Tuesday 24 August 2021

(Και) η καλή διάθεση περνά από το στομάχι


Food mood ή, αλλιώς, οι πίτσες, τα χάμπουργκερ και τα παγωτά δεν φέρνουν την ευτυχία, όταν η ψυχική μας υγεία δεν είναι στα καλύτερά της.



Ενώ σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι πάλευαν με πολύ υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και νευρικότητας τον τελευταίο χρόνο, πολλοί βρήκαν καταφύγιο στα αγαπημένα τους comfort foods: παγωτό, γλυκά, πίτσα, χάμπουργκερ. Πρόσφατες έρευνες, όμως, δείχνουν ότι τροφές με μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη και με υψηλά λιπαρά που συχνά λιγουρευόμαστε όταν είμαστε αγχωμένοι ή θλιμμένοι έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να ευεργετήσουν την ψυχική μας υγεία, όσο ανακουφιστικά κι αν μοιάζουν. Αντίθετα, υγιεινές τροφές όπως λαχανικά, φρούτα, αυγά, ξηροί καρποί και σπόροι, φασόλια και όσπρια, καθώς και προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι, ίσως να είναι μια καλύτερη επιλογή.

Τα αποτελέσματα προέρχονται από έναν ερευνητικό τομέα γνωστό ως διατροφική ψυχιατρική, που αναδύεται και επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ δίαιτας και ψυχικής υγείας. Η ιδέα ότι τρώγοντας συγκεκριμένα φαγητά μπορεί να βελτιωθεί η υγεία του εγκεφάλου, όπως ακριβώς γίνεται με την υγεία της καρδιάς, ίσως μοιάζει με κοινή λογική. Αλλά ιστορικά, η διατροφική έρευνα έχει επικεντρωθεί κυρίως στο πώς τα φαγητά που τρώμε επηρεάζουν τη σωματική μας υγεία αντί για την ψυχική. Για πολύ καιρό, η ενδεχόμενη επιρροή του φαγητού στην ευτυχία και στην ψυχική ευημερία ήταν «τεχνητά αγνοημένη», όπως το έθεσε πρόσφατα μια ομάδα ερευνητών.
Tροφές για την ψυχή

Αλλά μέσα στα χρόνια, έρευνες που διαρκώς αυξάνονται πάνω στο θέμα έχουν προσφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους τα φαγητά μπορούν να επηρεάσουν τις διαθέσεις μας. Μια υγιεινή δίαιτα βελτιώνει το έντερο, που επικοινωνεί με τον εγκέφαλο μέσω του άξονα εντέρου-εγκεφάλου. Μικρόβια μέσα στο έντερο παράγουν νευροδιαβιβαστές, όπως σεροτονίνη και ντοπαμίνη, οι οποίοι ρυθμίζουν τις διαθέσεις και τα συναισθήματά μας, και το εντερικό μικροβίωμα έχει εμπλακεί με αποτελέσματα στην ψυχική υγεία. «Μια επαρκής βιβλιογραφία δείχνει ότι το εντερικό μικροβίωμα παίζει καθοριστικό ρόλο σε μια ποικιλία από ψυχιατρικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης μιας τεράστιας καταθλιπτικής διαταραχής», έγραψε μια ομάδα επιστημόνων πέρυσι στο Harvard Review of Psychiatry.


Ακόμη, έρευνες με μεγάλο εύρος δειγμάτων έχουν βρει ότι άνθρωποι που καταναλώνουν πολλές τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά αναφέρουν μικρότερα ποσοστά κατάθλιψης και μεγαλύτερα επίπεδα ευτυχίας και ψυχικής ευεξίας. Μια τέτοια έρευνα του 2016, που ακολούθησε 12.400 ανθρώπους για επτά χρόνια, βρήκε ότι εκείνοι που αύξησαν την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κατά τη διάρκεια της έρευνας βαθμολόγησαν τους εαυτούς τους oυσιαστικά υψηλότερα σε ερωτηματολόγια σχετικά με τα γενικά επίπεδα ευτυχίας και την ικανοποίηση ζωής.

Ωστόσο, μεγάλες μελέτες παρατήρησης μπορούν να δείξουν μόνο συσχετισμούς και όχι αιτιότητες, οι οποίες γεννούν το ερώτημα: Το άγχος και η κατάθλιψη οδηγούν τους ανθρώπους στο να επιλέξουν ανθυγιεινά φαγητά ή το ανάποδο; Είναι οι χαρούμενοι και οι αισιόδοξοι άνθρωποι περισσότερο ενθουσιώδεις στην προοπτική να καταναλώσουν θρεπτικές τροφές; Ή μια υγιεινή διαίτα τους κάνει αμέσως πιο χαρούμενους;

Η πρώτη μεγάλη δοκιμή που ρίχνει φως στη σύνδεση φαγητού-διάθεσης δημοσιεύτηκε το 2017. Μια ομάδα από ερευνητές ήθελε να μάθει αν οι διαιτητικές αλλαγές θα βοηθούσαν να ελαττώσουν την κατάθλιψη, γι’ αυτό επιστράτευσαν 67 άτομα που είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη και τους χώρισαν σε ομάδες. Μια ομάδα πήγε στις συναντήσεις με έναν διαιτολόγο που τους δίδαξε να ακολουθούν μια παραδοσιακή, μεσογειακού τύπου δίαιτα. Η άλλη ομάδα, που είχε τον ρόλο της ομάδας ελέγχου, συναντήθηκε κανονικά με έναν βοηθό ερευνητή που παρείχε κοινωνική υποστήριξη, αλλά χωρίς διατροφική συμβουλή.

Στην αρχή της έρευνας, και τα δύο γκρουπ κατανάλωσαν πολλά φαγητά που ήταν γεμάτα ζάχαρη, επεξεργασμένα κρέατα και αλμυρά σνακ και περιείχαν πολύ λίγες φυτικές ίνες και πρωτεΐνες ή φρούτα και λαχανικά. Αλλά το γκρουπ της δίαιτας έκανε τεράστιες αλλαγές. Αντικατέστησαν τα ζαχαρωτά, το φαστ φουντ και τα ζυμαρικά με θρεπτικές τροφές, όπως καρύδια, φασόλια, φρούτα και όσπρια. Άλλαξαν το άσπρο ψωμί με ολικής άλεσης και προζύμι. Παράτησαν τα δημητριακά με ζάχαρη και έφαγαν μούσλι και βρόμη. Αντί για πίτσα, έφαγαν λαχανικά που μαγειρεύτηκαν στη στιγμή. Και αντικατέστησαν υψηλά επεξεργασμένα κρέατα όπως ζαμπόν, λουκάνικα και μπέικον με θαλασσινά και μικρά κομμάτια άπαχου κόκκινου κρέατος.


Πιo σημαντικό είναι το ότι και τα δύο γκρουπ είχαν συμβουλευτεί να συνεχίσουν να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά ή άλλες φαρμακευτικές αγωγές που τους είχαν συνταγογραφηθεί. Ο στόχος της έρευνας δεν ήταν να παρατηρηθεί αν μια πιο υγιεινή δίαιτα θα μπορούσε να αντικαταστήσει την αγωγή, αλλά αν θα μπορούσε να προσφέρει παραπάνω προνόμια, όπως άσκηση, καλό ύπνο και άλλες συμπεριφορές στον τρόπο ζωής τους.

Μετά από δώδεκα εβδομάδες, οι μέσοι δείκτες κατάθλιψης βελτιώθηκαν και στις δύο ομάδες, το οποίο ίσως και να ήταν αναμενόμενο για όποιον εισαγόταν σε μια κλινική δοκιμή που προσέφερε παραπάνω υποστήριξη, ανεξάρτητα από την ομάδα στην οποία ήταν ο καθένας. Αλλά οι δείκτες κατάθλιψης βελτιώθηκαν σε ένα άκρως μεγαλύτερο κομμάτι της ομάδας που ακολούθησε την υγιεινή δίαιτα: σχεδόν το ένα τρίτο από αυτούς τους ανθρώπους δεν θεωρούνταν πια ότι πάσχουν από κατάθλιψη, σε σύγκριση με το 8% των ανθρώπων στην ομάδα ελέγχου.
Υγιεινή διατροφή εναντίον καταθλίψης

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά για πολλούς λόγους. Η δίαιτα ευεργέτησε την ψυχική υγεία, ακόμη κι αν οι συμμετέχοντες δεν έχασαν κιλά. Οι άνθρωποι επίσης εξοικονόμησαν χρήματα με το να καταναλώνουν τα πιο θρεπτικά φαγητά, δείχνοντας ότι μια υγιεινή δίαιτα μπορεί να είναι οικονομική. Πριν από την έρευνα, οι συμμετέχοντες ξόδευαν σχεδόν 138 δολάρια ανά εβδομάδα στο φαγητό. Αυτοί που ακολούθησαν την υγιεινή δίαιτα μείωσαν τις δαπάνες του φαγητού τους στα 112 δολάρια ανά εβδομάδα. Τα προτεινόμενα φαγητά ήταν σχετικά φθηνά και διαθέσιμα στα περισσότερα σούπερ μάρκετ. Συμπεριέλαβαν προϊόντα όπως κονσερβοποιημένα φασόλια και φακές, κονσερβοποιημένο σολομό, τόνο και σαρδέλες και κατεψυγμένα και οικολογικά προϊόντα, σύμφωνα με τη Φελίς Τζάκα, κύρια συντάκτρια της έρευνας.

«Η ψυχική υγεία είναι σύνθετη», επεσήμανε η Φ. Τζάκα, διευθύντρια του Κέντρου Food & Mood στο Πανεπιστήμιο Ντίκιν στην Αυστραλία και πρόεδρος της Διεθνούς Κοινότητας για τη Διατροφική Ψυχιατρική Έρευνα. «Το να τρως τη σαλάτα δεν θα μπορέσει να γιατρέψει την κατάθλιψη. Αλλά υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις για να βελτιώσεις τη διάθεσή σου και την ψυχική σου υγεία και μπορεί να είναι τόσο απλό όσο το να αυξάνεις την πρόσληψη φυτικών και υγιεινών τροφών».

Ένας αριθμός από τυχαίες δοκιμές έχουν καταγράψει παρόμοια ευρήματα. Σε μια έρευνα 150 ενηλίκων που είχαν κατάθλιψη, η οποία δημοσιεύτηκε την προηγούμενη χρονιά, οι ερευνητές βρήκαν ότι εκείνοι που ακολούθησαν μια μεσογειακή δίαιτα με συμπλήρωμα έλαιο ψαριού για τρεις μήνες είχαν μεγαλύτερη μείωση στα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους και ανησυχίας μετά από τρεις μήνες συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου.
Ωστόσο, δεν είχαν όλες οι έρευνες θετικά αποτελέσματα. Μια μεγάλη, μακροχρόνια δοκιμή, που δημοσιεύτηκε το 2019, βρήκε ότι η μεσογειακή δίαιτα μείωσε το άγχος, αλλά δεν απέτρεψε την κατάθλιψη σε μια ομάδα ανθρώπων με υψηλό ρίσκο. Παίρνοντας συμπληρώματα όπως βιταμίνη D, σελήνιο και ω3 λιπαρά οξέα, δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στην κατάθλιψη ή στο άγχος.

Οι περισσότερες ψυχιατρικές επαγγελματικές ομάδες δεν έχουν υιοθετήσει διαιτητικές συστάσεις, επειδή οι ειδικοί λένε ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα προτού συνταγογραφήσουν μια συγκεκριμένη δίαιτα για την ψυχική υγεία. Αλλά οι ειδικοί ψυχικής υγείας έχουν αρχίσει να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να υιοθετήσουν συνήθειες όπως η άσκηση, ο ύπνος μετά μουσικής, μια υγιεινή για την καρδιά δίαιτα και η αποφυγή καπνίσματος, που ίσως μειώσει τη φλεγμονή και έχει πλεονεκτήματα για τον εγκέφαλο. Το Διεθνές Βασιλικό Κολέγιο Ψυχιάτρων της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας δημοσίευσε οδηγίες κλινικής εξάσκησης, ενθαρρύνοντας τους γιατρούς να θέσουν επί τάπητος τη δίαιτα, την άσκηση και το κάπνισμα πριν ξεκινήσουν την αγωγή στους ασθενείς ή την ψυχοθεραπεία.

ΠΗΓΗ:

Διαταραχές του συναισθήματος και σεξουαλικότητα


Οι διαταραχές του συναισθήματος αποτελούν μια ομάδα διαταραχών που χαρακτηρίζονται από καταθλιπτική ή ευφορική διάθεση ή εναλλαγή αυτών. Η διάθεση είναι ουσιαστικά ο συναισθηματικός τρόπος με τον οποίο βιώνεται η εξωτερική πραγματικότητα, ο οποίος επηρεάζει το σύνολο της λειτουργικότητας και της συμπεριφοράς ενός ατόμου. Η διάθεση επηρεάζει τόσο το τη σκέψη όσο και τη συμπεριφορά του ατόμου, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο «βλέπει» τον κόσμο κάθε στιγμή.



Αιτιολογία

ορμονικοί παράγοντες (π.χ., παθήσεις του θυρεοειδούς, μειωμένα επίπεδα οιστρογόνων)
νευροβιολογικοί παράγοντες (π.χ., μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης)
κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό
έκθεση σε στρεσογόνα γεγονότα ζωής (π.χ., ανεργία)
τραυματικές εμπειρίες ζωής (π.χ., πένθος, διαζύγιο)
χρόνια προβλήματα υγείας (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο)
νευρολογικές παθήσεις (π.χ., νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας)
λήψη φαρμάκων που επηρεάζουν τη διάθεση
κατάχρηση ουσιών / φαρμάκων



Μείζων καταθλιπτική διαταραχή




Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ή διαφορετικά κατάθλιψη) είναι μια ψυχική διαταραχή, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο παρουσιάζει έντονα μελαγχολική διάθεση και χαμηλή ενεργητικότητα για το χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων.
Τα συμπτώματα της νόσου εμποδίζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου (σε επίπεδο οικογένειας, εργασίας και κοινωνικής ζωής) και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μόνα τους.
Η κατάθλιψη κατέχει την 4η θέση παγκοσμίως ως βασική αιτία απώλειας της ζωής, αναπηρίας και κοινωνικής δυσλειτουργίας.
Εκτιμάται, ότι μέχρι το 2020 η κατάθλιψη θα αποτελεί την δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου και αναπηρίας.
Η μείζων κατάθλιψη είναι περίπου δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν το πρώτο τους καταθλιπτικό επεισόδιο μεταξύ των ηλικιών 30 και 40, ενώ μία δεύτερη κρίσιμη δεκαετία για την εμφάνιση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων είναι αυτή των 50 - 60 χρόνων.
Η πλέον δραματική εκδήλωση της κατάθλιψης είναι η αυτοκτονία.




Συμπτώματα: Προκειμένου ένα άτομο να λάβει τη διάγνωση της κατάθλιψης, θα πρέπει να εμφανίζει τουλάχιστον πέντε από τα παρακάτω συμπτώματα σε χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων:
Καταθλιπτική διάθεση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας (επίμονα συναισθήματα θλίψης, απελπισίας, ματαιότητας, μηδενισμού και απαισιοδοξίας).
Μειωμένο ενδιαφέρον για δραστηριότητες της καθημερινής ζωής ή αδυναμία να αντλήσει ευχαρίστηση από οποιαδήποτε δραστηριότητα, που στο παρελθόν θεωρούνταν ευχάριστη (ανηδονία).
Σημαντική απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους (διακύμανση ίση ή μεγαλύτερη του 5% κατά το χρονικό διάστημα του ενός περίπου μήνα).
Διατάραξη του ύπνου (αυπνία / υπερυπνία).
Καθημερινό αίσθημα κόπωσης ή απώλειας ενέργειας, που δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση.
Συναισθήματα αναξιότητας και υπερβολικής προσωπικής ενοχής.
Μειωμένη διαύγεια στη σκέψη, αδυναμία εστίασης της προσοχής και λήψης αποφάσεων.
Επαναλαμβανόμενες σκέψεις, που συνδέονται με το θάνατο ή με την πρόκληση βλάβης στον ίδιο του τον εαυτό.
Οξυθυμία και ευερεθιστότητα (το άτομο χάνει την ψυχραιμία του και θυμώνει εύκολα).
Ψυχοκινητική διέγερση ή ψυχοκινητική καθυστέρηση (το άτομο κινείται γρηγορότερα ή πιο αργά από ό,τι συνήθως).

Διαφοροδιάγνωση

Η διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής προκύπτει
Ύστερα από την αξιολόγηση των εμπειριών που αφηγείται.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις, που να πιστοποιούν με ακρίβεια την κατάθλιψη.

Θεραπεία

Η αντιμετώπιση της μείζονος κατάθλιψης συνήθως επιτυγχάνεται γρήγορα και αποτελεσματικά με διαφορετικές προσεγγίσεις:
Ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες (ατομική, οικογενειακή ή ομαδική θεραπεία)
Βιολογικές θεραπείες
Αντικαταθλιπτικά φάρμακα
Λίθιο, καθώς και μείζονα ηρεμιστικά όπως τα νευροληπτικά (σε βαρύτερες μορφές κατάθλιψης)
Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (όταν οι υπόλοιπες μέθοδοι δεν φανούν αποτελεσματικές)
Συνδυαστική θεραπεία
Ψυχιατρική νοσηλεία

Όσον αφορά την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, τα τελευταία χρόνια, η διαπροσωπική θεραπεία και η γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία έχουν προταθεί από τους ειδικούς ως ιδιαίτερα αποτελεσματικές τόσο στο πεδίο της πρόληψης όσο και στο πεδίο της υποτροπής της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.



Επιμένουσα καταθλιπτική διαταραχή (Δυσθυμία)




Αποτελεί μια μακροχρόνια (διάρκειας άνω των δύο ετών), χαμηλού βαθμού κατάθλιψη, που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια ή και όλη τη ζωή ενός ανθρώπου (αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα).
Συνήθως ξεκινά σε νεαρή ηλικία και συχνά επικαλύπτεται από μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια.
Λόγω της χαμηλής έντασης του συναισθήματος της θλίψης, συχνά υποδιαγιγνώσκεται, καθώς εκλαμβάνεται ως νωχελικότητα του ατόμου.
Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την δυσθυμία δείχνουν ότι η διαταραχή αυτή επηρεάζει το 3% -6% του πληθυσμού.
Η δυσθυμία συνήθως εμφανίζεται μαζί με διαταραχές, όπως η μείζονα κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές, οι διαταραχές προσωπικότητας, καθώς και με καταχρήσεις αλκοόλ ή/και ναρκωτικών ουσιών.

Συμπτώματα:
μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία
αϋπνία ή υπερβολικός ύπνος
χαμηλά επίπεδα ενέργειας ή επίμονη κούραση
χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης
έλλειψη συγκέντρωσης ή αναποφασιστικότητα
απελπισία, γκρίνια, μελαγχολία




Θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της δυσθυμίας είναι αντίστοιχη με εκείνη της μείζονος κατάθλιψης. Οι συνηθέστερες θεραπευτικές προτάσεις με άμεσα αποτελέσματα είναι:
Η φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά φάρμακα
Η ψυχοθεραπεία

Ωστόσο, η χρονική διάρκεια της διαταραχής πολλές φορές αποτελεί μία πρόκληση για τη θεραπευτική αντιμετώπιση καθώς πολλοί ασθενείς εξακολουθούν να έχουν συμπτώματα, ακόμα και ύστερα από επαρκή θεραπεία.



Διπολική διαταραχή




Η διπολική διαταραχή, γνωστή και ως «μανιοκατάθλιψη», είναι μια ψυχική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μεικτές περιόδους ανεβασμένης διάθεσης (μανίας) και μειωμένης διάθεσης (κατάθλιψης).
Οι εναλλαγές αυτές στη διάθεση δεν επιτρέπουν στο άτομο να λειτουργήσει σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος του
4% των ανθρώπων παγκοσμίως πάσχει από διπολική διαταραχή.
Είναι το ίδιο συχνή σε άνδρες και γυναίκες και εμφανίζεται συνήθως σε νεαρή ηλικία.
30-40 % των διπολικών ασθενών επιχειρούν να αυτοτραυματιστούν ή ενδέχεται να πραγματοποιήσουν κάποια απόπειρα αυτοκτονίας.
Οι αγχώδεις διαταραχές και η διαταραχή χρήσης ουσιών ενδέχεται να εμφανιστούν στα πλαίσια της εκδήλωσης των συμπτωμάτων της διπολικής διαταραχής.

Συμπτώματα:
Μανιακό επεισόδιο: Η μανία είναι μια περίοδος αυξημένης ενεργητικότητας ή ευερέθιστης διάθεσης και διαρκεί για τουλάχιστον για μία εβδομάδα. Τα άτομα με μανία:
Νιώθουν ότι διαθέτουν αυξημένη δύναμη και ενέργεια.
Δεν εκδηλώνουν σχεδόν καθόλου την ανάγκη για ξεκούραση και ύπνο (3-4 ώρες την ημέρα).
Μπορεί να περάσουν και αρκετές μέρες χωρίς να έχουν κοιμηθεί.
Έχουν μεγάλη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση (εξωπραγματική υπερεκτίμηση των ικανοτήτων και της σπουδαιότητας του ατόμου).
Μιλούν ή σκέφτονται με πολύ γρήγορο ρυθμό.
Εμφανίζουν μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, απομνημόνευσης και κριτικής σκέψης.
Εμφανίζουν αύξηση της σεξουαλικής διάθεσης.
Οδηγούνται σε ανάρμοστες κοινωνικές ή σεξουαλικές πράξεις (λόγω μειωμένου ελέγχου των ενορμήσεων).
Υπομανιακό επεισόδιο: Η υπομανία είναι η ηπιότερη μορφή μανίας.
Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα μανίας ελαφράς μορφής χωρίς παραληρηματικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις.
Διαρκεί τουλάχιστον τέσσερις μέρες, χωρίς να εμποδίζει το άτομο να εργαστεί και να κοινωνικοποιηθεί.
Μερικοί άνθρωποι εμφανίζουν αυξημένη δημιουργικότητα στη φάση αυτή, ενώ κάποιοι άλλοι γίνονται αρκετά οξύθυμοι.
Καταθλιπτικό επεισόδιο: Τα κλινικά συμπτώματα της καταθλιπτικής φάσης στη διπολική διαταραχή περιλαμβάνουν:
θλιμμένη διάθεση.
αίσθημα διαρκούς κόπωσης.
ευερεθιστότητα ή θυμό.
απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που στο παρελθόν θεωρούνταν ευχάριστες.
υπερβολικό ή ακατάλληλο συναίσθημα ενοχής.
αίσθημα γενικευμένης απελπισίας.
διατάραξη του ύπνου (αυπνία / υπερυπνία) και της όρεξης (ανορεξία/βουλιμία).
δυσκολία στη συγκέντρωση.
αυτομομφική σκέψη.
αυτοκτονικό ιδεασμό.
Μικτό επεισόδιο:
Ως μικτό επεισόδιο ορίζεται εκείνο, όπου τα συμπτώματα της μανίας και της κατάθλιψης συνυπάρχουν στη σκέψη και στη συμπεριφορά του ίδιου ατόμου.
Τα άτομα, που βιώνουν ένα μικτό επεισόδιο, έχουν συμπτώματα μανίας, όπως είναι για παράδειγμα τα μεγαλόπνοα σχέδια, ενώ ταυτόχρονα βιώνουν και καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως είναι η υπερβολική ενοχή και οι σκέψεις αυτοκτονίας.

Διαφοροδιάγνωση

Υπάρχουν πολλές ψυχικές διαταραχές, με πανομοιότυπα συμπτώματα με τη διπολική διαταραχή (π.χ., σχιζοφρένεια, μείζον καταθλιπτική διαταραχή, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας, μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας).

Μολονότι, δεν εντοπίζονται οργανικές δοκιμασίες, που να μπορούν να διαγνώσουν με ακρίβεια τη διπολική διαταραχή, οι εξετάσεις αίματος και ορισμένες νευροαπεικονιστικές μέθοδοι μπορούν να αξιοποιηθούν, προκειμένου να αποκλειστούν ορισμένες άλλες ιατρικές ασθένειες με παρόμοια συμπτωματολογία.

Φάρμακα, που επίσης μπορούν να εγείρουν τη διπολική συμπτωματολογία είναι τα αντικαταθλιπτικά, τα φάρμακα για τη νόσο του Πάρκινσον, καθώς και τα ψυχοδιεγερτικά φάρμακα (κοκαΐνη, μεθαμφεταμίνη).

Θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της διπολικής διαταραχής περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τη φαρμακευτική αγωγή, ως προαπαιτούμενο για τη σταθεροποίηση του ασθενούς. Τα συμπτώματα της ασθένειας, επομένως, αντιμετωπίζονται κυρίως με:
Φαρμακευτική αγωγή η οποία προσαρμόζεται ανάλογα με την κλινική εικόνα και τα διαγνωστικά κριτήρια που καθορίζει ο θεράπων ιατρός. Η φαρμακευτική αγωγή είναι επιβεβλημένη και χρονικά αξιολογείται πάντα από την κλινική πορεία και την εκτίμηση της παρούσας ψυχικής κατάστασης του ασθενούς.
Ψυχοθεραπεία που εστιάζει στις συνθήκες, στον τρόπο ζωής, στο περιβάλλον, στην επαγγελματική λειτουργικότητα αλλά και την ενσυναίσθηση του ασθενούς στους ψυχοθεραπευτικούς χειρισμούς.



Διαταραχές του συναισθήματος και σεξουαλικότητα





Οι συναισθηματικές διαταραχές επηρεάζουν το σύνολο της λειτουργικότητας του ατόμου, επομένως δεν θα μπορούσαν να μην επιδράσουν και στη σεξουαλική του λειτουργία. Η κατάθλιψη φέρνει αλλαγές στο συναίσθημα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βιώνουν καταθλιπτικά συμπτώματα έχουν την τάση να επιζητούν περισσότερο τη μοναξιά και την απομόνωση, αποφεύγοντας να δουν ανθρώπους, ακόμα και τους οικείους τους, αισθανόμενοι δυσφορία, ενώ συχνά νιώθουν, ότι δεν μπορούν να αφεθούν και να απολαύσουν τις ευχάριστες στιγμές της καθημερινότητάς τους, που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στη διαχείριση της επικοινωνίας και τη λειτουργικότητα της ομάδας.

Η ανηδονία, ως βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, αποστραγγίζει το άτομο από κάθε σεξουαλική επιθυμία ή φαντασίωση. Το άτομο που υποφέρει από κατάθλιψη φαίνεται να μην ενδιαφέρεται να αλλάξει την κατάσταση και δεν αναγνωρίζει τη μείωση των σεξουαλικών επαφών ως πρόβλημα. Στις περιπτώσεις αυτές, η σεξουαλική διαταραχή αποκτά κυρίαρχο ρόλο μέσα στη σχέση και επιφέρει άλλοτε ένταση και άλλοτε απόσταση ανάμεσα στους δύο συντρόφους. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βλέπει τη μείωση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος του συντρόφου απορεί, αγωνιά ή και θυμώνει αφού το μήνυμα που λαμβάνει είναι «δε σε επιθυμώ πια ερωτικά». Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, το άτομο βλέπει τη σεξουαλική του αδιαφορία, δεν την ερμηνεύει ως καταθλιπτικό σύμπτωμα πιστεύοντας ότι κάτι οργανικό συμβαίνει στη σεξουαλική του ζωή. Είναι γνωστό σε εμάς τους ειδικούς, ότι το πρώτο σύμπτωμα μιας κατάθλιψης που υπόγεια σιγά-σιγά φανερώνεται με την ανηδονία και την έλλειψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Και με το αίτημα αυτό έρχονται αναζητώντας λύση στο σεξουαλικό πρόβλημα «δεν έχω στύση», «δεν έχω διάθεση για σεξ», «δεν σκέφτομαι σεξουαλικά τον σύντροφό μου», «δεν φαντασιώνομαι», «δεν αυνανίζομαι». Αυτές οι κλινικές εικόνες φωτογραφίζουν σε μεγάλο ποσοστό την κατάθλιψη που υπάρχει από κάτω, όπου και γνωστοποιείται στον άνθρωπο που τις εκφράζει και σε εύλογο χρονικό διάστημα με την θεραπεία της κατάθλιψης ξαναζωηρεύει το σεξ και ο άνθρωπος βρίσκει τη σεξουαλική του ζωή και φυσικά βελτιώνει και την ερωτική επαφή με τον σύντροφό του.

Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής τα άτομα που νοσούν αντιμετωπίζουν προβλήματα στη δημιουργία ερωτικών σχέσεων λόγω της μεταβλητότητας της συναισθηματικής του κατάστασης. Ερευνητικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι σύντροφοι των ατόμων με διπολική διαταραχή αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συμπεριφοράς που διαμορφώνεται από την ασθένεια. Παράλληλα φάνηκε πως η αντίληψη που είχαν σχετικά με το κατά πόσο ο σύντροφός τους έχει έλεγχο πάνω στην πάθηση, επηρέαζε και τις αναφερόμενες δυσκολίες της σχέσης. Σε ότι αφορά τη σεξουαλική ζωή τα επίπεδα ικανοποίησης των συντρόφων ήταν χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της ασθένειας (χωρίς να υπάρχει διαφορά μεταξύ μανίας και κατάθλιψης) συγκριτικά με τις περιόδους όπου ο ασθενής ήταν καλά. Και για τους ίδιους τους ασθενείς όμως έχουν εντοπιστεί συσχετίσεις της διπολικής διαταραχής με σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως η στυτική δυσλειτουργία, ο καταναγκαστικός αυνανισμός και η επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, όπως η εμμονή γύρω από το σεξ, η έκθεση στη σεξουαλική παρενόχληση και η υπερσεξουαλική δραστηριότητα.


ΠΗΓΗ:

Ability To Name Unrelated Words Is A Good Test Of Creativity



By Emma L. Barratt

Obtaining a solid measurement of creativity can be hugely time consuming. Well-established tests — such as the Alternative Uses Task (AUT), which asks participants to generate unusual ways to use common objects — require substantial time and effort in order to properly score participant responses. Not only that, but assessment of the creativity of responses varies wildly as a result of both the scorers’ judgements and the qualities of answers relative to the rest of the data. For example, one especially creative response amongst a sea of generic responses may garner extra points; place that same answer amongst other highly creative responses, however, and it is likely to score lower.

But take heart, overstretched researchers — a new paper in PNAS suggests there may be an easier, more reliable way to measure creativity.

In an effort to combat these issues, researchers led by Jay A. Olson from Harvard University have attempted to streamline the process by devising a new task which can be easily analysed by a computer algorithm.

Their research suggests that the newly created measure — the Divergent Association Task (DAT) — may be at least as effective at measuring verbal creativity as other, more widely known creativity measures, with the added bonuses of being both shorter and more enjoyable to participants.

The DAT relies on the concept of semantic distance, which is a measure of how related two words are to each other. Traditional approaches to measuring creativity require participants to give long, prose-like answers, and algorithms struggle to analyse semantic distance in these tasks. This is because the exact meaning of words often hinges on nuance, sentence structure, and context. For instance, the authors write, in the Alternative Uses Task someone might say that they use a pen to “record a break” or to “break a record”. The latter is clearly more creative, but a programme looking at semantic distance wouldn’t be able to tell the difference.

However, by using single words as opposed to prose, the DAT effectively circumnavigates these issues by breaking responses down into components that can be easily analysed by a computer. During the task, participants are asked to produce 10 nouns as unrelated to each other as possible over the span of four minutes, generating a small pool of words for analysis. The semantic distance between the first seven valid words provided is then computed using an algorithm called GIoVe, which has been trained on text from billions of web pages.

The team conducted two studies comparing the DAT to established measures of creativity. The first study, conducted on a total of 476 predominantly female undergraduate students from Australia and Canada, demonstrated that the new measure correlated well with two components of the AUT’s creativity measure — flexibility and originality — though not the third component, fluency. There was also a strong positive correlation between DAT scores and scores on the Bridge-The-Associative-Gap task, in which participants are presented with two words (eg. giraffe, scarf) and are asked to provide the word that links them (eg. neck).

In the pre-registered second study, a more generalisable selection of 8,572 participants from 98 countries performed a shortened version of the AUT and the DAT. While the shortened AUT meant fluency and flexibility couldn’t be measured, the AUT and DAT scores did correlate positively on the dimension of originality. Participants also completed four problems probing insight, creativity, and analytical ability; higher scores in these tasks also positively correlated with DAT scores.

Not only does this new approach cut out much of the human effort and variability involved in judging scores, it also provides distinct advantages in certain research contexts. In the case of fMRI studies, for example, providing a handful of one-word answers is preferable to whole sentences, as it reduces the amount of participant movement. Researchers interested in simple creativity tasks for participants to complete under the influence of drugs such as psychedelics may also find the method particularly appealing.

As with most measurements, this new test does have some limitations. The authors highlight that several strategies can be employed to boost scores. For instance, participants might use items in the room to help them come up with new ideas, or intentionally reach for rarely used words which the algorithm may read as more semantically remote. It’s possible that this could lead the algorithm to inadvertently rating participants with higher education levels or more diverse vocabularies as more “creative”. It’s also unclear what influence multilingualism may have on DAT scores, though all of these factors are the subject of ongoing investigations by the team. In future, the analysis algorithm could be trained to process responses from more languages, time periods, and cultures to further improve the method’s precision.

SOURCE:

Wednesday 11 August 2021

Here’s Why We Believe That Beautiful Animals Are More Deserving Of Our Protection




By Emma Young

Do you think a ladybird is more beautiful than a locust? If you do, you probably also feel that the ladybird is “purer” than the locust, and this leads you to believe that it possesses more inherent moral worth. This, at least, is the conclusion of a new paper that inextricably links perceptions of purity, beauty, and moral standing for people as well as animals, and even landscapes and buildings.

Earlier studies have found that the more we feel an entity has a mind, and is capable of sensations and feelings, the greater its moral standing — that is, we think that there is a stronger moral aspect to decisions about to how it should be treated. Aesthetic judgements have an impact, too — people and animals perceived to be more beautiful tend to be perceived as having a greater moral standing. Now the new work, published in Personality and Social Psychology Bulletin, on a total of more than 1,600 people, finds that perceptions of purity should be added into these equations.

In the first of six studies, Christoph Klebl at the University of Melbourne and colleagues used a measure of “desire to protect” a number of animals as an indicator of the moral standing ascribed to each. The participants also rated the degree to which each “ugly” or “beautiful” fish, butterfly or bird (examples of each were selected by the researchers) made them think of something “pure”, as well as how useful and inspiring they were, and how much they made them feel disgusted, afraid or sad.

Purity perceptions emerged as being relevant to the desire to protect. In fact, there was no direct effect of beauty (vs ugliness) on moral standing; instead, animals judged to be more beautiful were also judged to be more pure, and it was this that led participants to see them as having greater moral standing. (Perceptions of how “useful” the animals were also relevant).

A second study involved 12 photos of human faces, half previously judged to be attractive and half unattractive. It produced very similar results: perceptions of beauty were linked to purity judgements, and so to moral standing scores.

Next, the team turned their attention to inanimate targets. They found that, again, participants judged “beautiful” vs “ugly” lakes, mountains and even buildings to be “purer” and to be more deserving of protection, which the team again interpreted as reflecting greater moral standing. Again, though, perceived utility (and, for buildings, judgements of how inspiring each example was) did also influence the results.

If you’re wondering whether a desire to protect a lake, say, really reflects judgements of moral standing, the researchers did, too. Follow-up studies used a more explicit moral standing scale for the animals and buildings included in the earlier studies (rather than the “protection deservedness” scale). Participants had to rate the extent to which harming the animal or building would be morally wrong, for example. And again, beautiful animals and buildings were seen as more pure, and this lead to higher moral standing scores.

“The present studies provided empirical evidence that people attribute moral standing to a wide range of beautiful targets, including both sentient beings (humans and animals) and non-sentient entities (landscapes and buildings)”, the researchers note. Beyond that, “we provided empirical evidence for purity intuitions as a psychological mechanism through which people view beautiful entities as possessing moral standing.”

Conservation organisations are sometimes criticised for picking attractive flagship species or sites. But this work does suggest that the more beautiful the threatened target, the more strongly people will feel that those threats are morally wrong. If an “ugly” species in dire need of help shares a threatened habitat with a more attractive species, then focusing on the cute one could well be the sensible approach. The results suggest that focusing on the purity of other at-risk targets could be useful, too. Conservation efforts might perhaps highlight the purity of a building’s Modernist style, say, or the pure, original nature of an old-growth forest. “Our findings… suggest novel and practical avenues through which to leverage moral concern for a wide range of targets such as animals, plants, or works of architecture,” the team concludes.

SOURCE:

Διαταραχές Προσωπικότητας και Σεξουαλικότητα




Ως προσωπικότητα, ορίζεται το σύνολο των πνευματικών, συναισθηματικών χαρακτηριστικών καθώς και ο τρόπος συμπεριφοράς ενός ατόμου. Επίσης, η προσωπικότητα περιλαμβάνει στοιχεία όπως η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας και η συγκινησιακή διάθεση που διαμορφώνονται, βάσει της αλληλεπίδρασης μεταξύ γονιδιακών και κοινωνικών επιρροών. Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν μια προσωπικότητα και αυτή είναι μοναδική.

Όταν όμως, η προσωπικότητα εμπλέκεται σε ένα δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης-συναισθήματος και σε μια συμπεριφορά που «υπερβάλλει», γίνεται λόγος για μια προνοσηρή κατάσταση και διαταραχή, χωρίς εμφανή συμπτωματολογία. Το άτομο που πάσχει από διαταραχή προσωπικότητας δυσλειτουργεί, δεν νοσεί. Στην περίπτωση που υπάρχει εμφανής ψυχική συμπτωματολογία, τότε μόνο κάνουμε λόγο για ψυχοπαθολογία, εγκαταλείποντας το φάσμα της διαταραχής.

Τα άτομα με διαγνωσμένη διαταραχή προσωπικότητας, χαρακτηρίζονται από δυσπροσαρμοστικότητα και ακαμψία, τόσο στη σκέψη και στις πεποιθήσεις τους, όσο και στη συμπεριφορά τους. Τα στοιχεία αυτά φαίνεται να πυροδοτούνται κάτω από καταστάσεις με έντονο στρες. Οι τρεις βασικές διαστάσεις που πλήττονται είναι η αγάπη, η εργασία και η ψυχαγωγία και συνήθως συνοδεύονται από βία, αντικοινωνική συμπεριφορά, κατάθλιψη, έντονο άγχος και βραχέα/παροδικά ψυχωτικά επεισόδια..
Συνοπτικά όλες οι κατηγορίες των διαταραχών της προσωπικότητας εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά:
δυσλειτουργικός τρόπος σκέψης και συναισθηματικών αντιδράσεων,
προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις
προβληματική διαχείριση παρορμήσεων.



Επιδημιολογία





Οι Διαταραχές προσωπικότητας είναι χρόνιες διαταραχές και υπολογίζονται στο 10-20 % του γενικού πληθυσμού. Το ποσοστό βέβαια στον πληθυσμό των νοσηλευομένων σε μονάδες ψυχική υγείας ανέρχεται στο 40%. Επίσης, η συχνότητα των συμπτωμάτων, σταδιακά ελαττώνεται με την αύξηση της ηλικίας. Διαφορές παρουσιάζονται και σε διαφυλικό επίπεδο:
Οι άνδρες να εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά σχιζοειδούς, ναρκισσιστικής, αντικοινωνικής και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχής
Οι γυναίκες εκδηλώνουν συχνότερα συμπτώματα εξαρτητικής και ιστριονικής διαταραχής.



Αιτιολογία





Η αιτιοπαθογένεια των διαταραχών προσωπικότητας θεωρείται πολυπαραγοντική. Πρόκειται δηλαδή για μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Ως ψυχολογικοί παράγοντες θεωρούνται διάφορες τραυματικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας (όπως φυσική και ψυχική κακοποίηση, απώλεια γονιού). Ενώ ως κοινωνικοί παράγοντες εννοούμε τις έντονες κοινωνικές αλλαγές και επιρροές του ατόμου από το περιβάλλον.

Με βάση τις επικρατέστερες προσεγγίσεις, η αιτιολογία των συγκεκριμένων διαταραχών βασίζεται στη συνεργεία 3 αξόνων:
Γενετικοί παράγοντες
Στοιχεία φυσιολογικής προσωπικότητας του ατόμου (εγγενή χαρακτηριστικά-ιδιοσυγκρασία)
Περιβαλλοντικοί-κοινωνικοί παράγοντες

Συγκεκριμένα, με βάση την βιολογική προσέγγιση, υπάρχει ένας μέτριος συσχετισμός μεταξύ κληρονομικότητας και χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες διαταραχές. Οι ερευνητικές εργασίες δείχνουν πως η σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας έχει το μεγαλύτερο ποσοστό συσχέτισης με την κληρονομικότητα, και παρουσιάζει εγκεφαλικές ανωμαλίες, παρόμοιες με αυτές της σχιζοφρένειας.

Από γνωσιακή-συμπεριφοριστική σκοπιά, ο τρόπος που ανακαλεί και ερμηνεύει το άτομο τις πληροφορίες για τον εαυτό του και τον κόσμο, παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της προσωπικότητας. Σύμφωνα με τον Beck οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις αποτελούν βασική αιτία στις διαταραχές προσωπικότητας. Τέλος, κάποιες προσεγγίσεις δίνουν μεγάλη βαρύτητα στη σχέση παιδιού-μητέρας/φροντιστή.



Είδη και Συμπτωματολογία





Η γενική κατηγορία διαταραχών της προσωπικότητας του DSM-V, περιλαμβάνει 11 τύπους διαταραχών, που ομαδοποιούνται σε 3 κατηγορίες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους.
Η ομάδα Α (εγωκεντρικοί τύποι) περιλαμβάνει:
την παρανοειδή
τη σχιζοειδή
τη σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας
Η ομάδα Β (δραματικοί, συναισθηματικοί τύποι) περιλαμβάνει:
την αντικοινωνική

την οριακή (μεταιχμιακή)

την ιστριονική

την ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας
Η ομάδα Γ (αγχώδεις, φοβιστικοί) περιλαμβάνει:
την αποφευκτική
την εξαρτητική
την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή

1. Παρανοειδής

Απασχολεί το 0.5-2.5% του γενικού πληθυσμού.

Χαρακτηριστικό της διαταραχής αυτής είναι η καχυποψία που διακατέχει το άτομο, σχεδόν με όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις συνθήκες ζωής του. Η έντονη καχυποψία αυτή έχει δραματικές επιπτώσεις στις διαπροσωπικές του σχέσεις (αποφεύγουν τις στενές σχέσεις). Συνοπτικά τα άτομα αυτά χαρακτηρίζονται από:
Επιθετική συμπεριφορά
Ευερεθιστότητα
Παθολογικό τρόπο σκέψης
Ψυχρότητα
Δυσκολία στην δημιουργία δεσμών
Απομόνωση
Ευαισθησία στην κριτική

2. Σχιζοειδής

Απασχολεί το 7.5% του γενικού πληθυσμού, με τους άνδρες να έχουν διπλάσια ποσοστά σε σχέση με τον γυναικείο πληθυσμό.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της διαταραχής αυτής είναι:
η έντονη εσωστρέφεια
η απουσία συναισθηματικού ενδιαφέροντος, στοιχεία που συσχετίζονται με την η
η κοινωνική τους απομόνωση
η ψυχρότητα
η προτίμηση μοναχικών δραστηριοτήτων
η εκδήλωση ψυχωτικών συμπτωμάτων, με παροδικό χαρακτήρα

3. Σχιζότυπη

Αναφέρεται στο 3% του γενικού πληθυσμού.

Το άτομο με σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από:
έντονη δυσφορία και μειωμένη ικανότητα να δημιουργήσει δεσμούς
εκκεντρικότητα στην σκέψη, στην επικοινωνία και στην αντίληψη
ασαφή λόγο, με υπερβολικά αφηρημένες ή συγκεκριμένες αναφορές.
απόδοση μαγικών εαυτού ιδιαίτερων ιδιοτήτων, που του επιτρέπουν να ελέγξει πρόσωπα και καταστάσεις
πιθανή ύπαρξη παρανοϊκών ιδεών

4. Αντικοινωνική

Απασχολεί το 3% του γενικού πληθυσμού.

Τα άτομα αυτά χαρακτηρίζονται από:
έντονη αδιαφορία απέναντι στα δικαιώματα και συναισθήματα άλλων
εκμετάλλευση ανθρωπίνων σχέσεων
απουσία τύψεων και ενοχών
εκμεταλλεύονται άλλα άτομα, χωρίς να νιώθουν ενοχές και τύψεις.
εμπλοκή σε παραβατικότητα και ναρκωτικά, αλκοολισμό.

5. Οριακή-Μεταιχμιακή

Αναφέρεται στο 2% του γενικού πληθυσμού και στο 30-60% των ατόμων που βρίσκονται σε κλινική.

Τα άτομα που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή, χαρακτηρίζονται από:
μια αστάθεια των διαπροσωπικών τους σχέσεων, της αυτοεικόνας τους και των συναισθημάτων
έντονο φόβο φαντασιακής ή πραγματικής απόρριψης-εγκατάλειψης
έντονη εναλλαγή μεταξύ εξιδανίκευσης και υποτίμησης που επιδρούν σε γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες
μονοδιάστατες και ακραίες αντιδράσεις σε συμπεριφορές άλλων ανθρώπων

6. Ιστριονική

Αποτελεί το 2-3% του γενικού πληθυσμού, και προσβάλει κυρίως τον πληθυσμό των γυναικών.

Τα άτομα με ιστριονική διαταραχή χαρακτηρίζονται από:
έντονη δραματικότητα και υπερβολική έκθεση συναισθημάτων
θεατρικότητα συμπεριφοράς για να λάβουν τη συμπάθεια και την προσοχή τρίτων
Δημιουργία εύκολων, εύθραυστων και ασταθών σχέσεων
Σεξουαλική προκλητικότητα, που δυσκολεύει τις σχέσεις τους με το ίδιο φύλο.

7. Ναρκισσιστική

Αναφέρεται στο 1% του γενικού πληθυσμού.

Τα άτομα με αυτή τη διαταραχή:
έχουν ένα αίσθημα ανωτερότητας και υπερβολική εκτίμηση της αξίας τους
Διακατέχονται από μια ανάγκη θαυμασμού
έλλειψη ενσυναίσθησης
έχουν εύθραυστη αυτοεκτίμηση
υποτιμούν εύκολα τρίτους ως απόρροια της εύθραυστης αυτοπεποίθησής τους
Δεν είναι δεκτικοί στην κριτική και την αποτυχία
Είναι ανυπόμονοι, εγωκεντρικοί και αλαζόνες
Επιθετική συμπεριφορά
Δημιουργούν συναισθηματικές σχέσεις που χαρακτηρίζονται από αστάθεια και παροδικότητα.

8. Αποφευκτική

Η συγκεκριμένη διαταραχή αναφέρεται στο 1-10% του γενικού πληθυσμού. Τα άτομα αυτής της κατηγορίας διαταραχών είναι υπερευαίσθητα στην απόρριψη και για αυτό το λόγο δυσκολεύονται να δημιουργήσουν είτε φιλικές είτε ερωτικές σχέσεις. Αποφεύγουν επαγγελματικές και κοινωνικές δραστηριότητες, εξαιτίας του φόβου ενδεχόμενης κριτικής και αποδοκιμασίας από άλλους. Χαρακτηριστικά:
Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Χαμηλή αυτοπεποίθηση
Αίσθημα ανεπάρκειας
Ντροπαλοί
Κοινωνικά αδέξιοι
Συνεσταλμένοι
Αποφεύγουν να γίνονται το κέντρο προσοχής

9. Ιδεοψυχαναγκαστική

Αναφέρεται στο 1% του γενικού πληθυσμού, με διπλάσια ποσοστά συμπτωματολογίας στους άνδρες. Η συγκεκριμένη διαταραχή προσωπικότητας διαφέρει από την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στην κατηγορία των αγχωδών διαταραχών. Τα άτομα με ιδεοψυχαναγκαστική προσωπικότητα χαρακτηρίζονται από:
δυσπροσαρμοστικότητα σε αλλαγές
τελειομανία
Προσκόλληση σε λεπτομέρειες και κανόνες
Δυσκολία αλλαγής γνώμης
Αδυναμία συμβιβασμού

10. Εξαρτητική

Αποτελεί 1.5% του γενικού πληθυσμού.

Τα χαρακτηριστικά αυτής της διαταραχής είναι:
η ανασφάλεια
η στέρηση αυτοπεποίθησης
ανάγκη για βοήθεια και φροντίδα από τους άλλους, βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι αδυνατούν να τα καταφέρουν μόνοι τους.
Είναι επιρρεπείς στις κριτικές και τις αποδοκιμασίες
Η αδυναμία λήψης αποφάσεων
έντονη ανάγκη προσκόλλησης
φόβος αποχωρισμού

11. Άλλες Διαταραχές Προσωπικότητας
Διαταραχή της Προσωπικότητας οφειλόμενη σε άλλη σωματική κατάσταση
Άλλη προσδιορισμένη διαταραχή της προσωπικότητας
Απροσδιόριστη διαταραχή προσωπικότητας



Σεξουαλική λειτουργία





Οι πιο συχνές κατηγορίες διαταραχών προσωπικότητας που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη εμπλοκή με σεξουαλικές δυσλειτουργίες είναι:
Η ιδεοψυχαναγκαστική
Η εξαρτητική
Η αποφευκτική
Η ναρκισσιστική
Η παρανοειδής



Διαφοροδιάγνωση





Για να διαγνωστεί ένα άτομο με διαταραχή προσωπικότητας, θα πρέπει αρχικά να έχει συμπληρώσει τα 18 έτη. Συμφώνα με το εγχειρίδιο του DSM-V θα πρέπει να υπάρχει ένα πρότυπο εσωτερικής εμπειρίας ή συμπεριφοράς το οποίο να παρεκκλίνει από τις προσδοκίες του πολιτισμικού πλαισίου του ατόμου. Αυτό το πρότυπο θα πρέπει να εκδηλώνεται σε 2 η περισσότερες από τις ακόλουθες περιοχές:
Γνωστική λειτουργία
Συναισθηματικότητα
Διαπροσωπική λειτουργικότητα
Έλεγχος των παρορμήσεων

Το πρότυπο αυτό θα πρέπει να προκαλεί έκπτωση τόσο στην κοινωνική-προσωπική του ζωή όσο και στον επαγγελματικό τομέα. Επίσης, θα πρέπει να προκαλεί σημαντική κλινική ενόχληση στον πάσχοντα για μεγάλο χρονικό διάστημα, να μην οφείλεται σε χρήση ουσιών/ φαρμάκων ή/και να μην αποδίδεται σε άλλη ψυχική διαταραχή.



Θεραπεία





Συνήθως η θεραπεία που ακολουθείται ποικίλει ανάλογα με το είδος της διαταραχής προσωπικότητας. Η ψυχοθεραπεία και η συμπληρωματική φαρμακευτική αγωγή έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης αυτών των διαταραχών.

Η ψυχανάλυση, η ψυχοδυναμική, η γνωσιακή-συμπεριφοριστική και η θεωρία σχημάτων είναι οι πιο διαδεδομένες προσεγγίσεις για τις συγκεκριμένες διαταραχές. Για τη σωστή έκβαση της θεραπείας, ο ασθενής θα πρέπει αρχικά να αναγνωρίσει τον δυσπροσαρμοστικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του, σε αυτή την αρχή βασίζονται και οι περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις.

Σε επίπεδο φαρμακοθεραπείας, μικρές δόσεις αντιψυχωτικών, χορηγούνται για την κατάθλιψη και τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που μπορεί να συνοδεύουν τις διαταραχές προσωπικότητας. Παρόλα αυτά, η φαρμακευτική αγωγή χορηγείται σε περιπτώσεις που υπάρχει σοβαρή συμπτωματολογία και συννοσηρότητα, ως συνοδευτική της ψυχοθεραπείας.

Παρουσιάζεται δυσκολία στη διαχείριση θεραπευτικού πλάνου, σε άτομα με διαταραχή προσωπικότητας, δεδομένου της μη εύκολης διασύνδεσης θεραπευτή-θεραπευόμενου, της μεταβλητότητας και ασταθούς στάσης του θεραπευόμενου, των μη συνεργάσιμων συμπεριφορών και της μη κατανόησης ότι χρίζουν βοήθειας. Πολλές φορές τα άτομα με διαταραχή προσωπικότητας εμπλέκονται με ποινικές πράξεις και οδηγούνται στην ψυχιατρική εκτίμηση κατόπιν νομικής απαίτησης.

ΠΗΓΗ:

Monday 9 August 2021

“Service With A Smile” Requirement And Reliance On Tips Puts Workers At Risk Of Sexual Harassment



By Emily Reynolds

“Service with a smile” — having a friendly, cheerful demeanor when working with customers in retail or hospitality — has long been identified as having a negative impact on worker wellbeing. One 2019 study, for example, found that “faking it” was of significant detriment to service workers, whilst the term “emotional labour” was first used by sociologists to describe jobs which require workers to display positive emotions.

And when this requirement to provide service with a smile is combined with a reliance on tips for income, there can be horrible consequences, a new study suggests. A team led by the University of Notre Dame’s Timothy G. Kundro finds that the combination of financial dependence and deference to customers that tipping and emotional labour involves can lead to customers feeling like they have more power and ultimately sexually harassing workers.

For the first study, the team recruited 92 employees working at least 35 hours per week and receiving regular tips from customers. First, participants indicated how financially dependent they were on customer tips by reporting what percentage of their total income came from them, and also answered questions about how much they had to appear friendly, sensitive, and composed.

The psychological power of customers versus workers was also measured, with participants indicating whether they felt customers had more power than them and whether or not they had to behave in a way that pleased those they were serving. Finally, they rated how many times they had been sexually harassed by customers over the last six months.

Workers who were both highly dependent on customer tips for income and who indicated that they were required to behave in a pleasing way reported that customers had high levels of power over them — more than workers who weren’t dependent on tips or who didn’t have to provide “service with a smile”. And in turn, this group also reported a higher incidence of sexual harassment at work. This suggests that the combination of both relying on tips and service with a smile can be the catalyst for customers sexually harassing workers.

A second study looked at the behaviour of customers. Participants, 171 men attracted to women, were asked to imagine they were a customer arriving at a local restaurant: all saw an image of a waitress who was to serve them, displaying either a pleasant, submissive facial expression or a non-deferent one, before reading a transcript of an exchange and finally an image of their receipt.

In the high financial dependence condition, the final receipt included a line for a tip, with a reminder that tips are appreciated; the receipt in the low financial dependence condition stated that employees were paid a fair wage and tips were not necessary. Participants then indicated how much power they believed they had in the situation.

Finally, participants stated how attractive they found the waitress and how likely they would be to ask her for a drink, ask her for her phone number, or touch her in a “joking” manner. They also indicated how much they agreed with statements related to power including “If I asked for her phone number she’d probably give it to me” and “If I asked her for a date, she’d probably say yes”.

Again, participants’ sense of power and intentions to sexually harass the waitress depended on a combination of how financially dependent she was on tips and her displays of emotional labour. Specifically, when they had seen pictures of a submissive, smiling woman and been encouraged to tip, they felt they had more power over her. This in turn led to a higher likelihood that participants would attempt to show inappropriate sexual behaviour towards the waitress.

Thus, across both studies, the team found that two crucial elements of service work — emotional labour and financial dependence through receiving tips — were closely linked to the likelihood of customers sexually harassing them. This can put serving staff in a double bind: not engaging in emotional labour and reducing likelihood of receiving tips then increases financial dependence on customers, thus putting them more at risk. Psychological interventions may not be the answer here. Rather, practical solutions could help: reducing the need for emotional labour in employees, for one, or ensuring that all workers are paid a decent living wage and are less reliant on tips.

SOURCE:

Monday 2 August 2021

Some perfectly healthy people can’t remember their own lives






Psychologists in Canada think they’ve identified an entirely new memory syndrome in healthy people characterised by a specific inability to re-live their past. This may sound like a form of amnesia, but the three individuals currently described have no history of brain damage or illness and have experienced no known recent psychological trauma or disturbance.

In light of the recent discovery that some people have an uncanny ability to recall their lives in extreme detail, known as hyperthymesia or “highly superior autobiographical memory“, Daniela Palombo and her team suggest their syndrome is at the opposite extreme and they propose the label “severely deficient autobiographical memory”.

The researchers describe three individuals with the postulated syndrome: AA is a 52-year-old married woman; BB is a 40-year-old single man; and CC is a 49-year-old man living with his partner. All three are high functioning in their everyday lives, they have jobs, yet they also claim a life-long inability to recollect and relive past events from a first-person perspective (a condition they became fully aware of in their late teens or early adulthood). Their memory for facts and skills is completely normal. Two of the individuals had experienced depression many years earlier, but there was no evidence of this persisting.

Through intense neuropsychological testing for intelligence, memory and mental performance, the three individuals mostly scored normally or higher than normal. One key exception was poor performance on the ability to draw a complex figure from memory. The researchers think this visual memory deficit could be key to understanding their lack of autobiographical memories.

To test their memories of their lives, the researchers interviewed AA, BB and CC about various incidents from their pasts – a mixture of questions about generic life events and also personal incidents the participants proposed themselves after looking at their calendars or consulting loved ones.

Compared to fifteen comparison participants (matched with the target participants for age and educational background), the impaired participants were able to provide significantly fewer autobiographical, first-person details from their teen and youth years. For more recent events, the impaired participants’ recall appeared more normal, but the researchers think this is due to a combination of conservative scoring (when in doubt the researchers scored reminisces as autobiographical in nature), and the participants having learned compensation strategies such as studying diaries and photos and substituting their lack of autobiographical memory for memory of facts and semantic detail.

From a subjective perspective, the impaired participants described their own memories of past events from both distant and more recent times as almost completely lacking a first-person perspective or involving any sense of “re-experiencing”. They also struggled to imagine future events, consistent with the idea that memory and future imagination involve shared mental processes.

Brain scans of the impaired participants uncovered no evidence of brain damage or illness, but when they attempted to recall autobiographical details from their pasts, there was less activity in key brain regions associated with autobiographical memory, compared with control participants. This included the medial prefrontal cortex and the precuneus and parts of the temporal lobes. The right-sided hippocampus (an important brain area for memory) was slightly smaller in the impaired participants compared with controls. Whether cause or consequence, this might be relevant to their deficits but it also argues against the new syndrome merely being an instance of “developmental amnesia”, which in contrast is characterised by a drastic lack of brain volume in areas involved in memory.

The researchers urge caution given their small sample, and they admit that many questions remain. Yet they state “there is no evidence to support a neurological or psychiatric explanation for our findings”. If this research generates enough interest, I wonder if other healthy people will come forward and describe their own absence of autobiographical memories. This is what’s happened with some other neuropsychological syndromes recently, such as “developmental prosopagnosia“, which is the term for otherwise healthy people who have a specific difficulty remembering and recognising faces.

Palombo and her team say “our goal was to describe the ‘severely deficient autobiographical memory’ cases’ cognitive syndrome and associated neuroimaging findings in as much detail as possible in order to stimulate further research on the nature of individual differences in episodic autobiographical memory…”. A crucial question they note, is “whether these findings reflect an extreme on a continuum of ability in episodic autobiographical recollection, or, they may be qualitatively set apart from the normal distribution of mnemonic capacities.”

UPDATE: The researchers have a website www.deficientautobiographicalmemory.com providing information on this new syndrome; you can also take part in a survey there and join a forum to share your experiences.

_________________________________

Palombo, D., Alain, C., Söderlund, H., Khuu, W., & Levine, B. (2015). Severely deficient autobiographical memory (SDAM) in healthy adults: A new mnemonic syndrome Neuropsychologia, 72, 105-118 DOI: 10.1016/j.neuropsychologia.2015.04.012

SOURCE:

We’re More Willing To Engage With Sexists If We Think They Are Intelligent




By Emily Reynolds

For many readers, the idea of interacting with an overtly sexist person probably doesn’t sound particularly appealing — yet in many instances we do continue to engage with those who espouse sexist views. A new study, authored by Elena Agadullina from Russia’s National Research University Higher School of Economics, finds one factor that could determine whether we are likely to want to interact with a perpetrator of sexism: their intelligence. Participants preferred to interact with intelligent people — even those who had engaged in sexist behaviour.

Participants, 348 Russian students, were sorted into three conditions. All read descriptions of a man named Peter; in one condition, Peter was described as having an IQ of 130; in another, Peter had a below average IQ of 100; and in the control condition participants received no information about his intelligence.

They were then separated into further conditions. In the sexist condition, Peter was described as someone who believes that women are not as intelligent as men, and that they should therefore work only on household chores, while participants in the non-sexist condition read that Peter believed women should have equal rights and opportunities. Finally, participants indicated how willing they would be to develop a relationship with Peter, be friends with him, or interact with him in everyday life (these were combined into a single measure of willingness to interact with Peter in the future).

Perceived intelligence played a significant role in participants’ choices about interactions. Overall, participants would rather interact with a non-sexist person than a sexist one. But intelligence mattered: they were more willing to interact with a sexist person when they read that he was intelligent than when they read he wasn’t. In fact, participants’ responses showed that they would rather engage with an intelligent sexist over an unintelligent non-sexist. This was the case for both men and women.

The second study looked at different manifestations of sexism. Participants read a story about either Peter or a woman named Sofia, who were described as either highly intelligent or unintelligent. They then either heard that Peter/Sofia had forced a young colleague into a sexual relationship or had innocently invited a colleague to a café to discuss work, before answering the same questions about interactions as in the first study.

This time, participants also completed a measure of their own sexism, indicating how much they agreed with six statements related to hostile sexism (such as “women seek to gain power by gaining control over men”) and benevolent sexism (“women should be cherished and protected by men”).

Again, participants preferred to interact with an intelligent harasser than a non-intelligent one. Interestingly, participants in the no sexual harassment condition were no more or less likely to want to engage with an intelligent than an unintelligent person.

Participants with high levels of hostile sexist attitudes themselves, on the other hand, were more likely to want to interact with an unintelligent woman, and in particular with an unintelligent woman harasser. This may be because the unintelligent woman character fit neatly within their worldview rather than challenging the status quo in any way.

One of Agadullina’s suggestions as to why participants preferred intelligent sexists is that people see sexism as a more malleable characteristic than intelligence: they may therefore make calculations about whether or not to interact with a sexist person on those grounds, believing they have the potential to change. Future research could look more closely at why knowing that an individual is intelligent overrides our better judgement about sexual harassment and sexism, as well as what other traits may also act as mitigating factors. Replicating the work in different cultural settings could also prove interesting.

Although the research focused on individual interactions, writing off sexism due to someone’s perceived intelligence has a wider impact: it can send the message that sexist behaviour is not particularly important if the perpetrator has other desirable characteristics. Continuing social and political work that highlights the importance of justice and equity for everyone remains key.

SOURCE: