Monday, 21 January 2013

"ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ",




Η βία μεταξύ των παιδιών αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της βίας και της παραβατικότητας που εμφανίζεται στην κοινωνία μας γενικά. Διότι υπάρχει ένα ευρύτερο περιβάλλον το οποίο την τρέφει. Το θύμα και ο θύτης είναι άνθρωποι από την κοινωνία αυτή στην οποία βρίσκεται και το σχολείο όπου παρατηρούμε περιστατικά σχολικής βίας. Η σχολική βία λοιπόν, αντανακλά και αναπαράγει ό, τι το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον καλλιεργούν.

Με τον όρο σχολική βία (εκφοβισμό) ή bullying ορίζεται μια σκόπιμη  επιθετικότητα που λαμβάνει χώρα, κατά κύριο λόγο, στο σχολικό περιβάλλον (Smith & Brain, 2000) και έχει ως στόχο την πρόκληση σωματικών ή/και ψυχολογικών βλαβών σε άτομα αδύναμα και δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (Garandeau & Cillessen, 2005). Ο Olweus (1978/’84), ο εφευρέτης του όρου bullying, ξεκαθαρίζει πως  δεν πρόκειται για bullying όταν άτομα ίσης σωματικής ή ψυχικής δύναμης φιλονικούν.  Ο εκφοβισμός πάντα προϋποθέτει την ανισομέρεια μεταξύ του ατόμου που εκφοβίζει και του θύματος. Πρόκειται για μια ‘συστηματική κατάχρηση δύναμης’ (Berger, 2006). Παραθέτει, επίσης, τη διαφορά του bullying με το «πείραγμα». Το «πείραγμα» συνήθως συμβαίνει μεταξύ φίλων και δεν περιλαμβάνει την πρόκληση σωματικού πόνου,  σε αντίθεση με το σχολικό εκφοβισμό ο οποίος συμβαίνει ανάμεσα σε παιδιά τα οποία δεν είναι φίλοι και που τα διακρίνει μια  χαρακτηριστική ανισορροπία δύναμης. Το «πείραγμα» μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εκφοβισμό αν συμβαίνει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και το σημαντικότερο όταν το παιδί αισθανθεί ότι οι πράξεις των άλλων δεν διέπονται από αστείο και δεν γίνονται μέσα στα όρια του παιχνιδιού (Olweus, 2007).

Στα πλαίσια λοιπόν του σχολείου, ο εκφοβισμός λαμβάνει διάφορες διαστάσεις και ποικίλα είδη, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την βία που ασκούν οι άνθρωποι και εκτός σχολικού περιβάλλοντος. Στη δουλειά τους, στο σπίτι, στη γειτονιά, στους δρόμους, γενικότερα σε όλους τους φορείς κοινωνικοποίησης. Όταν μιλάμε λοιπόν για σχολικό εκφοβισμό μπορεί να επικεντρωνόμαστε στη βία που ασκούν μαθητές προς άλλους μαθητές όπου και θα σταθούμε εμείς σήμερα, αλλά στην πραγματικότητα οι διαστάσεις του είναι πολύ μεγαλύτερες. Περιλαμβάνουν τη βία από τους μαθητές προς τους εκπαιδευτικούς, από τους εκπαιδευτικούς προς τους μαθητές,  από τους εκπαιδευτικούς προς τη διοίκηση, από γονείς προς εκπαιδευτικούς ή/και προς μαθητές και το αντίστροφο. Πρόκειται λοιπόν για ένα περίπλοκο φαινόμενο που εμφανίζεται σε κάθε κοινωνία, ένα φαινόμενο που υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει (Καρκανάκη & Καφετζή, 2009).

Εκτιμάται πως ο εκφοβισμός παρατηρείται σε όλες τις σχολικές τάξεις (Smith & Brain, 2000). Έρευνες δείχνουν πως οι τόποι μέσα στο χώρο του σχολείου όπου πιο συχνά διαδραματίζονται περιστατικά σχολικού εκφοβισμού είναι κατά σειρά το προαύλιο, οι διάδρομοι, οι τουαλέτες και ακολουθούν οι τάξεις, όταν απουσιάζει ο εκπαιδευτικός (Αρτινοπούλου, 2001). Αποτελεί μάλιστα  ένα παγκόσμιο φαινόμενο (Μαρκουλάκη, & Παπαστεφανάκης, 2007), που άνθισε με  τη γέννηση της μαζικής εκπαίδευσης, αλλά πήρε μεγάλες διαστάσεις, τώρα στη λεγομένη εποχή της παγκοσμιοποίησης (Γκουντσίδου, 2007). Εμφανίζεται τόσο στα αστικά και ημιαστικά κέντρα όσο και στις αγροτικές περιοχές και είναι κάτι που αντιμετωπίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα περισσότερα παιδιά (Γαρδέλη, Παπαδημητρίου, & Νταραδήμα, 2007).

Στη χώρα μας αν και είναι υπαρκτό και αρκετά διαδεδομένο φαινόμενο, δεν έχει τύχει ακόμα της απαιτούμενης προσοχής και δεν αντιμετωπίζεται κατάλληλα. Τα περιστατικά στα σχολεία, δυστυχώς, τείνουν να διαφεύγουν της προσοχής, να αγνοούνται ή και μερικές φορές να αποσιωπώνται, πιθανόν λόγω του φόβου στιγματισμού των παιδιών αλλά και του σχολείου (Ασημακόπουλος, et al., 2000). Το ενδιαφέρον είναι ότι οι σχολικές μονάδες που έχουν υψηλά ακαδημαϊκά αποτελέσματα παρουσιάζουν χαμηλότερη σχολική βία (Βογιατζιδάκης, 2007). Ενώ, η αύξηση των κρουσμάτων σχολικής βίας παρατηρείται σε σχολεία όπου φοιτούν μαθητές των οποίων οι γονείς χαρακτηρίζονται από υψηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η κοινωνικοοικονομική αυτή κατάσταση των γονέων συνδέεται με τάσεις επιθετικής συμπεριφοράς, έπαρσης και αδιαφορίας προς τους σχολικούς κανόνες (Παπάνης, 2009).

Για να προσεγγίσουμε αυτό το φαινόμενο, θα επιχειρήσουμε να αφήσουμε για λίγο το σάκο των γνώσεών μας στο πάτωμα και να ακούσουμε. Θα ακούσουμε όσο πιο προσεκτικά γίνεται τα παιδιά.

Όταν παιδιά ερωτούνται σχετικά με το σχολικό εκφοβισμό, επιβεβαιώνουν πως ο σχολικός εκφοβισμός υπάρχει! Όσο και αν δεν μας αρέσει ή μας φοβίζει, υπάρχει βία στα Ελληνικά σχολεία. Υπάρχει βία που όπως μας λένε τα παιδιά έχει διάφορες μορφές…
μ’ έχουν βρίσει, Με έχουν τρομάξει, Με έσπρωξε,  με κορόιδεψε, έφαγα μπουνιά, αγκωνιά, μου τράβηξε τα μαλλιά’
Αλλά εκτός του ότι έχει διάφορες μορφές, το βασικό είναι πως τα φοβίζει.

Πιο αναλυτικά, Μορφές bullying:
1.     Σωματική (ξύλο, σπρώξιμο, τράβηγμα μαλλιών, τσιμπήματα, δαγκωνιές, τρικλοποδιά, κλωτσιές, φτύσιμο, κλοπή ή καταστροφή προσωπικών αντικειμένων)
2.     Λεκτική (βρισιές, προσβολές, σαρκασμός, μοχθηρά πειράγματα, παρατσούκλια, απειλές, συκοφαντίες, γελοιοποίηση, ειρωνεία)
3.     Ψυχολογική-Κοινωνική (διάδοση φημών, δολοπλοκίες, εξοστρακισμό, εκβιασμός)
4.     Σεξουαλική (απρεπή αγγίγματα, ψηλάφισμα, σεξουαλικές επιθέσεις, σεξουαλικά προσβλητικά γράμματα και εικόνες, υβριστικά σχόλια, προσβλητικά μηνύματα με πονηρό περιεχόμενο)
5.     Ηλεκτρονικός εκφοβισμός/ cyberbullying, αποτελεί μια νέα μορφή θυματοποίησης το οποίο ‘καταχραζόμενο’ την εξέλιξη των τεχνολογιών επικοινωνίας (διαδίκτυο και κινητά τηλέφωνα) έχει γίνει εξαιρετικά διαδεδομένο. (απειλητικά μηνύματα μέσω του διαδικτύου, αποστολή μηνυμάτων και φωτογραφιών με χυδαίο ή απειλητικό περιεχόμενο, προβολή προσωπικών φωτογραφιών)

Όσο προχωρούν οι σχολικές τάξεις και συνεπώς μεγαλώνουν τα παιδιά, οι σωματικές προσβολές δείχνουν να μειώνονται ενώ η λεκτική και η ψυχολογική διάσταση παραμένουν σταθερές.

Τα παιδιά ενημερώνουν πως βία μπορεί να υπάρξει όπου υπάρχουν παιδιά! Όπου υπάρχουν άνθρωποι λοιπόν, μπορεί να υπάρξει και βία. Επομένως, αν μιλήσουμε για παρεμβάσεις καταλαβαίνουμε πως η αντιμετώπιση είναι η εκπαίδευση των παιδιών κατά της βία γενικότερα και όχι απειλητικοί και άλλοι τρόποι που απλά ευνοούν την αποφυγή βίας σε συγκεκριμένα μέρη, σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Μιλάμε για παιδεία κατά της προκατάληψης, των διακρίσεων, της έλλειψης ανοχής για τη διαφορετικότητα, για τη βία.

Επίσης, τα παιδιά λένε πως επί το πλείστον μεγαλύτερα παιδιά τα εκφοβίζουν. Και αυτό συμβαδίζει με τις έρευνες που δείχνουν πως (Garandeau & Cillessen, 2005; Greene, 2000):
-        Ο θύτης έχει μεγαλύτερη σωματική ή ψυχική δύναμη σε σύγκριση με το θύμα και η βία ασκείται πάντα εναντίον συγκεκριμένων παιδιών που θεωρούνται ευάλωτα.


Πολλές φορές όταν βλέπουμε τη διάσταση του φαινομένου αυτού, αναρωτιόμαστε:
Υπάρχουν άραγε κάποια κοινά χαρακτηριστικά που επικρατούν σε όσους γίνονται θύματα;

Σύμφωνα με έρευνες, τα θύματα χαρακτηρίζονται από περισσότερο άγχος και ανασφάλεια όπως επίσης και από μοναχικότητα (Ασημακόπουλος, et al., 2008), πιθανόν λοιπόν και μόνο από την απομόνωση αυτή να παρέχουν γόνιμο έδαφος για να καταστούν θύματα (Χαντζή, Χουντουμάδη, & Πατεράκη, 2000). Κυριότερο, όμως, χαρακτηριστικό τους, μας λένε οι ερευνητές, είναι η σωματική ή ψυχολογική αδυναμία τους σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους (Τσιάντης, 2008)  ενώ άλλα χαρακτηριστικά, όπως είναι το βάρος, το ντύσιμο ή το ότι φορούν γυαλιά, άλλη εθνικότητας ή/ και θρησκεία ή κάποια αναπηρία μπορεί να επηρεάσουν, δηλαδή, επηρεάζει η διαφορετικότητα ή, πιο συγκεκριμένα, η απόκλιση από κάποιο κοινά αποδεκτό μέσο όρο χαρακτηριστικών και συμπεριφορών (Κοντοπούλου, 2007).


Εκτός από την κοινωνική απομόνωση, τα θύματα του εκφοβισμού βιώνουν ανασφάλεια στο σχολείο, (Banks, 1997), έχουν μειωμένη αυτοπεποίθηση και χαμηλή αυτοεικόνα (Κυριακίδου, 2009).Σπάνια υπερασπίζουν τον εαυτό τους ή αντεπιτίθενται παρόλο που αναστατώνονται. Επιλέγουν ανταυτού την απόσυρση ή το κλάμα (Χαντζή, Χουντουμάδη, & Πατεράκη, 2000). Μάλιστα, σχεδόν ποτέ δε ζητούν βοήθεια είτε γιατί φοβούνται είτε γιατί δεν αισθάνονται ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί (Χαντζή, Χουντουμάδη, & Πατεράκη, 2000).

Μαθητές λοιπόν γίνονται θύματα και δέχονται βία σε μία ή και περισσότερες μορφές. Τι γίνεται με τους θύτες; Πρόκειται για ανελέητα, μοχθηρά τέρατα που θέλουν απλώς να προκαλούν πόνο;
Μαθητές αποκαλύπτουν όχι μόνο ότι έχουν υπάρξει ή είναι θύτες αλλά και τους λόγους που ασκούν βία.
 ‘Ναι, χτύπησα αυτόν που χτύπησε’, ‘Χτύπησα ένα μικρότερο για να φορέσει το μπουφάν του’,  ‘Κοροϊδεύω ένα άλλο παιδί γιατί είναι ζωηρό’, ‘Με συμμαθητές κοροϊδεύαμε ένα άλλο συμμαθητή που δεν το χωνεύαμε’, Κάποια φορά χρειάστηκε να χτυπήσω, να σπρώξω και να κλωτσήσω μαθητή για να του το ανταποδώσω’

Μήπως τελικά δεν πρόκειται για κακόβουλα τέρατα αλλά για παιδιά όπως όλα τα παιδιά που αντιδρούν έτσι για κάποιο ή κάποιους πολύ συγκεκριμένους λόγους; Μήπως τα παιδιά διεκδικούν με τις πράξεις τους πράγματα που δε μπορούν να πουν με τα λόγια;
Υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σε όσους γίνονται θύτες;

Ο Slee (1994) υποστηρίζει πως οι θύτες έχουν μέτρια αυτοεκτίμηση και ενώ φαίνεται να χαίρουν κάποιου κοινωνικού κύρους στο σχολείο, δεν είναι αγαπητά στους δασκάλους και δηλώνουν ότι δεν είναι ούτε τα ίδια ευχαριστημένα στο σχολικό περιβάλλον (Χαντζή, Χουντουμάδη, & Πατεράκη, 2000; Ασημακόπουλος, et al., 2008). Έρευνες δείχνουν πως οι θύτες έχουν κακή σχέση με τον εαυτό τους και επομένως, και με τους συνομηλίκους τους με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επικοινωνία (Κυριακίδου, 2009), ενώ φαίνεται ότι συχνά προέρχονται από οικογένειες όπου οι γονείς «σηκώνουν χέρι» ως τιμωρία και τους παραμελούν. Ανέφερε ένας δάσκαλος πως οι γονείς των παιδιών- θυμάτων, όπως και των παιδιών θυτών όπως μας λέει  η βιβλιογραφία, δεν σχετίζονται με άλλους γονείς, ή δεν παρουσιάζονται συνήθως σε συναντήσεις στο σχολείο. Επομένως, αναρωτιόμαστε πόσο και πως σχετίζονται οι γονείς με τα παιδιά τους (θύτες ή θύματα). Τι θεωρείται φυσιολογικό και σωστό στην οικογένεια τους.

Τα παιδιά βιώνουν μια πληθώρα συναισθημάτων που φαίνεται να τα βασανίζει ακόμα και όταν είναι απλοί παρατηρητές! Αυτό μας δείχνει πως ο σχολικός εκφοβισμός δεν αφορά μονάχα το θύτη και το θύμα μα όλο το σχολείο. Όπως όταν πονάει το δόντι μας επηρεάζονται όλες οι λειτουργίες των οργάνων του σώματος από τον πόνο έτσι και στον εκφοβισμό επηρεάζονται όλα τα μέλη του σχολείου! Επομένως, κάθε περιστατικό δεν αρκεί να αντιμετωπίζεται μεταξύ των εμπλεκόμενων μόνο. Είναι κάτι, ένας φόβος που ξεχειλίζει και επηρεάζει ολόκληρη την τάξη. Ολόκληρο το σχολείο. Έτσι και οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στο όλον. Κυρίαρχο συναίσθημα για όλους; Ο φόβος.

Σύμφωνα με έρευνες οι παρατηρητές είναι παρόντες στο 85% των περιπτώσεων όπου ο εκφοβισμός λαμβάνει χώρα. Τα συναισθήματα που πολύ συχνά βιώνουν αφορούν το φόβο τους μήπως πληγωθούν και οι ίδιοι, μήπως γίνουν και οι ίδιοι οι επόμενοι στόχοι του θύτη και μήπως κάνουν κάτι που θα χειροτερέψει την κατάσταση. Το αποτέλεσμα, συνήθως παραμένουν απλοί παρατηρητές (Τσίτουρα, 2006).



Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε με τι ενοχές και πόση ντροπή για την αποχή τους μπορεί να προκαλεί ακόμα και η φυγή. Ενδιαφέρουσα είναι η διαπίστωση μέσα από έρευνες πως όσο περισσότερο οι παρατηρητές είναι παρόντες στις εκφοβιστικές πράξεις τόσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια αυτών. Ωστόσο, όταν οι μαθητές που παρακολουθούν εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους για τα εκφοβιστικά συμβάντα, οι πιθανότητες αυτά να σταματήσουν, ξεπέρασαν το 50% (Rigby, 2008). Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για τη δημιουργία παρεμβάσεων. Το πόσο σημαντικό ρόλο έχουν οι παρατηρητές.

Έκανες κάτι να βοηθήσεις; Αν ναι, τι έκανες; Αν όχι, γιατί δεν έκανες κάτι;
‘Μπήκα στη μέση να τους χωρίσω,  Δεν βοήθησα γιατί φοβήθηκα, ήταν μεγαλύτερα, Βοήθησα, τους μίλησα, τους χώρισα, κάλεσα βοήθεια, Πήγα να βοηθήσω αλλά με απείλησαν. Ήταν άγνωστοι και δε βοήθησα, αρχικά προσπάθησα να τους χωρίσω αλλά δεν τα κατάφερα και ζήτησα τη βοήθεια κάποιου δασκάλου, Ναι, τους χώρισα αλλά χτύπησαν εμένα’
Το συμπέρασμα… Τα περισσότερα παιδιά – παρατηρητές από οποιαδήποτε τάξη και αν προέρχονται φαίνεται πως καταλαβαίνουν ότι η βία είναι κάτι κακό και πως θέλουν να βοηθήσουν αλλά φοβούνται! Ίσως λοιπόν, δεν ξέρουν ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός μα και πιο ανώδυνος τρόπος για τα ίδια, για να βοηθήσουν και να συμβάλουν ενεργά στην καταπολέμηση του φαινομένου (Charach, Pepler & Ziegle, 1995).
Οι παρατηρητές βιώνουν πολλές συναισθηματικές συνέπειες που μπορούν να επηρεάσουν με αρνητικό τρόπο την αυτοεικόνα του παιδιού-παρατηρητή, αλλά και την κοινωνικοποίησή του (Φροσύνης, Λαμπής, & Μπούκικας, 2008).  Ακόμη, μπορεί να του δημιουργηθεί εξοικείωση με πράξεις που προκαλούν πόνο, μίμηση αρνητικών προτύπων και να του καλλιεργηθεί μία αντίληψη ότι το δίκιο είναι πάντα από το μέρος του δυνατού (Κυριακίδου, 2000).

Τα παιδιά πιστεύουν πως η βία τείνει να θεωρείται μαγκιά. Ίσως εδώ θα πρέπει εμείς να αναλογιστούμε τις δικές μας ευθύνες όταν επιτρέπουμε και δεν καταδικάζουμε τον τραμπουκισμό, όταν απολαμβάνουμε σκηνές βίας στην τηλεόραση ή όταν μιλάμε εμείς άσχημα ή εκβιάζουμε και απειλούμε ο ένας τον άλλο. Η επόμενη επικρατέστερη αντίληψη των παιδιών είναι πως η βία είναι απόρροια θυμού. Έχουμε μάθει στα παιδιά μας να διαχειρίζονται το θυμό τους; Όχι να μην θυμώνουν αλλά να εκφράζουν το θυμό τους με κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους; Μπορούμε να εκφράζουμε εμείς οι ίδιοι το θυμό μας; Και αν ναι, πως τον εκφράζουμε;

Συνήθως επικεντρωνόμαστε στις επιπτώσεις της βίας στο θύμα. Η αλήθεια είναι όμως πως εξίσου σοβαρές επιπτώσεις υπάρχουν και για το θύτη. Τα παιδιά - θύτες επηρεάζονται από τις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού που τα ίδια ασκούν. Είναι δυνατόν να συνηθίσουν σ’ ένα τρόπο ζωής μέσω της κακομεταχείρισης των άλλων, που τους απομακρύνει από την επαρκή ενσωμάτωσή τους στο κοινωνική ζωή του σχολικού περιβάλλοντος.

Στις κυριότερες συνέπειες οι ειδικοί περιλαμβάνουν την πρόγνωση για σεξουαλική παρενόχληση αλλά και τη δυσκολία δημιουργίας σεξουαλικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή (Χιόνη, 2009). Η εμπλοκή σε αντικοινωνικές και παραβατικές συμπεριφορές απομακρύνει τα παιδιά από το σχολείο και τα κάνει μακροπρόθεσμα ευάλωτα σε αρνητικές επιρροές και επιρρεπή στην επαφή με τις ψυχοδραστικές ουσίες (Φυλακτού, 2005).



Φυσικά, οι επιπτώσεις είναι πολύ σοβαρές και για το θύμα, διότι πολύ συχνά τα θύματα απειλούνται χωρίς προειδοποίηση σε ένα περιβάλλον το οποίο θεωρούσαν ασφαλές (Wyld, B. 2003). Εμφανίζουν συμπτώματα άγχους και ανασφάλειας, χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη αυτοπεποίθηση, συναισθήματα κατωτερότητας, αρνητικό εσωτερικό διάλογο, καταστάσεις που οδηγούν στη συναισθηματική απόσυρση του παιδιού από την ομάδα των συνομηλίκων(Τσιάντης,  2009).  Ακόμη, μπορεί να εμφανίσουν ακραία συμπτώματα της κατάθλιψης, αυτοκτονικού ιδεασμού αλλά και αυτοκτονίας γιατί νιώθουν ότι δεν τους αξίζει να υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο (Τσιάντης, 2008; Πλατής, 2006). Συχνά παρουσιάζονται δυσκολίες στον ύπνο και εφιάλτες, απώλεια όρεξης ή, το αντίθετο, και ψυχοσωματικά (Louwes, 2009).

Σημάδια που πρέπει να υποψιάσουν τους γονείς ότι το παιδί θυματοποιείται είναι όταν το παιδί γίνεται επιθετικό, παράλογο και διαταρακτικό, εκφοβίζει άλλα παιδιά ή τα αδέλφια του, φοβάται να χρησιμοποιήσει το κινητό ή το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του. Φοβάται να περπατήσει μόνο στο σχολείο, εκλιπαρεί να τον συνοδεύσουν οι γονείς στο σχολείο, το πρωί μπορεί να νιώθει άρρωστο και να μην θέλει να πάει σχολείο, ζητά ή κλέβει χρήματα για να τα δώσει στον εκφοβιστή. Γενικά, δείχνει ανήσυχο ενώ είναι δυνατόν να αρχίζει να τραυλίζει ή να κλαίει πριν κοιμηθεί (Γιωτάκος, & Πρεκατέ,  2006).

Γενικά λοιπόν, οι επιδράσεις του bullying  είτε μιλάμε για θύτη είτε για θύμα είναι μεγάλες όπως μοναξιά, δυσκολία στη σύναψη φιλίας, μαθησιακές δυσκολίες ή αποτυχία στο σχολείο, αλκοολισμός, βανδαλισμοί, κλοπές,  ναρκωτικών. Τα παιδιά που εκφοβίζουν αλλά και εκφοβίζονται, εμφανίζουν τρομακτικά επίπεδα νευρικότητας, ανησυχίας και κατάθλιψης. Είναι πολύ ταραγμένα και χρειάζονται μεγάλη βοήθεια και υποστήριξη.

Τα παιδιά πιστεύουν πως υπάρχει βία στο σχολείο διότι υπάρχει βία παντού. Στην τηλεόραση, στα παιχνίδια, στο σπίτι. Τα παιδιά τα οποία μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον βιώνουν καταστάσεις συγκρούσεων και επιθετικότητας, μεταφέρουν και μεταδίδουν με τη σειρά τους, στο σχολείο –την ευρύτερη κοινωνική τους ομάδα- την επιθετική συμπεριφορά, σαν να προσπαθούν με ένα τρόπο να μας πουν τι τους συμβαίνει. Με τον ίδιο τρόπο τα παιδιά μπορούν να γίνουν «ο αποδιοπομπαίος τράγος» συζυγικών καυγάδων. Στη συνέχεια μπορεί να μεταφέρουν αυτή τη κατάσταση στο σχολείο γίνοντας και εκεί θύματα, σαν πάλι, να προσπαθούν με ένα τρόπο να μας πουν τι τους συμβαίνει (Νέστορος, Ι. 1992).

Οι υπέρ-προστατευτικοί γονείς, δημιουργούν ένα ασφυκτικό προστατευτικό κλοιό γύρω από τα παιδιά τους εμποδίζοντας τα, να γίνουν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, αντιμετωπίζοντας τα σαν ευάλωτα και άβουλα πλάσματα κάτι που θυμώνει τα παιδιά και τα ωθεί να αντιδρούν.  Απ’ την άλλη, γονείς αδιάφοροι, που αγνοούν ή απορρίπτουν το παιδί, υπενθυμίζοντας του ότι είναι ανεπιθύμητο ενώ συχνά το θεωρούν υπαίτιο για όλα τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η οικογένεια, αντιστοίχως, επηρεάζει συναισθηματικά το παιδί και μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση επιθετικής συμπεριφοράς (Νέστορος, 1992). Σίγουρα λοιπόν, μεγάλο ρόλο παίζει η οικογένεια, εμπλέκονται όμως και άλλοι παράγοντες όπως το κλίμα του σχολείου, οι στάσεις που έχουν διαμορφωθεί στην κοινότητα των συνομηλίκων κ.α. (Ασημακόπουλος, ετ αλ.,  2008).

Η βία στα πλαίσια του σχολείου παρατηρείται σε πολλές μορφές και μπορεί να εγείρει την επιθετικότητα του παιδιού. Μια από αυτές είναι και η επιθετικότητα που ασκεί ο δάσκαλος προς τους μαθητές του όταν στην προσπάθειά του να μεταβιβάσει τα πολιτισμικά αγαθά, τις στάσεις και αξίες του συστήματος που αντιπροσωπεύει, έρχεται αντιμέτωπος με διαφορετικές αξίες και τρόπους συμπεριφοράς. Η πικρία και ο θυμός του δασκάλου μπορούν να εκδηλωθούν με ξεσπάσματα θυμού εναντίον του μαθητή, που κυμαίνονται από  απλή ειρωνεία μέχρι την προσωπική προσβολή και το βρίσιμο (Βουϊδάσκης, 1987), τη μείωση της βαθμολογίας, την υποβολή ασαφών ερωτήσεων, το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση του μαθητή (Νέστορος, 1992) ή ακόμα και την άσκηση βίας, όπως το τράβηγμα του αυτιού και το χαστούκι (Βουϊδάσκης, 1987).



Όταν το παιδί δεν βρει στηρίγματα από την οικογένειά του ή το σχολείο, τότε  στρέφεται σε άλλες σχέσεις (Αρίδη, 2006) όπως οι συνομήλικοι. Το φαινόμενο του bullying, στις ομάδες των συνομήλικων, μπορεί να ερμηνευτεί σύμφωνα με την θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας, του Tajfel, η οποία υποστηρίζει πως η στάση των μελών μιας ομάδας απέναντι σε μια άλλη, πηγάζει από την επιθυμία να ανήκουμε σε μία ομάδα. Έτσι, θυματοποιώντας κάποιον τα παιδιά προβαίνουν σε συμπεριφορά η οποία συμβάλλει στην ανάπτυξη της αίσθησης της ομοιογένειας της ομάδας και δίνει την αίσθηση του κοινού στόχου. Επομένως, τα άτομα που εμποδίζουν την επίτευξη των δεδομένων στόχων θυματοποιούνται και κατ’ επέκταση ενισχύουν την ομοιογένεια της ομάδας (Μαρκουλάκη, & Παπαστεφανάκης, 2008; Gini, 2007).

Τέλος, τα Μ.Μ.Ε. και κυρίως η τηλεόραση, η οποία έχει αντικαταστήσει την «αλάνα», προβάλουν καθημερινά τη βία, που προκαλεί σύγχυση μεταξύ εικονικής πραγματικότητας και πραγματικότητας αλλά και ταύτιση των παιδιών με βίαιους ήρωες ή και με θύματα.
Γενικά, τα παιδιά εξοικειώνονται τόσο με τη βία ώστε τελικά να θεωρούν το αίμα, τους φόνους, τους ακρωτηριασμούς και την επιθετικότητα γενικότερα, κάτι συνηθισμένο και την αναπαράγουν. Φυσικά, όλα αυτά σχετίζονται με τις απρόσωπες σχέσεις της γειτονιάς, το έλλειμμα φυσικού και κοινωνικού ζωτικού χώρου, την αύξηση της φτώχειας, της εγκληματικότητας και του κοινωνικού ρατσισμού (Σχοινά, 2009).

Πρέπει να θυμόμαστε πως η βία πολλές φορές είναι κραυγή και έκκληση που κρύβει πόνο και απογοήτευση. Πολλοί ψυχολόγοι, μάλιστα, θεωρούν ότι η επιθετική συμπεριφορά είναι κάτι σαν «ευλογία» γιατί είναι ένα σύμπτωμα που μας δείχνει έστω και με αυτόν τον τρόπο, πως έχουν κάποιο πρόβλημα (Πούλιος, 2007).

Τι μπορούμε να κάνουμε ως θύματα, θύτες ή παρατηρητές για να αντιμετωπίσουμε το σχολικό εκφοβισμό;

Παιδιά της  Γ΄ Δημοτικού προτείνουν:
‘Για να σταματήσει η βία θα πρέπει να κάνουμε κάτι και να δείξουμε στο θύμα πως έχει κάποιο ταλέντο,
Να το πει το θύμα σε κάποια δασκάλα ή δάσκαλο, Να τους πει να σκεφτούν να μπουν στη θέση του
Με τους φίλους μου θα το μιλούσα για να με προστατεύσουν’.


Σε 1ο επίπεδο λοιπόν μαθητές όσον αφορά το θύμα προτείνουν συζήτηση.  Προτείνουν συζήτηση μα οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι αυτό ενώ ακούγεται απλό είναι δύσκολο να επιτευχθεί και έτσι θέλουν τη διαμεσολάβηση άλλων. Ζητάνε τη διαμεσολάβηση δασκάλων, διευθυντού, γονέων ή γενικότερα κάποιου μεγαλύτερου. Κάποιου που πιστεύουν πως έχει εξίσου ή μεγαλύτερη δύναμη για να αντιμετωπίσει τον θύτη. Κάποιον που θα εμπνέει ασφάλεια.

Όσον αφορά τους παρατηρητές προτείνουν την παρέμβασή τους άμεση ή έμμεση. Όλοι οι μαθητές λοιπόν, στην ουσία συμφωνούν πως στη βία ακόμα και ο παρατηρητής πρέπει να δράσει. Η παθητικότητα δε βοηθά. Πρέπει να κάνει κάτι, να επέμβει άμεσα ο ίδιος ή να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου μεγαλύτερου. Συνεχίζουν να προτείνουν τη συζήτηση ως τρόπο συμφιλίωσης και τερματισμού της βίας.

Προτείνουν συνεργασία παιδιών, γονέων, δασκάλων ή και ειδικών ώστε μέσα από συζήτηση να καταλάβουν τι συνέβη, τι συνέπειες έχει μα κυρίως γιατί συνέβη. Όσο για τους υπόλοιπους μαθητές μας λένε πως πρέπει και εκείνοι να επεμβαίνουν!


Τα παιδιά σε όλα τα επίπεδα αντιμετώπισης του φαινομένου είτε έχει να κάνει με το θύτη, το θύμα, τους παρατηρητές ή το υπόλοιπο σχολείο, υποστηρίζουν τη δράση. Φαίνεται να γνωρίζουν από την εμπειρία τους πως το αγνοούμε το πρόβλημα ή να το αποσιωπούμε από φόβο, το πρόβλημα όχι μόνο δε λύνεται αλλά επιδεινώνεται. Προτείνουν συνεργασία, κοινό τρόπο αντιμετώπισης όπου επικρατεί η συζήτηση. Προστασία του θύματος με το να γίνεται πιο αποδεκτό και επομένως λιγότερο ευάλωτο.



Πρόληψη λοιπόν:
Μπορούμε συμβουλευόμενοι την πλούσια βιβλιογραφία να προτείνουμε πάμπολλες ιδέες για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας. Κάποιοι προτείνουν περισσότερη συμμετοχή του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία, μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ του δασκάλου και των μαθητών, τήρηση των κανόνων της τάξης (Αρτινοπούλου, 2001). Άλλοι επικεντρώνονται στις γενικότερες σχέσεις δασκάλου - μαθητή, την ποιότητα της διδασκαλίας και μάθησης αλλά και τις μεθόδους πειθαρχίας και την ανάγκη για περεταίρω επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (Βασιλείου, 2005). Όλα αυτά όμως, όσο καλές και χρήσιμες ιδέες και αν αποτελούν εναποθέτουν εσφαλμένα την ευθύνη αποκλειστικά στους εκπαιδευτικούς (Tauber, 2007).

Προτείνω λοιπόν, και εφόσον δεν υπάρχουν εύκολες και άμεσες λύσεις, να κάνουμε σήμερα μια καλή αρχή. Να ακούσουμε τις προτάσεις των παιδιών σας, και να ξεκινήσουμε τη συζήτηση που μας προτείνουν. Διότι αυτό που μας προτείνουν είναι στην ουσία η υιοθέτηση μας σφαιρικής αντιμετώπισης όπου όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση και επομένως όλοι βοηθούν.

Γιατί στόχος δεν είναι ο στιγματισμός των νέων που διαταράσσουν την εκπαιδευτική διαδικασία ούτε βεβαίως η παλινδρόμηση σε αυστηρά πρότυπα μεταχείρισης των ανήλικων παραβατών, αλλά η πρόληψη και η διακριτική μεταχείριση των ανηλίκων προκειμένου να μην αποκτήσουν μια μόνιμη ταμπέλα εγκληματία και μια μονιμότερη εγκληματική συμπεριφορά (Αρτινοπούλου, 2001).

Προτείνουν μια ενοποιημένη τάξη καθώς η τάξη όπως και το σχολείο πρέπει να προάγει το αίσθημα του ανήκειν, την αποδοχή, την ευχαρίστηση και την ευκαιρία για μάθηση. Μια ενοποιημένη τάξη η οποία να δημιουργεί τις συνθήκες που αποτρέπουν τη βία ώστε αυτή να είναι το μέρος όπου τα παιδιά έχουν την επαφή το ένα με το άλλο, αλληλεπιδρούν μέσα σε αυτή. Μια ενοποιημένη τάξη που  ενισχύει τη ροή των πληροφοριών, και το μοναδικό ίσως χώρο όπου οι χαμένοι μπορούν να δείξουν τη δύναμή τους και οι ευάλωτοι την αντίστασή τους.

Οι προτάσεις τους συμβαδίζουν με το γνωστότερο ίσως, πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού, που έχει προτείνει ο Νορβηγός καθηγητής Dan Olweus. Το βασικό στοιχείο του προγράμματος είναι η ανάμειξη όλων, η κινητοποίηση των μαθητών, των γονέων και του προσωπικού του σχολείου με στόχους:
-ενημέρωση για το πρόβλημα 
-τη βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων
-τη μεσολάβηση για την εξάλειψη του φαινομένου
-τη θέσπιση σαφών κανόνων κατά του bullying
-την υποστήριξη και την προστασία των μαθητών
Ο δάσκαλος στο πρόγραμμα αυτό, τοποθετείται στο κέντρο των εξελίξεων, ρυθμιστής των περιπτώσεων αυτών, μη έχοντας πλέον ως μοναδικό καθήκον τη μετάδοση στείρων γνώσεων αλλά την καταπολέμηση της εγκληματικότητας από τις βάσεις της, και εν τέλει πραγματικού παιδαγωγού των μαθητών και της κοινωνίας.



Στόχος- κλειδί νοείται η δημιουργία ενός σχολείου όπου ο εκφοβισμός δεν θα είναι από κανέναν ανεκτός αλλά χωρίς κριτική και τιμωρίες.
Το πρόγραμμα εφαρμόζεται σε 3 επίπεδα: στο σχολείο, την τάξη και ατομικά
Α) Σχολείο:
Οι εκπαιδευτικοί:
-διεξάγουν έρευνα μεταξύ των μαθητών όπως κάναμε για την παρουσίαση, είτε με συζήτηση είτε με ανώνυμα ερωτηματολόγια, για να διαπιστώσουν την φύση και την διάδοση του προβλήματος
-αυξάνουν την επιτήρηση των μαθητών κατά τα διαλείμματα και διεξάγουν σχολικές συνελεύσεις όπου συζητείται το θέμα μαζί με όλα τα παιδιά του σχολείου.
Β) Τάξη:
Οι εκπαιδευτικοί:
-Εισάγουν και επιβάλλουν κανόνες κατά του εκφοβισμού σε επίπεδο τάξης που εκμαιεύονται από τους ίδιους τους μαθητές μέσα από συζήτηση και αναδεικνύονται μέσα από κάποια μορφή τέχνης, αφίσες, κολάζ, ζωγραφική κ.α. που δημιουργούν οι ίδιοι οι μαθητές
-Συγκαλούν συχνές συνελεύσεις με τους μαθητές της κάθε τάξης ξεχωριστά, όπου συζητούνται θέματα όπως π.χ. εναλλακτικοί τρόποι αντίδρασης, μεσολάβηση μαθητών και ειρηνικές λύσεις. Παιχνίδι ρόλων.
Γ) Ατομικά:
Οι εκπαιδευτικοί:
-μεσολαβούν μεταξύ θύτη, θύματος και γονέων αλλά σε ατομικό επίπεδο, μιλώντας δηλ. στον καθένα ξεχωριστά
-διοργανώνουν συνελεύσεις με τους γονείς –εκπαιδευτικούς- γονείς όπου συζητούν-
Στόχοι είναι να αυξηθεί η πληροφόρηση και να διασφαλιστεί η ανάμειξη όλων και η υποστήριξη του προγράμματος από όλους για την εξάλειψη του εκφοβισμού. Η δημιουργία ενός υποστηρικτικού κλίματος όπου οι συνομήλικοι καλούνται αλλά και υποστηρίζονται στο να λάβουν δράση κατά του bullying.
Το σχολείο λοιπόν, μπορεί να γίνει ένα πεδίο διαλόγου και διαχείρισης της βίας, αρκεί να γεφυρώσει - και όχι να γκρεμίσει - τη σχέση «οικογένειας- κοινωνίας και σχολείου» -, και είναι εντυπωσιακό πως ακριβώς αυτό προτείνουν όλοι οι μαθητές από τα 8 κιόλας χρόνια τους. Τα παιδιά φαίνεται να κρύβουν πολύ σοφία αλλά και διάθεση για αλλαγές. Αρκεί εμείς να πάρουμε το χρόνο να τα ακούσουμε και να τα στηρίζουμε ώστε να κάνουν τις αλλαγές που έχουν στο μυαλό τους, πράξη.

Κλείνω με μια σκέψη τους ως προς την πρόληψη της σχολικής βίας: ‘θα πρέπει να συζητάμε τις διαφορές μας, μαγκιά δεν είναι να χτυπάς τους άλλους, μαγκιά είναι να σταθείς με αγάπη’, ‘να λείπει η οργή, να πρυτανεύει η αγάπη και ο διάλογος’



ΠΗΓΗ:


ΓΡΑΦΕΙ η Ίντα Ελιάου από ομιλία της  «Εκφοβισμός στο σχολικό περιβάλλον»  στο 2ου Δημοτικού Σχολείου Άργους Ορεστικού, 28/05/12.





No comments:

Post a Comment