Οι διαταραχές του συναισθήματος αποτελούν μια ομάδα διαταραχών που χαρακτηρίζονται από καταθλιπτική ή ευφορική διάθεση ή εναλλαγή αυτών. Η διάθεση είναι ουσιαστικά ο συναισθηματικός τρόπος με τον οποίο βιώνεται η εξωτερική πραγματικότητα, ο οποίος επηρεάζει το σύνολο της λειτουργικότητας και της συμπεριφοράς ενός ατόμου. Η διάθεση επηρεάζει τόσο το τη σκέψη όσο και τη συμπεριφορά του ατόμου, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο «βλέπει» τον κόσμο κάθε στιγμή.
Αιτιολογίαορμονικοί παράγοντες (π.χ., παθήσεις του θυρεοειδούς, μειωμένα επίπεδα οιστρογόνων)
νευροβιολογικοί παράγοντες (π.χ., μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης)
κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό
έκθεση σε στρεσογόνα γεγονότα ζωής (π.χ., ανεργία)
τραυματικές εμπειρίες ζωής (π.χ., πένθος, διαζύγιο)
χρόνια προβλήματα υγείας (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο)
νευρολογικές παθήσεις (π.χ., νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας)
λήψη φαρμάκων που επηρεάζουν τη διάθεση
κατάχρηση ουσιών / φαρμάκων
Μείζων καταθλιπτική διαταραχήΗ μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ή διαφορετικά κατάθλιψη) είναι μια ψυχική διαταραχή, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο παρουσιάζει έντονα μελαγχολική διάθεση και χαμηλή ενεργητικότητα για το χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων.
Τα συμπτώματα της νόσου εμποδίζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου (σε επίπεδο οικογένειας, εργασίας και κοινωνικής ζωής) και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μόνα τους.
Η κατάθλιψη κατέχει την 4η θέση παγκοσμίως ως βασική αιτία απώλειας της ζωής, αναπηρίας και κοινωνικής δυσλειτουργίας.
Εκτιμάται, ότι μέχρι το 2020 η κατάθλιψη θα αποτελεί την δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου και αναπηρίας.
Η μείζων κατάθλιψη είναι περίπου δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν το πρώτο τους καταθλιπτικό επεισόδιο μεταξύ των ηλικιών 30 και 40, ενώ μία δεύτερη κρίσιμη δεκαετία για την εμφάνιση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων είναι αυτή των 50 - 60 χρόνων.
Η πλέον δραματική εκδήλωση της κατάθλιψης είναι η αυτοκτονία.
Συμπτώματα: Προκειμένου ένα άτομο να λάβει τη διάγνωση της κατάθλιψης, θα πρέπει να εμφανίζει τουλάχιστον πέντε από τα παρακάτω συμπτώματα σε χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων:
Καταθλιπτική διάθεση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας (επίμονα συναισθήματα θλίψης, απελπισίας, ματαιότητας, μηδενισμού και απαισιοδοξίας).
Μειωμένο ενδιαφέρον για δραστηριότητες της καθημερινής ζωής ή αδυναμία να αντλήσει ευχαρίστηση από οποιαδήποτε δραστηριότητα, που στο παρελθόν θεωρούνταν ευχάριστη (ανηδονία).
Σημαντική απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους (διακύμανση ίση ή μεγαλύτερη του 5% κατά το χρονικό διάστημα του ενός περίπου μήνα).
Διατάραξη του ύπνου (αυπνία / υπερυπνία).
Καθημερινό αίσθημα κόπωσης ή απώλειας ενέργειας, που δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση.
Συναισθήματα αναξιότητας και υπερβολικής προσωπικής ενοχής.
Μειωμένη διαύγεια στη σκέψη, αδυναμία εστίασης της προσοχής και λήψης αποφάσεων.
Επαναλαμβανόμενες σκέψεις, που συνδέονται με το θάνατο ή με την πρόκληση βλάβης στον ίδιο του τον εαυτό.
Οξυθυμία και ευερεθιστότητα (το άτομο χάνει την ψυχραιμία του και θυμώνει εύκολα).
Ψυχοκινητική διέγερση ή ψυχοκινητική καθυστέρηση (το άτομο κινείται γρηγορότερα ή πιο αργά από ό,τι συνήθως).
Διαφοροδιάγνωση
Η διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής προκύπτει
Ύστερα από την αξιολόγηση των εμπειριών που αφηγείται.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις, που να πιστοποιούν με ακρίβεια την κατάθλιψη.
Θεραπεία
Η αντιμετώπιση της μείζονος κατάθλιψης συνήθως επιτυγχάνεται γρήγορα και αποτελεσματικά με διαφορετικές προσεγγίσεις:
Ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες (ατομική, οικογενειακή ή ομαδική θεραπεία)
Βιολογικές θεραπείες
Αντικαταθλιπτικά φάρμακα
Λίθιο, καθώς και μείζονα ηρεμιστικά όπως τα νευροληπτικά (σε βαρύτερες μορφές κατάθλιψης)
Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (όταν οι υπόλοιπες μέθοδοι δεν φανούν αποτελεσματικές)
Συνδυαστική θεραπεία
Ψυχιατρική νοσηλεία
Όσον αφορά την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, τα τελευταία χρόνια, η διαπροσωπική θεραπεία και η γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία έχουν προταθεί από τους ειδικούς ως ιδιαίτερα αποτελεσματικές τόσο στο πεδίο της πρόληψης όσο και στο πεδίο της υποτροπής της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.
Επιμένουσα καταθλιπτική διαταραχή (Δυσθυμία)Αποτελεί μια μακροχρόνια (διάρκειας άνω των δύο ετών), χαμηλού βαθμού κατάθλιψη, που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια ή και όλη τη ζωή ενός ανθρώπου (αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα).
Συνήθως ξεκινά σε νεαρή ηλικία και συχνά επικαλύπτεται από μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια.
Λόγω της χαμηλής έντασης του συναισθήματος της θλίψης, συχνά υποδιαγιγνώσκεται, καθώς εκλαμβάνεται ως νωχελικότητα του ατόμου.
Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την δυσθυμία δείχνουν ότι η διαταραχή αυτή επηρεάζει το 3% -6% του πληθυσμού.
Η δυσθυμία συνήθως εμφανίζεται μαζί με διαταραχές, όπως η μείζονα κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές, οι διαταραχές προσωπικότητας, καθώς και με καταχρήσεις αλκοόλ ή/και ναρκωτικών ουσιών.
Συμπτώματα:
μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία
αϋπνία ή υπερβολικός ύπνος
χαμηλά επίπεδα ενέργειας ή επίμονη κούραση
χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης
έλλειψη συγκέντρωσης ή αναποφασιστικότητα
απελπισία, γκρίνια, μελαγχολία
Θεραπεία
Η θεραπευτική προσέγγιση της δυσθυμίας είναι αντίστοιχη με εκείνη της μείζονος κατάθλιψης. Οι συνηθέστερες θεραπευτικές προτάσεις με άμεσα αποτελέσματα είναι:
Η φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά φάρμακα
Η ψυχοθεραπεία
Ωστόσο, η χρονική διάρκεια της διαταραχής πολλές φορές αποτελεί μία πρόκληση για τη θεραπευτική αντιμετώπιση καθώς πολλοί ασθενείς εξακολουθούν να έχουν συμπτώματα, ακόμα και ύστερα από επαρκή θεραπεία.
Διπολική διαταραχήΗ διπολική διαταραχή, γνωστή και ως «μανιοκατάθλιψη», είναι μια ψυχική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μεικτές περιόδους ανεβασμένης διάθεσης (μανίας) και μειωμένης διάθεσης (κατάθλιψης).
Οι εναλλαγές αυτές στη διάθεση δεν επιτρέπουν στο άτομο να λειτουργήσει σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος του
4% των ανθρώπων παγκοσμίως πάσχει από διπολική διαταραχή.
Είναι το ίδιο συχνή σε άνδρες και γυναίκες και εμφανίζεται συνήθως σε νεαρή ηλικία.
30-40 % των διπολικών ασθενών επιχειρούν να αυτοτραυματιστούν ή ενδέχεται να πραγματοποιήσουν κάποια απόπειρα αυτοκτονίας.
Οι αγχώδεις διαταραχές και η διαταραχή χρήσης ουσιών ενδέχεται να εμφανιστούν στα πλαίσια της εκδήλωσης των συμπτωμάτων της διπολικής διαταραχής.
Συμπτώματα:
Μανιακό επεισόδιο: Η μανία είναι μια περίοδος αυξημένης ενεργητικότητας ή ευερέθιστης διάθεσης και διαρκεί για τουλάχιστον για μία εβδομάδα. Τα άτομα με μανία:
Νιώθουν ότι διαθέτουν αυξημένη δύναμη και ενέργεια.
Δεν εκδηλώνουν σχεδόν καθόλου την ανάγκη για ξεκούραση και ύπνο (3-4 ώρες την ημέρα).
Μπορεί να περάσουν και αρκετές μέρες χωρίς να έχουν κοιμηθεί.
Έχουν μεγάλη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση (εξωπραγματική υπερεκτίμηση των ικανοτήτων και της σπουδαιότητας του ατόμου).
Μιλούν ή σκέφτονται με πολύ γρήγορο ρυθμό.
Εμφανίζουν μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, απομνημόνευσης και κριτικής σκέψης.
Εμφανίζουν αύξηση της σεξουαλικής διάθεσης.
Οδηγούνται σε ανάρμοστες κοινωνικές ή σεξουαλικές πράξεις (λόγω μειωμένου ελέγχου των ενορμήσεων).
Υπομανιακό επεισόδιο: Η υπομανία είναι η ηπιότερη μορφή μανίας.
Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα μανίας ελαφράς μορφής χωρίς παραληρηματικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις.
Διαρκεί τουλάχιστον τέσσερις μέρες, χωρίς να εμποδίζει το άτομο να εργαστεί και να κοινωνικοποιηθεί.
Μερικοί άνθρωποι εμφανίζουν αυξημένη δημιουργικότητα στη φάση αυτή, ενώ κάποιοι άλλοι γίνονται αρκετά οξύθυμοι.
Καταθλιπτικό επεισόδιο: Τα κλινικά συμπτώματα της καταθλιπτικής φάσης στη διπολική διαταραχή περιλαμβάνουν:
θλιμμένη διάθεση.
αίσθημα διαρκούς κόπωσης.
ευερεθιστότητα ή θυμό.
απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που στο παρελθόν θεωρούνταν ευχάριστες.
υπερβολικό ή ακατάλληλο συναίσθημα ενοχής.
αίσθημα γενικευμένης απελπισίας.
διατάραξη του ύπνου (αυπνία / υπερυπνία) και της όρεξης (ανορεξία/βουλιμία).
δυσκολία στη συγκέντρωση.
αυτομομφική σκέψη.
αυτοκτονικό ιδεασμό.
Μικτό επεισόδιο:
Ως μικτό επεισόδιο ορίζεται εκείνο, όπου τα συμπτώματα της μανίας και της κατάθλιψης συνυπάρχουν στη σκέψη και στη συμπεριφορά του ίδιου ατόμου.
Τα άτομα, που βιώνουν ένα μικτό επεισόδιο, έχουν συμπτώματα μανίας, όπως είναι για παράδειγμα τα μεγαλόπνοα σχέδια, ενώ ταυτόχρονα βιώνουν και καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως είναι η υπερβολική ενοχή και οι σκέψεις αυτοκτονίας.
Διαφοροδιάγνωση
Υπάρχουν πολλές ψυχικές διαταραχές, με πανομοιότυπα συμπτώματα με τη διπολική διαταραχή (π.χ., σχιζοφρένεια, μείζον καταθλιπτική διαταραχή, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας, μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας).
Μολονότι, δεν εντοπίζονται οργανικές δοκιμασίες, που να μπορούν να διαγνώσουν με ακρίβεια τη διπολική διαταραχή, οι εξετάσεις αίματος και ορισμένες νευροαπεικονιστικές μέθοδοι μπορούν να αξιοποιηθούν, προκειμένου να αποκλειστούν ορισμένες άλλες ιατρικές ασθένειες με παρόμοια συμπτωματολογία.
Φάρμακα, που επίσης μπορούν να εγείρουν τη διπολική συμπτωματολογία είναι τα αντικαταθλιπτικά, τα φάρμακα για τη νόσο του Πάρκινσον, καθώς και τα ψυχοδιεγερτικά φάρμακα (κοκαΐνη, μεθαμφεταμίνη).
Θεραπεία
Η θεραπευτική προσέγγιση της διπολικής διαταραχής περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τη φαρμακευτική αγωγή, ως προαπαιτούμενο για τη σταθεροποίηση του ασθενούς. Τα συμπτώματα της ασθένειας, επομένως, αντιμετωπίζονται κυρίως με:
Φαρμακευτική αγωγή η οποία προσαρμόζεται ανάλογα με την κλινική εικόνα και τα διαγνωστικά κριτήρια που καθορίζει ο θεράπων ιατρός. Η φαρμακευτική αγωγή είναι επιβεβλημένη και χρονικά αξιολογείται πάντα από την κλινική πορεία και την εκτίμηση της παρούσας ψυχικής κατάστασης του ασθενούς.
Ψυχοθεραπεία που εστιάζει στις συνθήκες, στον τρόπο ζωής, στο περιβάλλον, στην επαγγελματική λειτουργικότητα αλλά και την ενσυναίσθηση του ασθενούς στους ψυχοθεραπευτικούς χειρισμούς.
Διαταραχές του συναισθήματος και σεξουαλικότηταΟι συναισθηματικές διαταραχές επηρεάζουν το σύνολο της λειτουργικότητας του ατόμου, επομένως δεν θα μπορούσαν να μην επιδράσουν και στη σεξουαλική του λειτουργία. Η κατάθλιψη φέρνει αλλαγές στο συναίσθημα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βιώνουν καταθλιπτικά συμπτώματα έχουν την τάση να επιζητούν περισσότερο τη μοναξιά και την απομόνωση, αποφεύγοντας να δουν ανθρώπους, ακόμα και τους οικείους τους, αισθανόμενοι δυσφορία, ενώ συχνά νιώθουν, ότι δεν μπορούν να αφεθούν και να απολαύσουν τις ευχάριστες στιγμές της καθημερινότητάς τους, που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στη διαχείριση της επικοινωνίας και τη λειτουργικότητα της ομάδας.
Η ανηδονία, ως βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, αποστραγγίζει το άτομο από κάθε σεξουαλική επιθυμία ή φαντασίωση. Το άτομο που υποφέρει από κατάθλιψη φαίνεται να μην ενδιαφέρεται να αλλάξει την κατάσταση και δεν αναγνωρίζει τη μείωση των σεξουαλικών επαφών ως πρόβλημα. Στις περιπτώσεις αυτές, η σεξουαλική διαταραχή αποκτά κυρίαρχο ρόλο μέσα στη σχέση και επιφέρει άλλοτε ένταση και άλλοτε απόσταση ανάμεσα στους δύο συντρόφους. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βλέπει τη μείωση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος του συντρόφου απορεί, αγωνιά ή και θυμώνει αφού το μήνυμα που λαμβάνει είναι «δε σε επιθυμώ πια ερωτικά». Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, το άτομο βλέπει τη σεξουαλική του αδιαφορία, δεν την ερμηνεύει ως καταθλιπτικό σύμπτωμα πιστεύοντας ότι κάτι οργανικό συμβαίνει στη σεξουαλική του ζωή. Είναι γνωστό σε εμάς τους ειδικούς, ότι το πρώτο σύμπτωμα μιας κατάθλιψης που υπόγεια σιγά-σιγά φανερώνεται με την ανηδονία και την έλλειψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Και με το αίτημα αυτό έρχονται αναζητώντας λύση στο σεξουαλικό πρόβλημα «δεν έχω στύση», «δεν έχω διάθεση για σεξ», «δεν σκέφτομαι σεξουαλικά τον σύντροφό μου», «δεν φαντασιώνομαι», «δεν αυνανίζομαι». Αυτές οι κλινικές εικόνες φωτογραφίζουν σε μεγάλο ποσοστό την κατάθλιψη που υπάρχει από κάτω, όπου και γνωστοποιείται στον άνθρωπο που τις εκφράζει και σε εύλογο χρονικό διάστημα με την θεραπεία της κατάθλιψης ξαναζωηρεύει το σεξ και ο άνθρωπος βρίσκει τη σεξουαλική του ζωή και φυσικά βελτιώνει και την ερωτική επαφή με τον σύντροφό του.
Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής τα άτομα που νοσούν αντιμετωπίζουν προβλήματα στη δημιουργία ερωτικών σχέσεων λόγω της μεταβλητότητας της συναισθηματικής του κατάστασης. Ερευνητικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι σύντροφοι των ατόμων με διπολική διαταραχή αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συμπεριφοράς που διαμορφώνεται από την ασθένεια. Παράλληλα φάνηκε πως η αντίληψη που είχαν σχετικά με το κατά πόσο ο σύντροφός τους έχει έλεγχο πάνω στην πάθηση, επηρέαζε και τις αναφερόμενες δυσκολίες της σχέσης. Σε ότι αφορά τη σεξουαλική ζωή τα επίπεδα ικανοποίησης των συντρόφων ήταν χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της ασθένειας (χωρίς να υπάρχει διαφορά μεταξύ μανίας και κατάθλιψης) συγκριτικά με τις περιόδους όπου ο ασθενής ήταν καλά. Και για τους ίδιους τους ασθενείς όμως έχουν εντοπιστεί συσχετίσεις της διπολικής διαταραχής με σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως η στυτική δυσλειτουργία, ο καταναγκαστικός αυνανισμός και η επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, όπως η εμμονή γύρω από το σεξ, η έκθεση στη σεξουαλική παρενόχληση και η υπερσεξουαλική δραστηριότητα.
ΠΗΓΗ: