατότητα να εκλέξουν τους κυβερνητικούς άρχοντες που θα ορίσουν το παρόν και το μέλλον της χώρας για την επόμενη τετραετία. Στο μυαλό όλων, η εκλογική αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου είναι βαρύνουσας σημασίας η οποία θα καθορίσει τη μελλοντική πορεία της χώρας μας, η οποία προέρχεται από μια 10ετία μνημονίων, έλλειψης σταθερότητας, δραστική μείωση μισθών και καθίζηση της ποιότητας ζωής.

Η λεγόμενη «μεσαία τάξη» είναι πλέον συρρικνωμένη, αν όχι ανύπαρκτη, και μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού ζει κάτω από αυξημένο άγχος τόσο στο εργασιακό περιβάλλον όσο και στην προσωπική του ζωή. Μέσα σε αυτή την καθόλου ευχάριστη πραγματικότητα, για ακόμη μια φορά, θα ζητηθεί από τους Έλληνες να παραμερίσουν τις καθημερινές αγωνίες τους, ώστε να έχουν καθαρό μυαλό «ικανό» να πάρει μια σωστή απόφαση για το μέλλον της χώρας.
Η ψυχολογία των ψηφοφόρων

Στην «δεξαμενή» των ψηφοφόρων δεν έχουν θέση, φυσικά, οι άνθρωποι που είναι ταγμένοι σε ένα κόμμα, οι οποίοι έχουν ήδη προαποφασίσει τι θα ψηφίσουν αλλά έχουν θέση όλοι εκείνοι που αποφασίζουν ανάλογα με το ποιος υποψήφιος τους φαίνεται πιο ικανός και πιο κόμμα έχει καλύτερες προτάσεις για την διακυβέρνηση της χώρας.

Η γενικότερη τάση που επαληθεύεται συχνά σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις είναι ότι οι Έλληνες «θέλουν να ακούν». Θέλουν να ακούνε υποσχέσεις και μεγαλεπήβολα σχέδια, θέλουν να πιστεύουν ότι από την επομένη των εκλογών θα ξημερώσει μια νέα μέρα που θα φέρει τη χώρα στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων. Φυσικά, απογοητεύονται μετά από κάποιους μήνες αλλά ίσως για κάποιους να ήταν αρκετή αυτή η «χαρά της εκλογικής νίκης».

Επιπρόσθετα, η πόλωση που τεχνηέντως δημιουργείται σε κάθε προεκλογική εκστρατεία είναι άνευ προηγουμένου, χωρίζοντας για αυτόν τον ένα μήνα της εκστρατείας τη χώρα σε πολλά στρατόπεδα με διαφορετικά χρώματα το καθένα. Μπλε, κόκκινο, πράσινο, μαύρο. Η ανάγκη για το «ανήκειν» ήταν και είναι, ανέκαθεν, μεγάλη για όλους τους ανθρώπους αλλά στην περίπτωση των εκλογών παίρνει την χειρότερη μορφή της. Βλέπουμε ανθρώπους όλων των ηλικιών και μορφωτικών επιπέδων να μην προσπαθούν να έχουν έναν εποικοδομητικό διάλογο αλλά αντιθέτως, προσπαθούν να μειώσουν και να προσβάλλουν τους ανθρώπους που υποστηρίζουν άλλο κόμμα, ακολουθώντας το παράδειγμα των υποψηφίων πολιτικών που λασπολογούν χωρίς μέτρο στα τηλε-παράθυρα.

Επίσης, μια άλλη παράμετρος που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο βαθμό του ελληνικού εκλογικού σώματος είναι «κοντή μνήμη». Είναι πλέον δεδομένο ότι κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών μιας κυβέρνησης, ξεκινούν πάντα οι παροχολογίες και οι μεγάλες υποσχέσεις για το άμεσο μέλλον. Η κυβέρνηση σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει ή να κερδίσει νέους ψηφοφόρους υπόσχεται επιδόματα, αυξήσεις, νέες θέσεις εργασίας και μείωση φόρων. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια είναι ευρέως γνωστό ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει ούτε τα μισά από όσα υπόσχεται, το εκλογικό σώμα έχοντας μα κρυφή ελπίδα ότι οι υποσχέσεις αυτές θα πραγματοποιηθούν, οδηγείται στην κάλπη ξεχνώντας τα προηγούμενα χρόνια και τις κενές υποσχέσεις που προηγήθηκαν.
Η μέθοδος της ψήφου τιμωρίας

Άλλη μια παράμετρος που μπορεί να αλλάξει κατά πολύ το εκλογικό αποτέλεσμα είναι η «ψήφος τιμωρίας». Η συγκεκριμένη μέθοδος επιλέγεται κυρίως από τους νέους ψηφοφόρους που ψηφίζουν πρώτη ή δεύτερη φορά στην ζωή τους και δεν έχουν κατασταλάξει ακόμα ως προς ποιο κόμμα τους εκφράζει περισσότερο και έχοντας στο μυαλό τους τα αποτελέσματα που έφερε ο δικομματισμός στη χώρα, τείνουν να εκλέγουν υποψηφίους από τον ακραίο χώρο της αριστεράς ή της δεξιάς ή ακόμα και υποψηφίους που πριν κάποια χρόνια δε θα είχαν καμία ελπίδα εκλογής θεωρούμενοι ως γελωτοποιοί ή γραφικοί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ ως Προέδρου της Αμερικής ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την θέληση του λαού της Αμερικής να αλλάξει άρδην την στάση της σε θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης και χρησιμοποιώντας την πληθωρική παρουσία του σε συνδυασμό με τη αγανάκτηση των Αμερικάνων για δραστικές αλλαγές έφεραν ως αποτέλεσμα την εκλογή του, που θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες εκλογικές εκπλήξεις που έχουν συμβεί στην Αμερική.

Διαβάστε ακόμη το σχετικό άρθρο Οι ψυχολογικές συνιστώσες της επιτυχίας και της αποτυχίας που αφορά την ψυχολογία του ψηφοφόρου.

Στην Ευρώπη, το 2016, οι πολίτες της Αγγλίας ψήφισαν μέσω δημοψηφίσματος να βγουν από την Ευρωζώνη, θεωρώντας ότι το Brexit, ήταν η πιο σωστή λύση για την χώρα τους γιατί ένιωθαν ότι ζημιώνονταν πολιτικά, οικονομικά και ηθικά όντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν όμως άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η παραμονή τους είχε περισσότερα θετικά αποτελέσματα από τη φυγή τους, ξεκίνησαν να μιλούν για «παραπληροφόρηση» από τους υπέρμαχους του Brexit και μάλιστα ένα μεγάλο ποσοστό ζήτησε να ξαναγίνει δημοψήφισμα. Με αυτό το παράδειγμα βλέπουμε την ικανότητα του πολιτικού συστήματος να αποκρύπτει ή να παραλείπει πληροφορίες ανάλογα με τα συμφέροντα που υπηρετεί, για αυτό είναι πολύ σημαντικό για όλους μας, να ξέρουμε τι θέλουμε ή τι δε θέλουμε να ψηφίσουμε στις επερχόμενες εκλογές.

Τα γυαλιστερά παπούτσια, τα ακριβά κουστούμια και τα φωτεινά χαμόγελα των υποψηφίων μπορούν εύκολα να ξεγελάσουν τους ψηφοφόρους, κάνοντας τους να ξεχάσουν τα προβλήματα τους και οδηγώντας τους στην κάλπη «αναγκασμένους» να ψηφίσουν προς μια κατεύθυνση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η εκλογική διαδικασία είναι ένα πολύ μεγάλο όπλο στα χέρια του λαού, ώστε με την ψήφο του να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον που θα αφορά την χώρα του, «σταυρώνοντας» τους υποψηφίους που θεωρεί, τεκμηριωμένα, καλύτερους για την εκπροσώπηση του στην Βουλή.

Συγγραφή Άρθρου
Κωνσταντίνος Πεφάνης
Κλινικός Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής
BSc University of Teesside | MSc Clinical Psychology and Counselling, University of Derby.

ΠΗΓΗ:

Βουλευτές και ψυχολογικά προβλήματα: αντιμετωπίζουν συχνότερα από άλλους ψυχολογικά προβλήματα, αλλά δεν το παραδέχονται




Οι βουλευτές έχουν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν προβλήματα ψυχικής υγείας από ό,τι οι άλλοι εργαζόμενοι, αλλά δυσκολεύονται να το παραδεχθούν, σύμφωνα με μια νέα βρετανική έρευνα, την πρώτη του είδους της, η οποία έγινε ανώνυμα και μέσω διαδικτύου.

Το σχετικό ερωτηματολόγιο των ερευνητών του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου (King's) κλήθηκαν να απαντήσουν και τα 650 μέλη του βρετανικού Κοινοβουλίου, πράγμα που τελικά έκαναν οι 146. Οι απαντήσεις σχετικά με την ψυχική υγεία τους στη συνέχεια συγκρίθηκαν με απαντήσεις ανθρώπων με παρόμοια εισοδήματα και θέσεις εργασίας με ανάλογο στρες (π.χ. διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων).
Τα αποτελέσματα της έρευνας για την ψυχική υγεία βουλευτών

Τα ευρήματα της μελέτης, με επικεφαλής τη δρα Νικόλ Βοτρούμπα, δημοσιεύθηκαν στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό "British Medical Journal (BMJ) Open", σύμφωνα με τις «Τέλεγκραφ» και «Γκάρντιαν». Διαπιστώθηκε ότι πάνω από το ένα τρίτο (34%) των βουλευτών δήλωσαν διάφορα προβλήματα ψυχικής υγείας (έναντι 17% του γενικού πληθυσμού), όπως αυξημένα αισθήματα έλλειψης ικανοποίησης από τη ζωή, έλλειψης αξίας του εαυτού, άγχους, κατάθλιψης κ.α.

Ένα πρόσθετο 42% των βουλευτών που απάντησαν, κρίθηκε ότι έχουν ψυχική υγεία κάτω του ιδανικού, ενώ μόνο το 24% (ο ένας στους τέσσερις βουλευτές) δεν εμφανίζει καμία ένδειξη προβλήματος ψυχικής υγείας.


Η μελέτη δείχνει ότι οι βουλευτές, σε σχέση με άλλους επαγγελματίες υψηλού εισοδήματος, έχουν χαμηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης, περισσότερα προβλήματα αϋπνίας λόγω ανησυχίας, πιο έντονα αισθήματα ότι δεν είναι χρήσιμοι και ικανοί να πάρουν σωστές αποφάσεις κ.α.

Επίσης, οι βουλευτές δυσκολεύονται περισσότερο να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους, να ξεπεράσουν τις διάφορες δυσκολίες και να απολαύσουν τις καθημερινές δραστηριότητες τους, ενώ νιώθουν αρκετά συχνά δυστυχείς και ανάξιοι.

Ακόμη, αισθάνονται ότι κατά καιρούς πέφτουν θύματα ψυχολογικής βίας και εκφοβισμού μέσα στη Βουλή, ενώ συχνά το πολωτικό και συγκρουσιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο εργάζονται, μπορεί να κάνει κακό στην ψυχική υγεία τους. Από την άλλη, φαίνεται πως μια δεύτερη δουλειά έξω από τη Βουλή δεν αυξάνει το επίπεδο του στρες τους.
Ο φόβος για το στίγμα της ψυχικής νόσου

Οι ερευνητές επεσήμαναν επίσης το χαμηλό βαθμό ανταπόκρισης των μελών του Κοινοβουλίου στην έρευνα (μόνο 22,5%), πιθανώς επειδή οι βουλευτές -παρά την ανωνυμία- φοβούνται το στίγμα, αλλά και το αυτο-στίγμα της ψυχικής νόσου, και δυσκολεύονται να παραδεχθούν (ακόμη και στον εαυτό τους) την αλήθεια για την ψυχική υγεία τους.

Ένας από τους ερευνητές, ο ψυχίατρος δρ Νταν Πούλτερ, ο οποίος είναι επίσης βουλευτής του Συντηρητικού Κόμματος και πρώην υπουργός Υγείας την περίοδο 2012-15, τόνισε ότι «τα ευρήματα αναδεικνύουν μια ανησυχητική εικόνα για την ψυχική υγεία των βουλευτών». Όπως είπε, η μελέτη «εγείρει σημαντικά ζητήματα για το πώς είναι δυνατό να υποστηριχθούν καλύτερα οι άνθρωποι που φτιάχνουν και ελέγχουν τους νόμους της χώρας και οι οποίοι έχουν κακή ψυχική υγεία».

Πρόσθεσε ότι «το να είναι κανείς βουλευτής, μπορεί να αποδειχθεί μια αρκετά μοναχική απασχόληση, ενώ η ίδια η δουλειά είναι εγγενώς στρεσογόνα». Επιπλέον, επεσήμανε τα μακριά ωράρια εργασίας, καθώς «οι βουλευτές μπορεί να εργάζονται έως 60 ώρες την εβδομάδα στη Βουλή και στις εκλογικές περιφέρειες τους, περνώντας έτσι το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας μακριά από τα σπίτια τους. Αυτό θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις τους, ενώ στο τέλος της μέρας δεν μπορούν να προστρέξουν στο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον του σπιτιού τους».

Ο Πούλτερ επεσήμανε επίσης ότι πως είναι ανησυχητικό ότι οι μισοί βουλευτές με πρόβλημα ψυχικής υγείας δηλώνουν ότι δεν θέλουν να το συζητήσουν με κανένα άλλο συνάδελφό τους, ούτε να αναζητήσουν βοήθεια.

Στην έρευνα συμμετείχε και ένας Έλληνας ερευνητής, ο Ιωάννης Μπάκολης του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Κολλεγίου King's, ο οποίος είναι ειδικός στη βιοστατιστική και επιδημιολογία. Είναι απόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με διδακτορικό στην στατιστική και επιδημιολογία από το Imperial College του Λονδίνου.

Πηγή: