Monday 25 January 2021

Ένας χαρούμενος σύντροφος μας δίνει ζωή!



Μακροζωία, ικανοποίηση από τη ζωή, σχέση με το σύντροφο

Τα μέχρι τώρα ερευνητικά δεδομένα έχουν αναδείξει τη συσχέτιση της ικανοποίησης από την ζωή, με την μακροζωία του ατόμου. Η αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή συνδέεται με συμπεριφορές που επηρεάζουν θετικά την υγεία μας, όπως η ισορροπημένη διατροφή και η σωματική άσκηση. Σε πολλές μελέτες, έως τώρα, έχει εντοπιστεί ισχυρή συσχέτιση της ικανοποίησης του ατόμου από την ποιότητα ζωής του με τη μειωμένη πιθανότητα θνησιμότητας τις επόμενες δεκαετίες της ζωής του.

Ένα από τα νεότερα θέματα που έχουν τεθεί προς διερεύνηση είναι το κατά πόσο η ύπαρξη ενός ευτυχισμένου, συναισθηματικά και σεξουαλικά, συντρόφου στο πλάι μας σχετίζεται με την δική μας μακροζωία, μέσα από έναν πιο υγιεινό, δραστήριο και παραγωγικό τρόπο ζωής, αλλά και μέσα από τα θετικά μηνύματα που εκπέμπει ο σύντροφός μας για εμάς.

Τα νέα ερευνητικά δεδομένα

Όπως φαίνεται από τα νεότερα βιβλιογραφικά δεδομένα η παρουσία ενός ευτυχισμένου και χαρούμενου συντρόφου δίπλα μας συσχετίζεται με μεγαλύτερη διάρκεια και ποιότητα για τη ζωή μας. Νέα μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2019 στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Science, που εκδίδεται από την Ένωση Επιστημών στην Ψυχολογία, με έδρα της Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ανέλυσε στοιχεία από περίπου 4.400 παντρεμένα ζευγάρια ηλικίας άνω των 50 ετών.

Οι συμμετέχοντες, άνδρες και γυναίκες, μελετήθηκαν σε βάθος 8ετίας καταγράφοντας καθημερινά δεδομένα σχετικά με την αίσθηση ικανοποίησης από τη ζωή, αλλά και από τη σχέση τους, καθώς και με διάφορους παράγοντες που σχετίζονται με τον κίνδυνο θνησιμότητας, όπως η συναισθηματική εγγύτητα και η φροντίδα από το σύντροφο, οι διατροφικές συνήθειες και η σωματική άσκηση.

Τι έδειξε η έρευνα;
Στο τέλος των 8 χρόνων της μελέτης, περίπου το 16% των συμμετεχόντων είχε πεθάνει.
Εκείνοι που πέθαναν ήταν κυρίως:
μεγαλύτεροι σε ηλικία,
άνδρες,
λιγότερο μορφωμένοι,
λιγότερο πλούσιοι,
λιγότερο σωματικά δραστήριοι,
σε χειρότερη υγεία από εκείνους που ήταν ακόμα ζωντανοί.
Όσοι πέθαναν έτειναν να έχουν:
χαμηλότερη ικανοποίηση από τη σχέση με το σύντροφό τους,
χαμηλότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους,
έναν σύντροφο που επίσης ανέφερε χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή και τη σχέση του.
Οι σύζυγοι των συμμετεχόντων που πέθαναν ήταν πιο πιθανό να πεθάνουν μέσα στην 8ετή περίοδο παρατήρησης από ότι οι σύζυγοι των συμμετεχόντων που ζούσαν ακόμη.

Συμπεράσματα

Τα ευρήματα υπογραμμίζουν το ρόλο του άμεσου κοινωνικού περιβάλλοντος κάθε ατόμου στην γενικότερη ποιότητα ζωής του και συγκεκριμένα στη βιολογική του υγεία. Φαίνεται λοιπόν ότι η ψυχική και βιολογική μας υγεία εξαρτώνται άμεσα από το σύντροφό μας και το αντίστροφο. Η συνήθεια σε συνδυασμό με τη ρουτίνα και την ανία είναι ένα κακό τρίπτυχο για τη σχέση, που δυστυχώς συναντάται αρκετά συχνά σε μακροχρόνιους δεσμούς, τόσο σε επίπεδο συναισθηματικό όσο και στον ερωτικό τομέα. Χρειάζεται, λοιπόν, προσπάθεια ώστε να μην παρασυρθούμε από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, αλλά να κάνουμε μικρά πράγματα που μπορεί να χρωματίζουν τη ζωή μας. Οφείλουμε να παλεύουμε κάθε μέρα για τη σχέση μας, αφιερώνοντας χρόνο σε εκείνη, καθώς σε τελική ανάλυση φαίνεται πως ο χρόνος που «δίνουμε» για τη σχέση μας μπορεί να γίνει και χρόνος «ζωής» για εμάς…




Βασιλειάδης Ηλίας
Ψυχολόγος, M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΨΣΥ

ΠΗΓΗ:

Τα μέτρα πρόληψης για το άνοιγμα των οίκων ανοχής



Διαβάζοντας τις οδηγίες που έδωσε στη δημοσιότητα ο Ε.Ο.Δ.Υ για τις παρεχόμενες σεξουαλικές υπηρεσίες, που περικλείονται μέσα σε 10 μέτρα πρόληψης, θα ήθελα να σχολιάσω τα εξής :

1) Τα μέτρα δείχνουν να είναι καλά μελετημένα και σοβαρά ως προς την διατύπωσή τους, ως προς τα απαιτούμενα μέτρα προφύλαξης του πελάτη αλλά και των εργαζομένων που παρέχουν τις σεξουαλικές υπηρεσίες στην διάρκεια της επαφής τους.

2) Ενώ τα μέτρα πρόληψης δείχνουν μια ισχυρή λογική προφύλαξης, η διαδικασία της εφαρμογής και της λειτουργίας της ίδιας της σεξουαλικής πράξης προβάλλεται αρκετά δύσκολη έως ανέφικτη στην ρεαλιστική εικόνα της σεξουαλικής εμπλοκής. Γιατί τα μεν μέτρα στηρίζονται στην ορθή λογική, η σεξουαλική επαφή ,όμως, κατα βάση στηρίζεται στην παρόρμηση της ηδονής και στην επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά που προκαλεί η ίδια η σεξουαλική ένταση, "ξεχνώντας" τη λογική των μέτρων και ασφαλώς την απόλυτη και αναλυτική εφαρμογή τους.

3) Πόσο λοιπόν εφαρμόσιμο είναι ένα πρόγραμμα μέτρων, σε δύο ανθρώπους που εμπλέκονται σωματικά γυμνοί και μάλιστα έναντι αμοιβής, όπου ο πελάτης ζητάει τη σεξουαλική του ικανοποίηση, περνώντας ,ενδεχομένως, τα όρια των μέτρων προφύλαξης; Μήπως έτσι, αυξάνεται ο κίνδυνος μόλυνσης και των δύο εμπλεκομένων;

4) Αναμφίβολα, αγωνία θα προκληθεί και για τα εκδιδόμενα άτομα, τα οποία θα είναι σοβαρά εκτεθειμένα στους ανυπάκοους, απερίσκεπτους και παρορμητικούς πελάτες (δεν θα είναι λίγοι αυτοί) που στα 15 λεπτά της νόμιμης σεξουαλικής τους επίσκεψης, θα έχουν ως μοναδικό σκοπό την κορύφωσή τους. Μάλιστα, η οριοθέτηση του χρόνου, που είναι μεν σωστή ως μέτρο προφύλαξης, θα δημιουργήσει αυξημένο άγχος επίδοσης, άρα και σπασμωδικότητα στην ίδια τη σεξουαλική διαδικασία, αφήνοντας στο περιθώριο τη σκέψη "της τήρησης των μέτρων".

Άρα, θεωρώ τα μέτρα ως καλώς οριοθετημένα, πιστεύω όμως ότι οι εφαρμογές τους με σκοπό την πρόληψη δεν θα είναι λειτουργικές, αφήνοντας "ανοιχτή την πόρτα της μόλυνσης..."




Θάνος Ασκητής
Ψυχίατρος Σεξολόγος
Καθηγητής Ψυχιατρικής EUC

ΠΗΓΗ:

Thursday 21 January 2021

The Shape Of A Glass Can Influence How Much We Drink




By Matthew Warren

Recent years have seen the government take measures to try and limit people’s consumption of sugary drinks and other unhealthy foods. Take the so-called “sugar tax” placed on soft drinks, for instance, or the proposal to ban adverts for junk food before the 9pm watershed.

Some psychologists hope that small changes in design can also help “nudge” people into healthier behaviours. For example, a study from last year found that the order in which drinks are presented on the McDonald’s menu could encourage people to choose the sugar-free options more often.

Now a new paper in Scientific Reports suggests that the shape of a glass could also subtly influence people’s drinking behaviours.



Past work had found that people were slower to drink both beer and soft drinks from glasses with straight sides compared to those with outward-sloping sides. But it was unclear whether there was any effect on the total amount consumed or exactly why the shape of a glass should have an effect.

To investigate these questions, Tess Langfield from the University of Cambridge and colleagues conducted a series of experiments using different shaped glasses. First, the team gave 198 participants a fizzy apple drink in either a straight-sided tumbler, or one with sides that sloped outwards. The participants were allowed to drink at their leisure while watching a nature documentary.The glasses used in the first study (left; each glass contains 330ml of apple drink) and second and third studies (right; each glass contains 165ml of passion fruit drink). Via Langfield et al (2020)

The team found no difference in the total time participants spent drinking from each kind of glass. But those who drank from the sloping glass did show a more “decelerated” pattern of drinking: they tended to drink more of the drink in the first half of the session than the second half.

Participants were then asked to fill the glass until it was half-full. Those with the sloping glass tended to underestimate where the midpoint was compared to those with the straight-sided glass. That makes sense: if a glass slopes outwards, there is more volume at the top than at the bottom, so the midpoint is higher that it might initially seem.

These findings suggest glass shape could influence people’s pace of drinking, and potentially their perceptions of how much they’ve had to drink. But they don’t reveal anything about the actual amount consumed. So in a second study, the team asked participants to perform a (fake) taste-test, rating four passion fruit drinks, half served in straight-sided champagne flutes and half in sloped martini glasses.

Participants did indeed drink significantly less from the champagne flutes than the martini glasses. They also took smaller sips from the champagne flutes. This time, however, glass shape didn’t influence people’s accuracy at finding the midpoint of the glass, suggesting that this kind of perceptual bias couldn’t explain why people drank less from the straight-sided glasses.

Instead, the researchers wondered whether the results could be related to the physical shape of the lips when sipping from each kind of glass. So in a final experiment, they had participants drink from the champagne and martini glasses while their face was rigged up with electrodes to measure muscle activity. The team found that people’s lips were more pursed when sipping from the straight-sided flute than the sloped martini glass, and there was some evidence that pursing the lips more was related to taking smaller sips.

Overall, then, the study suggests that sloping glasses can cause us to drink more of a soft drink — but this seems to be due to the way the shape affects the actual mechanics of how we sip from a glass, rather than the result of perceptual biases.

So should health-conscious bars and restaurants start chucking out their sloping glasses? Well, it seems pretty clear that more work needs to be done in real world settings. Drinking in a bogus taste-test in the lab — particularly when hooked up to electrodes — is a far cry from how people might consume soft drinks in daily life. And it remains unclear whether the results hold for alcohol as well as soft drinks.

The last two studies also used glasses which normally have quite specific purposes: they’re used for serving sparkling wine and cocktails. Could participants’ associations with those drinks have influenced their behaviour? Maybe they’re used to sipping slowly on champagne, for instance, while more readily knocking back martinis. Unlikely, perhaps, but it seems worth also exploring the effects of glasses with novel designs that are free from these kinds of existing associations.

Still, the study shows that the design of our drinkware is worth examining in the context of public health. And even small “nudges” could theoretically have a large impact at a population level, particularly alongside other measures. “In combination with other behaviour change strategies, adopting straight-sided glasses may prove to be one intervention contributing to the many needed to reduce consumption of drinks that harm health,” the team concludes.

SOURCE:

Tuesday 19 January 2021

Γιατί κάποιοι άνθρωποι αποφεύγουν τη δέσμευση;



Μαρίνα Μόσχα Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Εξειδίκευση στη Σεξουαλική Υγεία  

Παρατηρούμε έναν γενικότερο φόβο να κυριαρχεί γύρω από την δέσμευση, παρόλο που σχεδόν όλοι δηλώνουν πως αναζητούν απεγνωσμένα τον έρωτα και την βαθύτερη αγάπη!

Σήμερα αρκετοί άνθρωποι είναι μόνοι, σε άλλους είναι επιλογή, σε άλλους όχι – τουλάχιστον όχι συνειδητά! Βγαίνεις έξω το βράδυ και βλέπεις χώρια τις ανδροπαρέες από τις γυναικοπαρέες και βέβαια με κύριο θέμα συζήτησης, το «γιατί δεν υπάρχουν γυναίκες ή άνδρες» αντίστοιχα, που η συνάντησή μεταξύ τους θα αποφέρει καρπούς…

Σίγουρα, έχουμε ξεφύγει από την παλαιότερη θεώρηση όπου στόχος όλων ήταν η δημιουργία οικογένειας, άσχετα αν ταίριαζες ή αν ήθελες αυτόν που σου προξένευαν, αν δεν ανήκες στους «τυχερούς» που παντρεύονταν από έρωτα! Και βέβαια, σήμερα καταλαβαίνουμε γιατί δεν υπήρχαν και διαζύγια, εφόσον η γυναίκα ήταν οικονομικά εξαρτημένη από τον σύζυγο – ο οποίος της είχε πάρει και όλη την περιουσία, ως προικώο!

Αρκετοί αναρωτιούνται μήπως έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο, όπου μέσα από την ευκολία του να δημιουργήσεις μία σχέση, τελικά το να το θεωρείς τόσο δεδομένο, παραμένεις μόνος σου. Το σεξ το βρίσκεις τόσο εύκολα πια, όπου μετά την ικανοποίηση των ορμών και των βιολογικών αναγκών σου, απλά «αράζεις» μέχρι να βγεις για το επόμενο κυνήγι. Και δεν θα μιλήσω τώρα για το ποιος είναι τελικά ο κυνηγός και πόσο έχουν αλλάξει οι ρόλοι, όχι γιατί δεν ισχύει αλλά απλά, επειδή θα βγω εκτός…θέματος!



Οι σχέσεις λοιπόν φαντάζουν εύκολες – οι ρηχές και επιφανειακές σχέσεις! Και όσο πιο εύκολες και επιφανειακές παραμένουν, τόσο περισσότερο ανεβαίνει και ο πήχης που βάζει ο καθένας! Είναι σαν να ψάχνεις να βρεις τον πρίγκηπά σου, όπου επηρεασμένη από τα παραμύθια, περιμένεις ότι θα βρεις να φιλήσεις τον σωστό βάτραχο που θα μεταμορφωθεί και θα λυθούν τα μάγια. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άνδρες, όπου αναζητούν την σέξι πριγκιποπούλα που τελικά μετά το φιλί της ζωής θα την λυτρώσουν και εκείνη από την κακιά μάγισσα αλλά και τους ίδιους από την μοναξιά τους!

Απλά, μάλλον οι γαλαζοαίματοι δεν υπάρχουν στις μέρες μας πια… Και ως δικαιολογία στον ανεκπλήρωτο πόθο του παραμυθιού, χανόμαστε στην πεζή καθημερινότητα μέσα από τις υποχρεώσεις, την ενασχόληση με την καριέρα και την δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας μας, αλλά και την δικαιολογία ότι οι σχέσεις είναι δύσκολες και πλέον δεν κρατούν!

Παρατηρούμε λοιπόν έναν γενικότερο φόβο να κυριαρχεί γύρω από την δέσμευση, παρόλο που σχεδόν όλοι δηλώνουν πως αναζητούν απεγνωσμένα τον έρωτα και την βαθύτερη αγάπη!

Και εδώ έρχεται μία νέα έρευνα να επιβεβαιώσει πως η προσωπικότητά μας και τα χαρακτηριστικά της – πέρα από τα γονιδιακά χαρακτηριστικά – έχουν να κάνουν με τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους γονείς μας ή γενικότερα με τους ανθρώπους εκείνους που μας ανατρέφουν. Πιο απλά, αν πήραμε πολλή προσοχή από τους γονείς τους ή και πολύ λίγη, φαίνεται ότι δυσκολεύει τη διαδικασία της δέσμευσης. Παρατηρήθηκε πως το 1/4 των ατόμων που μελετήθηκαν για τον τρόπο που σχετίζονται και τη σχέση τους με την δέσμευση, έχει υιοθετήσει ένα αποφευκτικό στυλ, έναν τρόπο που αποφεύγει να δεσμευτεί.

Αυτό σημαίνει ότι η έντονη γονική υπερπροστασία και παρεμβατικότητα, τους έκανε να αποφεύγουν έναν σύντροφο που θα νιώσουν ότι απειλεί την ελευθερία τους και θα τους περιορίζει, έστω και στο ελάχιστο. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν όμως και εκείνοι που από τους γονείς πήραν ελάχιστη προσοχή και «συναισθηματική ζεστασιά», μαθαίνοντας έτσι να είναι αυτάρκεις και πιο ανεξάρτητοι, οδηγούμενοι σήμερα, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, στην αποφυγή ενός συντρόφου που οι ίδιοι φοβούνται ότι θα «προσκολληθεί» πάνω τους.

Μάλιστα, η Δρ. Sharon Dekel, η πρώτη συγγραφέας της μελέτης, υποστήριξε πως Τα άτομα που αποφεύγουν την δέσμευση, αναζητούν κάποιον για να τα επικυρώσει, να τα δεχτεί όπως είναι, να ανταποκριθεί με συνέπεια στις ανάγκες τους και να παραμένει ήρεμος – να μην δημιουργεί αναστάτωση για τίποτα και να μην παρεμβαίνει στα προσωπικά τους ζητήματα. Φαίνεται λοιπόν, πως μέσα από την στάση αποφυγής της δέσμευσης, το ζητούμενο είναι ένα μοντέλο οικειότητας "παιδιού-μητέρας".



Με άλλα λόγια, δεν ψάχνουν για έναν άλλο συναισθηματικά ώριμο ενήλικα, αλλά μάλλον για μια «μητέρα» ή «πατέρα», για έναν «σύντροφο-γονιό» που απλά θα τους φροντίσει, δίνοντάς τους ψυχολογική τροφή. Μοιάζει περισσότερο με ένα πρώιμο αναπτυξιακό στάδιο συγγένειας. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητό, είναι σαν να αναζητώ ένα μοντέλο σχέσης, όπου ο σύντροφός μου θα λειτουργεί ως «τροφός» στις ψυχοσυναισθηματικές αλλά και σεξουαλικές μου ανάγκες, όπως και η μητέρα-(εκτός βέβαια από την ικανοποίηση των σεξουαλικών μου αναγκών). Ο σύντροφός μου θα χρησιμεύει για να με επιβεβαιώνει χωρίς όμως να με κρίνει και να με αποδέχεται έτσι όπως είμαι, χωρίς δικούς του όρους, όπως κάνουν συνήθως οι γονείς μας.

Αν το «ανοίξουμε» και άλλο αυτό, θα δούμε πόσο έντονος είναι ο φόβος απόρριψης που κρύβεται από πίσω και που μπορεί να μειωθεί ή και να «εξαφανιστεί» όταν λειτουργώ ελεγκτικά ως το «ποιος θα με πλησιάσει και πόσο για να μην πληγωθώ», περιορίζοντας την εγγύτητα. Βέβαια, όλη αυτή η μη συνειδητή προσπάθεια να είμαι πάντα σε επαγρύπνηση, καταλαβαίνουμε πόσο ψυχοφθόρα είναι και πόση ψυχική ενέργεια ρουφάει, βάζοντάς με σε μία διαρκή εσωτερική σύγκρουση και πάλη ανάμεσα στις ανάγκες προσκόλλησης που προσπαθώ χωρίς να αντιλαμβάνομαι να «απενεργοποιήσω» και στην ανάγκη μου να σχετιστώ και το άγχος που θα μου προκληθεί…
Αντιμετωπίζεται η αποφυγή της δέσμευσης;

Είναι η ερώτηση που ακολουθεί όταν τελικά ένας άνθρωπος αρχίσει να αντιλαμβάνεται τον τρόπο που λειτουργεί και τελικά…μένει μόνος του. Η απάντηση είναι πως μέσα από την ψυχοθεραπεία, όταν όλη αυτή η λειτουργία έρθει στην επιφάνεια και αποκτηθεί η σχετική επίγνωση του «τι και πως κάνω αυτό που κάνω», τότε μπορώ να πειραματιστώ, να δοκιμάσω να το κάνω λίγο διαφορετικά, μέχρι να βρω τον δικό μου τρόπο, αυτόν που μου ταιριάζει και νιώθω ασφαλής να «αφεθώ σιγά σιγά και να εμπιστευτώ, ώστε να φοβάμαι και λιγότερο», έτσι ώστε να αποφύγω την βαθύτερη μοναξιά αλλά και τις ψυχοσωματικές παρενέργειές της…

ΠΗΓΗ:


Thursday 14 January 2021

Here’s How Parents’ Reactions To School Performance Influence Their Children’s Wellbeing



By Emma Young

What do you do if your child comes home with a lower score on a test than you both expected? Do you praise their efforts and focus on what they got right? Or do you home in on the answers that they got wrong, hoping this will help them to do better in future?

Research shows that the first, “success-oriented” response is more common in the US than in China, where parents more often opt for “failure-oriented” responses instead. Recent studies in both countries have found that success-oriented responses tend to encourage psychological wellbeing but not necessarily academic success, whereas failure-oriented responses can foster academic performance, but with a cost to the child’s wellbeing.

Jun Wei at Tsinghua University, China, and colleagues wondered what might drive these observed relationships: do different response styles lead children to form different concepts about what their parents want for them — and is this what produces the opposing impacts on wellbeing? In a new paper, published in Developmental Psychology, the team report some intriguing answers to these questions.

The researchers studied 447 American children from three schools in the US and 439 children from a school in southern China. The children were in the same grade of school and were, on average, 13 at the start of the study. They completed a batch of initial surveys, and then a further batch a year later.

In one of the initial surveys, the children were asked to imagine that they had done very well and then very poorly on a school test, and indicate the extent to which they thought their parents would emphasise the successful aspects of their performance, or the negatives (e.g. “My parents would talk about why I didn’t get an even higher score” if they had done well, or “My parents would talk about how I had not worked hard” if they had done poorly).

Along with surveys of general wellbeing and symptoms of anxiety and depression, the children also answered questions about their perceptions of their parents’ goals for them. Responses to statements such as “How important is it to your parents for you to believe in your abilities?” were used to probe parental goals relating to self-worth, while statements such as “How important is to your parents for you to always try to overcome your weaknesses?” explored the extent to which the children thought that their parents held “self-improvement” goals for them.

The team found that, in both countries, children who felt that their parents were more success-oriented in their responses were more likely to feel that their parents held self-worth goals for them, and statistically speaking, this went a long way to explaining higher levels of general wellbeing in this group a year later. In the US only, stronger perceptions that parents held self-worth goals were also associated with fewer symptoms of anxiety and depression a year on. Why wasn’t this seen in the children in China, too? It might be because children in China are subject to more academic stress, because of the format of the school examination system, the team suggests — and the impact of this on symptoms of anxiety and depression overwhelms any variations relating to parental response style.

In both the US and China, the team also found that the more parents used failure-oriented responses, the more the children felt that their parents held self-improvement goals for them — and in China only, the more they felt their parents were concerned about their self-worth too. This may be “because Chinese parents convey their belief in their children’s potential by urging them to strive to do better”, the researchers write.

However, failure-oriented responses from the parents were also associated with decreased wellbeing among the American children, and higher levels of anxiety and depression symptoms in kids from both countries. “It could be that when parents highlight the negative aspects of their children’s performance, adolescents feel incompetent, regardless of whether they perceive their parents as wanting them to constantly strive to self-improve,” the researchers write. “The thwarted need for competence may dampen adolescents’ psychological functioning.”

The team did home in only a few dimensions of the parent-child relationship, which is, of course, complex. For parents everywhere, it would certainly be interesting to know whether the positive academic effects of a failure-oriented response style could be gained without a cost to wellbeing — could an emphasis on praising successes with a dash of observation of any failures of effort work best, perhaps? I know that as parent, that’s what I aim for. But only future research will reveal if it’s actually a good strategy for my children.


SOURCE:

Tuesday 12 January 2021

Αποτελέσματα Έρευνας «Η επόμενη μέρα μετά το ‘’Μένουμε Σπίτι’’»


Η έρευνα διενεργήθηκε διαδικτυακά μέσω της ιστοσελίδας του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας Δρ. Θάνος Ασκητής, αλλά και των social media στα οποία διανεμήθηκε. Πραγματοποιήθηκε από την 01/05/2020, όπου ολοκληρώθηκαν 40 ημέρες καραντίνας, έως τις 30/06/2020 σηματοδοτώντας τους 2 πρώτους μήνες μετάβασης από την περίοδο περιορισμού της κυκλοφορίας στην σταδιακή άρση των μέτρων.

Στην έρευνα συμμετείχαν 1623 άτομα, εκ των οποίων 42% (682) ήταν άνδρες και 58% (941) γυναίκες. Η κυρίαρχη ηλικιακή ομάδα που έλαβε μέρος στην έρευνα ήταν εκείνη των 31 έως 50 ετών.Το 82% του δείγματος ήταν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ το 17% είχε ολοκληρώσει σπουδές δευτεροβάθμιας και το 1% πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το μεγαλύτερο πλήθος των συμμετεχόντων που έλαβαν μέρος στην έρευνα ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι (36%), ακολουθούμενοι από τους ελεύθερους επαγγελματίες (20%) και τους δημόσιους υπαλλήλους (17%), με τους ανέργους να έπονται με ποσοστό 12% και τους συνταξιούχους, όσους ασχολούνται με τα οικιακά τους άεργους και τους εισοδηματίες να συμπληρώνουν το δείγμα (6%, 6%, 1% και 1% αντίστοιχα). Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, 20% των συμμετεχόντων ήταν σε αναστολή εργασίας, ενώ 30% δεν είχε καμιά εργασία. Οι έγγαμοι ήταν η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα που καταγράφηκε στην έρευνα καθώς αποτέλεσαν το 53% του δείγματος, ενώ ακολούθησαν οι άγαμοι (21%), εκείνοι που συμβιώνουν σε σχέση (19%) και οι διαζευγμένοι (6%).




Πίνακες ανάλυσης δεδομένων






























































Βασικά συμπεράσματα έρευνας




24% του δείγματος στράφηκε στον αυνανισμό και το πορνό στη διάρκεια της καραντίνας.
44% των συμμετεχόντων κράτησαν σταθερή τη σεξουαλική τους ζωή και 17% την αύξησαν.
19% των συμμετεχόντων «είδε» τη σεξουαλική του ζωή να πέφτει, ενώ το 6% απέφυγε τις σεξουαλικές επαφές λόγω κορωνοιού.
Οι έγγαμοι παρουσίασαν μικρότερη μείωση της σεξουαλικής τους ζωής (16% των συμμετεχόντων), διατηρώντας τη περισσότερο σταθερή, παρουσιάζοντας ωστόσο και μικρότερη αύξηση (19% των συμμετεχόντων), συγκριτικά με τους άγαμους και εκείνους που συμβιώνουν σε σχέση.
Εκείνοι που συμβιώνουν παρουσίασαν μεγαλύτερη μείωση της σεξουαλικής τους ζωής (23% των συμμετεχόντων), αλλά και μεγαλύτερη αύξηση (24% των συμμετεχόντων) συγκριτικά με άγαμους και έγγαμους.
Οι άγαμοι φαίνεται να επηρεάστηκαν περισσότερο από την καραντίνα, καθώς τους πρώτους 2 μήνες μετά το τέλος της, το 9% των άγαμων έχει αυξήσει τη σεξουαλική του ζωή, ενώ το 23% έχει βιώσει μείωση.
Η μεγαλύτερη μείωση της σεξουαλικής ζωής παρατηρείται στην ηλικιακή ομάδα των 41-50 ετών (29% όσων δήλωσαν ότι μειώθηκε η σεξουαλική τους ζωή ανήκουν στην ομάδα αυτή).
32% των συμμετεχόντων κρίνουν τη σεξουαλική τους ζωή ως «κακή».
6% των συμμετεχόντων έδειξαν ενδιαφέρον στην πιθανότητα του να κάνουν παιδί στη διάρκεια της καραντίνας.
12% του δείγματος αποφάσισε να χωρίσει.
36% των συμμετεχόντων θεωρούν ότι θα υπάρξει επιδείνωση στις διαπροσωπικές σχέσεις από την καραντίνα και μετά.
39% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι απειλείται από πιθανό χωρισμό.
31% θεωρεί ότι θα μειωθεί η αναζήτηση νέας σχέσης λόγω φόβου μόλυνσης, ενώ 12% απαξιώνει τη σχέση ως μη αναγκαία.
74% των ερωτηθέντων εξέφρασε την άποψη ότι η σεξουαλική ζωή θα μειωθεί λόγω της πανδημίας (φόβος μόλυνσης, καταθλιπτική διάθεση).

Δρ. Θάνος Ασκητής και Συνεργάτες, 2020


ΠΗΓΗ: