Monday 31 May 2021

Οι αντιδράσεις γονέων και φίλων στις ερωτικές σχέσεις των εφήβων




Η διαμόρφωση και ανάπτυξη θετικών συναισθηματικών σχέσεων με τους γονείς και τους φίλους είναι θεμελιώδης για την ψυχολογική και σωματική υγεία του ανθρώπου καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Έχει αποδειχτεί, εξάλλου, και ερευνητικά ότι η υποστήριξη από γονείς και συνομηλίκους συνδέεται με μεγαλύτερη κοινωνική προσαρμογή και ευημερία. Παράλληλα η ποιότητα και η εμπλοκή του ατόμου στις ερωτικές σχέσεις δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί, καθώς η υποστήριξη από το στενό κοινωνικό περιβάλλον προς την εκάστοτε ερωτική σχέση έχει συσχετιστεί και με μεγαλύτερη σχεσιακή ικανοποίηση.

Όσο οι έφηβοι πλησιάζουν προς την ενηλικίωση, οι σχέσεις με την οικογένεια, αλλά κυρίως τους συνομηλίκους γίνονται ολοένα και πιο σημαντικές. Αν και στην εφηβεία οι φίλοι είναι τα πρόσωπα αναφοράς τόσο ως προς την καθοδήγηση όσο και προς την συναισθηματική κάλυψη, με την ενηλικίωση του ατόμου οι γονείς λαμβάνουν έναν νέο, περισσότερο ισότιμο ρόλο. Αποκτούν σταδιακά ένα ρόλο αντίστοιχο με εκείνον των φίλων, καθώς παρέχουν την συναισθηματική υποστήριξη και καθοδήγηση, που χρειάζεται ο νέος ενήλικος σε ότι αφορά την σχέση του, αλλά και την πορεία στη ζωή του.

Η «έγκριση» των φίλων για την ερωτική σχέση του ατόμου, έχει συνδεθεί με την ικανότητα δέσμευσης και άντλησης ικανοποίησης από αυτήν. Οι νέοι ενήλικες έχουν την ανάγκη ταύτισης με την ομάδα των συνομηλίκων και τείνουν να απευθύνονται σε αυτούς για συναισθηματική υποστήριξη και καθοδήγηση. Καθώς η οικειότητα μαζί τους είναι από τα βασικά ζητούμενα για τους ίδιους, τείνουν συχνά να βασίζονται στους στενούς φίλους για να «επικυρώσουν» την επιλογή του ερωτικού συντρόφου. Για τους νέους ενήλικες έχει φανεί πως υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της υποστήριξης των φίλων και του βαθμού στον οποίο οι σύντροφοι «επενδύουν» συναισθηματικά στην εκάστοτε σχέση.




Η γονεϊκή υποστήριξη από την άλλη έχει συσχετιστεί θετικά με τη δέσμευση, την ικανοποίηση αλλά και τη συναισθηματική επένδυση του ατόμου στη σχέση του. Παλαιότερες έρευνες δείχνουν ότι, καθώς τα άτομα περνούν από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή, η έννοια της δέσμευσης αυξάνεται όλο και περισσότερο μέσα σε μια σχέση με μεγαλύτερη συντροφικότητα και μελλοντικό προσανατολισμό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι γονείς είναι κεντρικά στοιχεία για την ανάπτυξη και την αίσθηση της ασφάλειας του ατόμου. Σε μια σταθερή και μακροχρόνια σχέση, οι ενήλικες μπορούν να αναζητήσουν την έγκριση και την αλληλεπίδραση του συντρόφου με τους γονείς τους ώστε βαθμιαία εκείνος να ενταχθεί στο οικογενειακό δίκτυο. Ως εκ τούτου, ο σύντροφος γίνεται όλο και περισσότερο μέρος της οικογένειας και αρχίζει να μοιράζεται κοινό χώρο και χρόνο (π.χ. οικογενειακές συγκεντρώσεις).

Στο βαθμό, λοιπόν, που η οικογένεια και οι φίλοι υποστηρίζουν την παρούσα ερωτική σχέση, τίθενται αναπόφευκτα εμπόδια σε παράγοντες που θα μπορούσαν να φέρουν τη διάλυσή της. Φαίνεται, επομένως, ότι γονείς και φίλοι έχουν στα χέρια τους μια σημαντική ευθύνη ως προς τη διαχείριση της επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης με τον νεαρό ενήλικο, καθώς μπορούν να επηρεάσουν σημαντικές πλευρές της ζωής του.




Βασιλειάδης Ηλίας
M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΨΣΥ

ΠΗΓΗ:

Financial Stress In Early Adulthood Is Related To Physical Pain Decades Later



By Emily Reynolds

Pain is not a purely biological phenomenon: discrimination, anxiety around work, and general mental strain have all been shown to contribute to the experience of chronic pain. Many researchers therefore take a biopsychosocial approach, exploring the multifarious factors that impact on and are impacted by pain.

A new study in Stress & Health explores the long term consequences of social factors on pain. The team, from the universities of Georgia and South California, Los Angeles, specifically focus on families involved in the 1980s “farm crisis” in the US Midwest, a period where many lost their jobs, land value crashed, and businesses failed — and finds that this financial stress is related to the experience of pain nearly 30 years later.

Data was taken from a longitudinal study, which took place over 27 years and involved 508 married couples, who were all in early midlife at the start of the study in 1991.

The team tracked a number of measures for the study. A four-item scale measured family financial strain in 1991, 1994 and 2001, and participants also answered items related to financial stress (e.g. “we have enough money to afford the kind of clothing we need”) at the same points. Sense of control was measured ten years apart, in 1991 and 2001, with participants indicating how much they agreed with statements such as “sometimes I feel that I am being pushed around in life”.

Pain was assessed at two points later on in the study, with participants indicating how much pain they had experienced in the previous month, how severe that pain was, and how much it interfered with life and work. Participants were also presented with a list of nearly 50 physical health conditions and asked to indicate which they had experienced in the last year; these ranged from common colds to cancer.

The team found a correlation between family financial strain and a sense of control at all points — that is, those who experienced financial strain also felt a lack of control over their lives. Financial strain and a feeling of a lack of control at early points of the study were also directly linked to physical pain at later points, indicating that physical pain can be a consequence of stress not just concurrently but many years later. Those with higher family income were less likely to experience physical pain overall.

The trajectories of financial stress over the course of the study were also relevant to the experience of pain. Those who experienced increasing levels of financial strain over the years of the study also experienced a corresponding decline in their sense of control throughout the same period. This was the case even when controlling for other factors, such as age and physical illness, and was also linked to pain at the later points of the study.

It is unclear what is actually driving the link between loss of control and physical pain, however. The team has numerous suggestions: for instance, feeling out of control could lead people to make bad decisions that in turn lead to pain or physical ill health. Chronic stress can also cause long-lasting changes in brain circuits involved in our stress response, so neurological processes could also be involved in producing experiences of pain many years after stress was experienced. Future research could explore these possibilities, as well as other drivers of loss of control.

There are limitations to the findings though. For instance, those with higher family income may have been able to afford better healthcare and make healthier lifestyle choices when it came to diet, exercise, and non-gruelling work practices, which could in turn have made them less likely to experience pain.

Nevertheless, the study does suggest that there is a direct link between loss of control and negative physical and emotional factors. Interventions that increase people’s sense of control may not ameliorate those structural or social factors that cannot be changed, like a poor economy or unemployment, but could go some way to mitigating their physical and emotional impacts.

SOURCE:

Wednesday 26 May 2021

Συνιστάται εμβολιασμός για τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και τις εγκύους: Οι νέες οδηγίες της Ελληνικής Μαιευτικής και Γυναικολογικής Εταιρείας





Με μία πρόσφατη ανακοίνωσή της, η Ελληνική Μαιευτική και Γυναικολογική Εταιρεία απευθύνεται σε όλες τις γυναίκες, οι οποίες είναι ή ετοιμάζονται να μείνουν έγκυες και, σε αντίθεση με τις επιφυλάξεις του προηγούμενου διαστήματος, τις καλούν να εμβολιαστούν. Πιο συγκεκριμένα, η ΕΜΓΕ ανακοινώνει:


• Η κύηση θεωρείται παράγοντας Υψηλού Κινδύνου νόσησης από SARS-CoV-2.

• H ΕΜΓΕ συνιστά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 όλων των εγκύων γυναικών και ειδικά αυτών με αυξημένο κίνδυνο έκθεσης (όπως ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, κ.α.)

• Η ΕΜΓΕ συνιστά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 των εγκύων γυναικών με συννοσηρότητες που αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου σε περίπτωση λοίμωξης (όπως διαβήτη, καρδιολογικών και αναπνευστικών νοσημάτων και παχυσαρκίας κλπ.)

• Ο εμβολιασμός συστήνεται κατά την διάρκεια της κύησης σε όλα τα τρίμηνα.


• Αναφορικά με την επιλογή εμβολιαστικού σκευάσματος προτείνεται η χρήση εμβολίων τεχνολογίας mRNA για την κύηση, καθώς τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα αφορούν κυρίως αυτή την κατηγορία εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2 χωρίς όμως να αποκλείονται και οι άλλοι τύποι εμβολίων.

• H χρήση εμβολίων με αδρανοποιημένους ιούς έναντι SARSCoV-2 δεν αναμένεται να έχει ανεπιθύμητες ενέργειες στην κύηση παρά την έλλειψη σχετικών δεδομένων.

• Δεν απαγορεύεται ο εμβολιασμός, με οποιαδήποτε τύπο εμβολίου των γυναικών που θηλάζουν. Ο θηλασμός δεν αποτελεί αντένδειξη για εμβολιασμό της μητέρας έναντι COVID19 και ενδέχεται να προσφέρει παθητική ανοσοποίηση στο νεογνό.


• Η ΕΜΓΕ συνιστά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 με οποιαδήποτε τύπο εμβολίου, όλων των γυναικών που είναι σε προσπάθεια εγκυμοσύνης στο άμεσο μέλλον ή βρίσκονται σε διαδικασίες Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

• Δεν συστήνεται τροποποίηση του προγραμματισμού εγκυμοσύνης με βάση τη χορήγηση οποιουδήποτε από τα εμβόλια έναντι COVID-19, δεν προτείνεται τροποποίηση του εμβολιαστικού σχήματος εάν μεταξύ των δόσεων του εμβολίου η δέκτης ανακαλύψει ότι είναι έγκυος και τέλος δεν συστήνεται διακοπή κύησης λόγω εμβολιασμού.

• Συστήνεται η ύπαρξη μεσοδιαστήματος 14 ημερών μεταξύ του εμβολιασμού έναντι Covid-19 και των άλλων εμβολίων που πρέπει να χορηγούνται κατά την κύηση με βάση την Κατευθυντήρια Οδηγία της ΕΜΓΕ Νο 32 Ανοσοποίηση Στην Κύηση εκτός αν ο άμεσος εμβολιασμός είναι απολύτως αναγκαίος (πχ εμβολιασμός έναντι τετάνου μετά από τραύμα).

ΠΗΓΗ:

Tuesday 25 May 2021

Πόνος στα Γεννητικά Όργανα






Ο πόνος των γεννητικών οργάνων «μπλοκάρει» τη γυναίκα και δεν της επιτρέπει την διείσδυση του συντρόφου της στον κόλπο της. Ακόμη και στη σκέψη, ότι θα έρθει σε σεξουαλική επαφή ή ότι θα αγγιχτούν τα γεννητικά της όργανα της προκαλεί έντονη δυσφορία, άγχος και πόνο. Αποτέλεσμα είναι η έλλειψη εφύγρανσης των γεννητικών οργάνων και η αρνητική στάση που παίρνει το σώμα της μπροστά στην «απειλή» της κολπικής διείσδυσης.

Τι είναι ο Κολεόσπασμος (Vaginismus);

Ακούσιος σπασμός των κολπικών μυών, που καθιστά οποιουδήποτε είδους κολπική διείσδυση επώδυνη ή αδύνατη (αδυναμία διείσδυσης του πέους, των δακτύλων, του ταμπόν).

Τι είναι η Δυσπαρεύνια (Dyspareunia);
Επώδυνη σεξουαλική επαφή, η οποία συνήθως αποδίδεται σε ψυχολογικούς (π.χ., κακή σχέση με τον σύντροφο), αλλά και ιατρικούς παράγοντες (π.χ., ξηρότητα κόλπου, ινομυώματα).
Ο πόνος μπορεί να αφορά την εξωτερική και την εσωτερική περιοχή των γεννητικών οργάνων (π.χ., κολπίτιδα, τραχηλίτιδα).
Ο πόνος μπορεί να συνοδεύει τη γυναίκα από την έναρξη της σεξουαλικής της ζωής (πρωτοπαθής) ή να εμφανιστεί ξαφνικά (δευτεροπαθής).

Τι είναι η Βουλβοδυνία (Vulvodynia);

Η βουλβοδυνία αναφέρεται σε ένα σύνδρομο χρόνιου πόνου, που επηρεάζει την περιοχή του αιδοίου (τσούξιμο, αίσθηση αιχμηρού πόνου, καψίματος και ερεθισμού σε ένα μέρος ή σε ολόκληρη την περιοχή του αιδοίου). Η αίσθηση μπορεί να είναι σταθερή, περιστασιακή ή να συμβεί μόνο όταν αγγίζεται το αιδοίο.



Αίτια

Τα αίτια για την εμφάνιση του πόνου στην περιοχή των γεννητικών οργάνων μπορεί να είναι: α) ψυχογενή (δηλαδή να σχετίζονται με τις εμπειρίες του ατόμου και με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητά του), β) οργανικά (να είναι απότοκο ενός προβλήματος υγείας) ή και να αποτελούν ένα συνδυασμό αυτών των δύο παραγόντων:

10 + 1 ψυχολογικοί παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή:
Αγχώδεις διαταραχές και ειδικές φοβίες (αποφυγή τραυματισμών)
Αρνητική εικόνα σώματος
Χαμηλή αυτοεκτίμηση
Ο φόβος της «πρώτης φοράς»
Άγχος σεξουαλικής απόδοσης
Πρώιμες αρνητικές εμπειρίες σεξουαλικής ή σωματικής κακοποίησης / παρενόχλησης
Έλλειψη έγκυρων πληροφοριών γύρω από το σεξ (ανεπαρκής σεξουαλική αγωγή)
Επαφή με αυστηρά οικογενειακά, πολιτισμικά και θρησκευτικά πρότυπα που «στιγματίζουν» το σεξ ως κάτι «αμαρτωλό»
Έλλειψη σεξουαλικής προετοιμασίας (προκαταρκτικών παιχνιδιών) πριν από τη διείσδυση
Συγκρούσεις και προβλήματα στην παρούσα ερωτική σχέση της γυναίκας

1. Ύπαρξη σεξουαλικών δυσλειτουργιών του συντρόφου της, όπως:
στυτική δυσλειτουργία
πρόωρη εκσπερμάτιση
μειωμένη ή ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία του
Στρέβλωση του πέους (Νόσος Peyronie)

2. Οργανικές παράμετροι που μπορούν να οδηγήσουν σε πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή:

Ορμονικοί παράγοντες (π.χ., παθήσεις του θυρεοειδούς)
Τοπικές φλεγμονές στα γεννητικά όργανα
Δερματικές παθήσεις των γεννητικών οργάνων
Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις
Ατροφία του κόλπου (π.β., εμμηνόπαυση)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος που οδηγούν σε υπαισθησία
Ενδομητρίωση
Σκληρός λειχήνας
Φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου
Καρκίνος των γεννητικών οργάνων
Τραυματισμός σε ιστούς / νεύρα γύρω από την περιοχή της πυέλου

Επιπλέον, άλλα σεξουαλικά προβλήματα, όπως:
η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία / διέγερση
η αδυναμία επίτευξης του οργασμού

μπορεί να εμφανιστούν ως αποτέλεσμα του πόνου στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.



Διάγνωση

Το καλό κλινικό γυναικολογικό, σεξολογικό, ψυχολογικό ιστορικό
Ο έλεγχος των ορμονών
Ιατρική παρέμβαση όπου χρειάζεται

Τα συμπτώματα θα πρέπει να διαρκούν τουλάχιστον 6 μήνες.

Επίσης η σεξουαλική δυσλειτουργία του πόνου στα γεννητικά όργανα, ταξινομείται στις ακόλουθες κατηγορίες:

Πρωτοπαθής: Η δυσλειτουργία είναι παρούσα από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής του ατόμου.

Δευτεροπαθής: Η δυσλειτουργία προκύπτει, ύστερα από μία περίοδο φυσιολογικής σεξουαλικής λειτουργίας.

Προσδιορίζεται ως ήπια, μέτρια και σοβαρή, ανάλογα με το βαθμό της συναισθηματικής δυσφορίας που προκαλεί στο άτομο.



Θεραπεία




Γυναικολογική κλινική αξιολόγηση
Ενδοκρινολογική εκτίμηση
Φαρμακευτικές παρεμβάσεις
Χειρουργικές επεμβάσεις
Ατομική ψυχοθεραπεία
Συμβουλευτική θεραπεία ζεύγους
Σεξουαλική θεραπεία (Sex therapy)



Τα βιβλία μας

Μπορείτε να προμηθευτείτε επίσης Δωρεάν από το χώρο μας, το βιβλίο του Δρ. Θάνου Ασκητή και των Επιστημονικών του Συνεργατών, με τίτλο «100 Ερωτήσεις – Απαντήσεις για Μένα και για Σένα και 10 για μας», το οποίο παρέχει χρήσιμες πληροφορίες και κατευθύνσεις για τις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις και τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες στον άνδρα και στη γυναίκα:

100 Ερωτήσεις - Απαντήσεις για Μένα και για Σένα...και 10 για Μας!


ΠΗΓΗ:

Wednesday 19 May 2021

Do Girls Really Show More Empathy Than Boys?




By Emma Young

Three people are walking down the street, two women and one man. One of the women trips and falls. Which of the two observers will feel more empathy for her pain? Hundreds of studies suggest that it’ll be the woman. However, these results almost overwhelmingly come from self-reports. Objective evidence that women genuinely feel more empathy than men is very thin on the ground. This has led to the idea that women report more empathy not because they actually feel it but to conform to societal expectations that they should. However, a new study in Scientific Reports claims to provide evidence that, even when they think no one else is looking or asking, girls show more empathy than boys.

Joyce F Benenson at the University of Quebec and colleagues set up pairs of 5- to 7-year-old children, so that one member of the pair would suffer a misfortune, and the other would witness it. The members of each of the 32 female pairs and 23 male pairs knew each other, but weren’t considered by their teachers to be best friends or enemies. (The researchers sex-matched the pairs because earlier studies have suggested that we feel more empathy for people of the same sex — so any sex difference in empathy should be easier to spot.)

Each pair was taken to a room in their own school. It was empty but for two baskets of plastic building blocks by the entrance, and a table at the far end. The children were asked if they’d be willing to take the blocks to the table and build a tower. (The somewhat elaborate full story involved alien children who needed to contact their parents; the children all seemed to want to take part, the researchers report.) Before leaving the room, the experimenter did warn them that one basket was a little broken, so if a child found that their blocks fell, they should just pick up them up with their hands and carry them over to the table.

Hidden cameras then recorded what happened when the researchers remote-operated one of the baskets to split, causing that child’s bricks to tumble out. The team focused on the other child’s reactions, and rated them according to four “empathy indicators”: looking at the victim for more than three seconds; ceasing their own activity for longer than a second; ceasing their activity until the other child had placed a block on the tower; and actively intervening by picking up the basket or blocks.

Eight of the girls, and none of the boys, engaged in all four behaviours (though seven girls and five boys did not engage in any at all). Overall, significantly more girls than boys looked at the victim for more than three seconds and gave them chance to recover before placing their own block. The female bystanders “exhibited more empathic behaviour than male bystanders”, the team concluded, adding: “It is highly likely that females do experience greater feelings of empathy which motivate them to behave in ways that display more concern for victims.”

It is possible. It could be that, as the researchers argue, they have found behavioural indicators of sex differences in empathy. But there are other potential explanations. It might be that girls are more patient than boys, or more agreeable (there is research finding that girls and women tend to score higher on this personality trait than males), or that the boys were more competitive and prioritised getting on with building over acting on whatever empathy they felt for their partner. In fact, the majority of boys did pause whatever they were doing following the accident. Most didn’t show other “empathic activities”, but that doesn’t necessarily mean that they weren’t feeling the same empathy for their unlucky partners as the girls. Perhaps girls really do feel more empathy, but it’s not possible to conclude that from this study.

SOURCE:

Ήλιος, τεστοστερόνη και σεξ

Το καλοκαίρι είναι εδώ, φέρνοντας μαζί του ηλιόλουστα, ζεστά πρωινά, ζωηρές σκέψεις για βραδινές περιπλανήσεις, γνώριμες μυρωδιές και μια ανεβασμένη διάθεση που υπόσχεται νέες εμπειρίες και χαμόγελα! Μαζί με το καλοκαίρι και ο ήλιος, που όσο δυνατός και να είναι, αποτελεί έμπνευση για σύντομες αποδράσεις από την καθημερινότητα, ζωντανεύοντας τα χρώματα… από το φιλμ της ζωής μας!

Το περισσότερο φως κατά τη διάρκεια της μέρας στους καλοκαιρινούς μήνες, φέρνει και πρακτικές αλλαγές στο πρόγραμμα του ύπνου και της διατροφής μας, αλλά και στην σεξουαλική μας διάθεση, η οποία αφυπνίζεται αισθητηριακά και ζητάει περισσότερη επαφή και επικοινωνία (φλερτ-γνωριμίες).

Η σημασία του ήλιου στην ανθρώπινη ζωή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια.

Ανά τους αιώνες ο ήλιος ,ως πηγή ζωής, λατρεύτηκε από πολλές θρησκείες καιπολιτισμούς σε όλο τον κόσμο. Επιπρόσθετα, είχε ταυτιστεί με την ευημερία και συσχετίστηκε με το δίπολο φως (ημέρα)-σκοτάδι (νύχτα) και αυτόματα με τη ζωή και το θάνατο. Στην αρχαία Ελλάδα, του είχαναποδοθεί θεϊκές ιδιότητες και η λατρεία του «αποτυπωνόταν» σε αγάλματα και γραπτές αναφορές (ο Όμηρος μιλά για τον ηλιακό τιτάνα Υπερίωνα και τον Απόλλωνα ως θεό του ήλιου).



Μεταβαίνοντας στο σήμερα, οι σύγχρονες επιστημονικές έρευνες που μελετούν το ανθρώπινο βιολογικό μας ρολόι, παρουσιάζουν τις ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου, μαζί με τον ύπνο και την τροφή, τόσο στην σωματική όσο και στην ψυχική υγεία (κιρκάδιοι ρυθμοί και ψυχοσωματική λειτουργία).

Ο ήλιος αποτελεί την κύρια πηγή της βιταμίνης D, η οποία είναι πολύτιμη για τον ανθρώπινο οργανισμό και παράγεται όταν οι ηλιακές ακτίνες ακουμπήσουν το δέρμα μας. Το πλεόνασμα αυτής της βιταμίνης αποθηκεύεται στο λιπώδη ιστό για μελλοντική χρήση αλλά δεν επαρκεί για όλο το χρόνο μιας και κατά την χειμερινή περίοδο, δεν λαμβάνουμε επαρκείς ποσότητες ηλιακής ακτινοβολίας. Όσο ισορροπημένη και να είναι η διατροφή μας δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ποσότητα και ποιότητα βιταμίνης D που λαμβάνουμε από τον ήλιο. Για αυτό το λόγο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει την καθημερινή έκθεση του προσώπου και των χεριών μας στον ήλιο 15-30 λεπτά (ανάλογα την εποχή). Η έλλειψή της συγκεκριμένης βιταμίνης, έχει συνδεθεί με ασθένειες όπως οστεοπόρωση, διαβήτης, υπέρταση, προβλήματα στο καρδιαγγειακό σύστημα, χαμηλή λίμπιντο, αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού ακόμη και με μορφές καρκίνου.

Η έλλειψηβιταμίνης D φαίνεται όμως, να εμπλέκεται και σε σεξουαλικής φύσεως δυσλειτουργίες! Σε μια πρόσφατη μελέτη από το American Heart Association, με δείγμα 3.486 άνδρες, ηλικίας άνω των 20 ετών, βρέθηκε πως τα άτομα που είχαν πρόβλημα με τη στύση τους εξαιτίας οργανικών παθήσεων (καρδιαγγειακά προβλήματα) είχαν χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D. Επίσης όσο πιο χαμηλότερα ήταν τα επίπεδα, τόσο μεγαλύτερο ήταν το στυτικό πρόβλημα.

Τα ευρήματα αυτά είχε υποστηρίξει αναλυτικότερα και μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Sexual Medicine, παρουσιάζοντας πως η στυτική δυσλειτουργία συνδέεται με την έλλειψη της συγκεκριμένης βιταμίνης, μέσω του ενδοθηλιακού μηχανισμού. Οι επιστήμονες παρουσίασαν μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ έλλειψης βιταμίνης D και αγγειακής αιτιολογίας στυτικής διαταραχής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D, διαταράσσουν τις οδούς του νιτρικού οξειδίου του αζώτου (ΝΟ), που είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση της υγιούς αγγειακής λειτουργίας. Επιπλέον τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης αυτής, επηρεάζουν γονίδια που εμπλέκονται στην ενδοθηλιακό σύστημα, μέσω εμφάνισης δυσλειτουργιών στους ενδοθηλιακούς υποδοχείς που ενισχύουν την απελευθέρωση του ΝΟ.Πώς συνδέεται όμως με δυσλειτουργίες στη στύση του άνδρα; Η παραγωγή του ΝΟ, εμπλέκεται στον μηχανισμό για την χαλάρωση των σηραγγωδών σωμάτων του πέους, ώστε να υπάρξει εισροή αίματος και να επιτευχθεί η στύση. Επομένως, η έλλειψη της βιταμίνης επιδρά στους μηχανισμούς που εμπλέκονται στη φάση διέγερσης στον άνδρα. Η έρευνα αυτή, σημειώνει επίσης πως τα μειωμένα επίπεδα βιταμίνης D, αποτελούν προγνωστικό παράγοντα για εμφάνιση καρδιαγγειακών προβλημάτων και μελλοντικών σεξουαλικών δυσλειτουργιών.

Η συγκεκριμένη όμως βιταμίνη, φαίνεται να συσχετίζεται και με την σεξουαλική επιθυμία (libido), η οποία τους καλοκαιρινούς μήνες αυξάνεται. Με ποιο τρόπο όμως; Στον άνδρα η μειωμένη ερωτική επιθυμία οφείλεται κατά κύριο λόγο σε χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης. Σύμφωνα με έρευνα, 382 ατόμων, η βιταμίνη D φάνηκε να επηρεάζει τα συνολικά επίπεδα τεστοστερόνης. Οι συμμετέχοντες με μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης και SHBG (ορμόνη που σχετίζεται με την σεξουαλική επιθυμία), βρέθηκαν να έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Επιπλέον, η χορήγηση της συγκεκριμένης βιταμίνης, σε άτομα με υπογοναδισμό, φάνηκε να έχει ισχυρό αποτέλεσμα, αυξάνοντας τα επίπεδα τεστοστερόνης. Οι επιστήμονες εξετάζουν το ενδεχόμενο της χορήγησης αυτού του τύπου βιταμίνης ως εναλλακτικό τρόπο της θεραπείας με τεστοστερόνη, αποφεύγοντας έτσι πιθανές παρενέργειες.

Συνοψίζοντας, φαίνεται πως οι ευεργετικές ιδιότητες του ήλιου δεν σταματούν στην ενίσχυση της διάθεσής μας (αυξάνει τα επίπεδα σεροτονίνης) και στην θωράκιση του οργανισμού από παθήσεις αλλά επηρεάζουν τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στην ομαλή σεξουαλική λειτουργία. Η ανεπάρκεια ή απουσία βιταμίνης D συναντάται συχνότερα σε άτομα των βόρειων χωρών (μειωμένη έκθεση σε ήλιο), σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και σε αυτούς που δουλεύουν σε κλειστούς χώρους εργασίας. Παρόλα αυτά, η έκθεση στον ήλιο θα πρέπει να είναι ελεγχόμενη, ειδικά στην χώρα μας όπου η ηλιακή ακτινοβολία μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες (καρκίνος του δέρματος).

Έτσι λοιπόν η καλοκαιρινή ξαπλώστρα, μπορεί να έχει ενοχοποιηθεί αρκετά για την αρνητική επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας, φαίνεται όμως ότι για μικρό χρονικό διάστημα και με την απαραίτητη αντηλιακή προστασία κάνει καλό και βοηθάει αρκετά τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική μας ευεξία. Εξάλλου, απορία δημιουργεί η διαπίστωση στη χώρα μας, πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζουν στις εξετάσεις τους χαμηλά επίπεδα βιταμίνης Dκαι αναζητούν συμπληρώματα D3, για να διορθώσουν την υποβιταμίνωση. Αυτό δείχνει ότι στη χώρα του ήλιου δεν τα πάμε καλά με τη βιταμίνη D και πιθανά να χρειαζόμαστε να την ελέγχουμε κατά τακτά χρονικά διαστήματα.

Γενικά ο τρόπος ζωής μας, η διατροφή μας, η έλλειψη άσκησης φαίνεται ότι συσχετίζεται η δράση της βιταμίνης D, που πολλές σύγχρονες μελέτες την φέρνουν στο προσκήνιο ως σημαντική και αναγκαία για την καθημερινή μας ευεξία…




Θάνος Ασκητής

ΠΗΓΗ¨:

Thursday 13 May 2021

Τα καλά παιδιά πάνε στον παράδεισο


Νικολέτα- Νεκταρία Μπουλταδάκη Ψυχολόγος, Οικογενειακή Θεραπεύτρια, Εκπαιδεύτρια, Επόπτρια.





Αν δεν αγαπώ τον εαυτό μου, δεν μπορώ να αγαπώ κανέναν. Κι αν δεν φροντίσω τον εαυτό μου, σε κανέναν δεν μπορώ να είμαι πραγματικά αρωγός. Και κανένας άνθρωπος μισός, κανένας που θυσιάζει τον εαυτό του, δεν μπορεί να είναι χρήσιμος.

Πολύ συχνά μιλάμε στη ψυχοθεραπεία για τους ρόλους που παίρνουμε στα διάφορα σχεσιακά πλαίσια που κινούμαστε. Μιλάμε για Σωτήρες, Ήρωες, Αποδιοπομπαίους τράγους, Κλόουν, Χαμένα παιδιά. Μιλάμε για θύτες και θύματα κι έπειτα μιλάμε για την κυκλικότητα και τη συμπληρωματικότητα των ρόλων.

Δεν υφίσταται θύτης χωρίς θύμα, δεν υπάρχει σωτήρας αν δεν υπάρχει κάποιος που θέλει να σωθεί. Φτάνουμε, μάλιστα, στο τολμηρό συμπέρασμα ότι η ανάγκη μου να παίξω έναν συγκεκριμένο ρόλο, κατασκευάζει τον συμπληρωματικό του. Θέλω, για παράδειγμα, να παίξω το θύμα, επομένως όπου στέκομαι θα γεννώ θύτες.

Πολύ σπουδαίο πράγμα οι ρόλοι. Μας φοριούνται όταν είμαστε πολλοί μικροί, όχι ως στολές αποκριάτικες, αλλά μάλλον ως πέπλα ιερά επιβίωσης. Παίρνουμε τους ρόλους μας για να επιβιώσουμε σε ένα δυσλειτουργικό σύστημα. Κι αυτό είναι αναγκαίο καλό. Το πρόβλημα εμφανίζεται, όταν εξομοιωνόμαστε τόσο με το ρόλο που κάποτε μας χρησίμευε, και δε ξέρουμε πια πώς να τον αποχωριστούμε. Τότε, αυτό που κάποτε ήταν εργαλείο, μετατρέπεται σε αυτοκαταστροφικό όπλο.

Η εμπειρία μου δείχνει ότι ο πιο δύσκολα αφαιρούμενος ρόλος είναι αυτός του καλού παιδιού. Θα έλεγα ότι ο ρόλος αυτός μοιάζει με μια μεγάλη ομπρέλα που εμπεριέχει πολλούς άλλους μικρούς ρόλους, όπως του σωτήρα ή του θύματος. Μια ομπρέλα που ανοίγει, χωρίς να βρέχει, χωρίς να έχει ήλιο. Μια ομπρέλα σε μια ξάστερη νύχτα. Άχρηστη.

Όλοι ξέρουν τι είναι το καλό παιδί. Αυτό που δε στεναχωρεί τους άλλους. Αυτό που είναι πάντα πρόθυμο, πάντα εξυπηρετικό, λέει πάντα ναι και φροντίζει να ικανοποιεί τις ανάγκες των άλλων γύρω του. Αγωνιά να κρατήσει το καλό του όνομα και υποφέρει αν κατά τύχη ή κατά ανείπωτη αδικία κάποιος του το αμαυρώσει.

Έχει αναγάγει την αυτοταπείνωση σε τέχνη και πολλές φορές δεν αναγνωρίζει καν τις ανάγκες του. Μεταφράζει την ταπεινότητα και την αλληλεγγύη σε αυτομαστίγωμα και αυτοθυσία. Μπορεί να σου πει ότι ακολουθεί το λόγο του Θεού, ξεχνώντας ότι ο Χριστός είπε «Αγαπάτε αλλήλους ως εαυτόν» κι όχι περισσότερο από τον εαυτό. Καμιά φορά, έχω την εντύπωση ότι κοιτάζεται στον καθρέφτη, γυρεύοντας να βρει το φωτοστέφανό του.



Αχ, αυτά τα καλά παιδιά! Όλοι τα αγαπάνε. Είναι οι καλύτεροι φίλοι. Οι καλύτεροι συγγενείς. Οι καλύτεροι συνάδελφοι. Και, μεταξύ μας, οι καλύτεροι πελάτες των ψυχολόγων. Μπαίνουν για ψυχοθεραπεία μαραζωμένοι, εξαντλημένοι, αποκαρδιωμένοι. Ζητάνε στήριξη και υποστήριξη. Για το μαρτύριο που ζουν, για την αχαριστία και την αναισθησία των γύρω τους, για την δύναμη τους που τους εγκαταλείπει, για τα ασήκωτα βάρη που έχουν επωμιστεί.

Παραδόξως, οι πιο τυχεροί είναι αυτοί που έχουν παραπεμφθεί από έναν γιατρό για ψυχοθεραπεία. Αυτοί που την αυτοθυσία δεν την έχουν ως μια θεωρητική, ουτοπική αξία, αλλά την έχουν κάνει πράξη. Το σώμα τους νοσεί, η ψυχή τους φωνάζει. Τυχεροί, γιατί αυτοί είναι πιο έτοιμοι να πετάξουν το ρόλο από πάνω τους καθώς πλέον αυτό το αστείο έχει μετατραπεί σε ζήτημα ζωής και θανάτου.

Από θεολογική άποψη ίσως αυτή η ανάγκη να είμαι οσιομάρτυρας, θεωρείται ύβρις. Playing God λένε οι Αμερικάνοι. Από ψυχολογική άποψη μπορεί να θεωρηθεί πολλά. Η πηγή της συμπεριφοράς και η διάγνωση της, όμως είναι δευτερεύοντα ζητήματα. Το πρωτεύον είναι η ανάκτηση του συμπαγούς εαυτού, απογυμνωμένου από μάσκες και φορεσιές, απογυμνωμένου από ρόλους.

Γιατί, μόνο ο συμπαγής, ελεύθερος εαυτός, μπορεί να είναι υγιής. Και για να τον γνωρίσω πρέπει να τον απαλλάξω από ό,τι του χω φορέσει. Όμορφό ή άσχημο, καλό ή κακό. Πρέπει να τον απογυμνώσω, και μετά να τον αγκαλιάσω και να τον φροντίσω. Κι όταν το επιτύχω, θα μπορέσω να αγκαλιάσω και τους άλλους γύρω μου, αυθεντικά, ήσυχα, ελευθέρια.

Αν δεν αγαπώ τον εαυτό μου, δεν μπορώ να αγαπώ κανέναν. Κι αν δεν φροντίσω τον εαυτό μου, σε κανέναν δεν μπορώ να είμαι πραγματικά αρωγός. Και κανένας άνθρωπος μισός, κανένας που θυσιάζει τον εαυτό του, δεν μπορεί να είναι χρήσιμος. Και μεταξύ μας, ούτε ερωτεύσιμος.

Ο δρόμος προς την αυτοαγάπη και τον αυτοσεβασμό, στη συστημική θεραπεία περνάει μέσα από τα όρια. Τα όρια καθορίζουν την υγιή απόσταση και την υγιή εγγύτητα. Τα όρια τελικά φέρνουν την υγεία. Τα όρια συνδέουν. Δεν απομακρύνουν, δεν καταστρέφουν, όπως οι πολλοί φοβούνται. Γιατί μόνο μέσα στα όρια μπορεί να υπάρχει ασφάλεια. Και η ασφάλεια είναι μαζί με τη τροφή η βασικότερη ανάγκη.

ΠΗΓΗ:

Want To Know Whether A Movie Or Book Will Be A Hit? Look At How Emotional The Reviews Are



By Emma Young

You want to choose a new vacuum cleaner, or book, or hotel, or kids’ toy, or movie to watch — so what do you do? No doubt, you go online and check the star ratings for various options on sites such as Amazon or TripAdvisor, and so benefit from the wisdom of crowds.

However, there are problems with this star-based system, as a new paper in Nature Human Behaviour makes clear. Firstly, most ratings are positive — so how do you choose between two, or potentially many more, products with high ratings, or even the same top rating? Secondly, star ratings aren’t a great predictor of the success (and so actual general appeal and approval) of a movie, book, and so on, note Matthew D. Rocklage at the University of Massachusetts and his colleagues. The team presents an alternative method for picking the best product and also predicting success, which focuses on the emotional responses of the reviewers.

In all four studies reported in the paper, the team used a text analysis tool called the Evaluative Lexicon. This provided measures of the average emotionality and valence (positivity) of a review. Emotionality relates to how much an attitude is rooted in emotion, rather than how positive or negative it is (so reviews that included lots of terms like “awe-inspiring” or “enchanting” got higher emotionality scores than reviews with terms like “impeccable”.)

First, the team looked at the earliest 30 reviews for all movies included on the website metacritic.com from 2005 to 2018. For each movie, they gathered star ratings (from 0 to 10), valence scores and measures of text emotionality.

Overall, 81% of these movies got above average star-ratings. This highlights “the challenge of discerning success and how people will behave in this sea of positive ratings”, which the team calls the “positivity problem”. They also found that star ratings weren’t a good predictor of box office revenue, and text valence wasn’t a helpful predictor, either. Higher emotionality was a positive predictor of future box office takings, however. (This result held when they controlled for a variety of factors, including the genre of the movie, the year it was released, its budget, and so on.)

Next, Rocklage and colleagues used the same approach to try to predict the sales of all books listed on Amazon.com from 1995 to 2015. This time, for some genres, star ratings did predict sales, while for others they didn’t. However, greater emotionality emerged as a predictor of sales across 93 different genres. It was, then, consistently useful.

The researchers then turned to 187,206 real-time tweets posted in response to TV ads for 84 different businesses played during the 2016 and 2017 US Super Bowls. The team found that the greater the emotionality of the tweets about an advert, the more Facebook followers the company gathered over the next two weeks. The equivalent of star ratings for these ads had been gathered by the newspaper USA Today, and these ratings were not predictive of followers.

Finally, the team considered Chicago restaurant reviews on yelp.com and 1.3 million table reservations made on a popular booking website. In contrast to earlier results, high star ratings did predict more table reservations. However, higher emotionality still emerged as a unique predictor of numbers of bookings. As the team writes, “restaurants that elicited more emotion were associated with more table reservations”.

Overall, then, movies, books and restaurants that appeared to evoke more emotion in consumers ended up being more successful. Why might that be the case? Emotions flag memories as being important, and are relatively readily recalled, and attitudes based on emotion tend to be more stable. Clearly this could influence a person’s own behaviour. “Additional work could explore whether attitudes based more on emotion also affect success by increasing individuals’ propensity to spread information via word of mouth,” the team notes.

Overall, the new work does call into question the validity and helpfulness of star ratings. This in itself is not new, but of course the researchers also describe what seems to be a more useful system, which in theory could be broadly adopted. “One possibility is that organizations could consider aggregating reviewers’ language and providing an ‘emotional star rating’ to provide more meaningful assessments to individuals,” they write.

SOURCE:

Thursday 6 May 2021

Ξεπερνώντας τις πεποιθήσεις που μας περιορίζο




Γιώργος Κουντουράς MSc Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής




Αν βρισκόμαστε συνεχώς δεμένοι σε έναν «φράχτη», είναι επιλογή μας αν θα συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει έξω από αυτόν ή αν θα το ανακαλύψουμε διεκδικώντας την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας.

Υπάρχει μια γνωστή αλληγορία με έναν μικρό ελέφαντα που είναι δεμένος σε ένα φράχτη προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά του χωρίς επιτυχία. Κάποια στιγμή λοιπόν, μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες, αποδέχεται την μοίρα του και συμφιλιώνεται με την ιδέα της αιχμαλωσίας. Μετά από χρόνια, ο μικρός ελέφαντας μεγαλώνει και έχοντας αποκτήσει πλέον τεράστια δύναμη μπορεί με μεγάλη ευκολία να φύγει από τον φράχτη και να κατακτήσει την ελευθερία του. Ωστόσο, δεν το κάνει επειδή πιστεύει από μικρός ότι ο φράχτης είναι ένα αμετακίνητο εμπόδιο και παραμένει για πάντα καθηλωμένος εκεί.

Η αλληγορία του μικρού ελέφαντα μας φέρνει στο μυαλό πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που λόγω κάποιων περιοριστικών πεποιθήσεων, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τους στόχους και τις επιθυμίες τους, αναβάλλουν σημαντικά πράγματα (π.χ. να κυνηγήσουν την δουλειά των ονείρων τους, να δημιουργήσουν την σχέση που θέλουν, να αφήσουν τον σύντροφο με τον οποίο δε ταιριάζουν) και τελικά δεν ζουν την ζωή τους αξιοποιώντας όλες τους τις δυνατότητες. Πώς σχηματίζονται όμως γενικά οι πεποιθήσεις στην ζωή; Ποιες είναι οι πεποιθήσεις που μας περιορίζουν και σε ποιες κατηγορίες ανήκουν; Και τέλος, τι μπορούμε να κάνουμε για να τις ξεπεράσουμε;
Ο σχηματισμός των πεποιθήσεων

Μια πεποίθηση είναι μια συναισθηματικά επενδυμένη ψυχική αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο βλέπουμε τον εαυτό μας, τους γύρω μας και τον κόσμο γενικότερα. Είναι το αποτέλεσμα των παρελθοντικών εμπειριών (καλών και κακών) που είχαμε ως παιδιά, αρχικά με τους πρώτους φροντιστές (γονείς) και έπειτα με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο εγκέφαλός μας αντιλαμβάνεται αυτές τις πεποιθήσεις, ακόμα και όταν είναι κάποιες φορές παράλογες, ως αναμφισβήτητες αλήθειες.

Οι πεποιθήσεις που έχουμε σχηματίσει με βάση την αλληλεπίδραση που είχαμε στην πρώιμη παιδική ηλικία με τους γονείς μας, είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας, ανακινούν πολλές φορές συναισθήματα που βρίσκονται στο υποσυνείδητό μας και έχουν ισχυρό αντίκτυπο στις επιλογές που κάνουμε στο εδώ και τώρα.

Για παράδειγμα, αν είχαμε έναν γονέα που δεν επιβράβευε την προσπάθειά μας και διαρκώς ζητούσε το κάτι παραπάνω από εμάς, μπορεί να διαμορφώσαμε την πυρηνική πεποίθηση ότι δεν είμαστε ποτέ αρκετά καλοί ή ότι δεν αξίζουμε.

Τέτοιες και άλλες παρόμοιες πεποιθήσεις όμως, μάς συνοδεύουν και στην ενήλικη ζωή εμποδίζοντας συχνά την προσωπική μας εξέλιξη, δημιουργώντας προβλήματα στις σχέσεις μας με τους άλλους και κινητοποιώντας ένα μόνιμο άγχος που τις περισσότερες φορές είναι μόνο η «κορυφή του παγόβουνου».

Οι 3 κατηγορίες των περιοριστικών πεποιθήσεων

Οι πεποιθήσεις που μας περιορίζουν λοιπόν είναι τα «προσωπικά αφηγήματα» ή οι ακλόνητες «αλήθειες» που λέμε στον εαυτό μας και μας σταματάνε από το να γίνουμε αυτοί που θέλουμε. Όπως ο ενήλικος ελέφαντας, έτσι και εμείς, μένουμε συχνά ακινητοποιημένοι σε ένα μέρος χωρίς να το καταλαβαίνουμε και χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε πως θα ήταν η ζωή μας μακριά από τον… φράχτη. Οι τρεις βασικές κατηγορίες των περιοριστικών πεποιθήσεων που μάς εμποδίζουν να ζήσουμε την ζωή μας έτσι όπως επιθυμούμε είναι:
Περιοριστικές πεποιθήσεις για τον εαυτό: δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε γιατί κάτι πηγαίνει εγγενώς «λάθος» με εμάς.
Περιοριστικές πεποιθήσεις για τον κόσμο: δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε γιατί οι άλλοι δεν θα μας το επιτρέψουν.
Περιοριστικές πεποιθήσεις για την ζωή: δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε γιατί η ζωή είναι δύσκολη.
Περιοριστές πεποιθήσεις για τον εαυτό

Τίποτα δεν μας κρατά πίσω όσον αφορά τους στόχους και τις επιθυμίες μας, όσο οι αρνητικές κρίσεις και προβλέψεις για τον εαυτό. Αυτό συμβαίνει γιατί όλες οι περιοριστικές πεποιθήσεις για τον εαυτό είναι επενδυμένες με αισθήματα ανεπάρκειας, έλλειψης ασφάλειας, φροντίδας ή αποδοχής που βιώσαμε σε κάποια ευάλωτη περίοδο της ζωής μας.

Η κρισιμότητα της ηλικιακής περιόδου και η συχνότητα βίωσης αυτών των τραυματικών γεγονότων καθορίζουν ως επί των πλείστων το πόσο βαθιά ριζωμένες είναι αυτές οι πεποιθήσεις και το μέγεθος των δυσκολιών που μάς προκαλούν. Οι πιο συχνές περιοριστικές πεποιθήσεις που βγαίνουν στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια μιας θεραπευτικής συνεδρίας, αφορούν κάποιο προσωπικό μας χαρακτηριστικό, εξωτερικό ή/και εσωτερικό.

Κάποιοι θεραπευόμενοι θα μου πουν για παράδειγμα ότι είναι χαζοί, ότι δεν έχουν ωραίο σώμα, ότι είναι ανίκανοι, αδύναμοι, «τεμπέληδες» ή κοινωνικά αδέξιοι. Το δυσκολότερο κομμάτι με τις πεποιθήσεις που βασίζονται σε εξωτερικά προσωπικά μας γνωρίσματα, είναι ότι τις (περισσότερες φορές) δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε. Αν έχουμε αποφασίσει λοιπόν ότι ο κόσμος μας μισεί επειδή είμαστε… κοντοί, τότε δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό.

Ωστόσο, στην κλινική μου πρακτική, παρατηρώ αρκετά συχνά ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις πεποιθήσεις που βασίζονται σε αρνητικά γνωρίσματα του χαρακτήρα μας. Για παράδειγμα, ακούω κάποιους θεραπευόμενους να μου λένε ότι δεν μπορούν να λήξουν μια σχέση γιατί είναι αδύναμοι ή ότι δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια παρέα γιατί δεν ξέρουν τι να πουν ή ότι δεν καταφέρνουν ποτέ να ολοκληρώσουν κάτι γιατί είναι αναβλητικοί, έχουν διάσπαση προσοχής ή… ΔΕΠΥ.

Αυτό που μας κρατά λοιπόν καθηλωμένους σε αυτές τις πεποιθήσεις και στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τις αλλάξουμε, είναι τα συναισθήματά μας. Λέμε για παράδειγμα στον εαυτό μας, ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους γιατί νιώθουμε συνεχώς θλίψη και κανείς δεν θα μας συμπαθήσει, ή ότι δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στη δουλειά γιατί νιώθουμε ντροπή με την απόδοσή μας ή ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε την σχέση που θέλουμε γιατί νιώθουμε διαρκώς θυμό με τον άλλο.

Υπάρχει όμως ένα παράδοξο μέσα σε όλες τις συναισθηματικά επενδυμένες πεποιθήσεις: αυτό που χρειάζεται να κάνουμε για να διαχειριστούμε αυτά τα αρνητικά συναισθήματα, είναι αυτό που κάθε φορά αποφεύγουμε να κάνουμε. Όταν αισθανόμαστε θλίψη, η αλληλεπίδραση και η επαφή με τους άλλους βελτιώνουν τη διάθεσή μας, όταν φοβόμαστε την κριτική των άλλων, η έκθεση στην φοβική συνθήκη μας βοηθά να διαχειριστούμε σταδιακά την ντροπή, όταν είμαστε θυμωμένοι με τον άλλο και δεν θέλουμε να του μιλήσουμε, η επικοινωνία είναι πιθανό να μας βοηθήσει να εκφράσουμε και να ξεπεράσουμε αυτόν τον θυμό. Το να μην κάνουμε λοιπόν τίποτα από όλα αυτά, δημιουργεί «φαύλους κύκλους» μέσα στους οποίους διαιωνίζονται αυτές οι περιοριστικές πεποιθήσεις και στο τέλος καταλήγουμε να βιώνουμε ακόμα πιο έντονα τα αρχικά αρνητικά συναισθήματα.
Περιοριστικές πεποιθήσεις για τον κόσμο

Οι περιοριστικές πεποιθήσεις δεν εμποδίζουν την προσωπική μας εξέλιξη μόνο όταν έχουμε μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό, αλλά και όταν αισθανόμαστε ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και πιστεύουμε ότι χρήζουμε ειδικής μεταχείρισης.

Για παράδειγμα, πιστεύουμε ότι έχουμε εξαιρετικές επιχειρηματικές ιδέες, αλλά κανείς δεν είναι έτοιμος να τις καταλάβει ή ότι θα γράφαμε ένα βιβλίο, αλλά κανείς δεν θα εκτιμούσε την πολυπλοκότητα των εννοιών που θα υπήρχαν σε αυτό ή ότι θα κάναμε καριέρα στην μουσική, αλλά δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να αναγνωρίσει το ταλέντο μας.

Σε βαθύτερο επίπεδο, οι περιοριστικές πεποιθήσεις για τον κόσμο, κρύβουν ένα φόβο απόρριψης και εγκατάλειψης από τους άλλους οι οποίοι δεν θα μας επιτρέψουν να αξιοποιήσουμε όλες τις δυνατότητές μας ή δεν θα μας αποδεχτούν έτσι όπως είμαστε. Συμπεριφερόμαστε λοιπόν ως θύματα και διαχωρίζουμε τον «καλό» εαυτό μας από τον «κακό» κόσμο με σκοπό να αντέξουμε τις άλυτες και ασυνείδητες εσωτερικές μας συγκρούσεις.
Περιοριστικές πεποιθήσεις για την ζωή

Οι περιοριστικές πεποιθήσεις γύρω από την ζωή εμποδίζουν την προσωπική μας εξέλιξη, γιατί όταν βασιζόμαστε μόνο σε αυτές, θεωρούμε ότι κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη να αποτύχει αφού ήδη κάποιος άλλος έχει κάνει/πει/δημιουργήσει κάτι που ήταν δικό μας όνειρο και τώρα δεν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για εμάς ώστε να το κυνηγήσουμε.

Η πιο συχνή δικαιολογία που χρησιμοποιούμε όμως για να μην προσπαθήσουμε να αλλάξουμε κάτι στην ζωή μας (όπως να υιοθετήσουμε υγιεινές διατροφικές συνήθειες ή να ξεκινήσουμε μια νέα δραστηριότητα) είναι η έλλειψη χρόνου. Η δικαιολογία «δεν έχω χρόνο» προκύπτει από τον τρόπο που αποφασίζουμε να ιεραρχήσουμε τις προτεραιότητες για τις οποίες ενδιαφερόμαστε πραγματικά, οπότε τις περισσότερες φορές είναι αβάσιμη.

Η δεύτερη πιο συχνή δικαιολογία για να μην προσπαθήσουμε κάτι είναι η αντίληψη ότι αυτό που θέλουμε απλά «δεν υπάρχει». Λέμε για παράδειγμα ότι η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων είναι κάτι φευγαλέο στην καλύτερη περίπτωση και κάτι φτιαχτό στην χειρότερη, οπότε δεν υπάρχει. Ή ότι οι άνθρωποι είναι εγωιστές και κάποιοι στιγμή όλοι μας απογοητεύουν, οπότε η έννοια της φιλίας δεν υπάρχει.

Αυτό που μας κρατά δέσμιους αυτών των πεποιθήσεων είναι και πάλι η ανάγκη μας να είμαστε ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί και να έχουμε ειδική πρόσβαση σε μια γνώση που μόνο λίγοι μπορούν να «αντέξουν». Συνεπώς, είμαστε σίγουροι ότι εμείς έχουμε δίκιο και ότι οι άλλοι απλά παραπλανούν τους εαυτούς τους.
«Τι θα συμβεί αν κάνω λάθος»;

Συνήθως, το πρώτο βήμα για να ξεπεράσουμε τις περιοριστικές πεποιθήσεις για τον εαυτό, τον κόσμο και την ζωή είναι να τις τοποθετούσε πάνω σε μια ρεαλιστική βάση και να τις αξιολογήσουμε. Θα μπορούσε να ισχύει κάτι άλλο πέρα από αυτό που πιστεύουμε; Ποια στοιχεία από το παρελθόν δείχνουν ότι όντως δεν είμαι έξυπνος ή ότι δεν ξέρω τι να πω σε μια συζήτηση και ποια δείχνουν το αντίθετο;

Κάντε λοιπόν μια λίστα με όλες τις περιοριστικές πεποιθήσεις και προσπαθήστε να βρείτε απτά δεδομένα από το παρελθόν που είτε τις επιβεβαιώνουν, είτε τις διαψεύδουν. Αν κάποια πεποίθηση σε αυτή την λίστα είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, προχωρήστε στην επόμενη. Στην παρούσα φάση, ο στόχος είναι να δούμε ότι αυτό που πιστεύουμε δεν είναι, με βάση την λογική, ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, παρόλο που μπορεί να το αισθανόμαστε ως τέτοιο.
«Με ποιο τρόπο με εξυπηρετεί αυτή η πεποίθηση»;

Πιστεύουμε γενικά ότι είμαστε θύματα των περιοριστικών πεποιθήσεων, αλλά είναι αρκετά πιθανό, να μας έχουν εξυπηρετήσει κάποια στιγμή στην ζωή μας. Ο μικρός ελέφαντας σταμάτησε από ένα σημείο και μετά να προσπαθεί να σπάσει τα δεσμά του για να μην βιώνει άλλο την αποτυχία και τον πόνο.

Όταν διαπιστώσουμε λοιπόν το δευτερογενές όφελος μιας περιοριστικής πεποίθησης, μπορούμε να δούμε καλύτερα αν αξίζει να συνεχίσουμε να ζούμε με αυτήν ή όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι τα αρνητικά συναισθήματα είναι τις περισσότερες φορές αυτά που κινητοποιούν τη δράση μας και μας ωθούν να επιλέξουμε τον δρόμο της αλλαγής.
«Ποια είναι η πηγή των περιοριστικών πεποιθήσεων»;

Για να διερευνήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες σχηματίστηκαν οι περιοριστικές πεποιθήσεις, πρέπει να ανατρέξουμε σε γεγονότα του πρόσφατου ή μακρινού παρελθόντος. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή είναι συναισθηματικά επίπονη και γίνεται συνήθως με την βοήθεια και την καθοδήγηση ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας. Σε αυτό το βήμα, η αναβίωση των ξεχασμένων συναισθημάτων και η έκφρασή τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδυνάμωση της πεποίθησης.

Ωστόσο, μια ερώτηση που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι η εξής: Πότε ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι δεν είμαι αρκετός/ότι δεν αξίζω/ότι δεν είμαι αγαπητός/ότι δεν με προσέχουν αρκετά; Ποιες εικόνες ή πρόσωπα από το παρελθόν ξεπηδούν αυτόματα στο μυαλό μου; Στην συνέχεια, καλό είναι να γράψουμε ό,τι μας ήρθε στο μυαλό και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα συναισθήματα που έχουν αναδυθεί.
«Ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική πεποίθηση»;

Αφού έχουμε αξιολογήσει την περιοριστική πεποίθηση, είναι σημαντικό να βρούμε μια εναλλακτική η οποία θα είναι πιο ρεαλιστική και λειτουργική. Δεν είναι απαραίτητο να πιστεύουμε 100% από την αρχή στην εναλλακτική πεποίθηση, αλλά να αφήσουμε ανοιχτή την πιθανότητα ότι μπορεί να ισχύει. Για να το καταφέρουμε αυτό, μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας από την πλευρά ενός τρίτου παρατηρητή. Τι θα λέγαμε σε έναν φίλο που θα είχε την ίδια περιοριστική πεποίθηση;

Ας μην ξεχνάμε, ότι κάθε φορά, ακόμα και όταν δεν το καταλαβαίνουμε, επιλέγουμε τις πεποιθήσεις μας (και υπάρχουν πολλές… διαθέσιμες επιλογές). Το ζήτημα είναι να αποκτούμε παραπάνω έλεγχο πάνω σε αυτήν τη διαδικασία και να την κάνουμε πιο συνειδητά, είτε αφορά τα απλά καθημερινά πράγματα, είτε πρόκειται για «αποφάσεις ζωής». Καμία κατάσταση λοιπόν δεν έχει ένα νόημα εκ των προτέρων, εκτός από το νόημα που της δίνουμε εμείς.

Διαβάστε σχετικά: Οι πεποιθήσεις που μας εμποδίζουν να ζήσουμε τη ζωή που θέλουμε
«Επαληθεύονται οι εναλλακτικές πεποιθήσεις από την πραγματικότητα»;

Το τελευταίο και πιο σημαντικό βήμα είναι να ελέγξουμε τις εναλλακτικές πεποιθήσεις σε διάφορα σενάρια της πραγματικότητας και να κάνουμε έκθεση στην φοβική συνθήκη που μπορεί να αποφεύγουμε για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από τα αρνητικά συναισθήματα. Η έκθεση για κάποιους μπορεί να σημαίνει να ζητήσουν από ένα ελκυστικό άτομο ένα ραντεβού, να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση εργασίας, ή να μιλήσουν στο σύντροφό/οικογένειά τους για τις πιο ευάλωτες πλευρές του εαυτού τους.

Είναι σημαντικό όμως να μην χρησιμοποιήσουμε το άγχος μας, αφού κάνουμε την έκθεση, ως «βαρόμετρο» της επιτυχίας μας. Κάθε φορά που δοκιμάζουμε κάτι καινούργιο, θα έχουμε άγχος το οποίο θα μειώνεται σε κάθε επόμενη έκθεση. Αν αντιμετωπίσουμε λοιπόν τις πεποιθήσεις μας (περιοριστικές ή μη) ως «πειραματιστές», διαπιστώνουμε ότι πάντα υπάρχει διαθέσιμος χώρος για περισσότερη εξέλιξη και ότι ο μοναδικός παράγοντας που μπορεί να την ανακόπτει, τις περισσότερες φορές, είμαστε εμείς.
Συμπέρασμα

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε κάποιες πεποιθήσεις που μας περιορίζουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι χρειαζόμαστε βοήθεια από κάποιον ειδικό, εκτός και αν νιώθουμε ότι επηρεάζουν σημαντικά την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική μας ζωή. Αν βρισκόμαστε συνεχώς λοιπόν δεμένοι σε έναν «φράχτη», είναι επιλογή μας αν θα συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τι άλλο θα μπορούσε να υπάρχει έξω από αυτόν ή αν θα το ανακαλύψουμε διεκδικώντας την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας.

ΠΗΓΗ:



Wednesday 5 May 2021

Belief In Conspiracy Theories Is Associated With Lower Levels Of Critical Thinking




By Emily Reynolds

Over the last few years, conspiracy thinking seems to have mushroomed — most visibly perhaps in the US, where QAnon supporters stormed the Capitol. Elsewhere, across the world, coronavirus-related conspiracies have abounded; one large-scale survey conducted last year found that as many as one in five Britons believed the COVID-19 fatality rate may have been exaggerated.

We already know that certain factors make individuals particularly prone to conspiratorial thinking — their level of education, for example, or a desire to feel special. And a new study, published in Applied Cognitive Psychology, has identified another facet of cognition linked to conspiratorial beliefs: critical thinking. Anthony Lantian from Université Paris Nanterre and colleagues find that the higher the level of critical thinking, the lower the belief in conspiracy theories, potentially offering a path out of conspiratorial thinking for those particularly susceptible.

In the first study, 86 participants were asked to complete a conspiracy belief scale, indicating how much they agreed with statements such as “certain significant events have been the result of the activity of a small group who secretly manipulate world events”.

They then took part in a critical thinking activity, reading a letter to the editor of a newspaper arguing that overnight parking should be banned in a particular area. Participants were asked to respond to each paragraph of the letter, assessing the relevance of the argument and evaluating the letter as whole, then wrote their responses in the form of a letter to the editor. These letters were assessed by judges on various measures of critical thinking, such as identifying good arguments, seeing other explanations, and avoiding over-generalisation. The team found that the higher participants scored on the critical thinking task, the less they believed in conspiracy theories.

However, the relationship in the first study didn’t quite reach significance. So a second study replicated the first, this time with more participants; overall, 252 took part. As well as completing the conspiracy thinking measure and the letter evaluation task, participants also reported on their own critical thinking skills.

Again, those with high levels of critical thinking ability were less likely to believe in conspiracy theories. Interestingly enough, however, conspiracy-minded participants didn’t seem aware of their critical thinking skills — both those with high and low levels of conspiracy thinking rated themselves highly on critical thinking. This makes sense when you consider the narratives of many conspiracy theory movements, which often frame themselves as true critical or free thinkers, seeing the light where others cannot.

The results may be useful when designing interventions to combat conspiratorial thinking — but being careful about how these are framed would be crucial. If someone truly believes in a specific conspiracy theory, telling them they lack critical thinking skills is unlikely to help and may instead further entrench them in their beliefs, as researchers have highlighted in coverage of QAnon. The study is also correlational — we can’t say, based on these results, that lack of critical thinking is the reason people believe conspiracy theories.

Further research could look at why critical thinking might protect against conspiratorial thinking, as well as explore degrees of conspiratorial thinking. When does somebody tip from “healthy scepticism”, as the team puts it, into full-on conspiracy? Where is the line between critically engaging with what the media or politicians tell us, for example, and labelling everything as “fake news”? Though media coverage may focus on the “true believers” of particular conspiracy theories, the journey to such a staunch position often begins somewhere far more reasonable; tracking this journey could provide valuable insight.

SOURCE:

How To Cope With Failure, According To Psychology





By Emma Young

We all have times when we feel that we’ve failed — but it’s how we respond to it that really matters. Here are five findings that could help you cope with failure:

1. Be kind to yourself

It’s an old one, but a good one: practise some self-compassion. Being self-compassionate entails being kind and non-judgemental towards yourself in the face of difficulty — including failure. Perhaps the best-known proponent of self-compassion is Kristin Neff at the University of Texas, Austin (you can take her self-compassion test here). Back in 2005, Neff published work finding that students who are self-compassionate in the wake of exam failure go on to study harder for future exams. More recent work has found that being kind to yourself if you feel that you’ve failed at something (and recognising that you’re far from alone in failing) is linked with better mental health. And self-compassion is even linked to greater physical health too, according to a recent study in BMC Public Health.

2. Resist “socially prescribed perfectionism”

If you feel that other people expect you to be perfect, and will judge you harshly if you fail to meet their expectations, you experience this type of perfectionism. A major 2017 review of work into factors that foster resilience after failure or mistakes highlighted it as a clear risk factor: people who scored higher on this measure experienced more anxiety, depression and anger after being led to fail at a task. Interventions aimed at improving wellbeing and resilience should target this factor, the researchers concluded. Exactly how to go about this is another matter, of course. There is some evidence that exposure to contrasting messages — some anti-perfectionism, others in favour of it — helps to tackle this type of perfectionism. But for an individual, it could be worth resisting the urge to think about how other people might judge you after a failure.

3. Don’t worry too much if you were over-confident — and wrong

Overconfidence is not a good thing; it leads us to study less hard and make more mistakes. But let’s say you take an exam or test feeling convinced that you’re on top of the material and are getting pretty much everything right, only to receive a poor grade. Your initial confidence was clearly misplaced. No doubt, it was at least partly responsible for your failure. However, there’s plenty of evidence that the surer you are about an answer that turns out to be wrong and is corrected, the better you’ll remember the correct answer and use it in future. This, at least, was one of the conclusions of a 2017 review of work on learning from errors by Janet Metcalfe at Columbia University. “A strong degree of belief in the truth of one’s errors makes them more, rather than less, susceptible to being correctable,” Metcalfe writes. However….

4. Try not to take evidence of failure too personally

A recent set of studies on almost 1,700 American participants, published in Psychological Science, found that feedback on what they had got wrong on a variety of tests or tasks rather than what they had got right — a “failure focus” rather than a “success focus” — undermined subsequent learning. (These participants’ confidence in their answers was not assessed.) Why? The researchers, at the University of Chicago, think that because personal failure feedback can threaten a person’s self-image, it leads them to tune out. However, participants did learn effectively from other people’s failures — when their ego concerns would have been “muted”. Perhaps encouraging people to reappraise feedback in less ego-threatening terms might help them to learn better from failure, the team suggests. However, as they also note, people in some countries — like Japan — persist for longer at a task after failing at it than after being successful, but this pattern is reversed for Americans. So culture clearly has a huge influence on the impact of failure.

5. Embrace “productive failure”

The idea here is that instead of carefully teaching people how to do something, you let them loose on a new task with only the minimum of guidance. As Sunita G. Chowrira at the University of British Columbia and her colleagues explain in a recent paper, “While students often fail to produce satisfactory solutions (hence ‘Failure’), these attempts help learners encode key features and learn better from subsequent instruction (hence ‘Productive’).”

Productive failure has been found to have benefits in all kinds of teaching situations, including classrooms. In this particular study, Chowrira and her team divided first year biology students into two groups. One received standard instruction on various topics. The other group read a relevant chapter prior to the class, then embarked on challenges in small groups. They received feedback immediately afterwards, followed by instruction on any gaps in their understanding. This second group went on to do better at subsequent exams, and this was especially true for low-performing students. A productive failure approach “has the potential to transform large introductory university courses,” the team concluded. For an individual, there are lessons, too: those people who prefer to throw themselves at a new task rather than carefully reading the instructions first may well “fail” more (and anyone who’s ever tried this approach with a piece of flatpack furniture knows how bad that can be), but learn more and do better next time.

SOURCE: