Friday 30 November 2018

Ελληνας επιστήμονας ανακάλυψε άγνωστη περιοχή στον ανθρώπινο εγκέφαλο




Ο διεθνούς φήμης «χαρτογράφος» του εγκεφάλου, ο Ελληνας καθηγητής της διασποράς Γιώργος Παξινός, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών Νευροεπιστήμης της Αυστραλίας (Neuroscience Research Australia-NeuRA), ανακάλυψε μια νέα, άγνωστη έως τώρα, περιοχή στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Η περιοχή, την οποία ο Γ. Παξινός ονόμασε «Ενδοσχοινιοειδή Πυρήνα» (Endorestiform Nucleus), βρίσκεται κοντά στο σημείο όπου ενώνεται ο εγκέφαλος με το νωτιαίο μυελό. Συγκεκριμένα, βρίσκεται μέσα στο κάτω παρεγκεφαλιδικό σκέλος, μια περιοχή που ενσωματώνει και συνδυάζει τις αισθητηριακές και τις κινητικές πληροφορίες, προκειμένου να διορθώσει τη στάση του σώματος, την ισορροπία του και τις μικρές επιδέξιες κινήσεις.

Ο ελληνικής καταγωγής επιστήμονας είχε υποπτευθεί την ύπαρξη της εν λόγω εγκεφαλικής περιοχής πριν 30 χρόνια και τώρα μπόρεσε για πρώτη φορά να αποδείξει την ύπαρξή της χάρη στην ύπαρξη καλύτερων πλέον μεθόδων ανίχνευσης και απεικόνισης.

«Δεν υπάρχει τίποτε πιο ευχάριστο για ένα νευροεπιστήμονα από το να εντοπίζει μια έως τώρα άγνωστη περιοχή του ανθρώπινου εγκεφάλου. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση υπάρχει το ξεχωριστό στοιχείο ότι αυτή η περιοχή είναι απούσα στις μαϊμούδες και στα άλλα ζώα. Πρέπει να υπάρχουν μερικά πράγματα που είναι μοναδικά στον ανθρώπινο εγκέφαλο πέρα από το μεγαλύτερο μέγεθός του και αυτή η περιοχή είναι πιθανώς ένα από αυτά», δήλωσε ο Γ. Παξινός στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

«Μένει να προσδιορισθεί η λειτουργία αυτής της νεοανακαλυφθείσας περιοχής του εγκεφάλου. Τώρα που έχει χαρτογραφηθεί, θα είναι δυνατό να μελετηθεί από την ευρύτερη ερευνητική κοινότητα», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον κ. Παξινό, «το κάτω παρεγκεφαλιδικό σκέλος, που ονομάζεται επίσης σχοινιοειδές σώμα, είναι σαν ένα ποτάμι που μεταφέρει πληροφορίες από το νωτιαίο μυελό και το εγκεφαλικό στέλεχος προς την παρεγκεφαλίδα. Η περιοχή του εγκεφάλου που τώρα ανακαλύφθηκε, είναι μια ομάδα νευρώνων μέσα σε αυτό το σκέλος, εξ ου και το όνομά της "ενδοσχοινιοειδής πυρήνας".

Οι νευρώνες αυτοί είναι σαν ένα νησί μέσα στο ποτάμι, έτσι αυτός ο πυρήνας βρίσκεται σε προνομιούχα θέση για να λαμβάνει εισροές από το νωτιαίο μυελό. Το κάτω παρεγκεφαλιδικό σκέλος είναι μια μεγάλη δέσμη νευραξόνων και ο ενδοσχοινιοειδής πυρήνας είναι μια ομάδα νευρώνων ενσωματωμένη μέσα σε αυτή τη δέσμη. Η περιοχή αυτού του εγκεφάλου ‘με κοιτάζει' εδώ και χρόνια που μελετώ τον εγκέφαλο, στην πραγματικότητα είναι σαν εκείνη να με ανακάλυψε και όχι εγώ αυτή!».

Οσον αφορά τη λειτουργία της, ο κ.Παξινός δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «μόνο υποθέσεις θα μπορούσα να κάνω με βάση τη θέση της, πιθανώς βοηθά στον έλεγχο των επιδέξιων κινήσεων, όπως στο παίξιμο ενός μουσικού οργάνου. Δεν μπορώ να φαντασθώ έναν χιμπατζή να παίζει στο μπουζούκι τις ‘Περασμένες μου αγάπες', ένα τραγούδι πολύ απαιτητικό για το μπουζούκι, με τον ίδιο επιδέξιο τρόπο ενός ανθρώπου, όσο κι αν ο χιμπατζής αγαπούσε τη μουσική!».

Η ανακάλυψη νέων περιοχών του εγκεφάλου βοηθά τους επιστήμονες να κατανοήσουν καλύτερα τις ασθένειες και να δοκιμάσουν νέες θεραπείες για τις διάφορες νευροεκφυλιστικές παθήσεις (Αλτσχάιμερ, Πάρκινσον, επιληψία κ.α.).

Ο Γ. Παξινός έχει υπάρξει πρωτοπόρος στη νευροανατομία και στη χαρτογράφηση του εγκεφάλου, έχοντας -με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις του και τα βιβλία του που περιέχουν λεπτομερείς χάρτες του εγκεφάλου- ανοίξει νέες δυνατότητες στους νευροχειρουργούς και γενικότερα στους νευροεπιστήμονες. Οι περισσότεροι ερευνητές που μελετούν σήμερα τις νευρολογικές και τις ψυχιατρικές παθήσεις, είτε στους ανθρώπους είτε στα ζώα, χρησιμοποιούν τους δικούς του «άτλαντες» του εγκεφάλου, οι οποίοι περιγράφουν εξονυχιστικά τις διάφορες εγκεφαλικές δομές.

«Οι άτλαντες του καθηγητή Παξινού, που δείχνουν τη λεπτομερή μορφολογία και τις διασυνδέσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού, παρέχουν το πολύτιμο πλαίσιο έτσι ώστε οι ερευνητές να ελέγξουν τις υποθέσεις τους, από τη λειτουργία των νευρωνικών συνάψεων ως τις θεραπείες για τις ασθένειες του εγκεφάλου», δήλωσε ο επικεφαλής του NeuRA καθηγητής Πίτερ Σόφιλντ.

Η νέα ανακάλυψη του Γ.Παξινού θα παρουσιασθεί για πρώτη φορά στη διεθνή επιστημονική κοινότητα στο νέο βιβλίο του ("Human Brainstem: Cytoarchitecture, Chemoarchitecture, Myeloarchitecture") που θα κυκλοφορήσει περί το τέλος Φεβρουαρίου του 2019 από τις κορυφαίες επιστημονικές εκδόσεις Elsevier.

O Γιώργος Παξινός είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2012 και της Αυστραλιανής Ακαδημίας Επιστημών από το 2009. Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1944 και μετά το γυμνάσιο έφυγε για σπουδές στις ΗΠΑ. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια και μετά πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ του Καναδά.

Αφού έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο πανεπιστήμιο Γιέηλ των ΗΠΑ, από το 1974 μετακινήθηκε μόνιμα στην Αυστραλία, όπου είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ και βασικός ερευνητής-επικεφαλής ομάδας στο Ινστιτούτο Neuroscience Research Australia. Μεταξύ άλλων, έχει διατελέσει πρόεδρος της Εταιρείας Νευροεπιστήμης της Αυστραλίας και επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, ενώ έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών (2008), του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (2016) και του Ιονίου Πανεπιστημίου (2017).

Ο Γιώργος Παξινός έχει δημιουργήσει τους περισσοτέρους ‘άτλαντες' του εγκέφαλου και έχει ανακαλύψει τους περισσότερους πυρήνες του εγκέφαλου από οποιονδήποτε άλλον επιστήμονα στον κόσμο. Έχει δημοσιεύσει 52 βιβλία και το πρώτο του με τίτλο «Ο εγκέφαλος του αρουραίου σε στερεοταξικές συντεταγμένες» αποτελεί ένα από τα κορυφαία σε αναφορές επιστημονικά βιβλία διεθνώς.

Σε παλαιότερη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, είχε τονίσει ότι οι άνθρωποι πρέπει να εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση πως υπάρχει ψυχή, αφού τα πάντα -και τα συναισθήματα- προέρχονται και ελέγχονται από τον εγκέφαλο. Είχε αρνηθεί ότι υπάρχει ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο, ενώ είχε δηλώσει άθεος.

ΠΗΓΗ:

Βρέθηκαν τα γονίδια της ελλειμματικής προσοχής




Η δρ Νεντ Χάλοουελ, που είναι ειδική στη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, εξηγεί το γενετικό υπόβαθρο της νόσου στη δρα Νταϊάν Μπλούμφιλντ, παιδίατρο.


Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας είναι πολύ σημαντική, καθώς από αυτή υποφέρουν χιλιάδες παιδιά που αναγκάζονται να παίρνουν πολύ βαριά φαρμακευτική θεραπεία προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον καθημερινό βίο χωρίς τα προβλήματα που προξενεί η ασθένειά τους. Τώρα η γενετική επιστήμη έρχεται να φωτίσει κάποια άγνωστα σημεία της νόσου έτσι ώστε να γεννηθεί ελπίδα για οριστική θεραπεία. Ειδικότερα όπως λένε οι ερευνητές που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα, δώδεκα περιοχές του DNA, του γενετικού μας υλικού, είναι αυτές που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ).

Η είδηση είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς είναι η πρώτη φορά που εντοπίζονται γενετικοί παράγοντες κινδύνου, μέσω μιας ολοκληρωμένης ανάλυσης του γονιδιώματος χιλιάδων ανθρώπων.

Οι ερευνητές από διάφορες χώρες, με επικεφαλής τον δρα Στέφεν Φαραόνε του Ιατρικού Πανεπιστημίου SUNY Upstate της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής Nature Genetics, ανέλυσαν γενετικά δεδομένα 55.400 ατόμων (εκ των οποίων 20.200 με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας) και εντόπισαν 12 γενετικές περιοχές που σχετίζονται με την εν λόγω πάθηση.

Οι εν λόγω γενετικοί παράγοντες κινδύνου φαίνεται να σχετίζονται με το κεντρικό νευρικό σύστημα. Συσχετίζοντας το γενετικό υπόβαθρο της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας με το αντίστοιχο άλλων διαταραχών, οι επιστήμονες βρήκαν ότι η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας έχει εν μέρει κοινούς γενετικούς παράγοντες που σχετίζονται με ψυχικές κυρίως διαταραχές, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, η νευρική ανορεξία αλλά και η αϋπνία.

Οι ερευνητές προχώρησαν την εργασία τους και εντόπισαν και συγκεκριμένα γονίδια που πιθανώς εμπλέκονται στη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας και τα οποία ρυθμίζουν τον σχηματισμό νευρωνικών συνάψεων στον εγκέφαλο, την ανάπτυξη του λόγου, τη διαδικασία μάθησης και την παραγωγή ντοπαμίνης.

Οπως είπαν, ίσως αυτό βοηθήσει στην ανάπτυξη νέων και καλύτερων θεραπειών τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενηλίκους με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας. Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, αξίζει να σημειωθεί, είναι μια άκρως κληρονομική διαταραχή της συμπεριφοράς, που εμφανίζεται περίπου στο πέντε τοις εκατό των παιδιών και στο δυόμισι τοις εκατό των ενηλίκων. Περισσότερες από τριάντα μελέτες οι οποίες εκπονήθηκαν σε διδύμους, τόσο σε ομοζυγωτούς όσο και σε ετεροζυγωτούς, δείχνουν ότι το ποσοστό κληρονομικότητάς της μπορεί να φτάσει το 70% έως 80%.

Είναι πολύ σημαντικό να διαπιστώνεται το γενετικό υπόβαθρο των ασθενειών, καθώς διευκολύνεται η εξεύρεση οριστικής θεραπείας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, μπορεί αυτό να ανοίξει και το κουτί της Πανδώρας, ενισχύοντας τις πιθανότητες γενετικής παρέμβασης στο έμβρυο.

ΠΗΓΗ:

Thursday 29 November 2018

Πώς να διαχειριστείς το φόβο της απόρριψης





Το έχουμε νιώσει σχεδόν όλοι.

Είναι ο δισταγμός πριν πούμε κάτι δυσάρεστο.

Είναι ο κόμπος στο λαιμό που μας πιάνει όταν δαγκώνουμε τη γλώσσα μας για να μην πούμε αυτό που σκεφτόμαστε.

Είναι ο φόβος ότι θα πούμε ή θα κάνουμε κάτι που μπορεί να απογοητεύσει κάποιον σημαντικό άλλο και μετά εκείνος θα μας απορρίψει. Θα μας μαλώσει. Θα θελήσει να απομακρυνθεί από τη ζωή μας.

Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε το φόβο της απόρριψης;
Η ρίζα του «κακού»

Πριν απαντηθεί αυτή η ερώτηση είναι πάρα πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τι συνετέλεσε στη δημιουργία αυτού του φόβου. Να καταλάβουμε πότε και υπό ποιες συνθήκες εμφανίστηκε.

Οι ρίζες του φόβου της απόρριψης βρίσκονται στην παιδική μας ηλικία. Όταν μεγαλώναμε, στις τρυφερές ηλικίες έως να συμπληρώσουμε τα 5-7 έτη, ο παιδικός εγκέφαλος αναπτυσσόταν ραγδαία και απορροφούσε ό,τι γινόταν στο περιβάλλον μας, ώστε να μάθει το πώς λειτουργεί ο κόσμος. Στη γλώσσα της ψυχοθεραπείας, ήταν η περίοδος όπου αναπτυσσόταν ο ψυχισμός μας.

Από όσα πράγματα μαθαίναμε, αυτό το οποίο είχε τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την επιβίωσή μας ήταν η σχέση με τους γονείς μας (ή τους κύριους φροντιστές όπως είναι ο όρος στην ψυχολογία). Εκείνοι ήταν υπεύθυνοι για την τροφή και την ανατροφή μας. Έπρεπε πρώτα απ’όλα να βρίσκουμε τρόπους ως παιδιά για να τους έχουμε ευχαριστημένους, ώστε να καταφέρουμε να έχουμε την, τόσο απαραίτητη για εμάς, φροντίδα τους.

Σε εκείνη την πολύ ευαίσθητη για εμάς περίοδο ο ιδανικός γονέας υποστηρίζει το παιδί, το καταλαβαίνει και το βοηθάει να εκφράσει αυτά που νιώθει. Του βάζει όρια με κατανόηση και του δίνει το χώρο που χρειάζεται ώστε να αναπτυχθεί με έναν υγιή τρόπο.

Δυστυχώς η πλειοψηφία, αν όχι όλοι οι γονείς, δεν μπορούν παρά να απέχουν από αυτό το πρότυπο. Είναι άνθρωποι και αυτοί και δεν μπορούν να είναι τέλειοι. Όλοι οι γονείς θα προκαλέσουν τραύματα στα παιδιά τους. Άλλοι περισσότερα άλλοι λιγότερα. Δε γίνεται αλλιώς. Δεν υπάρχει ο τέλειος γονέας.

Η εστίαση δεν είναι στο να κατηγορήσω σε αυτό το άρθρο αλλά στο να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στα παιδιά λόγω του τρόπου με τον οποίο θα αντιμετωπιστούν από τους γονείς τους, στα πρώτα χρόνια της ζωής τους.
Μη αποδοχή

Είναι πολλές οι συνθήκες οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν έντονο φόβο απόρριψης σε ένα παιδί.

Ένας αυστηρός γονέας που κάνει πολλές παρατηρήσεις δημιουργεί την αίσθηση ότι το παιδί έπρεπε να πληρεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις για να είναι αποδεκτό.

Ένας γονέας που απειλεί συχνά ότι θα το παρατήσει («Αν δε φας το φαγητό σου θα σε δώσω στους…»)

Ένας καταθλιπτικός γονέας που δεν είχε διάθεση για τίποτα και το παιδί ένιωθε ότι δεν μπορούσε να πάρει την προσοχή του καθόλου εύκολα. Ή ότι έφταιγε αυτό που η μαμά είναι στεναχωρημένη.

Ένας γονέας που δούλευε σε άλλη πόλη ή χώρα, καθώς το παιδικό μυαλό δεν μπορεί να κατανοήσει για ποιο λόγο ο μπαμπάς ή η μαμά λείπει και είναι πιθανό να νομίζει ότι φταίει εκείνο γι αυτό.

Μια υιοθεσία όπου το παιδί νιώθει ότι το απέρριψαν και το παράτησαν από τις πρώτες του στιγμές.

Η λίστα φυσικά δεν εξαντλείται εδώ.
Παρελθόν και παρόν

Όποια και να είναι η πρωταρχική αιτία του φόβου της απόρριψης, το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι προέρχεται σχεδόν ανεξαιρέτως από το παρελθόν. Κι όμως τον αισθανόμαστε τόσο έντονα στο παρόν μας.

Τον νιώθουμε σε καταστάσεις όπου μας έρχονται οι σκέψεις:

-Κι αν θυμώσει μαζί μου και δε θέλει να μου ξαναμιλήσει;

-Κι αν τον στεναχωρήσω και δε θέλει να κάνουμε πια παρέα;

-Κι αν τον δυσαρεστήσω και μετά φύγει;

Τις στιγμές αυτές, μοντέλα σχέσεων που έχουμε κάνει στο παρελθόν μας αναδύονται ισχυρά στο παρόν μας και στοιχειώνουν τις σκέψεις μας και όλο μας το είναι.

Είναι τόσο ακινητοποιητικός ο φόβος της απόρριψης που συνήθως υπαγορεύει πλήρως τις κινήσεις μας και έτσι δεν έχουμε βρει ποτέ την δύναμη να τον τεστάρουμε και να δούμε αν όντως αληθεύει. Ο τρόμος του «τι μπορεί να συμβεί αν» μας κρατάει δέσμιους σε μια γνώριμη αλλά και βασανιστική, επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά. Κάνουμε πίσω. Μαζευόμαστε.
Η πρόκληση

Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το φόβο της απόρριψης καλούμαστε να κατανοήσουμε ότι ένα μοντέλο που δημιουργήθηκε στο παρελθόν επηρεάζει καταστάσεις του παρόντος μας.

Τη στιγμή που σκεφτόμαστε ότι μπορεί να έχει θυμώσει μαζί μας ο άλλος, ενεργοποιείται ο φόβος ότι ένας γονέας μπορεί να μας παρατούσε αν δεν συμπεριφερόμασταν όπως ήθελε.

Όταν ψάχνουμε γύρω μας σημάδια για το αν έχουμε πει καμιά βλακεία, όταν νιώθουμε την αγωνία μήπως και κάναμε κάτι που στεναχωρήσαμε τον άλλον και γι αυτό έχει πέντε λεπτά να απαντήσει στο μήνυμά μας, εμφανίζεται ο φόβος ότι ο ένας γονέας δε μας δίνει τη σημασία που έχουμε ανάγκη και θα μας εγκαταλείψει.

Όταν τρέμουμε να πούμε ΟΧΙ σε κάτι που μας ζητείται αναδύεται ο φόβος ότι αν δεν ήμασταν «καλά» παιδιά τότε θα χάναμε την αγάπη των γονιών μας.

Έχουμε μεγαλώσει όμως από τότε. Οι καταστάσεις δεν είναι πλέον οι ίδιες. Οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι τόσο σημαντικοί για την επιβίωσή μας όσο ήταν τότε οι γονείς μας. Επίσης οι άνθρωποι του παρόντος μας δε νοιάζονται τόσο για εμάς ούτε είναι τόσο ευαίσθητοι στις αντιρρήσεις μας όσο εμείς φοβόμαστε. Έχουν και εκείνοι τα δικά τους τραύματα να τους ανησυχούν.

Τα σενάρια που κάνουμε είναι αυτόματες, ασυνείδητες εικασίες βασισμένες στα δεδομένα του παρελθόντος. Όχι του παρόντος.

Για να το πούμε λαϊκά, καήκαμε στο γάλα και φυσάμε και το γιαούρτι.

Μια σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι πολλές φορές μπορεί να μη θυμόμαστε που έχουμε καεί. Να έχουμε απωθήσει αυτές τις πληροφορίες. Εκεί η συνδρομή ενός ειδικού μπορεί να αποδειχτεί πολύτιμη ώστε να αντιληφθούμε το γιατί.
Στην πράξη

Είμαι και μαθηματικός και με ενδιαφέρει τι μπορεί να γίνει στην πράξη. Στην πράξη, την ώρα που θα νιώσεις το δισταγμό όταν κληθείς να πεις ΟΧΙ θυμήσου πως το παρελθόν σου υπαγορεύει ότι θα έρθει η καταστροφή του κόσμου. Όχι το παρόν σου.

Πες στον εαυτό σου εκείνη τη στιγμή «Το παρελθόν μου λέει ότι θα με απορρίψει ο άλλος»

«Το παρελθόν μου λέει ότι αν πω ΟΧΙ θα σταματήσει να θέλει να κάνουμε παρέα»

Θυμήσου ότι ο πολύ αληθινός φόβος που νιώθεις στο παρόν σου προέρχεται από το παρελθόν σου. Δε συνδέετεαι με το εδώ και τώρα.

Δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να κάνει το επόμενο βήμα και τότε θα δεις ότι μπορεί να:

-Μη θυμώσει και να σου ξαναμιλήσει

-Να τον στεναχωρήσεις ή να μην τον στεναχωρήσεις αλλά να μην επηρεαστεί η παρέα σας

-Να μην τον δυσαρεστήσεις και να μείνει.

Η δράση αυτή θα χτίσει νέες εμπειρίες. Θα μπορέσεις να ανατρέψεις τα μοντέλα το παρελθόντος και να τα αντικαταστήσεις με τα μοντέλα των σχέσεων που ισχύουν στη σημερινή σου πραγματικότητα.

Δεν είναι απλό και χρειάζεται αρκετή προσπάθεια. Θα ξεχαστείς πολλές φορές και δεν πειράζει. Δεν αλλάζουν πεποιθήσεις μιας ζωής σε μια μέρα. Μπορεί να χρειαστεί να ζητήσεις και βοήθεια. Όμως γίνεται.
Συμπέρασμα

Η γνώση είναι δύναμη. Δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να απελευθερωθεί από ένα τεράστιο βάρος. Κατανόησε ότι οι αποσκευές του παρελθόντος είναι ισχυρές αλλά ανήκουν στο παρελθόν.

Άφησέ τις εκεί που τους αρμόζει…

ΠΗΓΗ:

New research finds there is no “right thing” to say when you want to be supportive




It feels selfish to fret – it’s the other person who is suffering – but agonising over what to say to a friend in need can be incredibly anxiety provoking. If you want to be supportive (and not make matters worse), what are the right words to say to someone who has experienced a relationship break-up, for instance, or lost their job? Should you express sympathy, downplay the situation, say you know how they feel, or something else entirely? A series of studies in Basic and Applied Social Psychology will offer relief to anyone who has ever agonised over this predicament – the findings suggest that in fact there are few, if any, “magic statements that, if spoken, would provide lasting comfort to the recipient.”

Shawna Tanner at Wayne State University and her colleagues propose that in all likelihood trying too hard to say the right thing could actually lead you to make “clumsy statements that do more harm than good”. They advise that as long as your friend or relative sees you as supportive, then your “mere presence and sympathy is likely enough”.



Tanner’s team first re-analysed data published in 2008 that involved nearly 300 schoolchildren (aged 10 to 15) rating the supportiveness of six statements. These were ostensibly made by one friend to another, who had either had an academic set-back or been rejected from a group picnic. The six statements represented different supportive strategies such as offering sympathy, being optimistic or minimising the seriousness of the situation. There was barely any agreement between the children in their ratings of the supportiveness of the statements. A more important factor was the children’s own tendencies – some of them, more than others, were inclined to see the statements as generally more supportive. Comfort, then, is in the ears of the listener, not the words themselves.

A new study backed this up. The researchers asked 54 undergrads to rate the supportiveness of 96 statements across eight hypothetical situations, deliberately composed to appeal to people with certain personality traits – for example, there were positive-thinking type statements designed to appeal to optimists (e.g. “things have a funny way of working out for the best”) and community-minded statements designed to appeal to people with a sociable, collegiate disposition (e.g. “Well, your friends like you better anyway and now you can spend more time with us”). Once again, there was very little agreement between the students in which statements were considered the more supportive, and this was the case even when restricting the analysis to sub-groups of the students with similar personality traits. Instead, more relevant were participants’ own idiosyncrasies – how they happened to like some supportive statements but not others.

Finally, in an effort to increase the realism of their investigation, the researchers asked 33 clinical psychologists, undergrad and graduate clinical trainees to rate the supportiveness of statements made by therapists in therapy training videos. Once more there was little agreement about which statements were the more supportive, even among the sub-groups (for instance, among the qualified clinical psychologists specifically).

The background to these new findings is that past research has shown there is also little agreement between people about the trait supportiveness, or not, of other individuals. Tanner’s team reasoned that this subjectivity need not necessarily apply to supportive utterances, but it seems it does. There is not something about certain people, nor certain carefully chosen words, that makes them universally comforting. Rather – and likely for highly complex reasons – we each have an idiosyncratic take on who is supportive and which words we find most helpful. While further research is needed to confirm this take – including studies in more realistic situations and involving people from varied cultures – for now this message should bring reassurance to anyone who has worried about saying the right thing to a friend or relative in need.

SOURCE:

The act of drawing something has a “massive” benefit for memory compared with writing it down




A picture is worth a thousand words…. When it comes to conveying a concept, this sentiment can certainly be true. But it may also be the case for memory. At least that’s the message from Myra Fernandes and colleagues at the University of Waterloo, Canada – writing in Current Directions in Psychological Science, they argue that their research programme shows that drawing has a “surprisingly powerful influence” on memory, and as a mnemonic technique, it could be particularly useful for older adults – and even people with dementia.



Fernandes and her colleagues first established what they call the “drawing effect” – getting people to draw quick pictures of words in a list (such as “truck” or “pear”) led to much better recall of those words than writing them out multiple times. Creating just a four-second drawing was also superior to imagining the items or viewing pictures of the words.

This was proof of principle type work. The researchers next looked at whether drawing aids memory of more complex terms and concepts. They found that study participants who had a minute to draw an image representing “isotope” or “spore”, for example, were more likely to remember the meaning than people who were asked to copy out the definitions instead. “As with single words, we reasoned that drawing facilitates retention, at least in part, because it requires elaboration on the meaning of the term and translating the definition to a new form (a picture),” the researchers write.

In fact, there are various components to the process of drawing a picture of a word or concept, each of which seem to cumulatively aid memory. Getting people to trace over an existing drawing (so getting them to make relevant arm and hand movements, but not allowing personal elaboration), or to create a drawing which they were then not allowed to see (so allowing the physical movements and personal elaboration, but depriving them of the visual memory of the end result) both improved memory – but not as much as when all of these stages were allowed. “Memory scaled up as components were added to the encoding task,” the researchers note.

Fernandes and her colleagues went on to find that although older adults performed worse than younger adults at remembering words they had learned by writing, there was no difference between the two age groups in their ability to remember words they had drawn. Encouraged by these results, the team then asked 13 people diagnosed with dementia and living in a long-term care facility to either draw or write 60 words that were read aloud by an experimenter. The results showed a “massive” memory benefit for words that had been drawn rather than written. If it can be shown that drawing also helps with other sorts of memory – for where things are kept, perhaps – this strategy could be practically useful for people with dementia.

In some cases, the patients’ drawings looked just like scribbles. But how good – or bad – the drawings were didn’t seem to matter. In fact, in most of the experiments, the researchers assessed their participants’ ability to create vivid images and also their experience at drawing, and neither was correlated with memory performance. Even people who struggle to create a stick figure should, then, get memory benefits from drawing.

There’s still plenty of work to be done to investigate whether drawing terms, events or concepts that you want to recall can bring real-world benefits – whether in the classroom or in a care home. But this is a comprehensive set of studies, all pointing in the same direction. “Taken together, the evidence…demonstrates that drawing is a robust encoding strategy that can, and does, improve memory performance dramatically,” the researchers conclude.

SOURCE:

Wednesday 28 November 2018

Πόσο σέβομαι την διαφορετικότητά σου;


Παρακολουθούσα πρόσφατα ένα βίντεο για τη διαφορετικότητα. Για τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή, τη θρησκεία, την αναπηρία. Είναι ένα θέμα που συζητάμε συχνά, προσπαθούμε – οι περισσότεροι τουλάχιστον- να ανοίξουμε το μυαλό μας και να αποδεχτούμε το διαφορετικότητα, να περάσουμε ίσως και τα σωστά μηνύματα στα παιδιά μας. Σκέφτομαι όμως πως πολλές φορές αδυνατούμε να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, στη σχέση μας… Για να εξηγήσω: πόσοι από εμάς δεχόμαστε τη διαφορετικότητα του/ της συντρόφου μας; Το γεγονός ότι μεγάλωσε σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, έχει διαφορετικά βιώματα, διαφορετικές εμπειρίες, διαφορετική προσωπικότητα από εμάς και τελικά, ναι, είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος με την δική του οπτική και τις δικές του αντιλήψεις;

Πολλοί άνθρωποι διαλέγουν κάποιον, ξεκινούν μια σχέση, βλέπουν «κουσούρια» και συμπεριφορές που δεν τους αρέσουν και επιλέγουν να τα αγνοήσουν. Το αποτέλεσμα είναι να παλεύουν μετά για χρόνια αυτόν τον ίδιο άνθρωπο να τον αλλάξουν. Αλήθεια, πόσοι από εμάς δεν σκεφτήκαμε έστω και μια φορά «θα σε στρώσω!»; Ιδιαίτερα εμείς οι γυναίκες έχουμε πολλές φορές το σύνδρομο της μανούλας που θα «εκπαιδεύσει». Μπορεί να μην το ομολογούμε δυνατά, μπορεί ακόμα και να μην το ομολογούμε ούτε στον εαυτό μας, έχουμε όμως μια τάση να προσπαθούμε να καλουπώσουμε τον άλλον και να τον φέρουμε στα νερά μας. Γιατί φυσικά αν εγώ κι εσύ είμαστε διαφορετικοί, τότε σίγουρα εσύ είσαι ο λάθος διαφορετικός και εγώ ο σωστός. Δεν ξέρω δυστυχώς πολλούς ανθρώπους που σε μια διαφωνία ή σε έναν καυγά θα σκεφτούν να εξετάσουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης πριν δακτυλοδείξουν τον άλλο ως φταίχτη.

Τα ζευγάρια απομακρύνονται και χάνονται μέσα από τέτοιες συμπεριφορές. Οι άνθρωποι τσακώνονται, νιώθουν θυμό και ματαίωση που ο άλλος ο «στραβός» δεν αλλάζει.Ίσως να φτάσουν και στο σημείο να παγώσουν, να μην μιλούν μέσα από την απογοήτευση πια ότι ο άλλος δεν θα αλλάξει παρά τις «καλοπροαίρετες» προσπάθειές τους.

Αναρωτιέμαι όμως πόσο πιο απλά θα ήταν τα πράγματα αν έστω είμασταν ανοιχτοί να εξετάσουμε το ενδεχόμενο πως μπορεί ο άλλος να είναι διαφορετικός από εμάς αλλά εξίσου σωστός ή λάθος, ίσιος ή στραβός; Πως θα σπαταλούσαμε όλον αυτό το χρόνο και όλη αυτή την ενέργεια αν δεν ασχολιόμασταν με όλα αυτά που πρέπει να του διορθώσουμε; Πόσο τελικά σημαντικές είναι αυτές οι διαφορές με τις οποίες τρωγόμαστε; Πόσο πιο θετικοί και ενωμένοι θα ήμασταν αν απλά αποδεχόμασταν πως σε κάποια πράγματα δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ;

Πιστεύω πως τελικά η ανοιχτοσύνη, η ανεκτικότητα και η ανοχή μας στη διαφορετικότητα θα πρέπει να ξεκινά από τον άνθρωπο που επιλέξαμε να είναι στη ζωή μας. Τότε, πράγματι, έχουμε πολλές παραπάνω πιθανότητες να καταφέρουμε να μεταφέρουμε στα παιδιά μας σωστά μηνύματα που πιθανόν να φτάνουν και έξω από τα στενά όρια του σπιτιού μας.

ΠΗΓΗ:

The Personality Traits Of Millionaires





Many of the stereotypes about rich people’s personalities are true, research finds.



Rich people are more extraverted, conscientious, emotionally stable and narcissistic than others, new research reveals.

Confirming the stereotype, rich people are also more self-centred and less agreeable.


The results come from a study of 130 German millionaires who all had financial assets of at least one million euros (not including property).

They were compared to a large survey of the general public.

All were quizzed about their personality and wealth.

Dr Marius Leckelt, the study’s first author, said:



“Despite the influence of high net-worth people on society, evidence about their personality is scarce.

What research there has been has tended to concentrate on how social or antisocial they are.

We wanted to discover whether they differ from the wider population more generally and, if so, how.”

Along with their findings about the personalities of millionaires, the researchers also asked a group of people how they viewed the rich.


The results showed that people overestimated how different the rich were to themselves.

However, they did identify broadly the same trends of greater conscientiousness, emotional stability and self-centredness.

Many of the wealthy Germans in the study had their own businesses, the study’s authors write:



“…more than 60% of our millionaire sample indicated that one of their main sources of wealth came from running their own company, suggesting that entrepreneurial behaviour may play an especially important role for these high‐net‐worth individuals.”

This may well stem from the ‘entrepreneurial personality’, which is something rich people shared:


“The ‘entrepreneurial personality profile’ has been described by a combination of high Extraversion, Conscientiousness, and Openness as well as lower Agreeableness and Neuroticism.

This constellation is thought to address typical affordances of being an entrepreneur such as acquiring new customers, managing finances, developing innovative products, negotiating with suppliers, and coping with enduring phases of uncertainty and risk.”

SOURCE:

Wednesday 21 November 2018

Πώς να μεγιστοποιείς την ευτυχία σου από την κάθε εμπειρία σου; Ένα «εμπειρικό» μάθημα!




Χαρά μοιρασμένη, δυο φορές χαρά!



Πώς μπορείς να αντλείς περισσότερη ευχαρίστηση από τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκεσαι; Το Σαββατοκύριακο που διανύω μου δίνει ένα πολύ καλό μάθημα…

Η γυναίκα μου είναι δασκάλα γιόγκα και ένα γκρουπ έξι ατόμων την προσέλαβαν για να τους κάνει γιόγκα στη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου.

«Θέλεις να έρθεις;» με ρώτησε.

Μου φάνηκε καλή ιδέα, καθώς θα πηγαίναμε σε ένα υπέροχο μέρος στη Μάνη και σκέφτηκα: «Γιατί όχι;»

Δεν ήταν τόσο απλό όμως. Για να πάω έπρεπε να οδηγήσω το μίνιβαν από την Αθήνα στη Μάνη με όλη την παρέα και εκεί ίσως χρειαζόταν να βοηθήσω και να γίνω μέρος του προσωπικού, καθώς το μέρος ανήκει στον εργοδότη της Σοφίας.



Ποτέ δε λέω όχι σε κάτι διαφορετικό!
Το πρόγραμμα

Την πρώτη μέρα, το πρόγραμμα περιείχε δυόμιση ώρες οδήγηση και μετά βοήθεια να στηθεί το φαγητό στον ξενώνα.

Έχω πάει πάρα πολλά ταξίδια, όπου καθόμουν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και ο οδηγός και ο ξεναγός ήταν υπεύθυνοι για τη διασκέδασή μου, οπότε ήξερα τι χρειαζόταν να κάνω.

Εκτέλεσα χρέη οδηγού, μένοντας σιωπηλός σεβόμενος το χώρο των εκδρομέων, εκτός και αν μου ζητούνταν να μιλήσω. Επέλεξα μουσική ανάλογα με τα γούστα των επιβατών (όπως τα μάντεψα) και η διαδρομή είχε επιτυχία. Προς το τέλος οι επιβάτες σιγοτραγουδούσαν τα τραγούδια και στο τέλος μάλιστα δυνάμωσαν και τη φωνή για να τα απολαύσουν ακόμα περισσότερο.

Όταν φτάσαμε ξεφόρτωσα τις αποσκευές, πάρκαρα το αυτοκίνητο και κατευθείαν στην κουζίνα για να κόψω ψωμί, ντομάτες, κρεμμύδια και ό,τι άλλο χρειαζόταν καθώς η Σοφία έκανε διαλογισμό με τους εκδρομείς.

Το τραπέζι ήθελε στρώσιμο μετά και φυσικά, αν και έβρεχε, έπρεπε να πηγαίνω συχνά να βλέπω αν χρειάζονται κάτι άλλο.

Το επόμενο πρωί και ενώ το καταπληκτικό μάθημα γιόγκα της Σοφίας προετοίμαζε τους έξι ανθρώπους για την ημέρα τους, εγώ προετοίμαζα το πρωινό, μαζεύοντας το τραπέζι της προηγούμενες βραδιάς και βοηθώντας στην ετοιμασία του καινούριου τραπεζιού. Μάλιστα καθώς η μαγείρισσα δεν ήξερε πώς να κάνει στραπατσάδα έκανα εγώ τα αυγά για τα έξι άτομα.

Συμμετείχα με όλη μου την καρδιά στις δουλειές του ξενώνα, ενώ δεν ήταν απαιτητό από μένα. Ό,τι έκανα το έκανα με επαγγελματισμό και προσοχή στη λεπτομέρεια και φρόντιζα να έχουν οι άνθρωποι αυτοί μια εμπειρία όσο το δυνατόν καλύτερη. Ήθελα να περάσουν όπως θα μου άρεσε κι εμένα να περνούσα.
Το μάθημα

Γιατί τα γράφω όλα αυτά;

Τα γράφω για να μοιραστώ κάτι που παρατήρησα στον εαυτό μου. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της αντιμετώπισής μου ήταν ότι εγώ περνούσα πολύ όμορφα. Ένιωθα πως συνέβαλα στο να έχουν μια όμορφη διαμονή και έβαζα όλη μου την ενέργεια σε αυτό.

Θα μπορούσα να κάτσω σε μια γωνία και να παρακολουθώ τους ανθρώπους του ξενώνα να κάνουν τις δουλειές. Να βρω ένα βιβλίο να διαβάσω, ή να ασχοληθώ με το κινητό μου (δεν είχε και πολύ σήμα η αλήθεια είναι).

Θα μπορούσα να πω, τι δουλειά έχω εγώ να κάνω τον υπηρέτη σε έξι άτομα. Τι έχω να κερδίσω;

Θα μπορούσα να πω την κλασική ατάκα: «Ξέρετε ποιος είμαι εγώ; Από που κι ως που να σας σερβίρω φαγητό εδώ πέρα;»

Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Μάλλον θα βαριόμουν, ή θα παραπονιόμουν, ή θα πέρναγε αδιάφορα η ώρα μου.

Κι όμως, αναλαμβάνοντας τον ρόλο αυτό στα σοβαρά πήρα εγώ μεγάλη ικανοποίηση. Ένιωσα ότι προσφέρω. Ένιωσα ότι κάνω κάτι που έχει αποτέλεσμα. Ένιωσα παραγωγικός. Ένιωσα υπεύθυνος. Ένιωσα ικανός. Ένιωσα καλά με μένα. Ένιωσα πως δεν υποτίμησα αλλά αντιθέτως τίμησα τον εαυτό μου.

Και στο τέλος αυτό είναι που ψάχνουμε όλοι. Να νιώσουμε καλά με τον εαυτό μας.
Όχι τι κάνεις. Πώς το κάνεις…

Η εμπειρία που σας περιγράφω μου θύμισε άλλη μια φορά πως ίσως η χαρά της ζωής να μην κρύβεται στο τι κάνουμε (γιατρός, ή χορεύτρια, ή δικηγόρος, ή χρηματιστής, ή δάσκαλος, ή ζωγράφος).

Ίσως το μυστικό να είναι στο πώς το κάνουμε. Ό,τι κι αν κάνουμε. Με τι διάθεση ερχόμαστε στη δουλειά. Με τι διάθεση μπαίνουμε σε μια σχέση; Με τι διάθεση πηγαίνουμε τα παιδιά στις δραστηριότητές τους; Με τι διάθεση πηγαίνουμε μια εκδρομή;

Δίνουμε τον καλύτερό μας εαυτό; Τιμάμε τον εαυτό μας;

Εν προκειμένω στο κομμάτι της δουλειάς, θα έχετε δει σίγουρα ανθρώπους οι οποίοι τιμούν αυτό που κάνουν και το κάνουν με επαγγελματισμό και αφοσίωση. Ό,τι κι αν είναι αυτό.

Θα έχετε δει τον μανάβη που αγαπάει τα ζαρζαβατικά του ή τον φούρναρη που θέλει να προσέχει να βγάζει πάντα τραγανό κουλούρι. Τον δάσκαλο που αγαπάει τους μαθητές του και τον οδηγό ταξί που είναι πάντα περιποιημένος και σέβεται τον πελάτη του.
Ο οδηγός λεωφορείου στο Κυότο

Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν είχα βρεθεί στο Κυότο, στην Ιαπωνία, κάποια στιγμή είχα πάρει το λεωφορείο. Ο οδηγός του έλεγε από το μικρόφωνο:

«Περνάμε αυτή την περιοχή.»

«Το λεωφορείο θα σταματήσει»

«Το λεωφορείο σταματάει»

«Το λεωφορείο θα ξεκινήσει»

«Το λεωφορείο ξεκινάει»

Ξανά και ξανά. Κάθε φορά με απόλυτο σεβασμό σε αυτό που έκανε και μια αίσθηση φροντίδας στη φωνή του. Γιατί με αυτόν τον τρόπο φρόντιζε τους επιβάτες για να μην αιφνιδιαστούν και βρεθούν σε θέση αστάθειας.



Το γεγονός ότι αντιμετώπιζε ευλαβικά τη δουλειά του είχε ως αποτέλεσμα να την απολαμβάνει πολύ περισσότερο και ο ίδιος. Τιμούσε το ρόλο και αυτομάτως τιμούσε τον εαυτό του. Τότε μου είχε κάνει πολλή εντύπωση. Τώρα τον κατανοώ και τον ευγνωμονώ για το μάθημα.

Αν είμαι σε μια δουλειά και διαρκώς παραπονιέμαι και την κάνω με μισή καρδιά τότε στην ουσία δεν εκτιμώ κι εμένα που την κάνω.

Αν είμαι σε μια σχέση και διαρκώς εκφράζω ενοχλήσεις και παράπονα τότε υποβιβάζω και τον εαυτό μου γιατί βρίσκομαι σε τέτοια σχέση που δε με ικανοποιεί.

Αν όμως δώσω όλη μου την ενέργεια είναι πολύ πιο πιθανό και η σχέση να δουλέψει αλλά κι εγώ να την απολαμβάνω. Ακόμα κι αν τελικά δε δουλέψει και χαθεί, ακόμα και τότε θα ξέρω ότι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Και αυτό θα με βοηθήσει πολύ στο να σταθώ στα πόδια μου ξανά και να συνεχίσω.
Συμπέρασμα

Είναι αδύνατον να μας αρέσουν όλες οι δουλειές ή όλοι οι άνθρωποι. Ταυτόχρονα, πολύ συχνά παραβλέπουμε έναν πολύ ισχυρό παράγοντα ο οποίος επηρεάζει την τελική απόλαυση που νιώθουμε από οτιδήποτε κάνουμε.

Τη δική μας συμμετοχή.

Όσο περισσότερο δινόμαστε σε μια δραστηριότητα / κατάσταση τόσο μεγαλύτερη ευχαρίστηση είναι πιθανό να νιώσουμε.

Δεν κάνουμε χάρη στα αφεντικά μας ή στον σύντροφό μας όταν είμαστε συνειδητά παρόντες και προσπαθούμε για το καλύτερο με όλο μας το είναι.

Κάνουμε τεράστια χάρη όμως στον εαυτό μας.

Προσωπικά περνάω ένα καταπληκτικό τριήμερο. Η αλήθεια είναι ότι βοηθούν και οι δυο μου φίλοι, η Μίλκυ και ο Καφέ.



Ταυτόχρονα και η δική μου στάση έχει αποτέλεσει καταλύτη για την απόλαυση της εμπειρίας μου.

Θα έγραφα κι άλλα όμως έχει έρθει το μεσημέρι και χρειάζονται χέρια στην κουζίνα…

ΠΗΓΗ:

What Your Sleep Reveals About Your Personality




Introverts and extraverts react differently to sleep deprivation.



Introverts are naturally better at dealing with sleep deprivation after a busy day of social interactions, research finds.

Despite being kept awake for 22 hours, introverts remained more alert than extroverts when tested the next day.


It may be because introverts generally have higher cortical arousal.

In contrast, extraverts are vulnerable to sleep loss after interacting with many people during the day.

After being kept awake all night, they were more sleepy the next day than introverts.

Dr Tracy L. Rupp, who led the study, said:



“Extroverts exposed to socially enriched environments showed greater vulnerability to subsequent sleep deprivation than did extroverts exposed to an identical but socially impoverished environment

The ability of introverts to resist sleep loss was relatively unaffected by the social environment.

Overall, the present results might also be interpreted more generally to suggest that waking experiences, along with their interaction with individual characteristics, influence vulnerability to subsequent sleep loss.”

The study included 48 people who did a series of tasks for 12 hours either on their own or in a group.


Everyone was then kept awake for 22 hours and given periodic tests of alertness.

Although introverts and extroverts usually slept about the same on a normal night, it was the introverts who did better on the tests after being sleep deprived.

The introvert’s ability to resist sleep loss could be down to genetic factors.

Social interactions are often complex and require people to regulate their attention and alertness.

As a result, more sleep may be required to recover.


Dr Rupp said:


“These data have practical relevance for occupational shift work and military operational assignments, and theoretical implications for understanding individual-difference factors influencing vulnerability or resiliency to sleep loss.”

Source:

Thursday 15 November 2018

Έρευνα: Πώς η κλιματική αλλαγή θα συνδεθεί με την αύξηση της εγκληματικότητας



Οι ερευνητές του Τμήματος Επιστημών της Ατμόσφαιρας και του Ωκεανού του Πανεπιστημίου του Κολοράντο αναφέρουν ότι ήδη οι ήπιοι χειμώνες συνοδεύονται από μεγαλύτερη εγκληματικότητα και στο μέλλον αυτό θα είναι ακόμη πιο αισθητό






Η κλιματική αλλαγή θα κάνει πιο σύντομους και πιο ζεστούς τους χειμώνες και αυτό, με τη σειρά του, θα ευνοήσει την αύξηση της εγκληματικότητας, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη. Η επιδείνωση της εγκληματικότητας θα είναι πιο αισθητή σε εκείνες τις περιοχές που, ενώ παραδοσιακά έχουν πιο κρύους χειμώνες, η κλιματική αλλαγή θα τους κάνει πιο ήπιους.


Όπως μεταδίδει το ΑΠΕ, οι ερευνητές του Τμήματος Επιστημών της Ατμόσφαιρας και του Ωκεανού του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «GeoHealth» της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης, αναφέρουν ότι ήδη οι ήπιοι χειμώνες συνοδεύονται από μεγαλύτερη εγκληματικότητα και στο μέλλον αυτό θα είναι ακόμη πιο αισθητό.

Η νέα μελέτη -που ανέλυσε σε βάθος δεκαετιών (1976-2016) στοιχεία για περίπου 16.000 αμερικανικές πόλεις, συσχετίζοντας τις μεταβολές της θερμοκρασίας με τους δείκτες εγκληματικότητας- δείχνει ότι μέσα στο έτος η πιο έντονη συσχέτιση αφορά το χειμώνα: όταν το θερμόμετρο ανεβαίνει τους χειμερινούς μήνες, ανεβαίνει και η εγκληματικότητα, είτε πρόκειται για βίαιες επιθέσεις κατά ανθρώπων είτε για εγκλήματα κατά ιδιοκτησίας.

Η εξήγηση είναι απλή: όταν δεν ξεπαγιάζει κανείς το χειμώνα, έχει περισσότερη όρεξη να βγει από το σπίτι του, οπότε κυκλοφορούν περισσότεροι κλέφτες ή βιαστές στους δρόμους και, επιπλέον, τα υποψήφια θύματα είναι περισσότερα.

Προηγούμενες μελέτες έχουν συσχετίσει τις υψηλότερες θερμοκρασίες με μια πιο επιθετική συμπεριφορά των ανθρώπων. Όμως, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, οι υψηλότερες θερμοκρασίες του καλοκαιριού – οι οποίες μελλοντικά θα γίνουν ακόμη θερμότερες λόγω της κλιματικής αλλαγής- δεν φαίνεται να ευνοούν την αύξηση της εγκληματικότητας (προφανώς άμα σκάει τζίτζικας, σκάνε και οι κλέφτες, οπότε κάθονται κάτω από το αιρ-κοντίσιον…).

ΠΗΓΗ:




People use this music to ‘purge’ their negativity.



Liking heavy metal music is a sign of high intelligence, research suggests.

Some people may use heavy metal music as a way of coping with being talented.


Being a ‘metalhead’ is sometimes associated with poor performance and delinquency, but this survey found otherwise.

More intelligent people may find themselves outsiders and use heavy metal music to deal with the stress.

Dr Stuart Cadwallader, the study’s author, says there is a stereotype that more intelligent people are into classical music.

While this is true for some, others take solace in heavy metal.


Dr Cadwallader said that young people enjoy the complex and sometimes political themes in metal that are not explored in mainstream pop music.


Both alienation and being separate from society may chime with some gifted people.

The results come from a survey of 1,057 members of the National Academy for Gifted and Talented Youth in the UK.

This body represents young people aged 11-18 who are in the top 5 per cent academically.

The results showed that while rock was the most popular genre among talented youngsters, one-third rated heavy metal in their top five genres and 6 per cent gave it top spot.

Those who particularly liked heavy metal also tended to have lower self-esteem.

Genres traditionally linked to intelligence — classical music and jazz — were the least popular.

Some young people said they liked to literally ‘jump out’ their frustrations and anger to heavy metal.


Dr Cadwallader said:


“Perhaps the pressures associated with being gifted and talented can be temporarily forgotten with the aid of music.

As one student suggests, perhaps gifted people may experience more pressure than their peers and they use the music to purge this negativity.”

SOURCE:

Wednesday 14 November 2018

Κατάχρηση ουσιών/εξαρτήσεις


Ναρκωτικά Εξαρτήσεις – Το καταφύγιο της αυτοκαταστροφικοτητας

Όταν ένα άτομο καταφεύγει σε ναρκωτικές ουσίες ή/καί αλκοόλ ή και σε άλλων ειδων εξαρτησεις, δείχνει ότι δεν έχει άλλο καταφύγιο. Το τελευταίο του καταφύγιο είναι η αυτοκαταστροφικότητα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα άτομα δεν αναγνωρίζουν ουσιαστικά ότι αυτοκαταστρέφονται. τα ναρκωτικά «γεμιζουν» το ψυχικό κενό το οποιο βιώνει το άτομο. Το κενό αυτο εχει πρωτόγονη προελευση με έδρα στα βρεφικά χρονια ζωης όπου ο δεσμός με την μητρική φιγούρα χαρακτηριζεται άλλοτε απο αδιαφορια, άλλοτε απο μεγαλη έλλειψη φροντίδας, αλλοτε απο μη αναγνωριση των αναγκών και σε πολλές περιπτωσεις και απο τα τρία παραπανω.



Ψυχοθεραπευτική παρέμβαση – Ναρκωτικά Εξαρτησεις

Ο πρώτος από τους στόχους της ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης είναι η προσπάθεια αναγνώρισης της κατάστασης. Η λήψη ουσιών αποτελεί την ύστατη κραυγή. Το άτομο προσπαθεί να αναπληρώσει πολύ πρώιμες ανάγκες τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει μέσα από συντροφικές σχέσεις ή μέσα από άλλους τρόπους. Συνήθως πρόκειται για άτομα τα οποία εξαρτώνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την θέληση τρίτων. Η εξάρτηση μπορεί να αφορά επίσης τυχερά παιχνίδια, σπατάλη χρημάτων, ιππόδρομο, κτλ. Τα ίδια ισχύουν καί γι’ αυτές τις καταστάσεις.


Ναρκωτικά Εξαρτησεις – Βασικος θεραπευτικός αξονας

Αρχικά οι ειδικές ψυχολογικές εξετάσεις και κατόπιν η δημιουργια θεραπευτικής επαφής, μαζί με την λήψη της κατάλληλης εξατομικευμένης φαρμακευτικής αγωγής αποτελούν τις πρώτες ενέργειες για την δημιουργια του βασικού θεραπευτικού άξονα.

ΠΗΓΗ:

Καχυποψία


Ειναι γνωστό στους ειδικούς ψυχικης υγειας εδω και δεκαετίες, οτι η ψυχικη εκεινη κατασταση εκεινη η οποία θα εχει θεαματική άνοδο στις εκδηλώσεις της και στην συμπτωματολογια της στα επόμενα χρονια και θα αυξάνει ολοένα και περισσοτερο, οτι θα ειναι η καχυποψια – παρανοικοτητα. Οι καιροί αλλάζουν με ταχείς ρυθμούς και δεν προλαβαίνουν να ενσωματωθούν στο συλλογικό ασυνείδητο των κοινωνιων. Οταν ο ανθρωπος δεν γνωρίζει κατι, έρχεται δηλαδη σε επαφή με κατι εντελως καινούριο, το φοβάται. Χρειαζεται καιρος για να το συνηθισει και να δει αν μπορεί να δεχτει ορισμενα χαρακτηριστικά η να τα απορρίψει. Αν προσθέσουμε και συνυπολογίσουμε και το γεγονός οτι ο κοσμος ειναι άδικος και σκληρός, οτι η φτώχεια μαστίζει τον πλανήτη, οτι οι δυτικές κοινωνίες γίνονται ολο και περισσοτερο αφιλοξενες, οτι οι ανθρωποι δεν μπορούν να συννενοηθούν μεταξύ τους ουτε γνωρίζουν πως να διαχειριστούν τις επιθετικές τους ενορμήσεις, οτι η μοναξια ειναι το κυρίαρχο φαινόμενο, οτι η οικογένεια δεν μπορεί να παίξει βοηθητικό ρόλο είτε γιατι κλείνεται στο καβούκι της και αγνοεί την υπόλοιπη κοινωνία με αποτελεσμα να δημιουργεί ανθρώπους οι οποιοι εχουν προβλήματα προσαρμογής, είτε επειδή ειναι πολυ πιεστική όσον αφορά στην ενςωματωςη των κοινωνικων στερεοτυπων οποτε χάνεται πρόωρα η παιδικότητα, αν λοιπον συνυπολογίσουμε όλους αυτούς τους παράγοντες, ειναι φυσικό να διακρίνουμε στην συμπεριφορά των ανθρώπων την καχυποψία.


Απο που προκύπτει η καχυποψία;

Απο που προκύπτει ομως η καχυποψία; Προκύπτει απο το γεγονός οτι ο σημαντικός αλλος δεν ακούει και δεν φροντίζει τις ανάγκες μου. Τα κίνητρα του ειναι αλλα. Να κοιτάξει μονο τον εαυτο του και οχι τον άλλο. Οταν λοιπον η κοινωνία το κάνει αυτο, η οικογένεια το κάνει αυτο, οταν το περιβάλλον διαμορφώνεται αφιλοξενο, οταν τα στερεότυπα ενισχύονται αντί να δίνεται προτεραιότητα στην έρευνα των ανθρώπων για την ζωη τους και τον εαυτο τους, τοτε δεν υπαρχει αλλη διέξοδος απο την καχυποψία. Οταν δεν με φροντίζεις λοιπον, δεν μπορω να σε εμπιστευτω γιατι δικαιολογημένα καταλαβαίνω οτι δεν σε ενδιαφερει το πως αισθάνομαι εγω αλλα μονο το πως αισθάνεσαι εσύ. Ετσι δεν μπορω να σε εμπιστευτω και αισθάνομαι συνεχώς καχυποπτα οχι μονο απέναντι σου αλλα και απέναντι σε ολοκληρη την κοινωνία η οποία ειναι ο αντικατοπτρισμός ο δικός σου που μου εισαι σημαντικός/η.

Παρανοικοτητα

Την καχυποψια στις διαταραγμένες της μορφές την ονομάζουμε παρανοικοτητα και αφορά καταστάσεις κατά τις οποίες το άτομο αισθάνεται ότι το κοιτούν, το ακολουθούν, το σχολιάζουν, του υποκλέπτουν την σκέψη, αισθάνεται οτι η σκέψη του ακουγεται, κτλ. Πρόκειται για ψυχοπαθολογική κατάσταση η οποία χρειάζεται μακροχρόνια ψυχοθεραπεία. Σε πολλές περιπτώσεις χρειάζεται παράλληλη φαρμακευτική υποστήριξη.
Θεραπεια για την καχυποψια – παρανοικοτητα

Η ψυχοθεραπεία εδώ εστιάζει στις βαθύτερες εσωτερικές σχέσεις του ατόμου καί ιδιαίτερα στις σχέσεις εκείνες οι οποίες υπολείπονται εμπιστοσύνης. Εάν επιτευχθεί θεραπευτική συμμαχία, τα άτομα αυτά έχουν καλή πορεία. Το άγχος του καχύποπτου ατόμου τις περισσότερες φορές είναι έντονο καί δημιουργεί επιθετικότητα. Οι φόβοι επίθεσης που νιώθει το οδηγούν να απομακρύνεται από τις σχέσεις με αποτέλεσμα την απομόνωση. Η ειλικρινής στάση του ψυχοθεραπευτή σε συνδυασμό με την παροχή ενδιαφέροντος καί φροντίδας αποτελούν τα πρώτα θεραπευτικά βήματα.

ΠΗΓΗ:

Sunday 11 November 2018

An Easy Way to Reduce Depression And Loneliness




Reducing loneliness and depression could be as simple as this…



Limiting social media to 30 minutes per day decreases feelings of loneliness and depression, new research finds.

The study strongly suggests that excessive social media use makes people more depressed and lonely.


It is also ironic that less ‘social’ media use reduces feelings of loneliness.

For the study, 143 college students were tracked for three weeks.

Half were told to use social media as normal, while the other half were instructed to limit it to 30 minutes per day.

All reported their use of Facebook, Snapchat and Instagram along with feelings of anxiety, depression, loneliness and fear of missing out.


Dr Melissa G. Hunt, the study’s first author, explained the results:



“Here’s the bottom line.

Using less social media than you normally would leads to significant decreases in both depression and loneliness.

These effects are particularly pronounced for folks who were more depressed when they came into the study.”

Dr Hunt does not think young people should stop using social media all together.

Limiting screen time, though, seems sensible, she says:



“It is a little ironic that reducing your use of social media actually makes you feel less lonely.

Some of the existing literature on social media suggests there’s an enormous amount of social comparison that happens.

When you look at other people’s lives, particularly on Instagram, it’s easy to conclude that everyone else’s life is cooler or better than yours.”

Dr Hunt concluded:


“When you’re not busy getting sucked into clickbait social media, you’re actually spending more time on things that are more likely to make you feel better about your life.

In general, I would say, put your phone down and be with the people in your life.”


SOURCE:

Αυτόλογες μεταμοσχεύσεις βλαστοκυττάρων για τη θεραπεία της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας




Επανάσταση στη θεραπευτική αντιμετώπιση της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας (ΣΚΠ) έχει γίνει όχι μόνο με τα φάρμακα δεύτερης και τρίτης γενιάς, που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια και τα οποία έχουν καταφέρει να σταματήσουν την εξέλιξη της νόσου αλλά και να βελτιώσουν σε ένα ποσοστό τη χρόνια αναπηρία. Αλλά ακόμη και για τις περιπτώσεις, όπου όλες οι υπάρχουσες θεραπείες δεν αποδίδουν (δηλαδή για τις προϊούσες μορφές της νόσου), η επιστήμη ετοιμάζει τις λύσεις με τη χρήση βλαστοκυττάρων σε πειραματικό επίπεδο με αισιόδοξα αποτελέσματα.

Αυτό που πριν από λίγα χρόνια φάνταζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σήμερα πλέον φαίνεται ότι θα αποτελέσει το νέο μέλλον της ιατρικής στην αντιμετώπιση της ΣΚΠ καθώς χάρη στις θεραπείες με τη χρήση μεσεγχυματικών κυττάρων θα μπορεί όχι μόνο να αναπλάθεται η βλάβη που έχει δημιουργηθεί από τη νόσο αλλά και θα προλαμβάνεται.

Για τις θεραπείες που γίνονται σήμερα με την αυτόλογη μεταμόσχευση μεσεγχυματικών κυττάρων αλλά και με την αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο περιθώριο του 5ου Διακλινικού Συμποσίου για τη Σκλήρυνση κατά Πλάκας, το οποίο διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, ο καθηγητής Νευρολογίας στο Hebrew University του Ισραήλ, Δημήτριος Καρούσης.

Τα νέα φάρμακα έχουν αλλάξει την κλινική εξέλιξη της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας

Τα νέα φάρμακα, δεύτερης και τρίτης γενιάς, δρουν με έναν πολύ διαφορετικό μηχανισμό, έχουν υψηλότερη αποτελεσματικότητα και έχουν αλλάξει την κλινική εξέλιξη της ΣΚΠ, επισημαίνει ο κ. Καρούσης.

Αναφέρει, μάλιστα, ως παράδειγμα ότι το 1990 οι μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έδειχναν πως το περίπου 50% των ασθενών με ΣΚΠ, ύστερα από 10-15 χρόνια θα χρειαζόταν βοήθημα για να περπατήσει, ενώ με τα φάρμακα δεύτερης και τρίτης γενιάς αυτό το πρόβλημα, αν υπάρξει, θα εμφανιστεί ύστερα από 30 χρόνια.

«Έχουμε ψηλώσει τον πήχη ούτως ώστε να ζητάμε όχι μόνο να σταματήσουμε λίγο τις ώσεις (υποτροπές) και την εξέλιξη της ασθένειας αλλά ακόμα και να βελτιώσουμε τη νευρολογική ανικανότητα που δημιουργείται. Και όντως τα φάρμακα αυτά της δεύτερης και τρίτης γενιάς έχουν καταφέρει όχι απλώς να σταματήσουν την εξέλιξη αλλά να βελτιώσουν κιόλας σε πολλούς, σε ένα ποσοστό τουλάχιστον, τη χρόνια αναπηρία. Αυτό βέβαια που ακόμα λείπει και δεν έχει γίνει, είναι ότι δεν έχουμε κατορθώσει στις χρόνιες μορφές, όπου έχουν αποτύχει τα κλασσικά ανοσοκατασταλτικά ή ανοσοτροποποιητικά φάρμακα, να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι, ειδικά όταν έχουν αποτύχει φαρμακευτικές θεραπείες πρώτης ή δεύτερης γραμμής. Κι εδώ μπαίνει και όλη η εξέλιξη που υπάρχει στις καινούργιες έρευνες. Υπάρχουν πολλές πειραματικές προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που κάνουμε με τη χρήση των βλαστοκυττάρων», επισημαίνει ο κ. Καρούσης.

Αυτόλογες μεταμοσχεύσεις αιμοποιητικών και μεσεγχυματικών κυττάρων

Σήμερα χρησιμοποιούνται, πειραματικά, για τη θεραπεία της ΣΚΠ οι μεταμοσχεύσεις αιμοποιητικών και μεσεγχυματικών κυττάρων, που προέρχονται από τον ίδιο τον ασθενή.

Η αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων γίνεται αφού προηγουμένως ο ασθενής με ΣΚΠ υποβληθεί σε μία ισχυρή χημειοθεραπεία. Η χημειοθεραπεία καταστρέφει όλο το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς, το οποίο στη συνέχεια «ξαναχτίζεται» με τη χρήση αιμοποιητικών κυττάρων. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται ήδη για τη θεραπεία αιματολογικών ασθενειών και καρκίνων αλλά εμπεριέχει τις παρενέργειες της χρήσης μιας πολύ ισχυρής χημειοθεραπείας.

Ο κ. Καρούσης αναφέρει ότι η θεραπεία με αυτόλογη μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων έχει δείξει τελευταία πολύ καλά αποτελέσματα και αποτελεί μία πολύ καλή λύση, όταν υπάρχει μία πολύ έντονη φλεγμονώδης κατάσταση, που δεν μπορεί να ρυθμιστεί με τα κλασικά φάρμακα. Ωστόσο, τονίζει ότι η αυτόλογη μεταμόσχευση μεσεγχυματικών κυττάρων δίνει μεγαλύτερη ελπίδα καθώς δεν χρειάζεται ο ασθενής να υποβληθεί σε χημειοθεραπεία, όπως γίνεται στην περίπτωση της αυτόλογης μεταμόσχευσης αιμοποιητικών κυττάρων.

«Τα μεσεγχυματικά κύτταρα (όπως και τα αιμοποιητικά κύτταρα) είναι βλαστοκύτταρα, τα οποία πάλι παίρνουμε από τον μυελό των οστών αλλά είναι ένας διαφορετικός υποπληθυσμός. Αυτά τα μεσεγχυματικά κύτταρα τα χορηγούμε με τη δική μας μέθοδο ενδοραχιαία μέσα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό ούτως ώστε να δημιουργήσουν μία κάποια ανάπλαση της μυελίνης η οποία, στον ασθενή με ΣΚΠ, έχει υποστεί βλάβη. Δεν χρειάζεται καθόλου να γίνει χημειοθεραπεία γιατί: πρώτον τα βλαστοκύτταρα τα παίρνουμε από τον ίδιο τον ασθενή και επομένως δεν υπάρχει ανάγκη για δότη καθώς δεν υπάρχει καμία ασυμβατότητα. Και δεύτερον επειδή τα κύτταρα έχουν σκοπό όχι να αναπλάσουν το αμυντικό σύστημα, αλλά να αναπλάσουν τη μυελίνη ή να βοηθήσουν τα κατεστραμμένα κύτταρα», εξηγεί ο κ. Καρούσης.

Εντυπωσιακά τα αποτελέσματα μελετών αλλά ...θα αργήσει η ίαση

Τα τελευταία 12 χρόνια, στο Hebrew University του Ισραήλ έχουν γίνει τέσσερις μελέτες στον τομέα της θεραπείας της ΣΚΠ αλλά και της αμυοτροφικής σκλήρυνσης (ALS) με τη χρήση μεσεγχυματικών κυττάρων.

«Και στις δύο περιπτώσεις ήταν εντυπωσιακά τα αποτελέσματα των ανοιχτών μελετών που κάναμε, χωρίς να υπάρχει ομάδα ελέγχου που να παίρνει εικονικό φάρμακο. Δεν μιλάμε τώρα πλέον για σταμάτημα αλλά για μία βελτίωση της χρόνιας ανικανότητας. Δηλαδή βλέπουμε βελτίωση στο περπάτημα, στην όραση, στη νοητική δραστηριότητα και σε όλα αυτά. Αυτά όπως έχουμε αποδείξει τα τελευταία χρόνια έχουν μηδενικό κίνδυνο. Δεν υπήρχε ούτε μία σοβαρή παρενέργεια. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ακόμα και σε ασθενείς με πολύ έντονες εκφυλιστικές παθήσεις όπως η αμυοτροφική σκλήρυνση, βλέπουμε μία τεράστια δράση. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή έχει γίνει αυτή η επανάσταση για την οποία μιλάμε. Αυτό που θα δώσει τις οριστικές απαντήσεις στην Ιατρική είναι μία μελέτη, η οποία θα συγκρίνει αυτό με το εικονικό φάρμακο. Και αυτό το κάναμε και μάλιστα είμαι σε ευχάριστη θέση να πω ότι το καλοκαίρι ολοκληρώσαμε αυτή τη διπλή τυφλή δοκιμασία, η οποία κλειδώνει την επόμενη εβδομάδα. Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα από την πρώιμη ανάλυση είναι άκρως εντυπωσιακά. Δείχνουν ότι υπάρχει μία σημαντική βελτίωση σε όλους τους τομείς της κινητικής, της νοητικής και όλης της νευρολογικής δραστηριότητας σε σχέση με αυτούς που πήραν το εικονικό φάρμακο. Όταν ολοκληρωθεί και βγουν όλα τα αποτελέσματα θα το ξέρουμε σίγουρα και θα έχουμε πλέον μία απόδειξη και όχι απλώς μία ισχυρή ένδειξη, ότι αυτό μπορεί να είναι πραγματικά ένα ακόμα πολύ ισχυρό εργαλείο παράλληλα με τις εξελίξεις που υπάρχουν στη φαρμακευτική αγωγή για να μπορέσουμε να κάνουμε μία επανάσταση στην αντιμετώπιση της ΣΚΠ», τόνισε ο κ. Καρούσης.

Παράλληλα ανέφερε ότι δεν είναι απαραίτητο ο ασθενής να έχει κάνει όλες τις υπάρχουσες θεραπείες για υποβληθεί σε αυτόλογη μεταμόσχευση μεσεγχυματικών κυττάρων και ότι η μεταμόσχευση θα μπορούσε να γίνει εξ αρχής.

«Όσο πιο νωρίς εφαρμόζεται μια θεραπεία, πόσο μάλλον μια θεραπεία με βλαστοκύτταρα , τόσο καλύτερη θα είναι η δράση. Δεν βλέπω ένα μέλλον όπου θα υπάρχει μόνο είτε κυτταρική θεραπεία , είτε θεραπεία με βλαστοκύτταρα, είτε κάτι παραπλήσιο, αλλά θα υπάρχει ένας συνδυασμός. Γιατί από τη μία πρέπει να έχουμε κάτι προληπτικά που θα σταματάει τη φλεγμονή, όπως τα πολύ πετυχημένα τελευταίας γενιάς φάρμακα που υπάρχουν, και παράλληλα από νωρίς να δίνουμε στον ασθενή και κάποια κυτταρική θεραπεία για να μπορέσουμε να διορθώνουμε αυτά που δεν μπορεί να προλάβει το φάρμακο», πρόσθεσε ο κ. Καρούσης.

Παράλληλα, όμως, ανέφερε ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες δεν δείχνουν πολύ ενδιαφέρον για αυτές τις θεραπείες γιατί τις βλέπουν ως ανταγωνιστικές της φαρμακευτικής αγωγής.

Οσον αφορά την ίαση της ΣΚΠ, ο κ. Καρούσης είπε ότι έχει ανοίξει ένα παράθυρο και ένας νέος δρόμος που θα οδηγήσει σε πιο ριζική θεραπεία αλλά θα χρειαστεί ακόμη πολύς δρόμος για να μιλάμε για ίαση.

ΠΗΓΗ:

Thursday 8 November 2018

Your native language affects what you can and can’t see


By Emma Young

The idea that the language that you speak influences how you think about and experience the world (the so-called Sapir-Whorf hypothesis) has a long and storied history. A lot of research into the issue has focused on colour perception, and evidence has accumulated that people whose native languages have different colour categories don’t see the world in quite the same way.

Now in a new paper, published in Psychological Science, Martin Maier and Rasha Abdel Rahman at the Humboldt University of Berlin report that by affecting visual processing at an early stage, such linguistic differences can even determine whether someone will see a coloured shape – or they won’t. “Our native language is thus one of the forces that determine what we consciously perceive,” they write.



The wavelengths of light that we perceive as colours form a smooth continuum, but crucially, the colour categories that people use to divide up this spectrum vary between languages. Maier and Abdel-Rahman studied native Greek-, Russian- and German-speakers for whom these categories differ.

In both Greek and Russian, there is a dedicated category-word for “light blue” and another for “dark blue” but no specific word for “blue” as a broader category. In German (as in English), people can use qualifiers to refer to “light blue”, “navy blue” or “sky blue”, and so on, but there are no dedicated category words for these shades. On the other hand, in German (also as in English) there is a dedicated word “blue” (blau in German) to cover all the shades of blue. However, Russian, Greek and German alike have a dedicated category word for referring to all shades of “green”, just as we do in English.

Earlier work already showed that having a category term for something – whether it’s an object or a colour – speeds up a person’s ability to identify that item among a host of others. Russian-speakers are faster at discriminating between light and dark blue colour patches than English-speakers, for example. Maier and Abdel-Rahman wanted to go further and see whether linguistic colour categories would influence the likelihood of speakers of different languages becoming conscious of something at all.

Maier and Abdel-Rahman first tested 28 native Greek-speakers. In each trial, they were presented with a rapid series of 13 coloured stimuli, made up of geometric shapes against a differently-coloured background. The participants were asked to look out for a grey semi-circle, which always appeared at some point on every trial. The grey semi-circle was simply there to grab the participant’s attention – to make it more touch-and-go as to whether they’d notice any ensuing triangle at all. The critical test was whether participants spotted a coloured triangle when it appeared (which it did in 80 per cent of trials) and whether that varied according to its colour relative to the background.

Crucially, the triangle was either light blue against a dark blue background circle; light green against a dark green circle; or light or dark blue against either a light or dark green background circle. At the end of each trial, the participants were asked “how much” of a triangle they had seen – nothing at all, a slight or strong impression, or a “complete” triangle.

Maier and Abdel-Rahman found that, as they’d expected, the Greek-speakers were more likely to see a triangle when it was light against dark blue (or vice versa) than when it was light green against dark green (or vice versa). This is consistent with the idea that having fundamental linguistic categories for the two types of blue made it more likely that these triangles made it into the participants’ conscious perception.

When the researchers repeated the study with 29 German speakers, they found no difference in detection rates for blue against blue versus green against green triangles. But when they next ran the study on native Russian-speakers (who share the same colour categories as Greek-speakers), they replicated the hit rate pattern they had observed for the Greek-speakers – the Russian-speakers were more likely to perceive the triangle in the blue contrast condition compared with the green contrast condition, just as the researchers expected.

For the studies on Greek- and German-speakers, Maier and Abdel-Rahman also used electroencephalography (EEG) to compare their participants’ brain activity during the visual tasks. The EEG results supported the idea that native language influences a very early, automatic stage of visual processing – an idea that some other researchers have disputed in the past.

“The present results show for the first time that … our native language – and the color categories we apply within it – can influence whether we consciously perceive a stimulus or not,” the researchers write.

The differences in blue vs. green detection rates between Greek/Russian and German participants were not big in statistical terms. Still, “language… seems to play an active role in perception and helps to optimise it in the long run,” the researchers concluded.

SOURCE:


Episode 14: Psychological Tricks To Make Your Cooking Taste Better



This is Episode 14 of PsychCrunch, the podcast from the British Psychological Society’s Research Digest, sponsored by Routledge Psychology.

http://hwcdn.libsyn.com/p/c/6/a/c6a596e117a0e941/20181101_PsychCrunchEp14_Mx3.mp3?c_id=25558328&cs_id=25558328&expiration=1541678267&hwt=1bb7528d24335fd3e7df59247cd899d3


Can psychology help your cooking taste better? Our presenter Ginny Smith hears about the importance of food presentation, pairing and sequencing, and how our perception of food is a multi-sensory experience. She and her friends conduct a taste test using “sonic seasonings” that you can also try at home.



Our guests, in order of appearance, are: Professor Debra Zellner at MontClaire State University and Professor Charles Spence at Oxford University.

ΗΡΕΜΗ ΔΥΝΑΜΗ

κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό βιβλίο για γονείς και όχι μόνο...

Ο τίτλος του: ΗΡΕΜΗ ΔΥΝΑΜΗ του Haim Omer
Επιμέλεια στα Ελληνικά: Δημήτρης Φιλοκώστας


https://www.protoporia.gr/iremi-dynami-p-480456.html

Friday 2 November 2018

To Stop Violence, Start at Home





THE pattern is striking. Men who are eventually arrested for violent acts often began with attacks against their girlfriends and wives. In many cases, the charges of domestic violence were not taken seriously or were dismissed.

Before Tamerlan Tsarnaev was suspected of carrying out the bombing of the Boston Marathon, he was arrested for beating his girlfriend. When Man Haron Monis held 17 people hostage at a Lindt Chocolate cafe in Sydney, he had already been charged as an accessory to the murder of his ex-wife. Before George Zimmerman shot Trayvon Martin to death in Florida, his ex-girlfriend accused him of physically assaulting her. He faced no charges, but has been arrested twice for alleged domestic violence since 2013.

A recent study found that more than half of the 110 mass shootings in the United States between January 2009 and July 2014 included the murder of a current or former spouse, an intimate partner or a family member. Everytown for Gun Safety, the group that released the study, found a “noteworthy connection between mass-shooting incidents and domestic or family violence.”

This connection is not limited to mass shootings. An analysis of the criminal justice history of hundreds of thousands of offenders in Washington State suggests that a felony domestic violence conviction is the single greatest predictor of future violent crime among men.

SOURCE:

Ψυχοσωματικές διαταραχές


Γενικότερα προσπαθεί να κατανοήσει πως το ψυχικό όργανο συνεργάζεται με το σώμα (και το αντίθετο) προκειμένου να εκφράσει μεσω του συμπτωματος, μια ανάγκη η ενα σύνολο αναγκών. Το εύρος του επιστημονικού κλάδου της ψυχοσωματικής ειναι μεγάλο. Εδω θα ασχοληθούμε μόνο με τις σωματόμορφες διαταραχες οι οποίες ανήκουν στο κλασσικό πλαίσιο των ψυχικών διαταραχων.


Σωματόμορφες διαταραχές στην ψυχοσωματική

Το κύριο χαρακτηριστικό των σωματόμορφων διαταραχων ειναι η επαναληπτική εμφανιση σωματικών συμπτωμάτων μαζι με επίμονα αιτήματα για ιατρικές εξετάσεις παρά τα επανειλημμένα αρνητικά ευρήματα και τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις των γιατρών οτι τα συμπτώματα δεν εχουν σωματική βάση. Εάν πράγματι υπαρχουν οποιεσδήποτε σωματικές διαταραχές, αυτες δεν εξηγούν τη φύση και την έκταση των συμπτωμάτων ή τη δυσφορία και την υπεραπασχόληση του ασθενούς. Ακομα και οταν η εναρξη και η συνέχιση των συμπτωμάτων εχουν στενή σχεση με δυσάρεστα γεγονότα ζωης ή με δυσκολίες και καταστάσεις ενδοψυχικών συγκρούσεων, ο ασθενής συνήθως ανθίσταται στην προσπαθεια να συζητήσει την πιθανότητα ψυχολογικής αιτιολογίας. Αυτο μπορεί να συμβαίνει και στην παρουσία εμφανών καταθλιπτικών και αγχωδών συμπτωμάτων. Ο βαθμός κατανόησης, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί, όσον αφορά την σωματική ή ψυχολογική αιτιολογία των συμπτωμάτων, ειναι συχνά απογοητευτικός και προκαλεί ματαίωση, τόσο στον ασθενη όσο και στον ειδικό.
Διαταραχη σωματοποίησης στην ψυχοσωματική

Τα κύρια χαρακτηριστικά της διαταραχής αυτής είναι πολλαπλά, υποτροπιάζοντα και συχνα μεταβαλλόμενα σωματικά συμπτώματα, τα οποία υπάρχουν συνήθως για αρκετά χρόνια πριν ο ασθενής παραπεμφθεί σε ειδικό. Οι περισσότεροι ασθενείς εχουν μακρό και περίπλοκο ιστορικό επαφών, τόσο με ιατρικές υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης όσο και με τις ειδικές ιατρικές υπηρεσίες, με πολλές αρνητικές εξετάσεις και άκαρπες επεμβάσεις. Τα συμπτώματα μπορεί να αφορούν οποιοδήποτε μέρος του σώματος αλλα τα συνηθέστερα είναι αισθήσεις από το γαστρεντερικό σύστημα (πόνος, ερυγές, αναγωγές, έμετοι, ναυτία, κτλ) και ανωμαλίες της δερματικής αισθητικότητας (κνησμός, τσούξιμο, κάψιμο, μούδιασμα, πόνος), όπως και ο απο χρωματισμός του δέρματος.



Επίσης, συνήθη είναι τα ενοχλήματα που αφορούν τη σεξουαλική λειτουργία η τα ενοχλήματα τα έχοντα σχέση με την έμμηνο ρύση. Συχνα συνυπάρχουν κατάθλιψη και αγχος. Η κλινική πορεία της διαταραχής είναι χρονία και με διακυμάνσεις. Συχνα συνδέονται με μακροχρόνια απορρύθμιση της κοινωνικής, διαπροσωπικής και ενδοοικογενειακής συμπεριφοράς του ασθενούς. Η διαταραχή αυτή ειναι πολυ πιο συχνή στις γυναίκες απ´ότι στους άνδρες και συνήθως αρχίζει στην πρώτη ενήλικη ζωή. Συχνές περίοδοι χρήσης φαρμάκων για θεραπευτικούς σκοπούς συχνά καταλήγουν σε φαρμακευτική εξάρτηση ή κατάχρηση (συνήθως ηρεμιστικών και αναλγητικών φαρμάκων).
Υποχονδριακή ψυχοσωματική Διαταραχή

Το βασικό κλινικό χαρακτηριστικό της υποχονδριακής διαταραχής είναι η επιμένουσα υπεραπασχόληση με το ενδεχόμενο μιας ή περισσοτέρων σοβαρών και προοδευτικά εξελισσόμενων σωματικών διαταραχων. Οι ασθενείς εκδηλώνουν επίμονες ιατρικές αιτιάσεις και υπεραπασχόληση με την σωματική τους εμφάνιση. Φυσιολογικές η συνηθισμένες αισθήσεις και στοιχεία της εμφάνισης του ασθενούς συχνά ερμηνεύονται από τον ίδιο ως ανώμαλα και προκαλούν δυσφορία, ενώ η προσοχή του συνήθως επικεντρώνεται μόνο σε ένα ή δύο όργανα ή συστήματα του σώματος. Η σωματική διαταραχή ή η δυσμορφία την οποία φοβάται ο ασθενής μπορει να κατονομάζεται από τον ίδιο αλλά ακόμα και τότε ο βαθμός της πεποίθησης για την παρουσία της και η εμφάνιση σε μια διαταραχή, παρά σε κάποια άλλη, συνήθως ποικίλλει μεταξύ των επισκέψεων στον ειδικό. Ο ασθενής συνήθως αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να υπάρχει μία αλλη η και κάποια πρόσθετη σωματική διαταραχή πέραν αυτής, στην οποία αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή.



Συχνά συνυπάρχουν έντονη κατάθλιψη και άγχος. Οι υποχονδριακές διαταραχές σπανίως εμφανίζονται για πρώτη φορά μετά την ηλικία των 50 ετών και η κλινική πορεία τόσο των συμπτωμάτων όσο και της προκύπτουσας αναπηρίας, είναι συνήθως χρονία και διακυμαινόμενη. Το παρον σύνδρομο συναντάται τοσο στις γυναικες οσο και στους ανδρες.
Ψυχοσωματική Σωματόμορφη δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος

Πρόκειται για ενα σύνδρομο στο οποιο ενώ δεν υπαρχουν ενδείξεις σημαντικής διαταραχής της δομής και λειτουργίας ενος οργάνου η συστήματος, ο ασθενής βιώνει συμπτώματα αυτόνομης διέγερσης οπως αίσθημα παλμών, ιδρώτες, τρόμο, ερύθημα του προσώπου, τα οποια ειναι επίμονα και ενοχλητικά. Ο ασθενής υπέρ απασχολείται και δυσφορεί με την πιθανότητα σοβαρής διαταραχης του συστήματος στο οποιο αναφέρεται.
Ψυχοσωματική – Η συμβολική αναφορά των συμπτωμάτων

Η μετάθεση των ψυχολογικών συμπτωμάτων στο σώμα είναι μία συμβολική διαδικασία. Ένας θυμός μετατρέπεται σε πονοκέφαλο, μία απώλεια μετατρέπεται σε πανικό, μια αποτυχία μετατρέπεται σε στομαχόπονο.



Οι ασθενείς συνήθως κάνουν οργανικές εξετάσεις οι οποίες είναι αρνητικές. Κανείς δεν μπορεί να τους εξηγήσει πως συμβαίνει να είναι καλά οργανικά καί παρόλαυτά να έχουν συμπτώματα. Μέσω της ψυχοθεραπείας τα συμπτώματα υποχωρούν καί το άτομο εστιάζει καί δουλεύει επάνω στα συμβολικά εκείνα στοιχεία τα οποία δημιούργησαν το σύμπτωμα.

ΠΗΓΗ:

Thursday 1 November 2018

Παραπληγικοί περπάτησαν χάρη σε πρωτοπόρα νευροτεχνολογική μέθοδο αποκατάστασης







Στο μέλλον οι παραπληγικοί δεν θα είναι καταδικασμένοι στο αναπηρικό αμαξίδιό τους και η παράλυση δεν θα πρέπει να θεωρείται ανίατη. Τρεις παράλυτοι άνδρες, που επί χρόνια έπασχαν από παραπληγία, κατάφεραν να περπατήσουν ξανά χάρη σε μία νέα ελβετική νευροτεχνολογική μέθοδο αποκατάστασης, η οποία ενεργοποιεί με ηλεκτρικά ερεθίσματα τον νωτιαίο μυελό μέσω ασύρματου εμφυτεύματος.

Οι επιστήμονες της Ελβετικής Ομοσπονδιακής Πολυτεχνικής Σχολής της Λωζάννης (EPFL) και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της πόλης (CHUV/Unil), με επικεφαλής τους νευροεπιστήμονες Γκρεγκουάρ Κερτίν και Ζοσελίν Μπλοχ, έκαναν δύο δημοσιεύσεις στα περιοδικά «Nature» και «Nature Neuroscience».

Οι τρεις παραπληγικοί ασθενείς είχαν υποστεί τραυματισμό της σπονδυλικής στήλης και του νωτιαίου μυελού τους, έχοντας μείνει παράλυτοι στα κάτω άκρα για πάνω από τέσσερα χρόνια. Τώρα, για πρώτη φορά, μετά από μερικούς μήνες συνδυασμένης θεραπείας (ηλεκτρική επισκληρίδια διέγερση και φυσικοθεραπεία με βάρη) κατάφεραν να ελέγξουν τους προηγουμένως τελείως παράλυτους μυς τους.

Έτσι, κατάφεραν να βαδίζουν έως για μία ώρα με κάποιο υποστήριγμα, όπως πατερίτσες ή περιπατητήρα, ακόμη και όταν δεν υπήρχε πλέον η τεχνητή ηλεκτρική διέγερση στον οσφυικό νωτιαίο μυελό τους.



Η νέα θεραπεία με την ονομασία STimulation Movement Overground (STIMO) εμφυτεύει στον νωτιαίο μυελό μία διάταξη ηλεκτροδίων, η οποία στέλνει άκρως εστιασμένα ηλεκτρικά ερεθίσματα στους μυς των κάτω άκρων, μιμούμενη τα ηλεκτρικά σήματα που στέλνει ο εγκέφαλος ενός υγιούς ανθρώπου στα πόδια του.

Μετά από πέντε εβδομάδες εκπαίδευσης, οι τρεις παραπληγικοί ήταν σε θέση να κινούν εθελούσια τους μυς των ποδιών τους και στη συνέχεια να περπατούν με εξωτερικό βοήθημα, αλλά χωρίς την ανάγκη εξωσκελετού, όπως σε άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις. Επίσης, ακόμη και όταν σταματούσε η αποστολή των ηλεκτρικών σημάτων από το εμφύτευμα, οι ασθενείς μπορούσαν να περπατούν, αντίθετα με παλαιότερες περιπτώσεις που, μόλις σταματούσε η ηλεκτρική διέγερση, ο ασθενής αδυνατούσε πλέον να κινηθεί μόνος του. Αυτό σημαίνει ότι, χάρη στη νέα μέθοδο, ο εγκέφαλος συνεργάζεται πλέον με τον νωτιαίο μυελό, έχοντας αποκαταστήσει σε έναν βαθμό τη νευρική σύνδεση μαζί του. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως πολλοί παράλυτοι είναι δυνατό να ανακτήσουν την ικανότητά τους να περπατούν ξανά, χωρίς να χρειάζεται συνεχώς να βασίζονται σε μία τεχνητή ηλεκτρική διέγερση.

Ήδη, οι ερευνητές έχουν συστήσει τη start-up εταιρεία GTXmedical για να αξιοποιήσουν εμπορικά τη νέα μέθοδο, ώστε να καταστεί ευρέως διαθέσιμη σε νοσοκομεία και κλινικές σε όλον τον κόσμο. Για «τη νευροτεχνολογία της επόμενης γενιάς… που θα είναι ευρέως προσβάσιμη», έκανε λόγο ο Γκρεγκουάρ Κερτίν.

ΠΗΓΗ:


The Best Way To Overcome Loneliness




This works better than improving social skills, being around more people or even having more social support.



The most effective way to overcome loneliness is changing how lonely people think about social situations, many studies find.

It is more effective than improving social skills, being around more people or even having more social support.


The reason is that lonely people tend to expect social situations to go badly.

Lonely people expect to feel bad when socialising and believe they depress others.

This expectation transmits itself to others, who become more wary of an embarrassing or uncomfortable encounter — and so loneliness perpetuates itself.

The results come from a review of 50 separate studies of loneliness conducted over several decades, including thousands of people around the world.


The study’s authors explain how lonely people experience social situations:



“…lonely individuals have increased sensitivity to and surveillance for social threats, preferentially attend to negative social information, remember more of the negative aspects of social events, hold more negative social expectations, and are more likely to behave in ways that confirm their negative expectations.

This loop has short-term self-protective features but over the long term heightens cognitive load, diminishes executive functioning, and adversely influences physical and mental health and well-being.”

Loneliness is contagious, the authors write, because:



“…lonely individuals not only communicate negativity to others but also elicit it from others and transmit it through others.

This perpetuates a cycle of negative interactions and affect in the lonely individual and also transmits negativity to others to affect their interactions as well.”

While it seems obvious that bringing lonely people together will make them less lonely, this is not that effective:


“…simply bringing lonely people together may not result in new friendships because the thoughts and behaviors of lonely individuals make them less attractive to one another as relationship partners.”

SOURCE: