Tuesday 27 August 2019

Η αισιοδοξία είναι το «κλειδί» της μακροζωίας






Αυτοί που αντιμετωπίζουν τη ζωή με αισιοδοξία έχουν περισσότερες πιθανότητες να φτάσουν τα 85 έτη και γενικά να ζήσουν περισσότερο, όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα την οποία επικαλείται η βρετανική εφημερίδα Guardian.

Τα μέχρι σήμερα ερευνητικά δεδομένα είχαν δείξει ότι η αισιοδοξία σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρδιακών νόσων και πρώιμου θανάτου. Η παρούσα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» είναι η πρώτη που διερεύνησε τη σύνδεση της αισιοδοξίας με το προσδόκιμο ζωής.

«Υπάρχουν ενδείξεις ότι η μακροζωία σχετίζεται με την καλή υγεία και με τη ζωή χωρίς αναπηρίες. Η σημασία της συγκεκριμένης έρευνας έγκειται στο ότι μας δίνει τη δυνατότητα να προωθήσουμε την υγιή γήρανση μέσω της καλλιέργειας ψυχοκοινωνικών στοιχείων της προσωπικότητας, όπως η αισιοδοξία», δήλωσε η Λιούιν Λι, επικεφαλής συντάκτης της έρευνας, από τη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Βοστόνης.

Για την εξέταση της σχέσης της αισιοδοξίας με τη μακροζωία οι ερευνητές χώρισαν ένα δείγμα 70.000 γυναικών με μέσο όρο ηλικίας τα 70 έτη σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με το επίπεδο αισιοδοξίας τους. Οι ομάδες παρακολουθήθηκαν από το 2004 έως το 2014. Διαπιστώθηκε ότι η διάρκεια ζωής της ομάδας με τις πιο αισιόδοξες γυναίκες ήταν κατά 15% μεγαλύτερη.

Παράλληλα, το δείγμα των ανδρών που χρησιμοποιήθηκε από τους ερευνητές υπήρξε αντικείμενο παρακολούθησης την περίοδο 1986 έως 2016, χωρίστηκε σε πέντε ομάδες και είχε μέσο όρο ηλικίας τα 62 έτη. Βρέθηκε ότι η ομάδα των πιο αισιόδοξων ανδρών ζούσε 11% περισσότερο από την ομάδα των λιγότερο αισιόδοξων.

Οι ερευνητές υποστήριξαν ότι αυτοί που ήταν πιο αισιόδοξοι υιοθετούσαν επίσης πιο υγιεινές συνήθειες και τρόπο ζωής. Όταν λήφθηκαν υπόψη το επίπεδο σωματικής άσκησης, η διατροφή, το κάπνισμα και το αλκοόλ, οι πιο αισιόδοξες γυναίκες φάνηκε να έχουν 9% μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από τις λιγότερο αισιόδοξες. Στους άντρες το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 10%..

Επίσης, τα πιο αισιόδοξα άτομα, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες, είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να φτάσουν τα 85 χρόνια. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες που ήταν πιο αισιόδοξες είχαν 20% μεγαλύτερες πιθανότητες να φτάσουν αυτή την ηλικία.

Η Λι υπογραμμίζει ότι οι λόγοι για τους οποίους η αισιοδοξία σχετίζεται με τη μακροζωία είναι ακόμη άγνωστοι.

«Οι πιο υγιεινές συνήθειες, τα λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης και οι περισσότεροι κοινωνικοί δεσμοί εξηγούν εν μέρει αυτή τη σχέση», τονίζει η ίδια, προσθέτοντας την πιθανότητα να υπάρχουν και άλλοι μηχανισμοί που διαμεσολαβούν τη σχέση τη αισιοδοξίας με τη μακροβιότητα, όπως για παράδειγμα η καλύτερη διαχείριση του άγχους.

Η δρ. Κάθριν Χαρτ, ειδικός στην ψυχολογία της υγείας στο Πανεπιστήμιο Σίτι του Λονδίνου, εξηγεί ότι η σωματική ευεξία παίζει ρόλο στη μακροζωία και είναι θετικό το ότι ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να ακολουθούν ισορροπημένη διατροφή και να ασκούνται τακτικά, ωστόσο, η έρευνα αυτή αναδεικνύει, κατά την ίδια, την αντίστοιχη σημασία της ψυχολογικής ευημερίας την οποία είναι σημαντικό να προωθήσουμε εξίσου.

Πηγή:https://www.kathimerini.gr/1039865/article/ygeia/ygeia-epikairothta/h-aisiodo3ia-einai-to-kleidi-ths-makrozwias(accessed 27.8.19)

 


Children With An Older Brother Have Poorer Language Skills Than Those With A Big Sister










The role of birth order in shaping who we are has been a matter of some debate in psychology. Recent research has cast doubt on the idea that an individual’s position in relation to their siblings influences their personality, for instance. But there may be other domains where birth order is still important: in particular, researchers have found that children with a greater number of older siblings seem to have worse verbal skills.

However, a new study published in Psychological Science has found that the situation is a bit more complicated than that. Young children with an older sibling do indeed perform worse on language measures, the authors find — but only if that sibling is a brother.



Parents only have a limited amount of time and attention they can split between their children, so the more siblings a child has, the less input they will personally receive from their parents. As parents play an important role in their child’s language development, this could explain why those with a greater number of older siblings have worse language skills.

Naomi Havron at PSL Université and colleagues were interested in how this effect is influenced by the age and sex of an older sibling. There may be less of a negative impact if there is a bigger age gap between siblings, or if the older sibling is a girl, the researchers reasoned. A much older sibling will have better verbal skills, so could themselves become a useful source for younger children to learn about language. And girls tend to have more advanced language skills than boys, so a sister may also provide better input to their younger sibling.


To test these theories, Havron and colleagues looked at data from an ongoing French cohort study called EDEN, which has followed children, and their mothers, from before birth through to age 11. At ages 2, 3 and 5-6, the children’s language skills were measured: at age 2 this simply involved mothers indicating which words their child could say, but at later ages children completed tests such as repeating words and sentences, naming pictures and listing animals. The team analysed the data from 1,276 children who had completed the language tests, including 547 who had an older brother or sister.

The researchers found that, on average, children who had an older sibling had worse language skills than those who didn’t. But as they predicted, the sex of an older sibling was important: kids with older sisters had better language skills than those with older brothers. In fact, a subsequent analysis showed that children with an older sister didn’t actually differ in their language skills from those with no older sibling. On the other hand, the age gap between the siblings didn’t appear to make any difference to language ability after all.

It’s not yet clear why children perform better when they have older sisters, the researchers write. It could be that sisters have better language abilities or are more nurturing than brothers — but another possible explanation is that sisters are less demanding on their parents, taking less parental attention away from their younger siblings than do brothers. Whatever the reason, the authors say, “it … might be more accurate to think of the well-established negative older-sibling effect as an older-brother effect.”

But having an older brother isn’t all bad. Other studies have found that children with older siblings are actually better at some of the social aspects of language, like joining in conversations. And it’s also important to note that although statistically significant, the size of the effects in the study were rather small — and restricted to just a sample of French speakers. It remains to be seen whether similar results are seen in children in other cultures or who speak other languages.


Wednesday 21 August 2019

Ενημέρωση ασθενούς με καρκίνο του πνεύμονα και συνοδών του

Καστοριά – Ίντα Ελιάου:  (βίντεο)

Προβλήματα στην ελληνική πραγματικότητα 
Ομιλία στο συνέδριο: Πρόληψη και Θεραπευτικές Προσεγγίσεις του Καρκίνου Πνεύμονα.
Καστοριά, 19 Δεκεμβρίου 2015
Ξενοδοχείο Limneon
Πνευμονολική Ογκολογική Κλινική ΑΝΘ «ΘΕΑΓΕΝΕΙΟ»
Σε συνεργασία με τον/ την: Καρδιοθωρακοχειρουργική Κλινική ΑΠΘ
Ιατρικό Σύλλογο Καστοριάς
Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία (Παράρτημα Βορείου Ελλάδος)
Σύλλογος Καστοριάς «Μαζί σου»


 ΠΗΓΗ

Μεταβίβαση στη θεραπευτική σχέση: ένα παράθυρο στον ψυχισμό του ατόμου


Αρθρογράφος: Άννα Αλβανού



Η μεταβίβαση όπως ορίστηκε από τον Φρόυντ το 1912, είναι η ασυνείδητη ανάπτυξη συναισθημάτων, συμπεριφορών και στάσεων προς το πρόσωπο του θεραπευτή που δε δικαιολογούνται από την θεραπευτική συνθήκη. Για πολλά χρόνια η έννοια της μεταβίβασης γινόταν δεκτή αποκλειστικά από τους κόλπους της ψυχανάλυσης ενώ οι πιο σύγχρονοι θεωρητικοί αποδέχονται πως αντανακλά μία γενικότερη στάση του ανθρώπου στο να ερμηνεύει τα πρόσωπα γύρω του μέσα από παρελθοντικές σχεσιακές εμπειρίες.

Παραδειγματικά, ένας θεραπευόμενος μπορεί να δει στο πρόσωπο του θεραπευτή έναν απορριπτικό πατέρα, μία υπερπροστατευτική μητέρα ή έναν πιθανώς ακαταμάχητο εραστή. Όλες οι παραπάνω προβολές δε συνδέονται με το θεραπευτικό ρόλο και αποτελούν φαινόμενα που προκαλούνται αποκλειστικά από τον θεραπευόμενο καθώς ο θεραπευτής είναι ειδικά καταρτισμένος ώστε να μην τα προκαλεί.

Η μεταβίβαση αποτελεί αντίσταση στην ψυχοθεραπεία, μιας και ο θεραπευόμενος αρνείται να δεχτεί τη συνθήκη που υπάρχει στους δύο ρόλους θεραπευτή-θεραπευόμενου. Τις περισσότερες φορές η μεταβίβαση καθαυτή βρίσκεται στην καρδιά των ενδοψυχικών συγκρούσεων του θεραπευόμενου. Ταυτόχρονα, η ύπαρξή της αποτελεί από μόνη της θεραπευτικό εργαλείο προς την αναγκαία θεραπευτική αλλαγή.

Για παράδειγμα, μία γυναίκα η οποία εκδηλώνει ερωτικά συναισθήματα στο θεραπευτή, είναι δυνατόν μέσω αυτού να επικοινωνεί πολλές δυσλειτουργικές πτυχές του ψυχισμού της όπως την ανάγκη της να σαγηνεύσει και να κερδίσει την αποδοχή του θεραπευτή δια αυτής της οδού. Δευτερευόντως, η ίδια η μεταβίβαση δείχνει πως η επένδυση της λίμπιντο συμβαίνει σε απορριπτικά πλαίσια, άρα μπορεί να επιθυμεί ασυνείδητα να επιβεβαιώσει πως είναι άξια απόρριψης. Κάτι που μπορεί να μας δείχνει πως συνεχίζει έναν φαύλο κύκλο ή μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία στο δίπολο προσπάθειας-απόρριψης που υπάρχει και σε άλλες περιοχές ή σχέσεις της ζωής της. Βαθύτερα, αυτό θα μπορούσε να συσχετισθεί με απωθημένα ερωτικά συναισθήματα προς το πρόσωπο του πατέρα, μία κατάσταση η οποία θεωρείται φυσιολογική σε μικρή ηλικία για τη σεξουαλική ωρίμανση του παιδιού.

Μέσα από τη μεταβίβαση, το άτομο μας προσφέρει ένα παράθυρο προς τις βαθύτερες και ασυνείδητες πτυχές του ψυχισμού του και μέσα από την “αντιμεταβίβαση” μπορούμε να κατανοήσουμε πώς ασυνείδητα προκαλεί συγκεκριμένες στάσεις ή αντιδράσεις από τους άλλους. Η αντιμεταβίβαση ορίζεται ως η στάση και το συναίσθημα του θεραπευτή που ασυνείδητα απαντούν στη μεταβίβαση του θεραπευόμενου.

Για παράδειγμα, ένας άνδρας που μεγάλωσε με υπερπροστατευτικό τρόπο από τη μητέρα του, είναι πιθανό ασυνείδητα να τοποθετήσει τη θεραπεύτριά του σε έναν ανάλογο ρόλο περιμένοντας την καθοδήγηση και τις συμβουλές της. Αυτό που το άτομο δε γνωρίζει είναι πως ίσως στον πυρήνα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει στο παρόν είναι η αδυναμία του να λειτουργήσει χωρίς τις διαβεβαιώσεις των άλλων.

Το να αναζητά έναν τέτοιον ρόλο από το θεραπευτή και ενδεχομένως και από τους υπόλοιπους ανθρώπους, διαρκώς του επιβεβαιώνει πόσο αδύναμος είναι να υπάρξει αυτόνομα. Ταυτόχρονα, μπορεί να συνδέεται με ένα αίσθημα καταπίεσης και υποδούλωσης στα θέλω των άλλων γεγονός που προκαλεί συναισθήματα δυσαρέσκειας και δυσλειτουργίες στην προσωπική ζωή.

Σε αυτά τα πλαίσια, κρίνεται αναγκαίο να αναγνωρισθεί η μεταβίβαση ως φαινόμενο, να αναλυθούν οι επιπτώσεις της στο παρόν και να γίνει εφικτό από το άτομο να υπάρξει με έναν διαφορετικό τρόπο, όντας αυτόνομο και με βαθιά κατανόηση και επίγνωση των αναγκών και των ορίων του.


Δείτε στο εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο Ψυχολογίας της Πύλης μας το βιβλίο: Μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση

Βιβλιογραφία

1. Freud, S. (1912). The dynamics of transference. Classics in Psychoanalytic Techniques.
2. Freud, S. (1955). The psychotherapy of hysteria from studies on hysteria. In The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, Volume II (1893-1895): Studies on Hysteria (pp. 253-305).
3. Racker, H. (2007). The meanings and uses of countertransference. The Psychoanalytic Quarterly, 76(3), 725-777.
4. Sterba, R. (1940). The dynamics of the dissolution of the transference resistance. The Psychoanalytic Quarterly.
Συγγραφή Άρθρου
Άννα Αλβανού


Ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια, ατομική- ομαδική ψυχοθεραπεία. Δίπλωμα στην Κλινική Ύπνωση με εξειδίκευση στη Βιοθυμική Ψυχοθ

ΠΗΓΗ:

Tuesday 20 August 2019

Η ζωή στο χωριό με τη ματιά ενός τυφλού





του Χριστόφορου Σερμαγέλη
Ο Θανάσης Φράντζας Πρόεδρος του Συλλόγου «Μάγνητες Τυφλοί»

Ο Θανάσης Φράντζας, μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος του Σωματείου Ατόμων με Αναπηρία Όρασης «Μάγνητες Τυφλοί», εδώ και λίγες ημέρες ανέλαβε την προεδρία του συλλόγου, αναπληρώνοντας το κενό που άφησε η απώλεια του Γιάννη Καραγιώργου στις αρχές Ιουλίου.

Ζει μόνιμα στην Τσαγκαράδα και γνωρίζει από πρώτο χέρι τις δυσκολίες που βιώνει κάποιος που ζει μακριά από την πόλη και αντιμετωπίζει πρόβλημα με την όρασή του. Στην ίδια μοίρα με τον Θανάση Φράντζα βρίσκεται αρκετός κόσμος στο Πήλιο, όπου συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες καλείται να βρει λύσεις στην καθημερινότητα του χωριού. «Όταν ζεις μακριά από την πόλη, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα για πολλούς λόγους», τόνισε ο 67χρονος άνδρας, για να συμπληρώσει: «Στον Κισσό και στο Ανήλιο γνωρίζω δύο γυναίκες με μειωμένη όραση. Δεν είναι εύκολο για εκείνες να απομακρύνονται πολύ από τα σπίτια τους. όπως και άλλοι δύο γνωστοί μου στο Ξουρίχτι. Βρίσκουν κάποιον να τους συνοδεύσει μέχρι το καφενείο και μετά γυρίζουν πίσω. Αντίθετα στον Βόλο έχεις περισσότερες επιλογές. Ο σύλλογος επιτελεί σπουδαίο έργο. Πηγαίνοντας στους «Μάγνητες Τυφλούς», μπορείς να διαβάσεις Braille, να ακούσεις μουσική, να αθληθείς, να μιλήσεις με κόσμο. Πράγματα που στο χωριό δεν μπορείς να κάνεις».
Πως έχασε την όραση του

Ο Θανάσης Φράντζας απώλεσε την όρασή του πριν από 44 χρόνια, ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στη Λάρισα: «Τραυματίστηκα στα 21 χρόνια μου, ενώ ήμουν στρατιώτης στην 1η Στρατιά στη Λάρισα. Λόγω των γεγονότων της Κύπρου παρατάθηκε η θητεία μου. Το ατύχημα έγινε 16 Φεβρουαρίου 1975. Μία απροσεξία κι έγινε το κακό». Έκτοτε προσπάθησε με διαδοχικές χειρουργικές επεμβάσεις να ξαναδεί, αλλά το πρόβλημα όρασης δεν αποκαταστάθηκε ποτέ: «Αφότου τραυματίστηκα, άρχισα τα χειρουργεία. Στην αρχή νοσηλεύτηκα στο 404 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λάρισας. Έπειτα με μετέφεραν στο 401 στην Αθήνα. Εκεί γνώρισα πάρα πολλούς που είχαν έρθει από την Κύπρο με διάφορα προβλήματα. Εκείνη την εποχή γνώρισα και τον Θανάση Ζαφειρίου. Τον Θεσσαλονικιό καταδρομέα, ο οποίος ήταν ο μοναδικός επιζώντα της πτώσης του Noratlas 4 στις 21 Ιουλίου 1974 στην Κύπρο. Είχε σωθεί πηδώντας χωρίς αλεξίπτωτο από το αεροσκάφος το οποίο δέχθηκε φίλια πυρά κατά την επιχείρηση προσγείωσης στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Κάπου στα 25 χρόνια μου, επανάκτησα μερικώς την όρασή μου. Όμως, μόλις έγινα 55 ετών άρχισε πάλι να μειώνεται. Πλέον από το ένα δεν βλέπω καθόλου, ενώ από το άλλο η όρασή μου είναι στο 1/20».
Η ζωή του μετά την απώλεια όρασης

Η ζωή του Θανάση Φράντζα άλλαξε δραματικά, μόλις έπαψε να βλέπει. «Η απώλεια της όρασης αποτελεί μεγάλο πλήγμα. Είναι διαφορετικό πράγμα να γεννηθείς έτσι και άλλο να είσαι νέος και να πάψεις να βλέπεις. Είχα απελπιστεί, ήθελα να αυτοκτονήσω. Όταν τυφλώνεσαι, δεν μπορείς να αποδώσεις και στα πιο απλά πράγματα, που έκανες μέχρι πρότινος», εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, περιγράφοντας τη δύσκολη εκείνη περίοδο. Στάθηκε, όμως, στη γνωριμία του με τον Γιάννη Καραγιώργο, ο οποίος τον έκανε να αναθεωρήσει πολλά πράγματα και πλέον ο Θανάσης Φράντζας βοηθά όσους βιώνουν σήμερα ανάλογες καταστάσεις με εκείνον πριν από 44 χρόνια: «Ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα στον Βόλο ήταν ο συχωρεμένος ο Γιάννης. Ήρθαμε σε επαφή μέσω του γιατρού Νίκου Μπρισίμη, σπουδαίος οφθαλμίατρος στον Βόλο, ο οποίος τότε ήταν υφυπουργός Υγείας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Ο Καραγιώργος μου έδωσε κουράγιο. Με παρακίνησε να πάω στον «Φάρο Τυφλών» στην Αθήνα και να πάρω πτυχίο χειριστή πίνακα για τυφλούς. Με τους «Μάγνητες Τυφλούς» είχα επαφή από την πρώτη στιγμή με τον Καραγιώργο, που πρωτοστάτησε για την ίδρυσή τους μαζί με τον Λάμπρο Παρασκευά. Πλέον στο σωματείο είμαστε όλοι μια γροθιά. Τέτοιες καταστάσεις τις αντιμετωπίζουμε. Πολύς κόσμος έχει μειωμένη όραση. Άλλοι ντρέπονται, άλλοι δεν θέλουν να ασχοληθούν και δεν φανερώνουν το πρόβλημά τους. Εμείς ενθαρρύνουμε τον κόσμο, γιατί δεν πρέπει να μένεις μόνος, όταν χάνεις την όρασή σου».

Πηγή:https://www.amea-care.gr/%ce%b7-%ce%b6%cf%89%ce%ae-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%87%cf%89%cf%81%ce%b9%cf%8c-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b7-%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b9%ce%ac-%ce%b5%ce%bd%cf%8c%cf%82-%cf%84%cf%85%cf%86%ce%bb%ce%bf%cf%8d/(accessed 20.8.19)


Τι είναι η ενσυναίσθηση;


Έχει μπει στο λεξιλόγιό μας τελευταία, αλλά πόσοι από μας καταλαβαίνουμε τι είναι ενσυναίσθηση;

Watch the video  via the link below

Είναι η ικανότητα ή καλύτερα η ευχέρεια να γνωρίζουμε τα συναισθήματα του άλλου μέσα από το φάσμα των δικών μας συναισθημάτων - χωρίς να χάνουμε τη θέση μας – και εμπλέκεται σε μια ευρύτατη σφαίρα δραστηριοτήτων της ζωής. Από τις επιχειρήσεις μέχρι την οικογενειακή και συζυγική ζωή.

Είναι αλήθεια ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα περιγράφονται δύσκολα. Συχνά τα αναγνωρίζουμε από άλλα σημάδια: τα μη λεκτικά στοιχεία της επικοινωνίας, ο τόνος της φωνής, η σιωπή, η έκφραση του προσώπου και του σώματος και άλλα. Κάποιες φορές όμως, περνούν απαρατήρητα…

Ωστόσο, η ενσυναίσθηση κτίζεται πάνω στην αυτοεπίγνωση. Όσο περισσότερο ανοικτοί είμαστε με τα δικά μας συναισθήματα –τι ακριβώς αισθανόμαστε την κάθε στιγμή- τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα των άλλων.


Έχουν ενσυναίσθηση τα παιδιά;



Αποτελέσματα μελετών δείχνουν ότι ήδη από τη βρεφική ηλικία, τα βρέφη στεναχωριούνται όταν ακούσουν ένα άλλο μωρό να κλαίει.

Πρόκειται για μια αντίδραση που πολλοί θεωρούν σαν προάγγελο της ενσυναίσθησης. Τα βρέφη αναπτύσσουν την ικανότητα της ενσυναίσθησης, ανάλογα με το βαθμό της ενσυναίσθησης των γονιών του: όταν ένας γονιός αποτυγχάνει να εκδηλώσει τα συναισθήματά του απέναντι στα συναισθήματα του παιδιού –χαρά, λύπη, ανάγκη για αγκαλιά – τότε το παιδί αρχίζει να αποφεύγει να εκφράζεται και ίσως ακόμα, και να νιώθει αυτά τα συναισθήματα.


Πηγή: «Η συναισθηματική νοημοσύνη» - Daniel Goleman

Friday 16 August 2019

Οι γονείς ΛΟΑΤΚΙ εφήβων δυσκολεύονται να συζητήσουν θέματα σεξουαλικής αγωγής



Το να συζητήσει ένας γονέας με το παιδί του για τη σεξουαλική υγεία και τις προφυλάξεις που θα πρέπει να λαμβάνει είναι από μόνο του ένα αρκετά δύσκολο εγχείρημα. Όπως φάνηκε όμως σε πρόσφατη έρευνα οι γονείς που αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία στο ζήτημα αυτό είναι εκείνοι των οποίων τα παιδιά ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανς, Κουήρ, Ίντερσεξ) κοινότητα. Οι γονείς που συμμετείχαν στη μελέτη αυτή ανέφεραν ότι αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις όταν προσπαθούν να πάρουν μέρος στη σεξουαλική αγωγή των παιδιών. Αυτές οι προκλήσεις προκύπτουν τόσο από τη γενικότερη δυσφορία των περισσότερων γονέων να συζητάνε με τα παιδιά τους για το σεξ, αλλά και ειδικότερα λόγω ελλιπούς ενημέρωσης των γονέων για την σεξουαλικότητα στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Ωστόσο, η ύπαρξη μιας υγιούς και υποστηρικτικής σχέσης με τους γονείς είναι ένας από τους ισχυρότερους προβλεπτικούς παράγοντες σεξουαλικής υγείας στους εφήβους, και αυτό ισχύει ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε και μέσα από την έρευνα καθώς αρκετοί από τους αμφιφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους εφήβους που έλαβαν μέρος στην έρευνα ανέφεραν ότι θα ήθελαν να είναι πιο «κοντά» στους γονείς τους ώστε να μπορούν να συζητάνε για σεξουαλικά ζητήματα ή για ζητήματα σχέσεων που τους προβληματίζουν. Ωστόσο, η πλειοψηφία δήλωσε ότι σπάνια ή ποτέ δεν ένιωσε άνετα να το κάνει αυτό. Στις λίγες περιπτώσεις που γινόταν μια τέτοια συζήτηση περιοριζόταν κυρίως σε θέματα χρήσης προφυλακτικού. Φαίνεται επομένως πως η ανάγκη ενημέρωσης των γονέων σε θέματα σεξουαλικής αγωγής εφήβων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας είναι πιο σημαντική από ποτέ και, ίσως, έχει καθυστερήσει ήδη αρκετά.

Newcomb, M. E., Feinstein, B. A., Matson, M., Macapagal, K., & Mustanski, B. (2018). “I Have No Idea What’s Going On Out There:” Parents’ Perspectives on Promoting Sexual Health in Lesbian, Gay, Bisexual, and Transgender Adolescents. Sexuality Research and Social Policy, 1-12.

ΠΗΓΗ:

Αγχος οι μπαμπάδες, προβληματικά τα παιδιά




Οι ερευνητές επισημαίνουν πως η εργασία τους αποδεικνύει ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας κατά την εγκυμοσύνη επιδρούν σημαντικά.


Οι μέλλοντες πατεράδες που είναι ιδιαιτέρως αγχωμένοι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της συντρόφου τους είναι πιθανότερο να αποκτήσουν παιδιά με συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Development & Psychopathology.

Τα νήπια των αγχωμένων μπαμπάδων επεδείκνυαν περισσότερο εκνευρισμό και ξεσπάσματα συγκριτικά με συνομήλικα παιδιά, των οποίων οι πατεράδες ήταν πιο ήρεμοι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Προηγούμενες μελέτες είχαν αποδείξει τη σύνδεση μεταξύ των ψυχολογικών προβλημάτων της μητέρας, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με την εμφάνιση προβλημάτων συμπεριφοράς στα παιδιά. Η νέα μελέτη, που εκπονήθηκε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, είναι η πρώτη στην οποία συμμετείχαν τόσο οι μητέρες όσο και οι πατεράδες, ενώ η ανάπτυξη των παιδιών παρακολουθήθηκε επί δύο χρόνια. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η εργασία τους αποδεικνύει τη μεγάλη επίδραση που έχουν τα προβλήματα ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Η καθηγήτρια Κλερ Χιουζ, που επιμελήθηκε την έρευνα, τόνισε ότι «για μεγάλο χρονικό διάστημα οι εμπειρίες των ανδρών που γίνονταν μπαμπάδες για πρώτη φορά είτε δεν λαμβάνονταν καθόλου υπόψη είτε εξετάζονταν ξεχωριστά από τις εμπειρίες των νέων μητέρων. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει άμεσα, επειδή οι δυσκολίες του παιδιού στην ανάπτυξη σχέσης τόσο με τη μητέρα όσο και με τον πατέρα ενδέχεται να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Τα συμπεράσματα της έρευνάς μας δείχνουν την ανάγκη για έγκαιρη και αποτελεσματική υποστήριξη των ζευγαριών προκειμένου να προετοιμαστούν για να γίνουν γονείς». Επίσης οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα νήπια δύο ετών είναι πιο πιθανό να έχουν συναισθηματικά προβλήματα, όπως να νιώθουν ανησυχία, να κλαίνε, να τρομάζουν εύκολα και να είναι υπερβολικά προσκολλημένα στους γονείς τους, εφόσον αυτοί είχαν προβλήματα στη σχέση τους μετά τον τοκετό, τα οποία μπορεί να κυμαίνονται από γενικευμένη έλλειψη ευδαιμονίας μέχρι καβγάδες και άλλου είδους συγκρούσεις.

Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι αγχωμένοι πατεράδες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποκτούν παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς, εξαιτίας του φυσιολογικού στρες που οι ίδιοι προκαλούν στις εγκυμονούσες, παρότι οι ίδιες μπορεί να μη νιώθουν δυστυχείς ή αγχωμένες.

ΠΗΓΗ:

Thursday 8 August 2019

Ο γιος μας είναι ομοφυλόφιλος! Τι κάνουμε τώρα;


«Είμαι ομοφυλόφιλος..» τα λόγια αυτά διαπερνούν σαν ρεύμα τους γονείς οι οποίοι σαστισμένοι προσπαθούν να κατανοήσουν το τι ειπώθηκε! Ακολουθούν οι απειλές, η άρνηση και η θλίψη… Η δήλωση αυτή ηχεί σαν βόμβα στα αυτιά τους και αρκεί ώστε να φέρει αναστάτωση μέσα στην οικογένειά τους.

Πόσο καιρό όμως πήρε στον παιδί να συνειδητοποιήσει και να αποδεχθεί την διαφορετική σεξουαλικότητά του και πόσες φορές έκανε πρόβα τα λόγια αυτά, πριν μιλήσει στους γονείς του γι’ αυτό;

Στο αρχικό στάδιο της εφηβείας (10-12 ετών), ο νέος ξεκινάει να διαμορφώνει τη σεξουαλική του ταυτότητα και αρχίζει να συνειδητοποιεί την έλξη του για άτομα του ιδίου φύλου, γεγονός που στην αρχή του προκαλεί σύγχυση συναισθημάτων, κλειδώνεται μέσα του γιατί ο φόβος, το άγχος και η ενοχή τον καθηλώνουν με την ντροπή να κυριαρχεί στο μυαλό του. Δυσκολεύεται να κατανοήσει το τι του συμβαίνει και ψάχνει λύσεις μέσα από αναζητήσεις στο ίντερνετ για το «τι είναι ομοφυλοφιλία», καθώς όσο αντιλαμβάνεται την ηδονή που νιώθει προς το ίδιο φύλο, τόσο δεν μπορεί να εκφραστεί ανοιχτά, σκεπτόμενος περισσότερο τις επιπτώσεις που θα έχει η εικόνα του εάν μαθευτεί, κυρίως από τους γονείς του. Η αγωνία του κορυφώνεται και η αμηχανία του μεγαλώνει με την σκέψη ότι οι δικοί του θα απογοητευθούν μαζί του και θα τον απορρίψουν, κρίνοντάς τον ως άρρωστο, ανώμαλο ή διεστραμμένο. Συχνά ο έφηβος νιώθει μόνος και αβοήθητος και η σεξουαλική του έκφραση αποτελεί ένα «μυστικό» που τον οδηγεί στην απομόνωση. Κρύβεται και καταπιέζεται, καταλαβαίνοντας ότι η σεξουαλικότητά του τον εκθέτει και τον οδηγεί σε ένα δρόμο που οι δυσκολίες και πιθανά οι διώξεις και οι απορρίψεις θα του σημαδέψουντη ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άνδρες μετά την εφηβεία παραμένουν ασεξουαλικοί, προκειμένου να αποφύγουν την ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα τους, φοβούμενοι την έκθεση και κυρίως την κοινωνική απομόνωση και διαπόμπευση.

Ακόμα και αν είναι σίγουρος για τον ομοφυλόφιλο σεξουαλικό του προσανατολισμό, περνάει μία διαδικασία άρνησης της καθότι δε θέλει να αισθάνεται διαφορετικός και φοβάται το ενδεχόμενο να βιώσει απόρριψη. Δεν αποκλείεται στην αρχή αυτής της φάσης και σαν συνέπεια της άρνησης του, να επιδιώξει να συνάψει δεσμούς με άτομα του αντίθετου φύλου προκειμένου να πειστεί ότι είναι ετεροφυλόφιλος. Προσπαθεί, δηλαδή, να εξαναγκάσει και να πιέσει τον εαυτό του να υιοθετήσει μία ετεροφυλόφιλη ταυτότητα προκειμένου να προστατευθεί κοινωνικά και κυρίως από το οικογενειακό περιβάλλον σε σχέση με αυτό που μέσα του αισθάνεται και έλκεται. Δεν είναι λίγες οι φορές που δείχνει έναν ετεροφυλοφιλικό προσανατολισμό με το να δηλώνει επιθυμητός από τα κορίτσια, αλλά και τον ίδιο να διεκδικεί το άλλο φύλο και να προβάλει τη σχέση του με μία κοπέλα.

Αυτή η πάλη συναισθημάτων αρχίζει να εξομαλύνεται όταν ο αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που αισθάνονται το ίδιο. Τότε αρχίζει η μετάβαση από τη σύγχυση της ταυτότητας στην αποδοχή, με τα ενοχικά συναισθήματα να αμβλύνονται.

Η κρίσιμη στιγμή στη ζωή του ομοφυλόφιλου έρχεται όταν παίρνει το θάρρος να πει την αλήθεια στην οικογένειά του, σχετικά με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, απόφαση που αποτελεί για αυτόν μια ακόμη ψυχολογική δοκιμασία, αλλά αναγκαία προκειμένου να βιώσει την αποδοχή από τα κοντινά του πρόσωπα. Μάλιστα αντιλαμβανόμενος ότι κάτι έχουν καταλάβει οι δικοί του και κυρίως η μητέρα, νιώθει ότι σιγά σιγά έρχεται η αποκάλυψη, κάτι που τον απειλεί μέσα στους οικογενειακούς χειρισμούς, ενώ παράλληλα τον βοηθάει να πάρει την μεγάλη απόφαση να μιλήσει στους γονείς του.

Πολλοί γονείς ερχόμενοι στον χώρο μας, μαζί με το σοκ που κουβαλούν και το πένθος που αισθάνονται μπροστά στην συνειδητοποίηση της ομοφυλοφιλίας του παιδιού τους, ομολογούν ότι κάτι είχαν καταλάβει, αλλά δεν ήθελαν να το δεχθούν μέχρι, φυσικά, που η δική του ομολογία ή και η ανακάλυψη «δυστυχώς μας δικαίωσε».

Ο πρώτος που πλήττεται περισσότερο είναι η μητέρα που αρνείται να αποδεχτεί σεξουαλική συμπεριφορά του παιδιού. Φυσικά στο απυρόβλητο δεν μένει ούτε ο πατέρας που κατακλύζεται από ενοχικά συναισθήματα. Συναισθήματα θυμού, αγωνίας και απογοήτευσης εναλλάσσονται, ξεκινώντας ένα “πινγκ-πονγκ” ευθυνών ανάμεσα στους γονείς για το ποιος φταίει: «εσύ φταις που δεν ασχολιόσουν με τον γιο σου», ενώ η αλληλοκατηγορία καλά κρατεί πετώντας ο έναςστον άλλον ατάκες θυμού και συνεχούς αλληλοχρέωσης: «εσύ φταις που τον είχες κάτω από τα φουστάνια σου».

Η γονεϊκή αντίδραση συνεχίζεται με «διαπιστώσεις» και λήψεις αποφάσεων ότι το παιδί πρέπει να πάει στον ειδικό και να τον αλλάξει, ενώ και ο ίδιος δείχνει να προσπαθεί να κρατηθεί μέσα σε μια οικογένεια που βράζει και φωνάζει για το κακό που την βρήκε.

Πόσο εύκολο πράγματι είναι για έναν γονιό να ακούσει κυρίως τον γιό του να του λέει ότι είναι ομοφυλόφιλος; Πόσο οικείο είναι για έναν πατέρα και μία μητέρα ο όρος gay; Και πώς αυτοί οι άνθρωποι δεν θα αλληλοχρεωθούν μεταξύ τους στο ποιος φταίει περισσότερο ή λιγότερο για αυτό το γεγονός; Ποια θα είναι η ζωή του παιδιού τους αύριο ως ομοφυλόφιλο; Θα κάνει οικογένεια; Θα τον δεχθεί η κοινωνία; Θα είναι ένας άνθρωπος αξιοπρεπής και ώριμος να ζήσει μέσα από αυτό το κοινωνικό στίγμα; Και οι συγγενείς τι θα πουν; Δεν θα ρωτούν γιατί δεν παντρεύτηκε και οι ίδιοι οι γονείς πως θα δικαιολογούν τη μη ύπαρξη μιας ετερόφυλης σχέσης που είναι σωστή και φυσικά αποδεκτή από τους άλλους; Και τα αδέλφια του πώς θα το πάρουν; Θα τον θεωρούν φυσιολογικό ή θα τον απομακρύνουν από την ζωή τους; Μήπως φταίει που έκανε παρέα με ομοφυλόφιλα αγόρια και τον έκαναν και αυτόν ομοφυλόφιλο; Μπορεί να αλλάξει αυτό;

Τα δακρυσμένα μάτια των γονιών με κοιτούν. Η μητέρα πιο φορτισμένη και ο πατέρας πιο αμήχανος και σφιγμένος, ενώ και οι δυο τους δείχνουν να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα. Σίγουρα χρειάζονται απαντήσεις μπροστά στα εκατοντάδες ερωτήματα που βάζουν τόσο σε εμένα, όσο και ο ένας στον άλλον και φυσικά στο ίδιο το παιδί τους που περνάει το αντίστοιχο ζόρι με αυτούς… Όταν γυρίσουν στο σπίτι πρέπει να ξέρουν…

ΠΗΓΗ:

Teens Who Struggle To Differentiate Their Negative Emotions Are More Prone To Stress-Induced Depression




The first step to dealing with a negative emotion is to identify it. If you’re feeling irritated, restless or guilty, the most effective way to start feeling better will be different in each case. The trouble is, if your sense of your own emotions is not that fine-grained – if you feel just “bad” or “upset” – you may struggle to identify the cause of your distress, making it tricky to self-regulate your emotions.

Plenty of studies have linked a poor ability to differentiate between negative emotions (known as “low Negative Emotion Differentiation” or “low NED” for short) to depression. But this work has mostly been conducted at a single point in time (i.e. having a “cross-sectional” design), making it impossible to tell whether difficulties with emotional differentiation cause depression or vice versa. The research has also overwhelmingly involved adults, and yet it is adolescence that is most marked by low NED (even more than in early childhood) and depression. This mismatch in the literature motivated Lisa Starr at the University of Rochester and her colleagues to conduct a longitudinal study on adolescents, published recently in Emotion. They looked not only at teenagers’ NED and depressive symptoms over time, but also their experience of minor daily hassles and more serious stressful life events.



The team studied 233 healthy American boys and girls aged between 14 and 17. They first interviewed the adolescents for depression and exposure to discrete stressful events (such as serious problems at school or parental separation) over the past 12 months. Then four times a day for the next seven days, the teens used a smartphone questionnaire to describe their current mood using a choice of 12 negative emotion words and 5 positive emotion words (these responses allowed the researchers to score the teens’ ability to distinguish their negative emotions). The phone surveys also allowed the teens to note any daily hassles (such as an argument with a parent or a parking ticket) they’d experienced during the preceding five hours, including rating their severity.

Eighteen months later, the same teen participants were again assessed for levels of depression and also exposure to stressful life events during this period.

The researchers found that the adolescents who during the week-long survey period were relatively poor at differentiating between negative (but not positive) emotions were also more likely to suffer a transiently depressed mood after a minor hassle. Eighteen months on, they also had higher levels of depressive symptoms – but only if their exposure to stressful life events during that period had been high.

The finding that low NED on its own, without stress, did not predict depression over time is a “critical finding”, the researchers write. They add that it is “to our knowledge, unique to the literature”.

Why might an inability to distinguish between negative emotions function as a risk factor for depression only in the context of high levels of stress? “People with difficulties discriminating between and labelling [negative emotions] may fail to orient to the causes and consequences of their emotional responses to stressors, leaving them less prepared to effectively down-regulate [negative emotions],” the researchers write. Such deficits in emotion regulation may in turn “make the emotional aftermath of stressors more difficult to manage and lead to the development of depressive symptoms,” they added.

Adolescents experience all kinds of changes, both in their neurobiology and in their social relationships, which put pressure on their emotional functioning. At the start of this study, 15 per cent of the sample had clinically significant symptoms of depression and 4 per cent met the formal psychiatric criteria for a diagnosis of depression. At the second time point, when any depressive symptoms over the past 1.5 years were considered, these rates had jumped to 37 per cent and 16 per cent, respectively. If, as the new findings suggest, low NED in combination with stress is a risk factor for depression, this suggests a particularly effective way to address depression in adolescence might be via a process known as “affect labelling”.

This process involves teaching people to understand and recognise a broader range of emotions (usually negative ones). It has been shown to lessen the intensity of negative emotions and encourage appropriate responses – and the researchers suggest, given their new data, that it may also protect against the development of depression. “Moreover, our finding that NED interacts with environmental stress to predict depression suggests it is especially important to target interventions at high-risk, stress-exposed youth,” they conclude.

SOURCE:

Friday 2 August 2019

Χρήσιμες πληροφορίες για ανθρώπους που ακούνε φωνές

Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί κάποιες φορές να βιώνουν έναν ανυπόφορο κόσμο και η δύναμη της λογικής τους ουσιαστικά να εξουδετερώνεται, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο να ζήσουν τη ζωή τους. Μια ειλικρινής συζήτηση με τους άλλους μπορεί να σε βοηθήσει να αποδεχτείς τις φωνές σου.

Η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων που ακούνε φωνές δίνει την ευκαιρία να μοιραστείς αυτό που βιώνεις και να μάθει ο ένας από τον άλλο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το να γίνεις μέλος ομάδων αυτοβοήθειας ή να οργανώσεις ομάδες αυτοβοήθειας, όπως αυτές που ιδρύθηκαν από το Δίκτυο Αυτών που Ακούνε Φωνές σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα άτομα που ακούνε φωνές λένε ότι είναι σημαντικό να συζητάς για τις φωνές, και στην πορεία να μάθεις να αναγνωρίζεις τα παιχνίδια και τα κόλπα τους, καθώς και τις ευχάριστες πλευρές τους, και να προσδιορίσεις μοτίβα που επαναλαμβάνονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Αυτό μπορεί να σε βοηθήσει να είσαι καλύτερα προετοιμασμένος/η για την έναρξη νέων φωνών στο μέλλον. Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί να νομίζουν ότι μόνο εκείνοι έχουν αυτή την εμπειρία. Αυτό κάνει την εμπειρία δυσάρεστη και προκαλεί αισθήματα ντροπής ή το φόβο ότι τρελαίνονται. Το άγχος συχνά τους οδηγεί στην αποφυγή καταστάσεων που μπορεί να προκαλέσουν το άκουσμα των φωνών και αυτό παρεμποδίζει σοβαρά την προσωπική εξέλιξη. Άλλο επακόλουθο του άγχους είναι ότι περιορίζει την ελευθερία κινήσεων, ενώ οι στρατηγικές αποφυγής συχνά φαίνεται να επιδεινώνουν το πρόβλημα.

Τα άτομα που ακούνε φωνές αναζητούν εξηγήσεις γι’ αυτό που τους συμβαίνει. Η προσωπική προσέγγιση στην κατεύθυνση της κατανόησης αυτού που συμβαίνει μπορεί να βοηθήσει καλύτερα, ενώ υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις που χρησιμοποιούνται από εκείνους που ακούνε φωνές. Μία ερμηνευτική θεωρία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη μίας στρατηγικής αντιμετώπισης. Αν δεν αποδοθεί κάποιο νόημα στις φωνές, είναι δύσκολο να ξεκινήσεις να οργανώνεις μία σχέση με αυτές, ώστε να μειώσεις το φόβο που νιώθεις εξ αιτίας της ύπαρξής τους. Οι απόψεις που αποθαρρύνουν τα άτομα που ακούνε φωνές από το να επιχειρήσουν να ελέγξουν τις φωνές τείνουν να αποφέρουν τα λιγότερο θετικά αποτελέσματα. Κατά τη διαδικασία ανάπτυξης της δικής σου άποψης και της ανάληψης ευθύνης για τον εαυτό σου, το απαραίτητο πρώτο βήμα είναι η αποδοχή των φωνών ως «κάτι που ανήκει σε μένα». Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά και δύσκολα βήματα που πρέπει να κάνει κάποιος.

Οι φωνές μπορεί να εκφράζουν αυτό που αισθάνονται ή που σκέφτονται τα άτομα που τις ακούνε, για παράδειγμα επιθετικότητα ή φόβο σχετικά με ένα γεγονός ή μία σχέση. Όταν οι φωνές παρέχουν πληροφορίες κατά αυτόν τον τρόπο, η πρόκληση που τίθεται με την παρουσία τους είναι λιγότερο σημαντική από την αιτία του συναισθήματος. Όταν οι φωνές εκφράζουν τέτοιες απόψεις, μπορεί να είναι πολύτιμο να συζητάς τα μηνύματά τους με κάποιον που εμπιστεύεσαι, για παράδειγμα έναν φίλο ή κάποιο μέλος του νοσηλευτικού προσωπικού.

Όταν ακούς φωνές που είναι κακοπροαίρετες είναι δύσκολο να δεχτείς ότι η εμπειρία μπορεί να έχει μία θετική, βοηθητική διάσταση. Η επαφή με άλλους ανθρώπους που ακούνε φωνές μπορεί να οδηγήσει στην ανακάλυψη ότι υπάρχουν θετικές φωνές και στη συνειδητοποίηση ότι μπορεί να διαπιστωθεί η παρουσία τους, ως αποτέλεσμα της αποδοχής των αρνητικών σου συναισθημάτων. Το να επιβάλλεις μία δομή στη σχέση με τις φωνές βοηθά στο να μειώσεις στο ελάχιστο το αίσθημα αδυναμίας. Είναι πολύτιμο να δεις ότι μπορείς να θέσεις τα δικά σου όρια και να συγκρατήσεις την υπερβολική παρέμβαση των φωνών στη ζωή σου.

Το μοίρασμα εμπειριών επιτρέπει στα άτομα που ακούνε φωνές να μάθουν τι φάρμακα παίρνουν οι άλλοι, πόσο χρήσιμα είναι αυτά και ποιες μπορεί να είναι οι παρενέργειές τους. Είναι σημαντικό, για παράδειγμα, να γνωρίζεις κατά πόσο ένα συγκεκριμένο φάρμακο βοηθά στο να περιοριστεί το άκουσμα των φωνών ή μειώνει το άγχος και τη σύγχυση.

Το να μοιράζεται κανείς τη γνώση σχετικά με τις φωνές με την οικογένεια και τους φίλους μπορεί να βοηθήσει. Αν η οικογένεια και οι φίλοι δεχθούν τις φωνές μπορούν να προσφέρουν περισσότερη υποστήριξη και αυτό μπορεί να διευκολύνει τη ζωή των ατόμων που ακούνε φωνές, βελτιώνοντας την αυτοπεποίθησή τους σε κοινωνικές καταστάσεις.

Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές και έχουν μάθει να προσαρμόζονται στις εμπειρίες τους αναφέρουν ότι η διαδικασία έχει συνεισφέρει στην προσωπική τους ανάπτυξη. Η προσωπική ανάπτυξη μπορεί να οριστεί ως το να αναγνωρίσεις τι χρειάζεσαι ώστε να ζήσεις μία ζωή που σε γεμίζει και να ξέρεις πώς να πετύχεις αυτό τον σκοπό.

Το να συζητάς με άλλους για τις φωνές έχει και μειονεκτήματα. Τα άτομα που ακούνε φωνές μπορεί να νιώσουν πολύ ευάλωτα και κάποια από αυτά βρίσκουν εξαιρετικά δύσκολο το να ανοίγονται σε σχέση με τις εμπειρίες τους, αν και αυτό είναι συνήθως πιο εύκολο με άτομα που έχουν την ίδια εμπειρία. Άλλο μειονέκτημα είναι ότι οι φωνές μπορεί περιστασιακά να γίνονται πιο έντονες. Στο σύνολο, ωστόσο, τα πλεονεκτήματα υπερκεράζουν τα μειονεκτήματα. Τελικά, είναι πιο σημαντικό να είναι κανείς πλήρως ενήμερος για τη μεγάλη ποικιλία προσωπικών καταστάσεων και συνθηκών των ανθρώπων που ακούνε φωνές. Η καλύτερη συμβουλή είναι να προσπαθήσει κάποιος να αυξήσει τη δυνατότητα των ατόμων που ακούνε φωνές να επηρεάζουν τις φωνές τους, παρά να εντείνει την αδυναμία τους.



Πρωτότυπο: Practical information for people who hear voices

Πηγή: http://www.intervoiceonline.org

Μετάφραση: Κλεοπάτρα Χατζοπούλου


ΠΗΓΗ:

5 Simple Signs Of A Cheating Partner




Up to half of people admit to cheating on their partner.



People who cheat at work are more likely to cheat on their partner as well.

Professional misconduct is linked to doubling the rate of marital infidelity, new research finds.


Another common sign of a cheating partner is having been unfaithful in past relationships.

Certain personality types are also more likely to cheat.

Men who are impulsive risk-takers are more likely to cheat on their partner.

Among women, being unhappy with their current relationship is linked with cheating.


On average, across men and women, extraverts are more likely to cheat on their partner, research finds.


It is probably because extraverted people have a wider social circle and so more opportunities to cheat.

Also, extraverts are impulsive, sensation-seekers who can easily succumb to their desires.

People who are low on conscientiousness are also more likely to cheat on their partner.

The latest conclusions about infidelity and professional misconduct come from an analysis of people using the Ashley Madison website.

Ashley Madison is a site for married people to have affairs: its slogan is “Life is short. Have an affair”.

In 2015 their site was hacked and details of 36 million users worldwide were released.

The study used this, along with professional misconduct data on 11,235 people with a variety of occupations, including CEOs, financial advisors and police officers.

Using these datasets, the researchers were able to show that people guilty of professional misconduct were twice as likely to use the Ashley Madison website to have an affair.


Dr Samuel Kruger, study co-author, said:


“This is the first study that’s been able to look at whether there is a correlation between personal infidelity and professional conduct.

We find a strong correlation, which tells us that infidelity is informative about expected professional conduct.”

About the author

Psychologist, Jeremy Dean, PhD is the founder and author of PsyBlog. He holds a doctorate in psychology from University College London and two other advanced degrees in psychology.

He has been writing about scientific research on PsyBlog since 2004. He is also the author of the book “Making Habits, Breaking Habits” (Da Capo, 2003) and several ebooks:

SOURCE: