Friday 29 October 2021

Young People Around The World Report High Levels Of Climate Anxiety




By Emma L. Barratt

In the past few years, the effects of climate change have become undeniably apparent. In the last two years alone, headlines have been full of climate disasters — from forest fire smoke turning San Francisco’s sky luminous red, to torrential flooding in Germany and China.

In the face of events like this, anxiety and fear about climate change is undoubtedly increasing. Far from being indicative of mental illness, climate anxiety (also known as eco-anxiety or climate distress) more neatly fits under the banner of “practical anxiety”: fear that motivates change to help us respond to threats. Even though this in itself is useful, the experiences of fear can be unrelenting, and have serious consequences for mental health and functioning.

Young people are more at risk than those from older generations; an uncertain and dangerous climate situation poses the most risk to their futures, after all.

It’s with this in mind that Caroline Hickman and colleagues at the University of Bath set out to investigate the extent of young people’s feelings and thoughts on climate change, and the functional impact associated with them. In their global study, posted as a preprint at SSRN, they look how the threats of climate change, as well as government response to these threats, affect the emotions and day to day functioning of young people.

Ten thousand participants aged between 16 and 25 years old were recruited via an online survey portal. These participants were based in ten different countries from around the world, as far flung as Australia, Brazil, India, and Finland. All completed a measure of climate anxiety constructed specifically for this study by 11 experts in relevant areas of psychology and law. Participants were not made aware of the topic of the survey before starting.

The measure itself contained eight broad sections; these related to worry about climate change, its impact on their functioning, emotions and thoughts about climate change, as well as feelings of being ignored on the topic, beliefs about government response to the threat, and the emotional impact of that response. In order to more closely investigate particular constructs, such as negative feelings about climate change or negative thoughts about government response, the team also condensed scores from relevant items across these sections during their analyses. And, last but not least, emotional impacts of government responses were split into two scales — the reassurance scale, and the betrayal scale — to allow closer analysis of positive and negative feelings, respectively.

Across all countries, the majority of participants (60%) reported feeling “very” or “extremely” worried about climate change. More than 45% reported that these feelings negatively impacted their daily lives. By country, those expressing the highest amount of worry tended to be from poorer regions, in the Global South, and those who had been more directly impacted by climate change. For example Portugal, where there have in recent years been extensive wildfires, rated highest for worry amongst its neighbours in the Global North.

Participants reported a wide range of negative emotions: 77% said the future was frightening, and over 50% had felt afraid, sad, anxious, angry, powerless, helpless, and/or guilty about climate change. Optimism and indifference, unfortunately, were not often reported. When talking to others about climate change, almost half of participants said their concerns had been ignored or dismissed.

When it came to rating government response, participants were generally unimpressed. Over 60% of respondents disagreed with every positive statement about their government’s climate action, though this did vary significantly between countries. Across all regions, however, feelings of betrayal were higher than those of reassurance.

Correlational analyses indicated close positive relationships between negative thoughts, worry about climate change, and impact on functioning. These factors also correlated strongly with feelings of government betrayal and negative beliefs about their response to the climate threats at hand, suggesting that those who believed the government to be underperforming in their response to climate change experienced more negative psychological consequences. In many, this is likely to constitute Moral Injury – significant psychological distress caused by witnessing a traumatic event that runs against the viewer’s morals, that they are powerless to stop. Not only can Moral Injury further increase mental health risks, the authors say, but it could also open the door to lawsuits based on psychological harm.

The measure used in this study was not standardised, as no suitable measure existed previously, meaning further investigation as to its validity would likely be beneficial. And of course, the data is correlational, meaning that no conclusions about causality can be drawn from this data (no matter how intuitive they may feel).

Even so, taken together, the data collected in study stands as firm evidence that climate anxiety is evident across the globe. This continued stress on the younger members of our populations severely affects their emotions and ability to function day-to-day. Given the timescale of issues at hand, it’s easy to imagine how the rapidly increasing threats of climate change could give rise to mental health issues among many young people, especially if governments continue to fail in their responses. Further research into these climate-specific stressors as precursors to mental health issues in young people will likely illuminate this relationship further.

The authors say that their results also demonstrate the point that climate anxiety isn’t simply caused by ecological catastrophe: it’s also directly related to government inaction. Greater levels of action and commitment by governments can not only enable us to limit warming to 1.5 degrees by the end of the century, it also has the potential to improve the mental wellbeing of citizens around the world.

SOURCE:

Monday 25 October 2021

Πρέπει να θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με τον εαυτό σου πρώτα





Σου δίνεται το δώρο του χρόνου. Είναι δώρο ωστόσο που έχει δύο υποστάσεις. Μπορείς να γκρινιάξεις για αυτό, να μοιρολατρήσεις και να καταραστείς τη τύχη σου ή μπορείς να το εκμεταλλευτείς για να τα βρεις με τον εαυτό σου και να βγεις σοφότερος. Εσύ αποφασίζεις.. ποιος άλλος;

Από μικρή ηλικία υπάρχει μέσα μας το αίσθημα του «ανήκειν». Είναι ωραίο να νιώθουμε μέρος μιας ομάδας είτε αυτή είναι η οικογένεια μας, τα φιλαράκια στο σχολείο, τα παιδιά από τη γειτονιά που παίζουμε στη παιδική χαρά τα απογεύματα. Νιώθουμε ασφάλεια, νιώθουμε ότι έχουμε μια ταυτότητα και ας είναι λίγο μπερδεμένη τις πρώτες δεκαετίες της ζωής μας. Θέλεις να σε «παίζουν» και όταν αισθάνεσαι ότι δεν γίνεται βάζεις τα κλάματα και παραπονιέσαι στη μαμά ή στη δασκάλα.

Μεγαλώνοντας ξέρεις πια ότι δεν μπορείς να κλάψεις για να είσαι μέλος μιας παρέας, μέρος του συνόλου. Οπότε βγάζεις το καλύτερο σου πρόσωπο. Λες αστεία, λες κομπλιμέντα, κάνεις χάρες, δίνεις καλές συμβουλές, παρηγορείς, κάνεις υπομονή. Θες να σε συμπαθούν, θες να σε αγαπούν, θες να λένε όμορφα λόγια για σένα..και ποιος δε θέλει άλλωστε;

Για κάτσε μια στιγμή. Εκεί που μιλάμε για τη ζωή σου. Περνάς ώρες αναλύοντας συμπεριφορές άλλων, σημαντικών άλλων ενδεχομένως. Τί να πεις στη κολλητή σου για να μη την στεναχωρήσεις, τί χάρη να κάνεις στο συνεργάτη σου στη δουλειά για να σε εκτιμήσει, πώς να φερθείς στο αγόρι σου ή στο εν δυνάμει αγόρι σου για να σε αγαπήσει.. Σαν κάποιον να ξέχασες. Τον εαυτό σου. Έχεις κάτσει ποτέ να σκεφτείς τι πρέπει να λες για να μην τον στεναχωρείς; Του κάνεις χάρες; Του φέρεσαι ωραία;


Από μικροί έχουμε μάθει ότι είναι σημαντικό να συγκεντρώνουμε την αγάπη των άλλων και ξεχνάμε να αγαπάμε τον εαυτό μας, τη προσωπικότητα μας, το σώμα μας, εμάς τους ίδιους. Κάποτε είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο ψυχολογίας ότι τα χειρότερα λόγια τα λέμε στον εαυτό μας. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν φιλτράρουμε τις κουβέντες μας. Είσαι ασήμαντος, είσαι άνεργος, είσαι άχρηστος, είσαι άσχημος, κάνεις δεν σε αγαπάει, δεν θα τα καταφέρεις, δεν μπορείς…

Στέλνεις μηνύματα στους φίλους σου σε μια σημαντική στιγμή για να δώσεις κουράγιο, να πεις μια καλή κουβέντα, κάτι να τον ενθαρρύνεις και ξεχνάς να επαινείς εσένα. Να στηρίζεις εσένα, να αγαπάς εσένα και τις επιλογές σου.

Στη κρίσιμη λοιπόν περίοδο που περνάμε αυτούς τους μήνες στη χώρα μας αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο είναι καλό να βλέπουμε και τί μας προσφέρει πέρα από αυτά που μας στερεί. Χρόνο με τον εαυτό μας. Χρόνο να δεις τί αγαπάς, τί ξέχασες και τί σε ξέχασε, τί άφησες και τί σε άφησε. Χρόνο να σε γνωρίσεις αν δεν σε ξέρεις ήδη. Οι ρυθμοί της ζωής που ζούμε σήμερα είναι τόσο γρήγοροι και οι μέρες περνάνε αστραπιαία με την καθημερινότητα και τις ανάγκες της.

Σου έχει τύχει να κοιτάς το πρόγραμμά σου και να σκέφτεσαι πως θα γεμίσεις τις «κενές» ώρες; Σε ποιόν να στείλεις να βγείτε για έναν καφέ ή για ένα ποτό, να είσαι έξω, να μην είσαι μόνος; Ποιά ταινία να δεις για να «σκοτώσεις» την ώρα σου; Μήπως να κοιμηθείς για να μην σκέφτεσαι; Μη μου πεις όχι, θα είναι ψέμα.

Αναλωνόμαστε στις σχέσεις με τους γύρω μας, στο τι κάναμε λάθος, στο τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε αρεστοί και αγαπητοί, χαλάμε χρόνο και φαιά ουσία και ξεχνάμε την σημαντικότερη σχέση. Αυτή με τον εαυτό μας.

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου. Είναι ο μεγαλύτερος σου σύμμαχος και συνάμα ο χειρότερος σου εχθρός. Να τους μιλάς όμορφα, να τον συγχωρείς όταν κάνει λάθη, να του λες μπράβο όταν κάνει σωστά, να τον φροντίζεις. Να τον φροντίζεις ουσιαστικά. Στον ελεύθερο σου χρόνο μην σκέφτεσαι πως θα τον αποφύγεις. Όταν το νιώθεις κάτσε σπίτι, γέμισε τη μπανιέρα, χαλάρωσε, αφουγκράσου τις σκέψεις σου, τα θέλω σου, τους στόχους σου, τα όνειρα σου, έχεις όνειρα έτσι δεν είναι;

Μαγείρεψε κάτι ωραίο για σένα, αν δεν ξέρεις να μαγειρεύεις παρήγγειλε κάτι που λαχτάρας χωρίς να νιώθεις τύψεις. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην σε κακομαθαίνεις. Να είσαι με το μέρος σου, θα βρεις πολλούς να είναι εναντίον σου όσο προχωράς τη ζωή σου. Αλλά να θυμάσαι, δεν έχουν κάτι με σένα. Και αυτοί με τον εαυτό τους τα έχουν.

Είναι όμορφο να σε ξέρεις. Να ξέρεις τι σου αρέσει και τι όχι, τι σε κάνει ευτυχισμένο, τι σου αξίζει. Είναι όμορφο να λες «όχι, ευχαριστώ» όταν κάτι σε αδικεί, όταν δεν σου «κάνει», όταν δεν σε γεμίζει. Είτε αυτό είναι φίλος είτε αυτό είναι σχέση είτε αυτό είναι δουλειά είτε αυτό είναι οικογένεια τελικά. Να πασχίζεις στη ζωή σου να είσαι ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος.

Να διαβάζεις βιβλία, να έχεις γνώμη και να την λες φωναχτά. Να μη βολεύεσαι και να μην συμβιβάζεσαι. Όλοι έχουμε γεννηθεί για να βιώσουμε ένα μεγαλείο. Η ίδια η ζωή είναι ένα μεγαλείο. Μη τη σκορπάς λοιπόν σε ανθρώπους που δεν έχουν να σου πουν τίποτα τελικά, σε καταστάσεις που δεν σε εκφράζουν, σε μέρη που δεν σε εκτιμούν.

Δεν μπορώ ούτε να σου εξηγήσω πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια μας. Είναι σαν μαγικό. Μπορεί από τη μια οι οχτώ ώρες στη δουλειά σου να περνάνε αργά και με κόπο και από την άλλη να κοιτάξεις τυχαία μια φωτογραφία με τη φοιτητική σου παρέα πριν πέντε χρόνια και να πείς : … μα πότε πέρασαν πέντε χρόνια;.. νιώθω σαν να ήταν χθες..


Από μικρή ηλικία υπάρχει μέσα μας το αίσθημα του «ανήκειν». Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Ζει και αναπτύσσεται μέσα από τους άλλους. Από τους σημαντικούς άλλους. Και έτσι θα είναι πάντα.

Αναλογιζόμενη τη κατάσταση που βιώνουμε αυτές τις μέρες, αναρωτιέμαι αν αντέχεις; Αν όχι, αναλογίσου τι δεν αντέχεις; Τον εαυτό σου; Την παρέα σου; Ό,τι και να είναι έχεις χρόνο να το αλλάξεις, να το δουλέψεις, να το φτιάξεις, να του βάλεις από την αρχή τα θεμέλια που θέλεις. Θα σου πω κάτι που δεν έχουν καταλάβει πολλοί. Μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο γεμάτη άγχος και αβεβαιότητα σου δίνεται ένα δώρο.

Σου δίνεται το δώρο του χρόνου. Είναι δώρο ωστόσο που έχει δύο υποστάσεις. Μπορείς να γκρινιάξεις για αυτό, να μοιρολατρήσεις και να καταραστείς τη τύχη σου ή μπορείς να το εκμεταλλευτείς για να τα βρεις με τον εαυτό σου και να βγεις σοφότερος. Εσύ αποφασίζεις.. ποιος άλλος;

Συγγραφέας: Βάλια Πατατανέ, Ψυχολόγος
ΠΗΓΗ:

Thursday 21 October 2021

“Drinking To Cope” Doesn’t Work, Even When We Believe That It Does



By Emma Young

Have you ever felt a little anxious or low, and decided that a beer or a glass of wine would help? If so, you’re hardly alone. This exact thought process must play across the country every night of the week. There’s been surprisingly little solid research, though, into whether alcohol does actually relieve these negative feelings. Now new work led by Andrea M Wycoff at the University of Missouri-Columbia, US, concludes that in fact, it does not — and that people who “drink to cope” can even make their symptoms worse.

The study involved 110 participants; 58 were from the general community and 52 had a diagnosis of Borderline Personality Disorder. People with BPD are known to be more prone to drinking problems, and to experience more variable emotions; they are even more likely than the rest of us, then, to view alcohol as a way to manage negative emotions. Some of the BPD participants had in fact been diagnosed with Alcohol Use Disorder. The team chose to include this group to try to capture as much variability in emotional states and proneness to problem drinking as possible in their study.

After completing various questionnaires in the lab, each participant was given an electronic diary. Every day for the next three weeks, they received regular prompts to report on any alcohol consumption, and also to rate levels of various negative feelings, such as being jittery, nervous, downhearted and lonely.

Whenever a participant reported having had an alcoholic drink, they were asked to rate the extent to which whether they’d done this to make them “feel less guilty or depressed” or “feel more relaxed and calm”. At various points over the following three hours, they then rated the extent to which they felt the drink had “relieved unpleasant feelings or symptoms”, and also provided updated ratings of their levels of those various negative feelings.

The team found some clear links between the various self-reports. When a participant had indicated that they were drinking to cope with anxiety or to cope with both anxiety and depression, they were more likely afterwards to report feeling that those unpleasant feelings had been relieved. This seemed to support the concept of drinking to cope, and, indeed, it led the researchers to expect that, for these people, their levels levels of various anxiety and/or depression-related feelings would drop after a drink.

But in fact the team did not find this pattern. Alcohol had no impact on anxiety scores. And when a participant reported that they were drinking to cope with depression, their depression-related feelings actually increased afterwards. For those participants diagnosed with Alcohol Use Disorder, the increases were even more striking.

What might explain the discrepancy between the participants’ belief that the alcohol had helped on the one hand, and their own contradictory self-report score data, on the other? The researchers suggest that if someone expects alcohol to help, this could encourage them to believe that it has — even if their actual feelings have not changed, or even worsened.

People who “drink to cope” are more likely to develop problem drinking. And yet these new findings suggest that the very concept of drinking to cope is a fallacy — at least, in relation to the anxiety and depression-related measures used in this work.

The team concedes various limitations to the study, mostly to do with factors affecting generalisability. The over-representation of women among the participants (as well as the fact that a large proportion were diagnosed with BPD) certainly means that the results are not necessarily applicable to the general population. However, with regard to gender, earlier research suggests that men are more prone to report drinking to cope, and to have alcohol problems. So if more men had been included, it’s possible that the links would have been even stronger, which the researchers say future research should explore.

For now, though, if the idea that alcohol helps to relieve feelings of anxiety and depression is mistaken, then helping people to appreciate this might also help them turn to other strategies known to help, and not to harm — such as physical exercise.

SOURCE:

Thursday 14 October 2021

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας 2021: Τα προβλήματα που προκαλούν οι ανισότητες Φετινό θέμα της ημέρας, η ψυχική υγεία σε έναν κόσμο ανισοτήτων




Το σύνθημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ημέρα Ψυχικής Υγείας, είναι: «Φροντίδα ψυχικής υγείας για όλους: Ας την κάνουμε πραγματικότητα».


Εν μέσω αυξανόμενων ψυχολογικών προβλημάτων του παγκόσμιου πληθυσμού λόγω των περιορισμών που προκάλεσε το τελευταίο ενάμιση έτος η πανδημία, τιμάται διεθνώς την Κυριακή η «Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας».


Με θέμα «η ψυχική υγεία σε ένα κόσμο ανισοτήτων», η φετινή ημέρα ψυχικής υγείας στοχεύει στην ενημέρωση και αφύπνιση του πληθυσμού για τα σημάδια των ψυχικών ασθενειών, εν μέσω πανδημίας που ακόμη ταλαιπωρεί την υφήλιο.

Την 10η Οκτωβρίου επέλεξαν το 1994 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας για να αναδείξουν τη σημασία της ψυχολογικής ισορροπίας και της βοήθειας που μπορεί και πρέπει να λαμβάνει όποιος έχει σχετικά προβλήματα.

Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον ένας στους 10 πολίτες παγκοσμίως, με αυξητική πορεία, υποφέρει από ψυχικές ασθένειες , ωστόσο μόλις οι μισοί από αυτούς καταφεύγουν σε επιστημονική υποστήριξη.


«Η πανδημία της COVID-19 είχε σημαντικές συνέπειες στην ψυχική υγεία ολόκληρου του πληθυσμού, ωστόσο, το πλαίσιο της ψυχικής υγείας στην Ευρώπη ήταν ήδη ανησυχητικό πολύ πριν από την πανδημία με περισσότερα από 84 εκατομμύρια άτομα που έπασχαν από ψυχικές ασθένειες και 165.000 θανάτους ετησίως, οφειλόμενους σε ψυχικές ασθένειες ή αυτοκτονία», λέει ο Θέλσο Αράνγο, Σύμβουλος της Ισπανικής Παιδιατρικής Εταιρείας και Σύμβουλος της πρωτοβουλίας Headway 2023.

«Πράγματι, το προσδόκιμο ζωής των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια – 60 έτη για τους άνδρες και 68 έτη για τις γυναίκες – είναι 13-15 έτη χαμηλότερο από αυτό του υπόλοιπου πληθυσμού. Επιπλέον, η αυτοκτονία αποτελεί την έκτη αιτία θανάτου στο σύνολο του πληθυσμού και την τέταρτη αιτία θανάτου στους νέους, ενώ σε ορισμένες χώρες οι επιπτώσεις των ψυχικών διαταραχών στους νέους είναι μεγαλύτερες από τις επιπτώσεις του συνόλου των ιατρικών παθήσεων», σύμφωνα με τον κ. Αράνγο.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το 83% των γυναικών αναφέρουν ότι η πανδημία επηρεάζει αρνητικά την ψυχική τους υγεία σε σύγκριση με το 36% των ανδρών. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι έγκυες γυναίκες, οι γυναίκες σε περίοδο λοχείας, ή εκείνες που έχουν υποστεί ψυχολογικό τραύμα όπως μια αποβολή ή κακοποίηση από τους συντρόφους τους ήταν οι πιο ευάλωτες στις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας.

«Η ανάγκη στήριξης του πολιτών που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες, ειδικά σε περιόδους κρίσεως όπως η παρούσα που διανύει η χώρα μας, εξαιτίας της υγειονομικής συγκυρίας, είναι πιο επίκαιρη και πιο επιβεβλημένη από ποτέ», επεσήμανε σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) και Περιφερειάρχης Αττικής, Γιώργος Πατούλης.


«Μέσω του τηλεφωνικού κέντρου 1110 του ΙΣΑ και της Περιφέρειας, προσφέρουμε υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης και καθοδήγησης από εξειδικευμένους επιστήμονες, με στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας και της συναισθηματικής τους υγείας», υπενθύμισε.

ΠΗΓΗ:

How To Cope With Failure, According To Psychology



By Emma Young

We all have times when we feel that we’ve failed — but it’s how we respond to it that really matters. Here are five findings that could help you cope with failure:

1. Be kind to yourself

It’s an old one, but a good one: practise some self-compassion. Being self-compassionate entails being kind and non-judgemental towards yourself in the face of difficulty — including failure. Perhaps the best-known proponent of self-compassion is Kristin Neff at the University of Texas, Austin (you can take her self-compassion test here). Back in 2005, Neff published work finding that students who are self-compassionate in the wake of exam failure go on to study harder for future exams. More recent work has found that being kind to yourself if you feel that you’ve failed at something (and recognising that you’re far from alone in failing) is linked with better mental health. And self-compassion is even linked to greater physical health too, according to a recent study in BMC Public Health.

2. Resist “socially prescribed perfectionism”

If you feel that other people expect you to be perfect, and will judge you harshly if you fail to meet their expectations, you experience this type of perfectionism. A major 2017 review of work into factors that foster resilience after failure or mistakes highlighted it as a clear risk factor: people who scored higher on this measure experienced more anxiety, depression and anger after being led to fail at a task. Interventions aimed at improving wellbeing and resilience should target this factor, the researchers concluded. Exactly how to go about this is another matter, of course. There is some evidence that exposure to contrasting messages — some anti-perfectionism, others in favour of it — helps to tackle this type of perfectionism. But for an individual, it could be worth resisting the urge to think about how other people might judge you after a failure.

3. Don’t worry too much if you were over-confident — and wrong

Overconfidence is not a good thing; it leads us to study less hard and make more mistakes. But let’s say you take an exam or test feeling convinced that you’re on top of the material and are getting pretty much everything right, only to receive a poor grade. Your initial confidence was clearly misplaced. No doubt, it was at least partly responsible for your failure. However, there’s plenty of evidence that the surer you are about an answer that turns out to be wrong and is corrected, the better you’ll remember the correct answer and use it in future. This, at least, was one of the conclusions of a 2017 review of work on learning from errors by Janet Metcalfe at Columbia University. “A strong degree of belief in the truth of one’s errors makes them more, rather than less, susceptible to being correctable,” Metcalfe writes. However….

4. Try not to take evidence of failure too personally

A recent set of studies on almost 1,700 American participants, published in Psychological Science, found that feedback on what they had got wrong on a variety of tests or tasks rather than what they had got right — a “failure focus” rather than a “success focus” — undermined subsequent learning. (These participants’ confidence in their answers was not assessed.) Why? The researchers, at the University of Chicago, think that because personal failure feedback can threaten a person’s self-image, it leads them to tune out. However, participants did learn effectively from other people’s failures — when their ego concerns would have been “muted”. Perhaps encouraging people to reappraise feedback in less ego-threatening terms might help them to learn better from failure, the team suggests. However, as they also note, people in some countries — like Japan — persist for longer at a task after failing at it than after being successful, but this pattern is reversed for Americans. So culture clearly has a huge influence on the impact of failure.

5. Embrace “productive failure”

The idea here is that instead of carefully teaching people how to do something, you let them loose on a new task with only the minimum of guidance. As Sunita G. Chowrira at the University of British Columbia and her colleagues explain in a recent paper, “While students often fail to produce satisfactory solutions (hence ‘Failure’), these attempts help learners encode key features and learn better from subsequent instruction (hence ‘Productive’).”

Productive failure has been found to have benefits in all kinds of teaching situations, including classrooms. In this particular study, Chowrira and her team divided first year biology students into two groups. One received standard instruction on various topics. The other group read a relevant chapter prior to the class, then embarked on challenges in small groups. They received feedback immediately afterwards, followed by instruction on any gaps in their understanding. This second group went on to do better at subsequent exams, and this was especially true for low-performing students. A productive failure approach “has the potential to transform large introductory university courses,” the team concluded. For an individual, there are lessons, too: those people who prefer to throw themselves at a new task rather than carefully reading the instructions first may well “fail” more (and anyone who’s ever tried this approach with a piece of flatpack furniture knows how bad that can be), but learn more and do better next time.

SOURCE:

Wednesday 13 October 2021

Οι πραγματικοί φίλοι συνεχώς λιγοστεύουν





Είναι κοινότοπο να πούμε πόσο σημαντικοί είναι οι φίλοι - άλλωστε το Facebook στήριξε την επιτυχία του κυρίως σε αυτό. Από τα πανάρχαια χρόνια και σε όλη τη Γη η αξία των φίλων έχει εξυμνηθεί. Αλλά τι έχουν μάθει για τη φιλία οι επιστήμονες τα τελευταία χρόνια;

Μια βασική διαπίστωση είναι ότι μπορεί ο αριθμός των γνωστών να αυξάνεται, αλλά οι πραγματικοί φίλοι λιγοστεύουν (σ.σ. συνεπώς αν το νιώθατε ήδη, δεν είστε μοναδική περίπτωση στον κόσμο...). Και μια δεύτερη διαπίστωση ότι οι φιλίες...δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά απαιτούν κάποιο χρόνο, όχι πάντως τεράστιο, για να «χτισθούν».

Ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι και άλλοι επιστήμονες μελετούν τη φιλία με νέες μεθόδους και κάτω από διαφορετικά πρίσματα, φωτίζοντάς την με ποικίλους τρόπους. Το περιοδικό "Atlantic" παρουσίασε συνοπτικά τι καινούριο έχουμε μάθει μέχρι σήμερα.

Κατ' αρχήν, η επιστημονική φιλολογία είναι ξεκάθαρη: Η επιθυμία για στενότερη επαφή και για δημιουργία ψυχικών δεσμών είναι διάχυτη στους ανθρώπους. Οι πάντες τριγυρνούν στον κόσμο ελπίζοντας ότι θα βρουν μια κατάλληλη φιλική συντροφιά.

Υπάρχει μια μεγάλη γκάμα στον αριθμό των γνωστών (κάτι πολύ ευρύτερο από τους φίλους) που έχει κανείς: το μέγεθος του δικτύου των κοινωνικών επαφών ενός ανθρώπου μπορεί να κυμαίνεται από 250 έως 5.500 ανθρώπους (ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φ.Ντ. Ρούζβελτ περηφανευόταν ότι είχε 22.500 γνωστούς, αλλά ήταν ασφαλώς εξαίρεση!).

Όσον αφορά όχι απλώς τις γνωριμίες, αλλά τις φιλίες με την ευρύτερη έννοια (κάτι ανάμεσα σε μια γνωριμία και μια κανονική φιλία), μια μελέτη -που χρησιμοποίησε τις αποστολές χριστουγεννιάτικων καρτών ως ένδειξη- εκτιμά ότι ο μέσος άνθρωπος έχει γύρω στους 120 ανθρώπους που θεωρεί ευρύτερα 'φίλους' του.

Όμως ο εσωτερικός κύκλος των φίλων (χωρίς εισαγωγικά) είναι πολύ μικρότερος. Ο μέσος άνθρωπος εμπιστεύεται δέκα έως 20 ανθρώπους. Και -το ακόμη σημαντικότερο- ο αριθμός των πραγματικά έμπιστων φίλων, στους οποίους κάποιος θα εξομολογιόταν τα μυστικά ή τα βάσανά του, είναι σήμερα το πολύ δύο άνθρωποι. Έχει μάλιστα μειωθεί από το 1985, όταν ο μέσος άνθρωπος θεωρούσε ότι είχε τρεις πραγματικούς φίλους.

Με δεδομένο ότι, σύμφωνα με άλλες μελέτες, όσο πιο ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς και φίλους έχει κάποιος, τόσο αυξάνουν οι πιθανότητές του να ζήσει περισσότερα χρόνια, το γεγονός ότι οι πραγματικοί φίλοι σπανίζουν ολοένα περισσότερο, είναι μια αρνητική εξέλιξη (και) για την υγεία και μακροζωία των ανθρώπων.

Πηγή: AΠΕ - ΜΠΕ
https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/sxeseis/filia/5585-oi-pragmatikoi-filoi-synexos-ligosteyoun.html(accessed 13.10.21)

Κορωνοϊός: Η σχέση lockdown με τη μείωση πρόωρων τοκετών






Ένα απροσδόκητο «δώρο» της πανδημίας αυξάνει τις ελπίδες των ειδικών ότι θα καταφέρουν να εντοπίσουν τις αιτίες που οδηγούν στις πρόωρες γεννήσεις.

Ορισμένοι ερευνητές δημόσιας υγείας παρατηρούν από καιρό ενδείξεις ότι η πανδημία του κορωνοϊού θα μπορούσε να λύσει ένα μεγάλο μυστήριο: Τι προκαλεί τον πρόωρο τοκετό;

Μελέτες στην Ιρλανδία και τη Δανία φέτος το καλοκαίρι έδειξαν ότι οι πρόωρες γεννήσεις μειώθηκαν κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων lockdown. Ανεκδοτολογικά, οι γιατροί σε όλο τον κόσμο ανέφεραν αντίστοιχες μειώσεις. Υπέθεταν ότι η μείωση του στρες των μητέρων, η καθαρότερη ατμόσφαιρα ή η καλύτερη υγιεινή μπορεί να έπαιξαν κάποιο ρόλο.

Μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Ολλανδία δημοσιεύθηκε την Τρίτη στο Lancet Public Health, φέρνοντας στο φως ακόμη ισχυρότερα στοιχεία σύνδεσης μεταξύ των lockdown και του μικρότερου αριθμού πρόωρων γεννήσεων.
Εκτεταμένη μελέτη

Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν δεδομένα του εθνικού προγράμματος εξέτασης νεογέννητων. Στην Ολλανδία, λαμβάνονται μικρά δείγματα αίματος σχεδόν από όλα τα μωρά λίγες ημέρες μετά τη γέννησή τους, με σκοπό την εξέτασή τους για διάφορες ασθένειες. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν τον αριθμό εβδομάδων της κύησης την ημέρα του τοκετού.

Οι Ολλανδοί ερευνητές εξέτασαν τα στοιχεία των εξετάσεων των νεογέννητων για το διάστημα 2010 με 2020, που αφορούν περισσότερα από 1,5 εκατ. βρέφη. Περισσότερα από 56.000 από αυτά τα μωρά γεννήθηκαν μετά το ολλανδικό lockdown.

Με το μεγάλο σετ δεδομένων τους, οι ερευνητές συνέκριναν τις πρόωρες γεννήσεις στο διάστημα ένα με τέσσερις μήνες πριν και μετά το lockdown. Εξετάζοντας τα ίδια διαστήματα σε προηγούμενα έτη, μπόρεσαν να λάβουν υπόψη τους και άλλες τάσεις, όπως για παράδειγμα το ρόλο των εποχών στις πρόωρες γεννήσεις.

Ανεξάρτητα από τα διαστήματα που συνέκριναν, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι πρόωροι τοκετοί είχαν μειωθεί μετά τις 9 Μαρτίου, την ημέρα που η ολλανδική κυβέρνηση ξεκίνησε να απευθύνει προειδοποιήσεις για πιο αυστηρούς κανόνες υγιεινής και παραμονή των πολιτών με συμπτώματα στο σπίτι. Μέσα στην επόμενη εβδομάδα, άρχισαν να κλείνουν σχολεία και εργασιακοί χώροι.
Σημαντική μείωση των πρόωρων τοκετών

«Μπορούσαμε να δούμε ότι όντως υπήρχε συσχέτιση», εξηγεί ο Δρ. Τζάσπερ Μπιν, νεογνολόγος στο Ιατρικό Κέντρο Erasmus στο Ρότερνταμ και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. Η μείωση κυμαινόταν από 15% μέχρι 23%.

Ο Δρ. Ρόι Φίλιπ, νεογνολόγος στην Πανεπιστημιακή Μαιευτική Κλινική Limerick της Ιρλανδίας και συγγραφέας προγενέστερης έρευνας που ανέφερε μείωση των πρόωρων γεννήσεων στη χώρα του την άνοιξη, δήλωσε «ενθουσιασμένος» από την νέα έρευνα. Όπως λέει, δείχνει ότι πράγματι το lockdown ήταν η αιτία της μείωσης των πρόωρων γεννήσεων. Σε αντίθεση με τις ιρλανδικές και δανικές έρευνες, η νέα ολλανδική έρευνα έδειξε μείωση όλων των πρόωρων τοκετών, και όχι μόνο των υπερβολικά πρόωρων.

Όμως όπως συμβαίνει μετά από κάθε τέτοια έρευνα, ο Δρ. Μπιν σημειώνει ότι Τα ερωτήματα είναι περισσότερα από όσα είχαμε ξεκινώντας.

Διαβάστε σχετικά: Καινούργιο μωρό στην οικογένεια: Συμβουλές για τους γονείς
Ο ρόλος της θνησιγένειας

Ένα από αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα είναι η θνησιγένεια. Στο καλύτερο σενάριο, τα πρόωρα μωρά που εξαφανίστηκαν από τα νοσοκομεία γεννήθηκαν ως υγιή βρέφη κατά τη συμπλήρωση των φυσιολογικών εβδομάδων τοκετού. Όμως είναι πιθανό κάποια από αυτά να κατέληξαν νεκρά.

Η θνησιγένεια «ίσως είναι όντως η σκοτεινή πλευρά αυτής της εξέλιξης», σημειώνει ο Δρ. Μπιν. Οι ερευνητές δεν μπορούσαν να υπολογίσουν τη θνησιγένεια στα ολλανδικά δεδομένα, καθώς μόνο τα ζωντανά βρέφη υποβάλλονται σε εξετάσεις. Αν, όμως, σχεδόν όλα τα πρόωρα μωρά που λείπουν από τις μετρήσεις έχασαν τη ζωή τους, η θνησιγένεια θα είχε αυξηθεί δραματικά – με συντηρητικούς υπολογισμούς, θα τριπλασιαζόταν. Καμία χώρα δεν έχει καταγράψει τόσο μεγάλη μεταβολή μέχρι στιγμής.

Σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μελέτη έδειξε αύξηση της θνησιγένειας μετά την έναρξη της πανδημίας (όχι του lockdown). Αυτή η αύξηση μπορεί να προκύπτει από άγνωστες λοιμώξεις κοροναϊού, γράφουν οι συγγραφείς ή από την επιφύλαξη των γυναικών να αναζητήσουν ιατρική φροντίδα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Μελέτες στο Νεπάλ και την Ινδία έδειξαν ότι οι μητέρες ήταν λιγότερο πιθανό να γεννήσουν σε νοσοκομεία κατά τη διάρκεια της άνοιξης και ότι η θνησιγένεια αυξήθηκε σε αυτές τις χώρες. Περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την εικόνα, ο ίδιος ο κοροναϊός ενδέχεται να αυξάνει την πιθανότητα πρόωρου τοκετού.
Ζήτημα εισοδήματος;

Για να ανακαλύψουν τον τρόπο με τον οποίο τα lockdown επηρέασαν τους πρόωρους τοκετούς σε διαφορετικές χώρες, οι Ολλανδοί ερευνητές συμμετέχουν σε διεθνή κοινοπραξία σχεδόν 40 κρατών που ανταλλάσσουν δεδομένα. Τα lockdown ενδέχεται να έκαναν καλό στην υγεία των μητέρων και των μωρών σε ορισμένα μέρη και όχι σε άλλα, εξηγεί ο Δρ. Μπιν, προσθέτοντας:

Σε γενικές γραμμές βλέπουμε ότι η πανδημία αυξάνει κατά πολύ τις ανισότητες. Η ολλανδική μελέτη υπονόησε ακόμη και ότι η μείωση των πρόωρων γεννήσεων περιοριζόταν στις πλουσιότερες γειτονιές, αν και το αποτέλεσμα δεν ήταν στατιστικά σημαντικό.

Πραγματικά επηρέασε τους ανθρώπους με πολύ διαφορετικούς τρόπους, δήλωσε η Τζένιφερ Κάλεϊν, διακεκριμένη ερευνήτρια μαιευτικής και γυναικολογίας στην Ιατρική Σχολή του Γέιλ.

Η Δρ. Κάλεϊν αναφέρει ότι η νέα μελέτη επιβεβαίωσε τα όσα μάθαινε από συναδέλφους της στις ΗΠΑ. Ανεκδοτολογικά, αυτό ακούγαμε και αυτό πιστεύαμε, σημειώνει. Απουσία ισχυρών αποδείξεων για τις ΗΠΑ, η ίδια και οι συνάδελφοί της συνεργάζονται με ασφαλιστική εταιρεία για να ξεκινήσουν εκτεταμένη μελέτη για τον τρόπο με τον οποίο τα lockdown επηρέασαν τον πρόωρο τοκετό στη χώρα της.


Εικάζει ότι οι επιπτώσεις του lockdown εξαρτώνται από τις οικονομικές συνθήκες. Για τις μητέρες που είχαν τους πόρους να εργαστούν από το σπίτι, «αυτή η συγκυρία θα μπορούσε να μειώνει το άγχος», εξηγεί. Για τις αναγκαίες εργαζόμενες ή εκείνες που βίωναν οικονομικές δυσκολίες, τα πράγματα ίσως ήταν εντελώς διαφορετικά.

Βλέπουμε τεράστιες ανισότητες σε αυτή τη χώρα, τονίζει η Δρ. Κάλεϊν. Μαντεύω ότι οι γυναίκες που δεν βίωσαν κάποια ανακούφιση από τη συνηθισμένη καθημερινότητά τους ενδέχεται να είχαν αυξημένα επίπεδα στρες.

Οι επιστήμονες προσπαθούν εδώ και χρόνια να διαπιστώσουν τι προκαλεί τον πρόωρο τοκετό και τρόπους αποτροπής του, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. «Δεν έχουμε καταφέρει με κανένα τρόπο να μειώσουμε τα ποσοστά πρόωρων τοκετών», τονίζει η Δρ. Κάλεϊν. Οι μελλοντικές μελέτης ίσως καταφέρουν να ανακαλύψουν επιτέλους κάποια λύση που θα δώσει τέλος στις πρόωρες γεννήσεις – χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσει μια πανδημία.

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.tovima.gr

ΠΗΓΗ:


Friday 8 October 2021

Language Proficiency Can Determine How Similarly First And Second Languages Are Represented In The Brain



By Emma L. Barratt

Researchers widely agree that first and second languages are handled similarly in the brain. According to previous research, proficient bilinguals’ brain activity is broadly quite similar when accessing their first and second languages.

However, the literature exploring this until now has relied on imaging methods that can tell us where in the brain there is activity, but not how languages are represented in those areas. Distinct patterns of activation may have differentiated first and second languages in those same regions all this time, and by relying on traditional forms of imaging analysis alone, we could have been none the wiser.

Thanks to new imaging methods, however, we’re finally able to take a look at activation in these areas in a much more detailed way. Now, newly published work from Emily Nichols at The University of Western Ontario and colleagues suggests that languages are represented more distinctly than we thought.

For this study, the researchers gathered a sample of 32 bilingual English and Mandarin speakers living in Beijing. All participants spoke English as their first language, and Mandarin as their second. As might be expected, the age of acquisition (AoA) and proficiency of Mandarin — as measured by self-report and pre-testing, respectively — varied from person to person.

During their fMRI scans, participants were presented with a picture-word matching task in both English and Mandarin. For each trial of this task, they were shown a picture for 2.5 seconds, while an audio clip of a common two-syllable word, which either matched or didn’t match the image shown, was played. These audio clips alternated between English and Mandarin for all 160 trials, and participants were asked to indicate as quickly as possible via button press whether or not the audio given matched the contents of the image.

The team then used a technique known as representational similarity analysis (RSA) on imaging data collected during correct trials, in order to see which brain areas reliably showed different patterns of activation between languages. This fMRI technique is relatively new, and can reveal differences in similar activation patterns which were previously unmeasurable. For example, a previous study looking at reading in bilingual individuals used RSA to show distinct activation patterns in regions which handle visual word recognition when participants read text in each language. Here, the team hoped to apply this same method to probe brain activity during auditory, rather than visual, word recognition.

As expected, both English and Mandarin produced activity in an extensive network of language-related regions. When the team looked within those regions that were active for both languages, there were no overall significant differences in activation depending on language. However, the story changed when the team looked in more detail at the effects of AoA and proficiency on the levels of activation.

These analyses revealed that there were differences in how the two languages were represented, which could be predicted by AoA and proficiency. For example, people with a wider difference in first and second language proficiency showed more dissimilar patterns of activation in areas such as the left inferior fusiform gyrus and bilateral supramarginal gyrus, which are involved in articulation and auditory-motor integration, respectively. The more similar the proficiency between the two languages, the more similar the activation pattern. Likewise, the older the AoA, the more distinct the patterns of activation between first and second languages were.

In addition, results showed several areas that were more active in those with younger AoAs — the right insula, the left anterior intraparietal sulcus, and the area prostriata of the calcarine sulcus. However, the relationship between these regions and bilingual auditory word recognition is less clear. It’s likely that differences in activation in these areas, at least in part, represent differences in the ability to inhibit other language responses. But, further research is needed to disentangle exactly what these differences mean, and how they relate to AoA.

Interestingly, there was also a distinct dissimilarity between participants with lower second language proficiency and those who acquired their second language later in ventral visual areas, which handle object recognition and concept representation. This, the authors suggest, is indicative that language can likely affect our perceptions of what we’re looking at. This idea isn’t totally unheard of, either — previous research outlining the label-feedback hypothesis also highlighted that variations in language can alter our ability to categorise, discriminate between, and even detect objects.

These findings not only support the current model of an integrated language system in bilinguals, but they extend our understanding of how individual differences dictate language representations within the brain. Future research to verify that these patterns are consistent across languages, or whether they vary by language similarity, are likely to give us a greater understanding of whether these results are in part due to the large differences between English and Mandarin. Research using RSA which looks into the effect grammar may have on differences in brain activation is also a topic for investigation. As it stands, this study represents a new and exciting approach for disentangling finer differences in how the brain represents and utilises first and second languages.

SOURCE:

Thursday 7 October 2021

Only Children Are No More Selfish Than Those With Siblings



By Emma Young

Do you think that an only child behaves differently to a kid with siblings? If you do, you’re hardly alone. Stereotypes about only children being spoiled, self-centred “little emperors” abound. In 2019, though, research in Germany concluded that while the idea that only children are more narcissistic is widespread, it’s wrong. Now a team in China has failed to find any evidence for another of the clichés: that only children are more selfish.

In a paper in Social Psychology and Personality Science, Xuegang Zheng at Shaanxi Normal University and colleagues first confirm that this particular stereotype indeed exists — among adults who grew up with siblings, at least. (In the paper, the team uses the term “only children” and “non-only children” to refer to adults without or with siblings.) This group consistently tended to rate “typical” only children as being less prosocial (or more selfish) than non-only children; however, the only children in this study rated both groups the same. The team used various scales to gather these ratings, including a version of the dictator game, in which the participants were asked to judge how much of a given amount of money a “typical” only child or non-only child would be willing to share with them.

In a second study of 391 adults (169 of whom were only children), the researchers used the same altruism scales (including the dictator game), but this time asked the participants to rate themselves. They found no differences between the two groups; only children did not emerge as being any more selfish than children with siblings.

This particular stereotype is thought to stem, at least in part, from the idea that only children grow up as the sole focus of their parents’ attention. If this is the case, there may be upsides. Some earlier work has found, for example, that only children tend to report better, warmer relationships with their parents. Perhaps, the researchers reasoned, only children might be more altruistic (or less selfish) towards the people closest to them. So they investigated this idea in a third study.

A group of 99 Chinese students (about half were only children) first identified people at varying social distances from them — from parents, through friends and acquaintances, to strangers. Across a series of trials, each participant was offered a small sum of money and asked whether they wanted to keep it for themselves or share it with a given target person on their social distance scale. (The social distance between the participant and this target person varied across the trials, and the researchers did actually pay out a small proportion of the offered money.)

If the only children were actually more selfless than non-only children with the people closest to them — or perhaps more selfish than non-only children with people they knew less well — this should have been evident in the data. But it wasn’t. Again, there were no differences in the results for the two groups. Though the finding of equal results for only children and non-only children in the second study came only from self-report data, these findings on actual behaviour shore up the conclusion that the stereotype is wrong.

It’s worth noting that the sample sizes in these studies were small. And the results might not be generalisable beyond China (where of course the one-child policy has had a big impact), or even across China (as the samples were not nationally representative). Also, these studies were all on adults who had grown up with or without siblings, rather than only children. Still, the results do add to the growing evidence against common stereotypes about only children — or “only adults”, at least.

SOURCE:

Monday 4 October 2021

Η σύνδεση της μοναχικότητας με την ανάγκη μας για πιο αυθεντικές σχέσει




Αναστάσιος Λομβαρδέας Ψυχολόγος της Υγείας MSc, Ψυχοθεραπευτής Μαρ 9, 2021 2491 0




Από τη στιγμή που γεννιόμαστε μαθαίνουμε την αξία που έχει η επαφή με άλλους ανθρώπους ώστε να μπορέσουμε να επιβιώσουμε σωματικά αλλά και να αισθανθούμε ψυχικά ασφαλείς. Οι πρώτες αυτές σχέσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τους τρόπους με τους οποίους θα συνεχίσουμε να σχετιζόμαστε καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής μας.

Στον βαθμό που αφεθήκαμε ελεύθεροι να καλλιεργήσουμε την αυθεντικότητά μας στα πλαίσια των πρωταρχικών μας σχέσεων, αποκτούμε μετέπειτα στη ζωή μας την ικανότητα να διατηρούμε σχέσεις μέσα στις οποίες αισθανόμαστε αυθεντικοί και αποδεκτοί για αυτό που είμαστε. Βέβαια, η αποδοχή που λαμβάνουμε βρίσκεται σε συνάρτηση με τον βαθμό στον οποίο αποδεχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό σε όλες του τις διαφορετικές εκφάνσεις.

Το αίσθημα της μοναξιάς μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε φάση της ζωής μας, ακόμα και σε περιόδους που περιβαλλόμαστε από πληθώρα ανθρώπων. Το αίσθημα αυτό δεν πηγάζει από τη φυσική απουσία ανθρώπων στη ζωή μας αλλά από την υποκειμενική μας αίσθηση ότι στην ουσία δεν μας “βλέπουν” και δεν μας “ακούνε” με τρόπο ώστε να αισθανθούμε ότι μας αναγνωρίζουν γι’αυτό που είμαστε.

Το γεγονός αυτό μπορεί να μας κάνει να αισθανθούμε ότι αναβιώνουμε τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας, όταν οι φροντιστές μας λόγω της δικής τους αδυναμίας να αποδεχτούνε την ευαλωτότητά τους απέτυχαν να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν και στις δικές μας ευαισθησίες. Συνεπώς, μάθαμε να κρατάμε κρυφές κάποιες πτυχές της προσωπικότητάς μας από φόβο μην εκτεθούμε και τελικώς απορριφθούμε από τους άλλους.

Πόσο τελικά αφήνουμε τον εαυτό μας να σχετιστεί ελεύθερα και πόσο αφήνουμε τους άλλους να μας γνωρίσουν; Ο Stephen Chbosky στο έργο του The Perks of Being a Wallflower λέει ότι μαθαίνουμε να αποδεχόμαστε την αγάπη που πιστεύουμε ότι αξίζουμε. Τη λέξη αγάπη θα μπορούσαμε να την αντικαταστήσουμε και με λέξεις όπως κατανόηση, αποδοχή, συμπαράσταση.

Δυστυχώς στις σύγχρονες κοινωνίες όπου κυριαρχεί η εικονική πραγματικότητα, ή αλλιώς το “φαίνεσθαι”, έχουμε μάθει σε μια μορφή επικοινωνίας που βασίζεται περισσότερο σε μια αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών και εικόνων παρά σε μια γνήσια αλληλεπίδραση μεταξύ δύο πολύπλευρων προσωπικοτήτων.

Μία από τις εμφανείς και οδυνηρές συνέπειες του ατομικιστικού τρόπου ζωής, που προωθείται στις σύγχρονες κοινωνίες, είναι η εκτίναξη των δεικτών της κατάθλιψης που παρατηρείται τα τελευταία έτη στον γενικό πληθυσμό. Η έξαρση της κατάθλιψης μπορεί να αποδωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αποξένωσή μας από τον συνάνθρωπο και στην ουσία από τον ίδιο μας τον εαυτό.


Η μοναχικότητα ως αντίδραση στην αποξένωση:

Σε αντίθεση με την έννοια της μοναξιάς, ο όρος μοναχικότητα αναφέρεται σε μια κατάσταση (συνήθως προσωρινής) απομόνωσης που επιλέγει συνειδητά ο άνθρωπος για να έρθει σε επαφή με τα συναισθήματα και τις απωθημένες του ανάγκες. Συχνά μάλιστα προηγείται και μας προετοιμάζει για τη δημιουργία αυθεντικών σχέσεων με τους συνανθρώπους μας.

Ο καθένας μας έχει σε διαφορετικό βαθμό την ανάγκη για μοναχικότητα. Ακραία παραδείγματα αποτελούν οι ασκητικές συμπεριφορές ανθρώπων που αφιερώνουν μεγάλο κομμάτι της ζωής τους στον μοναχικό τρόπο ύπαρξης. Δεν χρειάζεται βέβαια να φτάσει κανείς στα άκρα για να αποκτήσει τον βαθμό της αυτεπίγνωσης που θα τον βοηθήσει να σχετιστεί πιο γνήσια.

Ακόμα και στα πλαίσια των ερωτικών σχέσεων οφείλουμε να σεβαστούμε το δικαίωμα του συντρόφου μας στη μοναχικότητα, στο βαθμό που δεν αισθανόμαστε να αποξενώνεται υπερβολικά από εμάς. Σύμφωνα με τον ποιητή Rainer Maria Rilke “το υψηλότερο καθήκον των εραστών είναι να περιφρουρούν ο ένας τη μοναχικότητα του άλλου”.

Δυστυχώς στις σύγχρονες κοινωνίες όπου η μοναξιά και η μοναχικότητα πολλές φορές συγχέονται σαν έννοιες, η τελευταία αντιμετωπίζεται ως κάτι το προβληματικό και απευκταίο. Η απειλή της “ταμπελοποίησής” μας ως αντικοινωνικών μας κάνει να αισθανόμαστε ενοχές όταν απορρίπτουμε προτάσεις για κοινωνική συνεύρεση και αντ’αυτού επιλέγουμε πιο μοναχικές δραστηριότητες.

Για να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στα αρνητικά συναισθήματα που συνδέονται με την περιστασιακή απομόνωση θα πρέπει αρχικά να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια φυσιολογική αντίδραση. Αν και είμαστε συμβιωτικά όντα έχουμε συγχρόνως την ανάγκη της αυτονομίας και της αίσθησης ασφάλειας ακόμα και στην απουσία των άλλων.

Είναι, επίσης, σημαντικό να ορίζουμε την κοινωνικότητά μας με ποιοτικούς και όχι με ποσοτικούς όρους. Η αρχαία ρήση “ούκ εν το πολλώ το εύ” ισχύει στο ακέραιο όταν μιλάμε για τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Το να πιέζουμε τον εαυτό μας να διατηρεί σχέσεις με άτομα που επικοινωνούν σε διαφορετικά μήκη κύμματος και αναπτύσσονται με διαφορετικούς ρυθμούς από εμάς μπορεί σε βάθος χρόνου να ενισχύσει το αίσθημα της μοναξιάς.

Όταν αισθανόμαστε ότι οι σχέσεις μας γίνονται ανταγωνιστικές και μοιάζουν με έναν αγώνα για το ποιός έχει δίκιο τότε μάλλον δεν είναι από αυτές που μας βοηθάνε να αναπτυχθούμε ως προσωπικότητες. Αντιθέτως διαιωνίζουν την εσφαλμένη μας πεποίθηση ότι για να σχετιστούμε με κάποιον θα πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιπαραβάλλουμε επιχειρήματα σε αυτά που μας λέει.

Για να μην περιοριζόμαστε, λοιπόν, στην επιφανειακή επικοινωνία οφείλουμε να μάθουμε να ακούμε τους άλλους όπως θα θέλαμε να ακούνε και εμάς. Άλλωστε ο καθένας, ανεξαρτήτως μόρφωσης, κοινωνικής τάξης, ιδεολογικών πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ο.κ., φέρει μέσα του τη δική του μοναδική αλήθεια και αν δεν την αποδεχτούμε δεν θα μπορέσουμε στην ουσία να τον συναντήσουμε.

ΠΗΓΗ: