Monday 30 October 2017

Children of today are better at delaying gratification than previous generations




If you believed the copious alarmist commentary in the newspapers, you’d fear for the future of our species. Today’s children, we’re told, are more hyperactive and technology addicted than ever before. They’ve lost any ability to sit still, instead craving constant stimulation from digital devices and exhausted parents.

What might this mean for their performance on the most famous psychological measure of childhood self-control, Walter Mischel’s Marshmallow Test? Surely, kids of today will struggle far more than previous generations to resist the lure of one marshmallow (or other treat) now for the promise of two in ten minutes or so, as the task requires? In a new survey, the majority of child development experts certainly believed so.

Yet based on his analysis of 50 years worth of performance data on the Marshmallow Test – released as a preprint at the Open Science Framework – John Protzko at the University of California, Santa Barbara, concludes that in fact children of today are capable of more self-restraint than previous generations, with their ability to delay gratification having increased by about a minute per decade over the last 50 years.



Protzko combined the results from every published and unpublished use of the Marshmallow Test that he could find, starting with Mischel’s seminal work first published in 1968 and including 4 studies in the 1970s, 3 in the 1990s, 6 in the 2000s, and 16 in our current decade, all involving children aged ten or younger. Protzko speculates that the gap in the 1980s is due to the introduction at that time of a rival test of self-regulation which is quicker to administer – the so-called gift-delay task.

Before crunching the numbers, Protzko polled 260 members of the Cognitive Development Society Listserv about how they thought the results would come out. Just over 50 per cent predicted that Protzko would find children’s powers of self-restraint would be lower today than the in past; 20 per cent predicted no change over time; and just 16 per cent believed that children today would outperform the children of the past (the others said there wouldn’t be enough data to answer the question).

Protzko found a statistically significant linear trend – children’s ability to resist immediate temptation and wait for a greater reward seems to have increased over the decades (this remained true when removing two study outliers, marked as black circles in the graph above). The increase in delay of gratification ability is similar in size to the known increase in average IQ seen over the same timescale, possibly reflecting shared mechanisms, though this is speculation at this stage. Meanwhile, variation in Marshmallow Test performance has stayed the same over the decades, which means that average improvement has been seen across the spread of ability, not just among those children who are more self-restrained.

How could the experts have got it so wrong? Protzko’s suggests they are prone to same bias as the rest of us, what he calls the “kids these days” phenomenon: “people’s memories for their own and others’ abilities in childhood are unduly influenced by their current abilities. While it is easy to look at kids these days and deride their inability to control themselves and decry the downfall of civilisation, it is much harder to accurately recall our own selves as children.”

Does the apparent improvement in children’s powers of self-control bode well for the future, for instance in terms of reduced criminality and addiction? Protzko thinks not, speculating that it is probably one’s ability relative to others, rather than one’s absolute ability, that is relevant to future behaviour – the lowest performers will remain at risk, he suggests. “These [unhealthy and dangerous] behaviours have been with humans for thousands of years, and will be with us for thousands more,” he predicts.

The causes and consequences of the apparent increase in children’s powers of self-restraint over time remain to be uncovered by future research. For now, Protzko says the data show that “Contrary to historical and present complaints, kids these days appear to be better than we were. A supposed modern culture of instant gratification has not stemmed the march of improvement.”

SOURCE:

Friday 27 October 2017

Ρόλος-κλειδί στη νοητική ανάπτυξη του παιδιού η σχέση του με τον πατέρα




Οι μπαμπάδες που αφιερώνουν χρόνο στο παιδί τους, κυρίως τους πρώτους μήνες της ζωή του, το βοηθάνε ώστε να έχει στη συνέχεια καλή νοητική ανάπτυξη.


Οι μπαμπάδες που αφιερώνουν χρόνο στο παιδί τους, κυρίως τους πρώτους μήνες της ζωή του, το βοηθάνε ώστε να έχει στη συνέχεια καλή νοητική ανάπτυξη.

Αυτό έδειξε η έρευνα των πανεπιστημίων Imperial College, King’s College, Έξετερ και Οξφόρδης, με επικεφαλής τον καθηγητή Πολ Ραμστσαντάνι του Τμήματος Ιατρικής του Imperial, στην οποία συμμετείχε η Ελληνίδα ψυχολόγος Λαμπρινή Ψυχογιού, λέκτορας της Σχολής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Έξετερ.

Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία για τον τρόπο που επικοινωνούσαν 128 πατέρες με τα μωρά τους ηλικίας τριών μηνών και στη συνέχεια αξιολόγησαν τη νοητική ανάπτυξη των ίδιων παιδιών σε ηλικία δύο ετών.

Διαπιστώθηκε ότι όσο περισσότερο ένας μπαμπάς ασχολούνταν ενεργητικά με το μωρό του, τόσο καλύτερες επιδόσεις αυτό εμφάνιζε στα νοητικά τεστ (προσοχής, επίλυσης προβλημάτων, γλώσσας, κοινωνικών δεξιοτήτων κ.α.), που έκανε στα δύο του χρόνια.

Οι ερευνητές επισήμαναν ότι διάφοροι παράγοντες ασφαλώς εμπλέκονται στην ανάπτυξη ενός παιδιού, αλλά η σχέση με τον πατέρα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του έχει παραγνωρισθεί και δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα μέχρι σήμερα.

«Ακόμη και τόσο νωρίς, στην ηλικία των τριών μηνών, οι αλληλεπιδράσεις πατέρα-παιδιού μπορούν να επηρεάσουν θετικά την κατοπινή νοητική ανάπτυξη του παιδιού, κάτι που δεν είχε έως τώρα διαπιστωθεί» δήλωσε ο δρ Ραμτσαντάνι.

Η θετική αυτή επίπτωση αφορά εξίσου τα αγόρια και τα κορίτσια, κάτι που έρχεται να αμφισβητήσει τη διαδεδομένη αντίληψη ότι το παιγνίδι με τον μπαμπά σε πολύ μικρή ηλικία είναι πιο σημαντικό για τα αγόρια από ό,τι για τα κορίτσια. Διαπιστώθηκε επίσης ότι πιο θετική επίδραση στα παιδιά έχουν μπαμπάδες που είναι ευαίσθητοι, ήρεμοι και λιγότερο αγχώδεις.

Οι ερευνητές τόνισαν ότι μετά και τη νέα μελέτη, είναι σημαντικό να ενθαρρύνονται οι μπαμπάδες -αν δεν το κάνουν από μόνοι τους- να αλληλεπιδρούν περισσότερο με τα μωρά τους. «Το ξεκάθαρο μήνυμα για τους νέους μπαμπάδες είναι να παίζουν με το μωρό τους», τόνισε ο Ραμτσαντάνι.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/931257/article/must/lifestyle/rolos-kleidi-sth-nohtikh-anapty3h-toy-paidioy-h-sxesh-toy-me-ton-patera(accessed 27.10.17)

Δικαστική απόφαση σταθμός: Ανοίγει ο δρόμος για την κοινή επιμέλεια τέκνων


H απόφαση έρχεται να ανατρέψει τη συνήθη δικαστική πρακτική, βάσει της οποίας ο ρόλος του πατέρα υποβαθμίζεται και η επιμέλεια δίνεται στη μητέρα
|
Κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων, το Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε την εναλλαγή των γονέων στην επιμέλεια των παιδιών


Μία πρωτοποριακή απόφαση για τα ελληνικά δεδομένα στην εφαρμογή του οικογενειακού δικαίου, εξέδωσε τη Δευτέρα το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας, ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο για την εφαρμογή της κοινής επιμέλειας τέκνων σε περίπτωση διαμάχης γονέων. Με βάση το υπάρχον πλαίσιο και τη συνήθη δικαστική πρακτική, ο ρόλος του πατέρα υποβαθμίζεται και η επιμέλεια δίνεται στη μητέρα.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου (αριθμός 7121/2017) προβλέπεται ότι προσωρινά και μέχρι την εκδίκαση της κύριας απόφασης, η επιμέλεια των τέκνων θα ασκείται εναλλακτικά, τους ζυγούς μήνες από τον πατέρα και τους μονούς από τη μητέρα, με δικαίωμα επικοινωνίας από τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια, κατά το εν λόγω διάστημα.


Η δικαστική απόφαση έρχεται την ώρα που η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία καθυστερεί χαρακτηριστικά, παρά την αναγνώριση της αναγκαιότητάς της ακόμα και από κυβερνητικούς βουλευτές.

Για «σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της κοινής επιμέλειας και του ίσου χρόνου του παιδιού και με τους δύο γονείς του», έκανε λόγο ο σύλλογος «Συνεπιμέλεια». Και αυτό όπως σημείωσε, «παρά τις δυσκολίες ενός νομολογιακού εθίμου που θέλει ‘την επιμέλεια στη μητέρα’ χρησιμοποιώντας για δικαιολογία το αντιεπιστημονικό δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, τη θεωρία της σύγκρουσης των γονέων που πρώτο την προκαλεί το δικαστήριο, τη θεωρία της προσαρμογής και του ισχυρού ψυχικού δεσμού που δημιουργήθηκε μεταξύ μητέρας παιδιού αγνοώντας το ότι για τη δημιουργία του καταστράφηκε με δικαστική απόφαση ο ισχυρός ψυχικός δεσμός πατέρα παιδιού και τέλος μια επιλεκτική εφαρμογή των νόμων και της δικονομίας ώστε να δικαιολογείται η κακοποιητική συμπεριφορά προς τα παιδιά και τους πατέρες τους».

Σύμφωνα με τους υπευθύνους του Συλλόγου, οι υποθέσεις ανατροφής παιδιών προσανατολίζονται πλέον προς μία «φιλική δικαιοσύνη, χωρίς αντιδικία, με δικαστική μεσολάβηση, λιγότερες εντάσεις, περισσότερες συμφωνίες, όπου κερδισμένοι θα είναι όλοι : παιδί, μητέρα, πατέρας, δικαστές και δικηγόροι, η κοινωνία στο σύνολό της».


ΠΗΓΗ:
http://www.protagon.gr/epikairotita/44341501488-44341501488(accessed 27.10.17)

Wednesday 25 October 2017

Αναζητώντας τον ειδικό Ψυχικής Υγείας

Οι ειδικοί ψυχικής υγείας προέρχονται από διάφορες ειδικότητες και μπορούν να βοηθήσουν με διαφορετικό τρόπο. Είναι σημαντικό για οποιοδήποτε ειδικό να ελέγξετε ότι κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.

Κάθε ένας από τους παρακάτω ειδικούς έχει λάβει εκπαίδευση ώστε να μπορεί να εισακούσει και να κατανοήσει τα προβλήματα του πελάτη αλλά και να δώσει τις κατάλληλες συμβουλές και καθοδήγηση.

Συνήθως απαιτούνται μερικές συνεδρίες ώστε να εκτιμήσουν τη συνολική κατάσταση που αντιμετωπίζετε και να παρέχουν συμβουλές.

Οι συμβουλές που παρέχουν δεν είναι σε καμία περίπτωση έτοιμες λύσεις.

Ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας θα σας βοηθήσει να βρείτε τις λύσεις που ανταποκρίνονται καλύτερα σε εσάς τους ίδιους αλλά και τρόπους να διαχειρίζεστε αποδοτικότερα δύσκολες καταστάσεις και να θέτετε σωστές προτεραιότητες.

Κάθε ένας από αυτούς μπορεί να είναι εκπαιδευμένος σε κάποια μορφή ψυχοθεραπείας. Η ψυχοθεραπεία, αποτελεί μία ακόμη πιο βαθιά διερεύνηση των θεμάτων που αντιμετωπίζετε και των αιτιών τους.

Η ψυχοθεραπευτική διαδιακασία απαιτεί αρκετές συνεδρίες με στόχο τόσο την ανακούφιση των συμπτωμάτων όσο και την αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών αυτών. Όταν υπάρχει η δυνατότητα παροχής ψυχοθεραπείας τότε συνήθως ο επαγγελματίας κατέχει και τον συνοδευτικό τίτλο «ψυχοθεραπευτής».

Τόσο η συμβουλευτική όσο και η ψυχοθεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ατομικό πλαίσιο ή ομαδικό, σε επίπεδο ζεύγους ή και οικογένειας.

Η αμοιβή των επαγγελματιών αυτών ποικίλει. Μπορείτε να αναζητήσετε τόσο κάποιον ιδιώτη επαγγελματία όσο και ειδικούς που εργάζονται σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας των δήμων (Κέντρα Ψυχικής Υγιεινής) όσο και σε νοσοκομεία, οργανισμούς για τον καρκίνο, και άλλους φορείς. Εκτός από τους δήμους και το δημόσιο, οι ομαδικές συνεδρίες είναι πιο οικονομικές από τις ατομικές.

Πρέπει να γίνει μια σωστή επιλογή, αναφορικά με το ποιος επαγγελματίας της ψυχικής υγείας είναι κατάλληλος για εσάς. Γι’ αυτό το λόγο κανένας δε θα δυσανασχετήσει σε μια ενδεχόμενη ερώτησή σας, για την εκπαίδευσή του και το πεδίο εξειδίκευσής του.


Ψυχίατρος: Είναι ένας ιατρός με ειδικότητα την ψυχιατρική. Ο ψυχίατρος εκτός των άλλων μπορεί να χορηγήσει και φάρμακα. Τέτοια φάρμακα είναι τα αντικαταθλιπτικά, τα αγχολυτικά κ.α.
Ψυχολόγος: Είναι κάτοχος πτυχίου ψυχολογίας και μεταπτυχιακού τίτλου ειδίκευσης π.χ. στην ψυχική υγεία ή την κλινική ψυχολογία ή τη συμβουλευτική.
Kοινωνικός Λειτουργός: Είναι κάτοχος αντίστοιχου τίτλου και συνήθως και μεταπτυχιακού τίτλου. Εκτός των άλλων μπορεί να δώσει συμβουλές για πρακτικά θέματα όπως ασφαλιστικά ζητήματα, εργασιακά κ.τ.λ.
Νοσηλευτής: Ο νοσηλευτής είναι κάτοχος αντίστοιχου τίτλου και ενδεχομένως και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου ψυχικής υγείας. Ο νοσηλευτής εργάζεται σε πλαίσια όπου παρέχεται νοσηλεία και μπορεί κυρίως να προσφέρει σε επίπεδο ανακουφιστικής-παρηγορητικής φροντίδας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις τελικού σταδίου όπου και νοσηλεύονται.

ΠΗΓΗ:
http://www.bestrong.org.gr/el/living_with_cancer/psychoemotional/specialist_mental_health/findingacouncelor/(accessed 25.10.17)

Sunday 22 October 2017

Η σημασία της ψυχοθεραπείας ως αναπόσπαστο κομμάτι της κλασικής ιατρικής στο ταξίδι του καρκίνου το μαστού.


Γράφει η

Ίντα Ελιάου

Συμβουλευτική Ψυχολόγος / Chartered Counselling Psychologist (BSc, MSc, PGDip. MA)



Ο καρκίνος του µαστού έχει πολλές ιδιαιτερότητες που επιβαρύνουν πολύ μια ασθενή και χρίζουν ακόμα πιο αναγκαία την ψυχολογική της υποστήριξη. Η γυναίκα µε καρκίνο στο µαστό δεν έρχεται µόνο αντιμέτωπη µε ένα νόσηµα που δυνητικά µπορεί να προκαλέσει τον θάνατό της, αλλά και µε τον πιθανό ακρωτηριασμό ενός τµήµατος του σώµατός της που συμβολίζει: την μητρότητα και την ερωτική-σεξουαλική της υπόσταση.

Η χειρουργική επέμβαση, αναπόφευκτη πολλές φορές, αποτελεί μια βίαιη παρέμβαση στο σώμα η οποία την κάνει να αισθάνεται θετικά αφού την σώζει από το θάνατο, από την άλλη όμως, αρνητικά αφού τραυματίζει την εικόνα της και τη θηλυκότητά της. Έτσι, η γυναίκα, σύμφωνα με τον Θάνο Ασκητή, διακατέχεται από μια "αίσθηση αναπηρίας" που επηρεάζει και την σεξουαλική της ζωή. Μια μαστεκτομή επιδρά αρνητικά γενικότερα στην αυτοπεποίθηση και στην αυτοεκτίμησή της ανεξάρτητα από ηλικία, μορφωτικό επίπεδο ή κοινωνική τάξη, αφού την φέρνει αντιμέτωπη με έναν εκ νέου αυτοπροσδιορισμό. Συνοδοί στο ταξίδι των σωματικών αλλαγών είναι οι ιατροί. Συνοδοί στο ταξίδι των ψυχικών αλλαγών πρέπει να είναι οι ψυχολόγοι.

Με ποιον τρόπο συμβάλλουν οι Ψυχολόγοι κατά την ασθένεια;

Στην εξέλιξη της νόσου από τη στιγμή της διάγνωσης μέχρι και τη στιγμή της αποθεραπείας σηµαντικό λόγο παίζουν: (Ρήγα Αναστασία-Βαλεντίνη (1997).

α) η πρώιµη ή καθυστερημένη διάγνωση και η σωστή ιατρική θεραπεία που θα ακολουθηθεί.

β) η ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του ατόµου κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ο Ψυχολόγος βοηθά τη γυναίκα να περάσει από το κάθε ένα από τα 5 στάδια του πένθους (Άρνηση, Διαπραγμάτευση, Θυμό, Κατάθλιψη, Αποδοχή, (Elizabeth Kübler-Ross, 1969)). Η συναισθηματική διεργασία γίνεται με τον τρόπο της και στο χρόνο της ώστε να μπορέσει να ξανακτίσει τη ζωή της μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα αφού το κάθε στάδιο πένθους έρχεται, ολοκληρώνεται αλλά επανέρχεται με την κάθε θεραπευτική μετάβαση. Πολλοί άνθρωποι κολλάνε σε κάποιο στάδιο για χρόνια με αποτέλεσμα να παρατείνουν την μάχη τους χωρίς να μπορούν να ζήσουν παρόλο που επέζησαν από τον καρκίνο. Η έκφραση και η διεργασία των συναισθημάτων αυτών μέσα στη θεραπεία βοηθά στο να πορευτεί η γυναικά στο ψυχολογικά βίαιο συναισθηματικό ταξίδι του καρκίνου του μαστού αλλά και να υιοθετηθούν κατάλληλοι τρόποι αυτοφροντίδας σε κάθε στάδιο του.

γ) ο τρόπος διαχείρισης της κάθε κρίσης σε κάθε θεραπευτικό στάδιο (στη διάγνωση ή θεραπεία ή μετά τη μαστεκτομή). Η γυναίκα εκτός από την ανάγκη διαχείρισης πρακτικών καταστάσεων, όπως πληροφόρηση για επέμβαση ή γνώση των δικαιωμάτων της, έχει ανάγκη να διαχειριστεί και τα έντονα συναισθήματα που αναδύονται από την κάθε κατάσταση. Ο Ψυχολόγος βοηθά στην προσαρμογή της ασθενούς σε κάθε φάση της θεραπείας και αποθεραπείας με απώτερο στόχο την συμφιλίωσή της με τη νέα εικόνα σώματος αλλά και τον νέο της εαυτό ώστε να μπορέσει να επαναπροσεγγίσει και τις σχέσεις της.

δ) τέλος, η κοινωνική και ψυχολογική υποστήριξη που έχει το άτοµο κατά τη διάγνωση, τη διαδικασία της εγχείρησης, της χημειοθεραπείας ή/και ακτινοθεραπείας αλλά και μετά από την όποια θεραπεία.

Μέσα στη θεραπεία ο Ψυχολόγος είναι μάρτυρας όλων των αλλαγών που ξαφνικά πέφτουν πάνω της ορμητικά σαν τζουνάμι και όλων των φόβων που σαν πελώρια τέρατα την πονούν και την τρομάζουν κάνοντάς την να νιώθει μικρή και αδύναμη. Επίσης, βοηθά στην εξερεύνηση του μεγέθους της φροντίδας που ήδη παρέχει το περιβάλλον της ασθενούς και μαζί της καλλιεργεί τη διεκδίκηση του σωστού τρόπου φροντίδας που επιθυμεί από τον καθένα.



Μια γυναίκα με καρκίνο στο μαστό καταθέτει σε έρευνα της κας ΚΑΤΣΙΚΑΡΗ & ΜΠΡΕΚΗ (2006):



<< Έχω δει πάρα πολλές γυναίκες, έχω πάει σε πολλές γυναίκες, στα νοσοκοµεία, εκείνο που βλέπω είναι ότι η γυναίκα χρειάζεται απαραίτητα τη ψυχολογική στήριξη. Πρώτα από τους ειδικούς γιατί καµιά φορά θέλουν να µας στηρίξουν οι δικοί µας και δε ξέρουν πως, κι αυτό µπορούν να το µάθουν. Θυµάµαι τον αδερφό µου που µ’ έπαιρνε τηλέφωνο και µου έλεγε από το τηλέφωνο «Τι κάνεις; Πήρες τα φάρµακά σου; Είσαι καλά; Μήπως ζαλίζεσαι;», αυτό άρχισε κάποια στιγµή να µε κουράζει και του λέω κάποια στιγµή, «Κοίταξε, δε θα ξαναπάρεις τηλέφωνο να ξαναρωτήσεις τίποτα! Θα µου λες καληµέρα, είσαι καλά; Άντε τα λέµε αύριο! ∆ε θέλω ούτε για τα φάρµακά µου, ούτε για τις χηµειοθεραπείες µου, ούτε για το αν ζαλίζοµαι, ούτε αν ξερνάω, τίποτα!». Θέλω να πω µ’ αυτό ότι δεν ξέρουµε, είχε όλη τη διάθεση να µε στηρίξει, δεν ήξερε πως. Εγώ όµως εμαθα και κάτι καλό, αυτό που ήθελα το ζήταγα, κατάλαβες;>>



Οι περισσότερες γυναίκες χρειάζονται αρκετό χρόνο για να συµφιλιωθούν µε την ιδέα της µαστεκτοµής και ακόµη περισσότερο για να συνηθίσουν την εικόνα τους µετά την επέµβαση ώστε τελικά να καταφέρουν να επανανοηματοδοτήσουν τη ζωή τους που είναι κ ο τελικός στόχος της ψυχοθεραπείας.



Ενώ λοιπόν όλοι φαίνεται να συμφωνούμε στο ότι στην εμφάνιση καρκινογένεσης ρόλο παίζουν περιβαλλοντικοί παράγοντες, τα τραυµατικά γεγονότα στη ζωή μας, ο ίδιος ο τρόπος της ζωής μας, η ψυχολόγος κα Σταύρου προσθέτει την έννοια των ‘τοξικών συμπεριφορών’. Υποστηρίζει πως κύριο ρόλο σε κάθε καρκίνο παίζει κάθε συναίσθημα που αισθανόμαστε και το οποίο μεταβάλλει το βιοχημικό περιβάλλον του σώματος μέσω ορμονών κυρίως. Όταν η ζωή μας γίνεται μόνιμο άγχος ή θλίψη ή καταπιεσμένος θυμός υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να ξεσπάσει μια ασθένεια καθώς µπορεί να ασκήσουν µια ισχυρή επίδραση στη δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Μάλιστα, ο Hans Eysenck ψυχολόγος που μελέτησε την ‘προσωπικότητα του ανθρώπου’, απέδειξε ότι η προσωπικότητα ενός ατόμου που εμπεριέχει κ τον τρόπο με τον οποίο τείνει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του είναι στενά συνδεδεμένη µε την καρκινογένεση και διακρίνει δύο τύπους προσωπικότητας καρκινοπαθών, αυτόν που καταπνίγει τα συναισθήματα του και αυτόν που εγκαταλείπεται στο καθημερινό στρες.



Κλείνοντας ήθελα να αναφέρω ότι βρίσκω πολύ ενθαρρυντικό πως τα τελευταία δυο χρόνια έρχονται στο γραφείο μου άνθρωποι επειδή ζουν πλημμυρισμένοι από θλίψη και απελπισία ή άγχος και θυμό με αίτημα να το διαχειριστούν για να μην νοσήσουν, σε αντίθεση με κάποια χρόνια πριν που χτυπούσαν το κουδούνι επειδή είχαν νοσήσει. Φαίνεται πως έχει αρχίσει να υπάρχει μια μετακίνηση στην κοινωνία όπου ο κόσμος αντιλαμβάνεται πλέον τη στενή συσχέτιση ψυχής, σώματος και συμπεριφοράς και θορυβείται ψυχικά πριν θορυβηθεί σωματικά. Αυτό θα το ονομάτιζα ‘πρόληψη’. Κομμάτι της πρόληψης, το Α κ το Ω σε κάθε κατάσταση.

Thursday 19 October 2017

Believing widely doubted conspiracy theories satisfies some people’s need to feel special




Unrelenting faith in the face of insurmountable contradictory evidence is a trait of believers in conspiracy theories that has long confounded researchers. For instance, past research has demonstrated how attempting to use evidence to sway believers of anti-vaccine conspiracy theories can backfire, increasing their certainty in the conspiracy. Could it also be the case that knowing that most people doubt a conspiracy actually makes believing in it more appealing, by fostering in the believer a sense of being somehow special? This question was explored recently in the European Journal of Social Psychology by Roland Imhoff and Pia Karoline Lamberty at Johannes Gutenberg University in Mainz, Germany.



The researchers first asked a sample of 238 US participants recruited via Amazon’s Mechanical Turk survey website to complete a self-reported “Need For Uniqueness” scale (they rated their agreement with items like “being distinctive is extremely important to me”) and a Conspiracy Mentality scale (e.g. “Most people do not see how much our lives are determined by plots hatched in secret.”) before indicating whether or not they believed in a list of 99 conspiracy theories circulating online. Endorsement of the different conspiracy theories was highly correlated: belief in one conspiracy theory meant beliefs in others would be more likely. Participants’ self-reported Need For Uniqueness also correlated with their stronger endorsement of the conspiracy beliefs.

The second study replicated this finding with a further 465 Mechanical Turk participants based in the US, but this time half the sample read a list of the five most well known conspiracy theories and the five least known ones, whereas the other half of the group read the five most popular conspiracy theories and the five least popular. Again, self-reported Need For Uniqueness correlated with stronger agreement with the various conspiracy theories. It’s not clear from these findings whether need for uniqueness was really driving greater conspiracy endorsement so the researchers devised a third experiment to test this.

Note, the conspiracy theory that featured in this final experiment was entirely made-up by the researchers. This content warning may seem excessive but as the results show, it really is necessary. The conspiracy theory was about smoke detectors and the claim was that they produce dangerous hypersound. The researchers led half of 290 participants on Amazon’s Mechanical Turk to believe that this was a popular conspiracy theory in Germany where it was alleged to be believed by 81 per cent of Germans. The rest of the participants were led to believe that the theory was doubted by 81 per cent of Germans.

While information about the popularity of the theory didn’t affect participants overall, it did impact those who said that they tended to endorse a lot of conspiracy theories. Among these conspiracy-prone participants, their belief in the made-up smoke detector conspiracy was enhanced on average when the conspiracy was framed as a minorityopinion. Just as people are known to stop liking a band as soon as it becomes popular or “mainstream”, it appears conspiracy theorists can behave in a very similar fashion upon learning about the next big new conspiracy theory.

A final, unforeseen and particularly astounding finding emerged only after the participants had been debriefed. A full 25 per cent of the sample continued to retain beliefs in the made-up smoke detector conspiracy even after they had been told that the theory was false and had been made up by the researchers for the sole purpose of the study. Supporting the researchers’ conclusion further, this continued belief in the made-up conspiracy theory was correlated with the participants’ self-reported Need For Uniqueness. Taken together, the findings provide convincing evidence that some people are motivated to agree with conspiracy theories with an aura of exclusiveness. To them it may not matter in the slightest that their views are in the minority, to the contrary this knowledge could actually amplify their beliefs.

So how can dangerous conspiracy theories be tackled? By coincidence, another recent paper, this one authored by Daniel Jolley at Staffordshire University and Karen Douglas at the University of Kent, attempted to solve this problem. Focusing on anti-vaccine conspiracy theories, the researchers found that exactly like the role of vaccines themselves, prevention is better than cure. They showed 267 participants recruited via Amazon’s Mechanical Turk conspiracy theories and anti-conspiracy arguments in different orders. Participants’ intentions to vaccinate were greater when the they were “inoculated” with anti-conspiracy arguments prior to reading the conspiracy theories, as compared with reading the same anti-conspiracy arguments after reading conspiracy theories. The research supports the observation by Stephan Lewandowsky, and his colleagues that misinformation is “sticky” – it can be incredibly difficult to counter. The new findings suggest that popular conspiracy theories may be best dealt with through early education that debunks dangerous conspiracy beliefs before they have the opportunity to take hold in the wild.

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/09/01/believing-widely-doubted-conspiracy-theories-makes-some-people-feel-special/(accessed 20.10.17)

Wednesday 18 October 2017

Dreams Have This Beautiful Effect On Your Memories





Usually when we recall emotional memories, the brain pumps out stressful neurochemicals…



One of the purposes of dreaming is to take the edge off emotional memories, research suggests.

While dreaming, which we do during 20% of our sleep, the brain chemistry related to stress powers down.

This enables us to process emotional memories without the same jolts of fear and anxiety.

People in the study who looked at a series of emotional images felt much less disturbed by them after sleeping.

Those who looked at them in the morning first, then in the evening, without sleeping, reported a higher emotional reaction.

Brain scans also showed lower emotional reactivity in the amygdalas of those who slept.


Dr Matthew Walker, who led the study, said:



“The dream stage of sleep, based on its unique neurochemical composition, provides us with a form of overnight therapy, a soothing balm that removes the sharp edges from the prior day’s emotional experiences.”

The research was inspired by the treatment of war veterans experiencing post-traumatic stress disorder.

This type of dream therapy may be inefficient in veterans since when a…


“…flashback is triggered by, say, a car backfiring, they relive the whole visceral experience once again because the emotion has not been properly stripped away from the memory during sleep.”

Dr Els van der Helm, the study’s first author, said:


“During REM sleep, memories are being reactivated, put in perspective and connected and integrated, but in a state where stress neurochemicals are beneficially suppressed.”

Dr Walker explained that the research was inspired by the side-effect of a blood pressure drug.

It happened to reduce levels of norepinephrine in the brain.

Dr Walker said:


“We know that during REM sleep there is a sharp decrease in levels of norepinephrine, a brain chemical associated with stress.

By reprocessing previous emotional experiences in this neuro-chemically safe environment of low norepinephrine during REM sleep, we wake up the next day, and those experiences have been softened in their emotional strength.

We feel better about them, we feel we can cope.”




SOURCE:

http://www.spring.org.uk/2017/10/memories-dreaming.php(accessed 18.10.17)


Saturday 14 October 2017

Τι ακριβώς σημαίνει «νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου»;

Η παραπληροφόρηση και το μίσος για τη διαφορετικότητα κυριάρχησαν, δημιουργώντας μια απόλυτα στρεβλή εικόνα περί του τι ακριβώς ψηφίστηκε


Τι ακριβώς σημαίνει «νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου»;


Πλήθος συζητήσεων προκάλεσε η πρωτοβουλία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο που τροποποιεί το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Όπως συχνά συμβαίνει στον εγχώριο δημόσιο διάλογο, η παραπληροφόρηση και το μίσος για τη διαφορετικότητα κυριάρχησαν, δημιουργώντας στους περισσότερους πολίτες μια απόλυτα στρεβλή εικόνα περί του τι ακριβώς ψηφίστηκε.

Το νομοσχέδιο, που μετά την υπερψήφισή του την περασμένη Τρίτη, θα αποτελέσει σύντομα και τυπικά νόμο του κράτους, αφορά στη νομική́ αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Σε τι αναφέρεται λοιπόν ο όρος «νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου»; Όπως ο ίδιος ο νόμος ορίζει, «ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από́ το φύλο που καταχωρήθηκε κατά́ τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά». (αρ. 2) Άρα μιλάμε για περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ του φύλου που έχει καταχωρηθεί ληξιαρχικά μετά τη γέννηση του ατόμου (βιολογικό φύλου/sex), και του τρόπου που το άτομο αντιλαμβάνεται και εξωτερικεύει το φύλο του (κοινωνικό φύλο/gender) (αρ. 3).

Ο νόμος δεν αναφέρεται καθόλου στο θέμα της «αλλαγής φύλου», όπως αυτή συμβαίνει συνήθως με ιατρική θεραπεία και χειρουργική επέμβαση. Η αλλαγή φύλου καλύπτεται άλλωστε ως ιατρικό αλλά και εν συνεχεία ως νομικό γεγονός ήδη από το 1976 (Ν.344/1976), όπως μετέπειτα ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε ο νόμος από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων με μόνη τη συγκατάθεση του ατόμου ή των γονέων του για ανήλικους. Ο νόμος για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου δεν αφορά σε κανένα επίπεδο οποιαδήποτε επέμβαση στο σώμα του ατόμου. Αντίθετα, αναφέρεται στη νομική και μόνο διόρθωση διοικητικών εγγράφων. Αυτό αποτελεί και την ουσία του καινούργιου νόμου. Ένα άτομο δηλαδή το οποίο αισθάνεται σε αναντιστοιχία με το σώμα του σε ό,τι αφορά το φύλο έχει πλέον δικαίωμα να αλλάξει τα διοικητικά έγγραφά του (π.χ. ταυτότητα, διαβατήριο) ώστε αυτά να έρχονται σε αντιστοιχία με το πώς το ίδιο το άτομο αισθάνεται και εκφράζει την ταυτότητα του φύλου του, χωρίς να υποχρεώνεται σε ιατρικές επεμβάσεις που συχνά περιλαμβάνουν ακρωτηριασμό, στείρωση και άλλες, βαθιά επεμβατικές στο σώμα του ατόμου, διαδικασίες. Η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου είναι άρα πλήρως ανεξάρτητη από οποιαδήποτε ιατρική και χειρουργική επέμβαση.

Ιδιαίτερη συζήτηση έγινε συγκεκριμένα για το άρθρο 3 του νόμου, το οποίο προβλέπει τη θέσπιση ηλικιακού ορίου επί της διαδικασίας της διόρθωσης των στοιχείων που αφορούν στην ταυτότητα φύλου του ατόμου. Διευκρινίσαμε ήδη πως η ιατρική «αλλαγή φύλου», που ούτως ή άλλως ορίζεται από άλλη, ήδη υπάρχουσα, νομοθεσία, αποτελεί πλήρως διακριτό ζήτημα από την εν προκειμένου διόρθωση της νομικής ταυτότητας φύλου, που πρόκειται για διοικητική καθαρά πράξη. Ο νόμος λοιπόν ορίζει ότι ένα άτομο μπορεί να διορθώσει τα ληξιαρχικά καταχωρημένα στοιχεία του που αφορούν στο φύλο από τη στιγμή που θα ενηλικιωθεί αυτοβούλως. Στην περίπτωση που το άτομο έχει συμπληρώσει τα 17 έτη απαιτείται η συναίνεση των γονέων ή των ασκούντων γονική μέριμνα. Από την ηλικία των 15 έως των 17 ετών αυτό γίνεται με επιπλέον την θετική́ γνωμάτευση διεπιστημονικής επιτροπής στην οποία μετέχουν α) ένας παιδοψυχίατρος, β) ένας ψυχίατρος, γ) ένας ενδοκρινολόγος, δ) ένας παιδοχειρουργός, ε) ένας ψυχολόγος, στα) ένας κοινωνικός λειτουργός και ζ) ένας παιδίατρος (αρ. 3). Σε ό,τι αφορά λοιπόν τους ανήλικους από 15 ετών, η αλλαγή των στοιχείων τους προς τη διοίκηση μπορεί να επέλθει μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων αλλά και ιατρικού συμβουλίου θέτοντας έτσι μια σημαντική ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης της προσωπικής βούλησης του ατόμου και της ικανότητας πραγματικής έκφρασής της από τη μία, και της προστασίας της ανηλικότητάς του από την άλλη.

Η μετατροπή διοικητικών εγγράφων που δεν συμμορφώνονται με την ταυτότητά ενός ατόμου όπως εκείνο την ορίζει έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο το άτομο αυτό ζει, μετακινείται, και μετέρχεται των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών που του αποδίδονται από την πολιτεία. Αυτές οι επιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με την πρόσβαση του ατόμου σε διοικητικές, εν γένει νομικές, ιατρικές, πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες χωρίς τις οποίες κωλύονται άλλα δικαιώματα, όπως εκείνα της ιδιωτικής ζωής, της αυτοδιάθεσης, της αυτονομίας, της ισότητας και της πρόσβασης σε κοινωνικά δικαιώματα. Δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από την δίκαιη, ισότιμη και αξιοπρεπή πρόσβαση και μεταχείριση από την διοίκηση την οποία δικαιούνται όλοι οι πολίτες ενός κράτους.

Ο νόμος αφήνει κάποια κομμάτια είτε ακάλυπτα είτε προβληματικά σε σχέση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως το ζήτημα πρόβλεψης κενής καταχώρισης φύλου ή την διάκριση που θέτει βάση οικογενειακής κατάστασης μιας και δεν δίνει τη δυνατότητα σε έγγαμους να προβούν σε διόρθωση των στοιχείων τους, αλλά και την διάκριση βάσει ηλικίας. Παρόλα αυτά, τα ζητήματα που μένουν ανοιχτά μπορούν πλέον να διευθετηθούν από την νομολογία των δικαστηρίων.

Ένας νόμος που έρχεται να καλύψει την ασυμφωνία μεταξύ του διοικητικά καταχωρημένου φύλου και της προσωπικής βούλησης του ατόμου αποτελεί σίγουρα μια νίκη για την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και ένα βήμα προς μια πιο ανεκτική και δημοκρατική κοινωνία. Ο νομοθέτης οφείλει σε ζητήματα ατομικών, κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών να σπρώχνει την κοινωνία μπροστά προς την σωστή πλευρά της ιστορίας. Την πλευρά που έχει γνώμονα τον άνθρωπο και την προστασία του.

Εξάλλου, οι μειοψηφίες είναι συνήθως εκείνες που έχουν ανάγκη προστασίας και υποστήριξης. Η μεταχείριση των λίγων –κι όχι των πολλών– φανερώνει την ποιότητα μιας Δημοκρατίας.


ΠΗΓΗ:
http://www.athensvoice.gr/politiki/ti-akrivos-simainei-nomiki-anagnorisi-taytotitas(accessed 14.10.17)


Wednesday 11 October 2017

Το ότι «ακούμε φωνές» σημαίνει ότι είμαστε ψυχικά ασθενείς;

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι μόνο οι άνθρωποι που πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο «ακούνε φωνές». Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένα μέρος των ανθρώπων που «ακούνε φωνές» είναι ψυχικά ασθενείς. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι που παίρνουν συγκεκριμένα είδη ναρκωτικών ή έχουν ιστορικό υπερβολικής χρήσης αλκοόλ, μπορούν επίσης να αρχίσουν να ακούνε φωνές. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακούνε φωνές, οι οποίοι δεν έχουν ιστορικό ασθένειας, ούτε καταναλώνουν ναρκωτικά ή αλκοόλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα είδη σωματικών ασθενειών ή η γήρανση μπορούν να γίνουν η αιτία κάποιοι άνθρωποι να «ακούνε φωνές» (Tien, 1991).

Δικαιολογημένα, η συχνή σύνδεση που γίνεται μεταξύ της εμπειρίας του να «ακούει κάποιος φωνές» και της ψυχικής νόσου σημαίνει ότι μερικοί άνθρωποι θα είναι απρόθυμοι να μιλήσουν για τις «φωνές» τους σε ένα γιατρό ή ακόμη και σε κοντινούς τους ανθρώπους.

Οι τρεις φάσεις της εμπειρίας του να ακούς φωνές

Για πολλούς ανθρώπους η αρχή αυτού που ονομάζουμε «ακούω φωνές» μπορεί κυριολεκτικά να είναι μία τρομακτική εμπειρία, γι’ αυτό κάποιοι ερευνητές την ονομάζουν φάση ξαφνιάσματος. Μόλις το άτομο που ακούει τις φωνές ξεπεράσει το σοκ αυτό, το επόμενο στάδιο είναι να προσπαθήσει να δώσει νόημα στις φωνές, και αυτή είναι η φάση αντιμετώπισης ή οργάνωσης. Η φάση αντιμετώπισης είναι μία δύσκολη περίοδος, κατά την οποία το άτομο που ακούει τις φωνές ίσως θελήσει να αποδράσει ή να αρνηθεί τις φωνές με κάποιο τρόπο. Σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να πάρει μήνες ή χρόνια μέχρι να αναγνωρίσουν την ύπαρξη των φωνών.

Η επόμενη φάση είναι η φάση σταθεροποίησης. Αυτή είναι η περίοδος που το άτομο που ακούει φωνές προσαρμόζει αυτή του την εμπειρία στην καθημερινή ζωή του, μπορεί να επιλέξει τι θέλει να κάνει, αντί του να υπακούει τις φωνές. Αναφορές ανθρώπων που ακούν φωνές προτείνουν πως η πρώιμη αποδοχή της ύπαρξης των φωνών είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς την αντιμετώπισή τους (Romme & Escher, 1993: pp 17-20).

Φάση Ξαφνιάσματος Οι φωνές συχνά ξεκινούν από ένα σοβαρό ψυχικό τραύμα, σε μία περίοδο μεγάλων δεινών, όταν η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για να την αντέξεις. Σ’ αυτή την περίοδο οι φωνές βιώνονται συχνά ως επιθετικές και αρνητικές, και οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και μπερδεμένοι. Οι φωνές μερικές φορές προκαλούν τέτοιο χάος ή απαιτούν τόση πολλή προσοχή που παρεμβαίνουν σοβαρά στις ζωές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με τις καθημερινές τους δραστηριότητες και με τις σχέσεις τους. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι χρειάζονται καθησύχαση και κάποια θεραπεία για το άγχος.

Φάση οργάνωσης Όταν το αρχικό άγχος και η σύγχυση έχουν μειωθεί ή έχουν σταδιακά ανασταλεί, τότε το άτομο μπορεί να επικεντρωθεί στην οργάνωση των φωνών και της σχέσης του με αυτές. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, λεπτομερής προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε θέματα όπως:
Η ανάλυση της πιθανής σημαντικότητας των φωνών για το άτομο που τις ακούει σε σχέση με το παρελθόν και το παρόν. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της διερεύνησης της προσωπικής ιστορίας του ατόμου.
Το νόημα των φωνών στην καθημερινή ζωή του ατόμου. Η επιρροή της στάσης της οικογένειας απέναντι στις φωνές.
Τα συνοδά συμπτώματα διάσχισης και απώθησης συναισθημάτων.
Οι συγκεκριμένες περιστάσεις στις οποίες ακούγονται οι φωνές.
Τι έχουν να πουν οι φωνές, ποια είναι η φύση οποιουδήποτε εναύσματος και ποιες οι αντιλήψεις που συνοδεύουν τις φωνές.
Προσοχή πρέπει να δοθεί στην κοινωνική θέση του ατόμου και το βαθμό ανεξαρτησίας του/της.
Οι απαραίτητες κοινωνικές παροχές.
Οι διαθέσιμες ευκαιρίες να αναπτύξει και να παρουσιάσει το άτομο μια ολοκληρωμένη ταυτότητα ως ένας άνθρωπος που ακούει φωνές.

Φάση σταθεροποίησης Σ’ αυτή τη φάση η εστίαση βρίσκεται πρωταρχικά στη διεύρυνση της γνώσης και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσω της χρήσης διάφορων θεραπευτικών τεχνικών. Αυτή είναι η περίοδος που οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να μαθαίνουν να ζουν σε ισορροπία με τις φωνές τους, αφού τις βλέπουν ως τμήμα τους. Η σχέση με τις φωνές είναι πιο λογική, οι φωνές έχουν τώρα πιο θετική επιρροή και είναι λιγότερο ελεγκτικές, ενώ τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να ακολουθήσουν τη συμβουλή τους, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι είναι λιγότερο αγχωμένοι για τις φωνές τους.

Πλαίσια αναφοράς / Συστήματα πεποιθήσεων

Τα πλαίσια αναφοράς ή συστήματα πεποιθήσεων αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε άτομο εξηγεί την εμπειρία του. Η αναζήτηση ερμηνείας συνήθως συμβαίνει στο στάδιο της οργάνωσης. Αποτελεί σημαντικό μέρος του «χτισίματος» μιας σχέσης με τα φαινόμενα που έχουν πλέον γίνει μέρος της ζωής του ατόμου.

Οι πιο αποτελεσματικές μορφές αντιμετώπισης έχουν αναπτυχθεί από το εξελισσόμενο πλαίσιο αναφοράς των ατόμων αυτών σχετικά με την εμπειρία τους. Τα πλαίσια αναφοράς επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα αντιμετώπισης της εμπειρίας, και μπορεί να είναι δύσκολη η μετάβαση στο να αισθάνεται κανείς άνετα με την εμπειρία αυτή χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς.

Όταν κάποιος ακούει φωνές για πρώτη φορά συνήθως ψάχνει για κάποια εξήγηση, ένα τρόπο να δώσει νόημα στην εμπειρία αυτή, τόσο για τον ίδιο του τον εαυτό όσο και για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό αποτελεί μία προσπάθεια να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει στον ίδιο, με το να εξηγεί στον εαυτό του το νόημα της εμπειρίας του. Οι άνθρωποι έχουν διάφορες ερμηνείες για την πηγή της εμπειρίας τους. Η έρευνα των Romme & Escher σε ανθρώπους που ακούν φωνές έδειξε ότι από τα άτομα που ρωτήθηκαν
76 θεωρούσαν τις φωνές θεούς ή πνεύματα
30 ερμήνευαν τις φωνές ως ένα καλοπροαίρετο καθοδηγητή
45 θεωρούσαν το γεγονός ότι άκουγαν φωνές ως ένα εξαιρετικό δώρο
48 αναγνώριζαν στη φωνή που άκουγαν ως τη φωνή ενός ατόμου που γνώριζαν από την καθημερινή τους ζωή

Η αντιμετώπιση της εμπειρίας μοιάζει να συνεπάγεται το να φτάσει κανείς σε μία γαλήνια προσαρμογή και αποδοχή της εμπειρίας ως μέρος του ατόμου. Κάθε εμπειρία είναι μοναδική για το άτομο και τα πλαίσια αναφοράς είναι κι αυτά ξεχωριστά, ακόμα κι αν ανήκουν σε κάποιο αποδεκτό σύστημα αξιών, όπως οι πνευματικές ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Συχνά δεν είναι βοηθητικό να λειτουργεί κανείς με ένα πλαίσιο αναφοράς, το οποίο καθιστά αδύνατη την απόκτηση ελέγχου πάνω στην εμπειρία. Μ’ αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η εξήγηση που προσφέρεται από τη βιολογική ψυχιατρική μερικές φορές δεν είναι βοηθητική για άτομα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους, επειδή τοποθετεί τα φαινόμενα εκτός του ελέγχου τους.

Όσον αφορά τους επαγγελματίες, για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη στη θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητο να είναι ειλικρινείς για τα δικά τους πιστεύω και, ενώ μπορεί να μη μοιράζονται τις ίδιες ιδέες σε προσωπικό επίπεδο, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να αναζητήσουν λύσεις, οι οποίες ίσως είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση μιας δεδομένης κατάστασης.



Πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τις φωνές

Το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις «φωνές» εξαρτάται από πολλά πράγματα:
Την ηλικία στην οποία άρχισαν να ακούν «φωνές»
Τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι «φωνές»
Από πού φαίνεται να προέρχονται οι «φωνές»
Τι λένε οι «φωνές»
Πώς ακούγονται οι «φωνές» και σε ποια ένταση
Αν στους ανθρώπους αρέσουν ή δεν αρέσουν οι «φωνές»
Αν οι «φωνές» μοιάζουν να παρεμβαίνουν στη σκέψη ή στη συμπεριφορά του ατόμου
Αν οι άνθρωποι αισθάνονται πως οι «φωνές» κυριαρχούν επάνω τους
Αυτό που κάνουν οι άνθρωποι για τις «φωνές» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά που πιστεύουν γι’ αυτές (Chadwick, Birchwood, & Trower, 1996).

Κάποιοι άνθρωποι είχαν φωνές από την παιδική τους ηλικία, έχοντας ξεκινήσει ίσως ως «φανταστικοί φίλοι», ενώ για άλλους οι φωνές ξεκίνησαν αργότερα, στα εφηβικά χρόνια ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Γενικά, η λιγότερο πιθανή εμπειρία είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να ακούνε φωνές στη μέση ηλικία (45-65).

Είναι συνηθισμένο να μη θυμούνται οι άνθρωποι απαραιτήτως τις ακριβείς περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι φωνές, αλλά η έρευνα δείχνει ότι 75 % των ατόμων που ακούνε φωνές συχνά είχαν βιώσει κάποιο σημαντικό και τραυματικό γεγονός ή γεγονότα στη ζωή τους. Σε αυτά τα γεγονότα περιλαμβάνονται η πρώιμη απώλεια των γονέων ή κοντινών προσώπων και σωματικό και/ή συναισθηματικό σοκ από κάποια κακοποίηση ή κακομεταχείριση, στην οποία πολύ συχνά περιλαμβάνεται σεξουαλική κακοποίηση.

Πληροφόρηση

Η συγκέντρωση πληροφοριών για την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» μέσω ανάγνωσης άρθρων και βιβλίων μπορεί να βοηθήσει τα άτομα που ακούνε «φωνές» να αποφασίσουν αν θα ήταν χρήσιμο να το πουν σε κάποιον άλλο, όπως σε ένα σύντροφο, συγγενή, στενό φίλο, σε κάποιον που τους παρέχει φροντίδα ή σε κάποιον επαγγελματία. Το να μιλήσεις με κάποιον που ξέρει για τις «φωνές» μπορεί επίσης να σε βοηθήσει να αποφασίσεις τι να κάνεις. Τα περισσότερα άτομα που ακούν «φωνές» αισθάνονται πως όσα περισσότερα μπορούν να μάθουν και να πουν για τις «φωνές», ειδικά με άτομα που έχουν κάποια κατανόηση, τόσο καλύτερα είναι συνήθως για τους ίδιους.

Συμβουλευτική για τις φωνές

Παραδοσιακά, η μόνη απάντηση που έχει να προσφέρει η ψυχιατρική στους ανθρώπους που ακούνε φωνές είναι τα φάρμακα, αλλά αυτή η τάση έχει αρχίσει να αλλάζει τελευταία. Έχει αναγνωριστεί από τη Βρετανική Ψυχολογική Εταιρία (2000) πως οι θεραπείες μέσω ομιλίας μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους. Μπορεί να σου προσφέρουν γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, που είναι το μόνο είδος θεραπείας ομιλίας που συνήθως προσφέρεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν δε σου προσφερθεί, θα μπορούσες να το ζητήσεις. Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία λειτουργεί μέσω της εξέτασης των πεποιθήσεων και των πράξεών σου και προσπαθεί να τις τροποποιήσει κάνοντάς τες πιο «ρεαλιστικές». Όμως, πολλοί άνθρωποι ακούν φωνές εξαιτίας τραυματικών γεγονότων του παρελθόντος τους και μπορεί να νιώθουν πως χρειάζονται την ευκαιρία να μιλήσουν σε μεγαλύτερο βάθος για τη ζωή, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις τους.

Όταν η εμπειρία είναι οδυνηρή, το Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές (βασισμένο σε 15 χρόνια εμπειρίας και έρευνας) αναγνωρίζει πως ο καλύτερος τρόπος να τις αντιμετωπίσει κάποιος είναι να τις θεωρεί μια πραγματική και φυσιολογική εμπειρία, η οποία σημαίνει κάτι για το άτομο που τις έχει, να ακούει κανείς το άτομο και να μιλά για το περιεχόμενο των φωνών, των οραμάτων κ.ά., να προσπαθήσει να καταλάβει τι σημαίνουν οι φωνές για το ίδιο το άτομο μέσα στα πλαίσια αναφοράς των πεποιθήσεών του και να προσπαθήσει να τις εντάξει στην ιστορία ζωής του ατόμου. Πράγματι, είναι συχνά δυνατόν να ακούσει κανείς τις ίδιες τις φωνές, ώστε να καταλάβει τι εννοούν.

Δε θεωρούμε πως είναι βοηθητικό να προσπαθήσει κάποιος να επιβάλει σε κάποιον άλλον οποιαδήποτε θεωρία, επιστημονική ή άλλη. Δυστυχώς, πολλοί σύμβουλοι και ψυχοθεραπευτές είναι επιφυλακτικοί στο να δουλέψουν με ανθρώπους που βρίσκονται σε φαρμακοθεραπεία ή έχουν «ψυχωτικά συμπτώματα» και θεωρούν αυτά τα συμπτώματα ως ψυχολογικά ελλείμματα του ατόμου. Το Δίκτυο των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές ελπίζει να βοηθήσει ώστε να αλλάξει αυτή η οπτική και να προωθήσει τρόπους δουλειάς με τους ανθρώπους που ακούν φωνές που θα τους βοηθήσουν να δουν τη δυσφορία τους στο πλαίσιο της ζωής τους. Αυτό μπορεί να μην κάνει τις φωνές να σταματήσουν αλλά μπορεί να αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την εμπειρία του.


ΠΗΓΗ:
http://www.hearingvoices.gr/index.php/2012-07-18-09-34-04/2012-07-18-09-34-49/item/38#illness?(accessed 11.10.17)

Η ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων σήμερα





Η ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων (ΨΥΠΕ) αποτελεί ένα πολύ σοβαρό θέμα δημόσιας υγείας. Οι αποκλίσεις της είναι ένα συχνό (10 - 20% πληθυσμού), σύνθετο και σημαντικό πρόβλημα εξαιτίας των σοβαρών επιπτώσεων που μπορεί να επιφέρουν, π.χ., ψυχικός πόνος, ελλειμματική λειτουργικότητα του παιδιού ή εφήβου, ψυχολογική και οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών και του κράτους. Oι οικονομικές επιπτώσεις αφορούν πολλούς τομείς: εργασία (απώλεια παραγωγικότητας), εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια και δικαιοσύνη. Το συνολικό κόστος τριών ψυχικών διαταραχών (ελλειμματικής προσοχής υπερκινητικότητας, διαγωγής και φάσματος αυτισμού) στην Ευρώπη εκτιμήθηκε στα 21,3 δισ. ευρώ ετησίως (2010), ενώ στις ΗΠΑ ήταν 247 δισ. δολάρια ετησίως (1995 - 2007), για όλες τις διαταραχές. Επιπλέον, αν οι ψυχικές διαταραχές στα παιδιά αφεθούν χωρίς θεραπεία, μπορεί να συνεχιστούν στην ενήλικη ζωή με επιπτώσεις στην υγεία, την επαγγελματική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων (αυτοκτονικότητα, χρήση ουσιών, αυξημένα ποσοστά εμπλοκής με τον νόμο, τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και πρόνοιας).

Σημαντικές έρευνες

Σήμερα διαθέτουμε μεγάλο αριθμό επιδημιολογικών παιδοψυχιατρικών μελετών που έχουν συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση θεμάτων ΨΥΠΕ και την καθημερινή κλινική πρακτική μας, π.χ., αιτιολογία της παιδικής ψυχοπαθολογίας, συνέχειά (και ασυνέχειά) της στην ενήλικη ζωή, παράγοντες κινδύνου (και προστασίας) με τους οποίους συνδέεται. Το τελευταίο, αντικείμενο πολλών διαχρονικών μελετών παγκοσμίως, θεωρείται σημαντικό για την πρόληψη και την προαγωγή της ΨΥΠΕ. Ταυτόχρονα, η νευροαπεικόνιση και η νευροενδοκρινολογία έχουν συμβάλει στη μελέτη βιολογικών δεικτών ευαλωτότητας για την ανάπτυξη συγκεκριμένων διαταραχών.

Στην καθημερινή κλινική πράξη, ολοένα και συχνότερα συναντούμε εφήβους με σοβαρές αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και απόπειρες αυτοκτονίας που συνήθως «κρύβουν» διαταραχές τύπου κατάθλιψης και άγχους. Οι περιπτώσεις αυτισμού παραπέμπονται νωρίτερα πια στη ζωή του παιδιού, λόγω ενημέρωσης αλλά και πραγματικής αύξησης του προβλήματος. Οι παιδοψυχίατροι, και οι ειδικοί ψυχικής υγείας γενικότερα, ολοένα και συχνότερα συναντούμε γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας (π.χ., μητέρες με κατάθλιψη) που μπορεί να επηρεάσουν την άσκηση του γονικού ρόλου, τη σχέση γονέων - παιδιού, ενώ συχνά συνδέονται με προβλήματα ψυχικής υγείας και στα παιδιά τους, ιδιαίτερα μάλιστα στις πιο μειονεκτούσες κοινωνικοοικονομικά οικογένειες.

Η επένδυση στην ψυχική υγεία των γονέων και οι πρώιμες παρεμβάσεις θεραπείας και ψυχοεκπαίδευσης σε αυτούς για την πρόληψη προβλημάτων στα παιδιά τους πρέπει να αποτελούν κυρίαρχες προτεραιότητες της πολιτείας. Ανάλογες διαπιστώσεις είχαμε κάνει με την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού, όπως αποτιμήθηκε, προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (2011-14).

Σε συνθήκες φτώχειας, πολλοί γονείς αδυνατούν να μεγαλώσουν στοιχειωδώς και παραμελούν τα παιδιά τους, τα οποία συχνά μέσω εισαγγελικών διαδικασιών και βραχύχρονης, αν και όχι πάντα, παραμονής σε παιδιατρικά νοσοκομεία, καταλήγουν σε ιδρύματα, κάτι για το οποίο δεν πρέπει να είμαστε υπερήφανοι… Από τη μελέτη της οικονομικής κρίσης στη Φινλανδία τη δεκαετία του ’90 γνωρίζουμε πως οι επιπτώσεις της στην ΨΥΠΕ ήταν μακροχρόνιες και όχι μόνο εξαιτίας των περικοπών στην υγεία και ψυχική υγεία, αλλά και λόγω των περικοπών σε άλλους τομείς, π.χ. εκπαίδευση και πρόνοια. Ο φόβος των γονέων για πιθανή ανεργία δρούσε απειλητικά (περισσότερο από την ίδια την ανεργία!) για την ψυχική ισορροπία των παιδιών τους.

Σύμφωνα με διατριβή (Β. Ντρε) που εκπονείται στην Παιδοψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ, οι οικογένειες παιδιών με διαταραχές του φάσματος του αυτισμού ξοδεύουν 400 - 1.000 ευρώ μηνιαίως από την τσέπη τους, μάλιστα σε περίοδο κρίσης, για τις θεραπείες του παιδιού τους, και τις οποίες αρκετά συχνά αναγκάζονται να μειώσουν ή να διακόψουν. Επιπλέον, 2 στις 3 μητέρες έχουν συμπτώματα κατάθλιψης.

Η ανάγκη ενίσχυσης

Από τα παραπάνω παραδείγματα και μόνο, συνάγεται η ανάγκη να ενισχυθούν οι υπηρεσίες ΨΥΠΕ, να προσαρμόσουν τις λειτουργίες τους και να δώσουν περισσότερο χρόνο στη θεραπεία και την πρόληψη. Επιπλέον, να βελτιωθεί η υπάρχουσα επιστημονική γνώση, να ενισχυθούν η έρευνα και η ακαδημαϊκή Παιδοψυχιατρική (που σήμερα διαθέτει μόλις μία δεκάδα μελών ΔΕΠ), να υποστηριχθεί η συνεχιζόμενη εκπαίδευση των ειδικών και να γίνεται αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε περίοδο λιτότητας ας διατηρήσουμε τουλάχιστον τα κεκτημένα, ας μην προχωρήσουμε σε περικοπές στην ψυχική υγεία και ας επενδύσουμε στην πρόληψη και προαγωγή της ΨΥΠΕ, αφού οι συνέπειες των βραχυπρόθεσμων περικοπών θα αποδειχθούν οδυνηρές μακροπρόθεσμα.

* Ο κ. Γεράσιμος Κολαΐτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Παιδοψυχιατρικής, Παιδοψυχιατρική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», και διευθυντής σπουδών Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ψυχική Υγεία Παιδιών και Εφήβων».


ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/930014/article/ygeia/ygeia-epikairothta/apoyh-h-yyxikh-ygeia-paidiwn-kai-efhvwn-shmera(accessed 11.10.17)


Sunday 8 October 2017

Κι όμως χρειάζεται να διασώσουμε τα παιδιά μας από την εργασιακή εξουθένωση






Ένα καινούργιο βιβλίο εξηγεί ότι το υπερβολικά φορτωμένο πρόγραμμα και η διαρκής αξιολόγηση της ακαδημαϊκής επίδοσης που υφίστανται τα παιδιά μας επιβαρύνει την υγεία και χαμηλώνει τα επίπεδα της ευτυχίας τους.

Ο 15χρονος γιος μου μοιάζει με τους συνομήλικούς του. Ενδιαφέρεται να γίνει δεκτός σε ένα «καλό» πανεπιστήμιο, διαβάζει επιμελώς τα μαθήματά του, βρίσκεται σε μάθημα για πολλές ώρες της ημέρας και συμμετέχει σε τέσσερις μαθητικές οργανώσεις. Προσφέρει εθελοντική εργασία δυο ώρες κάθε Σαββατοκύριακο στην Ανθρωπιστική Οργάνωση του Berkeley και κάνει μαθήματα πιάνο μια φορά την εβδομάδα. Με άλλα λόγια, όντας πολυάσχολος χτίζει το βιογραφικό που απαιτείται για να εγγραφεί στο πανεπιστήμιο.

Όλα αυτά μοιάζουν μάλλον φυσιολογικά για έναν έφηβο που έχει αποφασίσει να σπουδάσει, αλλά εκεί βρίσκεται και το πρόβλημα σύμφωνα με τη συγγραφέα του Beyond Measure: Rescuing an Overscheduled, Overtested,Underestimated Generation. (Εκτός ορίων: Διασώζοντας μια εργασιομανή, υπερβολικά εξεταζόμενη και υποτιμημένη γενιά), Vicki Abeles. Σύμφωνα με την Abeles, τα παιδιά μας είναι τόσο επιβαρυμένα από το διάβασα και τις εξωσχολικές δραστηριότητες που δεν έχουν χρόνο στην καθημερινότητά τους για να χαλαρώσουν, να ονειρευτούν, να σκεφτούν δημιουργικά ή απλώς να είναι χαρούμενα. Αντ’ αυτού, η πίεση να «επιτύχουν» τα αγχώνει, τους δημιουργεί αγωνία και κατάθλιψη. Ακόμα και αν εμείς πιστεύουμε το αντίθετο, η σκληρή τους εργασία δεν τα προετοιμάζει για να γίνουν οι μελλοντικοί εφευρέτες, καλλιτέχνες, οι άνθρωποι που θα επιλύουν προβλήματα που τόσο χρειάζεται η κοινωνία.

Η Abeles αρχικά ανέδειξε τα προβλήματα που προκύπτουν από τα υπερφορτωμένα παιδιά με την ταινία της Race to Nowhere (Μάταιος Αγώνας). Στο νέο της βιβλίο επανεξετάζει τους προβληματισμούς της σχέση με το μοντέλο εκπαίδευσης «επιτυχία με κάθε κόστος» και προτείνει κάποιους τρόπους αποφυγής αυτής της τρέλας. Η Abeles διερευνά το κόστος που έχει η καταπίεση των παιδιών μας και αναφέρεται σε σχολεία – πρότυπα που αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη, ανοίγοντας το δρόμο για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, της υγείας και της ευτυχίας των παιδιών μας. Η Abeles αναγνωρίζει ότι πολλοί γονείς νιώθουν παγιδευμένοι σε ένα σύστημα το οποίο οι ίδιοι δεν μπορούν να ελέγξουν. Έχουμε οδηγηθεί να πιστεύουμε ότι ο δρόμος για την επιτυχία είναι στρωμένος με σκληρή δουλειά, άπειρες ώρες εξωσχολικής δραστηριότητας και ένα πτυχίο από κάποιο κορυφαίο πανεπιστήμιο. Αυτό οδηγεί στο μονόδρομο του να επικοινωνούμε στα παιδιά το μήνυμα ότι η επίτευξη στόχων είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή τους – σημαντικότερο και από τη σωματική και ψυχική τους υγεία. «Επιθυμείτε τα παιδιά σας να εμπεδώσουν τη γνώση και γι αυτό το λόγο τα πιέζετε να μελετούν. Επιθυμείτε να τους δώσετε την ευκαιρία να αναπτύξουν τα ενδιαφέροντά τους – ίσως να έχουν περισσότερες ευκαιρίες από όσες είχατε εσείς καθώς μεγαλώνατε», γράφει η Abeles. «Πριν ακόμα το συνειδητοποιήσετε η ζωή σας φαίνεται να ξεφεύγει από τον έλεγχό σας».

Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι πολλά από τα πράγματα που θεωρούμε ότι συντελούν στην ακαδημαϊκή πρόοδο – αρκετή δουλειά για το σπίτι, τυποποιημένοι τρόποι εξέτασης και τμήματα για «προχωρημένους» μαθητές – στην πραγματικότητα παίζουν πολύ μικρότερο ρόλο στη μάθηση και σε κάποιες περιπτώσεις επηρεάζουν αρνητικά το αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, η Abeles μας παραπέμπει σε μια έρευνα του 2016 στην οποία οι επιστήμονες διέτρεξαν στοιχεία από την εργασία που δίνεται για το σπίτι και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτή η καθημερινή πρακτική στην πραγματικότητα δεν προσφέρει τίποτα στο μαθητή. «Σε επιστημονικές έρευνες σημειώνεται πως αρκετά συχνά η εργασία που δίνεται στους μαθητές για το σπίτι δεν βελτιώνει την ακαδημαϊκή επίδοση, αντίθετα από ότι πιστεύουμε εμείς» γράφει η Abeles. «Στην πραγματικότητα εκείνες οι ώρες που ξοδεύονται στο διάβασμα στο σπίτι ενδέχεται να είναι επιβλαβείς για την υγεία και τη μάθηση».

Μια άλλη μελέτη της Διεθνούς Ένωσης Συμβούλων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο (National Association for College Admission Counseling), που πραγματοποιήθηκε από τον πρύτανη του πανεπιστημίου του Harvard, τον οδήγησε να προτείνει να μην λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα των εξετάσεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τις επιτροπές που εξετάζουν τις αιτήσεις των υποψήφιων φοιτητών. Κατά τη γνώμη του, «οι εξετάσεις φαίνεται να ενισχύουν τις διαφορές που προκύπτουν από τις τάξεις, τη φυλή ή και την εθνικότητα και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων» αντί να αξιολογούν τις δυνατότητες των υποψηφίων για ακαδημαϊκή επιτυχία. Επιπλέον, σύμφωνα με μια μελέτη από τα πανεπιστήμια Virginia και Harvard όπου αξιολογήθηκαν το κοινωνικοοικονομικό και μορφωτικό υπόβαθρο των φοιτητών τους, τα ειδικά τμήματα «για προχωρημένους» που παρακολουθούσαν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν σχετίζονταν καθόλου με την επίδοσή τους στο πανεπιστήμιο.

Όμως ακόμα και εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, δεν αλλάζει κάτι. Η Abeles υποδεικνύει τους συνυπεύθυνους για τη διατήρηση του τρέχοντος συστήματος: Tα πανεπιστήμια ανταγωνίζονται το ένα το άλλο ως προς τον αριθμό των αιτήσεων που δέχονται από υποψήφιους φοιτητές, γεγονός που περιορίζει τον αριθμό των εισακτέων και ενθαρρύνει τους μαθητές να προσπαθούν να διακρίνονται μέσω της βαθμοθηρίας χωρίς αίσθηση σκοπού, εκπαιδευτικά ιδρύματα που σε τμήματα «για προχωρημένους» καταρτίζουν προγράμματα με στόχο την επιτυχία στις εξετάσεις και όχι την κατάκτηση της γνώσης και τους γονείς που αγχώνονται για την εισαγωγή των παιδιών τους στα πανεπιστήμια και πιέζουν τα παιδιά τους να συσσωρεύουν επιτεύγματα αντί για γνώσεις και τα εγγράφουν σε ατέλειωτες δραστηριότητες που τους στερούν τον ελεύθερο χρόνο. Η Abeles επισημαίνει τη βαρύτητα των αποφάσεων των ενηλίκων, τους αποδίδει την αποκλειστική ευθύνη και προτείνει τη δημιουργία ενός κινήματος για αλλαγή που θα μπορούσε να προκύψει αν αποφάσιζαν να προβάλλουν τις αντιρρήσεις τους και να αναλάβουν δράση.

Για εκείνους που αντλούν έμπνευση από τα επιχειρήματα που υποστηρίζει, η Abeles παρέχει μια μακριά λίστα πιθανών δράσεων στις οποίες θα μπορούσαν να συμμετέχουν γονείς και εκπαιδευτικοί με στόχο να προξενήσουν σημαντικές αλλαγές στη σχολική και ιδιωτική ζωή των παιδιών. Προτείνει στους γονείς να ελαφρύνουν το ακαδημαϊκό φορτίο των παιδιών, να φροντίζουν ώστε να ξεκουράζονται και να κοιμούνται περισσότερο, να αγνοούν τις διαφημίσεις των κολλεγίων και πανεπιστημίων και να τα ενθαρρύνουν να παρακολουθούν τα μαθήματα που προτιμούν και τις δραστηριότητες που προτιμούν εκείνα (και όχι εκείνες που είναι προτιμότερες σε ένα βιογραφικό). Ενθαρρύνει τις κοινότητες των γονέων και των εκπαιδευτικών να αιτηθούν στα σχολεία να μειώσουν τη διάρκεια της σχολικής ημέρας, να προτείνουν εναλλακτικές στο καθημερινό διάβασμα το είδος και τη συχνότητα των εξετάσεων και την αναδόμηση του σχολικού προγράμματος ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης. Αλλαγές όπως αυτές που προτείνει η Abeles δίνουν περισσότερο χρόνο στους μαθητές για να αναπτύξουν τις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντά τους, να διατηρούν στενή επαφή με τους φίλους και την οικογένειά τους, να παραμένουν υγιείς και να ζητήσουν βοήθεια αν τη χρειάζονται.

Το βιβλίο της Abeles στηρίζεται σε πολλές έρευνες, τα επιχειρήματά της είναι στέρεα και οι αφηγήσεις που περιλαμβάνουν δίνουν έμπνευση. Πιο συγκεκριμένα, οι μαρτυρίες των μαθητών που παγιδεύονται στο εκπαιδευτικό σύστημα είναι εκκωφαντικά θλιβερές, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις χαμένες φωνές των μαθητών που αυτοκτόνησαν εξαιτίας της λανθασμένης πεποίθησης τους ότι ήταν αποτυχημένοι.

Το βιβλίο της Abele μου υπενθυμίζει με επώδυνο τρόπο πόσο επιβαρυντικό είναι το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα που εστιάζει στην ανταγωνιστικότητα και τα επιτεύγματα και ειδικά, πόσα χάνουν τα παιδιά μου παραμένοντας υπάκουα. Εκείνο που έμαθα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο είναι ότι κάποιες πολιτείες της Αμερικής έχουν εναλλακτικές λύσεις για τους γονείς που δεν επιθυμούν τα παιδιά τους να περνούν τις συνηθισμένες εξετάσεις – και αυτό είναι ένα ενδεχόμενο που σκέφτομαι σοβαρά για το γιο μου. Καλά νέα για τη συγγραφέα του βιβλίου, Abeles, που επιθυμεί να πείσει γονείς όπως εγώ να αναλάβουν δράση. «Θα αντιστεκόμαστε ώσπου να βοηθήσουμε τα σχολεία να ανατρέψουν τις παραδόσεις που επιδεινώνουν την υγεία και εμποδίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία των μαθητών και να υιοθετήσουν νέες πρακτικές που αναδεικνύουν τα ταλέντα κάθε παιδιού και ανταποκρίνονται στις ανάγκες του», γράφει η Abeles. «Θα καταφέρουμε να προκαλέσουμε κάποια αλλαγή επηρεάζοντας υπέρ του σκοπού μας το κοινό και πραγματοποιώντας ριζικές αλλαγές οι ίδιοι». 


ΠΗΓΗ:

http://psychografimata.com/2017/10/01/ki-omos-chriazete-na-diasosoume-ta-pedia-mas-apo-tin-ergasiaki-exouthenosi/(accessed 8.10.17)



Η ψυχολογική διάσταση της εγκυμοσύνης







Η περίοδος της εγκυμοσύνης είναι μια καμπή στη ζωή της γυναίκας, η οποία συνεπάγεται σε μια αναδόμηση της ταυτότητάς της.



Η εγκυμοσύνη θεωρείται κρίσιμη περίοδος, όπως η εφηβεία και η εμμηνόπαυση, μια μεταβατική περίοδος στη ζωή της γυναίκας κατά την διάρκεια της οποίας συνυπάρχουν αντιφατικές συναισθηματικές αντιδράσεις. Δίπλα στη θετική συγκίνηση συχνά εντοπίζονται φοβίες και καταθλιπτικά συναισθήματα. Σύμφωνα με τον Bibring (1959) η περίοδος της εγκυμοσύνης είναι μια καμπή στη ζωή της γυναίκας, η οποία συνεπάγεται προσαρμογή στα νέα της καθήκοντα και σε μια αναδόμηση της ταυτότητάς της. Μια περίοδος αυτοπραγμάτωσης, στη διάρκεια της οποίας εκπληρώνονται οι πιο βαθιές επιθυμίες μητρότητας (Deutsch, 1945) καθώς και μια κρίσιμη εμπειρία ωρίμανσης στον κύκλο της ζωής του ενήλικα (Erikson, 1982). Κάποιοι συγγραφείς (Bibring 1961; Breen 1975) θεωρούν ότι η εγκυμοσύνη επιτρέπει την ανάπτυξη των ιδιαίτερων γυναικείων δυνατοτήτων μόνο όταν βρίσκεται σε συνάρτηση με τις εμπειρίες που ακολουθούν την εγκυμοσύνη, δηλαδή τον τοκετό, τη λοχεία, τη δημιουργία σχέσης με το παιδί. Οι κρίσιμες αλλαγές θα συμβούν φυσικά μετά τη γέννηση του μωρού όταν όντως πραγματώνεται η εμπειρία της μητρότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο ερμηνείας ο Racamier (1967) πρότεινε να χρησιμοποιείται ο όρος maternite όταν γίνεται αναφορά στο βιολογικό γεγονός και ο όρος maternalite όταν επιχειρείται η περιγραφή ψυχολογικών και συγκινησιακών αλλαγών που ακολουθούν, δηλαδή, όταν πλέον η εμπειρία γίνεται μέρος της προσωπικότητας.

Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι είναι ευτύχημα το ότι η εγκυμοσύνη διαρκεί εννέα ολόκληρους μήνες κι αυτό διότι δίνει το χρόνο τόσο στη μέλλουσα μητέρα όσο και στον μέλλοντα πατέρα, να συνειδητοποιήσουν ότι σύντομα θα γίνουν γονείς. Παρόλο που η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός βρέφους είναι πολύ συνηθισμένα γεγονότα, θα πρέπει να κατανοήσουμε την μοναδικότητα του κάθε βρέφους, αλλά και της κάθε εγκυμοσύνης. Να λαμβάνουμε υπόψιν ότι η οργανική εμπειρία είναι κάθε φορά διαφορετική, αλλά και το συναισθηματικό βίωμα είναι αλλιώτικο καθώς φέρει μια ιδιαίτερη σημασία. Ο συνδυασμός των παραπάνω είναι που διαμορφώνει την εμπειρία της κύησης. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια συνεχής εναλλαγή πόνου και ευχαρίστησης, προβληματισμού και ενθουσιασμού. Φαίνεται δύσκολο να βρεθεί ζευγάρι να μην προσπαθεί να λύσει εσωτερικές συγκρούσεις κι ερωτήματα όπως «Ήθελα τρομερά ένα μωρό, αλλά τώρα νιώθω σαν άρρωστη», «Η γυναίκα μου φαίνεται προβληματισμένη φοβάται μήπως το μωρό έχει κάτι όταν γεννηθεί» και η λίστα των ερωτημάτων και των αμφιβολιών δεν τελειώνει και φυσικά εναλλάσσεται με χαρά.

Κάθε άνθρωπος έχει ένα πλήθος από απόψεις και προ ιδεασμούς για την τεκνοποίηση, οι οποίες σε ένα ασυνείδητο επίπεδο παίρνουν σάρκα και οστά μόλις επιβεβαιωθεί η σύλληψη. Οι σχέσεις της ζωής μας για παράδειγμα με τους γονείς, τα αδέρφια, με φίλους και συντρόφους που έχουν περάσει απ’ τη ζωή, διαμορφώνουν σε κάποιο βαθμό την δική μας εικόνα περί του γονεϊκού ρόλου. Η διαφορετική προσωπική προδιάθεση, φαίνεται στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους βιώνεται η εγκυμοσύνη και η γέννα, καθώς και σε αυτούς με τους οποίους θεμελιώνεται η πρώτη σχέση με το μωρό. Φυσικά, το μήνυμα της γέννησης ενός παιδιού είναι ελπιδοφόρο και αισιόδοξο, αλλά ας κρατήσουμε ότι οι παράγοντες που επιδρούν στην έκβαση της εγκυμοσύνης είναι πολλαπλοί και αλληλεξαρτώμενοι.

Βιβλιογραφία

Birbing G. (1959) Some considerations in the psychological process of pregnancy. In the “The Psychoanalytic Study of the Child”, 14, pp 113-21.

Breen D. (1975) The birth of the first child, London.

Deutch H. (1945) Psicologia della donna, Torino.

Erikson E. (1982) The Life Cycle Completed. W. W. Norton & Company; Extended Version edition.

Racamier P. C. (1967) Troubles de la sexualite feminine et du sens maternel, in the “Bulletin Officiel de la Societe Internationale de Psycho-prophilaxie Obstetricale”, 32, pp 3-41.

Raphael D. (1991) Psychological process of childbearing, London.

Scopesi A. &Viterbori P. (2007) Psicologica della maternita, Rome.

Μίλερ Ε. (1995) Κατανοώντας το βρέφος σας. Καστανιώτης: Αθήνα.

ΠΗΓΗ:
http://psychografimata.com/2017/09/27/%CE%B7-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CF%85%CE%BC%CE%BF%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B7/(accessed 8.10.17)

This Type of Singleton Lives A Happy LIfe, Psychologists Find





More and more people are living the single life in Western societies than ever before.



It’s often said — and not just by psychologists — that people in a relationship are generally happier, but not everyone fits this mold.

In fact, people who are particularly afraid of conflict in relationships are just as happy single, research finds.

For some people, the everyday stresses and strains of being in a relationship simply outweigh the benefits.

Dr Yuthika Girme, who led the study, said:


“It’s a well-documented finding that single people tend to be less happy compared to those in a relationship, but that may not be true for everyone.

Single people also can have satisfying lives.”

The conclusions come from a survey of over 4,000 people in New Zealand.

They were asked about their relationship status and how they felt about conflicts in relationships.


The study found that people who found disagreements most painful were just as happy single.


It likely removes some anxieties about stresses within relationships.

The study’s authors explain that more and more people are living the single life than ever before:


“People are single more often and for longer than ever before, at least in Western societies.

More and more people are delaying marriage to prioritize personal aspirations.

Serial casual relationships are a common part of the contemporary dating scene.

And, as divorce and solo-parenting rates rise, so does the number of people who are single in later life.”

In contrast, those less worried about relationship conflict were happier as a couple.

The study also found that those who most tried to enhance the intimacy in their relationship were happiest.

Dr Girme said:



“Having greater approach goals tends to have the best outcomes for people when they are in a relationship, but they also experience the most hurt and pain when they are single.”

SOURCE:
http://www.spring.org.uk/2017/10/single-life-happy.php(accessed 8.10.17)

Wednesday 4 October 2017

10+ Photos That Prove Depression Has No Face



September is National Suicide Prevention Month, and throughout the last few weeks, Instagram has become flooded by empowering survival stories. A new hashtag, #faceofdepression, is adding an important layer of depth to the widespread conversation, and it's one we simply can't ignore.


What does a depressed person look like? What does someone with suicidal thoughts look like? Many of us would probably picture a crumpled up, crying shell of a person on a bathroom floor. The reality that #faceofdepression is trying to explain, however, is that people struggling with mental health issues often hide it in their everyday lives - meaning that they look like just about any other person you'd pass on the street.

One of the most touching contributions to the campaign was a video recently shared by Talinda Bentley, widow of Linkin Park singer Chester Bennington, showing him laughing and smiling just 36 hours before his tragic suicide. Don't take everything at 'face' value. If you think or know someone is struggling, ask the hard questions before it's too late.

The National Suicide Prevention Lifeline is available 24/7 if you or someone you know needs urgent help. Call 1-800-273-8255 or go to their official website to live chat with a counselor.






The first picture is how people expect you to look when you're suicidal. . The second is reality. . Laughter doesn't always equate to happiness.












You can't tell can you? You can't tell by the look in my eyes or the sound of my voice even. You're thinking "You're smiling though!" Yes. Yes, I am smiling. I smiled for you. I smiled so I don't make you feel bad. I don't want you to feel like I do. I also don't want you to feel like there is something you can do to make me "feel... 


THIS! She describes it so well... "The worst part is that this bout snuck up on me. I recognize the familiarity of it all though. Empty Lonely Heavy Tired So tired Everything is loud Everything is annoying I have no patience I want to be left alone I want to stay in bed I don't want to work out I want to eat everything without cooking anything "





My daughter as well. The night before she ended up in the hospital they went to the daddy daughter dance and had an amazing time. Thankfully she's still alive today and learning to beat her illness. She was 8 at the time






And this is why everyone needs to learn to listen. Appearance is not everything.






This is my son , right before going to his computer to look up how to properly hang himself. Two days later he followed through.








This is depression in our home. I tried to hang myself in my attic when the board broke and I broke thru the ceiling alerting my family. I fight every day. My husband tries his best but can't break through. I don't understand it. I don't know why I can't get rid of it. I have a wonderful family. I feel selfish, lost, sick and angry at myself. My brain... Read More











My #faceofdepression and yes it is possible to be depressed with a child. Hearing, "You don't have a reason to be depressed with her around" doesn't do shit but make me feel worse about myself Being told, "All you need is exercise and a good diet" just makes me want to throat punch you even though you're coming from a good place Depression keeps you from doing things you want to do because... Read More






This is my boyfriend two weeks before hanging himself. Will never understand it...

SOURCE:
https://www.boredpanda.com/face-of-depression/(accessed 4.10.17)

Τοξικές συμπεριφορές;







Ο όρος τοξικότητα δεν είναι τυχαίος ούτε μεταφορικός. Δεν είναι μεταφορικός επειδή κάθε δυσάρεστο συναίσθημα επιδρά και μεταβάλλει την βιοχημεία του σώματος. Δυστυχώς το υπάρχον ιατρικό μοντέλο που κυριαρχεί είναι κατακερματισμένο σε ειδικότητες χωρίς να λαμβάνει συνήθως υπόψη όχι μόνο το όλον του σώματος αλλά και η σύνδεσή του με το συναίσθημα, λες και το σώμα είναι μηχανή από εξαρτήματα.

Υπάρχουν σχέσεις που μπορούν να μας αρρωστήσουν. Μιας και μιλάμε για το σώμα, το σώμα δίνει άμεσα μήνυμα όταν έρχεται σε επαφή με κάτι επικίνδυνο. Κι όπως το στομάχι αντιδρά στην κακή τροφή ή το δηλητήριο, έτσι κι οι τοξικές συμπεριφορές βιώνονται στα σπλάχνα, αλλά καθώς η συνήθεια και η μάθηση παρεμβαίνουν, δεν παρατηρούμε αυτές τις ενοχλήσεις στο σώμα. Ώσπου να καταλήξουν σε ασθένειες. Και πάλι σπάνια θα συνδεθεί μία κακή σχέση με την ασθένεια στο νου των ανθρώπων...

Είναι πολύ πιθανόν κι εμείς να έχουμε συμπεριφορές τοξικές προς τους άλλους συμπεριφορές που προέρχονται από μάθηση, αλλά κι από φόβο και ανασφάλεια. Όπως και νά'χει οι "τοξικές" συμπεριφορές είναι συνήθως αυτόματες-χωρίς να υπάρχει πρόθεση, δηλ. συνειδητότητα- αφού τις περισσότερες φορές έχουν εγγραφεί ως οικεία σχήματα λόγω μάθησης ή τραυματικής εμπειρίας στις πρώτες σχέσεις με τους γονείς. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι όσο πιο ώριμος είναι ένας ψυχισμός τόσο λιγότερο τοξική συμπεριφορά εκφράζει.

Ας δούμε όμως μερικές τοξικές συμπεριφορές που είναι αρκετά συχνές και μάλιστα αναπαράγονται από τα μήντια κυρίως μέσα από τα τηλεοπτικά σήριαλ. Αν και ο κυριότερος φορέας μετάδοσης ή παραγωγής τους παραμένει η οικογένεια από την οποία προερχόμαστε.

-Μία τέτοια συμπεριφορά που προέρχεται από ανασφάλεια είναι η ανάγκη της άσκησης ελέγχου πάνω στον άλλο, αλλά κι απέναντι στο κάθετί. Ζηλεύει υπερβολικά, θέλει να μαθαίνει τα πάντα, να διεισδύει σε κάθε ιδιωτικό χώρο, να ασκεί εξουσία. Εκτός από το ότι είναι αδύνατο να συμβεί κάποιος να ελέγξει τα πάντα καταστρέφει και τις σχέσεις του. Φυσικά και δεν είμαστε φτερά στον άνεμο και ορίζουμε τη ζωή μας, γνωρίζοντας ωστόσο ότι το αύριο στην πολυπλοκότητά του παραμένει στην σφαίρα του αγνώστου.

-Κάποιοι τύποι επιμένουν για το δίκιο που έχουν λες και θα ήταν συμφορά γιαυτούς μία αλλαγή στάσης. Είναι αυτοί που δεν ακουν τον συνομιλητή τους, που μέσα τους κρύβεται ο σπόρος του φανατισμού που τυφλώνει και κωφαίνει. Αυτοί που θέλουν να έχουν πάντα δίκιο. Παρανοϊδές άγχος μήπως ο άλλος εισέλθει μέσα, διεισδύσει στο μυαλό μας και μας το αλλάξει. Δεν αντιλαμβάνονται την έννοια της συ-ζήτησης (=μαζί ψάχνουμε). Κάκιστοι συνομιλητές και εξαιρετικά βαρετοί αφού στερούν την ευκαιρία της κοινής περιπέτειας μέσω του διαλόγου.

-Αυτός που ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο. Που ρίχνει την ευθύνη στον άλλον μην αντιλαμβανόμενος την πολυπλοκότητα του συστήματος που λέγεται σχέση και το δικό του μερίδιο ευθύνης αλλά και του πλαισίου.Δεν καταλαβαίνουν ότι μία σχέση την κάνουν τουλάχιστον δύο άνθρωποι κι ότι και οι δύο έχουν κοινή ευθύνη για το πώς πάει αυτή η σχέση και την συνδιαμορφώνουν εφόσον παραμένουν μαζί.


-Το συνεχές παράπονο κι η γκρίνια... Στηρίζεται στην προσωπική ιστορία του ανθρώπου, ιδιαίτερα μάλιστα φαίνεται να σχετίζεται με το πρώτο στάδιο ζωής και την σχέση με την μητέρα. Σε όποιον κι αν απευθύνεται όταν ασκείται γίνεται μία σαδιστική πράξη. Σαδιστική πράξη των αδυνάτων ή αυτών που θεωρούν τους εαυτούς τους αδύνατους σε σχέση με τον άλλο.

-Αυτός που στολίζει με χαρακτηρισμούς και κρίνει τον άλλον την ώρα της συζήτησης. Π.χ. Τον αποκαλεί "τεμπέλη", "κακό", "ανώριμο" κλπ. Είναι μετά οι ίδιοι που χαρακτηρίζουν τον σύντροφο ή το παιδί τους αδιάφορο (η αδιαφορία γίνεται ασπίδα προστασίας) και παραπονιούνται ότι δεν τους ακούει ο άλλος όταν μιλούν χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι έχουν συμβάλλει τα μάλα στην κώφωση του συντρόφου. Αντίθετα, μπορεί κανείς να στοχεύσει στο πώς ο ίδιος αισθάνεται κι όχι να στολίζει τον άλλο με διάφορα κοσμητικά επίθετα.

-Ο ανασφαλής που ζητά συνεχή επιβεβαίωση. Ψυχοφθόρο για τον άλλον αλλά και για τον ίδιο και πολύ κουραστικό.

-Η συνεχής καχυποψία. Κατά βάση απαισιόδοξος αυτός ο τύπος, δεν αφήνεται στην σχέση. Περισσότερο βλέπει τον άλλον ως εν δυνάμει εχθρό παρά εν δυνάμει φίλο.

-Ο τύπος που κάνει και μοιράζεται μόνο αρνητικές σκέψεις. Ο ίδιος έχει περισσότερο ή λιγότερο υποβόσκουσα κατάθλιψη και μάλλον δεν το έχει καταλάβει, αλλά κάνει τη ζωή δύσκολη και στους γύρω του.

-Στον αντίποδα του προηγούμενου, τοξική είναι και η απουσία ενσυναίσθησης, συμπόνιας όταν πράγματι χρειάζεται. Όταν απουσιάζει η ικανότητα να μπαίνει κάποιος στα παπούτσια του άλλου για να τον καταλάβει και συχνά χαρακτηρίζεται από ωμότητα και κυνισμό.

-Αυτός που το παίζει θύμα και λέει το πόσο θυσιάζεται για τους άλλους. Φυσικά τοξική συμπεριφορά καθώς προϋποθέτει ότι ο άλλος είνιαι θύτης. Και δεν υπάρχει θύμα και θύτης χωρίς την ύπαρξη, τουλάχιστον, ψυχολογικής βίας.

-Αυτός που διακατέχεται από ανηδονία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του την χαρά και την απόλαυση. Κινείται μόνο στην σφαίρα της υποχρέωσης και χαλάει και την χαρά του άλλου.

-Αυτός που δεν λέει με λόγια άμεσα αυτό που αισθάνεται ή επιθυμεί,αλλά περιμένει τον άλλον να το μαντέψει. Συνήθως ο άλλος όταν δεν καταφέρει να μαντέψει, κατηγορείται ότι πάσχει από έλλειψη κατανόησης ή γίνεται στόχος (συνήθως παθητικής) επιθετικότητας.

-Αυτός που αντί να συζητήσει αυτό που τον ενοχλεί "κρατάει μούτρα". Από τις πιο συχνές μορφές παθητικής επιθετικότητας που είναι απόλυτα προϊόν μάθησης και ταύτισης με κάποιο σημαντικό πρόσωπο από την γονεϊκή οικογένεια.

-Η υπερβολή στην συναισθηματική έκφραση. Μπορεί να είναι θυμός και απώλεια ελέγχου, ή ανησυχία που εκφράζεται με πανικό. Ο αγγλικός όρος "drama queen" είναι κατάλληλος για να χαρακτηρίσει αυτά τα άτομα συνήθως, καθώς αυτή η απόλυτη δραματικότητα, ή μάλλον αν μιλήσουμε κλινικά εκδραμάτιση, δεν μπορεί να την αντέξει κάποιος για πολύ.

Υπάρχουν σχέσεις και άνθρωποι που μας κάνουν και νοιώθουμε καλά. Το καταλαβαίνουμε από την παρατήρηση στα σπλάχνα μας. Η παρατήρηση στο σώμα μας μπορεί να είναι ο καλύτερος σύμμαχος για να καταλάβουμε μία ενόχληση που προέρχεται απ' έξω. Αν βρίσκεται κανείς σε τοξική σχέση, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να φύγει γρήγορα. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος η ενόχληση να μην προέρχεται πάντα από τον άλλο, αλλά ίσως από δικές μας ανασφάλειες και προβλήματα ψυχικά που τα καταλαβαίνει κανείς συνήθως από την εμπειρία, ιδιαίτερα όταν η ίδια μορφή σχέσης επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές. Πάντως σε κάθε περίπτωση η ενόχληση στα σπλάχνα είναι η καλύτερη ένδειξη και πρέπει ο καθένας να ερωτήσει τον εαυτό του τι είναι αυτό το οποίο τον ενοχλεί. Να διαχωρίσει αν είναι δικό του το πρόβλημα ή του άλλου. Ξέρω, δεν είναι πάντα εύκολο αλλά είναι μία αρχή.

ΠΗΓΗ:

http://psyhismos.blogspot.gr/search/label/%CF%84%CE%BF%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AC(accessed 4.10.17)

Tuesday 3 October 2017

There’s such a thing as “autism camouflaging” and it might explain why some people are diagnosed so late




While autism is usually diagnosed in childhood, some people remain “off the radar” for a long time and only receive a diagnosis much later. One possible reason is that they have learned socially appropriate behaviours, effectively camouflaging their social difficulties, including maintaining eye contact during conversations, memorising jokes or imitating facial expressions.

This pattern of behaviour could have serious consequences for the lives of some people with autism. It is easy to imagine that camouflaging demands significant cognitive effort, leading to mental exhaustion over time, and in extreme cases perhaps also contributing to anxiety and depression.

If there are gender differences in camouflaging, this could also help explain the well-known male preponderance in autism spectrum disorders. At least part of the gender imbalance may, in fact, stem from an under-diagnosis of autism in girls because they are better at “masking” symptoms.

Before now, autism camouflaging has not been studied in a systematic and standardised manner: a recent open-access study in the journal Autism, by Meng-Chuan Lai and his colleagues, is the first to offer an operationalisation of camouflaging, which they define as the discrepancy between internal and external states in social-interpersonal contexts. For instance, if an autistic person maintains eye contact during a conversation because they have learnt that this is socially appropriate, even though this clashes with how they really want to behave, this would be an example of camouflaging.



Lai and his colleagues used clinical instruments that are well established in autism research to measure the contrast between internal and external signs of autism among 30 women and 30 men with an established diagnosis of autism. Both gender groups were matched on age (average age: males 27.2 years and females 27.8 years) and intelligence and were free from intellectual disability.

The researchers used the Autism Diagnostic Observation Schedule (ADOS), which includes several tasks requiring social interaction with an experimenter, to measure overt behaviour (external state). And they used the Autism Spectrum Quotient (ASQ; a questionnaire assessing autistic traits) and the “Reading the Mind in the Eyes” test (a computerised task that measures social cognitive ability, e.g. inferring how people feel based on their facial expression) to provide information about internal states. Relatively low scores on the ADOS (i.e. few signs of autism), combined with poor performance on the ASQ and the Reading the Mind in The Eyes, was taken as a sign of camouflaging.

Because camouflaging likely comes at considerable cognitive and emotional costs, the researchers also studied their participants’ levels of anxiety and depression, as well as their executive function. Finally, they also used magnetic resonance imaging to scan the structure of their participants’ brains.

As the researchers expected, women with autism had significantly higher camouflaging scores than their male counterparts, although there was considerable variability in both groups. Across the whole sample, higher camouflaging scores were associated with higher levels of depression, but not anxiety. When looking at gender differences, the association between camouflaging and depression remained significant only in the men (so it could be speculated that men are more susceptible to the negative consequences of camouflaging). Conversely, verbal intelligence was not associated with camouflaging in either the whole sample or genders separately. Interestingly, camouflaging correlated with executive function in females, but not males. This indicated that women who camouflaged more tended to have better executive function.

The extent to which individuals with autism engaged in camouflaging was not related to their age. This indicates that camouflaging may not necessarily increase with greater learning experience, as might be expected with older age.

Neuroanatomical findings differed between sexes, with links between brain structure and camouflaging generally more pronounced in the women. For instance, higher camouflaging was associated with smaller volume in temporal, cerebellar and occipital brain regions in women, but not in men. While there is no easy explanation for this sex difference, it could be speculated that the involved brain areas have a different function in camouflaging for women compared with men. These brain regions are associated with emotional processing, so perhaps they are involved in an emotional component of camouflaging that is more relevant to women. However, this needs to be rigorously examined in future studies.

This study is the first to offer systematic, methodologically sound evidence in support of higher camouflaging in women than men with autism. As such, these results support reports from parents or clinicians that hint at better social skills in girls with autism as compared with boys. However, as the study found evidence of men who engaged in camouflaging and women who did not, camouflaging is unlikely to constitute a uniquely female presentation of autism.

There are several points that limit the scope of this study. First, the sample size was modest and only included individuals with an established diagnosis of autism who were free from intellectual disability. To study the “real world” implications of camouflaging, it would have been interesting to study people with sub-threshold autistic scores because camouflaging might be one of the reasons why they have remained below diagnostic threshold in the first place. This information might also be relevant for healthcare professionals in terms of both diagnosis and treatment.

Finally, the operationalization of camouflaging may be vulnerable to subjective bias: For example, ADOS raters may be guided by implicit gender stereotypes, leading them to give inappropriately high autism scores to girls who behave in more “boyish” ways.

To conclude, this study provides the first systematic definition of camouflaging in individuals with autism and shows that this behaviour is more common in women than men. These clear-cut gender differences highlight the need to consider camouflaging in clinical contexts in the future.

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2017/02/24/theres-such-a-thing-as-autism-camouflaging-and-it-might-explain-why-some-people-are-diagnosed-so-late/(accessed 3.10.17)

Το χειμερινό σκι κάνει καλό στην υγεία


Πιο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι όσοι «οργώνουν» χιονισμένες βουνοπλαγιές



Για πολλούς αποτελεί κάτι σαν «ετήσιο τελετουργικό». Κάθε Χριστούγεννα και μια επίσκεψη στα χιόνια για σκι.

Για άλλους είναι ένα ακριβό μεν, αλλά πολύ διασκεδαστικό και αναζωογονητικό χόμπι.

Και για όσους σκέφτονταν αν φέτος τα Χριστούγεννα θα ανηφορίσουν σε κάποια βουνοκορφή ή θα μείνουν… σπιτάκι τους, η παρακάτω έρευνα τους προσφέρει την τέλεια δικαιολογία για να κλείσουν μερικές ημέρες διακοπών.

Το σκι και τα άλλα αθλήματα στο χιόνι, όπως το σνόουμπορντ, κάνουν καλό στην υγεία.

Ερευνητές από τη Νότιο Κορέα υποστηρίζουν ότι η ευχαρίστηση που νιώθει κανείς μετά από μερικές ημέρες διακοπών στα χιόνια, κάνοντας σκι είναι αρκετή για να βελτιώσει το γενικότερο δείχτη ευτυχίας ενός ατόμου, ακόμη κι αν δεν ανεβαίνει τακτικά στο βουνό.

Οι ερευνητές ισχυρίζονται ακόμη, ότι αυτό ακριβώς το αίσθημα, έχει πολύ θετική επίδραση στην υγεία και την ευημερία τους, αναφέρει δημοσίευμα της Daily Mail, που παρουσίασε την έρευνα.

Ο Hyun-Woo Lee και οι συνεργάτες του από το πανεπιστήμιο Yonsei διεξήγαγαν μια έρευνα σε 279 επισκέπτες χειμερινών θέρετρων σκι στη Νότια Κορέα.

Για να προσδιοριστεί το «επίπεδο ευτυχίας και ικανοποίησης» που ένιωθαν οι σκιέρ και όσοι έκαναν σνόουμπορντ προσμετρήθηκε η αίσθηση της ευχαρίστησης, το επίπεδο της εμπλοκής τους στη δραστηριότητα και η αίσθηση της ικανοποίησης που ανέφεραν μετά την εξόρμησή τους στις βουνοπλαγιές.

Το 45% των συμμετεχόντων έκανε σκι, το 40% σνόουμπορντ και το υπόλοιπο 15% και τα δύο αθλήματα. Κατά μέσο όρο έμειναν 4,5 μέρες στο βουνό, ενώ πάνω από το 90% αυτών επισκέπτονταν χειμερινά θέρετρα λιγότερες από πέντε φορές τη σεζόν.

Οι σκιέρ που απήλαυσαν τα μεγαλύτερα οφέλη, ήταν εκείνοι που ανέφεραν ότι χάρη στο σκι κάθε φορά που βρισκόντουσαν στις χιονισμένες βουνοκορφές, ξεχνούσαν οτιδήποτε άλλο τους απασχολούσε στη ζωή.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ακόμη και μία μόλις επίσκεψη για σκι είχε θετική επίδραση στην ψυχολογία των συμμετεχόντων.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Applied Research in Quality of Life.


ΠΗΓΗ:
http://www.newsbeast.gr/health/arthro/616950/to-heimerino-ski-kanei-kalo-stin-ugeia(accessed 3.10.17)