Friday 29 December 2017

Έρευνα αποκαλύπτει: Το ποτό κάνει τους ανθρώπους ρατσιστές και ομοφοβικούς


Την αιτία που ολοένα αυξάνονται τα φαινόμενα κοινωνικής βίας την σημερινή εποχή αναζήτησε το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ στη Βρετανία, πραγματοποιώντας έρευνα που έδειξε ότι η αιτία είναι το... αλκοόλ.

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές του πανεπιστημίου μελέτησαν περιπτώσεις τόσο από την περιοχή, όσο και από το Λέστερ, αλλά και το Μπλάκμπερν. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το πολύ αλκοόλ απελευθερώνει τις κρυφές σκέψεις και τα πάθη των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να τους καθιστά περισσότερο ευάλωτους και πιο εκφραστικούς.

Μελετώντας δεκάδες εγκλήματα μίσους οι ερευνητές του Πανεπιστημίου, ανακάλυψαν πως το 90% διεξήχθησαν από άτομα που είχαν καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και ένα πολύ μικρότερο ποσοστό από άτομα που ιδεολογικά είχαν ενταχθεί στις ομάδες που εχθρεύονται τόσο τους ξένους, όσο και τους ομοφυλόφιλους.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής Τζόναθαν Σέφερντ, «το αλκοόλ αποδεικνύεται ότι είναι επιβλαβές τόσο για τον οργανισμό του ανθρώπου, όσο και για την κοινωνία μας γενικότερα».

Οι τρεις πόλεις της Βρετανίας που επιλέχθηκαν για την έρευνα δεν ήταν τυχαίες, καθώς στις περιοχές αυτές έχουν καταγραφεί να σοβαρότερα και περισσότερα εγκλήματα μίσους.

«Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν ο δράστης έχει καταναλώσει αλκοόλ και έχει κάνει χρήση κάνναβης ή άλλων ναρκωτικών», συμπληρώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου.

ΠΗΓΗ:
http://www.koutipandoras.gr/article/ereyna-apokalyptei-to-poto-kanei-toys-anorwpoys-ratsistes-kai-omofobikoys (accessed 29.12.17)

Χρήσιμες πληροφορίες για την οικογένεια, τους φίλους και τους εργαζόμενους στο χώρο της ψυχικής υγείας όσων αφορά ανθρώπους που ακούνε φωνές



Προκειμένου οι επαγγελματίες στο χώρο της ψυχικής υγείας να μπορέσουν να βοηθήσουν τα άτομα που ακούνε φωνές, είναι σημαντικό να εξετάζουν λεπτομερώς τόσο τα πλαίσια κατανόησης όσο και τις στρατηγικές αντιμετώπισης που είναι πιο χρήσιμες για το ίδιο το άτομο. Χρησιμοποιώντας αυτή την τακτική, οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορούν να λάβουν πιο αποτελεσματική υποστήριξη στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις εμπειρίες τους.

Τα βήματα σε αυτή τη διαδικασία είναι τα ακόλουθα:
Αποδέξου την εμπειρία του ατόμου που ακούει φωνές. Οι φωνές συχνά γίνονται αντιληπτές ως πιο έντονες και αληθινές από αισθητηριακές αντιλήψεις.
Κατανόησε τις διαφορετικές γλώσσες που χρησιμοποιούνται από το άτομο που ακούει φωνές για να περιγράψει και να εξηγήσει τις εμπειρίες του, καθώς και τη γλώσσα που μιλούν οι ίδιες οι φωνές. Συχνά εμπεριέχεται ένας ολόκληρος κόσμος συμβόλων και συναισθημάτων.
Βοήθησε το άτομο να επικοινωνήσει με τις φωνές. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται τη διαφοροποίηση μεταξύ καλών και κακών φωνών και την αποδοχή αρνητικών συναισθημάτων από το ίδιο το άτομο που ακούει φωνές. Αυτή η αποδοχή μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην προώθηση της αυτοεκτίμησης.
Ενθάρρυνε το άτομο που ακούει φωνές να συναντήσει άλλους ανθρώπους με παρόμοιες εμπειρίες και να διαβάσει σχετικά με το θέμα, ώστε να βοηθηθεί να ξεπεράσει την απομόνωση και τα ταμπού.
Ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτογνωσία είναι οι λέξεις-κλειδιά.



Πρωτότυπο: Practical information for family, friends and mental health workers

Πηγή: 


http://www.intervoiceonline.org  (accessed 29.12.17)

Wednesday 27 December 2017

Παιδική Σεξουαλικότητα


Η σεξουαλικότητα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και όταν μιλάμε για παιδική σεξουαλικότητα αναφερόμαστε στην περίοδο από τη γέννηση ενός παιδιού ως και την ηλικία των δώδεκα χρόνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ένα παιδί διέρχεται από τέσσερα εξελικτικά στάδια, όπου και συντελείται η ανάπτυξή του σε βιολογικό, γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο. Μέσα σε αυτή την εξελικτική διαδικασία λαμβάνει χώρα και η ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη, όπου «χτίζονται» οι βάσεις μίας υγιούς προσωπικότητας και υπεύθυνης συμπεριφοράς για την ενήλικη ζωή.



Στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του παιδιού





Η παιδική ηλικία είναι η πιο σημαντική περίοδος της ανθρώπινης εικόνας που συσχετίζεται με τη σεξουαλικότητα, αφού σηματοδοτεί τα πρώτα βήματα ενεργοποίησης της αντιληπτικότητας του παιδιού αλλά και της σωματικής αναζήτησης του, μέσω της οποίας εισπράττει ικανοποίηση. Η περιέργεια και η επιβράβευση αυτής της αίσθησης οδηγούν το παιδί στην καλύτερη ανακάλυψη των περιοχών που του προκαλούν ευχαρίστηση, ζητώντας την επανάληψη και επιμένοντας πάνω στα σημεία του σώματός του που φαίνεται να ξεχωρίζει ως ηδονογόνα, χωρίς φυσικά να υπάρχει συνειδητή αφύπνιση της σεξουαλικότητάς του.

Αρχικά, τα παιδιά 0–3 ετών παρουσιάζουν αυτόματη αναζήτηση ηδονής μέσα από ακούσιες αισθήσεις αυνανιστικού τύπου, ενώ στα παιδιά ηλικίας 3–6 ετών παρατηρούμε μία συνειδητή πλέον αναζήτηση ηδονής, τη σωματική αναγνώριση και τη σεξουαλική αγωγή του φύλου, δηλαδή την ανατομία του σώματος.

Υπάρχουν συγκεκριμένες σεξουαλικές συμπεριφορές τις οποίες συναντάμε συχνά στην προσχολική ηλικία, όπως η έντονη ενασχόληση των παιδιών με τα γεννητικά τους όργανα μέσω τριβής με το χέρι ή με αντικείμενα, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο χώρο. Άλλες, επίσης, κοινές συμπεριφορές είναι να προσπαθούν να αγγίξουν το στήθος της μαμάς ή άλλων γυναικών, να επιθυμούν να κυκλοφορούν γυμνά και να παρακολουθούν και τους άλλους όταν είναι γυμνοί.

Σύνηθες είναι να κάνουν ερωτήσεις σχετικά με το σώμα το δικό τους ή των άλλων αλλά και να το εξερευνούν με συνομήλικα παιδιά. Εσφαλμένα, οι γονείς στη θέαση μιας τέτοιας εικόνας θορυβούνται, καθώς θεωρούν ότι τα παιδιά τους έχουν πρώιμη σεξουαλική αφύπνιση, παρότι αυτό αποτελεί μια φυσιολογική συνέχεια της ψυχοσεξουαλικής τους ανάπτυξης.

Στις ηλικίες μεταξύ 7-11 ετών, είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ευδιάκριτος διαχωρισμός των φύλων. Χρειάζεται λοιπόν, να ενισχύεται το κυρίαρχο φύλο τόσο μέσα από τις δραστηριότητες του ίδιου όσο και μέσα από τις συμπεριφορές του αντίθετου φύλου. Επιπλέον, η περίοδος αυτή θεωρείται κατάλληλη για να υπάρξει εποικοδομητικός διάλογος πάνω στην σεξουαλικότητα, καθώς το παιδί ξεκινά σταδιακά να ανακαλύπτει το σώμα του και να αυνανίζεται. Καταλληλότερος για αυτό είναι πάντα ο ομόφυλος γονιός.

Τα παιδιά μεταξύ 11-13 ετών, βρίσκονται πλέον στον προθάλαμο της εφηβείας. Ο πατέρας με τον γιο και αντίστοιχα η μητέρα με την κόρη, αναπτύσσουν συμμαχικό διάλογο που θα βοηθήσει τόσο τον γονιό όσο και το παιδί να διαχειριστούν την ντροπή, την ερωτικοποίηση, την αμηχανία και τον φόβο.



H αξία της σεξουαλικής αγωγής για το παιδί




Γνωρίζει το σώμα του
Μαθαίνει τη φυσιολογία των γεννητικών του οργάνων
Φροντίζει το σώμα του
Μαθαίνει να αυτοπροστατεύεται
Βελτιώνεται η επικοινωνία και οι διαπροσωπικές του σχέσεις
Κατανοεί τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα
Μαθαίνει να αποδέχεται το διαφορετικό




Ποια θα πρέπει να είναι η στάση των γονέων απέναντι στην σεξουαλικότητα της παιδικής ηλικίας;





Τα παιδιά από τη βρεφική τους ηλικία έχουν την ανάγκη να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Αναρωτιούνται και πειραματίζονται με το κάθε τι. Και αυτό αποτελεί μία φυσιολογική ανάγκη του κάθε ανθρώπου που έρχεται στον κόσμο και επιθυμεί να μάθει, να ανακαλύψει, να γνωρίσει όσα συμβαίνουν στον ίδιο και στους γύρω του. Αποτελεί μέρος της ανθρώπινης εξέλιξης. Επιπλέον, μέσα από τις ποικίλες αλλαγές που τα παιδιά βιώνουν, καθώς μεγαλώνουν, αρχίζουν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο, έχουν περιέργεια και εκφράζουν απορίες σε σχέση με το σώμα τους, το φύλο τους και τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Αυτό το υγιές ενδιαφέρον των παιδιών δε σημαίνει ότι υπάρχει συνειδητή αφύπνιση της σεξουαλικότητας.

Οι γονείς, κατέχοντας τον πρώτο ρόλο στη διαπαιδαγώγησή τους, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουν και να ενισχύουν το ενδιαφέρον τους, καθώς και να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και σωστά ενημερωμένοι, ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτές τις φυσιολογικές ανάγκες των παιδιών τους και κατά συνέπεια στις ερωτήσεις τους για θέματα σεξουαλικότητας. Είναι σκόπιμο να γνωρίζουν βασικά σημεία της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, ώστε να παρέχουν στα παιδιά τους τα κατάλληλα εφόδια και να συμβάλλουν στην ομαλή ψυχοσεξουαλική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, που διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στο πέρασμα τους από την παιδική ηλικία στην εφηβική και μετέπειτα στην ενηλικίωση.

ΠΗΓΗ:


This Is Why Some Couples Differ So Much In Their Physical Attractiveness








Are couples who are mismatched in physical attractiveness just as happy?



Partners who get to know each other over time tend to differ more in physical attractiveness, a recent study finds.

In contrast, couples who get involved with each other soon after meeting are often much closer in physical attractiveness.

Professor Eli Finkel, who co-authored the study, explained:


“This study shows that we make different sorts of decisions about whom to marry depending upon whether we knew the person before we started dating.

If we start dating soon after we meet, physical attractiveness appears to be a major factor in determining such decisions, and we end up with somebody who’s about as attractive as we are.

If, in contrast, we know the person for a while before we start dating — or if we’re friends first — physical attractiveness appears to be much less important, and we are less likely to be similar to our spouse on the dimension of looks.”

The researchers looked at 167 couples who’d been together for anything from 3 months to 67 years.

Those who began dating within a month of meeting were closely matched in physical attractiveness.

Fascinatingly, people who were not matched in physical attractiveness were just as happy as those who were.


Ms Lucy Hunt, the study’s lead author, said:



“Having the time to interact with others in diverse settings affords more opportunities to form unique impressions that go beyond one’s initial snap judgments.

Given that people initiate romantic relationships both with strangers and acquaintances in real life, we were interested in how time might affect how similarly attractive couple members are to one another.”

Beauty may well be in the eye of the beholder, Ms Hunt said:



“There may be more to the old saying than was previously thought.

Maybe it’s the case that beauty is partially in the eye of the beholder, especially as time passes.”

SOURCE:

The study was published in the journal Psychological Science (Hunt et al., 2015).


Tuesday 19 December 2017

Belief in our moral superiority is the most irrational self-enhancing bias of all Belief in our moral superiority is the most irrational self-enhancing bias of all is the most irrational self-enhancing bias of all




Most of us believe we are smarter, harder-working and better at driving than average. Clearly we can’t all be right. When it comes to moral qualities, like honesty and trustworthiness, our sense of personal superiority is so inflated that even jailed criminals consider themselves to be more moral than law-abiding citizens.

Why should the “better-than-average” effect be so pronounced for moral traits? In new work, published in Social Psychological and Personality Science, Ben Tappin and Ryan McKay at Royal Holloway, University of London have found that it’s because we’re especially irrational when it comes to evaluating moral traits. Moral superiority appears to be “a uniquely strong and prevalent form of positive illusion,” they write.



Tappin and McKay showed a list of 30 traits to 270 participants. Ten traits related to sociability (like being sociable, cooperative, rude or uptight); ten to agency (like being determined, creative, unmotivated or illogical) and ten to morality (like being principled, fair, manipulative or deceptive). They asked the participants to rate how much each trait applied to them and to the “average person”, and to rate the desirability of the traits.

As expected, the participants gave themselves higher scores than they gave the “average person” for almost all the desirable traits (being sociable was a notable exception), and lower scores for the undesirable traits. They were, as the researchers expected, guilty of “self-enhancement”.

But if you really are a particularly high or low scorer on certain traits, self-enhancement isn’t necessarily irrational. We tend to be less certain about what other people are like, compared with ourselves, which means it sometimes makes sense to form less extreme judgements about their scores. As the researchers noted: “Perceived differences between ourselves and other people may even reflect rationally cautious judgements, made under uncertainty.”

To explore to what extent the participants’ self-enhancement was rational or irrational, Tappin and McKay factored in how typical their scores were, overall, compared with the average. For instance, if across the board an individual’s personality is very average, and this shows up in most of their self-ratings, it looks a lot like irrational self-enhancement if on a given desirable trait they tend to inflate their own scores relative to the “average person”. In contrast, for someone whose personality is overall more atypical, there’s arguably more rational justification for them to infer that they are more extreme than average on various traits.

Following this logic, the researchers found that self-enhancement pertaining to sociability was mostly quite rational. Self-enhancement related to agency (being intelligent, determined and so on) was less rational. Least justified of all, or most irrational, was moral self-enhancement. “Virtually all individuals irrationally inflated their moral qualities, and the absolute and relative magnitude of this irrationality was greater than that in the other domains of positive self-evaluation,” the researchers noted.

According to the prevailing theory of self-serving positive illusions, we hold inaccurate, overly rosy views of ourselves because they make us feel better about ourselves, and so boost our psychological wellbeing. Consistent with this, in the current study, greater irrational social and agency self-enhancement was correlated with having more self-esteem. Intriguingly, however, irrational moral superiority was not.

The study can’t explain why we are most irrational when it comes to downplaying other people’s moral qualities compared with our own, which was a surprise to the researchers. But there could be an evolutionary reason: from a survival perspective, the safe bet is to assume someone is less trustworthy than you, unless you know otherwise.

Future work could explore this. And, as the researchers also noted in their paper, it’s important to dig into our inflated beliefs that we’re just, virtuous and moral in part because these kinds of beliefs – in contrast to inflated ideas about our own determination, say, or cooperativeness – “likely contribute to the severity of human conflict. When opposing sides are convinced of their own righteousness,” the researches noted, “escalation of violence is more probable, and the odds of resolution are ominously low”.


SOURCE:

What is the secret to being more assertive? Having self respect




Why are some of us more inclined than others to stick up for ourselves, not aggressively, but assertively. Assertive people let others know when they feel mistreated and they’re confident saying “no” to unwanted demands.

Presumably it has to do with how see ourselves, yet past research has established that two key aspects of the self-concept – good feelings about the self (“self-liking” or “self-confidence”) and seeing oneself as competent – are not strongly related to assertive behaviour.

Daniela Renger, a researcher at the Institute of Psychology at Kiel University in Germany, believes this is because most relevant to assertiveness is self-respect – “a person’s conviction that they possess the universal dignity of persons and basic moral human rights and equality”. Across three studies published in Self and Identity, Renger shows that self-respect is a distinct psychological concept and that it is uniquely correlated with assertive behaviour.



For her studies, Renger devised a new, four-item self-report measure of self-respect. Participants rated their strength of agreement with:
In everyday life I always see myself as a person with equal rights
I always see myself as a person of equal worth compared with other people in my life
I am always aware that I have the same dignity as all other human beings
If I look at myself, I see a person who is equally worthy compared with others

In an initial study, 343 women and men in Germany (average age 33) completed this measure, plus questionnaires tapping their self-competence (e.g. “I am almost always able to accomplish what I try for”) and self-confidence (e.g. “I look at myself with warmth and affection”; “It is always worth taking good care of myself”). They also completed an 8-item measure of assertiveness, for example saying whether they would feel comfortable “telling a companion you don’t like a certain way he or she has been treating you”. Nearly a hundred of the participants completed these same questionnaires again nine months later.

Based on her analysis of the participants’ answers to the various measures, including the correlations within and between them, Renger concluded that self-competence, self-confidence and self-respect are distinct aspects of the self-concept. Also, while all three factors correlated with assertiveness, only self-respect had a unique association with assertiveness when accounting for the other two factors. Finally, there was some tentative causal evidence: having greater self-respect at Time 1 correlated with increased assertiveness as measured 9 months later, but the reverse was not true (having greater assertiveness initially was not associated with increased self-respect).

A second study with nearly 300 German participants (average age 27) included Renger’s measure of self-respect and the previous measure of self-competence, but this time she also added measures of self-esteem (e.g. “On the whole I am satisfied with myself”), self-acceptance (“I like most aspects of my personality”) and psychological entitlement (e.g. “I honestly feel I’m just more deserving than others”).

After completing these questionnaires, the participants considered scenarios in which they had suffered an indignity (such as a medical receptionist blurting out the participant’s private problem) or a violation of their property (such as a colleague damaging the participant’s new notebook), and they stated how likely it was that they would respond assertively (e.g. telling the receptionist in private that his or her words were in appropriate) or aggressively (e.g. making a public joke about the receptionist’s appearance).

Once again, self-respect was correlated with assertiveness, above and beyond the contribution of self-confidence, self-competence, psychological entitlement, self-acceptance and self-esteem (and self-respect was the only factor that remained related to assertiveness after accounting for all the others). In contrast, unlike psychological entitlement, self-respect was not related to aggressiveness.

A final study confirmed these patterns with an English-speaking sample of 60 participants, the majority resident in the US. Again, self-respect correlated with assertive behaviour as revealed in participants’ responses to various hypothetical scenarios, whereas psychological entitlement correlated with both assertive and aggressive behaviour.

“The aim of the present contribution is to introduce self-respect as a novel concept to psychological research,” Renger concluded. Her studies have some obvious limitations, perhaps most significant being the lack of any behavioural measure of real-life assertiveness. However, she has highlighted a potentially useful aspect of the self-concept that appears to have been overlooked before now. It will be interesting for future research to explore why some people have more self-respect that others, and how self-respect might influence behaviours beyond everyday assertiveness, such as a willingness and desire to take part in political protest.


SOURCE:

Friday 15 December 2017

«Όταν η μαμά στενοχωριέται με την κρίση τής λέω να της πάρω κούκλα να μην κλαίει»





Τα μικρά παιδιά αντιλαμβάνονται την κρίση και λένε:


Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πτυχιακή έρευνα της Ελένης Σουκούρογλου, τελειόφοιτης στο τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, μια και αναδεικνύει τον ιδιαίτερο τρόπο που τα μικρά παιδιά αντιλαμβάνονται την κρίση.

Τα ζουζουνάκια που ρωτήθηκαν για την κρίση και της έδωσαν μορφή μέσα από τις ζωγραφιές τους ήταν ηλικίας από 4 έως 6,5 ετών και πήγαιναν είτε σε παιδικό σταθμό είτε στην πρώτη δημοτικού, σε δημόσιο – ορισμένα – και άλλα σε ιδιωτικό σχολείο.

[…] Τα παιδιά των δημοσίων σχολείων ζωγράφισαν αυτά που τους στερεί η κρίση, τους «κλέφτες» που τους πήραν τα λεφτά, τους «κακούς» που θέλουν να μας βλάψουν, τις «στεναχωρημένες οικογένειες» τους και τα προβλήματα που έχουν ή ακόμα και την ίδια την κρίση προσωποποιημένη:

«‘Ενα κακό τέρας που ήρθε και έφαγε τα λεφτά μας και μας προκάλεσε τόσα προβλήματα.».

Τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων με την σειρά τους ζωγράφισαν την κρίση των άλλων και φρόντισαν να κρατήσουν μια ασφαλή απόσταση! […] καταλήγουν σε μία βασική λύση, εκείνη της τιμωρίας, άμεσης ή έμμεσης. Άμεσης, μέσω κλοπής των ήδη κλοπιμαίων που μας ανήκουν, καθώς και έμμεσης, μέσω της δικαιοσύνης […]



Η Μελίνα (5 χρονών) ζωγραφίζει την κρίση με μορφή: Είναι μία χοντρή κυρία, με μεγάλα χέρια και πόδια επειδή τρώει πολύ, τρώει τα ευρώ μας σαν τον κακό λύκο του παραμυθιού. Το στόμα είναι τεράστιο για… «να μας φάει»!

Τι ξέρουν τα παιδιά για την κρίση;

«Εγώ νομίζω οικονομική κρίση είναι πολλά. Είναι ο κόσμος που δεν έχει να φάει, ο κόσμος που πηγαίνει όλη μέρα στην δουλειά αλλά δεν πληρώνεται, όπως γινόταν και με την μαμά μου πριν την διώξουν, ο κόσμος που δεν έχει δουλειά και ο κόσμος που είναι στους δρόμους γιατί δεν μπορεί να πληρώσει σπίτι.» (Νικολέτα, ετών 6).

Τα μικρά παιδιά “γνωρίζουν” είναι εξοικειωμένα με τη λέξη “κρίση”.

Ένας από τους καλύτερους τρόπους να εκφράσουν όλα αυτά που νιώθουν, ακούν, ζουν, σκέφτονται, είναι και η ζωγραφική:


Η Ευαγγελία (5 χρονών) ζωγραφίζει δύο κλέφτες που τους πήραν τα λεφτά από το σπίτι, λεφτά μάλιστα τα οποία τα πετούν στον ουρανό και η οικογένειά της που τα θέλει, δεν μπορεί να τα φτάσει.



Ο Ζήσης (5 χρονών) ζωγραφίζει ένα σπίτι, χωρίς σκεπή μεν, χαμογελαστό δε. Ο ήλιος χαμογελά δυνατός από πάνω του “που όλα είναι ήρεμα”, όπως λέει ο ίδιος. Τα προβλήματα, υποστηρίζει, είναι τα γιγάντια λουλούδια έξω από το σπίτι.

Τα παιδιά των δημοσίων σχολείων ζωγράφισαν αυτά που τους στερεί η κρίση, τους «κλέφτες» που τους πήραν τα λεφτά, τους «κακούς» που θέλουν να μας βλάψουν, τις «στεναχωρημένες οικογένειες» τους και τα προβλήματα που έχουν ή ακόμα και την ίδια την κρίση προσωποποιημένη:


«‘Ενα κακό τέρας που ήρθε και έφαγε τα λεφτά μας και μας προκάλεσε τόσα προβλήματα».

Τα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων με την σειρά τους ζωγράφισαν την κρίση των άλλων και φρόντισαν να κρατήσουν μια ασφαλή απόσταση! Ζωγράφισαν την φτώχεια, την στεναχώρια, τα προβλήματα που έχει επιφέρει όλη αυτή η κατάσταση, με μια διαφορά όμως:

Τα προβλήματα τα έχουν οι άλλοι, οι φτωχοί, τα ίδια τα παιδιά και οι οικογένειες τους είναι καλά, δεν πλήττονται, βαθιά τουλάχιστον, από την κρίση, αν και θα ήθελαν να βοηθήσουν αυτούς που το χρειάζονται. Με λίγα λόγια η μία κατηγορία παιδιών γνωρίζει βιωματικά ενώ η άλλη θεωρητικά.

Στις συνεντεύξεις τους τα παιδιά είχαν μια απάντηση για όλα.

«Ποιός φταίει;», ρωτήθηκαν, και οι απαντήσεις ήταν πολλές:

Η πολιτική, η εξουσία, η κυβέρνηση, τα πολιτικά πρόσωπα που όπως είπαν«Μας τα φάγανε», οι Γερμανοί, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που «Θα μας μαλώσει αν πάρουμε πολλά παιχνίδια» (Γιώργος, ετών 4,5), ή με απλά λόγια οι κακοί, οι κλέφτες.

Ακόμα και οι απλοί πολίτες ευθύνονται γιατί δεν δούλεψαν όσο έπρεπε.

Η κρίση, σύμφωνα με τα παιδιά, έχει δημιουργήσει και βασικά προβλήματα, με κυριότερο, όπως ανέφεραν τα μικρότερα παιδιά, την έλλειψη χρημάτων για την αγορά παιχνιδιών, πράγμα, θα λέγαμε, πιθανόν ανώδυνο για τον κόσμο των μεγάλων αλλά σημαντική απώλεια για εκείνα.

Ωστόσο, τα λεγόμενά τους μέσα από τις συνεντεύξεις έδειξαν ότι στις οικογένειες τους υπάρχουν χρήματα μόνο για τις βασικές βιοποριστικές ανάγκες και για τίποτα περαιτέρω από άποψη ποιότητας ζωής.

Τα μεγαλύτερα παιδιά, επεσήμαναν την έλλειψη βασικών πρώτων αναγκών όπως τροφή ή κατοικία, ως αποτέλεσμα της κρίσης.

Συνέπειες βέβαια εκτός από πρακτικές υπάρχουν και στον συναισθηματικό τομέα:

«Η μαμά φωνάζει όταν τους βλέπει (τους κακούς) και κλαίει… Μερικές φορές κλαίει όταν της ζητάω κάτι και κάποιες άλλες τσακώνεται με τον μπαμπά» (Ευαγγελία, 5 ετών )

«Στενοχωριόμαστε πάρα πολύ… Στεναχωριόμαστε που δεν μπορούμε να αγοράσουμε αυτά που θέλουμε και φαγητό δεν έχουμε» (Κατερίνα, 6 ετών),«Λυπημένη, θυμωμένη» (νιώθει).

«Η μαμά κλαίει, της λέω, δεν πειράζει θα της πάρω κούκλα να μην κλαίει»(Λένα, 6 ετών)

Και για όλη αυτήν την κατάσταση… ποιά θα ήταν η λύση;


Τα παιδιά καταλήγουν σε μία βασική λύση, εκείνη της τιμωρίας, άμεσης ή έμμεσης. Άμεσης, μέσω κλοπής των ήδη κλοπιμαίων που μας ανήκουν, καθώς και έμμεσης, μέσω της δικαιοσύνης.

Άλλη μία λύση που προτείνουν είναι η εργασία, καθώς και το να κάνουν οι άνθρωποι οικονομία. Επίσης μπορούν να μετακομίσουν στο εξωτερικό και να σταματήσουν “να μοιρολατρούν”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε.

Αυτό που ξεχωρίζει και αξίζει να σημειωθεί όμως είναι η αισιοδοξία των παιδιών. Των παιδιών που είναι εδώ και ζουν αυτά που ζούμε και εμείς αλλά δεν παύουν να ελπίζουν και να φροντίζουν να περνάνε καλά ακόμα και αν δεν έχουν όλα όσα θέλουν.

Άλλωστε όπως είπε και η Μίνα ( 5,5 χρονών):

«Όλα καλά θα πάνε, αφού όλες οι ιστορίες και τα παραμύθια έχουν πάντα καλό τέλος!»


ΠΗΓΗ:


Τελικά, ο καφές κάνει καλό στην υγεία μας




Ο πολύς καφές μπορεί να είναι και καλός για την υγεία, αφού, όπως αποδεικνύεται, βοηθάει στην αποτροπή των καρδειαγγειακών επεισοδίων.


Αν και μέχρι σήμερα ο καφές εθεωρείτο η αιτία πολλών κακών για την κατάσταση της υγείας μας, μία νέα έρευνα έρχεται να αντιστρέψει τα δεδομένα. Οπως αποδεικνύεται, όσοι πίνουν τρεις ή τέσσερις καφέδες την ημέρα, είναι πιθανότερο να έχουν όφελος στην υγεία τους παρά κάποιο πρόβλημα, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη.

Ο καφές μεταξύ άλλων σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιοπάθειας όπως, εξάλλου, και πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ρόμπιν Πουλ του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό British Medical Journal, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και το BBC, αξιολόγησαν στοιχεία από 218 μελέτες, κάνοντας δηλαδή μετα-ανάλυση των υπαρχουσών μελετών.

Η νέα μελέτη δείχνει επίσης ότι η κατανάλωση καφέ σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, ηπατοπάθειας, άνοιας και ορισμένων μορφών καρκίνου (προστάτη, ενδομητρίου, δέρματος, ήπατος).

Τρεις καφέδες

Το μεγαλύτερο όφελος φαίνεται να παρέχει η κατανάλωση τριών καφέδων ημερησίως. Η μεγαλύτερη κατανάλωση δεν προκαλεί βλάβη στην υγεία, ωστόσο τα οφέλη είναι μικρότερα.

Πάντως, οι ερευνητές επισήμαναν ότι η μελέτη δείχνει μια συσχέτιση ανάμεσα στον καφέ και τη διατήρηση της υγείας μας σε καλή κατάσταση, αλλά δεν αποδεικνύει ότι αυτός είναι η αιτία, καθώς μπορεί να παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, όπως παραδείγματος χάριν η σωματική άσκηση, η αποχή από το κάπνισμα, η ηλικία κ.ά.

Οι ειδικοί τόνισαν ότι δεν υπάρχει λόγος να αρχίσει κανείς να πίνει καφέ για λόγους υγείας ή πρόληψης ασθενειών. Πάντως, όπως είπε ο καθηγητής Πολ Ρόντερικ του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, «τα οφέλη της μέτριας κατανάλωσης καφέ φαίνεται να είναι μεγαλύτερα από τους κινδύνους».

Ως μέτρια κατανάλωση θεωρούνται τα 440 μιλιγκράμ καφεΐνης, που αντιστοιχούν σε τρεις έως τέσσερις καφέδες. Eνας στιγμιαίος καφές έχει περίπου 100 μιλιγκράμ καφεΐνης, ένας καφές φίλτρου 140 μιλιγκράμ, ενώ ένα φλιτζάνι τσάι 75 μιλιγκράμ.

Εγκυμοσύνη, οστεοπόρωση

Επίσης η νέα έρευνα επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά ότι η κατανάλωση καφέ (πάνω από δύο φλιτζάνια την ημέρα) μπορεί να κάνει κακό στην εγκυμοσύνη, αυξάνοντας τον κίνδυνο αποβολής του εμβρύου. Ακόμη, οι γυναίκες που κινδυνεύουν με κατάγματα, όπως συμβαίνει με όσες πάσχουν από οστεοπόρωση, πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωση καφέ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερευνητές που εκπόνησαν τη μελέτη τόνισαν ότι ο καφές είναι γενικά πιο υγιεινός όταν πίνεται χωρίς πρόσθετη ζάχαρη, γάλα, κρέμα ή κάποιο λιπαρό σνακ για συνοδευτικό.

Επί του παρόντος οι ερευνητές προσπαθούν να εντοπίσουν την ποσότητα του καφέ που έχει θετική επίδραση στην υγεία, αλλά κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, όπως σημειώνουν.

ΠΗΓΗ:


Monday 11 December 2017

"Σε θέλω στη ζωή μου, όχι στο… κρεβάτι μου!"

Όταν μιλάμε για τις αλλαγές που φέρνει ο γάμος στη σχέση του ζευγαριού, ένα κυρίαρχο θέμα είναι η «καταστροφική» επίδραση που έχει στη σεξουαλική ζωή. Είναι τόσο χιλιοειπωμένο, που φαίνεται αναπόφευκτο! Και πράγματι, υπάρχουν πάρα πολλά ζευγάρια που, στη κοινή ζωή του γάμου, χάνουν τη σεξουαλική έλξη προς το σύντροφό τους, παρόλο που τον αγαπούν, τον εκτιμούν και δεν θέλουν να τον χάσουν. Δεν μιλάμε βέβαια για τις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει οργανικό πρόβλημα υγείας ή ψυχική νόσος που απαγορεύει την σεξουαλική εμπλοκή... Αναφερόμαστε καθαρά στις περιπτώσεις που τα άτομα είναι υγιή, σωματικά και ψυχικά, έχουν επιθυμία για σεξ… αλλά όχι για το σύντροφο!

Μέσα σε μια πολύχρονη συμβιωτική σχέση, το σεξ χάνει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, αντικαθίσταται από την οικειότητα, τη στοργή, τη ψυχική επαφή. Ξεκινάμε μια σχέση παθιασμένη ερωτικά, με το σεξ ζωντανό, προκλητικό… Κάποια χρόνια αργότερα γίνεται μουντό, προκαθορισμένο, «καθώς πρέπει». Ο σύντροφος έχει απομυθοποιηθεί, το σώμα του είναι γνώριμο, η σεξουαλική του εικόνα ξεφτισμένη, προκαθορισμένη, βαρετή. Η σύζυγος δεν αποτελεί πια φαντασιωσικό υλικό, αφού ανάμεσα στα παιδιά, τη δουλειά, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις, ξεχνάει να είναι ερωμένη. Ο σύζυγος από κυνηγός, μετατρέπεται σε πληγωμένο θήραμα, που την ακουμπά αδέξια και βιαστικά, «ξενερωμένος» από την κρεβατομουρμούρα και την χρεωστικότητά της. Την θεωρεί δεδομένη, δεν προσέχει καμία αλλαγή στην εμφάνιση της, σταματά να της δείχνει πως είναι ποθητή και μέρα τη μέρα παύει, πράγματι, να είναι ποθητή. Η σεξουαλική τους συνάντηση καταλήγει (αν υπάρχει) βουβή, αβέβαιη και μονότονη. Επόμενο δεν είναι το σεξ να πάψει να συγκινεί και να εξιτάρει; Επόμενο δεν είναι να σταματήσουμε να το διεκδικούμε και να το βάλουμε στο συρτάρι;

Δεν είναι όμως καταδικασμένο το σεξ μέσα στο γάμο ή μάλλον εμείς είμαστε εκείνοι που μπορούν να το καταδικάσουν και όχι η σχέση του γάμου! Δυστυχώς μένουμε τόσο πολύ στη πεποίθηση πως ήταν «αναπόφευκτο», που δεν σταματάμε να αναρωτηθούμε «γιατί;»… «γιατί έχασα το ερωτικό μου ενδιαφέρον;», «γιατί φαντασιώνομαι κάποιαν άλλη άλλα όχι τη γυναίκα μου;». Και κυρίως, μένουμε τόσο πολύ στην μοιρολατρία μας, που δεν ψάχνουμε να δούμε, αν τελικά μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αλλάξουμε τα δεδομένα. Συνήθως προτιμούμε την απλή εξήγηση, πως «έτσι είναι τα πράγματα». Το συζητάμε με φίλους, ακούμε και την δική τους ιστορία που είναι πανομοιότυπη και ανακουφιζόμαστε, γίνεται πιο «φυσιολογικό». Εκλογικεύουμε, σκεφτόμαστε πως το καλό σεξ και το πάθος σε μια σχέση, όπως και ο έρωτας, έχουν ημερομηνία λήξης. Η αλήθεια όμως είναι πως αφηνόμαστε και αφήνουμε και τον άλλον να μας αφήσει.

Επιλογές βέβαια υπάρχουν! Μπορούμε να μείνουμε σε μια αδελφική σχέση, ζώντας το σεξ φαντασιωσικά μόνο, με κρυφούς αυνανισμούς. Μπορούμε να έχουμε σεξ εκτός γάμου, ευκαιριακά ή όχι. Μπορούμε να χωρίσουμε και να αναζητήσουμε μια νέα σχέση, φρέσκια και ζωντανή, με την ελπίδα ότι εκεί το σεξ θα έρθει ξανά στο προσκήνιο. Υπάρχει όμως και μια ακόμα επιλογή: να ανανεώσουμε την σεξουαλική εικόνα του γάμου μας! Το πάθος και το καλό σεξ έχουν την ιδιότητα να αναγεννιόνται υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Όχι με την εικόνα που είχαν 10, 20 ή 30 χρόνια πριν, αλλά με τη εικόνα του σήμερα. Ποιοι είμαστε αυτή τη στιγμή, τι μας αρέσει, τι μας εκφράζει. Διεκδικούμε τον άλλον, αλλάζουμε σκηνικό και συνήθειες, μπαίνουμε ξανά στο παιχνίδι! Και αν μόνοι μας αδυνατούμε, ζητάμε τη βοήθεια του ειδικού!

ΠΗΓΗ:

Why Smart People Are More Prone To Anxiety




The reason high intelligence and anxiety are correlated.



Intelligence and anxiety may have evolved together as mutually beneficial traits, research finds.

This may help to explain why people with high intelligence also tend to have higher levels of anxiety.

The benefit may be that intelligence allows people to better imagine what might go wrong.

Worriers tend to keep out of danger so that their genes are the ones carried forward into the next generation.

Non-worries, meanwhile, starved to death because they didn’t prepare for winter or failed to anticipate an enemy raid.

Professor Jeremy Coplan, who led the study, said:



“While excessive worry is generally seen as a negative trait and high intelligence as a positive one, worry may cause our species to avoid dangerous situations, regardless of how remote a possibility they may be.

In essence, worry may make people ‘take no chances,’ and such people may have higher survival rates.

Thus, like intelligence, worry may confer a benefit upon the species.”

For the study, people with high anxiety levels were compared with those with average levels.


Brain scans were carried out, along with tests of intelligence and anxiety.

In people diagnosed with an anxiety disorder, IQ was positively correlated with worry.

In other words, people who were more intelligent also worried more.

Brain scans found that activity in sub-cortical white matter correlated with both anxiety and intelligence.

Previous research has shown that people who are low in intelligence are also prone to worry — possibly because they achieve less in life.


SOURCE:



Monday 4 December 2017

This is Why You Should Quit Facebook For One Week






Psychologists tested the effect of a week-long break from Facebook on people’s mental health. Here’s what they found.



There is a brand new treatment available which can increase your concentration, boost your social life and increase your happiness.

It’s totally free. You can start right now. It doesn’t require any drugs, or meeting psychologists or anything else at all.

Want to try it? Of course you do.

It’s called ‘Taking-A-Week-Off-Facebook’.

The ‘treatment’ is based on a study by the Happiness Research Institute, which is a Danish think-tank.

They split 1,095 regular Facebook users into two groups.


One kept on using the social networking site as normal for the week while the other group simply stopped.


After the week, people in the ‘treatment’ group reported all sorts of miraculous improvements:
A better social life.
Finding it easier to concentrate.
Being in a better mood.
Wasting less time.

Instead of using Facebook, people found better things to do: they talked to each other, they called their family, they felt much calmer.



So, what is it that Facebook is doing to us?

Part of the reason for feeling better after a week of avoiding Facebook could be down to Facebook envy.

Because people tend to only post their best moments to Facebook, it’s like a highlights reel.

Reviewing other people’s best moments (rather than your own) all the time can give you a sinking feeling, as the study’s authors found:


“5 out of 10 envy the amazing experiences of others posted on Facebook.

1 out of 3 envy how happy other people seem on Facebook.

4 out of 10 envy the apparent success of others on Facebook.”

When we are continually comparing our own experiences with other people’s highlights, it makes us feel inadequate.


Next stage for the researchers at the Happiness Institute is get people to give up Facebook for a whole year.

SOURCE:

Ψυχοθεραπεία: μόδα ή ανάγκη;







Άλλοι το αποδίδουν στη μόδα, άλλοι το αντιλαμβάνονται ως αναγκαιότητα σε μια εποχή που ψυχολογικές διαταραχές παρουσιάζονται σε όλο και περισσότερους ανθρώπους. Πάντως η ψυχοθεραπεία γίνεται όλο και πιο δημοφιλής, κι αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι έχει αρχίσει να σπάει το ταμπού που έλεγε πως ψυχοθεραπευτή ή, απαξιωτικά, «τρελογιατρό» χρειάζονται μόνο οι «τρελοί» και όσοι δεν έχουν φίλους. Οι Έλληνες σήμερα ξεκινούν συνεδρίες χωρίς να ντρέπονται, δεν βαφτίζουν τον ψυχοθεραπευτή τους «νευρολόγο», για να μη νιώσουν ότι στιγματίζονται από τον περίγυρό τους, και δεν το κρατούν μυστικό από τους φίλους, αλλά συχνά ούτε από το επαγγελματικό τους περιβάλλον.

Τελικά τι είναι, όμως, η ψυχοθεραπεία και, κυρίως, μπορεί να μας βοηθήσει ουσιαστικά; «Η ψυχοθεραπεία, με κορυφαίο υπόδειγμα την ψυχανάλυση, είναι μια διαδικασία ανασυγκρότησης του ψυχικού κόσμου μέσω της αυτογνωσίας», λέει ο κ. Σιδέρης. «Επιλύοντας δυσαρμονίες και συγκρούσεις του εσωτερικού μας κόσμου, ανασυγκροτεί την υποκειμενική μας λειτουργία και, ως εκ τούτου, έχει και θεραπευτικά αποτελέσματα».

Άρα μπορεί να κάνει τη ζωή μας καλύτερη. Υπάρχει «πολύ αργά» ή «πολύ νωρίς» στην έναρξη μιας τέτοιας διαδικασίας ψυχοθεραπείας; Πότε πρέπει να ξεκινά κανείς; «Από το τι είναι η ψυχοθεραπεία προκύπτει και το πότε ενδείκνυται να την αρχίσει κάποιος. Πρώτον, όταν θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του και να ζει σύμφωνα με τη δουλεμένη αλήθεια της ψυχής του έναν έντεχνο βίο. Δεύτερον, όταν κάποιο σύμπτωμα του κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και τον ειδοποιεί για δυσαρμονίες της εσωτερικής του ζωής. Τρίτον, όταν κάποιο σύμπτωμα (π.χ. άγχος, αναστολές, φοβίες) τον εμποδίζει στην προσωπική του λειτουργία. Τέταρτον, όταν δεν μπορεί να χαρεί τη ζωή του και να είναι αληθινός και δημιουργικός, αν και οι συνθήκες του βίου του θα ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Τέλος, όταν το συνιστά ένας αξιόπιστος ειδικός ψυχικής υγείας. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος ηλικία. Κάθε ηλικία, από τη στιγμή που υπάρχει δυνατότητα συνειδητής επικοινωνίας και επίγνωσης, είναι κατάλληλη. Ωστόσο, μια ηλικία που η ψυχοθεραπεία έχει βέλτιστα αποτελέσματα θα μπορούσε να θεωρηθεί σχηματικά η περίοδος μεταξύ 20 και 45 ετών, επειδή εκεί συνδυάζονται η διάθεση αναζήτησης απαντήσεων σε θέματα αυτογνωσίας, αυτονομίας και γνώσης του κόσμου, ένα αρκετά ανοιχτό ψυχικό σύστημα, μια εμπειρία ζωής και κάποια ωριμότητα της σκέψης. Ωστόσο κάθε ηλικία έχει τις δικές της λογικές και απορίες και κάθε άνθρωπος τους δικούς του λόγους και δυνατότητες που κάνουν κάθε στιγμή κατάλληλη, αν είναι η ώρα του συγκεκριμένου υποκειμένου».





Όπως προκύπτει από στοιχεία πρόσφατων ερευνών, ο συνηθέστερος λόγος επίσκεψης σε έναν ψυχοθεραπευτή είναι τα συμπτώματα της κατάθλιψης – περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες υποφέρουν αυτή τη στιγμή από κατάθλιψη και, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό αυξήθηκε μέσα στην κρίση (από το 2009 έως το 2014) κατά 80%. Παρότι οι άντρες έχουν αρχίσει δειλά δειλά να σηκώνουν το τηλέφωνο και να κλείνουν το πρώτο ραντεβού, οι γυναίκες συνεχίζουν να είναι πιο καλοί πελάτες των ψυχοθεραπευτών σε αναλογία περίπου 70-30.

Τελικά, θα πρέπει να κάνουν όλοι ψυχοθεραπεία, ακόμη κι αν δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα; «Σίγουρα ο καθένας έχει κάτι να κερδίσει από την ψυχοθεραπεία», λέει ο κ. Σιδέρης. «Δεν θα έλεγα “πρέπει”, αλλά “σκέψου μήπως...”. Και μάλιστα θα τόνιζα ότι η ψυχοθεραπεία έχει τα καλύτερα αποτελέσματα όταν συνδυάζεται και με άλλες διεργασίες προσωπικής ανάπτυξης, όπως η μελέτη και η γνώση, ο διαλογισμός, οι πράξεις αλληλεγγύης, η χαλάρωση, η μουσική, ο χορός κ.λπ. Ακόμη και σε εκείνον που δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα, η ψυχοθεραπεία ανασυγκροτεί την ψυχική ζωή και έτσι του επιτρέπει να είναι σε ειρήνη με τον εαυτό του, αληθινός, εναρμονισμένος με τον κόσμο, να χαίρεται κάθε στιγμή εφικτής ευτυχίας, να είναι δημιουργικός και γαλήνιος, και να προσφέρει στους ανθρώπους ό,τι καλύτερο δύναται». ■

ΠΗΓΗ:

Friday 1 December 2017

Facebook: Εφαρμόζει λογισμικό που θα διακρίνει άτομα με τάσεις αυτοκτονίας


o Facebook θα χρησιμοποιήσει σε διεθνή κλίμακα πλέον -αλλά προς το παρόν όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση- ένα νέο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο μπορεί, παρακολουθώντας τις αναρτήσεις, τα βίντεο και τα σχόλια των χρηστών, να εντοπίζει εκείνους που έχουν σοβαρές τάσεις αυτοκτονίας.

Ελπίζεται ότι με αυτό τον τρόπο θα προληφθούν πολλές αυτοκτονίες, καθώς το λογισμικό θα ανιχνεύει έγκαιρα τους ανθρώπους με τέτοιες τάσεις, προτού καν τους αναφέρουν άλλοι χρήστες (user alerts).

Ο Γκάι Ρόζεν, αρμόδιος αντιπρόεδρος του μεγαλύτερου κοινωνικού δικτύου, ανέφερε ότι η νέα τεχνολογία, που ήδη δοκιμάσθηκε με επιτυχία στις ΗΠΑ, θα εφαρμοσθεί παγκόσμια, αλλά όχι στην Ευρωπαϊκή΄Ενωση, όπου οι ευαισθησίες των πολιτών και οι νόμοι περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν επιτρέπουν την παρακολούθηση των στοιχείων των χρηστών.

Το Facebook δεν έχει αποκαλύψει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες για το νέο λογισμικό, το οποίο αναζητεί στα κείμενα των χρηστών φράσεις-κλειδιά, οι οποίες μπορεί να παραπέμπουν σε μελλοντική απόπειρα αυτοκτονίας.

Το Facebook έχει δημιουργήσει μια ομάδα ειδικών που έχουν εκπαιδευθεί στις αυτοκτονίες και στην πρόκληση αυτοτραυματισμού, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον χειρισμό κάθε υπόθεσης μετά την ανίχνευση από το «έξυπνο» λογισμικό. Η ομάδα αυτή μπορεί να ειδοποιεί τις αρχές ή τους φίλους και συγγενείς, να δίνει συμβουλές στον ίδιο τον χρήστη κ.α.

Καθώς πλέον το σχετικό πρόγραμμα του Facebook διεθνοποιείται, το Facebook, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, θα προσπαθήσει να έχει εργαζομένους του διαθέσιμους όλο το 24ωρο για να ειδοποιούν τις κατά τόπους αρχές σε διάφορες γλώσσες. «Η ταχύτητα μετράει πράγματι. Πρέπει να προσφέρουμε βήθεια στους ανθρώπους σε πραγματικό χρόνο», δήλωσε ο Ρόζεν.

Το Facebook ξέρει πολλά πράγματα για τους περίπου 2,1 δισεκατομμύρια χρήστες του, αξιοποιώντας αυτές τις γνώσεις για να προβάλει στοχευμένες διαφημίσεις σε επιλεγμένες ομάδες χρηστών ανάλογα με το «προφίλ» τους. Μέχρι τώρα, δεν είχε γίνει ευρύτερα γνωστό ότι το δίκτυο παρακολουθεί συστηματικά το περιεχόμενο των χρηστών για να εντοπίσει ενδείξεις επικίνδυνης συμπεριφοράς.

Η μόνη εξαίρεση, πριν το πρόγραμμα εντοπισμού πιθανών μελλοντικών αυτοκτονιών, ήταν η προσπάθεια αναζήτησης συζητήσεων μεταξύ παιδιών χρηστών και παιδεραστών. Ο Ρόζεν αρνήθηκε να πει κατά πόσο το Facebook εξετάζει την πιθανότητα να χρησιμοποιήσει τέτοιο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης και για άλλα πράγματα, π.χ. για τον εντοπισμό μη σεξουαλικών εγκλημάτων.

Ο 'Αλεξ Στάμος, επικεφαλής του Facebook σε θέματα ασφάλειας, αρνήθηκε τις φήμες ότι η ίδια τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης θα αξιοποιηθεί από το Facebook και με άλλους τρόπους.

ΠΗΓΗ:

Τι φοβάται ο άνδρας στο σεξ;



Ο άνδρας λειτουργεί εξ ορισμού ως «κυνηγός» στο σεξ. Δεν φοβάται να διεκδικήσει τη γυναίκα που τον ελκύει, ενώ η βιολογική του σημειολογία, φαίνεται ότι τον καθιστά περισσότερο ευερέθιστο στην υποβάθμιση της ερωτικής του ζωής. Μάλιστα, οι δύο πιο βασικοί φόβοι του άνδρα στον τομέα αυτό, μοιάζουν να περιβάλλονται γύρω από την απουσία μίας διαθέσιμης ερωτικής συντρόφου όταν το έχει ανάγκη, καθώς και γύρω από την αδυναμία του να λειτουργήσει σεξουαλικά τη στιγμή που το επιθυμεί. Ωστόσο, ακόμα και όταν ο άνδρας διαθέτει μία ενεργή σεξουαλική ζωή, εντοπίζεται πλήθος φόβων, οι οποίοι θα μπορούσαν να μονοπωλήσουν τη σκέψη του, να αποτρέψουν την ολοκληρωτική συμμετοχή του στο σεξ και ενδεχομένως να οδηγήσουν στην εμφάνιση κάποιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Φόβος απόδοσης λόγω υψηλών προσδοκιών

Είναι συχνό φαινόμενο, ειδικά για τον άνδρα, που βρίσκεται στο ξεκίνημα της ερωτικής του ζωής, να ανησυχεί έντονα για τη σεξουαλική του εικόνα, καθώς και για το αν θα καταφέρει να ικανοποιήσει ερωτικά το «αντικείμενο του πόθου» του. Πολύ συχνά, τα λανθασμένα πρότυπα των ταινιών πορνογραφικού περιεχομένου, στις οποίες ο άνδρας «διεισδύει» ήδη από την εφηβεία, τον κάνουν να θέλει να είναι ο «ιδανικός» εραστής. Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι είναι σημαντικό να γνωρίζουν, ότι οι προβολές αυτές, μπορούν να δημιουργήσουν υπέρμετρες προσδοκίες για τον σεξουαλικό ρόλο ενός άνδρα (σωματότυπο, μέγεθος πέους, σεξουαλική διάρκεια και απόδοση, οργασμική κορύφωση συντρόφου), με αποτέλεσμα, αντί να τον ενθαρρύνουν και να τον κάνουν πιο αποφασιστικό, να τον αγχώσουν και να τον «πνίξουν» μέσα στην ανασφάλεια με αρνητικές επιπτώσεις για τη σεξουαλική του λειτουργία.

Ο φόβος της σύγκρισης και της απόρριψης

Οι περισσότεροι άνδρες, σχεδόν αναπόφευκτα, συγκρίνουν τις επιδόσεις τους, με αυτές των προηγούμενων εραστών των συντρόφων τους, ενώ ταυτόχρονα αγωνιούν για τον επόμενο, που πιθανώς να είναι καλύτερος από εκείνους. Άλλωστε, τα κριτήρια των σύγχρονων γυναικών είναι σήμερα τόσο απαιτητικά (εξωτερική εμφάνιση, κοινωνικό status, κύρος, δύναμη, χρήματα, ασφάλεια), που δύσκολα – δεδομένου και του πλαισίου της οικονομικής κρίσης - μπορούν να ικανοποιηθούν από τους υποψηφίους. Είναι λοιπόν σημαντικό να τονίσουμε, ότι όλες αυτές οι ασυνείδητες σκέψεις και η νευρικότητα που προκαλούν, δύνανται να οδηγήσουν σε βραχυπρόθεσμη σεξουαλική αποτυχία ενός «φοβικού» και ανασφαλή άνδρα, μπλοκάροντας συχνά, ακόμα και τη φυσιολογική σεξουαλική του λειτουργία (στυτική δυσλειτουργία και πρόωρη εκσπερμάτιση ψυχογενούς αιτιολογίας).

Φόβος επένδυσης και δέσμευσης

Σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, οι άνδρες παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά φόβου συναισθηματικής εγγύτητας σε σύγκριση με τις γυναίκες, καθώς φαίνεται να δυσκολεύονται να εμπιστευτούν, να επενδύσουν και να δεσμευτούν σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, πιθανότατα λόγω εξελικτικών κινήτρων, αλλά και κοινωνικών στερεοτύπων, που ταυτίζουν την αρρενωπότητα με τη δυνατότητα εναλλαγής συντρόφων και την ύπαρξη ποικίλων ερωτικών εμπειριών. Ωστόσο, πολύ συχνά, αυτός ο φόβος μπροστά στη δέσμευση επεκτείνεται και στο σεξ, κάνοντας τον άνδρα να μην μπορεί να λειτουργήσει απέναντι στη σύντροφό του, που επιζητάει τη μονιμότητα και σχεδιάζει τη δημιουργία οικογένειας, ενώ εκείνος δεν νιώθει ακόμα έτοιμος.

Ο Φόβος γύρω από την εκσπερμάτιση

Η ενδοκολπική εκσπερμάτιση αποτελεί αποδεδειγμένα ένα από τα πιο σημαντικά και απολαυστικά στάδια της σεξουαλικής επαφής, τόσο για τον άνδρα όσο και για τη γυναίκα. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνδρες, συνήθως, ανησυχούν, ότι μία τέτοια πράξη θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Το γεγονός αυτό, την ώρα που το ζευγάρι αποφασίζει να κάνει ελεύθερο έρωτα, μπορεί να δράσει επιβαρυντικά στην ψυχολογία του και να επιφέρει αντίστροφα αποτελέσματα, μέσα από την εμφάνιση σεξουαλικών δυσλειτουργιών, όπως η καθυστερημένη εκσπερμάτιση, όπου ουσιαστικά ο άνδρας νιώθει σα να «παλεύει» να ολοκληρώσει και δεν απολαμβάνει το σεξ.

Φυσικά, η λύση μπροστά στο ενδεχόμενο μίας απρογραμμάτιστης εγκυμοσύνης υπάρχει και είναι η χρήση του ανδρικού προφυλακτικού. Παρόλα αυτά, αρκετοί είναι οι άνδρες, που συνεχίζουν να λειτουργούν με βάσει το μύθο, ότι το προφυλακτικό μπορεί να επηρεάσει τη στύση τους και να μην τους επιτρέψει να απολαύσουν πλήρως τη σεξουαλική επαφή. Έτσι, το άγχος και ο φόβος, ακόμα και σχετικά με την πιθανότητα απόκτησης ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος, συνεχίζουν να υπάρχουν γύρω από κάθε σεξουαλική επαφή, μπροστά στο ρίσκο της ηδονής.

Φόβος του θανάτου

Η συγκεκριμένη φοβία βιώνεται κυρίως από άνδρες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι πάσχουν κατά κανόνα από καρδιαγγειακές παθήσεις. Οι καρδιοπάθειες είναι συχνότερες στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, ενώ έχουν κατηγορηθεί για επιπλοκές στην υγεία κατά τη διάρκεια του σεξ ή ακόμα και θάνατο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί πάσχοντες, επηρεασμένοι από την ταυτόχρονη ανησυχία -και αποτροπή πολλές φορές- των συντρόφων τους, είτε αποφεύγουν το σεξ, είτε λαμβάνουν μέρος σε αυτό, διατηρώντας υψηλά επίπεδα άγχους. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, οφείλουμε να αναφέρουμε, ότι σύμφωνα με τα πιο σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, οι καρδιοπάθειες και ο κίνδυνος θανάτου κατά τη διάρκεια του σεξ ενέχουν ελάχιστες πιθανότητες σύνδεσης, εφόσον ο πάσχοντας ακολουθεί πιστά τις οδηγίες του επιβλέποντος ιατρού του.

Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό να τονίσουμε τον αγώνα, που καταβάλει ο σύγχρονος άνδρας εν μέσω μίας κρίσιμης κοινωνικο-οικονομικής περιόδου, να αποδείξει το δυναμισμό και την αξία του σεξουαλικού του ρόλου. Το σεξ και οι φόβοι, που πολλές φορές το περιβάλλουν, μπορεί να μετατραπεί σε πηγή έντονου στρες για εκείνον, που τελικά αποφεύγει να «χτυπήσει την πόρτα» του ειδικού, επειδή ντρέπεται είτε επειδή δεν λαμβάνει την απαραίτητη συναισθηματική υποστήριξη από τη σύντροφό του. Γι’ αυτό το λόγο, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι πάνω σε έναν τομέα, τόσο καθοριστικό για την αυτοεκτίμηση και την ψυχική υγεία του άνδρα, υποστηρίζοντάς τον έμπρακτα.

ΠΗΓΗ: