Sunday 29 April 2018

Διαταραχές του συναισθήματος και σεξουαλικότητα



Οι συναισθηματικές διαταραχές επηρεάζουν το σύνολο της λειτουργικότητας του ατόμου, επομένως δεν θα μπορούσαν να μην επιδράσουν και στη σεξουαλική του λειτουργία. Η κατάθλιψη φέρνει αλλαγές στο συναίσθημα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βιώνουν καταθλιπτικά συμπτώματα έχουν την τάση να επιζητούν περισσότερο τη μοναξιά και την απομόνωση, αποφεύγοντας να δουν ανθρώπους, ακόμα και τους οικείους τους, αισθανόμενοι δυσφορία, ενώ συχνά νιώθουν, ότι δεν μπορούν να αφεθούν και να απολαύσουν τις ευχάριστες στιγμές της καθημερινότητάς τους, που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στη διαχείριση της επικοινωνίας και τη λειτουργικότητα της ομάδας.

Η ανηδονία, ως βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, αποστραγγίζει το άτομο από κάθε σεξουαλική επιθυμία ή φαντασίωση. Το άτομο που υποφέρει από κατάθλιψη φαίνεται να μην ενδιαφέρεται να αλλάξει την κατάσταση και δεν αναγνωρίζει τη μείωση των σεξουαλικών επαφών ως πρόβλημα. Στις περιπτώσεις αυτές, η σεξουαλική διαταραχή αποκτά κυρίαρχο ρόλο μέσα στη σχέση και επιφέρει άλλοτε ένταση και άλλοτε απόσταση ανάμεσα στους δύο συντρόφους. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βλέπει τη μείωση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος του συντρόφου απορεί, αγωνιά ή και θυμώνει αφού το μήνυμα που λαμβάνει είναι «δε σε επιθυμώ πια ερωτικά». Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, το άτομο βλέπει τη σεξουαλική του αδιαφορία, δεν την ερμηνεύει ως καταθλιπτικό σύμπτωμα πιστεύοντας ότι κάτι οργανικό συμβαίνει στη σεξουαλική του ζωή. Είναι γνωστό σε εμάς τους ειδικούς, ότι το πρώτο σύμπτωμα μιας κατάθλιψης που υπόγεια σιγά-σιγά φανερώνεται με την ανηδονία και την έλλειψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Και με το αίτημα αυτό έρχονται αναζητώντας λύση στο σεξουαλικό πρόβλημα «δεν έχω στύση», «δεν έχω διάθεση για σεξ», «δεν σκέφτομαι σεξουαλικά τον σύντροφό μου», «δεν φαντασιώνομαι», «δεν αυνανίζομαι». Αυτές οι κλινικές εικόνες φωτογραφίζουν σε μεγάλο ποσοστό την κατάθλιψη που υπάρχει από κάτω, όπου και γνωστοποιείται στον άνθρωπο που τις εκφράζει και σε εύλογο χρονικό διάστημα με την θεραπεία της κατάθλιψης ξαναζωηρεύει το σεξ και ο άνθρωπος βρίσκει τη σεξουαλική του ζωή και φυσικά βελτιώνει και την ερωτική επαφή με τον σύντροφό του.

Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής τα άτομα που νοσούν αντιμετωπίζουν προβλήματα στη δημιουργία ερωτικών σχέσεων λόγω της μεταβλητότητας της συναισθηματικής του κατάστασης. Ερευνητικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι σύντροφοι των ατόμων με διπολική διαταραχή αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συμπεριφοράς που διαμορφώνεται από την ασθένεια. Παράλληλα φάνηκε πως η αντίληψη που είχαν σχετικά με το κατά πόσο ο σύντροφός τους έχει έλεγχο πάνω στην πάθηση, επηρέαζε και τις αναφερόμενες δυσκολίες της σχέσης. Σε ότι αφορά τη σεξουαλική ζωή τα επίπεδα ικανοποίησης των συντρόφων ήταν χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της ασθένειας (χωρίς να υπάρχει διαφορά μεταξύ μανίας και κατάθλιψης) συγκριτικά με τις περιόδους όπου ο ασθενής ήταν καλά. Και για τους ίδιους τους ασθενείς όμως έχουν εντοπιστεί συσχετίσεις της διπολικής διαταραχής με σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως η στυτική δυσλειτουργία, ο καταναγκαστικός αυνανισμός και η επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, όπως η εμμονή γύρω από το σεξ, η έκθεση στη σεξουαλική παρενόχληση και η υπερσεξουαλική δραστηριότητα.

ΠΗΓΗ:

Friday 27 April 2018

Γονιός στην εποχή του Διαδικτύου




Ακούμε πολύ συχνά γονείς να αγωνιούν για την υπερβολική ενασχόληση των παιδιών τους με τον υπολογιστή και το διαδίκτυο.

Το θέμα της εμμονής των παιδιών με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές είναι περίπλοκο. Οφείλουμε πρώτα να διερευνήσουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους ένα παιδί ή ένας έφηβος κάνει υπερβολική χρήση-άρα στην ουσία καταφεύγει στο διαδίκτυο- για να βρει διέξοδο από κάτι που τον ή την ταλαιπωρεί. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να βοήθήσουμε πραγματικά. Η δαιμονοποίηση του μέσου δεν βοηθά σε τίποτα.

Η πολύωρη ενασχόληση του παιδιού με τον υπολογιστή μπορεί να υποδηλώνει ότι κάτι συμβαίνει με τη διάθεσή του. Η τάση για απόσυρση, η αποφυγή της διαπροσωπικής επαφής, η αναζήτηση νοήματος μέσω της επαφής με την τεχνητή πραγματικότητα του υπολογιστή, ενδέχεται να συνδέονται με άγχος ή κατάθλιψη που υποβόσκουν, ή με διαταραχή των σχέσεων μέσα στην οικογένεια.

Πότε πρέπει να ανησυχήσει κανείς; Πότε πρέπει να σκεφτούμε την εξάρτηση; Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι το διαδίκτυο είναι ένα ζωτικότατο και πολύτιμο μέσο. Η χρήση του περιλαμβάνει επαφή με φίλους μέσω μηνυμάτων ή δικτύων όπως το facebοok και το Instagram, συμμετοχή σε blogs, αλλά και πρόσβαση σε μουσική, βίντεο, νέα και ειδήσεις, πληροφόρηση γενικότερα. Το πρόβλημα ξεκινά όταν χάνουμε τον έλεγχο, και τη σύνδεση με το ίντερνετ την χρειαζόμαστε πια απαραιτήτως, αντί απλά να την θέλουμε.





Κάποια ενδεικτικά συμπτώματα που θα έπρεπε να μας βάλουν σε συναγερμό είναι όταν το παιδί ή ο έφηβος:
απομονώνεται για ώρες στο διαδίκτυο και χάνει την αίσθηση και τον έλεγχο του χρόνου,
στερείται ύπνο και αρχίζει να αποκλίνει από το συνηθισμένο πρόγραμμα της ημέρας
χάνει το ενδιαφέρον του για δραστηριότητες ή επαφές που άλλοτε τον ενδιέφεραν, για την έξοδο με φίλους και παρέες, δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του στο σχολείο
εμφανίζει συμπτώματα απόσυρσης,όπως ευερεθιστότητα και άγχος, όποτε δεν μπορεί να έχει πρόσβαση, και προκαλεί έντονους ή και βίαιους τσακωμούς όταν του απαγορεύεται η χρήση
παραβαίνει όρια και κανόνες που μπορεί να ισχύουν σχετικά με τη χρήση του διαδικτύου, και μπορεί να λέει ψέμματα προκειμένου να κάνει χρήση.

Όσο πιο γρήγορα ειδοποιηθούμε ότι ένα παιδί κάνει υπερβολική χρήση και στρέψουμε την προσοχή μας στις υποκείμενες αιτίες, όσο πιο γρήγορα το βοηθήσουμε να αναγνωρίσει και αυτό το πρόβλημα, τόσο πιο καλό θα είναι για όλους μέσα στην οικογένεια.

Πιο ευάλωτα στην εξάρτηση στο διαδίκτυο είναι τα παιδιά που βιώνουν δύσκολες καταστάσεις και σχέσεις μέσα στην οικογένεια και οδηγούνται σε απομόνωση και μοναξιά μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Οι πραγματικές σχέσεις τα απογοητεύουν, αλλά το διαδίκτυο τα αποζημιώνει φέρνοντάς τα σε επαφή με άλλους που τους δίνουν την προσοχή και την αποδοχή που ζητούν... ή έτσι νομίζουν!

Επίσης, μελέτες δείχνουν ότι μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν εξάρτηση έχουν παιδιά που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Συχνά, τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται στις παρέες συνομηλίκων και δεν αξιολογούν τον εαυτό τους ως ιδιαίτερα δημοφιλή. Το διαδίκτυο τους προσφέρει διεξόδους ώστε να νιώσουν καλύτερα για τον εαυτό τους, μπορούν να προβάλλουν μία αλλαγμένη κοινωνική εικόνα και προσωπικότητα. Ή όταν παίζουν παιχνίδια μπορούν να αντιμετωπίζουν διάφορες συνεχώς αυξανόμενες προκλήσεις, που ακολουθούνται από επιβραβεύσεις, νίκες, status, αναγνώριση και αποδοχή σε μια διαδικτυακή «παρέα».

Πιο συγκεκριμένα, οι έφηβοι φαίνεται να είναι μία ομάδα υψηλού κινδύνου για εξάρτηση στο διαδίκτυο. Το διαδίκτυο εξυπηρετεί σημαντικές αναπτυξιακές ανάγκες τους, όπως το να νιώθουν ελεύθεροι και μακριά απο το γονεϊκό έλεγχο, να ελέγχουν πλήρως τι από την ταυτότητα και την προσωπικότητά τους προβάλλουν, να επικοινωνούν εύκολα και άμεσα με συνομήλικους, να είναι «μέσα» στα πράγματα, με πολλούς φίλους. Εάν οι γονείς ελέγχουν και εμπλέκονται υπερβολικά στην ζωή ενός έφηβου, εάν τον περιορίζουν ασφυκτικά, εάν δεν του επιτρέπουν ιδιαίτερη πρωτοβουλία, τον καθιστούν αυτομάτως ιδιαίτερα ευάλωτο στο να αναζητήσει στο διαδίικτυο ελευθερία,περιπέτεια, αυτονομία επιλογών. Είναι κάτι που δεν σκέφτονται συχνά οι γονείς, ότι ο φόβος και η υπερπροστατευτικότητα στην οποία καμιά φορά καταφεύγουμε εξ αιτίας τους, αντί να προστατεύσει τα παιδιά μας, τα σπρώχνει μακριά μας.

Στα περισσότερα σπίτια που υπάρχει ένας εθισμένος στο διαδίκτυο έφηβος, συνήθως δημιουργούνται μεγάλες εντάσεις με τους γονείς οι οποίοι καταλήγουν σε ακραίες αντιδράσεις, όπως π.χ. να απειλούν τον έφηβο ότι θα του πάρουν τον Η/Υ, να προκαλούν βλάβη στον υπολογιστή, ο έφηβος από την άλλη να εξαγριώνεται καθώς νιώθει ότι κανείς δεν τον καταλαβαίνει…. Όλες αυτές οι ακραίες συμπεριφορές και από τις δύο πλευρές φαίνεται ότι συντηρούν ή και επιδεινώνουν την κατάσταση, χωρίς τελικά ο εθισμένος έφηβος αλλά και η οικογένειά του να παίρνουν τη βοήθεια που χρειάζονται.

Είναι σημαντικό οι γονείς να πλησιάσουν το παιδί τους και να το ακούσουν προσεκτικά, να κουβεντιάσουν για τους λόγους που το οδήγησαν εκεί. Οι γονείς θα πρέπει να επιδιώξουν να προβληματιστούν σχετικά με το τι σημαίνει η συμπεριφορά των παιδιών τους και να συζητήσουν μαζί τους τις ανησυχίες τους. Να είναι «ανοιχτοί» στην επικοινωνία με τα παιδιά τους. Να εντείνουν τις προσπάθειές τους για ανεύρεση χρόνου για τα παιδιά, να μπορούν να προσφέρουν ελκυστικές εναλλακτικές δραστηριότητες. Να θέτουν σταθερά όρια στο χρόνο ενασχόλησης μ’ αυτά. Να ενθαρρύνουν το ελεύθερο, δημιουργικό παιχνίδι με τους συνομηλίκους, και να φροντίζουν ενεργά να οργανώνουν την κοινωνική ζωή των παιδιών με φίλους. Να είναι «κοντά» στα παιδιά τους, όταν παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια, λειτουργώντας ως φίλτρο και να συζητούν μαζί τους για το περιεχόμενο των παιχνιδιών. Όταν οι γονείς αισθάνονται ότι «ο πόλεμος» γύρω από το θέμα των ηλεκτρονικών έχει δυστυχώς γίνει εντονότατος και καθημερινός, και ότι η σχέση τους με τα παιδιά τους περιορίζεται σε συνεχή αστυνόμευση, θα συμβουλεύαμε να εστιάσουν τις προσπάθειές τους να ξαναχτίσουν μια υγιή σχέση με τα παιδιά, να ξαναεγκαταστήσουν επικοινωνία, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να μοιραστούν με αυτά το ενδιαφέρον τους για τα συγκεκριμένα παιχνίδια…! Αυτός ο φαινομενικά παράδοξος τρόπος πλησιάσματος του παιδιού θα φέρει πιο κοντά τους γονείς, θα αλλάξει την ποιότητα της σχέσης, και θα είναι πιο εύκολο να εφαρμόσουν σε δεύτερο χρόνο τα παραπάνω που αναφέραμε και να βάλουν κάποια όρια.

Θα τελειώσουμε τονίζοντας ότι η κριτική και η περαιτέρω απαξίωση ενός παιδιού που ήδη είναι δυσκολεμένο είναι καταστροφικές. Αντιθέτως, σεβασμός, απενοχοποίση, κατανόηση και γνήσιο ενδιαφέρον, θα ταρακουνήσουν το παιδί και είναι περισσότερες οι πιθανότητες να αναγνωρίσει το πρόβλημά του ως πρόβλημα και να κινητοποιηθεί να αλλάξει τα πράγματα. Μπορεί αυστηρά μέτρα μετά από ένα ζόρικο επεισόδιο στο σπίτι να έχουν ένα προσωρινό αποτέλεσμα, αλλά ένα παιδί που συνεχίζει να υποφέρει, θα βρει είτε τεχνάσματα να ξαναεγκαταστήσει την εξάρτηση, είτε μία νέα εξάρτηση που θα του εξασφαλίζει ανακούφιση. Και υπάρχουν και χειρότερες εξαρτήσεις, ας μην το ξεχνάμε!

Όλα αυτά παίρνουν χρόνο και χρειάζονται υπομονή. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι μία σοβαρή εξάρτηση που ειναι σίγουρο ότι χτίστηκε στο έδαφος χρόνιων προβλημάτων θα εξαφανιστεί σε μια ημέρα. Δεν είναι ούτε δυνατόν, ούτε και δίκαιο να το περιμένουμε αυτό από ένα παιδί. Βοήθεια από ειδικούς μπορεί να είναι πολύτιμη, είτε με την μορφή συμβουλευτικής υποστήριξης και ψυχοθεραπείας, είτε σε ομάδες εφήβων ειδικές για προβλήματα εξάρτησης. Μπορεί μία σύντομη, στοχευμένη παρέμβαση με τη συνεργασία παιδιού και γονέων να έχει σημαντικό αποτέλεσμα, μόνο και μόνο αναγνωρίζοντας τις υποκείμενες αιτίες, αποφορτίζοντας την κατάσταση, και καθοδηγώντας σωστά τους γονείς. Σε κάθε περίπτωση είναι μία καλή αρχή.

ΠΗΓΗ¨:

The National Trust: involving disabled users in designing access features can be transformative.


 It manages some 320 historic houses with collections which are open to visitors, many of which are registered museums. The National Trust’s Equality Specialist, Heather Smith details the journey it has been on to improve accessibility to its sites for disabled visitors.


As Equality Specialist, the primary focus of my role is advising across the organisation in how we become more accessible and welcoming for disabled people, particularly as visitors to our places. My wider role also encompasses developing and shaping policy and guidance in the requirements of the Equality Act 2010 (which followed on from the Disability Discrimination Act), supporting all our departments to become more inclusive in their practice.

The National Trust looks after a diverse portfolio of places, from built structures to outdoor spaces, holiday cottages to villages, and much more. Our motto is ‘for ever, for everyone’ and the balance of conservation and access is a daily debate as we move our practice of inclusion forward and create solutions for accessibility which are creative and sensitive to our surroundings.

When improving access for disabled people, there are a range of methodologies which can be used. The National Trust created a post to focus on improving access for disabled people in the early 1990s. This was prior to the passing of the Disability Discrimination Act 1995, the legislation was not the driver for the decision, more the increasing awareness that our provision at that time was insufficient to meet the needs of this audience. Developing a post to provide a focus for activity like this is not an unusual approach. Such a role provides leadership to nurture organisation-wide commitment, to clarify the requirements of legislation, and to develop strong and clear processes for progress, amongst other things, but it is important that the work is not done in a silo with the expectation of sole responsibility. Integrating the practice and accountability leads to organisational change.

Within the Trust, we have introduced a programme of access auditing as another methodology to improve accessibility. As a component part of managing this process, my role involves developing skills and knowledge in my colleagues to understand how to put the recommendations into practice, why it is important, and the difference it makes to the quality and possibility of a visit for a disabled person. My own skill and knowledge development comes in significant part from working directly with disabled people and introducing this practice into our work has been crucial. Building relationships at a national and local level with disability charities, user-led organisations, and individual disabled people has become a key part of our process.

Having all relevant voices in dialogue together from the start, rather than delivering an outcome and then asking for feedback is more likely to create a positive experience and create greater cultural equality. A co-productive methodology increases the capacity and opportunity for trying new ideas. Understanding the perspective of disability from a lived experience is more effective in illustrating why creating the balance of conservation and access is so important than solely relying on legislative and regulatory drivers.


A member of the audience showing her digital drawing to artist Tanya Raabe-Webber during the 'Portraits Untold' event at Beningbrough Hall, Gallery and Gardens, North Yorkshire © National Trust Images/Chris Lacey.

Societal assumptions often ignore the wealth of talent and skill amongst disabled people. Developing dialogue enables this talent to be utilised, breaks down barriers and builds common ground. Sometimes it is hard for voices of disabled people to be heard because of the difficulty of getting to places where those voices need to be. Equally, if you perceive that your voice is always ignored, or that you will be taken as representative of disabled people as a whole, the will to engage again can feel onerous. Starting with smaller scale engagement can build confidence to move to a genuine co-productive model but the clarity of process should remain the same so that everyone understands the expectations and responsibilities.

Examples of things to consider include: what is the aim of working together, a clear brief should be developed; when will the work take place, be clear on the length of the commitment; how will the opportunities for input be organised, will it be on site or remotely, by face-to-face meeting or a blend of methods; where will the activity take place, is the meeting space accessible with car parking and accessible toilet facilities; who will be involved, how many people and what range of experiences will they have; why is this conversation important right now, what could it lead to in the future.

When starting a new way of working, there are likely to be bumps in the road. Debates about improving access can be challenging for a range of reasons. It is easy to be put off from opening up questions about processes which seem hard to change, structures which are complicated to adapt and require a range of permissions before agreement can be reached, as can often the case in the historic environment. It is possible that some comments might be strongly worded if someone has felt that their views have been ignored previously. Being prepared to manage these comments by taking an open and welcoming approach, as well as demonstrating that you are keen to learn from the comments will help to build a more concordant approach as the discussions continue. Providing feedback on any comments and opinions given, which might be taken away for further consideration is key to building trust and confidence in the process and driving forward a positive and accessible outcome.

Our practice began with engaging disabled people in specific programmes and projects, using the principles above to shape the debates. We are improving our practice by ‘learning by doing’, moving from inviting disabled people to a small number of meetings to building an access group of local disabled people, staff and volunteers working together to discuss the continuing development of a site to be more accessible, inclusive, and relevant and developing a sustained relationship.

Although co-production shouldn’t be limited to short-term projects or programmes, these can be a useful place to test the methodology. Our virtual tour project was a test of developing a blended project team of staff and volunteers from a range of relevant roles and disabled people, working together to create an accessible product which in itself improved the accessibility of the visitor experience. The quality of the solution was award-winning but more importantly received positive feedback from disabled visitors, and influenced the thinking about engaging disabled people from the concept of an idea to the final realisation of the solution and beyond.

Some of our places have now moved to the model of a long-standing group of disabled people, staff, and volunteers building a narrative about becoming more accessible in all that they do. Croome Park in Worcestershire, is an example of this where commitment to co-productive practice has grown to enabling disabled people to take the lead in developments, such as the ‘Potter and Ponder’ sensory experience of the parkland, designed and produced by disabled people. At Beningbrough Hall in York, disabled artist, Tanya Raabe-Webber, is co-creating the concept and content of ‘Portraits Untold’, a series of portraits, including disabled people, which had co-production at its heart, including the artwork of members of the audience observing Tanya’s work into the final artworks themselves.

The growth in co-productive practice is noticeable across the sector. My role as Chair of the voluntary committee which organises the Jodi Awards – recognising excellence in accessible digital media – brings me into contact with a range of organisations who are working with disabled people to improve their use of and accessibility of, technology. Indeed, it is a key criterion in the application process. In the most recent awards, organisations such as Manchester Museum and Liverpool Museums were able to demonstrate the engagement of disabled people across their practice, influencing many aspects of their work, and sustaining these relationships as business as usual.

Establishing honest dialogue and exploring the potential of co-productive practice can potentially transform an organisation – and the experiences it offers to all visitors. Partnership and collaboration is the way to achieve change and create greater cultural equality for disabled people as well as richer experiences for everyone.

SOURCE:

Wednesday 25 April 2018

The Best Type of Chocolate For Good Mood and Lower Stress



The chocolate helped regulate neural signalling and improved the immune response.



Dark chocolate with a high concentration of cacao (above 70%) has positive effects on mood, stress and levels of inflammation, new research shows.

Cacao — which comes closer than cocoa to its natural form — contains high levels of flavanoids.


Flavonoids are powerful antioxidants that have been shown to support the cognitive, cardiovascular and endocrine system.

Dr Lee S. Berk, who led two new studies on cacao, said:


“For years, we have looked at the influence of dark chocolate on neurological functions from the standpoint of sugar content — the more sugar, the happier we are.

This is the first time that we have looked at the impact of large amounts of cacao in doses as small as a regular-sized chocolate bar in humans over short or long periods of time, and are encouraged by the findings.

These studies show us that the higher the concentration of cacao, the more positive the impact on cognition, memory, mood, immunity and other beneficial effects.”

In the first of the studies Dr Berk and colleagues found that 70% cacao chocolate helped regulate neural signalling and improve cellular immune response.


In the second, they found that consuming 48g of dark chocolate enhanced neuroplasticity, which is the brain’s ability to reorganise itself to respond to new situations.

SOURCE:

Friday 20 April 2018

Ο εγκέφαλος δεν είναι αποθήκη αναμνήσεων


Μπορεί εμείς να έχουμε την αίσθηση ότι βγάζουμε τις θύμησές μας από το σεντούκι του πολυπλοκότερου οργάνου μας, όμως όλα τα επιστημονικά δεδομένα συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου



Αν ο εγκέφαλός μας ήταν αποθήκη, ο χώρος του θα ήταν πεπερασμένος...


Η πεποίθηση ότι οι αναμνήσεις και οι γνώσεις μας αποθηκεύονται στον εγκέφαλο είναι τόσο γενική και απόλυτη ώστε κάθε αντίλογος εκλαμβάνεται ως παραδοξολογία. Τι άλλη εξήγηση πέραν αυτής της εγγραφής των εμπειριών στη μνήμη μπορεί να υπάρξει για την επανειλημμένη ανάδυση των ίδιων βιωμάτων και γνώσεων στη συνείδηση; Αλλά η απουσία εναλλακτικών ερμηνειών του φαινομένου και η πιεστική ανάγκη μιας εύλογης ερμηνείας του δεν συνιστούν τεκμήριο ότι όντως οι εμπειρίες εγγράφονται στη μνήμη ή στον εγκέφαλο. Κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Πλατωνικό Σωκράτη: «Είναι λοιπόν η μνήμη μας κέρινη πλάκα όπου χαράζονται οι γνώσεις μας, ή μήπως είναι οι γνώσεις μας σαν τα πουλιά και η μνήμη μας κλουβί όπου τα φυλάμε;» ρωτά τον μαθητευόμενο γεωμέτρη Θεαίτητο. Ελέγχοντας κι οι δυο τους τις λογικές επιπτώσεις αυτών των υποθέσεων συμφώνησαν ότι, εν τέλει, η μνήμη δεν μπορεί να είναι κήρινον εκμαγείον ούτε περιστερεών παντοδαπών ορνίθων· ότι η υπόθεσις της διαφυλάξεως των αναμνήσεων σε οτιδήποτε «δοχείο» δεν ευσταθεί.

Ωστόσο, κάπου 25 αιώνες αργότερα, τόσο οι επιστήμονες όσο και το ευρύτερο κοινό επιμένουμε να πιστεύουμε - πράγμα το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο που εκφραζόμαστε - ότι όλες οι αναμνήσεις μας εγγράφονται στον εγκέφαλο εν είδει νευρωνικών κυκλωμάτων. Πώς όμως τεκμηριώνεται επιστημονικά αυτή η κατά τα άλλα ευλογότατη υπόθεση; Δύο βασικά είδη μεθόδων έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν: το πρώτο και παλαιότερο είναι η μελέτη των επιπτώσεων των διαφόρων εγκεφαλικών κακώσεων στη μνήμη. Το δεύτερο συνίσταται στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών απεικονίσεως των λειτουργιών του ανθρωπίνου εγκεφάλου εν δράσει. Φαίνεται λοιπόν ότι και τα δύο είδη συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν εξειδικευμένες περιοχές στον εγκέφαλο για διάφορα είδη γνώσεων, όπως επί παραδείγματι για τη γνώση και την αναγνώριση προσώπων, τοπίων, χωμάτων, κ.λπ.· εν ολίγοις, περιοχές οι οποίες κατά τη γνώμη πολλών και εγκρίτων επιστημόνων περιέχουν τα μνημονικά κυκλώματα των αντιστοίχων εννοιών.

Αλλά, όπως απεδείχθη στον διάλογο «Θεαίτητος» τον οποίο προ ολίγου εμνημόνευσα, το φαινομενικώς εύλογο δεν είναι κατ' ανάγκη αληθές. Αναμφιβόλως υπάρχουν εξειδικευμένες περιοχές οι οποίες ενεργοποιούνται επιλεκτικώς: μία όταν αναγνωρίζουμε πρόσωπα, μια άλλη όταν αναγνωρίζουμε τοπία, κι άλλες για χρώματα, για σωματικές κινήσεις, για αντικείμενα που μεταχειριζόμαστε, για κυρίως οπτικά ερεθίσματα, για κυρίως ακουστικά και ούτω καθ' εξής. Οταν δε μια εξειδικευμένη περιοχή υφίσταται βλάβες λόγω τραυματισμών, νεοπλασιών, εγκεφαλικών επεισοδίων ή νευροεκφυλιστικών νόσων πράγματι εκπίπτει και η επάρκεια με την οποία αναγνωρίζεται η αντίστοιχη κατηγορία εννοιών και αντικειμένων.

Από προσεκτικότερη όμως ανάλυση των κλινικών και των νευροαπεικονιστικών αυτών δεδομένων προκύπτει άλλο συμπέρασμα, το οποίο συνάδει με την άποψη ότι οι εξειδικευμένες περιοχές περιέχουν νευρωνικούς μηχανισμούς αναλύσεως αισθητικών σημάτων από το περιβάλλον και σημάτων τα οποία παράγονται από άλλους, παρόμοιους μηχανισμούς και όχι μνημονικά κυκλώματα. Πολλοί παράγοντες καθιστούν το συμπέρασμα αυτό ευλογότερο, εάν όχι απολύτως αναγκαίο. Θα αναφερθώ εδώ στους βασικότερους: Εάν, φέρ' ειπείν, η εξειδικευμένη «περιοχή προσώπων» ή η «περιοχή χρωμάτων» ήταν αποθήκη κυκλωμάτων, καίτοι πεπερασμένη, θα έπρεπε να περιέχει άπειρα τέτοια κυκλώματα δεδομένου ότι αναγνωρίζουμε δυνάμει άπειρο αριθμό χρωμάτων και προσώπων. Επιπλέον, καμία βλάβη σε καμία περιοχή του εγκεφάλου δεν έχει ποτέ προκαλέσει αμετάκλητη απώλεια μιας συγκεκριμένης εμπειρίας ή μιας κατηγορίας εννοιών όπως θα αναμένετο εάν κάθε ανάμνηση ήταν κωδικευμένη σε ένα κύκλωμα. Αντιθέτως, αμετάκλητη απώλεια αναγνωρίσεως όλων των οπτικώς (ή ακουστικώς ή απτικώς, κ.λπ.) προσλαμβανομένων αντικειμένων παρατηρείται μόνον όταν οι νευρωνικοί μηχανισμοί επεξεργασίας των αντιστοίχων ερεθισμάτων υφίστανται βλάβες, όπως σε περιπτώσεις αγνωσίας ή αφασίας.

Αλλά, εάν κανένα μέρος του εγκεφάλου δεν λειτουργεί ως αποθήκη αναμνήσεων αλλά όλα τα μέρη του περιέχουν μηχανισμούς επεξεργασίας νευρωνικών σημάτων, πώς εξηγείται η απόλυτη πεποίθηση ότι, επί παραδείγματι, το πρόσωπο ή το τοπίο που βλέπουμε το έχουμε ιδεί στο παρελθόν (και γι' αυτό, άλλωστε, το «ανα-γνωρίζουμε»); Ή, πώς εξηγείται το γεγονός ότι βλέποντας ένα αντικείμενο αυτομάτως θυμόμαστε το όνομά του και τανάπαλιν εάν και τα δύο δεν ήταν κάπου μαζί καταγεγραμμένα; Τέλος, πώς εξηγείται η ενίοτε απροσδόκητη και αυθόρμητη ανάδυση αναμνήσεων, εάν δεν ήταν όλες ήδη κάπου εγγεγραμμένες;


Τα ερωτήματα αυτά απαντώνται ικανοποιητικώς στο πλαίσιο μιας θεωρίας της μνήμης από όπου εκλείπει το αίτημα της εναποθηκεύσεως των μνημονικών κυκλωμάτων και η οποία προϋποθέτει, πολύ σχηματικά, δύο τινά. Πρώτον, ότι ο εγκέφαλος εμπεριέχει μόνον μηχανισμούς επεξεργασίας εξωγενών και ενδογενών σημάτων - κάποιοι εκ των οποίων έχουν ήδη ταυτοποιηθεί. Δεύτερον, ότι οι μηχανισμοί αυτοί είναι συνδεδεμένοι έτσι ώστε τα σήματα που παράγει ο καθένας να αρκούν ως αίτια παραγωγής σημάτων από τους άλλους μηχανισμούς - δυνατότητα του νευρικού συστήματος ήδη αποδεδειγμένη: Ο ήχος που προαναγγέλλει τροφή (δηλαδή ο σχηματισμός σημάτων που παράγονται από τον μηχανισμό αναλύσεως ακουστικών ερεθισμάτων) αρκεί να ενεργοποιήσει τους σιελογόνους αδένες του σκύλου στο πλαίσιο του γνωστού πειραματικού πρωτοκόλλου του Παβλόφ. Με τον ίδιο τρόπο, το άκουσμα «καρέκλα» (δηλαδή ο σχηματισμός σημάτων που παράγονται από τον μηχανισμό αναλύσεως ακουστικών ερεθισμάτων) αρκεί να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς επεξεργασίας οπτικών ερεθισμάτων για να δημιουργήσουν τον σχηματισμό σημάτων που αντιστοιχεί στο εν λόγω αντικείμενο δεδομένου ότι πολλές φορές στο παρελθόν το ίδιο άκουσμα (τα ίδια ακουστικά σήματα) συνυπήρξαν με αυτά που προέκυπταν από την παρουσία του αντικειμένου. Το δε σύνολο των σημάτων αντιστοιχεί στη γνώση (και την αναγνώριση) του αντικειμένου. Ακολούθως, κάθε φορά που ενθυμούμαστε κάτι το αναπαράγουμε και δεν το ανακαλούμε ενεργοποιώντας το αντίστοιχό του μνημονικό κύκλωμα όπως προτείνεται στο πλαίσιο της κλασικής θεωρίας. Οσο για την πεποίθηση ότι το αντικείμενο είναι οικείο, ότι είναι ήδη γνωστό, προέρχεται από την ευκολία και την αμεσότητα με την οποία προκύπτει ο σύνθετος σχηματισμός σημάτων, πράγμα που δεν συμβαίνει με άγνωστα αντικείμενα και ασαφείς έννοιες. Τέλος, δεδομένου ότι το συνειδησιακό γίγνεσθαι, η αλληλουχία, δηλαδή, των εμπειριών είναι συνεχής, πάντα κάτι προηγείται και προκαλεί την ανάδυση κάποιων αναμνήσεων, ασχέτως εάν ενίοτε αυτό το κάτι εκπίπτει της προσοχής μας. Καμία, επομένως, ανάμνηση δεν είναι απολύτως απρόκλητη και αυθόρμητη.

Ο κ. Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tennessee, όπου διηύθυνε τον τομέα Κλινικών Νευροεπιστημών, επισκέπτης καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του Κέντρου Εφηρμοσμένων Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου.

ΠΗΓΗ:

The Personality Trait That Makes People Happier



Brain scans reveal that just a little of this personality trait boosts happiness.



Even a small amount of generosity towards others makes people happier, psychological research finds.

In fact, merely promising to be more generous is enough to trigger changes in our brain that lead to greater happiness.


People in the study did not need to be extremely generous to see the benefits to happiness levels.

Dr Philippe Tobler, one of the study’s authors, said:


“You don’t need to become a self-sacrificing martyr to feel happier.

Just being a little more generous will suffice.”

Brain scans revealed that even the intent to be generous was linked to activity in the ventral striatum, an area important in the feeling of happiness.

Dr Tobler said:


“It is remarkable that intent alone generates a neural change before the action is actually implemented.

Promising to behave generously could be used as a strategy to reinforce the desired behavior, on the one hand, and to feel happier, on the other.”

People were also asked about their happiness levels before and after the experiment.

Those who had been more generous during the experiment were happier.


Dr Soyoung Park, the study’s first author, said:


“There are still some open questions, such as: Can communication between these brain regions be trained and strengthened?

If so, how?

And, does the effect last when it is used deliberately, that is, if a person only behaves generously in order to feel happier?”

SOURCE:

Psychologists have profiled the kind of person who is willing to confront anti-social behaviour


“Lower your music, you’re upsetting other passengers.” Without social sanction, society frays at the edges. But what drives someone to intervene against bad behaviour? One cynical view is that it appeals to those who want to feel better about themselves through scolding others. But research putting this to the test in British Journal of Social Psychology has found that interveners are rather different in character.



The French-Austrian collaboration team led by Alexandrina Moisuc conducted a series of studies asking participants to read hypothetical scenarios involving anti-social behaviour such as someone tearing up posters, spitting on the pavement, or throwing used batteries into a flower pot in a shared yard. The use of hypothetical scenarios and intentions can be considered a limitation of the study, as this may not truly reflect real-world action; on the other hand, it allowed the researchers to investigate a broader range of situations.

Participants were asked how they would respond, on scales that ranged from total inaction through sighing to addressing the transgressor mildly or aggressively. They also rated how morally outraged they felt about the transgression, with higher ratings correlating strongly with a desire to intervene. In addition, participants rated themselves on their personality and other traits.

Moisuc’s team thought that one candidate personality profile of an intervener could be the “Bitter Complainer”: a person with low self-esteem who uses hostility towards others to feel better about themselves. There is some limited past evidence to support this view: for instance, experiments that make people feel more insecure lead them to judge others more harshly. Social sanctions are effectively a form of “altruistic punishment” (because they are for the wider social good) and some research on punishment in economic games shows that low-empathy individuals are more willing to punish others. On the other hand, the researchers anticipated that perhaps people with a personality more akin to the archetype of a strong leader might be more inclined to step in.

Moisuc and her colleagues found that traits like self-esteem and low levels of social capital – the “bitter” components – and also traits associated with lashing out, such as aggressiveness, poor emotional regulation, and social dominance orientation (seeing the world as hierarchical and so potentially wanting to put others down to keep yourself up), had no, or even a negative, relationship with preparedness to act. This was true in student samples in Austria and France, and a further French non-student sample; in total around 1100 participants.

The personality factors that were associated with an intention to speak out included extraversion, confidence, persistence, being good at regulating emotions, valuing altruism and being comfortable expressing opinions. Those who already felt socially accepted, and happy to take on social responsibility – such as voting and paying taxes – were also more likely to say they would intervene. This is a very different picture from the Bitter Complainer. These traits are related to successfully managing difficult situations in teams, and to taking the risk to whistle-blow on organisations. Accordingly, Moisuc’s group characterises this as the “Well-adjusted Leader.”

The data also indicated a connection between willingness to intervene and holding anti-prejudicial attitudes: lower “social dominance” was associated with speaking up, both in the more generic scenarios and a subset that involved racist or sexist behaviour.

It can be convenient to explain away other people’s pro-social behaviour as selfishly motivated, as that justifies our own inaction. These findings undermine that negative interpretation, suggesting that those who intervene are those well-adjusted to deal with difficult encounters, and a sense of responsibility toward their environment and the greater good. This is a call to examine ourselves: what do we need to set right in our own lives so that we can defend the world we truly want?

SOURCE:

Sunday 15 April 2018

Εφηβοι με αλλεργία στους γονείς




Η συνεχής αγάπη των γονιών προς τα παιδιά τους αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ομαλή εξέλιξη των εφήβων.


Πραγματική αλλεργία στους γονείς τους αναπτύσσουν πολλοί έφηβοι. Παρότι το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται συνήθως γύρω στην ηλικία των 13 ετών και διαρκεί για μερικούς μήνες, σε μερικές περιπτώσεις η αλλεργία στους γονείς μπορεί να κρατήσει ακόμη και χρόνια.

Η ενηλικίωση προϋποθέτει τον χωρισμό του παιδιού από τους γονείς του. Η διαδικασία αυτή ξεκινά συνήθως στην πρώιμη εφηβεία με μία απότομη και έντονη ανάγκη του εφήβου να διαχωρίσει τη θέση του από τους ενήλικες στο σπίτι.

Καθώς οι έφηβοι αρχίζουν να απομακρύνονται από τους γονείς, κατατάσσουν τις προτιμήσεις και τις συνήθειες των γονέων τους σε δύο κατηγορίες: αυτές που απορρίπτουν και αυτές που σκοπεύουν να υιοθετήσουν.

Μπορεί να μη σκεφτόμαστε καθόλου εάν θα φορέσουμε παλαιά αθλητικά παπούτσια. Τι θα γινόταν, όμως, εάν το έφηβο παιδί μας βρίσκει τη συνήθειά μας αυτή αφόρητη; Γιατί θα πρέπει το παιδί μας να νοιάζεται τι θα φοράμε στα πόδια μας; Γιατί η ταυτότητά του παραμένει αλληλένδετη με τη δική μας, έως ότου αναπτύξει τις δικές του ενδυματολογικές συνήθειες και προτιμήσεις.

Η αλλεργία στους γονείς πρέπει, όμως, να αντιμετωπιστεί ως καθησυχαστική ένδειξη κανονικής ανάπτυξης. Παρότι γνωρίζουμε διαισθητικά ότι τα παιδιά μας δεν θα μας θαυμάζουν για πάντα και δεν θα απολαμβάνουν για πάντα την παρέα μας, όπως όταν ήταν μικρά, η μετάβαση στη νέα φάση είναι ευκολότερη αφού συνειδητοποιήσουμε ότι οι αλλεργίες αυτές των εφήβων μας προμηνύουν το επόμενο κεφάλαιο της σχέσης μας μαζί τους.

Ακόμη, όμως, κι αν αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα την αλλεργία των παιδιών μας, η εμφάνισή της παραμένει ιδιαίτερα οδυνηρή. Σε όσους εφήβους η αλλεργία αυτή εκδηλώνεται με ασέβεια και αγένεια, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής της είναι η θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων.
Μόλις οι έφηβοι βρουν χρόνο και χώρο για να αναπτύξουν τις δικές τους δεξιότητες, ενδιαφέροντα και γούστα, η αλλεργική τους αντίδραση απέναντι στους γονείς συνήθως εξαφανίζεται. Την ίδια στιγμή, η ταχύτατη νευρολογική ανάπτυξη των εφήβων λειτουργεί καταπραϋντικά στις ορμές και τις απότομες κρίσεις οργής τους. Καθώς μεγαλώνουν οι έφηβοι, οι γνωσιολογικές ικανότητές τους τους επιτρέπουν να δουν την πραγματική εικόνα των γονέων τους.

Οι έφηβοι είναι τότε έτοιμοι να μας αντιμετωπίσουν με ωριμότητα και να ανεχθούν τις μέχρι τότε εκνευριστικές μας ιδιαιτερότητες. Η στιγμή είναι κατάλληλη να επανασυνδεθούμε με τα παιδιά μας και να μάθουμε να μοιραζόμαστε και να καλλιεργούμε κοινά ενδιαφέροντα μαζί τους.

Επανεμφάνιση

Οι ιδιότυπες αλλεργίες των εφήβων μπορεί να ξανακάνουν την εμφάνισή τους σε στιγμές κατά τις οποίες οι έφηβοι επιθυμούν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο της προσωπικής τους ζωής, όπως κατά τη διάρκεια επισκέψεων των γονέων στο πανεπιστήμιο. Οι κρίσεις αυτές έχουν, όμως, μικρή διάρκεια και δεν πλήττουν το αίσθημα τρυφερότητας των εφήβων απέναντι στους γονείς.

ΠΗΓΗ:

What are the psychological effects of losing your religion?




For many, their religion is a core part of their identity, the meaning they find in life, and their social world. It seems likely that changing this crucial aspect of themselves will have significant psychological consequences. A devout person would probably predict these will be unwelcome – increased emotional distress, isolation and waywardness. A firm atheist, on the other hand, might see the potential positives – perhaps the “deconvert” will grow in open-mindedness and thrive thanks to their newfound free thinking and spiritual freedom.

A new study in Psychology of Religion and Spirituality is among the first to investigate this question systematically and over time. The findings, which are focused on Protestant Christians, paint a complex picture. At least for this group, there is no single pattern of changes associated with losing or changing one’s religious faith, and the predictions of both the devout person and the atheist are, to some extent, accurate.



Harry Hui at the University of Hong Kong and his colleagues asked their Christian Protestant participants, all Chinese, to complete the same set of psychological questionnaires on six separate occasions over a three-year period. These questionnaires measured their personality, values, beliefs and psychological symptoms.

Over 600 participants provided complete data and, of these, 188 stopped describing themselves as Christian at some point through the study. Just over 82 per cent switched to describing themselves as non-believers, a few re-identified as Catholic, Buddhist or Taoist, and the remainder changed their self-label to “other”.

Hui’s team were most interested in any psychological changes that were different in kind or magnitude between those who lost or changed their religious identity and those that kept it (they ensured both groups were matched for gender and age and student status – a majority of both groups were students).

Perhaps surprisingly, there were no clear differences in personality change between the continuously religious and those that lost or altered their religious identity (for some reason the sample as a whole showed some decline in extraversion and agreeableness over time, but this was no different for the two groups). In terms of values and beliefs, the religious exiters increased more in “fate control” (believing that fate governs what happens in life, but that it is also possible to intervene in this process); and not surprisingly, they also showed a sharper decline in religiosity.

The most striking difference between the groups was that those who lost their Christian Protestant identity showed much greater variation in their mental well-being over time. About half of the “de-converts” showed a reduction in depression and anxiety compared with the consistently religious group, and about half showed a greater increase in depression and anxiety, although within these broad strokes were further variations in their precise emotional “trajectory”. The de-converts as a whole also showed a greater improvement in their sleep than the consistently faithful.

A key factor seemed to be the de-converts’ personality and psychological state prior to losing their religion. If they were more extraverted and had adequate psychological resources, losing their faith seemed to be an opportunity for growth and even greater psychological resilience. In contrast, those who were neurotic and more mentally and physically vulnerable prior to losing their faith were more likely to experience greater psychological distress after becoming a non-believer (or in a small minority of cases, a believer in a different faith).

“Any theory asserting that all faith exiters change in the same way should be viewed with suspicion,” the researchers said. “Religious disengagement does not reduce anxiety for all faith exiters; however a reduction does occur for some people.” This contrasts with research on converts to Christianity, which suggested a more straightforward picture in which most people showed improvements in psychological symptoms. “The process of faith exit should not be regarded as psychologically similar to or merely a reversal of religious conversion,” the researchers said.

The data also allowed the researchers to look for psychological differences at the start of the study among those who subsequently lost their faith as compared with those who stayed in the same religion. Those participants who exited their religion were more likely to start out scoring lower on emotional stability, to be less trusting of others, and they tended to place less value on conformity, tradition and benevolence, and more value on self-direction, hedonism and the pursuit of power.

It will be up to future research to see if these findings replicate with people exiting other religions in other cultures. The researchers added that “future research with a longer time frame should address questions such as how long the change in psychological symptoms would last and whether they are only transitory for some people.”

SOURCE:

Saturday 7 April 2018

Το φιλί της αγάπης




Η γιορτή του Πάσχα αγκαλιάζει έντονα και ουσιαστικά, μέσα από το θρησκευτικό συναίσθημα που ο καθένας μας ζει και βιώνει, το νόημα του έρωτα και της συναισθηματικής ολοκλήρωσης (αγάπη). Κάθε φορά που ένας άνθρωπος σήμερα «κοιτάει» τον εαυτό του, ίσως να βλέπει τα δύο σημαντικά πρόσωπα που ζουν μαζί του: αυτός που είναι αλλά και αυτός που θα ήθελε να είναι. Αν αυτό πραγματικά το βάζαμε σε μια σχέση δύο ανθρώπων, τότε πράγματι η συναισθηματική εικόνα αυτού του ανθρώπου προβάλλει και αναζητά την ικανοποίησή του μέσα από τον άλλον που επενδύει, ενισχύει και ζει.

Ως γιατρός, στα πολλά χρόνια που ασκώ το επάγγελμά μου, συνειδητοποιώ μέσα στο κάθε μέρα της ζωής ότι ένας άνθρωπος φθάνοντας στο γραφείο του ειδικού, ψάχνει απαντήσεις γύρω από το συναίσθημά του, ενώ παράλληλα προσπαθεί να βρει λύσεις για να επικοινωνήσει και να εκφραστεί με το περιβάλλον του. Όλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, τον κάνουν να νιώθει αδύναμος, ανεπαρκής αλλά και λίγος, μέσα στην δική του διαδρομή που τελικά δεν ξέρει αν βαδίζει στον σωστό ή λάθος δρόμο, γιατί ακριβώς εκεί δείχνει μπερδεμένος, ένοχος αλλά και πολλές φορές ηττημένος, μπροστά στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις που τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι επιβάλλουν. Σε αρκετές περιπτώσεις βλέποντας, ως γιατρός, την ανάγκη λύσεων στις προτάσεις των ανθρώπων που με επισκέπτονται, η αναζήτηση του ιδανικού σκοντάφτει υποκειμενικά στο τι ο καθένας θα ήθελε να ακούσει αλλά και στο τι θα έπρεπε να κάνει. Αυτό μάλιστα ενισχύεται με το ανάλογο κόστος στην ίδια την ανθρώπινη σχέση που οι ρόλοι της προκαθορίζουν σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις ένα επιθυμητό αποτέλεσμα και αυτό γιατί;



Γιατί το κόστος είναι πολύ μεγάλο εάν το λάθος επαναλαμβάνεται αλλά και τιμωρείται. Άλλωστε πολλοί άνθρωποι στο κυνήγι της τελειότητας βλέπουν την ατέλειά τους, στην προσπάθεια να ενοχοποιηθούν βλέπουν την αποφυγή τους, στην ανάγκη τους να εκφραστούν βλέπουν την απόρριψη. Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου η φράση ενός 58χρονου πατέρα που είχε χωρίσει προ δεκαετίας να του λέει ο 25χρονος γιός του πόσο λάθος πατέρας υπήρξε γιατί ακριβώς έφυγε από το σπίτι και του στέρησε την αγάπη, όπως χαρακτηριστικά τον χρέωσε. Για αυτό και η αγάπη, που ανήμερα το Πάσχα κυριαρχεί ως η πιο σημαντική πλευρά της ζωής αλλά και η πιο μηνυματική εξέλιξή της, μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι κάθε φορά που η ζωή μας αντλεί δυναμικά και μας επιβάλλει καθοριστικά την στάση της, ο νους μας οφείλει να τρέφεται με λίγο από αυτήν γιατί έτσι καταλαβαίνουμε την αξία της, ζούμε από την δύναμή της και την μοιραζόμαστε με κάποιον άλλον που την χρειάζεται όσο και εμείς! Κάθε «ρούφηγμα» της αγάπης που ένα φιλί προβάλλει, όπως η συγκεκριμένη μέρα το ζητάει, δίνει μια ακόμα ανάσα απέναντι στη πνιγμονή της σκληρής πραγματικότητας, κάνοντας όλους μας να δούμε τον εαυτό μας τρυφερό, αδύναμο και μοναδικό, μέσα στο χρόνο που κυλά ανελέητα και χωρίς επιστροφή.

Η αγάπη ως λέξη, ακούγεται όπως το κουδούνισμα σε ένα σχολείο την ώρα του διαλείμματος, που τα παιδιά ξεχύνονται από τις τάξεις τους στο κενό προαύλιο για να χαλαρώσουν και να φύγουν από το καταπιεσμένο πρόγραμμα της διδακτικής ώρας που μόλις τελείωσε. Η φωνή τους και το βουητό τους δείχνουν τον αυθορμητισμό και την ανεμελιά που το διάλειμμα τους προσφέρει στα λίγα λεπτά, προτού ξαναγυρίσουν στην επόμενη δύσκολη ώρα. Και αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς.

Έτσι είναι και η αγάπη, μια αναγκαιότητα που δύο άνθρωποι ως εραστές, σύντροφοι και γονείς, υπόσχονται στο ιδανικό της γνωριμίας, ζουν στην πορεία του έρωτά τους και απαιτούν στα χρόνια της φθοράς του κύκλου της ζωής τους.

Το ανθρώπινο σύστημα λοιπόν, ζει μέσα από αυτή την συνεχή ανατροφοδότηση που σε πολλές περιπτώσεις χρεώνει και καταθλίβει τους ανθρώπους, όταν αισθάνονται ότι την χάνουν ή ότι δεν την εννοούν. Φαίνεται λοιπόν ότι η αγάπη είναι μία συνταγή με ημερομηνία λήξης, ή για να μην με θεωρήσετε τις Πασχαλινές μέρες κυνικό, ότι είναι μία συνταγή που χρειάζεται ανανέωση. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει άνθρωπος που θα διαφωνήσει με την άποψη ότι η αγάπη δεν είναι κάτι άυλο, πνευματικό και υποσχόμενο, χωρίς την πρακτική εφαρμογή μιας πιο ρεαλιστικής βάσης που όλοι την ψελλίζουμε χαμηλόφωνα ή και λίγο πιο δυνατά:
«Σ’αγαπώ γιατί κι εσύ μ’αγαπάς»
«Δεν γίνεται εγώ να σ’αγαπώ κι εσύ να με πονάς»
«Ακόμη κι αν είναι έτσι, κάποια στιγμή θα φύγω από σένα γιατί αν μείνω, ο θάνατός μου είναι η πορεία μου…»

Ο καθένας που «παίζει» με αυτή την λέξη, ίσως την χρησιμοποιεί σαν μια τυπωμένη κάρτα αυταπόδειξης που την μοιράζει θεατρικά και ναρκισσιστικά σε αυτόν που γνωρίζει και εντυπωσιάζεται αλλά και για να αλλάξει γνώμη πολλές φορές το επόμενο πρωί. Στον άλλον όμως, έμεινε η κάρτα του και η υπόσχεσή του, μη γνωρίζοντας όμως ότι αυτός που σ’αγαπάει σήμερα, μπορεί να σε έχει ξεχάσει αύριο.

Η αγάπη μου για σένα, ξεκινάει από μένα, που πιστεύω και ως γιατρός και ως άνθρωπος, καθορίζει την ωριμότητά μου που χρειάζομαι να την επενδύσω σε σένα που έχω επιλέξει. Είναι υγιές να το ζητάω, είναι επίσης υγιές και να φύγω, αν εσύ δεν μπορείς να μου την δώσεις. Αρκεί εγώ να ξέρω τι θέλω από μένα για να σε βοηθήσω να το καταλάβεις και να σου ζητήσω να με στηρίξεις.

Η ημέρα του Πάσχα, το φιλί της αγάπης, η ανθρώπινη στιγμή του χρόνου που κυλάει. Το παιδί που σε κοιτάει και ζει μέσα από σένα, το ψυχικό σου δικαίωμα να αγαπάς και να στηρίζεις τον εαυτό σου μέσα από έναν άνθρωπο. Σήμερα όλα αυτά είναι μπροστά σου. Ζήσε τα. Σκέψου το αύριο. Φίλησε τον σύντροφό σου σήμερα. Κάνε τον να νιώσει μαζί σου και το αύριο. Όλα αυτά είσαι εσύ.

Θάνος Ασκητή

SOURCE: