Wednesday 28 June 2017

Αν (R. Kipling)



Αν να κρατάς μπορείς το λογικό σου όταν γύρο σου όλοι
το ' χουνε χαμένο και ρίχνουνε γι' αυτό το φταίξιμο σε σένα,
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον εαυτό σου,
όταν για σένα αμφιβάλλουν όλοι, αλλά να βρίσκεις ελαφρυντικά ακόμα και για την αμφιβολία τους αυτή,
Αν να προσμένεις το μπορείς δίχως από την προσμονή ετούτη ν' αποσταίνεις,
ή Αν και σε συκοφαντούν εσύ να μη βυθίζεσαι στο ψέμα,
ή Αν και σε μισούν το μίσος μέσα σου να μην αφήσεις να φουντώνει,
κι ωστόσο να μην δείχνεσαι πάρα πολύ καλός κι ούτε με πάρα πολλή σοφία να μιλάς,

Αν να ονειρεύεσαι μπορείς δίχως το όνειρο να κάνεις δάσκαλό σου,
Αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να κάνεις το στοχασμό σκοπό σου,
Αν το μπορείς το Θρίαμβο και την Καταστροφή να αντικρίσεις
και σε αυτούς τους δυο αγύρτες όμοια να φερθείς,
Αν να ακούς αντέχεις την αλήθεια που εσύ είχες ειπωμένη
από πανούργους νοθευμένη ώστε παγίδα για τους άμυαλους να γίνει,
ή να θεωρείς όλα αυτά οπού 'χεις της ζωή σου αφιερώσει, τσακισμένα,
και πάλι ν' αρχινάς να τα στυλώνεις με εργαλεία φαγωμένα,

Αν να στοιβάζεις το μπορείς σ' ένα σωρό όλα εκείνα που 'χεις κερδισμένα.
Και όλα να τα παίξεις κορόνα γράμματα μεμιάς,
και να χάσεις, και κείθε που έχεις ξεκινήσει πάλι ν' αρχινήσεις
κι ούτε μπορείς καρδιά και νεύρα και μυώνες ν' αναγκάσεις
πάλι να σου δουλέψουνε κι ας είναι από καιρό αφανισμένα,
κι έτσι ολόρθος να κρατιέσαι μόλο που τίποτα
δε έχει μέσα σου απομείνει
εξόν από τη θέληση που τους μηνά: «Βαστάτε!»

Αν να μιλάς μπορείς με το λαό κι ωστόσο να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες όντας μη χάνοντας το απλό το φέρσιμό σου,
Αν μήτε εχθροί μήτε και φίλοι ακριβοί μπορούν να σε πληγώσουν,
Αν όλοι οι άνθρωποι σε λογαριάζουν, όμως πάρα πολύ κανένας,
Αν το μπορείς την ώρα που ο θυμός σου θέλει να ξεσπάσει να κρατηθείς νηφάλιος
και την γαλήνη σου την πρώτη να ξαναβρείς, δικιά σου τότε θα ' ναι η Γη
κι όλα εκείνα που κατέχει, και ό,τι αξίζει πιο πολύ-
Άντρας σωστός τότε θε να 'σαι, γιε μου!

ΠΗΓΗ:
http://monopoihmata.blogspot.gr/2009/02/r-kipling.html(accessed 28.6.17)

2 Easy Ways To Make Memories That Last A Lifetime






Why some memories last a lifetime and others are quickly forgotten.



Memories that last a lifetime need to be linked to lots of other memories, plus they need to be a bit weird.

Professor Per Sederberg, an expert on memory, thinks the idea of peculiarity is vital to understanding memory:


“You have to build a memory on the scaffolding of what you already know, but then you have to violate the expectations somewhat.

It has to be a little bit weird.”

This ‘scaffolding’ means connections to other memories.

For example, memories of our childhoods are linked to lots of other memories about our families and the places we lived.

And which are the stories we remember best — the ones that stand out?

Of course, it is the ones where something unusual happened: when Grandad told you he was in a band years ago and astonished you by playing the guitar.


It is when you were cycling home and happened to pass your mother in the street wearing a dragon costume and holding a cricket bat.

How memories are stored and retrieved

In one of Professor Sederberg’s studies people wore smartphones around their necks for a month.

These automatically took photos at random intervals.

Later, they relived these memories in the brain scanner so researchers could see where and how the memories were stored and retrieved.

Think of all your memories as being like a vast network, Professor Sederberg said:


“If we want to be able to retrieve a memory later, you want to build a rich web.

It should connect to other memories in multiple ways, so there are many ways for our mind to get back to it.

You want to have a lot of different ways to get to any individual memory.”

Memorable experiences often happen in familiar contexts, but have some peculiar, unpredictable aspect, said Professor Sederberg:


“Those peculiar experiences are the things that stand out, that make a more lasting memory.”

This is why some memories last a lifetime and others are quickly forgotten.

SOURCE:
http://www.spring.org.uk/2017/06/make-memories-last-a-lifetime.php(accessed 28.6.17)

Sunday 25 June 2017

4 Steps to Raising Narcissistic and Violent Children





While little is spoken of it, some children do physically assault their parents.



There are four elements to raising violent, narcissistic adolescents, a new study finds.

They are:
Exposure to violence.
Lack of affection.
Lack of positive communication.
A permissive upbringing.

While little is spoken of it, some children do physically assault their parents.

Dr Esther Calvete, the study’s first author, said:


“On occasions adolescents assault their parents because the parents themselves have been violent towards the children or among themselves.

Through exposure to family violence, children learn to be violent.

Other times, it is the lack of affectionate and positive communication between parents and their children, the lack of quality time that is dedicated to the children, or permissive parenting styles that do not impose limits.”

The conclusions come from interviews with 591 adolescents across 20 different schools.

The researchers were interested in the link between narcissism and violence.


Dr Calvete said:



“In some cases we can observe that element of narcissism: it concerns adolescents who feel that they should have everything that they want, right here and now.

They don’t take no for an answer.

When their parents try to establish limits, the children react aggressively.”

The study found that a distant relationships between parent and the child was linked to narcissism in the child.

Also, exposure to violence was linked to aggression directed towards the parents.

Dr Calvete said:


“If the parents do not raise their children with a sense of responsibility and respect, it is easy for the children to develop problems of aggressive behaviour.

If the parents were violent when the children were small, it increases the risk of aggressive behaviour in children.

But the behaviour displayed by fathers and mothers is not the only element.

The temperament of the children is another important component, and some boys and girls are more impulsive and learn violent behaviour more easily.”

One email received by the study’s authors typified the experience of some parents:


“Our son sees himself as above everything.

The other night I told him that he should stop looking at himself in the mirror, that he looked good.

And he hit the roof.

His father later told him that he had no right to talk to me in that manner.

But my son has become more and more verbally aggressive, and the situation has deteriorated into violence.

He hit my husband, who is recovering from bruised ribs and a broken jaw.

The problem is that he continues to think that he is right.

According to him, it’s he who feels threatened,”

SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2015/12/4-steps-to-raising-narcissistic-and-violent-children.php(accessed 25.6.17)


The study was published in the journal Developmental Psychology (Esther et al., 2015).

Η ελλειμματική προσοχή στα παιδιά




Κάποια παιδιά με υπερκινητική διαταραχή ενοχλούν τα άλλα και έτσι καταλήγουν να μην έχουν φίλους.


Μόνο 1%-2% των παιδιών έχουν γνήσια Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ακόμα και με βάση την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία –η οποία χρησιμοποιεί περισσότερο ελαστικά κριτήρια– τα ποσοστά των παιδιών με ΔΕΠΥ φτάνουν στο 5% του παγκόσμιου πληθυσμού. Παρά το ότι έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά συχνή διαταραχή συμπεριφοράς στα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας, πολύ μικρό ποσοστό αναγνωρίζεται ότι την έχει.

Για να αναγνωριστεί ότι ένα παιδί έχει ΔΕΠΥ πρέπει να εμφανίζει απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, να παρουσιάζει τα προβλήματα σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα (στο σπίτι και στο σχολείο) και βέβαια να εξεταστεί από ειδικό γιατρό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, πρόκειται για νευροβιολογικό πρόβλημα το οποίο οι δύσκολες οικογενειακές, σχολικές ή άλλες συνθήκες μπορούν να επιβαρύνουν όχι όμως και να το προκαλέσουν. «Ενα παιδί με ΔΕΠΥ που μεγαλώνει σε χαοτικό περιβάλλον θα έχει και άλλα προβλήματα. Αλλά ο τρόπος ανατροφής του δεν ευθύνεται για τη ΔΕΠΥ» λέει η κ. Αναστασία Κουμούλα διευθύντρια στην παιδοψυχιατρική κλινική του Σισμανόγλειου νοσοκομείου.

Για την εμφάνιση της διαταραχής υπάρχει βιολογικό υπόστρωμα και η κληρονομικότητα θεωρείται από τους βασικούς παράγοντες. Επίσης, η προωρότητα, η αποκόλληση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κάποιοι τραυματισμοί θεωρείται ότι μπορεί να σχετίζονται.

Ενα παιδί που έχει ΔΕΠΥ, δεν έχει κακή συμπεριφορά, δεν είναι άτακτο ή κακομαθημένο, ένας κακός μαθητής που αντιμιλά και δεν σέβεται τη δασκάλα του. Δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ δεν μπορούν να συγκεντρωθούν, δεν μπορούν να σταματήσουν να κινούνται ή να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους. Δεν αντέχουν να περιμένουν τη σειρά τους. «Θυμώνουν περισσότερο, έχουν χαμηλή ανοχή στη ματαίωση. Πολύ συχνά αντιμιλάνε “άσε με”, “παράτα με ήσυχο”», εξηγεί η παιδοψυχίατρος. Προσθέτει ότι η ΔΕΠΥ συχνά φέρνει και άλλα προβλήματα γιατί το σχολικό περιβάλλον ή πολύ περισσότερο τα άλλα παιδιά δεν ανέχονται ένα παιδί που προκαλεί προβλήματα. «Πολλά παιδιά με υπερκινητική διαταραχή ενοχλούν τα άλλα παιδιά και έτσι καταλήγουν να μην έχουν φίλους. Υπάρχουν όμως κάποια που παρά το γεγονός ότι είναι υπερκινητικά έχουν κοινωνικές δεξιότητες αποκτούν εύκολα φίλους και αυτό βοηθάει» εξηγεί η γιατρός. Είναι επίσης επιρρεπή σε προβλήματα διαγωγής όπως το να κλέβουν ή να επιτίθενται σε ζώα. Στην εφηβεία έχουν την τάση να καπνίζουν και να πίνουν και στη συνέχεια τους είναι πολύ δύσκολο να απαρνηθούν τις κακές αυτές συνήθειες.

Ενα παιδί με ΔΕΠΥ θα γίνει ένας ενήλικας με ΔΕΠΥ εφόσον η διαταραχή δεν θεραπεύεται, ωστόσο εφόσον ακολουθήσει ένα ειδικό συμπεριφορικό πρόγραμμα οι δυσλειτουργίες και τα προβλήματα συμπεριφοράς βελτιώνονται πάρα πολύ. «Με την πάροδο του χρόνου με φροντίδα και παρακολούθηση, τα συμπτώματα βελτιώνονται πάρα πολύ και τα παιδιά μαθαίνουν να χειρίζονται καλύτερα την καθημερινότητά τους. Ως ενήλικοι η διαταραχή δεν “φαίνεται” μόνο οι ίδιοι μπορεί να συνεχίσουν να έχουν μια ανησυχία μέσα τους» λέει στην «Κ» η κ. Κουμούλα

Αν δεν ακολουθήσουν καμία θεραπεία, «στην ενήλικη ζωή τα συμπτώματα υποχωρούν. Δεν θα δείτε δηλαδή έναν ενήλικα να σκαρφαλώνει συνέχεια όπως κάνει ένα παιδί» λέει η κ. Κουμούλα και άρα δεν είναι ίσως άμεσα ορατό ότι έχει κάποια διαταραχή. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν χρειάζονται βοήθεια η οποία θα μπορούσε να βελτιώσει πολύ τη ζωή τους» συμπληρώνει.


ΠΗΓΗ:

http://www.kathimerini.gr/915459/article/ygeia/ygeia---epikairothta/h-elleimmatikh-prosoxh-sta-paidia(accessed 25.6.17)

Tuesday 20 June 2017

On psychological tests comparing 66 terrorists with controls, one key difference stood out




After a terror attack, amidst the shock and sadness, there is simple incomprehension: how could anyone be so brutal, so inhuman? In Nature Human Behaviour, Sandra Baez and her colleagues offer rare insight based on their tests of 66 incarcerated paramilitary terrorists in Colombia, who had murdered an average of 33 victims each. The terrorists completed measures of their intelligence, aggression, emotion recognition, and crucially, their moral judgments.



On most measures, such as intelligence and executive function, there were no differences between the terrorists and 66 non-terrorist control participants from the same region. The terrorists admitted to more aggression, as you’d expect, and they showed difficulties recognising anger, sadness and disgust.From Baez et al, Nat Hum Beh

However, the most striking group difference concerned moral judgments on 24 different scenarios. Unlike control participants, the terrorists judged acts of intended harm with neutral outcomes (such as intending to poison someone, but failing) to be more morally permissible than acts of accidental harm (such as poisoning someone by mistake). In a follow-up, the terrorists also rated attempted harm as more morally permissible than accidental harm, as compared with a group of incarcerated non-terrorist murderers.

Baez and her team said this distorted approach to morality implies a problem weighing intentions combined with an excessive focus on outcomes, and it is similar to the moral perspective taken by very young children and by adult neurological patients with damage to the frontal lobe and temporal lobe of their brains (but not by psychopaths who do seem to weigh intentions when making their moral judgments).

“The profile observed in the terrorists may reflect their fixation on utopian visions whereby only (idealised) ends matter. That is, their outcome-based moral judgments may be related to the belief that any action can be justified,” the researchers said.

This research involved Colombian terrorists who had joined paramilitary organisations mainly for economic rather than ideological reasons. It remains to be seen if the specific deviant moral code uncovered in this research is also a characteristic of Islamist terrorists.

A promising avenue for future investigation, the researchers noted, will be to see if careful tests of moral judgment could be used to predict likelihood of future offending in dangerous offenders; also to study whether and how radicalisation alters the nature of people’s moral judgments.

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/06/06/on-psychological-tests-comparing-66-terrorists-with-controls-one-key-difference-stood-out/(accessed 20.6.17)

Η πολύπλευρη εκπαίδευση στα πιο σημαντικά χρόνια των παιδιών

http://dim-nestor.kas.sch.gr/

Thursday 15 June 2017

Τι είναι οι ομάδες Ακούγοντας Φωνές



Οι ομάδες Ακούγοντας Φωνές είναι χώροι συζήτησης στους οποίους τα άτομα που ακούνε φωνές που μοιράζονται αυτή την εμπειρία μπορούν να συναθροιστούν για να μοιραστούν συναισθήματα, να πάρουν υποστήριξη, να ανταλλάξουν στρατηγικές αντιμετώπισης και να μειώσουν τα αισθήματα του στίγματος, της απομόνωσης και της δυσφορίας (βλ. Romme & Escher, 1989b, 2000; Downs, 2005; Dillon, 2006). Μερικές φορές η ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει συγγενείς, φίλους και συμμάχους ανθρώπων που ακούνε φωνές και οι επαγγελματίες μπορεί να ζητήσουν την άδεια για να παρακολουθήσουν, με σκοπό να βελτιώσουν την ικανότητά τους να βοηθούν και να υποστηρίζουν τους πελάτες τους.

Διαφορετικές ομάδες μπορεί να ποικίλουν ως προς την έμφαση που δίνουν στην υποστήριξη, στη διερεύνηση συναισθηματικών ζητημάτων και στην επιμόρφωση/οργάνωση εκστρατειών και μπορούν να συμπληρώνουν την ατομική ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, εξοπλίζοντας τα μέλη τους με αυτοπεποίθηση για να δουλέψουν πιο βαθιά με τα υποκείμενο συναισθηματικά και κοινωνικά ζητήματα της εμπειρίας τους με τις φωνές. Έτσι, τα μέλη συχνά θα χρησιμοποιήσουν την ομάδα για διαφορετικούς σκοπούς και με διαφορετικούς τρόπους, και για το λόγο αυτό, γενικώς δεν είναι βοηθητικό να αξιολογεί κανείς τις ομάδες με όρους μετρήσιμων αποτελεσμάτων, όπως είναι ο αριθμός παρουσιών, καθώς αυτό είναι κάτι που κυμαίνεται ανάλογα με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις προσωπικές συνθήκες που αλλάζουν (Downs, 2005). Γενικά, τα περισσότερα μέλη θα βρουν σημαντική ανακούφιση και καθησύχαση απλώς επειδή υπάρχει η ομάδα, ακόμα και αν τη χρησιμοποιούν διακεκομμένα.

Μέσα στις ομάδες προκύπτουν πολλές χρήσιμες διαδικασίες. Καταρχάς, η ατμόσφαιρα αμοιβαίας και συλλογικής εμπλοκής σημαίνει ότι παίζουν έναν καίριο ρόλο στην παροχή «ενός ασφαλούς καταφυγίου, όπου οι άνθρωποι νιώθουν αποδοχή και άνεση» (Downs, 2005: p.5). Επειδή το να ακούς φωνές είναι μια τόσο μοναχική, απομονωτική εμπειρία, το να παρέχεις έναν ασφαλή χώρο όπου τα συναισθήματα μπορούν να συζητηθούν ελεύθερα και χωρίς λογοκρισία συχνά αποδεικνύεται ενδυναμωτικό σε τεράστιο βαθμό. Η σιωπή μπορεί να είναι μια αναπηρία και η Escher (1993) έχει πάρει συνεντεύξεις από πολυάριθμους ανθρώπους που ακούνε φωνές, με σκοπό να αποσαφηνίσει τα πλεονεκτήματα του να μιλάει κάποιος για τις φωνές του σε ένα κοινό με κατανόηση. Τα ευρήματα της μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Το να καταπιάνεσαι με την εμπειρία μπορεί να βοηθήσει να αναγνωρίσεις στοιχεία που επαναλαμβάνονται (π.χ. σύνδεση αρνητικών συναισθημάτων με μια αρνητική φωνή).
Η συζήτηση μπορεί να ενεργοποιήσει την αποδοχή της εμπειρίας του να ακούς φωνές και να βοηθήσει να καλλιεργήσεις μια υγιή ταυτότητα ως κάποιος που ακούει φωνές.
Μέσω της αναγνώρισης και διερεύνησης πιθανών νοημάτων, τα άτομα μπορεί να αρχίσουν να διαπραγματεύονται και να βελτιώνουν τη σχέση τους με τις φωνές.
Το να αναγνωρίζουν τα άτομα τη δική τους κατάσταση μέσα στις εμπειρίες άλλων μπορεί να τα επιβεβαιώνει και να επικυρώνει τις εμπειρίες τους.
Ενώ η αποφυγή μπορεί να προκαλέσει αισθήματα αδυναμίας και άγχους, το να μιλάς μπορεί να μειώσει την απομόνωση και το φόβο.

Αυτή η συγκέντρωση συλλογικών πηγών και δυνατοτήτων μπορεί να αποδειχτεί ένα τεράστια θετικό, ενδυναμωτικό φαινόμενο και πηγή επιβεβαίωσης. Ο Ron Coleman, του οποίου ο θρίαμβος πάνω στην αγωνία του να ακούει φωνές είναι καλά καταγεγραμμένος (π.χ. James, 2001; Laurance, 2003; Coleman, 2004), χρησιμοποιεί μια αναλογία με το ταξίδι για να περιγράψει την πορεία προς την επανάκτηση της ζωής ενός ανθρώπου. Παρόλο που είναι επώδυνο και κοπιαστικό, το ταξίδι γίνεται πιο εύκολο με ένα καλό χάρτη της περιοχής – και αυτό είναι κάτι που μπορούν να προσφέρουν οι ομάδες αυτοβοήθειας. Στην προσπάθεια αλλαγής από «θύμα σε νικητή» (Coleman and Smith, 2006), η πρακτική ίαση από τη δυσφορία συμβαδίζει με το να μαθαίνεις να καταλαβαίνεις τον εαυτό σου και τις εμπειρίες σου – και το πιο ισχυρό εργαλείο για την αλλαγή είναι η προσθήκη των προσωπικών σου στοιχείων. Παρομοίως, ο White (1996) έχει γράψει ένα χρονικό των εμπειριών του από το συντονισμό ομάδων αυτοβοήθειας που το έχει τιτλοφορήσει «Δύναμη στα ταξίδια μας», στο οποίο τα μέλη περιγράφουν πως η αίσθηση αναγνώρισης, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και «ελαφρότητας της ύπαρξης» που παρείχε η ομάδα, τους βοήθησαν να αναζωπυρώσουν την αγάπη τους για τη ζωή.

Ενώ οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορούν να βοηθήσουν στην οργάνωση τέτοιων πρωτοβουλιών αυτοβοήθειας, δεν μπορούν, εξ ορισμού, να τις εφοδιάσουν ή να είναι υπεύθυνοι για αυτές. Με αυτό κατά νου, για να είναι σίγουρο ότι οι αξίες του HVN δεν εκφυλίζονται ή αποικούνται από καλοπροαίρετους αλλά παραπλανημένους εργαζόμενους, το δίκτυο έχει αναπτύξει έναν καταστατικό χάρτη της ομάδας που αναφέρεται σε τέτοια ζητήματα εξουσίας, κατοχής και ευθύνης, για να εξασφαλίσει ότι οι ομάδες λειτουργούν με το ήθος του HVN.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τις κλινικές οπτικές κατά τις οποίες η αυτοβοήθεια οργανώνεται με όρους διαγνωστικών κατηγοριών (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη), το HVN υποστηρίζει ότι οι ομάδες οργανώνονται απλώς βάσει της εμπειρίας που είναι κοινή μεταξύ κάποιων ανθρώπων (να ακούνε φωνές), άσχετα από το ψυχιατρικό καθεστώς. Ενώ οι επαγγελματίες μπορεί να συνεργάζονται με αυτούς που ακούν φωνές σε συμβουλευτικό επίπεδο ή για να παρέχουν πόρους και υποδομές, η ομάδα καθοδηγείται από χρήστες υπηρεσιών ψυχικής υγείας και τα μέλη αναζητούν λύσεις μέσα στο δικό τους πλαίσιο αναφοράς, ανεξαρτήτων οποιωνδήποτε ιατρικών συναντήσεων. Τα άτομα έχουν την ευκαιρία να μάθουν να καταλαβαίνουν ότι οι φωνές τους είναι συμβολικές και έχουν νόημα και ενθαρρύνονται να συμμετέχουν ενεργά – όχι να είναι ασθενείς. Η προσωπική εναισθησία αξιολογείται υψηλότερα από την ιατρική γνώση και σε όλους αναγνωρίζεται μοναδική σοφία και κατανόηση και θεωρούνται ειδικοί σχετικά με τις εμπειρίες τους. Επίσης, μια διάδοση αμοιβαίας υποστήριξης και ενθάρρυνσης διαρρηγνύει το κλισέ ότι τα άτομα που έχουν μια ψυχιατρική διάγνωση πρέπει πάντα να είναι λήπτες – παρά πάροχοι – φροντίδας. Αντίθετα, οι ομάδες μπορούν να προσφέρουν ένα ασφαλές χώρο όπου διαφορετικά μέλη μπορούν να ακούσουν ιστορίες που τα καθησυχάζουν και τα ενδυναμώνουν σχετικά με το πώς οι άλλοι έχουν μεταμορφώσει τις σχέσεις τους με τις εμπειρίες τους από τις φωνές που ακούν. Μέσα στις ομάδες οι άνθρωποι λένε τις ιστορίες τους σχετικά με το ποιοι είναι και τι έχουν περάσει, αναπτύσσοντας έτσι μια πιο δυνατή αίσθηση αυτονομίας, ταυτότητας και αποφασιστικότητας – ένας χώρος όπου γεννιέται το θάρρος να αντικρίζει κάποιος τους φόβους του. Αυτό το είδος αυτοβοήθειας δεν μπορεί να υπαγορευτεί από άλλους, απαιτεί το θάρρος να ξεκινήσεις μια πορεία αυτό-ανακάλυψης (Reeves,1997).

Ενώ η ορθόδοξη ψυχιατρική βλέπει ως μαναδικό σκοπό τη μείωση και καταπίεση των φωνών, το κίνημα αυτών που ακούνε φωνές προσφέρει ένα εναλλακτικό παράδειγμα το οποίο τις βλέπει ως φέρουσες νόημα, ερμηνεύσιμες και προερχόμενες από το πλαίσιο της προσωπικής ιστορίας του ατόμου. Έτσι, μιλώντας για τις φωνές τους και βρίσκοντας θετικούς τρόπους επικοινωνίας μαζί τους, αυτοί που ακούν φωνές μπορούν να μάθουν να δίνουν στις φωνές τους ένα προσωπικό και θετικό νόημα, να τα βγάζουν πέρα μαζί τους με τρόπο αποτελεσματικό και να δημιουργούν μια ζωή μέσα στην οποία ενσωματώνονται οι φωνές. Μέσα σε αυτή την εξίσωση, η ανάρρωση και η ενδυνάμωση είναι οι κύριοι αντικειμενικοί στόχοι και η αυτοβοήθεια είναι η κινητήριος δύναμη. Ενώ οι πρωτοβουλίες αυτοβοήθειας και η κοινωνική υποστήριξη παρέχουν αμοιβαία ενθάρρυνση και δημιουργικές ιδέες για να βοηθήσουν τα άτομα να πάρουν πίσω τον έλεγχο των φωνών και των ζωών τους, τα ιδανικά χειραφέτησης του HVN υποστηρίζουν τα άτομα για να αντιληφθούν τις εμπειρίες τους ως αποδεκτές και με νόημα, αναδιατυπώνοντας το να ακούν φωνές φωνών ως μια ιδιαίτερη, περίπλοκη και σημαντική εμπειρία που μπορεί να ζήσει κάποιος μαζί της, παρά ως μια ατυχή βιολογική ανωμαλία που θα υπομείνει. Επιπλέον, δίνεται όλο και περισσότερο προτεραιότητα στον ειδικό βάσει εμπειρίας και οι ακαδημαϊκές, κλινικές και επαγγελματικές βάσεις γνώσεων συνεργάζονται με τους ίδιους τους ανθρώπους που ακούνε φωνές με ακόμα πιο ισόνομους τρόπους.

ΠΗΓΗ:
http://www.hearingvoices.gr/index.php/el/2012-07-18-09-44-12/2012-07-18-09-44-54(accessed 15.6.17)

ΑΚΟΥΣΙΑ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΣΕ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ



Τι είναι Εισαγγελική εντολή για ψυχιατρική εξέταση ;

(ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 96 ,παρ.5)

Όταν ένας πολίτης ( που αρνείται να εξεταστεί από ψυχιάτρους) υποχρεώνεται, κατόπιν εντολής του εισαγγελέα , να μεταφερθεί για εξέταση σε Δημόσια ψυχιατρική κλινική που εφημερεύει ώστε να κριθεί εάν είναι αναγκαία ενδεχόμενη νοσηλεία του


Ποιοι μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία; (ΒΛ.Ν.2071/92, άρθρο 96, παρ 1)

Α. Σύζυγος, συγγενείς α΄και β’ βαθμού σε ευθεία και πλάγια γραμμή. Δηλαδή, Γονείς, παιδιά, (σε ευθεία, α΄ βαθμού) αδέρφια (εκ πλαγίου). Αλλά και παππούδες, γιαγιάδες, εγγόνια (σε ευθεία, β’ βαθμού).

Ή , ανεξαρτήτως συγγένειας, ο Δικαστικός συμπαραστάτηςτου υπό εξέταση ατόμου.

ΠΡΟΣΟΧΗ! Σύμφωνα με το νόμο δεν μπορούν να κινήσουν τη διαδικασία ξαδέλφια , θείοι , θείες, εξ αγχιστείας συγγενείς( εκτός του συζύγου ) κλπ αν δεν είναι δικαστικοί συμπαραστάτες

Β. Αυτεπάγγελτα . Ο εισαγγελέας πρωτοδικών της περιοχής διαμονής/κατοικίας, αν δεν υπάρχει κάποιο από τα παραπάνω πρόσωπα, σε επείγουσες καταστάσεις μετά (π.χ.) από κάποιο επεισόδιο που προκλήθηκε σε δημόσιο χώρο ή άλλες καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν την παρέμβαση της αστυνομίας ή της κοινωνικής υπηρεσίας κάποιου Δήμου. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να υπάρχει έγγραφη αναφορά της εκάστοτε κοινωνικής υπηρεσίας ή καταθέσεις αστυνομικών .


Πως και από ποιους υλοποιείται η εισαγγελική παραγγελία για εξέταση; (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 96 ,παρ.5)

Η αναγκαστική μεταφορά για εξέταση με εισαγγελική παραγγελία υλοποιείται (αν και δεν αναφέρεται στο νόμο) από την αστυνομία. Στην πράξη η μεταφορά του εξεταζόμενου δεν έχει καμία σχέση με τις οριζόμενες στο νόμο συνθήκες που θα έπρεπε να «εξασφαλίζουν το σεβασμό στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ασθενή». Αντιθέτως, κατά τη συνήθη πρακτική, κατά την υποχρεωτική προσαγωγή του ατόμου για εξέταση από την αστυνομία δεν του γνωστοποιείται ο λόγος για τον οποίο προσάγεται στην κλινική και σε πολλές περιπτώσεις δεν του γνωστοποιείται ούτε το ότι οδηγείται σε ψυχιατρική κλινική για εξέταση. Κάτι που το μαθαίνει όταν πια φτάσει εκεί.


Τι γίνεται συνήθως κατά την εξέταση στο χώρο των επειγόντων /εφημερίου της ψυχιατρικής κλινικής;

Η εξέταση/συνέντευξη γίνεται στο χώρο του Τμήματος Επειγόντων της εκάστοτε Δημόσιας ψυχιατρικής κλινικής(είτε Δημόσιου ψυχιατρικού νοσοκομείου είτε Δημόσιου γενικού νοσοκομείου) τουλάχιστον από 2 ψυχιάτρους , με την συμμετοχή, συνήθως , ολιγομελούς ομάδας ψυχιατρικών λειτουργών που συν εφημερεύουν (π.χ. ειδικευομένων ψυχιατρικής και ψυχολόγων).

Σε αυτό το στάδιο μελετούνται από τους υπεύθυνους ψυχιάτρους οι έγγραφες μαρτυρικές καταθέσεις (για το περιεχόμενο των οποίων , πολύ συχνά , συμβαίνει να μην λαμβάνει γνώση ο προσαγόμενος για εξέταση) και αφού ζητηθεί από τον εξεταζόμενο να παράσχει κάποιες πληροφορίες ή και να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσειςζητείται και από τους συνοδούς του (συγγενείς κλπ) να δώσουν όσες πληροφορίες μπορούν προκειμένου να διευκολύνουν τη διαδικασία της εξέτασης και την λήψη μίας απόφασης για την αναγκαιότητα ή όχι αναγκαστικής νοσηλείας με τα κριτήρια που ορίζονται στο Νόμο (ΒΛ.Ν.2071/92, άρθρο 95, παρ 2).


Τι γίνεται μετά την εξέταση;

Μετά την εξέταση, οι 2 ψυχίατροι, πρέπει να απαντήσουν στον εισαγγελέα μέσα σε διάστημα 48 ωρών το ανώτατογια το αν προτείνουν για το άτομο που εξετάστηκε (i)αναγκαστική νοσηλεία, ή (ii) μη νοσηλεία συνδυαζόμενη πιθανόν με εναλλακτική θεραπευτική πρόταση στην κοινότητα. Δηλαδή, οι ψυχίατροι πρέπει να απαντήσουν στον εισαγγελέα που διέταξε την εξέταση , εγγράφως και τεκμηριωμένα για το εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για την ακούσια νοσηλεία (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 95, παρ 2). Δηλαδή αν το άτομο που φέρεται ότι πάσχει από ψυχιατρική διαταραχή ή και έχει λάβει διάγνωση στο παρελθόν, κρίνεται ότι «δεν είναι ικανό να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του», αναμένεται ότι αν δεν νοσηλευτεί «θα επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του» ή κρίνεται ότι η νοσηλεία του είναι απαραίτητη «για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του ίδιου ή τρίτων».

(Noμικές παρατήσεις: Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι με τη Σύμβαση του Οβιέδου , τη λεγόμενη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική, που κυρώθηκε με το Ν.2619/1998, ως λόγος της ακούσιας νοσηλείας έχει απομείνει μόνο η πρώτη περίπτωση του Ν.2071/1992 δηλαδή η ψυχική διαταραχή σε συνδυασμό με την ανάγκη νοσηλείας, οπότε οποιεσδήποτε κρίσεις σχετικά με την επικινδυνότητα του ασθενούς και της προσπάθειας αποτροπής πράξεως βίας κατά του ίδιου ή τρίτου που αιτιολογούν την ακούσια νοσηλεία του κινούνται εκτός νόμου. Συγκεκριμένα το άρθρο 7 του Ν.2619/1998 “… το πρόσωπο που πάσχει από διανοητική διαταραχή σοβαρής µορφής δύναται να υποβληθεί, χωρίς τη συγκατάθεσή του, σε επέµβαση που αποσκοπεί στη θεραπεία της διανοητικής του διαταραχής, µόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς αυτή τη θεραπεία, είναι πιθανόν να ανακύψει σοβαρή βλάβη της υγείας του”. Σημειωτέον ότι οι διατάξεις της Συμβάσεως αν και υπερισχύουν ως μεταγενέστερες του Ν.2071/1992 δεν έχουν ενσωματωθεί στο νόμο για την ακούσια νοσηλεία και πρακτικά δεν εφαρμόζονται )

Σε γενικές γραμμές μία εισαγγελική παραγγελία για εξέταση από ψυχίατρο μπορεί να οδηγήσει σε μία από τις τρείς παρακάτω περιπτώσεις:


Αναγκαστική νοσηλεία με υποχρεωτική παραμονή στην ψυχιατρική κλινική ((ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 96, παρ 6) με μία προσωρινή διάγνωση , που ως επί τω πλείστον συνεπάγεται , με «θεραπευτική και επιστημονική ευθύνη του Διευθυντή της Ψυχιατρικής κλινικής», την υποχρεωτική λήψη φαρμακευτικής αγωγής ((ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 96, παρ 9). Στον εισαγγελέα, σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να γνωστοποιείται από τους γιατρούς το εάν εκτιμάται ότι υπάρχει κίνδυνος προς τον ίδιο τον εξεταζόμενο ή τρίτους από τη μη νοσηλεία ή εάν αναμένεται βελτίωση από τη νοσηλεία κλπ, όπως έχει αναλυθεί παραπάνω. Επίσης, πρέπει να αναγράφονται, αναλυτικά, οι λόγοι/ «συμπτώματα» για τους οποίους δίνεται μία προσωρινή διάγνωση ).

ΠΡΟΣΟΧΗ! Σε αυτό το στάδιο οι ψυχίατροι είναι υποχρεωμένοι να γνωστοποιήσουν στον εξεταζόμενο τα δικαιώματα του και τη δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων , να καλέσει δικηγόρο , δηλαδή, και να διεκδικήσει (κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο αφού ο Νόμος το ορίζει) το να φτάσει η υπόθεση του σε αίθουσα δικαστηρίου . Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με το Νόμο, δεν απαιτείται (ούτε καν προτείνεται) να υπογράψει ο άμεσα ενδιαφερόμενος ότι «έλαβε γνώση» των δικαιωμάτων του . Αντ’ αυτού , οι συνοδοί του (συγγενείς, αυτοί που συνήθως έχουν αιτηθεί την ακούσια νοσηλεία του κλπ) καλούνται να υπογράψουν ότι έγινε η γνωστοποίηση. Αρκετές φορές, ως συνοδοί, υπογράφουν οι αστυνομικοί που υλοποιούν την εισαγγελική εντολή, όταν απουσιάζουν οι συγγενείς (!).


Υποχρεωτική παραμονή στην ψυχιατρική κλινική για 48ωρη , το ανώτατο , παρακολούθηση και για περαιτέρω εξέταση (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 96, παρ 5). συνήθως χωρίς την υποχρέωση λήψης φαρμακευτικής αγωγής αφού στο νόμο ορίζεται ότι η παραμονή στην κλινική, μέχρι 48 ώρες, είναι «για τις αναγκαίες εξετάσεις». (Αν και οποιαδήποτε στιγμή, μέσα στο 48ωρο, μπορεί να αποφασιστεί η μετατροπή της εξέτασης σε ακούσια νοσηλεία) . Οπωσδήποτε, όμως, μέσα στο διάστημα των 48 ωρών, οι ψυχίατροι της κλινικής, πρέπει να αποφασίσουν ή για την μετατροπή της 48ωρης παρακολούθησης σε αναγκαστική /ακούσια νοσηλεία, οπότε τίθενται σε ισχύ όλα όσα αφορούν την ακούσια νοσηλεία (περί άσκησης ένδικων μέσων κλπ) ή γιατην λύση της εισαγγελικής παραγγελίας. Και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να απαντηθεί και να αιτιολογηθεί αναλυτικά και εγγράφως προς τον εισαγγελέα η οποιαδήποτε απόφαση.


Λύση της εισαγγελικής παραγγελίας και άρση κάθε περιοριστικού μέτρου. Σε αυτή την περίπτωση και πάλι πρέπει να υπάρχει έγγραφη και επαρκής αιτιολόγηση ή μπορεί και να προταθούν άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις ή και παρακολούθηση σε εξωνοσοκομειακή βάση.


Τι γίνεται κατά τη διάρκεια της ακούσιας νοσηλείας;

(Δυνατότητα άσκησης ένδικών μέσων)

Αλλά

ΧΩΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ:

Η ακούσια νοσηλεία συνήθως λαμβάνει χώρα σε Δημόσια ψυχιατρική κλινική Γενικού Νοσοκομείου ( π.χ. Ευαγγελισμός, Σωτηρία κλπ) ή Ψυχιατρικού Νοσοκομείου(π.χ. Δαφνί, Δρομοκαϊτειο) ή σε Ιδιωτική ψυχιατρική κλινική(αν οι συγγενείς το έχουν αιτηθεί ,από πριν, προς τον εισαγγελέα) . Ωστόσο, για να μεταφερθεί κάποιος σε Ιδιωτική Ψυχιατρική κλινική για ακούσια νοσηλεία πρέπει υποχρεωτικά να έχει περάσει για εξέταση από τα Επείγοντα Δημόσιου Γενικού Νοσοκομείου ή Ψυχιατρικού Νοσοκομείου.

Οι χώροι νοσηλείας και οι συνθήκες που επικρατούν στις ψυχιατρικές κλινικές ποικίλουν ως προς τις ξενοδοχειακές συνθήκες/εξοπλισμό κλπ. Δηλαδή, αλλού οι κλινικές έχουν δωμάτια των 4- 5 ατόμων με κοινόχρηστα WC, αλλού δίκλινα, ενώ κάποιες φορές μπορεί η νοσηλεία να γίνεται σε βοηθητικά κρεβάτια/«ράντζα» ακόμη και στο διάδρομο. Όποιες και να είναι αυτές οι συνθήκες και οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, σε δημόσιες όσο και σε ιδιωτικές κλινικές, υπάρχουν, σε γενικές γραμμές, κάποια κοινά στοιχεία ως προς την οργάνωση του χώρου και του χρόνου σε συνθήκες ακούσιας νοσηλείας. Κατά κανόνα (με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις) οι χώροι αυτοί είναι περιοριστικοί, είτε με «κλειστή πόρτα» όλο το 24ωρο είτε με κλείσιμο της πόρτας το βράδυ. Επιπλέον, υπάρχουν συγκεκριμένα ωράρια που ορίζουν ασφυκτικά κάθε πτυχή της καθημερινότητας της νοσηλείας. Ώρες έγερσης και ύπνου, λήψης φαρμακευτικής αγωγής, φαγητού, εξόδου από την κλινική κλπ κλπ. Η πρόσβαση ή η επικοινωνία «προς τα έξω» μπορεί να εμποδίζεται κατόπιν εντολής των γιατρών ή με διάφορους εσωτερικούς κανονισμούς, οι οποίοι εφαρμόζονται ανάλογα με την πολιτική που ακολουθεί η κάθε κλινική (πιο αυστηρή ή πιο χαλαρή) κάτι που μπορεί να έχει επίδραση και στην οργάνωση του χώρου. Οπότε μπορεί να υπάρχουν κλειστά παντζούρια ή τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων στα παράθυρα, μπορεί να υπάρχουν ελεύθερα (χωρίς εποπτεία) προσβάσιμοι χώροι προαυλισμού ή και όχι, να επιτρέπεται η πρόσβαση σε τηλέφωνο κοινής χρήσης όλες τις ώρες ή και όχι , να έχει κανείς δικαίωμα κατοχής και χρήσης κινητού τηλεφώνου ή και όχι, να υπάρχουν ντουλάπια για διατήρηση προσωπικών αντικειμένων ή και όχι κλπ κλπ. Όλοι αυτοί οι πιθανοί περιορισμοί που μπορεί να επιβάλλονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, «επιτρέπονται» είτε ως αυθαίρετες ερμηνείες του νόμου της ακούσιας νοσηλείας που βρίσκουν έδαφος στην έμμεση παραδοχή στο σχετικό νόμο της «αναγκαιότητας λήψης περιοριστικών μέτρων» (π.χ. «Τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα δεν επιτρέπεται να αποκλείουν απαραίτητα για τη θεραπεία μέσα όπως οι άδειες κλπ…» ) είτε ως ιατρικές αποφάσεις περιορισμού της ατομικής ελευθερίας εξαιτίας της «κατάστασης της υγείας του ασθενή». (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 98, παρ 1 και 4). Και ενώ συχνά γίνεται επίκληση αυτής της «αναγκαιότητας» για την επιβολή όλων των ειδών των περιορισμών, μέχρι και των πιο ακραίων όπως η «μηχανική καθήλωση», αυτό που συνήθως «ξεχνιέται» είναι το ότι «σε όλη τη διάρκεια της νοσηλείας πρέπει να επιδεικνύεται σεβασμός προς την προσωπικότητα του ασθενή». (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 98, παρ 3)

ΔΙΑΡΚΕΙΑ:

Η διάρκεια της νοσηλείας καθορίζεται από τον θεράποντα ψυχίατρο με κριτήριο τις προϋποθέσεις που περιγράφονται κατά την έναρξη της . (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 95, παρ 2). Δηλαδή, όταν θεωρηθεί ότι ο ασθενής μπορεί να κρίνει για το συμφέρον της Υγείας του, δεν υπάρχει απειλή για άσκηση βίας κατά του ίδιου ή τρίτων κλπ και σε γενικές γραμμές όταν η κατάσταση της υγείας του κρίνεται ότι έχει βελτιωθεί. Έτσι δεν καθορίζεται επακριβώς ελάχιστη διάρκεια νοσηλείας. Ωστόσο ορίζεται ανώτατη διάρκεια νοσηλείας υπό προϋποθέσεις . Ως ανώτατη διάρκεια ακούσιας νοσηλείας ορίζονται οι 6 μήνες. Συνήθως, όμως, (κατά μέσο όρο) μία ακούσια νοσηλεία μπορεί να διαρκεί περίπου ένα μήνα (+ / – ) , ανάλογα με τα κριτήρια και την πολιτική που εφαρμόζει η κάθε κλινική ή και ανάλογα με το πώς κρίνει ο θεράπον ψυχίατρος την πορεία της υγείας του ασθενή.

Στο νόμο περιγράφονται οι τυπικές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται προκειμένου να αποφασιστεί πιθανή παράταση νοσηλείας σε 2 χρονικά σημεία, στους 3 μήνες και στους 6. Συνήθως όμως οι διαδικασίες αυτές δεν εφαρμόζονται εξαιτίας και ολιγωρίας του δικαστικού συστήματος. Σύμφωνα με το νόμο λοιπόν, στους 3 μήνεςνοσηλείας, ο Διευθυντής της κλινικής με ένα άλλο ψυχίατρο του τομέα πρέπει να υποβάλλουν έκθεση προς τον Εισαγγελέα ενημερώνοντας για την πορεία της υγείας του ασθενή. Ο Εισαγγελέας αποφασίζει αν θα διαβιβάσει την υπόθεση στο δικαστήριο αιτούμενος την παράταση ή όχι της νοσηλείας. (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 99, παρ 2).

(Όπως αναλύεται και παρακάτω, στο κεφάλαιο για τα ένδικα μέσα, ο ασθενής ή συγγενείς του της παρ. 1 του άρθρου 96 ή ο επίτροπος του δικαιούνται με αίτηση τους προς τον Εισαγγελέα, να ζητήσουν να διακοπεί η ακουσία νοσηλεία. Αν η αίτηση δε γίνει δεκτή από το Πρωτοδικείο, στο οποίο την υποβάλλει αμέσως ο Εισαγγελέας, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά από τρεις μήνες.)

Στους 6 μήνες, το ανώτατο, λήγει η ακούσια νοσηλεία και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις μπορεί να αποφασιστεί η παράταση της νοσηλείας πέραν των 6 μηνών. Οπότε συστήνεται επιτροπή από τον θεράποντα ψυχίατρο και άλλους 2 ψυχιάτρους που ορίζει ο εισαγγελέας για να αποφασίσει σχετικά. (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 99, παρ 4).

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ:

Νομική βοήθεια, για να αντιμετωπίσει κανείς με νομικούς όρους και διαδικασίες την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, μπορεί κανείς να ζητήσει ανά πάσα στιγμήώστε να δράσει και προληπτικά . Μπορεί όμως και όχι, αν δεν είναι αυτός ο συνήθης τρόπος που αντιμετωπίζει τις δύσκολες καταστάσεις. Το αν θα ζητήσει κανείς την συνδρομή έμπιστων προσώπων του που μπορεί να δράσουν προστατευτικά και υποστηρικτικά ή αν θα προτιμήσει να ζητήσει π.χ. νομικές συμβουλές , πριν από ή και κατά την εξέταση, ή αν θα έχει φροντίσει να συντάξει «ψυχιατρική διαθήκη» κλπ, είναι μία επιλογή υποκειμενική και εξαρτάται από πολλές συνθήκες. Όλα τα παραπάνω όμως δεν αποτελούν αποτελούν ένδικα μέσα. Για την άσκηση ένδικων μέσων (το να φτάσει δηλαδή η υπόθεση κάποιου στο δικαστήριο), για την επιτυχή μεθόδευση και την πιθανή επιτυχή έκβαση τους χρειάζεται οπωσδήποτε η εξουσιοδότηση και η παράσταση δικηγόρου και η κάλυψη με κάποιο τρόπο των δικαστικών εξόδων (παράβολα κλπ) .

Ο Νόμος ορίζει ότι η παραπομπή στο Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου κατοικιάς/διαμονής, της υπόθεσης του εξεταζόμενου/φερόμενου ως ασθενή, γίνεται με αίτημα του Εισαγγελέα προς το Μονομελές Πρωτοδικείο, μέσα σε τρεις ημέρες από την μέρα που ο ίδιος έχει διατάξει τη μεταφορά του «ασθενή» σε ψυχιατρική κλινική. Κατόπιν, μέσα σε 10 μέρες , «κατά την κρίση του», συνεδριάζει το Μονομελές Πρωτοδικείο κεκλεισμένων των θυρών . (ΒΛ.Ν.2071/92, άρθρο 96, παρ 6,7,8,9).

Ωστόσο η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται σχεδόν ποτέ ή κινείται εντελώς εκπρόθεσμα, όταν δεν έχει πλέον κανένα νόημα για τον «ασθενή», πολλές φορές ακόμη και μετά το πέρας της νοσηλείας.

Εντούτοις, η δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων και η άσκηση αυτού του δικαιώματος (το να φτάσει, δηλαδή, η υπόθεση στο δικαστήριο) δεν παύει να υφίσταται ούτε περιορίζεται στην παραπάνω διαδικασία (που ούτως ή άλλως δεν εφαρμόζεται). Συγκεκριμένα είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς (αν και πολλές φορές δεν του το γνωστοποιούν οι ψυχίατροι ενώ είναι υποχρεωμένοι) ότιανά πάσα στιγμή μετά την ανακοίνωση , στον χαρακτηρισμένο ως «ασθενή» πλέον, της έναρξης της ακούσιας νοσηλείας έχει δικαίωμα, τόσο ο ίδιος όσο και συγγενείς του (σύζυγοι, αδέλφια, γονείς, παιδιά κλπ), να αιτηθούν προς τον εισαγγελέα, την διακοπή της νοσηλείας . Η σχετική αίτηση εκδικάζεται στο πρωτοδικείο και αν δεν γίνει δεκτή έχουν δικαίωμα ξανά , ο ασθενής ή οι συγγενείς του, μετά από 3 μήνες να υποβάλλουν νέα αίτηση. (ΒΛ. Ν.2071/92, άρθρο 99, παρ 3).

ΠΡΟΣΟΧΗ! Οι συγγενείς (α και β βαθμού) που μπορούν να αιτηθούν την διακοπή της νοσηλείας μπορεί να είναι διαφορετικά πρόσωπα από αυτά που ζήτησαν την αναγκαστική νοσηλεία. (π.χ. αν η ακούσια νοσηλεία έχει γίνει με αιτήσεις και καταθέσεις του/της συζύγου και ενός τέκνου μπορεί την διακοπή της να αιτηθούν ο πατέρας/μητέρα και ο/η αδελφή κλπ) . Σίγουρα σε μία τέτοια περίσταση έχει μεγάλη σημασία αν ο ίδιος ο ασθενής ή και οι συγγενείς που θα κινήσουν τη διαδικασία μπορούν να αποδείξουν στο δικαστήριο ότι υπάρχουν οι συνθήκες για μία διαφορετική αντιμετώπιση της κατάστασης και ότι δεν υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο άσκησης βίας κατά του ίδιου ή κατά τρίτων.

( Νομικές παρατηρήσεις: σύμφωνα με το άρθρο 1687 Α.Κ. (της τροποποιήθηκε με το Ν.2447/1996) “Όταν η κατάσταση της προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά της διατάξεις ειδικών νόμων”.

Με τη διάταξη αυτή που είναι μεταγενέστερη του Ν.2071/1992 η ακούσια νοσηλεία επιβάλλεται από δικαστήριο, και όχι από άλλη αρχή (ή τον εισαγγελέα) και άρα προκύπτει ότι οι όλες οι ακούσιες νοσηλείες που διατάσσονται σήµερα από εισαγγελέα, χωρίς δηλ. «προηγούµενη άδεια του δικαστηρίου», έστω και προσωρινή διαταγή, είναι εκτός νόµου, σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία. Η εισαγγελική διάταξη για μεταφορά σε ψυχιατρείο μόνο στα πλαίσια της διαταγής για ακούσιας εξέτασης μπορεί να ειδωθεί, δηλαδή της επί 48ωρης εισαγωγής και παραμονής του φερομένου ασθενούς στο ψυχιατρείο (και μόνο) για να διαγνωστεί η κατάσταση της ψυχικής υγείας του.

Σύμφωνα της με της διατάξεις του άρθρου 96 του Ν. 2071/1992 η οποία και εφαρμόζεται , παρανόμως η αίτηση για την ακούσια νοσηλεία υποβάλλεται στον Εισαγγελέα, ο οποίος της αναφέραμε ανωτέρω, αφού διαπιστώσει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων και εφόσον οι δυο ιατρικές γνωματεύσεις συμφωνούν για την ανάγκη ακούσιας νοσηλείας, διατάσσει τη μεταφορά του ασθενούς σε ψυχιατρείο. Σε κάθε περίπτωση έχει ο Εισαγγελέας την υποχρέωση να εισάγει την υπόθεση εντός τριών ημερών στο Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο συνεδριάζει εντός δέκα ημερών σε μη δημόσια συνεδρίαση κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Στο δικαστήριο ο ασθενής μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, με συνήγορο δικής του επιλογής και με τεχνικό σύμβουλο/ψυχίατρο. Ενώ μπορεί παράλληλα να ασκήσει και ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως ακούσιας νοσηλείας. Κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου χωρεί έφεση και ανακοπή κατά της διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Τα ένδικα μέσα ασκούνται σε προθεσμία 2 μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης. Η έφεση δικάζεται από το Τριμελές Εφετείο μέσα σε 15 ημέρες από την κατάθεση της. (Βλ. άρθρο 97 του Ν. 2071/1992).


Ποια είναι τα δικαιώματα μας κατά τη διάρκεια της νοσηλείας; Πως μπορούμε να αμυνθούμε;

Ήδη, παραπάνω, έχουν περιγραφεί κάποια δικαιώματα που απορρέουν και από το νόμο για την ακούσια νοσηλεία. Αν και, όπως έχουμε επισημάνει και στην εισαγωγή, στην πράξη, τα περισσότερα από αυτά είτε παραβιάζονται ευθέως είτε δεν παρέχονται οι συνθήκες ώστε να ασκηθούν είτε , ακόμη και όταν ασκούνται, τελούν διαρκώς υπό αμφισβήτηση και εξαρτώνται από την υποκειμενική κρίση του κάθε ψυχίατρου.

Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζεις ότι :


Από την πρώτη στιγμή της μεταφοράς σου για εξέταση έχεις δικαίωμα να ζητήσεις να έλθεις σε επικοινωνία (τηλεφωνικά ή δια ζώσης) με έμπιστα πρόσωπα που θεωρείς σημαντικά και από τα οποία μπορείς να λάβεις υποστήριξη (συγγενείς, φίλοι, δικηγόρο, συντρόφους από συλλογικότητες ή ομάδες αυτοβοήθειας κλπ).


Έχεις Δικαίωμα να πληροφορείσαι, πλήρως και με σαφήνεια, για το τι φαρμακευτική αγωγή θα λάβεις και για τυχόν παρενέργειες που αυτή η αγωγή μπορεί να σου προκαλέσει και να μοιραστείς με το θεράποντα ψυχίατρο τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζεις με συγκεκριμένα φάρμακα και να προτείνεις ίσως κάποια άλλα.


Έχεις Δικαίωμα να παραμείνουν απόρρητες οποιεσδήποτε πληροφορίες μοιράζεσαι με τους θεράποντες ή ακόμη και για το ίδιο το γεγονός της νοσηλείας.


Έχεις το Δικαίωμα να ζητήσεις πρόσβαση σε στοιχεία του φακέλου σου με την συνδρομή δικηγόρου.


Έχεις Δικαίωμα σε αξιοπρεπείς συνθήκες νοσηλείας και στο σεβασμό της προσωπικότητας σου (συμπεριφορά προσωπικού, καθαριότητα ).


Έχεις Δικαίωμα επισκεπτηρίου τις ώρες που ορίζονται στην κλινική ή άρνησης επισκέψεων από πρόσωπα που δεν επιθυμείς.


Έχεις Δικαίωμα για ολιγόωρες ή ολιγοήμερες άδειεςκατόπιν συνεννόησης με τον θεράποντα.


Μπορείς να συμμετάσχεις στην συνδιαμόρφωση ενός θεραπευτικού πλάνου που θα λαμβάνει υπόψη σφαιρικά όλες σου τις ανάγκες .


Δικαιούσαι να ζητήσεις από την κοινωνική υπηρεσία να συνδράμει στην πλήρη ενημέρωση σου για την ασφαλιστική σου ικανότητα, για τυχόν παροχές ή διευκολύνσεις που μπορεί να σου παρασχεθούν ώστε να μην στερηθείς βασικά αγαθά που είναι απαραίτητα για την ομαλή σου διαβίωση κατά την διάρκεια αλλά και μετά τη νοσηλεία (π.χ επανέκδοση απολεσθέντων εγγράφων και πιστοποιητικών, παρεμβάσεις και διαδικασίες για κοινωνικά τιμολόγια και ρυθμίσεις ΔΕΚΟ, παρεμβάσεις σε διάφορους φορείς για την εξασφάλιση στέγης κλπ ).


Έχεις Δικαίωμα παράλληλης φροντίδας της γενικής σου υγείας και διακομιδής όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι σε Γενικό Νοσοκομείο (π.χ. αντιμετώπιση άλλων παθολογικών προβλημάτων σε ειδικές κλινικές).


Μπορείς να διεκδικήσεις τη μη λήψη περιοριστικών μέτρων (όπως μηχανική καθήλωση) ή κλείδωμα στο δωμάτιο και να ζητήσεις από έμπιστα σου πρόσωπα ή δικηγόρο να σε βοηθήσει για την αποφυγή λήψης τέτοιων μέτρων όταν οι ψυχίατροι τα διατάσσουν.


Δικαίωμα υποβολής έγγραφων αναφορών για τυχόν απρεπείς, προσβλητικές συμπεριφορές από την πλευρά του προσωπικού της κλινικής .

Η παραπάνω παρουσίαση και προτάσεις είναι μόνο ένα πρώτο αποτέλεσμα των συναντήσεων της ομάδας μας σε σχέση με την λεγόμενη «ακούσια νοσηλεία». Αυτό το αρχικό κείμενο πληροφόρησης και προτάσεων θα είναι πάντα υπό επεξεργασία και όπως και η ομάδα μας θα παραμένει πάντα ανοικτό .

Η συμμετοχή σας στην ομάδα μας αλλά και κάθε ιδέα ή πρόταση σας είναι ζωτικής σημασίας για την προσπάθεια μας. Για αυτό μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας για κατάθεση ιδεών, προτάσεων ως προς τα κείμενα ή για να θέσετε οποιοδήποτε ερώτημα ή να εκδηλώσετε ενδιαφέρον για συμμετοχή στην ομάδα με οποιοδήποτε τρόπο στο mail του blog:diktyopsi@gmail.com.

Τα ψυχιατρεία ιστορικά, επιστημονικά, θεωρητικά αλλά και μέσα από την καθημερινή πρακτική τους είναι αντιθεραπευτικοί θεσμοί για τα οποία την ευθύνη ύπαρξης και διατήρησης τους έχουν η επιστημονική κοινότητα, η πολιτεία, η νομοθετική και δικαστική εξουσία και όχι ένας άνθρωπος που μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας. Υποχρέωση και δικαίωμα όλων μας είναι να εργαζόμαστε προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός ολοκληρωμένου (και όχι ολοκληρωτικού) κοινοτικού (και άρα κοινωνικού) συστήματος υπηρεσιών, με σκοπό τον μετασχηματισμό τους και όχι την «ωραιοποίηση» τους και τελικό στόχο την οριστική κατάργηση τους.

ΠΗΓΗ:
https://diktyopsi.wordpress.com/(accessed 15.6.17)

Sunday 11 June 2017

Γαλακτομικά χαμηλών λιπαρών συνδέονται με το Πάρκινσον




Η νέα μελέτη είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα για τη σχέση γαλακτοκομικών και Πάρκινσον.



Οι άνθρωποι που καταναλώνουν πολλά γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλά λιπαρά (τουλάχιστον τρεις μερίδες κάθε μέρα), αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εκδηλώσουν τη νόσο Πάρκινσον, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Neurology της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 80.700 γυναίκες και 48.600 άνδρες, σε χρονικό ορίζοντα 25 ετών. Σε αυτό το διάστημα, 1.036 άτομα εμφάνισαν Πάρκινσον.

Η μελέτη συσχέτισε την κατανάλωση κάθε είδους γαλακτοκομικών προϊόντων (γάλακτος, τυριού, γιαουρτιού, βουτύρου, παγωτού κ.ά.), διαφόρων περιεκτικοτήτων σε λιπαρά. Τα γαλακτοκομικά με πλήρη λιπαρά δεν φάνηκε να αυξάνουν τον κίνδυνο για Πάρκινσον. Οσοι καταναλώνουν πάνω από τρεις μερίδες γαλακτομικών με χαμηλά λιπαρά την ημέρα, έχουν κατά μέσον όρο 34% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν τη νευροεκφυλιστική πάθηση, σε σχέση με όσους τρώνε λιγότερη από μία μερίδα.

«Η μελέτη μας είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα για τη σχέση γαλακτοκομικών και Πάρκινσον. Τα ευρήματα δείχνουν ότι υπάρχει μια μέτρια αύξηση του κινδύνου για Πάρκινσον λόγω της μεγαλύτερης κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων με χαμηλά λιπαρά. Τέτοια προϊόντα, που καταναλώνονται ευρέως, μπορεί να αποτελούν έναν παράγοντα κινδύνου για τη νόσο», δήλωσε η Χιουζ. Η συνολική κατανάλωση γαλακτοκομικών (τόσο με χαμηλά όσο και με πλήρη λιπαρά) σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο για Πάρκινσον.

Παρ’ όλα αυτά, όπως επισήμαναν οι επιστήμονες, ο κίνδυνος είναι χαμηλός, καθώς από τους συμμετέχοντες στη μελέτη που κατανάλωναν τουλάχιστον τρεις μερίδες γαλακτοκομικών με χαμηλά λιπαρά κάθε μέρα, μόνο το 1% εμφάνισε Πάρκινσον στη διάρκεια της 25ετίας. Συγκριτικά, από όσους κατανάλωναν λιγότερο από μία μερίδα γαλακτοκομικών με χαμηλά λιπαρά καθημερινά, το 0,6% εμφάνισε τη νόσο. Οι ερευνητές τόνισαν ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα προτού γίνουν οι όποιες συστάσεις.

Το αγελαδινό γάλα

Τα παιδιά που δεν πίνουν αγελαδινό γάλα, αλλά φυτικής προέλευσης (καρύδας, αμυγδάλου, σόγιας κ.ά.), είναι πιο κοντά ως προς το ύψος από ό,τι τα παιδιά που πίνουν το παραδοσιακό γαλακτοκομικό γάλα, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα. Οσο περισσότερο μη αγελαδινό γάλα φυτικής προέλευσης πίνει ένα παιδί, τόσο πιο κοντό είναι. Για κάθε ποτήρι μη αγελαδινού γάλακτος που πίνει ένα παιδί καθημερινά, γίνεται κατά μέσον όρο 0,4 εκατοστά πιο κοντό από τον μέσον όρο για την ηλικία του. Από την άλλη, για κάθε ποτήρι αγελαδινού γάλακτος τη μέρα, ένα παιδί έχει 0,2 εκατοστά μεγαλύτερο ύψος από τον μέσον όρο.

Η μέση διαφορά ύψους ανάμεσα σε ένα παιδί που κάθε μέρα πίνει τρία ποτήρια (ή φλιτζάνια) αγελαδινού γάλακτος και σε ένα παιδί που πίνει την ίδια ποσότητα γάλακτος αλλά όχι αγελαδινού, είναι 1,5 εκατοστά υπέρ του πρώτου. Αλλά και τα παιδιά που πίνουν ένα συνδυασμό αγελαδινού και άλλου γάλακτος, έχουν μικρότερο ύψος από τον μέσον όρο.

Οι ερευνητές του νοσοκομείου του Αγίου Μιχαήλ στο Τορόντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση American Journal of Clinical Nutrition, ανέλυσαν στοιχεία για 5.034 παιδιά ηλικίας δύο έως έξι ετών. Από αυτά, το 13% έπινε καθημερινά κάποιο άλλο είδος γάλακτος πλην του αγελαδινού, ενώ τα υπόλοιπα έπιναν αγελαδινό.

Οσον αφορά την αιτία που το μη αγελαδινό γάλα υστερεί στο θέμα του ύψους, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν διαθέτει τις ίδιες πρωτεΐνες και λίπη με το αγελαδινό. Με την εξαίρεση του γάλακτος σόγιας, τα άλλα μη γαλακτοκομικά γάλατα δεν περιέχουν σχεδόν καθόλου πρωτεΐνες. Οσον αφορά τα λίπη («κακά» για έναν ενήλικα, αλλά ωφέλιμα για ένα παιδί), μόνο το γάλα καρύδας έχει σχετικά μεγαλύτερες ποσότητες.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/913144/article/epikairothta/ygeia/galaktomika-xamhlwn-liparwn-syndeontai-me-to-parkinson(accessed 11.6.17)

How Playing A Musical Instrument Boosts Brain Health



People in the study listened to and then played a Tibetan singing bowl.



Playing a musical instrument can help protect against cognitive decline.

The reason is that learning to play changes the brain’s ‘wiring’, new research finds.

The neuroscientists found that the brain can compensate for disease or injuries.

Dr Bernhard Ross, study’s first author, said:


“Music has been known to have beneficial effects on the brain, but there has been limited understanding into what about music makes a difference.

This is the first study demonstrating that learning the fine movement needed to reproduce a sound on an instrument changes the brain’s perception of sound in a way that is not seen when listening to music.”

The research involved 32 young, healthy adults who listened to and then played a Tibetan singing bowl.

Brain scans showed that playing the singing bowl was enough to change brain activity.

Dr Ross said:


“It has been hypothesized that the act of playing music requires many brain systems to work together, such as the hearing, motor and perception systems.

This study was the first time we saw direct changes in the brain after one session, demonstrating that the action of creating music leads to a strong change in brain activity.”


SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2017/06/how-playing-a-musical-instrument-boosts-brain-health.php(accessed 11.6.17)

Can you will yourself to be more creative?




Surely creativity is about freedom. Dropping your inhibitions – maybe with the help of a few substances – and letting ideas writhe free from the unconscious unfiltered. What to make then of the research showing that creativity is associated with higher levels of executive functioning – the mind’s suite of control processes – which seem to help by inhibiting irrelevant information and combining the rest in novel ways? Does it mean you can use this mental control to make yourself perform more creatively? According to a new study in Psychology of Aesthetics, Creativity, and the Arts involving jazz pianists the answer may depend in part on your creative experience.



David Rosen and his team from Drexel University suspected that the need for conscious control may be more acute when creative people are still novices, referencing saxophonist Charlie Parker’s observation that “you’ve got to learn your instrument. Then, you practice, practice, practice. And then, when you finally get up there on the bandstand, forget all that and just wail.”

To test this, the researchers recruited 22 mostly male jazz pianists using their number of completed professional gigs – as few as three and as many as 400 – as a measure of their creative expertise.

After warming up at the keyboard, the musicians attempted to improvise a pre-recorded track “as you normally would in a jazz setting.” After the first take, they were given three more tries. Crucially, before one of these efforts they were told that from now on they should “improvise even more creatively than your past performance(s).”

Could the participants deliberately boost their creativity?

After the experiment, the musicians said they’d taken the instruction to heart: “I tried other things that I wouldn’t normally try”; “I felt totally freed. I felt like I’d been given license to go wherever my mind took me”; “I considered new elements of my performance while improvising with explicit instructions”.

And for performers with fewer gigs behind them, this seemed to help: independent judges rated their improvisations as more proficient, aesthetically appealing, and creative, as compared to equivalent takes with no instructions. But more experienced musicians saw smaller benefits, with the effect for the most experienced players tipping (non-significantly in statistical terms) in the other direction.

These findings add to past research showing that while mental control may be important for creativity, there is also a part to play for automatic, uncontrolled mental processes. For example, Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD) and even brain damage to the frontal regions involved in executive function are both associated with heightened creativity. Mind-wandering and dreaming also seem to produce creative leaps. One explanation is that creativity is an interplay between automatic associative processes and deliberate effortful ones, or Type One and Type Two processes (as per Daniel Kahneman’s terminology). Freedom and control.

Seen in these terms, expert players may, over time, find their own balance of Type One and Two processes when improvising, such that conscious attention can’t easily lead to further improvements. In contrast, those with lower levels of mastery can find it productive to call on creative techniques intentionally or test out variants – “I wonder if I can try dropping different notes from an arpeggio run.” So for those of us not yet at the top of our creative game, making the conscious effort to focus on novel, creative outcomes might be the tactic to take us to new heights.


SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/06/01/can-you-will-yourself-to-be-more-creative-yes-but-only-if-youre-a-novice-says-study-of-jazz-pianists/(accessed 11.6.17)

Wednesday 7 June 2017

Rethinking infidelity ... a talk for anyone who has ever loved


Infidelity is the ultimate betrayal. But does it have to be? Relationship therapist Esther Perel examines why people cheat, and unpacks why affairs are so traumatic: because they threaten our emotional security. In infidelity, she sees something unexpected — an expression of longing and loss. A must-watch for anyone who has ever cheated or been cheated on, or who simply wants a new framework for understanding relationships.

Link:
https://www.ted.com/talks/esther_perel_rethinking_infidelity_a_talk_for_anyone_who_has_ever_loved?utm_source=email&source=email&utm_medium=social&utm_campaign=ios-share

Friday 2 June 2017

Eπιστήμονες «έσπασαν τον κώδικα» που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να αναγνωρίζει πρόσωπα





Επιστήμονες στις ΗΠΑ κατάφεραν να «διαβάσουν» τον κώδικα που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλος για να αναγνωρίζει τα πρόσωπα γύρω του. Το επίτευγμα χαρακτηρίσθηκε «επανάσταση» στη νευροεπιστήμη, καθώς λύνει ένα μυστήριο πολλών δεκαετιών.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα εγκεφαλικά κύματα πειραματόζωων (μαϊμούδων μακάκων) για να δημιουργήσουν στον υπολογιστή σχεδόν τέλειες αναπαραστάσεις των ανθρώπινων προσώπων που προηγουμένως είχαν δείξει σε φωτογραφίες στα ζώα. Το νέο αυτό εντυπωσιακό κατόρθωμα «ανάγνωσης» του νου φωτίζει ένα από τα δυσκολότερα έως τώρα προβλήματα της νευροεπιστήμης -το πώς ο εγκέφαλος αναγνωρίζει τα πρόσωπα- αλλά επίσης ίσως φέρνει ένα βήμα πιο κοντά την μελλοντική αποκάλυψη των ανθρωπίνων σκέψεων.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια βιολογίας και νευροεπιστήμης Ντόρις Τσάο του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech), έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Cell" (Κύτταρο). «Σπάσαμε τον κώδικα του εγκεφάλου για την αναγνώριση των προσώπων», δήλωσε η Τσάο περιχαρής. Οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι αυτές οι νέες γνώσεις θα έχουν διάφορες πρακτικές εφαρμογές στο μέλλον, όπως στο πεδίο της εγκληματολογίας, βοηθώντας στην ανακατασκευή του προσώπου ενός εγκληματία μόνο από την ανάλυση των εγκεφαλικών κυμάτων ενός μάρτυρα.

Οι νευροεπιστήμονες είχαν έως τώρα εντοπίσει νευρώνες του εγκεφάλου που αντιδρούν σχεδόν αποκλειστικά στα πρόσωπα. Όμως παρέμενε μυστήριο το πώς ακριβώς γίνεται η διαδικασία της αναγνώρισης των εικόνων στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου, ο οποίος επεξεργάζεται τα ερεθίσματα που στέλνουν τα μάτια. Οι ερευνητές έδειξαν ότι ο εγκέφαλος βασίζεται σε μαθηματικούς υπολογισμούς όπως αυτούς που χρησιμοποιεί ένας αλγόριθμος, αναλύοντας σε αριθμούς 50 διαφορετικά χαρακτηριστικά του προσώπου (σχήμα, απόσταση ανάμεσα στα μάτια, μήκος μύτης, υφή δέρματος κ.α.).

«Το κλειδί είναι ότι παρόλο που υπάρχει ένας άπειρος αριθμός προσώπων, όλα αυτά μπορείς να τα περιγράψεις με μόνο 50 τρόπους. Είναι κάτι ανάλογο με την υπολογιστική όραση, μόνο που συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλό μας», δήλωσε η Τσάο. Κάθε επιμέρους νευρώνας «βλέπει» ένα επιμέρους χαρακτηριστικό του προσώπου και όλοι μαζί ανασυνθέτουν την εικόνα του προσώπου στον εγκέφαλο.

Έτσι, οι ερευνητές δημιούργησαν ένα δικό τους αλγόριθμο που, αφού «διαβάσει» τα εγκεφαλικά κύματα μετά από την αναγνώριση ενός προσώπου, μπορεί να δημιουργήσει μια εικόνα σε υπολογιστή αυτού του προσώπου, το οποίο ο εγκέφαλος έχει προηγουμένως δει και αναγνωρίσει. Στα πειράματα με τους μακάκους αρκούσε -με τη βοήθεια ηλεκτροδίων εισηγμένων στο κρανίο- η καταγραφή της δραστηριότητας περίπου 200 νευρώνων, για να αναδημιουργηθεί με σχεδόν πλήρη ακρίβεια το πρόσωπο ενός ανθρώπου που το ζώο είχε δει προηγουμένως και μάλιστα άσχετα αν το πρόσωπο ήταν προφίλ ή ανφάς. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Μετά την αναγνώριση του προσώπου στον οπτικό φλοιό, είναι πιθανό ότι οι μνήμες των οικείων προσώπων αποθηκεύονται πλέον στον ιππόκαμπο, στην περιοχή του εγκεφάλου που είναι ζωτική για τη μνήμη. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και μεμονωμένοι νευρώνες του ιπποκάμπου ενεργοποιούνται κατά την αναγνώριση προσώπων (εξ ου και ο διάσημος «νευρώνας Τζένιφερ 'Ανιστον»!).


ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/912336/article/epikairothta/episthmh/episthmones-espasan-ton-kwdika-poy-xrhsimopoiei-o-egkefalos-gia-na-anagnwrizei-proswpa(accessed 2.6.17)

ESTHER PEREL LETS US LISTEN IN ON COUPLES’ SECRETS


Each episode of Esther Perel’s riveting new podcast, “Where Should We Begin?,” is a recording of a real, unscripted consultation session with a real couple.PHOTOGRAPH BY DANNY GHITIS / NYT / REDUX

Last Monday, Melania Trump was caught on camera flicking away her husband’s small hand as it reached for hers on the Tel Aviv tarmac. The swat seen round the world sent the Internet into a fit of speculation about the state of the First Union: Was it merely the residue of a marital squabble on Air Force One during the President’s first official trip abroad, or was it another piece of evidence in support of the #FreeMelania theory, a clue, like Mrs. Trump’s fallen face on Inauguration Day, that she would gladly give up her role as First Lady to resume a quiet life eating diamonds for breakfast and promoting her QVC line? On Tuesday, after Melania appeared again to reject the President, this time on the tarmac in Rome with a slick “down low, too slow” move, Pete Souza, President Obama’s official photographer, posted a photo to his Instagram account of Barack and Michelle tenderly holding hands in Selma, Alabama, a gesture that needed no interpretation.

The difference between the Obamas’ obvious intimacy and mutual respect and whatever is going on with the Trumps is enough to make any American despair about the state of modern marriage, along with the state of everything else. Fortunately, there is hope: “Where Should We Begin?,” a new podcast produced by Audible and hosted by Esther Perel, couples therapist extraordinaire. Since 2006, when she published her first book, “Mating in Captivity,” an investigation into the fraught topic of married sex, Perel has travelled the globe speaking about couples’ intimacy, or their lack of it. Her ted Talk “Rethinking Infidelity” has been watched more than 7.5 million times; another, on “the secret to desire in a long-term relationship,” is nearing ten million views. This following extends far beyond the ranks of the long-coupled. A source at a recent bachelor party in Brooklyn reported that the groom-to-be declared himself an avid fan.

Perel is small and blond, with an elfin face, intense, peppy charisma, and a Francophone accent that serves to bolster her psychoanalytic and erotic authority. She grew up in Belgium, got her master’s in psychology in Israel, and speaks nine languages. On the ted stage, she introduces her topics with provocative questions—“Why does good sex so often fade, even for couples who continue to love each other as much as ever?”—and dispenses advice that is surprisingly counterintuitive yet reassuringly practicable. To rekindle desire, stop counting on the magic of spontaneity, a surprise ravishing by the washing machine: “committed sex is premeditated sex.” Betrayal may spell the painful end of a chapter in a relationship, but it doesn’t necessarily mean that the whole thing is done: “Your first marriage is over. Would you like to create a second one together?” (Her forthcoming book, “The State of Affairs,” expands on this theme.)

“Where Should We Begin?” is as raw as Perel’s stage appearances are polished. Each episode consists of a recording of a real, unscripted consultation session that she conducted with a real couple in her psychoanalytic practice in New York, edited down from three hours to forty-five minutes. Episodes are released on Fridays; four are already available on Audible. In the first, a Muslim-American man and his Russian Orthodox wife are dealing with the fallout of his cheating, which has revealed a greater rift in their mutual understanding. The lesbian couple in the second is suffering from an imbalance of affection; one partner feels neglected by the other, who focusses all her energy on their two small children. The third episode’s couple, a young man and woman, met in college, where they were both members of a Christian purity movement, and waited until marriage to have sex. At first, the wife thought that she was frigid, but she has since realized that she does want sex—badly—just not with her nice, passive husband.

Each of these problems—cheating, children, sexual compatibility—is familiar on its own. What is different, on “Where Should We Begin?,” is the form in which they are addressed. The closest analogue to Perel’s show would be an advice column such as Ask Dr. Ruth, or a call-in show such as Dan Savage’s podcast “Savage Love,” which has set the standard for frank public discussion of sex and romantic relationships of every kind imaginable in twenty-first-century America. But those discussions are, by design, one-sided. A person seeks help with a problem and gets advice based on what she reports. Is she being accurate, honest, fair? It’s up to the advice-giver to judge, and often the supplicant seeking validation will instead be prescribed a dose of cold, hard real talk. Consider a different perspective, the advice-giver admonishes. Think about how you may be in the wrong. On Perel’s podcast, that different perspective is sitting in the next chair, waiting for his turn to speak. The show’s drama lies not so much in the details of each couple’s situation as in their struggle to communicate about it, to get their two “I’s” to equal a “we.”

Perel is a master at what she does. She is preternaturally incisive and humane, alert to the sorts of ingrained fears and long-standing insecurities that clog communication. She guides and prods as she interprets, occasionally butting in with a joke or some good-humored chastisement, and, while she lets her patients know when she thinks they’re onto something, she also tells them when they’re way off base. “You have to be able to say, There is another adult down there, and she’s not a total nincompoop,” Perel tells the neglectful partner, in the second episode, when she confesses that she is so consumed with her children because she doesn’t trust her spouse to properly care for them. Meanwhile, the neglected partner worries that they are not having enough sex. “There is nothing that stands in the way more to a woman’s desire than a sense of caretaking,” Perel tells her. “If I have to think about everybody else, I cannot think about me.” In other words, ease off, but also help out. You’re right, but you’re wrong, too. Welcome to life as a couple.

The show has moments of lightness, and of unexpected humor. At the start of her session with the Christian couple, Perel asks if they would consider using a blindfold while they’re in her office, or going by different names. She wants to try to get them to change how they see each other, to shake them out of their habits. Sure, the wife says. She loves the idea of the blindfold. Sure, the husband says. His real name is Scott, but he already has an alter ego: Jean-Claude, a character he invented for his wife’s pleasure, who is as suave as Scott is awkward, and as sexually confident as Scott is insecure. “That is fantastic!” Perel cries. For much of the session, Scott inhabits Jean-Claude, speaking in charming, American-accented French as Perel serves as translator; at one point, she serenades them with an Edith Piaf song. There is hope for this couple, the listener feels. The road to understanding and satisfaction will be steep, but Perel has shown them how to take the first step and keep walking.

Things are less promising for the couple confronting cheating. The transgression itself is banal, but the sense of mutual abandonment and pain is profound. The angry wife protects herself with a bitter pose of resigned indifference; she has accepted that the relationship will never be the same, she says, that all men are betrayers, even as her husband tries to coax her into talking things over. Perel diagnoses them as “splitting the ambivalence”: one takes the positive position, the other the negative, until the suppressed pain finally boils over. The husband tells his wife that sleeping with her was like having sex with a corpse. “Come in five minutes then leave me—that is my sex life!” the woman retorts. They are in a deadlock, seething and hurt. “It’s very rare that I make blanket statements like this: your communication is terrible,” Perel says. She suggests that they create a private e-mail address that they will use only for one another, to begin to learn how to speak to each other again.

It’s riveting to get a look into this most private aspect of a couple’s life, one that is secret even to them. It’s also stressful as all hell. We are listening as people make discoveries about the partners they have known for years, and about themselves, too. Some bristle and lash out; others lay their souls bare. In the show’s fourth episode, a couple married for forty years confronts the husband’s serial cheating, which the wife has only recently discovered. Both partners feel that their marriage has been good, full of love and support, and that they still want to preserve it. But the past has been blasted away, revealed to be a bewildering lie. At moments like this, “Where Should We Begin?” can be almost excruciatingly intimate. What does Perel hope that listeners will get from hearing other couples struggle through their disappointments and pain?

“Truth,” she told me when I spoke to her recently, by phone. “People are hungry for truth in every sector of life. It’s the antidote, or the antithesis may be better, to the jolly faces that are promenading on social media.” Nobody ever knows what goes on in the life of another couple, she said, but, by listening to them, “you very quickly realize that you are standing in front of the mirror, and that the people that you are listening to are going to give you the words and the language for the conversations you want to have.”

Perel sees her show as a public service for a group of people badly in need of support. “The couple today is treated as the central unit of the family. And the only reason the family survives is if the couple is remotely content. Families are not held together by kids, by female oppression, by economic dependence, by legalities that prevent divorce,” she said. “And never has this one unit of two had to fill so many expectations. Because, today, we have to give one person what an entire village used to provide”—financial and emotional support, companionship, entertainment, friendship, familiarity, mystery, love, sex, the works.

Perel has worked as a couples therapist for thirty-three years. In that time, the makeup of couples and families has changed drastically—the series includes sessions with gay, lesbian, trans, and polyamorous couples—but the basic tenets of her trade have stayed the same. People still yearn for love and intimacy; they want to be desired just as much as they fear rejection. But the technological age has also changed the life of the couple, as it has changed life of every kind. The “send” button is a fickle thing. Recriminations fly back and forth by e-mail; a spouse suspected of straying can be put on trial by inbox. “It’s not like they find a little bit of lipstick on a collar or a receipt in a pocket. They find the digital archive of a relationship,” Perel said. People go to bed with their screens, in all senses of the phrase. “The last thing they stroke is their phone. The first thing they stroke is their phone.”

By now, we know the great promise of digital technology—that if only everything can be said, and every thought expressed, people will “connect” with one another on a deeper, more empathetic level than ever before—to be false. Less texting, more talking: that is the promise of Perel’s profession, and of her show. The conversations may not lead to any lasting solutions; we aren’t allowed to stick around long enough to know. But in our age of serialized, bingeable entertainment, with twist following twist in a bid to hold our waning attention spans, there’s something refreshingly bold and optimistic about a show made up only of beginnings. “There is no solution for any of them,” Perel told me, of the couples at the end of each session. “This is an American ordeal, the need to have everything resolved. I don’t have that pressure.” Still, it’s remarkable how much of substance people can say when it counts the most. Everybody wants to be heard. Perel’s show is a reminder of how good it is to listen.


SOURCE:

http://www.newyorker.com/culture/cultural-comment/esther-perel-lets-us-listen-in-on-couples-secrets?mbid=nl_TNY%20Template%20-%20With%20Photo%20(173)&CNDID=24223821&spMailingID=11154930&spUserID=MTMzMTgyMzI3OTY0S0&spJobID=1162689901&spReportId=MTE2MjY4OTkwMQS2(accessed 2.6.17)