Sunday 29 November 2020

Our Feelings Towards People Expressing Empathy Depend On Who They’re Empathising With





By Emily Reynolds

We tend to think of empathy as a wholly positive thing, a trait that’s not only favourable to possess but that we should actively foster. Books and courses promise to reveal secret wells of empathy and ways to channel them; some people even charge for “empathy readings”, a service that seems to sit somewhere between a psychic reading and a therapy session.

It would be easy to assume, therefore, that people who express empathy are generally well-liked. But a new study in the Journal of Personality and Social Psychology finds that our feelings towards “empathisers” depends on who they are empathising with. While empathisers were considered warmer overall, participants judged people who expressed empathy for those with troubling political views more harshly — suggesting that we don’t always interpret empathy as a pure moral virtue.

In the first study, 464 participants were shown a scenario in which Ann (the “target”) and Beth (the “responder”) were meeting for the first time. In one condition, Ann worked for a children’s hospital; in the other, she worked for a white supremacist group.

Participants then read a conversation between the pair, with Ann telling Beth about a stressful experience at work planning an event for a large group of people. Those in the “empathic response” condition heard that Beth empathised with Ann, while other participants read that Beth gave a non-committal response. Finally, participants indicated how much they liked, respected, trusted and would like to be friends with Beth as well as how caring, kind and understanding they felt she was.

As expected, participants respected and liked Beth more, and considered her more warm, when she answered empathetically in the scenario where Ann worked at a hospital. When Ann worked for a white supremacist group, however, participants did not like Beth more or less depending on her response — though they did perceive her as slightly warmer when she was empathetic. These results were replicated in a second study in which Ann was presented as pro- or anti-vaccination. And in a third, participants liked Beth less when she empathised with a positive experience recounted by white supremacist Ann.

In the next study, participants saw the same information from the first studies, including the same empathetic response from Beth. But this time, the non-empathetic response was actively condemning: participants heard that Beth told Ann that it “sounds to me like you’re getting what you deserve”. And participants liked and respected Beth more when she gave this negative response to white supremacist Ann (though she was still considered warmer when responding empathetically). This was also the case in a follow-up study replacing Ann and Beth with male figures, suggesting that the effect is not gendered.

“Empathy towards white supremacists isn’t favourably looked upon” isn’t hugely shocking news. But the study does shed some light on the way we think about empathy in general. As noted, empathy is often depicted as an uncomplicated moral good — something we should unconditionally strive for. But the results suggest a more complex situation, where empathy is morally relative rather than absolute. This is also evident in assessments of warmth, another seemingly straightforward trait — even when participants didn’t like or respect Beth, they still considered her warm.

Further research could look at how this impacts behaviour — that is, are we less likely to be friends with or act positively towards someone who has empathised with a group or person we dislike? And how does this affect processes like voting or endorsing particular political candidates?

Though we tend to think of empathy as something that exists between two people or groups, we rarely think about the third party observers witnessing it. But as the study shows, understanding the broader social context of empathy may help us better understand its true effects.

SOURCE:

Thursday 26 November 2020

Το συλλογικό τραύμα της πανδημικής κρίσης






Δρ. Γιώργος Γιαννούσης Ψυχοθεραπευτής, Οικογενειακός θεραπευτής Νοε 24, 2020 202 0





Η πανδημική κρίση του covid-19 φέρνει με ένταση στην επιφάνεια μια διπολική αντίφαση που συνοδεύει όλες τις μεγάλες κρίσεις, ατομικές ή συλλογικές.

Οι τραυματικές εμπειρίες αφορούν σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικά γεγονότα που απειλούν την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων, όπως τυφώνας, ανεμοστρόβιλος, καταιγίδα, πλημμύρα, άνοδος της στάθμης του νερού, παλιρροιακό κύμα, σεισμός, ξηρασία, χιονοθύελλα, πανούκλα-λοιμός, πείνα, φωτιά, ανατίναξη, ηφαιστειακή έκρηξη, κατάρρευση κτιρίου, συντριβή μέσου μαζικής μεταφοράς, ή άλλη κατάσταση, η οποία συνεπάγεται ανθρώπινο πόνο ή δημιουργεί τέτοια ανθρώπινα προβλήματα που τα θύματα δεν μπορούν ξεπεράσουν χωρίς υποστήριξη, σύμφωνα με τον ορισμό ενός καταστροφικού γεγονότος όπως τον κατέγραψε ο αμερικάνικος ερυθρός σταυρός το 2003.

Η εξάπλωση της απειλής της ασθένειας του covid-19 δημιουργεί ένα ανασφαλές πεδίο βίωσης συναισθημάτων σαν κι αυτά που προκαλεί ένα τραυματικό γεγονός, ακόμη κι αν δεν έχουμε εμείς προσβληθεί άμεσα από τον ιό. Το τραυματικό έγκειται στο γεγονός όχι μόνο της ασθένειας, αλλά κυρίως του φόβου της ασθένειας.

Στην προσπάθεια ελέγχου της ταχύτητας μετάδοσης της πανδημίας και της προσπάθειας να αναχαιτίσουμε τον κίνδυνο ακολουθείτε -με βάση τις οδηγίες των ειδικών επιστημόνων και τις αντίστοιχες πολιτικές αποφάσεις- ένα σχέδιο απομόνωσης όλου του πληθυσμού κι όχι όσων ασθενούν ή έχουν ενδεικτικά συμπτώματα, κυρίως διότι οι φορείς σε πολλές περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικοί.

Διαβάστε σχετικά: Το Tαξίδι της Yπευθυνότητας στα Xρώματα του COVID

Καλείτε στην ουσία ο γενικός πληθυσμός σε μια ιδιότυπη καραντίνα όπου περιορίζονται σε κατ’ οίκον περιορισμό όχι μόνο οι φορείς και οι ασθενείς, αλλά και οι υγιείς. Είναι ταυτόχρονα λογικό και παρανοϊκό, σαν η παράνοια των γεγονότων να κουβαλά κάτι λογικοφανές και συνάμα η λογική να κουβαλά κάτι παράδοξο.

Ταυτόχρονα με τον υπαρκτό κίνδυνο και την απειλή της υγείας μας από τον ιό, ο οποίος μας φέρνει μπροστά στην υπαρξιακή όψη της θνητότητάς μας, η προσπάθεια του ελέγχου της πανδημίας εγείρει ιδεολογικές όψεις που ξεφεύγουν από την άμεση απειλή του ιού και διαπερνούν την αίσθηση απώλειας ενός κόσμου όπως τον γνωρίζαμε και της αυξανόμενης αίσθησης ενός αδιόρατου φόβου για το μέλλον του. Βιώνουμε ως εκ τούτου ένα συλλογικό πένθος για την απώλεια του γνωστού κόσμου δίχως όμως να έχουμε αντιστοίχως συλλογικούς τρόπους να τη διαχειριστούμε.

Διότι εδώ και πολλές δεκαετίες ο δυτικός άνθρωπος έπαψε να έχει συλλογικά στηρίγματα στη διαχείριση των υπαρξιακών του αγωνιών, μεταξύ αυτών της απώλειας και του θανάτου. Ειδικά ο το μυστήριο του θανάτου από ζωοδότης έγινε το ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία καλείται το υποκείμενο να αναπτύσσει ένα ατομικό σχέδιο δράσης υπέρβασης της απώλειας, που όμως τον καθιστά πολλές φορές ανήμπορο να αντιδράσει και να τη νοηματοδοτήσει δημιουργικά.

Ωστόσο σήμερα που στενάζουμε κάτω από το βάρος ενός συλλογικού πένθους και της έντασης του κινδύνου χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε την ασφάλεια των συλλογικών διακυβευμάτων κι άρα τη διαφυγή από τα καβούκια του ατομισμού προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης σε κοινές βάσεις και συλλογικά διακυβεύματα. Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε νέα επιστημολογικά, ανθρωπιστικά και κοινωνικά παραδείγματα, τα οποία θα αναδύονται από μια περισσότερο ρεαλιστική θεώρηση της πραγματικότητας.

Σήμερα η ανθρωπότητα χρειάζεται να δει με κριτικό και ρεαλιστικό τρόπο συνάμα την αλήθεια των γεγονότων και να ορίσει την πραγματικότητα στις οντολογικές της διαστάσεις. Κυρίως αυτό σημαίνει πως ο σημερινός άνθρωπος, ο οποίος διακατέχεται από μια μανία κυριαρχίας στη φύση, χρειάζεται να στραφεί περισσότερο στην κυριαρχία του εαυτού του και της εσωτερικής του φύσης και συνάμα να γίνει πιο δημιουργικός μέσα από την αρμονική του συμβίωση με το φυσικό περιβάλλον.

Να ξανανιώσει πως είναι μέρος αυτού κι όχι ο πυρήνας του. Οι προεκτάσεις αυτού του νέου υποδείγματος θα είναι ευεργετικές και σε όλους τους τομείς της ενδοψυχικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου και θα εντείνει την ανάγκη του προς την κατεύθυνση ανάπτυξης της ατομικής του ελευθερίας και συγχρόνως της λειτουργικής του ένταξης στο συλλογικό σώμα.

Η στροφή προς το ρεαλισμό οδηγεί στην ουσία στην ανάδειξη μιας νέας ουτοπίας. Η ρεαλιστική θέαση της ουτοπίας δημιουργεί το πλαίσιο των κοινωνικών – ανθρωπιστικών επιδιώξεων, περιγράφει με άλλα λόγια το όραμα της συλλογικής και κατά συνέπεια της ατομικής ζωής. Η ουτοπική θέαση της κοινωνίας έχει υποστεί πλήθος ματαιώσεων και βρίσκεται σε μια διαρκή κι αέναη πάλη με τις αντίρροπες δυνάμεις της που δεν είναι άλλες από τις δυστοπικές εκφάνσεις του κόσμου μας.

Γιατί η ουτοπία μπορεί να μην είναι προορισμός αλλά είναι σίγουρα ένα ευτοπικό ταξίδι που επιχειρεί να προσθέσει στις προηγούμενες κατακτήσεις τις δικές του, με κατεύθυνση προς την ελευθερία, την ισονομία και την δικαιοσύνη αυτού του κόσμου. Διαχρονικές έννοιες που διατρέχονται από ένα σύγχρονο προβληματισμό: την αποκατάσταση του κλίματος με ότι συνεπάγεται αυτό για τους μετασχηματισμούς της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Αν ο άνθρωπος δεν συνειδητοποιήσει, δηλαδή, την αυτοάνοση ασθένεια της κλιματικής επιβάρυνσης από τις ίδιες του τις δραστηριότητες κινδυνεύει να αφανιστεί ο ίδιος κι όχι φυσικά ο πλανήτης, όπως πολύ άστοχα πιστεύουμε οι άνθρωποι. Έφτασε ως εκεί η ναρκισσιστική μεγαλομανία μας να πιστεύουμε πως απειλείται ο πλανήτης κι όχι εμείς: φτάνει όμως να δει κάποιος εικόνες από την περιοχή του Τσέρνομπιλ για να πειστεί για το αντίθετο, εκεί η φύση βρίσκει ξανά τους ρυθμούς της και τις αναπνοές της δίχως την ανθρώπινη παρουσία.

Η συνειδητοποίηση του κινδύνου της υπαρξιακής απειλής του είδους μας από τις δικές του παρεμβάσεις ίσως αποτελέσει και το έναυσμα προς την αυτοσυνειδησία του ως συλλογικό υποκείμενο.

Σε κάποιες ταινίες επιστημονικής φαντασίας παρατηρούμε την ανθρωπότητα ενωμένη για να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τις εχθρικές επιθέσεις άλλων όντων του διαστήματος, ισχυρότερων και περισσότερο τεχνολογικά αναπτυγμένων από μας. Φανταστείτε αυτή την ενότητα και την συνεκτική συλλογική ταυτότητα (της έννοιας ανθρωπότητα) δίχως τους εξωγήινους κινδύνους; Μοιάζει Καφαβική ειρωνεία, μα αντιστοίχως και υπαρξιακή αναγκαιότητα.

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - Περιμένοντας τους Βαρβάρους)

Η ενιαία ανθρωπιστική αντίληψη της συλλογικής μας ταυτότητας φυσικά διαπερνά τις έννοιες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Καθώς φαίνεται ο υφιστάμενος σύγχρονος δυτικός καπιταλισμός αναγνωρίζοντας τα όρια του -και προκειμένου να επιβιώσει- κατευθύνεται στην αυτοοργάνωσή του σε κινέζικου τύπου οργανωτικές αρχές της οικονομίας και κατά συνέπεια των κοινωνιών, μέσα από την αλλαγή του προτάγματος από την εκτόνωση στη συμμόρφωση.

Σήμερα στην Αμερική το 90% του πλούτου είναι συσσωρευμένο στο 10% του πληθυσμού, δημιουργώντας μια εξόφθαλμα κακόσημη συνθήκη, που για να διατηρηθεί αυτό το 10% ήδη εργάζεται προς αυτή την προαναφερθείσα κατεύθυνση.

Στην ουσία ο φιλελεύθερος καπιταλισμός λειτουργεί διασπαστικά δημιουργώντας επαναλαμβανόμενες κρίσεις κεφαλαιακής επάρκειας και μέσα από αυτές, ενόσω λειτουργεί ως μηχανισμός συγκέντρωσης του κεφαλαίου, μετασχηματίζει την παραγωγική ισχύ σε εξουσία και εντείνει τις ανισότητες, αποβάλλοντας ουσιαστικά μέρη του πληθυσμού από την κοινωνική ζωή.

Η συμπίεση της λεγόμενης μεσαίας τάξης που λειτουργούσε κατευναστικά στην πρότερη καπιταλιστική φάση δημιουργεί δύο αντιθετικούς κοινωνικούς πόλους και στην ουσία μεγαλώνει την ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων.

Ενάντια σ’ αυτή την «κινεζοποίηση» της αγοράς και της ζωής μας, έχουμε να αγωνιστούμε για τη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, εργασίας και κοινωνικής συγκρότησης, με κυριαρχία των ηθικών αρχών και την επαναφορά δύο αξιακών και θεσμικών πυλώνων, της τοπικότητας (ως ενίσχυση της δημοκρατίας) και της μεσότητας (ως ενίσχυσης της αυτάρκειας).

Το αξιακό σύστημα των ανθρώπων χρειάζεται να δανειστεί από τη φύση τη σοφία της και να επανασχηματίσει τις προτεραιότητές του. Στην ουσία οι κατευθύνσεις στις οποίες έχουμε να κατευθυνθούμε σήμερα είναι δύο και είναι διαμετρικά αντίθετες: είτε προς την διόγκωση των ανισοτήτων, είτε προς την άμβλυνσή τους και την πορεία προς μια ουτοπική συλλογική πορεία της ανθρωπότητας.

Τι ρόλο μπορεί και είναι ανάγκη να παίξει η ψυχοθεραπεία σε αυτή τη νέα εποχή; Η ψυχοθεραπεία χρειάζεται να γίνει περισσότερο «κοινωνιολογική», ερμηνευτική και αναλυτική. Να στοχεύει στην ερμηνευτική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσω της οποίας θα επιχειρεί να μεταφέρει ένα μήνυμα που θα δράσει καταλυτικά στην ζώσα πραγματικότητα των θεραπευόμενων.

Ο ψυχοθεραπευτής γίνεται στην ουσία ενδιάμεσος μεταξύ εαυτού και κόσμου, μια γέφυρα που δύναται να ενδυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ του εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας του υποκειμένου. Η καταλυτική αυτή συνεισφορά του θεραπευτή απαιτεί την αυθεντική του στάση, καθώς και τη συνεχή αναζήτηση του εαυτού ως άλλο, δηλαδή της αναζήτησης του κόσμου ως γνώση του εαυτού.



Η σχέση αυτή μεταφέρει σε όλα τα πεδία νέες αντικειμενικές αλήθειες ως υποκειμενικά βιώματα και επιτρέπει την ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας μέσα σε ένα πλαίσιο μιας οργανωμένης συλλογικής αίσθησης.

Η ψυχοθεραπεία έχει ένα ρόλο πολιτικό, συγκεφαλαιωτικό και συνάμα κοινωνικοποιητικό, δηλαδή να υποστηρίξει το υποκείμενο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τη φάση του καταναλωτή και τις νευρώσεις που αυτή παρήγαγε και να δημιουργήσει ένα πιο υγιές πλαίσιο αυτοαναφορικότητας και συλλογικότητας.

Η πανδημική κρίση του covid-19 φέρνει με ένταση στην επιφάνεια μια διπολική αντίφαση που συνοδεύει όλες τις μεγάλες κρίσεις, ατομικές ή συλλογικές. Δηλαδή, μπορεί να εκπυρσοκροτήσει νέες νοηματικές ζυμώσεις και να βοηθήσει στην παραγωγή νέων αντιλήψεων και συμπεριφορών ή να ενισχύσει με μεγαλύτερη ένταση την κατασκευή των ήδη υπαρχουσών νοηματοδοτήσεών μας.

Η τωρινή κρίση δύναται ασφαλώς και να λειτουργήσει διαμεσολαβητικά μεταξύ του ανθρώπου και του μη ανθρώπινου. Αυτό σημαίνει πως ενάντια στη διχαστική κατεύθυνση της ελιτίστικης αντίληψης για την κοινωνική συγκρότηση, εμείς ως κοινωνικό σώμα, έχουμε την ευθύνη να προτάξουμε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής αναφοράς.

Η ουτοπία είναι μπροστά μας ως ενδεχόμενος προορισμός και η ενδεχομενικότητά της θα παραμένει ρυθμιστής αυτής της πορείας. Ο νέος προορισμός απαιτεί μια εξάρθρωση προς το πραγματικό, μια στροφή προς ένα νέο ρεαλισμό, ο οποίος με κριτικό στοχασμό θα ακολουθεί τις αιτιακές εξηγήσεις των κοινωνικών φαινομένων και θα συγκεφαλαιώνει τις υποκειμενικές εκφάνσεις με το κοινωνικό γίγνεσθαι, μια στροφή δηλαδή προς την ουτοπία του ρεαλισμού…

ΠΗΓΗ:



Monday 23 November 2020

People Are More Positive About Hacking When They Feel They’ve Been Treated Unfairly




Type the word “hacker” into any stock photo search engine and you’ll be greeted with pages and pages of images of someone sitting in the dark, typing threateningly at their laptop, and more often than not wearing a balaclava or Guy Fawkes mask. That Matrix-inspired 1990s aesthetic of green code on black is still prevalent — and still implies that hackers have inherently nefarious ends.


More recently, however, the idea of hacking as a prosocial activity has gained more attention. Earlier this year, one group of hackers made headlines for donating $10,000 in Bitcoin to two charities, the result of what they say was the extortion of millions of dollars from multinational companies.


While the charities declined the donations, social media responses were more mixed, with some praising the hackers. And in a new study, Maria S. Heering and colleagues from the University of Kent argue that our view of hacking is somewhat malleable: when people were treated unfairly and the institutions responsible did nothing to redress their grievances, they felt more positive about hackers who targeted the source of their anger.


In the first study, 259 participants were asked to imagine themselves taking an exam which was crucial to their future career prospects. The questions in the exam, they were told, were vague and unrelated to the content they’d been taught — and when looking at the transcript after the exam, they found they had been marked unfairly. Participants were then asked to imagine taking their grievance to the university with several classmates.


Following this introductory scenario, participants were split into two groups and given different information about how responsive the university was (these kinds of beliefs about the responsiveness of an institution are known as “external efficacy”). Half of the participants read that the university system was unresponsive to their requests (low external efficacy); the others read that the university was willing to address their complaints (high external efficacy).


Participants then completed measures related to their anger against the system (e.g. “I am furious about the way in which the exam office handled my complaint”) before reading that the university had been targeted by hackers, who left the message “learn to do your job” on the institution’s homepage.


Finally, participants indicated how much they agreed with statements related to the hackers’ legitimacy, whether or not the hackers deserve respect and admiration, and how positive or negative they felt the hackers’ actions were for both the university and democracy more generally.


As expected, participants who read that the university had been unresponsive to their unfair treatment felt more anger towards the system; in turn, this anger led to stronger feelings that hackers’ actions were legitimate.


A second study replicated the first, only this time participants were told that a researcher had rejected the work they had submitted on an academic survey platform. In the low external efficacy condition, the site did not help participants who felt their work had been unfairly rejected, and in the high external efficacy condition participants received support and were told a new system would be put in place to query rejected work. All participants again read that hackers had targeted the platform and left the same “learn to do your job” message.


As in the first study, participants felt more anger against the platform in the low external efficacy condition — and again, this anger positively predicted how legitimate they perceived the hacking to be.


On a small scale, it may seem obvious that if someone attacks a system or institution you feel has wronged you, you’re likely to be supportive of them. But the results also prompt interesting questions about wider society. The team notes that the key factor determining legitimisation of hackers is an unmet demand for fairer social arrangements — an issue that comes to the fore time and time again on both big and small scales. During lockdown, for example, much attention has been paid to the increase in wealth of a few very rich individuals whilst others around the world struggle to make ends meet.


In cases of wider societal unfairness, therefore, our views of those who disrupt that uneven power imbalance may become more and positive. In an age where trust appears to have been eroded precisely because people feel their demands are not being met, it’s worth exploring these issues in more detail.



SOURCE:

Friday 20 November 2020

Γνωρίζοντας καλύτερα τον εαυτό μας εν μέσω πανδημίας




Αναστάσιος Λομβαρδέας Ψυχολόγος της Υγείας MSc, Ψυχοθεραπευτής 






Εδώ και μερικούς μήνες η ανθρωπότητα βιώνει την εξέλιξη μιας πανδημίας που παρόμοιά της είχε πολύ καιρό να την πλήξει σε τέτοια κλίμακα. Ανεξάρτητα από την προσέγγιση του καθένα μας στην κρίση που βιώνουμε, όλοι μας έχουμε επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό.

Αναδύονται μέσα μας συναισθήματα που για κάποιους μπορεί να είναι πιο οικεία, ενώ για άλλους ίσως φαντάζουν πρωτόγνωρα. Τέτοιου είδους συναισθήματα περιλαμβάνουν τον φόβο της απομόνωσης, του αγνώστου, ακόμα και του θανάτου, το άγχος της επιβίωσης, και σε πιο βαριές περιπτώσεις το αίσθημα της απόγνωσης που συνοδεύει την κατάθλιψη.

Τα συναισθήματα αυτά, λόγω της έντασής τους και της αρνητικής τους χροιάς, μας ωθούν στο να είμαστε πιο σκεπτικοί απ’ότι συνήθως. Πολλά από αυτά τα έχουμε νιώσει και στο παρελθόν αλλά τότε είχαν πιο προσωπικό χαρακτήρα και δεν αφορούσαν τόσο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.

Καλούμαστε, λοιπόν, με εναν επιτακτικό τρόπο να αντιμετωπίσουμε ενα κομμάτι του εαυτού μας που ομολογουμένως ποτέ δεν συμπαθούσαμε ιδιαίτερα. Αυτό του φοβισμένου και ανασφαλή εαυτού μας που έως τώρα καταφέρναμε με λιγότερη προσπάθεια να τον αποφεύγουμε και τον αντιμετωπίζαμε ως ξένο σώμα.

Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι το κομμάτι του εαυτού μας που αναδύεται, όσο τρομακτικό και αν φαντάζει, ίσως αξίζει τελικά να το αφουγκραστούμε και να το βοηθήσουμε να εκτονωθεί μέσω της έκφρασής του. Ο τρόπος με τον οποίο θα το κάνουμε αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς κι από το πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε την ευαίσθητη και ευάλωτή μας πλευρά.

Διαβάστε σχετικά: Lockdown Volume 2: οδηγός επιβίωσης στο σπίτι

Ανάλογα με την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του καθενός η έκφραση αυτή μπορεί να πάρει διαφορετική μορφή. Αν υπερισχύει, για παράδειγμα, μέσα μας η καλλιτεχνική φύση μπορούμε να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στην ενασχόλησή μας με κάποιας μορφής τέχνη. Αν είμαστε άτομα προσανατολισμένα στη δράση μπορούμε να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο στην εκτόνωση μέσω της κίνησης.

Κάποιοι από εμάς μπορεί να έχουν την ανάγκη απλά να αφουγκραστούνε τους βαθύτερους προβληματισμούς τους. Ίσως έχει έρθει η ώρα για αυτούς να κάνουν εναν απολογισμό της ζωής τους και να αναλογιστούν το τι θα ήθελαν να κρατήσουν και από τι να απαλαγούν. Να κάνουν δηλαδή μια δημιουργική ενδοσκόπηση η οποία θα μπορούσε να συνοδευτεί από το διάβασμα ενός βιβλίου που τους εμπνέει.

Η κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω είναι η εκπλήρωση ενός χρέους προς τον εαυτό μας που η αδιάκοπη και ταχύρυθμη καθημερινότητα που ζούσαμε στην εποχή προ-πανδημίας μας απέτρεπε από τη διευθέτησή του. Πρόκειται για το χρέος μας να είμαστε περισσότερο συνειδητοποιημένοι στις επιλογές μας και σε μεγαλύτερη επαφή με αυτό που μας επιτάσσουν οι απωθημένες ανάγκες και τα συναισθήματά μας.

Όπως έχει πει και ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε «πρέπει να έχει κανείς το χάος μέσα του για να γεννήσει ένα άστρο που χορεύει». Έτσι κι εμείς καλούμαστε να αντέξουμε αυτό το χάος, που έρχεται στην επιφάνεια λόγω πανδημίας, έτσι ώστε να καταφέρουμε να βγούμε πιο δυνατοί και πιο συνειδητοποιημένοι όταν παρέλθει η απειλή.

ΠΗΓΗ:


Wednesday 18 November 2020

Ο καιρός επηρεάζει περισσότερο τη συμπεριφορά μας και λιγότερο τον ιό



Ο ψυχρός καιρός συμβαδίζει σε έναν βαθμό με την αύξηση των κρυοσμάτων.



Την επιρροή των καιρικών συνθηκών στην εξάπλωση του κορωνοϊού ανά την Υφήλιο εξετάζει γράφημα του περιοδικού Economist με βάση τα στοιχεία του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, και εντοπίζει ότι ο ψυχρός καιρός σε έναν βαθμό συμβαδίζει με την αύξηση των κρουσμάτων.


Όπως καταγράφει το έγκυρο περιοδικό, ύστερα από ένα καλοκαίρι κοντά στην κανονικότητα οι θάνατοι από κορωνοϊό στην Ευρώπη αυξάνονται ραγδαία τώρα που ο καιρός κρυώνει. Μόνο την περασμένη εβδομάδα η Γηραιά Ήπειρος θρήνησε 4.000 νεκρούς. Παράλληλα η πανδημία ξεφεύγει ξανά στην Αμερική, με 750.000 κρούσματα σε μια εβδομάδα και νέα αύξηση των νεκρών.

Αντιστρόφως, ύστερα από μήνες έξαρσης, το νότιο ημισφαίριο γνωρίζει πλέον ύφεση της πανδημίας: Στη Νότια Αμερική οι θάνατοι έχουν πλέον ελαττωθεί κατά 60% σε σχέση με την κορύφωσή τους τον Σεπτέμβριο, ενώ η Αυστραλία έχει από τις 27 Οκτωβρίου να καταγράψει θάνατο από Covid-19. Μεταξύ των 39 χωρών του νοτίου ημισφαιρίου, που τώρα μεταβαίνουν από την άνοιξη στο καλοκαίρι, οι καταγεγραμμένοι θάνατοι έχουν μειωθεί κατά 61% από το αποκορύφωμα του Ιουλίου.

Στο γράφημα του περιοδικού φαίνεται ότι την ώρα που έπεφτε το πρώτο κύμα στο βόρειο ημισφαίριο, αυξανόταν η πανδημία στο νότιο, πριν η έλευση του φθινοπώρου φέρει πάλι στο βόρειο ημισφαίριο την αύξηση των κρουσμάτων.




Εκτιμάται ότι ο καιρός μπορεί να επηρεάζει τη μετάδοση του κορωνοϊού με δύο τρόπους: Αφενός αλλάζοντας τις συνθήκες στις οποίες ο ιός επιβιώνει σε επιφάνειες και στον αέρα, αφετέρου οι ψυχρές συνθήκες κάνουν τους ανθρώπους να περνούν λιγότερο χρόνο εκτός κτιρίων ή με ανοικτά παράθυρα. Άλλοι ιοί, ιδίως η γρίπη και το κοινό κρυολόγημα, κορυφώνονται τους χειμερινούς μήνες, κάτι που μπορεί να ακολουθήσει και η Covid-19.

Πάντως η τελευταία έρευνα που δημοσιεύεται στη Διεθνή Επιθεώρηση για την Περιβαλλοντική Έρευνα και τη Δημόσια Υγεία (International Journal of Environmental Research and Public Health), εκτιμά ότι η επιρροή του καιρού στον ιό είναι μικρή.

Αφού εξέτασε μια σειρά παραγόντων, όπως η κινητικότητα και η πυκνότητα του πληθυσμού, η ερευνητική ομάδα που συνέταξε τη σχετική έκθεση κατέληξε ότι η θερμοκρασία του αέρα έχει περιορισμένο μόνο αντίκτυπο στην εξάπλωση του κορωνοϊού. Αυτός όμως ο μικρός αντίκτυπος αυξάνεται λόγω της επίδρασης που έχει ο καιρός στη συμπεριφορά των ανθρώπων και όχι στον ίδιο τον ιό.


Πηγή:
 https://www.kathimerini.gr/life/health/561151399/o-kairos-epireazei-perissotero-ti-symperifora-mas-kai-ligotero-ton-io/
(accessed 19.11.20)


Babies Relax When Listening To Unfamiliar Lullabies From Other Cultures



The controversial idea that there are universals in the ways we use music received a boost in 2018, with the finding that people from 60 different countries were pretty good at judging whether a totally unfamiliar piece of music from another culture was intended to soothe a baby or to be danced to. Now, new research involving some of the same team has revealed that foreign lullabies that babies have never heard before work to relax them.

Constance M. Bainbridge and Mila Bertolo from Harvard University led the new study, published in Nature Human Behaviour, on 144 babies with an average age of 7 months. After being fitted with sensors to monitor their heart rate and level of sweating, each baby sat in a high chair or recliner or on its parent’s lap while watching animated characters lip-synching to 14-second bursts of songs. These songs came from the Natural History of Song Discography, a collection of songs from around the world, and eight were used as lullabies in the societies in which they were selected. The rest were intended to express love, heal the sick or be danced to. All of the songs were sung by solo vocalists, without background music.

As well as looking at the heart rate and skin sweating data, the team used video of the babies’ faces to monitor their pupil size. If these measures decreased, this would indicate that the baby was relaxing.

Based on some of these measures, at least, the team found that babies did indeed seem more relaxed during the lullabies than the other songs. “While heart rates dropped almost immediately following the onset of singing, regardless of song type, this drop was more pronounced during the lullabies,” the team writes. Whether the baby was 2 or 14 months old, the effect was the same, suggesting that it couldn’t simply be the result of exposure to music with age. The team also found that the babies’ pupils were smaller during the lullabies than the other songs.

The sweating results were less clear cut, however. These levels increased over the course of the experiment, perhaps because the babies were becoming more bored and fussy, the researchers suggest. But while a baby listened to a lullaby, this increase was temporarily slowed.

What might explain these effects? The lullabies and the other songs certainly differed acoustically. The lullabies tended to be slower, and to have smaller pitch ranges and a less steady beat. As the researchers note, the earlier work on adults listening to unfamiliar songs found that the more a song was characterised by these specific features, the more confident a listener was that it was intended to be a lullaby. The team then compared these earlier adult ratings with their new results. And they found that the more that the adults had judged a song to be directed towards infants, the bigger the reduction in heart rate while the baby listened to it. “This result confirms that the acoustic effects of the songs drove the relaxation effects on them,” the team writes.

As they stress, the babies and their parents “were unfamiliar with the songs they heard, unfamiliar with the languages they were sung in and unfamiliar with the musical styles of the societies that originally produced the songs.” All the babies in the present study were American, but the researchers suspect that babies from other cultures would react in the same way. (In fact, they are now “eager to find out whether they do so”.)

The new work does open up some fascinating questions, such as: which of the acoustic features of lullabies are most important for the relaxation effect? And: do babies like lullabies more than other songs (or just find them more relaxing)? Also: what impact might lullabies have on a baby’s ongoing health? Numerous studies have found that music can help adults with chronic pain or depression, for example. “Music may also play an everyday role in improving health in infants,” the researchers write, “a role it has taken on across cultures and across human history.”

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2020/11/17/babies-relax-when-listening-to-unfamiliar-lullabies-from-other-cultures/(accessed 18.11.20)

Sunday 8 November 2020

Η δραματοθεραπεία υποστηρίζει ψυχοκοινωνικά τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας




Το ψυχόδραμα και το «Θέατρο των Καταπιεσμένων» μπορούν να απαλύνουν τη δυσφορία, να αυξήσουν την αίσθηση νοήματος ζωής και να μειώσουν τον εσωτερικευμένο σεξισμό που έχουν βιώσει οι επιζώντες ενδοοικογενειακής βίας.

Μια νέα μελέτη ερευνά την αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος δραματοθεραπείας για γυναίκες που έχουν υποστεί βία από τους συντρόφους τους.

Οι ερευνήτριες, Μαρία Μοντόλφι Μιγκέλ και Μαργκαρίτα Πίνο-Τζούστε, από το Πανεπιστήμιο Βίγκο στην Ισπανία, χρησιμοποίησαν ένα μοτίβο διαφορετικών μεθόδων για να μελετήσουν την αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος που βασίζεται στο ψυχόδραμα, την ψυχοθεραπεία και το θέατρο των καταπιεσμένων.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η προσέγγιση της δραματοθεραπείας οδήγησε σε σημαντική μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης, παράλληλα με την αύξηση της αίσθησης σκοπού στη ζωή, την ενίσχυση της επικοινωνίας και της εγγύτητας με άλλους συμμετέχοντες, και της κατανόησης της συσχέτισης μεταξύ συμπτωμάτων και εμπειριών από τη συντροφική βία. Οι συγγραφείς αναφέρουν:

Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας εναντίον γυναικών παγκοσμίως, τις αντίστοιχες ψυχολογικές δυσφορίες που έχουν υποστεί τα θύματα και την περιορισμένη έρευνα των παρεμβάσεων που βασίζονται στο θέατρο και τη δραματοθεραπεία, πιστεύουμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να συνεχίσουμε να ενδυναμώνουμε τις εμπειρικές βάσεις για την αποτελεσματικότητα αυτών των τεχνικών.

Η συντροφική βία αποτελεί ένα μοτίβο συμπεριφοράς, το οποίο συχνά εκδηλώνεται με τη μορφή σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας ή με την απειλή βίας, που αποσκοπεί στον έλεγχο του άλλου συντρόφου. Πρόκειται για τη πιο κοινή μορφή βίας που βιώνουν οι γυναίκες, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο κύκλος της κακοποίησης χαρακτηρίζεται από αλληλεπικαλυπτόμενες, ωστόσο, ξεχωριστές φάσεις. Κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης, η ένταση αυξάνεται και η επιζήσασα της συντροφικής βίας συνήθως γίνεται υποτακτική, προκειμένου να ανακουφίσει την επιθετικότητα του συντρόφου της.


Στο επόμενο στάδιο, ο δράστης της ενδοοικογενειακής κακοποίησης ξεσπάει με οργή και χτυπάει τη σύντροφό του. Κατά το τελικό στάδιο του υποτιθέμενου «μήνα του μέλιτος», ο θύτης υπόσχεται να αλλάξει, απολογείται και γίνεται πιο τρυφερός. Ωστόσο, έπειτα από μια σειρά έντονων γεγονότων, ο κύκλος ξεκινάει από την αρχή.

Κάποιοι ειδικοί έχουν επισημάνει ότι η συντροφική βία δεν είναι μόνο μια κυκλική διαπροσωπική δυναμική, αλλά ότι δημιουργείται μέσω του εξαναγκαστικού ελέγχου που ασκείται μέσω των έμφυλων δυναμικών ισχύος. Οι συγγραφείς προσθέτουν:

Η κακοποίηση και η συντροφική βία εναντίον των γυναικών συμβαίνουν σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο κυριαρχείται από δομές που μπορεί να έχουν διαφοροποιημένες επιπτώσεις στις γυναίκες, και ιδιαίτερα στις πατριαρχικές κουλτούρες ή στην περίπτωση γυναικών που υποφέρουν από διπλές διακρίσεις λόγω της καταγωγής, της εθνικότητας ή της κοινωνικοοικονομικής κατάστασής τους. Η μεροληψία δεν εδράζει μόνο στο φύλο και οι συνθήκες αποκλεισμού καθιστούν πιο δύσκολο για συγκεκριμένες γυναίκες να βάλουν τέλος στη ανυπόφορη κατάσταση που βιώνουν.

Οι γυναίκες που έχουν επιζήσει από συντροφική βία συχνά διαγιγνώσκονται με διαταραχές κατάθλιψης, άγχους, κατάχρησης ουσιών, διατροφής καθώς και με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD). Συχνά αναφέρουν ότι βιώνουν αυξημένο άγχος για τη σωματική τους υγεία και βιώνουν απομόνωση, ενοχές και οργή, αίσθημα αβοηθησίας, αυτοκτονικό ιδεασμό και μειωμένη αυτοεκτίμηση και αυτό-αξία.

Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα ενός θεραπευτικού προγράμματος με βάση το δράμα, ως εργαλείο για την καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης, της ποιότητας ζωής, των ικανοτήτων επικοινωνίας και της αίσθησης σκοπού στη ζωή, παράλληλα με τη μείωση της διαταραχής μετατραυματικού στρες, της κατάθλιψης και των συμπτωμάτων άγχους, καθώς και τα σεξιστικών στερεοτύπων, σε γυναίκες που έχουν επιζήσει της ενδοοικογενειακής βίας. Το πρόγραμμα ενσωμάτωνε στοιχεία δραματοθεραπείας, ψυχοδράματος και θεάτρου των καταπιεσμένων.

Η δραματοθεραπεία χρησιμοποιεί τις θεραπευτικές ιδιότητες του δράματος, όπως η δημιουργικότητα, η φαντασία και η κατανόηση, για να προάγει τη θεραπεία και την αλλαγή. Ο συνδυασμός της δραματοθεραπείας και της εκφραστικής θεραπείας μέσω τεχνών μειώνει αποτελεσματικά την οδύνη των γυναικών που έχουν βιώσει συντροφική βία.

Το ψυχόδραμα είναι μια τεχνική που στοχεύει στην ανάπτυξη του αυθορμητισμού και στην επίλυση ψυχολογικών συγκρούσεων στην ομαδική ψυχοθεραπεία. Περιλαμβάνει την ενσάρκωση της σύγκρουσης και τη συζήτησή της μέσα στην ομάδα, με στόχο τη συναισθηματική επεξεργασία και την κατανόηση των ψυχολογικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών ζητημάτων που βιώνουν οι συμμετέχοντες.

Τέλος, το Θέατρο των Καταπιεσμένων είναι μια παιδαγωγική στρατηγική η οποία περιλαμβάνει τον αυτοσχεδιασμό των εμπειριών καταπίεσης από τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στην άσκηση. Επίσης, οι συμμετέχοντες συντονίζουν τους ρόλους ενώ ενσαρκώνεται μια παραλλαγή κάθε σεναρίου με τους αντίστοιχους ρόλους του. Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η διαδικασία συζήτησης των συγκρούσεων που έχουν βιώσει οι συμμετέχοντες, οι οποίοι μέσω της φαντασίας και της συν-δημιουργίας αναπτύσσουν στρατηγικές για την πιθανότητα αλλαγής.

Οι συμμετέχουσες ήταν 17 Ισπανίδες με παιδιά οι οποίες είχαν βιώσει ενδοοικογενειακή βία. Τρεις εξ’ αυτών ήταν ελεύθερες, τρεις χωρισμένες, έξι διαζευγμένες ενώ οκτώ ήταν παντρεμένες (πέντε εξ’ αυτών ήταν ακόμη παντρεμένες με τους κακοποιητικούς συζύγους τους). Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν μεταξύ 21 και 52 ετών, ενώ οι περισσότερες ήταν άνεργες και δεν είχαν κάποια επαγγελματική εκπαίδευση ή τυπική πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι συμμετέχουσες πήραν μέρος σε είκοσι συνεδρίες ομαδικής δραματοθεραπείας, διάρκειας δύο ωρών εκάστη. Αυτές οι συνεδρίες ήταν χωρισμένες σε τρεις φάσεις: προθέρμανση, δράση και μοίρασμα. Οι ασκήσεις λειτούργησαν ως ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις για τη μείωση της ψυχολογικής δυσφορίας και την ανάπτυξη κοινωνικών και προσωπικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, με στόχο την αντιμετώπιση εσωτερικευμένων σεξιστικών στερεοτύπων.

Η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης μελετήθηκε μέσω της αξιολόγησης των συμπτωμάτων και των στερεοτύπων, πριν και μετά τη θεραπεία, καθώς και μέσω της εκτίμησης της αλλαγής μέσα από στατιστικά δεδομένα και μαρτυρίες.

Οι συγγραφείς της μελέτης βρήκαν στατιστικά σημαντικές μειώσεις σε συμπτώματα κατάθλιψης και σεξιστικά στερεότυπα. Επίσης, τα ευρήματα έδειξαν μια αύξηση της αίσθησης σκοπού στη ζωή των γυναικών, μεγαλύτερη εκτίμηση της ζωής τους και ανακάλυψη περισσότερων λόγων για να ζουν, καθώς ήταν περισσότερο πιθανό γι’ αυτές να βρουν θετικό νόημα σε πλευρές της καθημερινής ζωής τους.

Η διαταραχή μετατραυματικού στρες δεν έδειξε σημαντική μείωση, πιθανώς λόγω της παρουσίας της βίας που εξακολουθούσαν να βιώνουν οι συμμετέχουσες. Οι περισσότερες συνέχιζαν να έχουν επαφές με τους θύτες τους λόγω κοινής επιμέλειας των παιδιών, αδυναμίας να επιβάλουν περιοριστικά μέτρα και ανεπαρκών οικονομικών πόρων.

Διαβάστε σχετικά: Τέχνη στην Ψυχοθεραπεία

Οι βασισμένες στο δράμα παρεμβάσεις επέτρεψαν επίσης στις συμμετέχουσες να παρατηρήσουν τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά προβλήματα στην επικοινωνία, να εντοπίσουν κοινωνικούς και διαπροσωπικούς παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των προβλημάτων και να υπερνικήσουν τη χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση που είχαν.

Τέλος, κατάφεραν να αναγνωρίσουν τον κύκλο της βίας που είχαν υποστεί και τη σύνδεσή του με τις έμφυλες δυναμικές ισχύος ενώ αναπτύχθηκε συναισθηματική εγγύτητα μεταξύ των μελών της ομάδας.

Αυτή η μελέτη προτείνει ότι η ομαδική δραματοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική θεραπεία για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της συντροφικής βίας. Μέσω της ενσωμάτωσης σημαντικών εννοιών του θεάτρου των καταπιεσμένων, οι επιζώντες της κακοποίησης μπορούν επίσης να αντιληφθούν τους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την διαπροσωπική δυναμική.

Τέλος, αυτή η προσέγγιση ομαδικής θεραπείας ενισχύει τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών της, οι οποίες μπορούν να απαλύνουν τη δυσφορία και την κοινωνική απομόνωση που έχουν βιώσει οι γυναίκες που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία.


Μελέτη: Mondolfi Miguel, M. L., & Pino-Juste, M. (2020). Therapeutic Achievements of a Program Based on Drama Therapy, the Theater of the Oppressed, and Psychodrama With Women Victims of Intimate Partner Violence. Violence Against Women, 107780122092038.
Πηγή
Απόδοση: Έφη Μεσιτίδου
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr



ΠΗΓΗ:

Friday 6 November 2020

Τρόποι προσαρμογής στη νέα εργασιακή πραγματικότητα







Για τον κόσμο της απασχόλησης, το 2020 θα είναι η χρονιά που άλλαξε τα πάντα. Δείτε πώς μπορούν να διατηρηθούν τα θετικά που έφερε η κρίση τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους οργανισμούς

Η ξαφνική προσαρμογή στα νέα δεδομένα που έφερε η πανδημία ανάγκασε τις επιχειρήσεις να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας τους σε σύντομο χρονικό διάστημα και να εφαρμόσουν αλλαγές που διαφορετικά θα πραγματοποιούνταν με πιο αργούς ρυθμούς.

Σε συνέχεια της νέας έρευνας της ManpowerGroup «Το Μέλλον των Εργαζομένων, από τους Εργαζόμενους: Κάνοντας τη Νέα Πραγματικότητα Καλύτερη για Όλους», παρακάτω αναλύονται οι τρόποι με τους οποίους οι επιχειρήσεις μπορούν να επαναπροσδιορίσουν το μέλλον, πλησιάζοντας πιο κοντά σε αυτό που γνωρίζουμε ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν - ένα πιο ευέλικτο, πιο ψηφιακό και πιο αξιόπιστο εργασιακό περιβάλλον.
Εξετάστε αν η επιστροφή στον χώρο εργασίας είναι απαραίτητη


Οι εργασίες που φαινόταν πως δεν είναι πιθανό να ολοκληρωθούν εξ αποστάσεως τελικά ολοκληρώθηκαν με επιτυχία μέσα σε μια νύχτα, όπως το «κλείσιμο» των βιβλίων, η ολοκλήρωση της μισθοδοσίας, η εξυπηρέτηση πελατών, ακόμη και η ασφάλεια των πληροφοριών.

Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να αναρωτηθούμε αν και γιατί είναι απαραίτητη η επιστροφή στον χώρο εργασίας. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να βοηθήσουν τους διευθυντές να κατανοήσουν τις ανάγκες των εργαζομένων και να αποφύγουν τις υποθέσεις, ώστε να δημιουργήσουν το καλύτερο δυνατό εργασιακό περιβάλλον, είτε αυτό βρίσκεται στο γραφείο είτε στο σπίτι.


Προετοιμαστείτε για τη νέα πραγματικότητα και τις νέες δεξιότητες

Οι δεξιότητες που θα «χρειάζονται» οι εργοδότες στο μέλλον θα είναι διαφορετικές από το παρελθόν. Λόγω των συνεχιζόμενων αλλαγών, οι επιχειρήσεις πρέπει να ενθαρρύνουν όλο το ανθρώπινο τους δυναμικό να αναπτύξει νέες απαραίτητες δεξιότητες και να βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, όχι μόνο εκείνους που θα ανέπτυσσαν τις δεξιότητες τους ούτως ή άλλως.

Ενθαρρύνετε την απομακρυσμένη εκμάθηση και υποστηρίξτε τους εργαζομένους ώστε να ξεκινήσουν μια διαδικασία εκμάθησης μέσα από την οποία θα αναπτύξουν τις δεξιότητες που χρειάζεται η επιχείρησή σας.
Δώστε έμφαση στην ευελιξία και την ισορροπία μεταξύ εργασίας – προσωπικού χρόνου

Η προσφορά της δυνατότητας στους ανθρώπους να εργάζονται απομακρυσμένα δεν είναι ο μόνος τρόπος που θα τους επιτρέψει να απασχολούνται με ευελιξία και ισορροπία. Στους εργασιακούς ρόλους που η φυσική παρουσία στον χώρο εργασίας είναι απαραίτητη, προσφέρετε εναλλακτικές ώρες έναρξης και λήξης του ωραρίου εργασίας, πιο ευέλικτο προγραμματισμό και κατανοήστε τις ατομικές προτεραιότητες του κάθε εργαζομένου ώστε να επιτευχθεί καλύτερη εξισορρόπηση και να ολοκληρωθεί η εργασία τους.
Επικεντρωθείτε στη σωματική και συναισθηματική ευεξία

Τα συναισθήματα της απομόνωσης, του στρες, του φόβου και του άγχους αποτελούν "κληρονομιά" της κρίσης του COVID-19 και επηρεάζουν τις σκέψεις μας αναφορικά με την αξία της υγείας, της ευημερίας, της οικογένειας και της κοινωνίας. Δώστε την ίδια προτεραιότητα στη συναισθηματική ευεξία όπως κάνετε για την διασφάλιση της φυσικής παρουσίας με τα οργανωτικά μέτρα που έχετε λάβει, όπως η λήψη θερμοκρασίας και η κοινωνική απόσταση, ώστε να διασφαλίσετε ότι οι άνθρωποι αισθάνονται σιγουριά, είναι υγιείς και παραγωγικοί.
Οικοδόμηση ανθεκτικότητας της επιχείρησης

Οι επιχειρήσεις οφείλουν να οικοδομήσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης, να ακούσουν τους ανθρώπους τους και τις ανάγκες τους, και να τους βοηθήσουν να θέσουν προτεραιότητες καθώς και να ανακτήσουν δυνάμεις. Το αρχικό αίσθημα αδρεναλίνης των εργαζομένων είναι απαραίτητο να μετατραπεί σε μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα με τους εργοδότες να βρίσκονται στο πρώτο πλάνο.

Στο νέο εργασιακό περιβάλλον που διανύουμε είναι πολύ βασικό να περιλαμβάνονται τα εξής συστατικά: ισχυρή ηγεσία που διαχειρίζεται την απομακρυσμένη εργασία, συχνή και διαφανή επικοινωνία, κουλτούρα που αγκαλιάζει το υβριδικό μοντέλο εργασίας καθώς και εύκολα προσβάσιμες υπηρεσίες υγείας και ευεξίας.

ΠΗΓΗ:

Wednesday 4 November 2020

People Use Jargon To Make Up For Their Low Standing In A Group








By Matthew Warren

Why do business people promise to “reach out to KOLs” when they could simply say that they will contact leading experts? How come judges sometimes remark that they will hear trials “in-camera” instead of just “in private”?

As infuriating as it can be, jargon actually performs a social function. By definition, jargon refers to language used by a particular group of people, in the place of more accessible words and phrases. And although that can make it frustrating and confusing for people not in that group, if you are a member then it can help signal to others that you belong. People may also use jargon as a way of displaying their expertise.

But according to a series of studies published in Organizational Behavior and Human Decision Processes, those who are of low status within a group are also predisposed towards jargon-filled language. Zachariah Brown at Columbia University and colleagues found that these people appear to want to compensate for their lowly position by using language that is often associated with high status.

In one study, students doing a Master of Business Administration (MBA) were told that they were taking part in a competition to pitch a start-up idea. They could choose between two different descriptions of the start-up to submit: one which was full of jargon words and phrases (e.g. “obtain a first mover advantage”), and one which used equivalent plain English phrases (e.g. “become one of the first companies to…”).

Some participants were told that their competitors were recent graduates who had already started their own companies — so as MBA students they were of comparatively low status themselves. Others were told that their competitors were undergraduates — so in this case, participants were of higher status. The team found that 41% of the low-status participants went with the jargon-heavy description, compared to just 29% of the high-status participants.

In another study, participants chatted online in pairs. One took the role of an academic researcher presenting their work at a conference. They were given a description of the work, which contained both jargon terms and what they meant in plain English (e.g. “My work highlights that non-human primates exhibit bi-pedal locomotion, or two legged walking movements. They do this on both arboreal and terrestrial substrates (in trees and on the ground).”). In the low-status condition, the “researcher” was told that they worked at a small community college and were looked down upon by others in the field; in the high-status condition they were told they were a well-respected researcher at an Ivy League university.

The other participant in the pair asked the researcher questions about their work; the team were interested in how often the researcher used jargon terms in their response. Once again, low-status researchers used significantly more jargon than high-status ones.

To figure out why low-status participants tended to use more jargon, the team asked another set of participants to again imagine themselves as either a high- or low-status researcher, and choose one of two titles for a presentation — as well as indicate why they made their decision. Low-status participants were again more likely to choose the option containing jargon. They also reported focusing more on how the audience would judge them, and this could explain why they chose the jargon option.

Overall then, the work suggests that jargon use is “a novel form of status compensation”, allowing people to make up for their low status through their language choices. It’s obviously not the only reason that people use jargon, but is one that hadn’t previously been considered.

It would be interesting to look at language used naturally by high- and low-status group members outside of the lab, to figure out the extent to which this effect applies in day-to-day interactions. (The team did find that thesis titles from higher ranked universities used less jargon, providing some preliminary evidence that it does apply more widely, but more work is needed). And there’s still one big question left to answer: does jargon actually work to convince people that you are a higher-status group member — or does the audience just see through it?

SOURCE:

The Musical Preference Linked To High IQ





People use this music to ‘purge’ their negativity.



Liking heavy metal music is a sign of high intelligence, research suggests.

Some people may use heavy metal music as a way of coping with being talented.



Being a ‘metalhead’ is sometimes associated with poor performance and delinquency, but this survey found otherwise.

More intelligent people may find themselves outsiders and use heavy metal music to deal with the stress.

Dr Stuart Cadwallader, the study’s author, says there is a stereotype that more intelligent people are into classical music.

While this is true for some, others take solace in heavy metal.


Dr Cadwallader said that young people enjoy the complex and sometimes political themes in metal that are not explored in mainstream pop music.



Both alienation and being separate from society may chime with some gifted people.

The results come from a survey of 1,057 members of the National Academy for Gifted and Talented Youth in the UK.

This body represents young people aged 11-18 who are in the top 5 per cent academically.

The results showed that while rock was the most popular genre among talented youngsters, one-third rated heavy metal in their top five genres and 6 per cent gave it top spot.

Those who particularly liked heavy metal also tended to have lower self-esteem.

Genres traditionally linked to intelligence — classical music and jazz — were the least popular.

Some young people said they liked to literally ‘jump out’ their frustrations and anger to heavy metal.


Dr Cadwallader said:


“Perhaps the pressures associated with being gifted and talented can be temporarily forgotten with the aid of music.

As one student suggests, perhaps gifted people may experience more pressure than their peers and they use the music to purge this negativity.”


About the author

Psychologist, Jeremy Dean, PhD is the founder and author of PsyBlog. He holds a doctorate in psychology from University College London and two other advanced degrees in psychology.

He has been writing about scientific research on PsyBlog since 2004. He is also the author of the book “Making Habits, Breaking Habits” (Da Capo, 2003) and several ebooks:


SOURCE:

Monday 2 November 2020

Εθιστικές διαταραχές και σεξουαλικότητα



Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι εθιστικές διαταραχές είναι μια ομάδα ψυχικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από «την επαναλαμβανόμενη χρήση μιας ή περισσότερων ψυχοδραστικών ουσιών σε βαθμό, ώστε ο χρήστης να εκδηλώνει καταναγκασμό για λήψη της επιθυμητής ουσίας ή των ουσιών, να έχει μεγάλη δυσκολία στην εκούσια διακοπή ή τροποποίηση της χρήσης της ουσίας και να φαίνεται αποφασισμένος να εξασφαλίσει τις ψυχοδραστικές ουσίες σχεδόν με οποιοδήποτε τρόπο». Ο εθισμός θεωρείται μια διαταραχή του εγκεφάλου, καθώς σχετίζεται με την απορρύθμιση και τη δυσλειτουργία των νευρικών συστημάτων ανταμοιβής. Η εξάρτηση μπορεί να είναι είτε σωματική (ο οργανισμός του χρήστη δεν μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά χωρίς τη χρήση) είτε ψυχολογική (ο χρήστης έχει ανάγκη από τη χρήση, προκειμένου να νιώσει ευχαρίστηση, να διώξει το άγχος και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της καθημερινότητας). Αξίζει ακόμα να αναφερθεί οτι η πλειονότητα των ατόμων, τα οποία εμφανίζουν εθιστικές διαταραχές, πάσχουν και από άλλες ψυχικές διαταραχές (π.χ. διαταραχές συναισθήματος, αγχώδεις διαταραχές).



ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ





Ορισμένα ενδιαφέροντα επιδημιολογικά στοιχεία σχετικά με τις εθιστικές διαταραχές είναι τα εξής:
Το αλκοόλ και η νικοτίνη αποτελούν τις πιο δημοφιλείς εθιστικές ουσίες.
Από τις παράνομες εθιστικές ουσίες, η κάνναβη είναι η πιο δημοφιλής.
Οι εθιστικές διαταραχές είναι πιο συχνές στους άντρες.
Η ηλικιακή ομάδα 18-35 παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών.
Η εξάρτηση από αλκοόλ αρχίζει μεταξύ 20-40 ετών. Η εξάρτηση από κάνναβη, οπιοειδή αρχίζει μεταξύ 15-25 ετών. Η εξάρτηση από καταπραϋντικά, υπνωτικά ή αγχολυτικά συνήθως αρχίζει μεταξύ 30-60 ετών με αφορμή ιατρική θεραπεία που χορηγήθηκε λόγω αϋπνίας ή αγχώδους διαταραχής.
Παρατηρείται μείωση του αριθμού των ατόμων που έχουν δοκιμάσει κάποια εθιστική ουσία, αλλά αυξάνεται η αναλογία των ατόμων που κάνουν συστηματική χρήση.
Η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερα ποσοστά στην κατάχρηση εξαρτησιογόνων ουσιών συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ που διεξήχθη το 2017, το ποσοστό των νέων Ελλήνων (ηλικίας 15-36 ετών) που έκανε χρήση κάνναβης είναι μόλις 3,2%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 13,3%! Όσον αφορά τη χρήση κοκαίνης, το ποσοστό της ίδιας ηλικακής ομάδας στην Ελλάδα είναι 0,2%, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 1,9%!



ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ





Η αιτιολογία των εθιστικών διαταραχών είναι ένας συνδυασμός ψυχολογικών, βιολογικών και κοινωνικών παραγόντων. Καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση της εξάρτησης παίζει η παιδική ηλικία, καθώς σε αυτό το στάδιο διαδραματίζονται ραγδαίες αλλαγές στη ζωή του ατόμου, το οποίο δέχεται σημαντική επιρροή από την οικογένεια, το σχολείο και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Συχνά, τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με εθιστική διαταραχή προέρχονται από ένα οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο επικρατούν βία, παραμέληση και έντονες συγκρούσεις. Επίσης, άτομα που έχουν χαμηλή αυτο-εκτίμηση βιώνουν άγχος και νιώθουν μοναξία έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια μορφή εθισμού. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση ή τη διόγκωση του προβλήματος είναι η κληρονομικότητα, η προσωπικότητα του ατόμου, αλλά και η δράση της ουσίας (ταχύτητα δράσης, διάρκεια δράσης, τρόπος χορήγησης).



ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΕΙΔΗ & ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ





Οι συνδεόμενες με ουσίες διαταραχές περιλαμβάνουν 9 ξεχωριστές κατηγορίες, οι οποίες δεν είναι απόλυτα διακριτές:
Αλκοόλ. Η τοξίκωση από αλκοόλ προκαλεί σημαντικές συμπεριφορικές ή ψυχολογικές αλλαγές (π.χ. επιθετική συμπεριφορά, έκπτωση της κρίσης) και επώδυνα συμπτώματα, όπως δυσαρθρική ομιλία, έκπτωση της προσοχής ή της μνήμης. Η στέρηση αλκοόλ προκαλεί δυσάρεστα συμπτώματα, όπως αϋπνία, ναυτία, άγχος, παροδικές οπτικές, απτικές ή ακουστικές παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις.
Καφεΐνη. Η τοξίκωση από καφεΐνη προκαλεί συμπτώματα, όπως νευρικότητα, καρδιακή αρρυθμία, έξαψη, αϋπνία, ασύνδετη ροή της σκέψης και της ομιλίας, γαστρεντερικές ενοχλήσεις και συμβάλλει στην έκπτωση κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Η στέρηση καφεΐνης (απότομη διακοπή ή μείωση της καφεΐνης) οδηγεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως κεφαλαλγία, κόπωση ή υπνηλία, καταθλιπτική διάθεση, ευερεθιστότητα, ναυτία, δυσκολία συγκέντρωσης.
Κάνναβη. Η τοξίκωση από κάνναβη συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. ευφορία, αίσθηση αργής ροής του χρόνου, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως αυξημένη όρεξη, ξηροστομία, ταχυκαρδία. Η στέρηση κάνναβης προκαλεί ευερεθιστότητα, επιθετικότητα, άγχος, δυσκολία στον ύπνο, μειωμένη όρεξη ή απώλεια βάρους, καταθλιπτική διάθεση.
Ψευδαισθησιογόνα. Η τοξίκωση από φαινκυκλιδίνη συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. επιθετικότητα, παρορμητικότητα, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως μυϊκή ακαμψία, μούδιασμα, υπέρταση ή ταχυκαρδία. Η τοξίκωση από άλλο ψευδαισθησιογόνο συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. έντονο άγχος ή κατάθλιψη, παρανοειδής ιδεασμός, έκπτωση της κρίσης), στην εμφάνιση αντιληπτικών διαταραχών (π.χ. ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις, αποπροσωποποίηση, αποπραγματοποίηση) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως θόλωση της όρασης, εφίδρωση, ταχυκαρδία.
Εισπνεόμενα. Η τοξίκωση από εισπνεόμενες ουσίες αναφέρεται στη σκόπιμη ή ακούσια υψηλής δόσης έκθεση σε εισπνεόμενες ουσίες που προκαλεί σημαντικές προβληματικές συμπεριφορικές ή ψυχολογικές αλλαγές (π.χ. επιθετικότητα, απάθεια, έκπτωση της κρίσης) και οδηγεί στην εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως ζάλη, δυσαρθρική ομιλία, ψυχοκινητική επιβράδυνση, μυϊκή αδυναμία, κατεσταλμένα αντανακλαστικά.
Οπιοειδή. Η τοξίκωση από οπιοειδή συμβάλλει στην εμφάνιση προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. αρχική ευφορία που ακολουθείται από απάθεια, δυσφορία, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως υπνηλία ή κώμα, δυσαρθρική ομιλία, έκπτωση της προσοχής ή της μνήμης. Η στέρηση οπιοειδών αφορά τη διακοπή ή μείωση της χρήσης οπιοειδών, η οποία ακολουθείται από συμπτώματα, όπως ναυτία, μυϊκοί πόνοι, πυρετός, διάρροια, αϋπνία.
Ηρεμιστικά, αγχολυτικά και υπνωτικά. Η τοξίκωση από ηρεμιστικά, υπνωτικά ή αγχολυτικά οδηγεί στην εμφάνιση δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. απρόσφορη σεξουαλική ή επιθετική συμπεριφορά, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως εμβροντησία ή κώμα, δυσαρθρική ομιλία, έκπτωση γνωστικών λειτουργιών. Η στέρηση ηρεμιστικών, υπνωτικών ή αγχολυτικών προκαλεί συμπτώματα, όπως εφίδρωση, ναυτία, άγχος, ψυχοκινητική διέγερση, αϋπνία, παροδικές οπτικές, απτικές ή ακουστικές ψευδαισθήσεις ή παραισθήσεις.
Διεγερτικά. Η τοξίκωση από διεγερτικό οδηγεί στην εμφάνιση σημαντικών προβληματικών συμπεριφορικών ή ψυχολογικών μεταβολών (π.χ. ευφορία, άγχος, θυμός, έκπτωση της κρίσης) και στην εμφάνιση δυσάρεστων συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία, ναυτία, εφίδρωση, εμφανής απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία. Η στέρηση διεγερτικού συμβάλλει στην εμφάνιση αυξημένης όρεξης, κόπωσης, αϋπνίας ή υπερυπνίας , ψυχοκινητικής επιβράδυνσης ή διέγερσης.
Νικοτίνη. Η στέρηση νικοτίνης αναφέρεται στην απότομη διακοπή ή μείωση της ποσότητας της χρησιμοποιημένης νικοτίνης, η οποία ακολουθείται από συμπτώματα, όπως θυμός, άγχος, αυξημένη όρεξη, ανησυχία, καταθλιπτική διάθεση, αδυναμία συγκέντρωσης, αϋπνία.

Η διαταραχή τζόγου είναι μια μη συνδεόμενη με ουσία διαταραχή. Η συγκεκριμένη διαταραχή αναφέρεται στην επίμονη και επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που προκαλεί κλινικά σημαντική ενόχληση στο άτομο για τουλάχιστον 12 μήνες και περιλαμβάνει τουλάχιστον 4 από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
Το άτομο έχει την ανάγκη να παίζει με ολοένα και μεγαλύτερα χρηματικά ποσά, προκειμένου να εξασφαλίζει την επιθυμητή συγκίνηση.
Είναι ευερέθιστο ή ανήσυχο όταν προσπαθεί να σταματήσει ή να περιορίσει τον τζόγο.
Έχει κάνει επανειλημμένες ανεπιτυχείς προσπάθειες να ελέγξει, να περιορίσει ή να σταματήσει τον τζόγο.
Καταφεύγει στον τζόγο όταν νιώθει άγχος.
Αφού χάσει αρκετά χρήματα, επιστρέφει κάποια άλλη μέρα για να ξανακερδίσει τα χαμένα.
Ψεύδεται στην οικογένεια του, τον θεραπευτή του ή άλλους για να αποκρύψει το βαθμό εμπλοκής στο τζόγο.
Έχει διακινδυνεύσει ή χάσει μια σημαντική σχέση, εργασία, ή εκπαιδευτική ή επαγγελματική ευκαιρία εξαιτίας του τζόγου.
Στηρίζεται σε άλλους για την εξασφάλιση χρημάτων, προκειμένου να ανακουφίσει την απελπιστική οικονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται εξαιτίας του τζόγου.

Ορισμένα από τα τυχερά παίγνια που προκαλούν εθισμό είναι τα παρακάτω:
Πόκερ
Ρουλέτα
Κουλοχέρης
Ιππόδρομος
Στοίχημα σε αθλητικούς αγώνες
κ.α.

Ο εθισμός στο διαδίκτυο είναι άλλη μια μη συνδεόμενη με ουσία διαταραχή. Για να διαγνωστεί κάποιο άτομο με τη συγκεκριμένη διαταραχή, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 4 από τα παρακάτω κριτήρια για διάστημα τουλάχιστον 12 μηνών:
Αίσθημα συνεχούς απασχόλησης με το διαδίκτυο.
Ανάγκη χρήσης του διαδικτύου για συνεχώς αυξανόμενα χρονικά διαστήματα προκειμένου να εκλάβει ικανοποίηση.
Ανικανότητα ελέγχου της χρήσης του διαδικτύου.
Χρήση του διαδικτύου με σκοπό τη διαφυγή από τα προβλήματα ή την ανακούφιση από την άσχημη διάθεση.
Ψέματα σε συγγενείς και φίλους σχετικά με τον χρόνο ενασχόλησης με το διαδίκτυο.
Κίνδυνος απώλειας σημαντικής σχέσης ή εργασίας εξαιτίας του διαδικτύου.
Έντονη ενασχόληση με το διαδίκτυο ακόμα και όταν ξοδεύονται μεγάλα χρηματικά ποσά για τη σύνδεση.
Στερητικά συμπτώματα που βιώνονται όταν δεν είναι συνδεδεμένος.
Ενασχόληση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που αρχικά είχε σκοπό.

Οι συχνότερες προβληματικές συμπεριφορές που σχετίζονται με το διαδικτυακό εθισμό είναι οι εξής:
Εθισμός στο διαδικτυακό σεξ (καταναγκαστική χρήση ιστοσελίδων που απευθύνονται σε ενήλικες για διαδικτυακό σεξ και διαδικτυακό πορνογραφικό υλικό).
Εθισμός στις διαδικτυακές σχέσεις (υπερβολική ανάμειξη σε διαδικτυακές διαπροσωπικές σχέσεις).
Καθαροί καταναγκασμοί (εμμονή στον τζόγο, στις αγορές ή στις συναλλαγές ημέρας).
Υπερβολική αναζήτηση πληροφοριών (καταναγκαστική περιήγηση στον Ιστό ή καταναγκαστικές αναζητήσεις σε βάσεις δεδομένων).
Εθισμός στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (εμμονή στα ηλεκτρονικά παιχνίδια).



ΔΙΑΦΟΡΟΔΙΑΓΝΩΣΗ





Για να διαγνωστεί ένα άτομο με μία διαταραχή συνδεόμενη με ουσία, πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον 2 από τα παρακάτω κριτήρια, τα οποία οδηγούν σε κλινικά σημαντική ενόχληση ή έκπτωση για τουλάχιστον 12 μήνες:
Χρήση μεγαλύτερων ποσοτήτων κάποιας ουσίας ή για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με την πρόθεση του ατόμου.
Αποτυχημένες προσπάθειες διακοπής ή ελέγχου της χρήσης κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας.
Σπατάλη σημαντικού χρόνου για την απόκτηση, τη χρήση ή την ανάρρωση από την επίδραση της χρήσης.
Έντονη επιθυμία ή παρόρμηση για λήψη κάποιας ψυχοδραστικής ουσίας.
Αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων στην εργασία, στο σπίτι ή στο σχολείο εξαιτίας της χρήσης.
Συνέχιση της χρήσης παρά τα επίμονα ή επαναλαμβανόμενα κοινωνικά ή διαπροσωπικά προβλήματα που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από τις επιπτώσεις της ουσίας.
Διακοπή σημαντικών κοινωνικών, επαγγελματικών ή ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων εξαιτίας της χρήσης.
Εξακολούθηση της χρήσης παρά τη γνώση ύπαρξης σωματικού ή ψυχολογικού προβλήματος που προκλήθηκε η επιδεινώθηκε από τη χρήση κάποιας ουσίας.
Ανάγκη χρήσης αυξανόμενων ποσοτήτων ουσίας για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος.
Εκδήλωση συμπτωμάτων στέρησης, τα οποία ανακουφίζονται με τη χρήση μεγαλύτερης ποσότητας κάποιας ουσίας.

2 ή 3 από τα παραπάνω συμπτώματα αποτελούν ένδειξη ήπιας διαταραχής, 4 ή 5 συμπτώματα υποδηλώνουν μέτρια διαταραχή, ενώ 6 ή περισσότερα συμπτώματα υποδηλώνουν σοβαρή διαταραχή.



ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΕΘΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΜΕ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ





Οι εθιστικές διαταραχές επηρεάζουν αρνητικά τη σεξουαλική λειτουργία των χρηστών. Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να αναφερθεί οτι η υπερβολική χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και η υπερβολική χρήση πορνογραφικού υλικού (μέσω των αδικαιολόγητα υψηλών σεξουαλικών προσδοκιών που δημιουργεί) συμβάλλουν στην εμφάνιση ή την επιδείνωση σεξουαλικών δυσλειτουργιών, όπως:
Μειωμένη ερωτική επιθυμία
Στυτική δυσλειτουργία
Πρόωρη ή ανεσταλμένη εκσπερμάτιση


ΠΗΓΗ: