Sunday 26 November 2017

Children of today are better at delaying gratification than previous generations


If you believed the copious alarmist commentary in the newspapers, you’d fear for the future of our species. Today’s children, we’re told, are more hyperactive and technology addicted than ever before. They’ve lost any ability to sit still, instead craving constant stimulation from digital devices and exhausted parents.

What might this mean for their performance on the most famous psychological measure of childhood self-control, Walter Mischel’s Marshmallow Test? Surely, kids of today will struggle far more than previous generations to resist the lure of one marshmallow (or other treat) now for the promise of two in ten minutes or so, as the task requires? In a new survey, the majority of child development experts certainly believed so.

Yet based on his analysis of 50 years worth of performance data on the Marshmallow Test – released as a preprint at the Open Science Framework – John Protzko at the University of California, Santa Barbara, concludes that in fact children of today are capable of more self-restraint than previous generations, with their ability to delay gratification having increased by about a minute per decade over the last 50 years.



Protzko combined the results from every published and unpublished use of the Marshmallow Test that he could find, starting with Mischel’s seminal work first published in 1968 and including 4 studies in the 1970s, 3 in the 1990s, 6 in the 2000s, and 16 in our current decade, all involving children aged ten or younger. Protzko speculates that the gap in the 1980s is due to the introduction at that time of a rival test of self-regulation which is quicker to administer – the so-called gift-delay task.

Before crunching the numbers, Protzko polled 260 members of the Cognitive Development Society Listserv about how they thought the results would come out. Just over 50 per cent predicted that Protzko would find children’s powers of self-restraint would be lower today than the in past; 20 per cent predicted no change over time; and just 16 per cent believed that children today would outperform the children of the past (the others said there wouldn’t be enough data to answer the question).

Protzko found a statistically significant linear trend – children’s ability to resist immediate temptation and wait for a greater reward seems to have increased over the decades (this remained true when removing two study outliers, marked as black circles in the graph above). The increase in delay of gratification ability is similar in size to the known increase in average IQ seen over the same timescale, possibly reflecting shared mechanisms, though this is speculation at this stage. Meanwhile, variation in Marshmallow Test performance has stayed the same over the decades, which means that average improvement has been seen across the spread of ability, not just among those children who are more self-restrained.

How could the experts have got it so wrong? Protzko’s suggests they are prone to same bias as the rest of us, what he calls the “kids these days” phenomenon: “people’s memories for their own and others’ abilities in childhood are unduly influenced by their current abilities. While it is easy to look at kids these days and deride their inability to control themselves and decry the downfall of civilisation, it is much harder to accurately recall our own selves as children.”

Does the apparent improvement in children’s powers of self-control bode well for the future, for instance in terms of reduced criminality and addiction? Protzko thinks not, speculating that it is probably one’s ability relative to others, rather than one’s absolute ability, that is relevant to future behaviour – the lowest performers will remain at risk, he suggests. “These [unhealthy and dangerous] behaviours have been with humans for thousands of years, and will be with us for thousands more,” he predicts.

The causes and consequences of the apparent increase in children’s powers of self-restraint over time remain to be uncovered by future research. For now, Protzko says the data show that “Contrary to historical and present complaints, kids these days appear to be better than we were. A supposed modern culture of instant gratification has not stemmed the march of improvement.”

SOURCE:

Friday 24 November 2017

Κοιμηθείτε οκτώ ώρες με... συνταγή γιατρού




Για την «επιδημία αϋπνίας» ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό οι κακές μας συνήθειες, όπως η χρήση υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων έως αργά τη νύχτα.

Για οποιονδήποτε έχει υποφέρει από αϋπνίες ή τζετ λαγκ, το γεγονός πως οι αποδέκτες του φετινού Νομπέλ Ιατρικής βραβεύτηκαν για την έρευνά τους πάνω στο «ταπεινό» βιολογικό ρολόι δεν αποτελεί έκπληξη. Κάθε νύχτα, οι περισσότεροι από μας θυσιάζουμε ώρες ύπνου στον βωμό της δουλειάς, της οικογένειας και της κοινωνικής ζωής ή τις ξοδεύουμε άσκοπα, υπνωτισμένοι από το μπλε φως της οθόνης μας. Και τελικά πληρώνουμε τις συνέπειες είτε άμεσα, ως εξάντληση, νευρικότητα και αδυναμία συγκέντρωσης, είτε μακροπρόθεσμα, αυξάνοντας τις πιθανότητες να νοσήσουμε από Αλτσχάιμερ, καρκίνο, σακχαρώδη διαβήτη κ.ά. Υπολογίζεται ότι μόνο ένας στους τρεις ενήλικες στις ανεπτυγμένες χώρες συμπληρώνει οκτώ ώρες ύπνου κάθε βράδυ, όσες δηλαδή συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με αποτέλεσμα κάποιοι ειδικοί να κάνουν λόγο για μία «επιδημία αϋπνίας».

Ωστόσο, οι ενήλικες άνω των 45 ετών που κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες το 24ωρο έχουν 200% περισσότερες πιθανότητες να πάθουν έμφραγμα ή εγκεφαλικό στη διάρκεια της ζωής τους σε σχέση με εκείνους που κοιμούνται επτά ή οκτώ ώρες, εν μέρει εξαιτίας της αύξησης της αρτηριακής πίεσης, υποστηρίζει ο Μάθιου Ουόλκερ, καθηγητής νευροεπιστήμης στο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, στο νέο βιβλίο του με τίτλο «Why We Sleep» (εκδ. Penguin). Αλλες μελέτες καταδεικνύουν πως μόλις έξι ώρες ύπνου τετραπλασιάζουν τις πιθανότητες εμπλοκής σε τροχαίο ατύχημα και μας κάνουν πιο επιρρεπείς στην επιθετικότητα ή ακόμα και στις αυτοκτονικές σκέψεις, ενώ οι γυναίκες που εργάζονται με βάρδιες (και άρα δεν προλαβαίνουν να «συντονίσουν» το βιολογικό τους ρολόι, κάτι ακόμα πιο επιβλαβές από την έλλειψη ύπνου) εμφανίζουν καρκίνο του στήθους τρεις φορές συχνότερα σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Τα αίτια

Τα αίτια της «επιδημίας» σχετίζονται εν μέρει με τον τρόπο ζωής μας, δηλαδή τη χρήση υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, τον τεχνητό φωτισμό καθώς και την κατανάλωση καφεΐνης και αλκοόλ. Πίσω όμως από αυτές τις καθημερινές «κακές συνήθειες» κρύβεται η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη πως ο πολύς ύπνος ισοδυναμεί με πολυτέλεια, τεμπελιά ή χάσιμο χρόνου, ενίοτε φτάνοντας στο σημείο να υπερηφανευόμαστε πως λειτουργούμε «μια χαρά» με μόνο πέντε ή έξι ώρες τη μέρα. Κατά τη γνώμη του Ουόλκερ, οι γιατροί θα έπρεπε να «συνταγογραφούν τον ύπνο», αφού η έλλειψή του έχει καταστροφικές συνέπειες «στην υγεία, στο προσδόκιμο ζωής μας, στην ασφάλειά μας και στην εκπαίδευση των παιδιών μας». Σε συνέντευξή του στον Guardian, συνιστά να βάζουμε το ξυπνητήρι μας να χτυπά όχι μόνο τα πρωινά, αλλά και τα βράδια, υπενθυμίζοντάς μας πως ήρθε η ώρα να ξαπλώσουμε (χωρίς, φυσικά, το κινητό μας).

Αλλά ακόμα και όταν αποφασίζουμε πως πραγματικά χρειαζόμαστε ύπνο, συχνά ανακαλύπτουμε πως είναι αδύνατον να κρατήσουμε τα μάτια μας κλειστά και σίγουρα το άγχος πως βλάπτουμε ανεπανόρθωτα την υγεία μας δεν συμβάλλει καθόλου στη χαλάρωση. Στις ΗΠΑ, περίπου το 14% του πληθυσμού (το ποσοστό ξεπερνά το 30% στα άτομα άνω των 65 ετών) καταφεύγει συστηματικά στα υπνωτικά και στα συνταγογραφούμενα παυσίπονα για να κοιμηθεί και ένα επιπλέον 10% τα καταναλώνει περιστασιακά, σύμφωνα με νέα έρευνα του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Στη σχετική αναφορά υπογραμμίζεται πως, ειδικά για τους ηλικιωμένους, ορισμένες παρενέργειες των συγκεκριμένων σκευασμάτων είναι δυνατόν να αποβούν επικίνδυνες ή ακόμα και μοιραίες. Πόσο μάλλον όταν η κατανάλωσή τους γίνεται ανεξέλεγκτα, χωρίς την παρακολούθηση γιατρού, επειδή κυριαρχεί το (εσφαλμένο) στερεότυπο πως οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών χρειάζονται λιγότερο ύπνο. Την ερχόμενη εβδομάδα, το πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν διοργανώνει ένα δωρεάν και ελεύθερα προσβάσιμο διαδικτυακό σεμινάριο για όλους όσοι «κοιμούνται, δυσκολεύονται να κοιμηθούν ή ξυπνούν ευχόμενοι να είχαν κοιμηθεί καλύτερα» (οι εγγραφές έχουν ξεκινήσει μέσω της ιστοσελίδας www.coursera.org/).


ΠΗΓΗ:


Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου: Έφηβοι και Εξαρτήσεις




Με τον όρο «ναρκωτικό» ορίζεται κάθε παράνομο φάρμακο, ενώ στον ορισμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι ψυχοδραστικές ουσίες (αλκοόλ, καπνός, καφεΐνη). Επομένως είναι οποιαδήποτε ουσία φυσική ή τεχνητή, που μπορεί να δράσει στο κεντρικό νευρικό σύστημα, κατασταλτικά ή διεγερτικά, και άρα είναι εξαρτησιογόνος.
Επίδραση χρήσης ουσιών

Η χρήση των ουσιών αυτών επηρεάζει την αντίληψη και τη διάθεση και προκαλεί άλλοτε ευχάριστα και άλλοτε δυσάρεστα συναισθήματα. Εκτός από τις παράνομες υπάρχουν και πολλές ουσίες που επιδρούν με τον ίδιο τρόπο στο σώμα και τον ψυχισμό. Η

Από τις επίσημες στατιστικές πηγές προκύπτει ότι ένας στους 7 μαθητές έχει κάνει χρήση έστω και μία φορά μίας παράνομης ουσίας, κυρίως κάνναβης.

Η πλειοψηφία των ατόμων έχει επαναλάβει τη χρήση. Τα αγόρια είναι πιο επιρρεπή στη χρήση ουσιών έναντι των κοριτσιών (αναλογία 2,5 προς 1). Η Πρωτεύουσα και η Συμπρωτεύουσα επιδεικνύουν μεγαλύτερα ποσοστά χρηστών. Η κάνναβη αποτελεί το πρώτο ναρκωτικό με το οποίο έρχονται σε επαφή τα άτομα από πολύ νεαρή ηλικία, ακόμα και σε ηλικία 13-14 ετών, κατέχοντας ποσοστά 2,6% για τα αγόρια και 0,9% για τα κορίτσια. Την χρονική περίοδο 1984-2011 η χρήση ναρκωτικών ουσιών από εφήβους 15-19 έχει τριπλασιαστεί από 6% σε 15,3%. Το πιο σημαντικό σημείο αυτών των δεδομένων είναι ότι η χρήση έχει ως κίνητρο την απλή δοκιμή και αυξάνεται έως και 3 φορές περισσότερο με τη δοκιμή.

Οι ναρκωτικές ουσίες έχουν είτε διεγερτική είτε κατασταλτική δράση:
Αμφεταμίνη (σπίντ)-υποκατάστατο κοκαΐνης
Μεθαμφεταμίνη (κρακ, κιμωλία ή σπιντ)
Κρυσταλλική Μεθαμφεταμίνη (κρίσταλ μεθ, ice, glass, κ.ά) ή «ναρκωτικό των κλαμπ»
Κοκαΐνη (αναψυκτικό, κόκα, χιόνι, κ.ά)
Ινδική Κάνναβη (χόρτο, μαύρο, μπάφος, σοκολάτα, φούντα, κ. ά)
Κράκ (rocks)-η πιο δυνατή μορφή κοκαΐνης και η πιο επικίνδυνη, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητας σε ανόθευτη ουσία (75%-100%) λόγω της ευφορίας που προκαλείται. Προκαλεί ΑΜΕΣΑ εξάρτηση από την πρώτη χρήσηΛόγω της εύκολης διαδικασίας παραγωγής της έχει φθηνή και προσιτή τιμή στην αγορά. Δημιουργεί .
Όπιο (αφιόνι)
Μορφίνη
Κωδεϊνη
Ηρωίνη (πρέζα, άσπρη, παραμύθα, κ.ά)
Παραισθησιογόνα (φυσικές ουσίες: “μαγικά μανιτάρια», πεγιότ & Χημικές ουσίες: LSD, DOM-DOB, DMT, DET, PCP).
Συνθετικά Ναρκωτικά
ΣΙΣΑ (κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη αναμεμειγμένη με αιθανόλη, ακόμα και υγρά μπαταρίας αυτοκινήτων, χλωρίνη ή φωτιστικό πετρέλαιο).
GHB (Ναρκωτικό του βιασμού, λόγω της ισχυρής κατασταλτικής δράσης-διαλύεται στο ποτό)
Κεταμίνη
έκσταση (MDA ή MMDA)

Η Μεθαδόνη (συνθετικό οπιοειδές το οποίο χρησιμοποιείται στη θεραπεία του εθισμού στα οπιοειδή, ως υποκατάστατο της ηρωίνης.
Χρήση ψυχοδραστικών ουσιών στην εφηβεία

Όπως παρατηρείται οι ψυχοδραστικές/ψυχότροπες ουσίες είναι πάρα πολλές και οι έφηβοι αναζητούν μία ανακούφιση στις δυσκολίες τους μέσα από αυτές. Η ανάγκη διαφυγής από το πρόβλημα-δυσκολία, η ανάγκη «να μη σκέφτομαι τίποτα» ακόμα κι αν είναι παροδική συντελούν στην χρήση ουσιών με κίνδυνο εθισμού. Κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες όπως η οικογένεια, που παίζει τον καθοριστικό παράγοντα, η οικονομική κρίση, η πλαισίωση του παιδιού και η ενδυνάμωσή του μέσα στην οικογένεια και στο κοινωνικό σύνολο, η δημιουργία κοινωνικών προτύπων που ζούν σε μία εικονική πραγματικότητα, η προώθηση κ η διαφήμιση των ουσιών μέσα από την ψυχαγωγία (σινεμά, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καφετέριες, χώροι ψυχαγωγίας) και το γενικότερο άγχος επίδοσης και δημιουργίας μίας ισχυρής προσωπικότητας αποτελούν παράγοντες οι οποίοι συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην παρότρυνση χρήσης ουσιών.

Η προσωπική αναζήτηση και ταυτότητα κάθε ατόμου καθώς και η ψυχική ανθεκτικότητα αποτελούν διαπροσωπικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη χρήση ουσιών. Τελευταίες μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση ουσιών σχετίζεται και με γενετικούς παράγοντες.

Η χρήση και κατάχρηση ουσιών όπως και ο εθισμός έχει συσχετισθεί και με την συνύπαρξη ψυχιατρικών διαταραχώνόπως με την οριακή διαταραχή προσωπικότητας, το καταθλιπτικό συναίσθημα, τη διπολική διαταραχή (μανιοκατάθλιψη), με τις διαταραχές άγχους (φοβίες, κρίσεις πανικού, κλπ), με τις διαταραχές πρόσληψης τροφής όπως και με τη σχιζοφρένεια.

Η χρήση ουσιών αλληλεπιδρά με την εμφάνιση της ψυχιατρικής διαταραχής και μπορεί να προηγείται ή να έπεται. Οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητα), λόγω της αυξημένης τους παρόρμησης, συχνά πέφτουν στην παγίδα της δοκιμής κάποιας ουσίας. Σύμφωνα με τα τελευταία επιδημιολογικά στοιχεία, οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ έχουν περισσότερες πιθανότητες να καπνίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά τους ανακουφίζεται μέσα από τη νικοτίνη.
Εξάρτηση από Αλκοόλ

Το αλκοόλ (αιθυλική αλκοόλη) είναι η αρχαιότερη ουσία εξάρτησης. Έχει καταπραϋντική-υπνωτική επίδραση, όπως εκείνη των βαρβιτουρικών. Η κατανάλωση αλκοόλ, ως μία νόμιμη εξαρτησιογόνος ουσία, κατέχει την υψηλότερη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο. 1 στους 7 άνδρες και 1 στις 13 γυναίκες, ηλικίας 15-64 ετών πεθαίνουν από μία αιτία θανάτου που σχετίζεται με το αλκοόλ. Οι έφηβοι της Ευρώπης αποτελούν τους μεγαλύτερους χρήστες αλκοόλ σε όλο τον κόσμο!

Στην Ελλάδα, μέσα από την έρευνα ESPAD, η οποία διεξήχθη το 2011 από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ) σε συνεργασία με τα κέντρα πρόληψης του ΟΚΑΝΑ έδειξε ότι:
61% των εφήβων έχουν πιεί αλκοόλ τον τελευταίο μήνα
11% των εφήβων κατανάλωσε αλκοόλ πάνω από 2 φορές την εβδομάδα
34% έχει μεθύσει τουλάχιστον μία φορά
Το κρασί, η μπύρα και τα αλκοολούχα αναψυκτικά έχουν την μεγαλύτερη κατανάλωση
1/5 έφηβους ηλικίας 17-18 ετών πίνει πάνω από 2 φορές την εβδομάδα

Στην χρονική περίοδο 1984-2011, σε μαθητές-τριεε 15-19 ετών διαφαίνεται μία αύξηση της τάσης των κοριτσιών έναντι των αγοριών στη χρήση αλκοόλ.

Η χρήση και κατάχρηση του αλκοόλ από τελεί μία διαταραχή με πολυπαραγοντική βάση, όπως και οι λοιπές εξαρτησιογόνες ουσίες που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η αιτιολογία έχει βάση στο διαπροσωπικό, κοινωνικό, γενετικό και οικογενειακό υπόβαθρο. Ένα διαταραγμένο και δυσλειτουργικό οικογενειακό πλαίσιο, με βίαιες συμπεριφορές προδιαθέτει τη δημιουργία μίας διαταραγμένης προσωπικότητας, με τον κίνδυνο εμπλοκής σε παραβατικές συμπεριφορές, σχολική αποτυχία, και κοινωνική απόσυρση. Οι τραυματικές εμπειρίες, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, διεκδικητικότητας, η εσωστρέφεια, δημιουργούν το πλαίσιο εκείνο που ωθεί τον έφηβο να δοκιμάσει κάτι που θα τον χαλαρώσει από τις δυσκολίες του και θα τον κάνει να ξεχάσει.

Η συμπεριφορά αυτή βέβαια μπορεί να συνυπάρχει με καταθλιπτικό συναίσθημα και με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές. Η ανάγκη για γρήγορη ενηλικίωση και άμεση ένταξη στον κόσμο των ενηλίκων όπου υπάρχει ελευθερία κινήσεων οδηγεί πολλές φορές τους εφήβους στη χρήση και κατάχρηση αλκοόλ.

Σημαντικά σημεία που δείχνουν την κατάχρηση αλκοόλ από τους εφήβους είναι τα κάτωθι:
Μειωμένη σχολική επίδοση και απότομη πτώση
Ψέματα και παραβατικότητα (να παίρνει χρήματα χωρίς να σας ρωτά)
Κούραση
Ευερεθιστότητα και εμπλοκή σε καυγάδες
Πολύς ύπνος

Όπως και όλες οι εξαρτησιογόνες ουσίες, έτσι και το αλκοόλ λόγω της χαλάρωσης και του αισθήματος κατάργησης αναστολών, δημιουργεί τη βάση για επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές χωρίς προφυλάξεις, την παράλληλη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή κάναββης, τον αυξημένο κίνδυνο ατυχημάτων, λόγω της γνωσιακής αποδιοργάνωσης που δημιουργείται. Έτσι διαταράσσονται φιλικές, οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις.

Η χρήση αλκοόλ όμως συνδέεται με την ύπαρξη περαιτέρω ιατρικών προβλημάτων: παχυσαρκία, υπερλιπιδαιμία, προβλήματα με το ήπαρ και άλλες γαστρεντερολογικές διαταραχές.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ είναι υπεύθυνη για το 3,4% των θανάτων σε παγκόσμια κλίμακα, και είναι συνδεδεμένη με τουλάχιστον 60 παθήσεις.

Το αλκοόλ επίσης μπορεί να «πυροδοτήσει» κεκαλυμμένες ψυχιατρικές διαταραχές (σχιζοφρένεια, διαταραχές προσωπικότητας, κ.ά). Το αλκοολικό σύνδρομο των εμβρύων (FoetalAlcool Syndrome) το οποίο σχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η αύξηση της αυτοκτονικότητας και των παραβατικών συμπεριφορών, τα ατυχήματα λόγω οδήγησης καθώς και η αυτοκτονικότητα, είναι κάποιες από τις βλαβερές συνέπειες της αλόγιστης χρήσης αλκοόλ. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, η συζήτηση και η ενδυνάμωση των παιδιών μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο αρχικά θα το βοηθήσουν να υιοθετήσει συμπεριφορές που θα του δημιουργήσουν τις βάσεις για μία ισορροπημένη ενήλικο ζωή.



Βιβλιογραφία

Bowman, S., & Randall, K. (2006). See my pain! Creative strategies and activities for helping young people who self-injure (2nd ed.). Chapin, SC: Youth Light inc.

Froeschle, J., & Moyer, M. (2004). Just cut it out: Legal and ethical challenges in counseling students who self-mutilate. Professional School Counseling, 7, 231-236.

Kanan, L. M., Finger, J., & Plog, A. E. (2008). Self-Injury and Youth: Best

Practices in School Intervention. Cherry Creek School District (In press).

Klonsky, E.D. (2007). The functions of deliberate self-injury: A review of the evidence. Clinical Psychology Review, 27, 226-239.

Lewis, L.M. (2007). No-harm contracts: a review of what we know. Suicide & Life Threatening Behavior, 37, 50-57.

Muehlenkamp, J. J. (2006). Empirically supported treatments and general therapy guidelines for non-suicidal self-injury. Journal of mental health counseling, 28, 166-185.

Lieberman, R. (2004, November 7). Understanding and responding to students who self-mutilate. Principal Leadership Magazine, 4, 10-13.

«Ξεπερνώντας τον Εθισμό. Η πορεία προς την απεξάρτηση» Ιατρικές εκδόσεις Harvard (ιατρική σχολή του παν/μίου του Harvard

«Έφηβοι: Προβλήματα και ανησυχίες», Φρανσουάζ Ντολτό, Κατρίν Ντολτό-Τόλιτς (Εκδόσεις Πατάκη)

«Μεγαλώνοντας Δυνατούς Χαρακτήρες-Πέρα από τις ουσίες»- Ορέστης Γιωτάκος (Ακαδημία Γονέων από την «Κ»)

Κοκκέβη, Α., Φωτίου, Α., Ξανθάκη, Μ., Καναβού, Ε., «Εξαρτησιογόνες Ουσίες στην εφηβεία» (ΕΠΙΨΥ 2010)

Κοκκέβη, Α., Φωτίου, Α., Σταύρου, Μ., Καναβού, Ε., «Εξαρτησιογόνες Ουσίες στην εφηβεία» (ΕΠΙΨΥ 2015)

ΕΠΙΨΥ (2015): Η κατάσταση του προβλήματος των ναρκωτικών και των οινοπνευματωδών στην Ελλάδα (ετήσια έκθεση 2014)

ΕΠΙΨΥ (2012): Πανελλήνια έκθεση εξαρτησιογόνων ουσιών, στους μαθητές-έρευνα ESPAD 2011. Αθήνα: ΕΠΙΨΥ-ΟΚΑΝΑ

WHO (World Helath Organization) 2014-Report on Alcohol and Health 2014

ΠΗΓΗ:


Monday 20 November 2017

Όταν ένας Έλληνας γονιός βρέθηκε σε Σουηδικό σχολείο




Ανάμεσα στο ελληνικό και στο σουηδικό σχολείο υπάρχει χάσμα. Ένα χάσμα που ξεκινάει από τη διδασκαλία, την βαθμολόγηση, τα διαγωνίσματα, τις σχολικές συνήθειες, τη φιλοσοφία που διέπει όλο το σχολικό σύστημα από την αρχή ως το τέλος του.
Φανταστείτε λοιπόν έναν έλληνα που έχει τελειώσει είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό σχολείο στη χώρα μας να βρεθεί στη Σουηδία και να στείλει το παιδί του εκεί στο σχολείο.


Τις παρακάτω διαφορές εντοπίζει έλληνας χειρουργός που βρέθηκε μάλλον σε αυτή τη θέση που περιγράψαμε. Να τι γράφει:

«Πόσο αμήχανη είναι εκείνη η στιγμή που πηγαίνεις με τα παιδιά σου και αγοράζεις σχολικά είδη , σάκα , τετράδια , κασετίνες, μολύβια και την επομένη μαθαίνεις ότι τίποτα από όλα αυτά δεν θα χρησιμοποιηθεί.

Πόσο περίεργα ακούγεται η άποψη ότι «σημαντικότερο από το να διαβάσει το παιδί ένα σχολικό βιβλίο είναι να το παραδώσει στο τέλος της χρονιάς ανέπαφο όπως ακριβώς το παρέλαβε γιατί απλά αποτελεί δημόσια περιουσία» . Πόσο οικεία μπορεί να είναι η εικόνα όταν πηγαίνεις να παραλάβεις τα παιδιά από το σχολείο περασμένες έξι το απόγευμα και τα βρίσκεις να παίζουν Playstation με τους συμμαθητές τους μέσα στη σχολική τάξη. Πόσο παράξενο το πρόγραμμα του Σαββατοκύριακου να περιλαμβάνει βόλτα στο σχολείο και παιχνίδι στο γήπεδο ή το παγοδρόμιο τα οποία είναι ανοικτά και προσβάσιμα όλες τις ημέρες.

Είναι αλήθεια ότι η αρχική επαφή ενός ´Έλληνα γονιού με το Σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα, κυρίως θα έλεγα συναισθήματα αμηχανίας . Όταν έχεις ανατραφεί και αποφοιτήσει από ένα εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο ο χρόνος παραμονής στην αίθουσα διδασκαλίας αποτελεί υποδιαίρεση του εκπαιδευτικού χρόνου , ο οποίος στη συνέχεια πρέπει να συμπληρωθεί με φροντιστήρια και πολύωρη μελέτη στο σπίτι , πώς μπορείς να αποδεχτείς ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν μέσα στην σχολική αίθουσα και μάλιστα πολύ πριν σημάνει το κουδούνι λήξης της σχολικής ημέρας μιας και οι τελευταίες 2-3 ώρες είναι καθαρά και μόνο για ψυχαγωγία και παιχνίδι.

Πως μπορούν να ηχήσουν στα αυτιά ενός Έλληνα γονιού οι παρακάτω δέκα απόψεις;

– Τα διαγωνίσματα απαγορεύονται γιατί υπονομεύουν την ομαλή ένταξη του παιδιού στην ομάδα και στην από κοινού προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου. Όταν αναγκάζουμε το παιδί να κρύβει το γραπτό του από το διπλανό του , πως θα του ζητήσουμε αργότερα ως πολίτη και μέλους της κοινωνίας να συνεργαστεί με το διπλανό του για την επίλυση των κοινών προβλημάτων.

– Η βοήθεια των γονιών προς το παιδί στο σπίτι , το λεγόμενο διάβασμα , είναι η πρωταρχική μορφή της παραπαιδείας . Το παιδί μαθαίνει στην ευαίσθητη νηπιακή ηλικία ότι το σχολείο χρειάζεται συμπλήρωμα αλλά και έλεγχο από τους γονείς και αργότερα από τα φροντιστήρια. Η εμπλοκή των γονέων είναι επιθυμητή αλλά να περιορίζεται σε εξωσχολική θεματολογία.

– Oι εκδρομές και οι κάθε είδους ψυχαγωγικές δραστηριότητες είναι εξίσου σημαντικές με τα μαθηματικά και τη γλώσσα και προγραμματισμένες σε εβδομαδιαία βάση. Όταν το παιδί μαθαίνει ότι η εκδρομή έρχεται ως επιβράβευση τότε αυτομάτως θέτει στο μυαλό του το μάθημα ως τιμωρία. Όταν ο διευθυντής του σχολείου αποφασίζει για την εκδρομή με βάση τις διαθέσεις των δασκάλων , την πορεία των μαθημάτων και τις καιρικές συνθήκες τότε το παιδί ανατρέφεται σε ένα περιβάλλον όπου η ψυχαγωγία περιθωριοποιείται και συγκαταλέγεται στις δευτερεύουσες προτεραιότητες της ζωής.

– Μία ημέρα την εβδομάδα η προσέλευση στην πρώτη σχολική ώρα γίνεται οικιοθελώς και το παιδί αν θέλει επιλέγει να κοιμηθεί παραπάνω ή να δει τηλεόραση , ανάλογα πάντα και με το πρόγραμμα και τις ανάγκες της οικογένειας του.

– Ο γονέας δεν έχει κανένα έλεγχο επί της σίτισης του παιδιού , το οποίο λαμβάνει σχεδόν όλα τα γεύματα της ημέρας στο σχολείο. Δεν υπάρχει κυλικείο , δεν επιτρέπεται το φαγητό από το σπίτι , παρά μόνο φρούτα . (Κάλλιστα μπορείς να παραλάβεις το παιδί σου το απόγευμα νηστικό γιατί δεν του άρεσε το φαγητό του σχολείου)

– Οι «απαγορευμένες» και «επικίνδυνες» αγαπημένες ενασχολήσεις των παιδιών με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και το Ιντερνέτ , προβλέπονται από το σχολείο το οποίο παρέχει και όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό ( οθόνες , υπολογιστές , κονσόλες παιχνιδιών )

– Ένα δίωρο την εβδομάδα, το πρόγραμμα είναι ελεύθερο και επιλέγουν τα παιδιά κάθε φορά με ψηφοφορία τι μάθημα θέλουν να κάνουν . Έτσι η μειοψηφία μαθαίνει να ακολουθεί την απόφαση της πλειοψηφίας και όλοι μαζί αντιλαμβάνονται πως οι αποφάσεις που παίρνουμε επηρεάζουν επί του πρακτέου την καθημερινή μας ζωή . (Όχι , δεν επιλέγουν κάθε φορά γυμναστική)

– Η κάθε σχολική τάξη έχει στη διάθεσή της ένα μικρό χρηματικό ποσό από το μπάτζετ του σχολικού προϋπολογισμού το οποίο αποφασίζουν οι μαθητές πού θα το διαθέσουν και κάνουν έρευνα αγοράς μόνοι τους.

– Οι σχολικές αίθουσες διατίθενται τα σαββατοκύριακα στους μαθητές για τα σχολικά πάρτυ , οι οποίοι είναι υπεύθυνοι (μαζί με το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων) για την παράδοση τους στην κατάσταση στην οποία παρελήφθησαν.

– Κάθε τρίμηνο οι μαθητές δεν βαθμολογούνται , αλλά βαθμολογούν το σχολείο , τα μαθήματα , τους εκπαιδευτικούς . Απαντούν σε ανάλογα ερωτηματολόγια για τις συνθήκες που επικρατούν στο σχολείο , τις επιδόσεις των εκπαιδευτικών και αναφέρουν τις προτάσεις τους για αλλαγές.»


ΠΗΓΗ:

Γιατί Χωρίζουν Ζευγάρια μετά από 20 χρόνια Γάμου;

Το διαζύγιο ως θεσμός των καιρών μας φαίνεται πως «χτυπά την πόρτα» σε ζευγάρια που είναι σε γάμο για 20 έως 30 χρόνια! Και ενώ θα περείμενε κανείς πως δύο άνθρωποι που έχουν μοιραστεί τη ζωή τους για ένα τόσο πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έχουν λόγο να χωρίσουν, τα στοιχεία έρχονται να το διαψεύσουν. Από τα στοιχεία της Συμβουλευτικής Γραμμής Σεξουαλικής Υγείας προκύπτει πως ένας μεγάλος αριθμός ζευγαριών προχωρεί σε λύση του γάμου, μετά από 22 χρόνια κατά μέσο όρο κοινής συμβίωσης.

Το Ινστιτούτο Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας, με πρόεδρο τον Dr. Θ. Ασκητή, πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με τους αιτιολογικούς παράγοντες που ωθούν ένα ζευγάρι με τόσο μακρόχρονη σχέση στο χωρισμό.

Παρακάτω παρουσιάζονται οι πιο συχνοί αιτιολογικοί παράγοντες σύφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου.
Ένα ποσοστό 33% αναφέρει πως ο κορεσμός και η ρουτίνα είναι που τους ωθούν στο διαζύγιο. Η κάθε μέρα είναι ίδια με την άλλη και όλες οι μέρες γίνονται σταδιακά ίδιες. Δημιουργούνται αισθήματα απογοήτευσης και μοναξιάς και η αρχική αμφιβολία μετατρέπεται σε βεβαιότητα για το ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, με αποτέλασμα η απομάκρυνση και η απόσταση ολοένα να μεγαλώνει. Πολύ συχνά οι σύντροφοι παραπονιούνται ότι έχουν κουραστεί ψυχολογικά, ότι αισθάνονται άδειοι και ότι ή σχέση δεν τους ευχαριστεί πλέον.
Το 29% αναφέρει πως το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν φύγει από το σπίτι είναι καθοριστικής σημασίας για την απόφασή τους. Μετά από 30 χρόνια γάμου τα παιδιά έχουν φύγει από το γονεικό σύστημα και έτσι οι γονείς δεν έχουν το κίνητρο να μείνουν μαζί προκειμένου να τα μεγαλώσουν και να τα φροντίζουν. Θεωρούν πλέον ότι είναι ικανά να διαχειστούν το διαζύγιο, ενώ η απουσία των παιδιών από το σπίτι, φέρνει συχνά στην επιφάνεια το συναισθηματικό κενό μεταξύ των συντρόφων.
Το 16% αναφέρει πως η απιστία οδηγεί στο διαζύγιο. Και πράγματι στη μέση ηλικία τόσο ο άνρας όσο και η γυναίκα χαρακτηρίζονται από φιληδονία. Βλέποντας πως τα χρόνια περνούν αισθάνονται την ανάγκη να ξανανιώσουν. Η ανασφάλεια που φέρνει ο χρόνος με το πέρασμά του, δημιουργεί την ανάγκη της επιβεβαίωσης, ότι ακόμα «μετράω». Έτσι, οδηγείται κανείς στη δημιουργία μιας άλλης σχέσης που τον κάνει να νιώθει αρεστό/ή. Εξάλλου, στην ηλικία αυτή το σεξ παραμένει σημαντικό και για τα δύο φύλα, ως στοιχείο ευχαρίστησης, χαράς και επιβεβαίωσης.
Η σεξουαλική απομάκρυνση οδηγεί ένα ποσοστό 13% σε χωρισμό. Πολλά ζευγάρια παραπονιούνται για την αλλαγή στη σεξουαλική τους ζωή, η οποία σε κάποιες περιπτώσεις μεταβάλλεται δραματικά, έτσι ώστε δεν είναι σπάνιο κάποιοι να απέχουν σεξουαλικά. Οι συγκρούσεις, η φθορά της καθημερινότητας, η ύπαρξη ενός σεξουαλικού προβλήματος που συνδέεται με την αύξηση της ηλικίας, η ψυχική απομάκρυνση, η σχέση που πλέον είναι «δεδομένη» και δε χρειάζεται να προσπαθήσεις για αυτήν, οδηγούν τους συντρόφους σε μια σχέση που το σεξ δεν έχει χώρο.
Υπαρξιακού τύπου προβλήματα είναι ικανά να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο χωρισμό, όπως αναφέρει ένα ποσοστό 9%. Η υπαρξιακή- εσωτερικού τύπου κρίση που περνά κανείς όσο μεγαλώνει και κάνει έναν απολογισμό ζωής, δημιουργεί ερωτηματικά, ανασφάλεια, φόβο και την ανάγκη να «προλάβει» να ζήσει όσα δεν έκανε, να ευχαριστηθεί. Εξάλλου, τα προβλήματα υγείας είναι συχνά σε αυτήν την ηλικιακή περίοδο και δημιουργούν άισθημα ανεπάρκειας και ψυχολογικής πίεσης.

Στη σύχρονη εποχή τα κοινωνικά δρώμενα «επιτρέπουν» το διαζύγιο, το οποίο σε παλαιότερες εποχές ήταν συνυφασμένο με τον κοινωνικό στιγματισμό. Η σημερινή κοινωνία είναι πιο απελευθερωμένη, το «επιτρέπει». Από την άλλη, το γεγονός ότι ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων έχει αυξηθεί κατά πολύ συγκριτικά με παλαιότερα, δίνει τη δυνατότητα να μπορεί να ξαναφτιάξει και πάλι τη ζωή του κάποιος στα 50 ή 60 του χρόνια.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 15 November 2017

The Facial Flaw That Makes Men Look More Attractive



It could be a sign of bravery and health.



Women find small facial scars attractive when looking for a short-term relationship, research finds.

Previously it was thought scars made men look less attractive in this context.

However, it seems women may link scars to bravery and health.

For long-term relationships, male scarring made no difference to women’s perceptions of attractiveness.

When men looked at pictures of women with small scars and without, it made no difference, whatever type of relationship they were considering.

Dr Rob Burriss, the study’s first author, said:



“Male and female participants were shown images of faces that displayed scarring from injury or illness, and were asked to rate how attractive they found the person for long-term and short-term relationships.

Women may have rated scarring as an attractive quality for short-term relationships because they found it be a symbol of masculinity, a feature that is linked to high testosterone levels and an indicator of good genetic qualities that can be passed on to offspring.

Men without scars, however, could be seen as more caring and therefore more suitable for long-term relationships.

The results come from a study of 223 people who were asked to look at pictures of opposite-sex faces.


Some people had small facial scars, while others did not.

The facial scars made men 6% more attractive, on average.


Dr Burriss said:


“The results demonstrate that we may have more in common with non-Western cultures than previously thought.

The perception that scarring is a sign of strength is a view shared by the Yanomamö tribe of Venezuela for example, who use face-paint to accentuate scars that result from ritualised club fights designed to test a man’s endurance against repeated strikes to the head.

The assumption that scarring is a sign of bravery is also consistent with the historical tradition of academic fencing in Western culture, whereby scarring on a man was often evidence of his courage and ability to withstand an opponent’s blow.”

SOURCE:

Monday 13 November 2017

Do schools kill creativity?

Sir Ken Robinson makes an entertaining and profoundly moving case for creating an education system that nurtures (rather than undermines) creativity.

‘Ας φανταστούμε’ – Ευγένιος Τριβιζάς στο TEDx

Σε μια από τις καλύτερες παρουσίες στο TEDxAthens, ο Ευγένιος Τριβιζάς μίλησε για τη σημασία της φαντασίας στη ζωή των παιδιών και για το πως το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να βοηθά τα παιδιά να ξεπερνούν την πραγματικότητα αντί να την υπηρετούν. Ο αγαπημένος παραμυθάς των παιδικών μας χρόνων ήταν ένας από τους δύο ανθρώπους (ο άλλος ήταν ο φωτορεπόρτερ του Reuters Γιάννης Μπεχράκης) που με τις ομιλίες τους έκαναν το κοινό της αίθουσας να σηκωθεί από τις θέσεις του για να τους χειροκροτήσει.

The psychology behind why we value physical objects over digital



When technological advances paved the way for digital books, films and music, many commentators predicted the demise of their physical equivalents. It hasn’t happened, so far at least. For instance, while there is a huge market in e-books, print books remain dominant. A large part of the reason comes down to psychology – we value things that we own, or anticipate owning, in large part because we see them as an extension of ourselves. And, stated simply, it’s easier to develop meaningful feelings of ownership over a physical entity than a digital one. A new paper in the Journal of Consumer Research presents a series of studies that demonstrate this difference. “Our findings illustrate how psychological ownership engenders a difference in the perceived value of physical and digital goods, yielding new insights into the relationship between consumers and their possessions,” the researchers said.



In an initial study at a tourist destination, Ozgun Atasoy and Carey Morewedge arranged for 86 visitors to have their photograph taken with an actor dressed as a historical character. Half the visitors were given a digital photo (emailed to them straight away), the others were handed a physical copy. Then they were asked how much they were willing to pay, if anything, for their photo, with the proceeds going to charity. The recipients of a physical photo were willing to pay more, on average, and not because they thought the production costs were higher.

It was a similar story when Atasoy and Morewedge asked hundreds of American volunteers on the Amazon Mechanical Turk survey website to say what they would be willing to pay for either physical or digital versions of the book Harry Potter and the Sorcerer’s Stone and physical or digital versions of the movie Dark Knight. The participants placed higher monetary value on the physical versions, and this seemed to be because they expected to have a stronger sense of ownership for them (for the physical versions, they agreed more strongly with statements like “I will feel like I own it” and “feel like it is mine”). In contrast, participants’ anticipated enjoyment was the same for the different versions and so can’t explain the higher value placed on physical.

In further studies, the researchers showed that participants no longer placed higher value on physical objects over digital when they would be renting rather than buying – presumably because the greater appeal of owning something physical is irrelevant in this case. Likewise, the researchers found that participants who identified strongly with a particular movie (The Empire Strikes Back) placed higher value on owning a physical copy versus digital, but participants who had no personal connection with the film did not. This fits the researchers’ theorising because the greater sense of ownership afforded by a physical product is only an enticing prospect when there’s a motivation to experience a strong sense of connection with it.

If it is a greater psychological sense of ownership that makes physical objects so appealing, then the researchers reasoned that people disposed with more “need for control” will be particularly attracted to them – after all, to own something is to control it. Atasoy and Morewedge found some support for this in their final study. The higher that participants scored on a “need for control scale” (they agreed with items like “I prefer doing my own planning”), the more than they tended to say that physical books would engender a greater sense of ownership, and, in turn, this was associated with their being willing to pay a higher amount for them, compared with digital.

The findings have some intriguing interesting implications for companies seeking to boost the appeal of digital products, the researchers said. Any interventions that might engender a greater psychological sense of ownership over digital entities will likely boost their value – such as allowing for personalisation or being able to interact with them in some way. Similarly, the results may help explain the ubiquity of digital piracy – because people generally place a lower value on digital products (even when they see the production costs as the same physical) it follows that many of us consider the theft of digital products as less serious than physical theft.

SOURCE:


Friday 10 November 2017

We’re surprisingly unaware of when our own beliefs change




If you read an article about a controversial issue, do you think you’d realise if it had changed your beliefs? No one knows your own mind like you do – it seems obvious that you would know if your beliefs had shifted. And yet a new paper in The Quarterly Journal of Experimental Psychology suggests that we actually have very poor “metacognitive awareness” of our own belief change, meaning that we will tend to underestimate how much we’ve been swayed by a convincing article.

The researchers Michael Wolfe and Todd Williams at Grand Valley State University said their findings could have implications for the public communication of science. “People may be less willing to meaningfully consider belief inconsistent material if they feel that their beliefs are unlikely to change as a consequence,” they wrote.



The researchers recruited over two hundred undergrads across two studies and focused on their beliefs about whether the spanking/smacking of kids is an effective form of discipline. The researchers chose this topic deliberately in the hope the students would be mostly unaware of the relevant research literature, and that they would express a varied range of relatively uncommitted initial beliefs.

The students reported their initial beliefs about whether spanking is an effective way to discipline a child on a scale from “1” completely disbelieve to “9” completely believe. Several weeks later they were given one of two research-based texts to read: each was several pages long and either presented the arguments and data in favour of spanking or against spanking. After this, the students answered some questions to test their comprehension and memory of the text (these measures varied across the two studies). Then the students again scored their belief in whether spanking is effective or not (using the same 9-point scale as before). Finally, the researchers asked them to recall what their belief had been at the start of the study.

The students’ belief about spanking changed when they read a text that argued against their own initial position. Crucially, their memory of their initial belief was shifted in the direction of their new belief – in fact, their memory was closer to their current belief than their original belief. The more their belief had changed, the larger this memory bias tended to be, suggesting the students were relying on their current belief to deduce their initial belief. The memory bias was unrelated to the measures of how well they’d understood or recalled the text, suggesting these factors didn’t play a role in memory of initial belief or awareness of belief change.

One big caveat is obviously that this research was about changes to mostly moderate beliefs – it’s likely the findings would be different in the context of changes to extreme or deeply held beliefs (this would be tricky to study because it will be more difficult to change these kind of beliefs). However, our beliefs on most topics are in the moderate range, and as we go about our daily lives reading informative material, these intriguing findings suggest we are mostly ignorant of how what we just read has updated and altered our own position.


SOURCE:

Monday 6 November 2017

Ενα διαφορετικό βίντεο κατά του μπούλινγκ


Πώς θα αντιδρούσατε αν βλέπατε μπροστά σας ένα περιστατικό μπούλινγκ κατά νεαρού από συνομηλίκους του; Ενα γνωστό μεγαθήριο «fast food» σκέφτηκε να δημιουργήσει ένα τέτοιο σκηνικό σε ένα κατάστημά του προκειμένου να δει με ποιόν τρόπο θα αντιδρούσαν οι υπόλοιποι πελάτες. Μάλιστα, σε όποιον πελάτη έμενε άπραγος προσέφερε ένα μπέργκερ χτυπημένο και διαλυμένο (λέγοντας τους ότι και αυτό έχει δεχτεί μπούλινγκ). Υπήρχαν φυσικά και κάποιοι που αντέδρασαν. Η συνέχεια στο βίντεο…

http://www.protagon.gr/video/ena-diaforetiko-vinteo-kata-tou-boulingk

Control and Fear: What Mass Killings and Domestic Violence Have in Common



In February, Cedric Ford shot 17 people at his Kansas workplace, killing three, only 90 minutes after being served with a restraining order sought by his ex-girlfriend, who said he had abused her. And Man Haron Monis, who holed up with hostages for 17 hours in a cafe in Sydney, Australia, in 2014, an episode that left two people dead and four wounded, had terrorized his ex-wife. He had threatened to harm her if she left him, and was eventually charged with organizing her murder.

When Everytown for Gun Safety, a gun control group, analyzed F.B.I. data on mass shootings from 2009 to 2015, it found that 57 percent of the cases included a spouse, former spouse or other family member among the victims — and that 16 percent of the attackers had previously been charged with domestic violence.

Social scientists have not settled on an explanation for this correlation, but their research reveals striking parallels between the factors that drive the two phenomena.

There are, of course, a tangle of factors behind every murder, especially terrorism inspired by foreign groups. But research on domestic violence hints at a question that often arises from seemingly inexplicable events like Mr. Mateen’s massacre of 49 people at an Orlando nightclub — what drives individuals to commit such mass attacks? — and sheds light on the psychology of violence.
‘Intimate Terrorism’

Domestic violence often follows a pattern in which an abuser seeks to control every aspect of a victim’s life. The scope and intent of this are hinted at in one name experts use for it: “intimate terrorism.”

“The perpetrator is engaging in a general pattern of control over the victim — her finances, her social contacts, the clothes she wears,” said Deborah Epstein, who runs Georgetown University Law Center’s domestic violence clinic. Violence is the perpetrator’s means of enforcing that control — and of punishing any attempts to break it.

Mr. Mateen’s brief marriage to Sitora Yusufiy seems to fit this model. She has said that he forced her to hand over her paychecks to him, forbade her to leave the house except to go to work, and prevented her from contacting her parents. Even small perceived infractions were met with a violent response.

“He would just come home and start beating me up because the laundry wasn’t finished or something like that,” Ms. Yusufiy told The Washington Post.Photo

Sitora Yusufiy, the ex-wife of the gunman in the nightclub massacre in Orlando, Fla., and her fiancé, Marcio Dias, at their home outside Boulder, Colo., on Sunday. CreditAutumn Parry/Daily Camera, via Associated Press

Take this dynamic of coercive violence to its most horrible extreme, and it looks an awful lot like how the Islamic State treats women in its self-proclaimed caliphate. As my Times colleague Rukmini Callimachi has reported, the group has created a vast infrastructure of rape and slavery in which women are held captive and bought and sold by its fighters. It is intimate violence on an industrial scale.

Domestic violence, experts say, is also often a way for male abusers to impose their view of “traditional” gender roles. Ms. Epstein said such “traditions” in the United States were rooted in the idea of men having control over women.

“That’s our culture: It’s all about men controlling women in their lives,” she said. “Intimate terrorism stems from that desire to control.”

This bears striking similarities to how the Islamic State presents its treatment of women as a recruiting tool, promising young men abroad — particularly in Europe — that its caliphate will allow them to restore “traditional” gender norms of male dominance. This dominance is exercised in part through violence including systematic rape and the threat of rape. The group often presents this violence as a means to measure and protect men’s honor.

It seems natural, then, that the Islamic State might appeal to men who desire that sort of control over the women in their lives, separate from any ideological draw — the kind of men who might have domestic violence in their past.

Nimmi Gowrinathan, a visiting professor at the City College of New York who studies women’s roles in insurgent and terrorist conflicts, said that restrictive norms about gender and sexuality could be a “pull” factor for terrorist organizations — but that people who are drawn to them are also often “pushed” by their own pre-existing attitudes or desires.
Personal and Global Grievances

Terrorist attacks and mass shootings garner attention and frighten the public much more than episodes of domestic violence. But domestic violence has a much higher death toll in the United States.



According to the Violence Policy Center, 895 women in the United States were murdered by their current or former intimate partners in 2013 (and this does not include those killed amid mass shootings). That single-year tally is more than nine times the 92 people the New American Foundation has counted as killed in jihadist attacks on American soil in the past decade.

But there are striking parallels between the intiate terrorism of domestic violence and the mass terrorism perpetrated by lone-wolf attackers like Mr. Mateen seems to have been. Both, at their most basic level, are attempts to provoke fear and assert control.

Domestic violence, experts say, often occurs when an abuser concludes that violence is the best tool to solve his or her grievances. That might mean a husband who perceives his wife’s failure to do the laundry as a challenge to his rightful authority, leading him to try to reimpose his will through violence.

Clark McCauley, a professor at Bryn Mawr College who studies the psychology of mass violence and terrorism, said he was not aware of research finding a causal relationship between domestic violence and terrorism. But he has found that a characteristic common to mass killers is a sense of grievance: a belief that someone, somewhere, had wronged them in a way that merited a violent response.Photo

Omar Mateen, who fatally shot dozens of people at an Orlando nightclub early Sunday.Creditvia Agence France-Presse — Getty Images

That grievance could be personal, or it could be political — a sense that the perpetrator needed to act in the name of a larger group.

Paul Gill, a senior lecturer at University College London who studies the behavior of lone-actor terrorists, said that violence was, in a sense, a learned psychological skill: “Having a history of violence might help neutralize the natural barriers to committing violence.”

From that perspective, domestic violence can be seen as a psychological training ground for someone like Mr. Mateen to commit a mass attack.
Gender Norms, Gender Panic

A domestic abuser’s desire to impose, by force, supposed traditional gender roles also sometimes includes sexuality. Such abusers, experts say, may see homosexuality as a threat to their masculinity.

“There is an idea that what it means to be masculine is to be vigilant of your sexuality, and hypervigilant towards keeping anyone from perceiving you as gay,” said Gillian Chadwick, a fellow at Georgetown University Law Center.

Intimate terrorism, in that sense, rests on a broader spectrum of violence meant to preserve the traditional dominance of heterosexual men, and coerce those who are perceived as threatening that order. That spectrum, at the extreme end, includes mass shootings.

This connection makes it somewhat easier to understand an apparent contradiction: that Mr. Mateen targeted a gay nightclub and that his father and ex-wife have said he had a history of homophobic remarks, but that he also had been seen visiting Pulse, the gay nightclub he targeted, and, according to some news reports, used a gay dating app.

Could Mr. Mateen have been trying to use violence to reimpose rules about gender and sexuality that he himself was troubled about violating? If so, he would not be the first.

Ms. Chadwick said there was an entire category of legal argument, called “gay panic” and “trans panic” claims, in which defendants say that they turned to violence because they were so upset about being perceived as gay, or about discovering they were attracted to a transgender person.

Ms. Gowrinathan, who studies gender and terrorism, warned against making assumptions based on Mr. Mateen’s having been a Muslim raised by Afghan immigrants to the United States, saying that domestic violence and homophobia are prevalent across cultures.

“He is the outcome of the United States’ political culture, not the Islamic State’s,” she said.

Ms. Epstein of Georgetown agreed. “People in the U.S. throw acid in the faces of their wives who have betrayed them,” she said. “Anything you could find overseas happens here, too.”

SOURCE:

Έρευνα που υποστηρίζει ότι όσοι αργούν είναι αισιόδοξοι, επιτυχημένοι και πιο υγιείς






Όσοι αργοπορούν συστηματικά μπορεί να αντιμετωπίζουν πρόβλημα λόγω της καθυστέρησης, αλλά όπως έδειξαν τα αποτελέσματα έρευνας, έχουν εξελιγμένο τρόπο σκέψης, είναι αισιόδοξοι, επιτυχημένοι και ζουν περισσότερο.
Για την αργοπορία συνήθως ευθύνεται ο λάθος υπολογισμός του χρόνου, καθώς οι «αργοπορημένοι» πιστεύουν ότι προλαβαίνουν να πραγματοποιήσουν όλες τις υποχρεώσεις τους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Η έρευνα δείχνει, ότι υπολογίζουν λάθος γιατί είναι υπερβολικά αισιόδοξοι.
Η θετική τους σκέψη υπερισχύει του ρεαλισμού τους, όμως εκείνοι δεν απογοητεύονται και συνεχίζουν να βλέπουν από τη θετική σκοπιά.
Όμως σχεδόν πάντα καταφέρνουν να τακτοποιούν όλες τις υποθέσεις τους.Η θετική τους σκέψη υπερισχύει του ρεαλισμού τους, όμως εκείνοι δεν απογοητεύονται και συνεχίζουν να βλέπουν από τη θετική σκοπιά.

Για τις ανάγκες της έρευνας, ζητήθηκε από υπαλλήλους που αργοπορούν και από υπαλλήλους που είναι συνεπείς να προωθήσουν προϊόντα.
Ως αποτέλεσμα, εκείνοι που αργοπορούσαν κατάφεραν να βγάλουν κατά 88% μεγαλύτερο κέρδος, συγκριτικά με τους συνεπείς.
Οι πελάτες όταν ρωτήθηκαν σχετικά με την επιλογή τους, απάντησαν ότι προτίμησαν να αγοράσουν από τους συγκεκριμένους υπαλλήλους γιατί ήταν πιο ενθουσιώδεις, φιλικοί και τους ενέπνευσαν αισιοδοξία.
Συνήθως όσοι αργοπορούν αντιμετωπίζονται ως απείθαρχοι και ανοργάνωτοι, όμως οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ανταποκρίνονται στην προσωπικότητά τους.
Αντίθετα, οι επιστήμονες εξηγούν ότι είναι ενθουσιώδεις και πνευματώδεις, που τα χαρακτηριστικά τους παρερμηνεύονται.Η αντίληψή τους για το χρόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.Πιστεύουν ότι προλαβαίνουν να πραγματοποιήσουν όλες τις υποχρεώσεις τους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Έρευνα από το πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, προσπάθησε να αναλύσει τη σχέση των ανθρώπων με το χρόνο.
Για να κατανοήσουν οι επιστήμονες την αντίληψη των ατόμων, μετά από αναμονή ενός λεπτού, τους ζήτησαν να μαντέψουν πόσος χρόνος είχε περάσει.
Η πρώτη κατηγορία έπεσε πολύ κοντά, μαντεύοντας κατά μέσο όρο 58 δευτερόλεπτα.
Η δεύτερη κατηγορία υπολόγισε περισσότερα από 77 δευτερόλεπτα.
Στη δεύτερη κατηγορία, τα άτομα που συμμετείχαν ασχολούνταν με πιο δημιουργικά επαγγέλματα και είχαν τάση προς συστηματική αργοπορία.
Επίσης, δεν δυσανασχετούν όταν κάποιος τους «στήσει» και δεν καταλαβαίνουν την δυσαρέσκεια των υπολοίπων στη συστηματική τους αργοπορία.
Γιατί και πάλι η αντίληψή τους για το χρόνο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Όταν αργούν περισσότερο από 20 λεπτά, πιστεύουν ότι καθυστέρησαν μόνο για 5.
Καρδιολόγοι υποστηρίζουν, ότι όσοι καθυστερούν έχουν μειωμένες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν καρδιαγγειακά νοσήματα, καθώς η αισιοδοξία τους, τους απαλλάσσει από το έντονο στρες.
Η αργοπορία όταν είναι μικρή συγχωρείται, αρκεί να μην εΊναι επαναλαμβανόμενη γιατί γίνεται κουραστική, παρά την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα των «αργοπορημένων».

ΠΗΓΗ: