Wednesday, 29 April 2020

Γιατί οι νέοι αυτοτραυματίζονται;






Νέα έρευνα βρήκε ότι ο αυτοτραυματισμός έχει τις ρίζες του στα έντονα συναισθήματα και ότι οι νέοι χρησιμοποιούν τον αυτοτραυματισμό για να εκφράσουν συναισθήματα που νομίζουν ότι πρέπει να κρύψουν.

Ο αυτοτραυματισμός ορίζεται ως η σκόπιμη κακοποίηση του εαυτού μας, αλλά χωρίς την πρόθεση αυτοκτονίας. Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι περίπου το 17% των εφήβων τραυματίζεται από πρόθεση. Τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να αρχίσουν να τραυματίζονται σε μικρότερη ηλικία και χρησιμοποιούν πιο σοβαρές μορφές αυτοτραυματισμού. Τα αγόρια είναι πιο πιθανό να τραυματιστούν όταν βρίσκονται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλη όταν βρίσκονται σε κάποιον κοινωνικό χώρο.

Μια νέα συστηματική ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε, εξετάζει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους οι νέοι αυτοτραυματίζονται. Ερευνητές από τη Νορβηγία συγκέντρωσαν δεδομένα από 20 μελέτες για τον αυτοτραυματισμό σε εφήβους για να βρουν τους λόγους που ωθούν τους νέους να τραυματίζουν το σώμα τους.

Τα νέα μας ευρήματα δείχνουν ότι τα οι νέοι χρησιμοποιούν τον αυτοτραυματισμό για να εκφράσουν συναισθήματα που νομίζουν ότι πρέπει να κρύψουν, δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Line Indrevoll Stanicke, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Ο αυτοτραυματισμός γίνεται ένας τρόπος για να μοιραστούν εκείνα τα δύσκολα συναισθήματα, που πιστεύουν ότι δεν μπορούν να περιγραφούν με λέξεις. Όταν οι έφηβοι πιστεύουν ότι η κοινωνία δεν θέλει να ακούσει για δύσκολα συναισθήματα ή εμπειρίες, μπορεί να αναζητήσουν άλλα μέσα για να τα εκφράσουν, όπως το σώμα τους.
Τέσσερις κύριοι λόγοι που οι έφηβοι βλάπτουν τον εαυτό τους

1. Οι νέοι πιστεύουν ότι ο αυτοτραυματισμός προσφέρει ανακούφιση από τις συναισθηματικές τους δυσκολίες. Περιγράφουν τον αυτοτραυματισμό ως ένα βοηθητικό μέσο για να αισθανθούν καλύτερα για τον εαυτό τους, για να αισθανθούν ζωντανοί ή για να βοηθηθούν να παράξουν θετικά συναισθήματα.

2. Οι αναλυτές βρήκαν ένα πρότυπο εφήβων που προσπαθούν να αποφύγουν ή προσπαθούν να ελέγξουν αρνητικά συναισθήματα όπως ο θυμός και η απογοήτευση.

3. Βρήκαν ότι μερικοί έφηβοι αυτοτραυματίζονται για να αντιμετωπίσουν τα συναισθήματα που δεν πιστεύουν ότι οι άλλοι άνθρωποι θα δεχτούν ή για να προστατεύσουν τους άλλους από τα αρνητικά συναισθήματά τους.

4. Οι αξιολογητές διαπίστωσαν ότι κάποιοι νέοι χρησιμοποιούν τον αυτοτραυματισμό ως τρόπο σύνδεσης με τους άλλους. Συχνά οι νέοι που αυτοτραυματίζονται θα συνδεθούν διαδικτυακά και θα αισθανθούν ότι βρήκαν ανθρώπους που τους καταλαβαίνουν. Αναφορικά με αυτό, μερικοί νέοι αυτοτραυματίζονται ως μία κραυγή για βοήθεια.

Η Janis Whitlock, επιστημονική ερευνήτρια στο Κέντρο Διακρατικών Ερευνών Bronfenbrenner και Διευθύντρια του Ερευνητικού Προγράμματος Cornell για τον Αυτοτραυματισμό και την Αποκατάσταση, υποστηρίζει ότι η νέα ανασκόπηση προσφέρει σημαντική επικύρωση της ιδέας ότι οι νέοι που αυτοτραυματίζονται, το κάνουν για να νιώσουν καλύτερα.

Για πολλούς νέους, ο αυτοτραυματισμός είναι ένας τρόπος για να ξαναβρούν την ισορροπία τους ή για να συνδεθούν με άλλους, αναφέρει. Αποτελεί παρανόηση ότι οι νέοι που αυτοτραυματίζονται θέλουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους.

Πηγή:
https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxikis-ygeias/psyxikes-diataraxes/aftoktonia/5282-giati-oi-neoi-aftotravmatizontai.html(accessed 29.4.20)

Tuesday, 28 April 2020

​Γιατί βρίσκουμε κάποιον ελκυστικό;





Πολλές επιστημονικές μελέτες έχουν καταπιαστεί με το θέμα της έλξης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Είναι επιλογή; Είναι μοιραίο; Είναι συνδυασμός; Γιατί κάποιοι άνθρωποι μας ελκύουν περισσότερο ακόμα και αν δεν είναι ιδιαίτερα εμφανίσιμοι; Είναι απλά θέμα «γούστου»; Τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα των ερευνών που καταπιάστηκαν με τη μελέτη της έλξης συνοψίζονται ως εξής:
Η έλξη δεν είναι μόνο σωματική. Ελκόμαστε από τους άλλους και ανάλογα με τις δεξιότητές τους και τις διαπροσωπικές τους συμπεριφορές.
Μερικές φορές αυτό που θα μας ελκύσει στον άλλον, είναι το ίδιο χαρακτηριστικό που τελικά θα αποτελέσει το λόγο για να τερματιστεί η σχέση. Για παράδειγμα το «διασκεδαστικός» μετατρέπεται σε «χαζός», το «δυνατός» σε «καταπιεστικός», το «αυθόρμητος» σε «απρόβλεπτος» και η λίστα συνεχίζεται. Η διαδικασία ορίζεται ως «μοιραία έλξη» και περιγράφει πως τα χαρακτηριστικά ή οι συμπεριφορές που κάποτε μας «τράβηξαν» στον σύντροφό μας, αργότερα μπορεί να μας απωθήσουν.
Η έλξη όμως είναι και σωματική αφού ακόμα και τα βρέφη προτιμούν να κοιτάζουν «όμορφους» ανθρώπους. Έρευνα έδειξε πως τα μωρά μένουν προσηλωμένα σε μια φωτογραφία για περισσότερο χρόνο, όταν απεικονίζει ελκυστικά πρόσωπα.
Τα αντίθετα δεν έλκονται. Στην πραγματικότητα η ομοιότητα είναι η κινητήριος δύναμη που φέρνει τους ανθρώπους κοντά. Όσο πιο πολλά κοινά έχεις με τον άλλον (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, θρησκεία, ενδιαφέροντα κλπ) τόσο πιο πιθανόν είναι να σε ελκύσει αλλά και να παραμείνεις μαζί του στη σχέση.
Οι άνθρωποι τείνουν να φλερτάρουν και να δημιουργούν σχέσεις με ανθρώπους που είναι εξίσου ελκυστικοί με τους ίδιους (με βάση την αξιολόγηση της εκάστοτε κοινωνίας). Το φαινόμενο περιγράφεται με τον όρο «Matching Hypothesis», που προέρχεται από την Κοινωνική Ψυχολογία, και αποτελεί μια από τις παλαιότερες υποθέσεις για τους λόγους που ελκόμαστε από τον σύντροφό μας.

Θέκλα Βασιλείου

Πηγή:


We’re Not Good At Spotting When Someone Has A False Memory Of Committing A Crime



By Emily Reynolds

Our memories are not always reliable. But sometimes they’re rich, textured and vivid — even if they didn’t happen. Research has suggested false memories often have the descriptive, multisensory elements of real memories, a fact that obviously poses both interesting questions about memory itself and difficulties for those relying on eyewitness encounters for evidence.

But beyond the question of how people remember is another quandary: are we, as observers, able to tell whether someone’s memory is true or false? It’s a question tackled by UCL’s Julia Shaw in a new study published in Frontiers in Psychology — and she finds that not only are we susceptible to having memories planted, we’re not very good at working out when someone else’s memory is false either.

Shaw has worked on false memory and our susceptibility to it before. In 2015, she co-authored a paper that claimed to have successfully implanted false memories of having committed a crime in 70% of participants; these crimes ranged from petty theft to the much more serious assault with a weapon. Videos of these participants recalling true and false memories formed the stimuli for the new work.

(It’s important to note that the findings from Shaw’s 2015 study have been subject to much debate, with some psychologists arguing that the coding scheme used in the study led to wildly inflated results. However, all videos of false memories included in this paper were also classified as false memories in a re-analysis by critics.)

In the first study, 124 participants saw videos of someone recalling both a real and a false memory of events that had (supposedly) happened during their adolescence. In one condition, participants saw the person recalling an emotive false memory (e.g. being attacked by an animal, being bullied or the death of a parent) while in the other condition, the false memory related to committing a crime (e.g. an assault with a weapon). Participants were told before watching the videos that “all, some, or none of the videos” involved memories of real accounts. Afterwards they were told one memory was real and one was false, and were asked to identify which was the false one.

In the second study, participants were shown the same videos — only this time, one set of participants watched the video with sound, one listened just to the audio, and a final set watched the video without audio.

The results suggest that participants are not better than chance at classifying false memories — about 57% of false memories were identified in the first study, and only 44% in the second. Numbers were similar across conditions: criminal false memories were identified 55% of the time in study one and 44% in study two. In study two, accuracy was highest when participants were given video with audio (53% accuracy) and worst with just audio (32%) .

Shaw argues that the study’s results demonstrate that false memories look real to an observer: even though participants knew that one memory was false and one was true, they were still unable to accurately tell the difference.

This could have serious implications for judges, police officers, lawyers and others involved with gathering evidence and interviewing eyewitnesses. Shaw points to judges in particular, who should “never assume they can tell when someone has a false memory … and should consider the entire process to see if there was any risk of contamination of a defendant or witness’ memories.”

The results should almost be beside the point — judges, lawyers and police officers should already try to assume they can’t always tell whether someone’s memory is accurate or not. So it will be interesting to see exactly how these findings are taken by legal and law enforcement officials. Memory, for better or worse, is a key part of evidence; being cautious before we make any firm conclusions about it may be vital to ensuring that evidence is as watertight as possible.

SOURCE:

Sunday, 26 April 2020

your body language may shape who you are

https://www.ted.com/talks/amy_cuddy_your_body_language_may_shape_who_you_are#t-400902

(NOTE: Some of the findings presented in this talk have been referenced in an ongoing debate among social scientists about robustness and reproducibility. Read "Criticisms & updates" below for more details as well as Amy Cuddy's response.) Body language affects how others see us, but it may also change how we see ourselves. Social psychologist Amy Cuddy argues that "power posing" -- standing in a posture of confidence, even when we don't feel confident -- can boost feelings of confidence, and might have an impact on our chances for success.

The gift and power of emotional courage

https://www.ted.com/talks/susan_david_the_gift_and_power_of_emotional_courage?language=en

Psychologist Susan David shares how the way we deal with our emotions shapes everything that matters: our actions, careers, relationships, health and happiness. In this deeply moving, humorous and potentially life-changing talk, she challenges a culture that prizes positivity over emotional truth and discusses the powerful strategies of emotional agility. A talk to share.

Thursday, 23 April 2020

Here’s How Long-Distance Runners Are Different From The Rest Of Us



By Emily Reynolds

For many, running a marathon is seen as the ultimate amateur athletic achievement; for others, it’s just the start. Ultramarathon runners often take on courses of incredibly impressive length, running 50 or 100 kilometres at one time or over several days.

Clearly this is physically demanding, and only those in seriously good shape will be able to take on such challenges — ultramarathon running involves stress on muscles and bones, blisters, dehydration, sleep deprivation and mental and physical fatigue, so it’s really not for the faint of heart.

But what about the psychological traits that make someone suitable for long-distance running? What kind of person can withstand this kind of physical stress, and how? A new study in the Australian Journal of Psychology takes a look.

Gregory Roebuck from Monash University and colleagues recruited 20 ultrarunners and 20 control participants aged between 18 and 70; runners were matched with non-runners by gender and age. Participants were asked about their exercise behaviours and running experiences before completing a number of questionnaires. These included a 25-item scale designed to measure resilience (with participants rating how much they agreed with statements such as “I am able to adapt when changes occur”), and two questionnaires that looked at emotion regulation — the ways a person moderates or expresses their emotion. Finally, a 155-item questionnaire looked at a range of personality traits across domains like well-being, achievement, stress reaction, and, aggression.

Next, participants took part in an emotion regulation task, viewing 36 neutral images (e.g. a sofa or chair) and 36 negative images (e.g. a bloody medical scene). Before viewing each image, participants were asked to either respond naturally to it (a “look” trial) or attempt to not have a negative reaction to it (a “decrease” trial), before rating the strength of their emotional response. Heart rate and skin conductance were measured during this section of the experiment.

Ultrarunners scored significantly higher on the resilience questionnaire than non-runners, and were more likely to indicate they used positive reappraisal when regulating their emotions — in other words, they were better able to reframe a situation with a positive angle. This may be down to the need to maintain high levels of motivation during races, attaching positive meaning to negative events in order to keep running.

There was also a physiological difference between ultrarunners and non-runners in the emotion regulation task, with ultrarunners showing reduced skin conductance and heart rate even when viewing unpleasant images. However, they didn’t show any differences in their ability to decrease their response to negative images.

There was one measure on which ultrarunners scored lower, however — affiliative extraversion, which measures how socially warm people are, which the team puts down to the high levels of solitude involved in long-distance running. There was no significant difference in any of the other measures.

The results suggest that ultrarunners are pretty similar to the rest of us — with some important differences. While it’s clear that ultrarunners are indeed more resilient than non-runners, and use different emotion regulation strategies, the direction of those relationships is not yet clear. It could be that training for ultramarathons makes people more resilient, or, on the other hand, it could be that people with higher levels of resilience are more likely to be attracted to the pastime.

It would be interesting to further explore how ultrarunners motivate themselves through many hours of pain and effort. Because even though most of us will never run 100 kilometres in one go (and may have no desire to, either), understanding how to tolerate pain, and cope with physical and mental fatigue, is a lesson we all could benefit from.



SOURCE:

Wednesday, 22 April 2020

Μεγαλύτερος ο κίνδυνος για συμπτώματα αυτισμού για μωρά μπροστά σε οθόνες







Εάν ένα μωρό κάθεται μπροστά σε έναν υπολογιστή, τάμπλετ ή σε τηλεόραση, αντί να παίζει με τους γονείς του, αυξάνεται ο κίνδυνος να εμφανίσει συμπτώματα τύπου αυτισμού αργότερα στην παιδική ηλικία του, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Η μελέτη έρχεται σε μία στιγμή που, λόγω πανδημίας, πολλά παιδιά σε όλον τον κόσμο μένουν όλη την ημέρα στο σπίτι τους, μειώνοντας έτσι τις αλληλεπιδράσεις τους με άλλα παιδιά.

Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής και άλλοι επιστημονικοί φορείς διεθνώς δεν συνιστούν τη χρήση οθόνης για παιδιά έως 18 μηνών, εκτός εάν χρησιμοποιείται για βιντεο-επικοινωνία.

Επίσης, δεν πρέπει να ξεπερνά τη μία ώρα η χρήση οθόνης από παιδιά έως πέντε ετών, τα οποία δεν πρέπει να είναι μόνα τους, αλλά κάποιος μεγάλος να τους εξηγεί τι βλέπουν.

Η μελέτη

Οι ερευνητές του Κολλεγίου Ιατρικής και της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Ντρέξελ της Φιλαδέλφεια, με επικεφαλής τη δρ Κάρεν Χέφλερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό παιδιατρικής «JAMA Pediatrics», μελέτησαν στοιχεία για 2.152 παιδιά.

Διαπιστώθηκε ότι όσα περνούσαν κάποια ώρα μπροστά σε οθόνες σε ηλικία ενός έτους ήταν κατά μέσο όρο 4% πιθανότερο να εμφανίσουν συμπτώματα τύπου διαταραχής αυτιστικού φάσματος σε ηλικία δύο ετών. Η πιθανότητα ήταν μειωμένη κατά 9% εάν οι γονείς αφιέρωναν χρόνο για να παίζουν με το παιδί τους καθημερινά.

Περίπου το 1% των παγκόσμιου πληθυσμού έχει διαταραχή αυτιστικού φάσματος, με τα αγόρια να είναι περίπου τετραπλάσια από τα κορίτσια. Προηγούμενες μελέτες έχουν συμπεράνει ότι το 50% έως 80% του κινδύνου αυτισμού αποδίδεται σε γενετικούς παράγοντες, ενώ οι μη γενετικοί παράγοντες δεν έχουν κατανοηθεί καλά.

Πηγή:


Sunday, 19 April 2020

Πρόβλεψη του 2008 για πανδημία από τον δρα Γκρέγκερ


https://www.youtube.com/watch?v=YIJLjaZT8uU&fbclid=IwAR1jBOjNxsvMWa4J63jnrvvUG3qIDIjNgRBpmzfqLAqCRsm0hvBD0USlNzA


Το βίντεο αυτό αποτελεί απόσπασμα από ομιλία του δρος Μάικλ Γκρέγκερ (www.nutritionfacts.org) με τίτλο "Πανδημίες: Ιστορία και Πρόληψη", που έδωσε το 2008, όταν ήταν διευθυντής Δημόσιας Υγείας και Κτηνοτροφίας στο Humane Society των ΗΠΑ.

Wednesday, 15 April 2020

Hedy Kober's TEDx Talk - How can mindfulness help us

Carol Dweck's TED Talk - The power of believing that you can improve

Carol Dweck researches “growth mindset” — the idea that we can grow our brain's capacity to learn and to solve problems. In this talk, she describes two ways to think about a problem that’s slightly too hard for you to solve. Are you not smart enough to solve it … or have you just not solved it yet? A great introduction to this influential field.

https://www.ted.com/talks/carol_dweck_the_power_of_believing_that_you_can_improve

Διαταραχές του συναισθήματος και σεξουαλικότητα




Οι διαταραχές του συναισθήματος αποτελούν μια ομάδα διαταραχών που χαρακτηρίζονται από καταθλιπτική ή ευφορική διάθεση ή εναλλαγή αυτών. Η διάθεση είναι ουσιαστικά ο συναισθηματικός τρόπος με τον οποίο βιώνεται η εξωτερική πραγματικότητα, ο οποίος επηρεάζει το σύνολο της λειτουργικότητας και της συμπεριφοράς ενός ατόμου. Η διάθεση επηρεάζει τόσο το τη σκέψη όσο και τη συμπεριφορά του ατόμου, καθορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο «βλέπει» τον κόσμο κάθε στιγμή.


Αιτιολογία

ορμονικοί παράγοντες (π.χ., παθήσεις του θυρεοειδούς, μειωμένα επίπεδα οιστρογόνων)
νευροβιολογικοί παράγοντες (π.χ., μειωμένα επίπεδα σεροτονίνης)
κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό
έκθεση σε στρεσογόνα γεγονότα ζωής (π.χ., ανεργία)
τραυματικές εμπειρίες ζωής (π.χ., πένθος, διαζύγιο)
χρόνια προβλήματα υγείας (π.χ. μεταβολικό σύνδρομο)
νευρολογικές παθήσεις (π.χ., νόσος Parkinson, σκλήρυνση κατά πλάκας)
λήψη φαρμάκων που επηρεάζουν τη διάθεση
κατάχρηση ουσιών / φαρμάκων



Μείζων καταθλιπτική διαταραχή




Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή (ή διαφορετικά κατάθλιψη) είναι μια ψυχική διαταραχή, κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο παρουσιάζει έντονα μελαγχολική διάθεση και χαμηλή ενεργητικότητα για το χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο εβδομάδων.
Τα συμπτώματα της νόσου εμποδίζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου (σε επίπεδο οικογένειας, εργασίας και κοινωνικής ζωής) και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μόνα τους.
Η κατάθλιψη κατέχει την 4η θέση παγκοσμίως ως βασική αιτία απώλειας της ζωής, αναπηρίας και κοινωνικής δυσλειτουργίας.
Εκτιμάται, ότι μέχρι το 2020 η κατάθλιψη θα αποτελεί την δεύτερη σε συχνότητα αιτία θανάτου και αναπηρίας.
Η μείζων κατάθλιψη είναι περίπου δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες.
Οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν το πρώτο τους καταθλιπτικό επεισόδιο μεταξύ των ηλικιών 30 και 40, ενώ μία δεύτερη κρίσιμη δεκαετία για την εμφάνιση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων είναι αυτή των 50 - 60 χρόνων.
Η πλέον δραματική εκδήλωση της κατάθλιψης είναι η αυτοκτονία.




Συμπτώματα: Προκειμένου ένα άτομο να λάβει τη διάγνωση της κατάθλιψης, θα πρέπει να εμφανίζει τουλάχιστον πέντε από τα παρακάτω συμπτώματα σε χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων:
Καταθλιπτική διάθεση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας (επίμονα συναισθήματα θλίψης, απελπισίας, ματαιότητας, μηδενισμού και απαισιοδοξίας).
Μειωμένο ενδιαφέρον για δραστηριότητες της καθημερινής ζωής ή αδυναμία να αντλήσει ευχαρίστηση από οποιαδήποτε δραστηριότητα, που στο παρελθόν θεωρούνταν ευχάριστη (ανηδονία).
Σημαντική απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους (διακύμανση ίση ή μεγαλύτερη του 5% κατά το χρονικό διάστημα του ενός περίπου μήνα).
Διατάραξη του ύπνου (αυπνία / υπερυπνία).
Καθημερινό αίσθημα κόπωσης ή απώλειας ενέργειας, που δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση.
Συναισθήματα αναξιότητας και υπερβολικής προσωπικής ενοχής.
Μειωμένη διαύγεια στη σκέψη, αδυναμία εστίασης της προσοχής και λήψης αποφάσεων.
Επαναλαμβανόμενες σκέψεις, που συνδέονται με το θάνατο ή με την πρόκληση βλάβης στον ίδιο του τον εαυτό.
Οξυθυμία και ευερεθιστότητα (το άτομο χάνει την ψυχραιμία του και θυμώνει εύκολα).
Ψυχοκινητική διέγερση ή ψυχοκινητική καθυστέρηση (το άτομο κινείται γρηγορότερα ή πιο αργά από ό,τι συνήθως).

Διαφοροδιάγνωση

Η διάγνωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής προκύπτει
Ύστερα από την αξιολόγηση των εμπειριών που αφηγείται.
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εργαστηριακές εξετάσεις, που να πιστοποιούν με ακρίβεια την κατάθλιψη.

Θεραπεία

Η αντιμετώπιση της μείζονος κατάθλιψης συνήθως επιτυγχάνεται γρήγορα και αποτελεσματικά με διαφορετικές προσεγγίσεις:
Ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες (ατομική, οικογενειακή ή ομαδική θεραπεία)
Βιολογικές θεραπείες
Αντικαταθλιπτικά φάρμακα
Λίθιο, καθώς και μείζονα ηρεμιστικά όπως τα νευροληπτικά (σε βαρύτερες μορφές κατάθλιψης)
Ηλεκτροσπασμοθεραπεία (όταν οι υπόλοιπες μέθοδοι δεν φανούν αποτελεσματικές)
Συνδυαστική θεραπεία
Ψυχιατρική νοσηλεία

Όσον αφορά την ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, τα τελευταία χρόνια, η διαπροσωπική θεραπεία και η γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία έχουν προταθεί από τους ειδικούς ως ιδιαίτερα αποτελεσματικές τόσο στο πεδίο της πρόληψης όσο και στο πεδίο της υποτροπής της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.



Επιμένουσα καταθλιπτική διαταραχή (Δυσθυμία)




Αποτελεί μια μακροχρόνια (διάρκειας άνω των δύο ετών), χαμηλού βαθμού κατάθλιψη, που μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια ή και όλη τη ζωή ενός ανθρώπου (αν δεν αντιμετωπιστεί κατάλληλα).
Συνήθως ξεκινά σε νεαρή ηλικία και συχνά επικαλύπτεται από μείζονα καταθλιπτικά επεισόδια.
Λόγω της χαμηλής έντασης του συναισθήματος της θλίψης, συχνά υποδιαγιγνώσκεται, καθώς εκλαμβάνεται ως νωχελικότητα του ατόμου.
Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την δυσθυμία δείχνουν ότι η διαταραχή αυτή επηρεάζει το 3% -6% του πληθυσμού.
Η δυσθυμία συνήθως εμφανίζεται μαζί με διαταραχές, όπως η μείζονα κατάθλιψη και οι αγχώδεις διαταραχές, οι διαταραχές προσωπικότητας, καθώς και με καταχρήσεις αλκοόλ ή/και ναρκωτικών ουσιών.

Συμπτώματα:
μειωμένη όρεξη ή υπερφαγία
αϋπνία ή υπερβολικός ύπνος
χαμηλά επίπεδα ενέργειας ή επίμονη κούραση
χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης
έλλειψη συγκέντρωσης ή αναποφασιστικότητα
απελπισία, γκρίνια, μελαγχολία




Θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της δυσθυμίας είναι αντίστοιχη με εκείνη της μείζονος κατάθλιψης. Οι συνηθέστερες θεραπευτικές προτάσεις με άμεσα αποτελέσματα είναι:
Η φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά φάρμακα
Η ψυχοθεραπεία

Ωστόσο, η χρονική διάρκεια της διαταραχής πολλές φορές αποτελεί μία πρόκληση για τη θεραπευτική αντιμετώπιση καθώς πολλοί ασθενείς εξακολουθούν να έχουν συμπτώματα, ακόμα και ύστερα από επαρκή θεραπεία.



Διπολική διαταραχή




Η διπολική διαταραχή, γνωστή και ως «μανιοκατάθλιψη», είναι μια ψυχική διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από μεικτές περιόδους ανεβασμένης διάθεσης (μανίας) και μειωμένης διάθεσης (κατάθλιψης).
Οι εναλλαγές αυτές στη διάθεση δεν επιτρέπουν στο άτομο να λειτουργήσει σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος του
4% των ανθρώπων παγκοσμίως πάσχει από διπολική διαταραχή.
Είναι το ίδιο συχνή σε άνδρες και γυναίκες και εμφανίζεται συνήθως σε νεαρή ηλικία.
30-40 % των διπολικών ασθενών επιχειρούν να αυτοτραυματιστούν ή ενδέχεται να πραγματοποιήσουν κάποια απόπειρα αυτοκτονίας.
Οι αγχώδεις διαταραχές και η διαταραχή χρήσης ουσιών ενδέχεται να εμφανιστούν στα πλαίσια της εκδήλωσης των συμπτωμάτων της διπολικής διαταραχής.

Συμπτώματα:
Μανιακό επεισόδιο: Η μανία είναι μια περίοδος αυξημένης ενεργητικότητας ή ευερέθιστης διάθεσης και διαρκεί για τουλάχιστον για μία εβδομάδα. Τα άτομα με μανία:
Νιώθουν ότι διαθέτουν αυξημένη δύναμη και ενέργεια.
Δεν εκδηλώνουν σχεδόν καθόλου την ανάγκη για ξεκούραση και ύπνο (3-4 ώρες την ημέρα).
Μπορεί να περάσουν και αρκετές μέρες χωρίς να έχουν κοιμηθεί.
Έχουν μεγάλη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση (εξωπραγματική υπερεκτίμηση των ικανοτήτων και της σπουδαιότητας του ατόμου).
Μιλούν ή σκέφτονται με πολύ γρήγορο ρυθμό.
Εμφανίζουν μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, απομνημόνευσης και κριτικής σκέψης.
Εμφανίζουν αύξηση της σεξουαλικής διάθεσης.
Οδηγούνται σε ανάρμοστες κοινωνικές ή σεξουαλικές πράξεις (λόγω μειωμένου ελέγχου των ενορμήσεων).
Υπομανιακό επεισόδιο: Η υπομανία είναι η ηπιότερη μορφή μανίας.
Χαρακτηρίζεται από συμπτώματα μανίας ελαφράς μορφής χωρίς παραληρηματικές ιδέες ή ψευδαισθήσεις.
Διαρκεί τουλάχιστον τέσσερις μέρες, χωρίς να εμποδίζει το άτομο να εργαστεί και να κοινωνικοποιηθεί.
Μερικοί άνθρωποι εμφανίζουν αυξημένη δημιουργικότητα στη φάση αυτή, ενώ κάποιοι άλλοι γίνονται αρκετά οξύθυμοι.
Καταθλιπτικό επεισόδιο: Τα κλινικά συμπτώματα της καταθλιπτικής φάσης στη διπολική διαταραχή περιλαμβάνουν:
θλιμμένη διάθεση.
αίσθημα διαρκούς κόπωσης.
ευερεθιστότητα ή θυμό.
απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που στο παρελθόν θεωρούνταν ευχάριστες.
υπερβολικό ή ακατάλληλο συναίσθημα ενοχής.
αίσθημα γενικευμένης απελπισίας.
διατάραξη του ύπνου (αυπνία / υπερυπνία) και της όρεξης (ανορεξία/βουλιμία).
δυσκολία στη συγκέντρωση.
αυτομομφική σκέψη.
αυτοκτονικό ιδεασμό.
Μικτό επεισόδιο:
Ως μικτό επεισόδιο ορίζεται εκείνο, όπου τα συμπτώματα της μανίας και της κατάθλιψης συνυπάρχουν στη σκέψη και στη συμπεριφορά του ίδιου ατόμου.
Τα άτομα, που βιώνουν ένα μικτό επεισόδιο, έχουν συμπτώματα μανίας, όπως είναι για παράδειγμα τα μεγαλόπνοα σχέδια, ενώ ταυτόχρονα βιώνουν και καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως είναι η υπερβολική ενοχή και οι σκέψεις αυτοκτονίας.

Διαφοροδιάγνωση

Υπάρχουν πολλές ψυχικές διαταραχές, με πανομοιότυπα συμπτώματα με τη διπολική διαταραχή (π.χ., σχιζοφρένεια, μείζον καταθλιπτική διαταραχή, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής - υπερκινητικότητας, μεταιχμιακή διαταραχή της προσωπικότητας).

Μολονότι, δεν εντοπίζονται οργανικές δοκιμασίες, που να μπορούν να διαγνώσουν με ακρίβεια τη διπολική διαταραχή, οι εξετάσεις αίματος και ορισμένες νευροαπεικονιστικές μέθοδοι μπορούν να αξιοποιηθούν, προκειμένου να αποκλειστούν ορισμένες άλλες ιατρικές ασθένειες με παρόμοια συμπτωματολογία.

Φάρμακα, που επίσης μπορούν να εγείρουν τη διπολική συμπτωματολογία είναι τα αντικαταθλιπτικά, τα φάρμακα για τη νόσο του Πάρκινσον, καθώς και τα ψυχοδιεγερτικά φάρμακα (κοκαΐνη, μεθαμφεταμίνη).

Θεραπεία

Η θεραπευτική προσέγγιση της διπολικής διαταραχής περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο τη φαρμακευτική αγωγή, ως προαπαιτούμενο για τη σταθεροποίηση του ασθενούς. Τα συμπτώματα της ασθένειας, επομένως, αντιμετωπίζονται κυρίως με:
Φαρμακευτική αγωγή η οποία προσαρμόζεται ανάλογα με την κλινική εικόνα και τα διαγνωστικά κριτήρια που καθορίζει ο θεράπων ιατρός. Η φαρμακευτική αγωγή είναι επιβεβλημένη και χρονικά αξιολογείται πάντα από την κλινική πορεία και την εκτίμηση της παρούσας ψυχικής κατάστασης του ασθενούς.
Ψυχοθεραπεία που εστιάζει στις συνθήκες, στον τρόπο ζωής, στο περιβάλλον, στην επαγγελματική λειτουργικότητα αλλά και την ενσυναίσθηση του ασθενούς στους ψυχοθεραπευτικούς χειρισμούς.



Διαταραχές του συναισθήματος και σεξουαλικότητα





Οι συναισθηματικές διαταραχές επηρεάζουν το σύνολο της λειτουργικότητας του ατόμου, επομένως δεν θα μπορούσαν να μην επιδράσουν και στη σεξουαλική του λειτουργία. Η κατάθλιψη φέρνει αλλαγές στο συναίσθημα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βιώνουν καταθλιπτικά συμπτώματα έχουν την τάση να επιζητούν περισσότερο τη μοναξιά και την απομόνωση, αποφεύγοντας να δουν ανθρώπους, ακόμα και τους οικείους τους, αισθανόμενοι δυσφορία, ενώ συχνά νιώθουν, ότι δεν μπορούν να αφεθούν και να απολαύσουν τις ευχάριστες στιγμές της καθημερινότητάς τους, που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στη διαχείριση της επικοινωνίας και τη λειτουργικότητα της ομάδας.

Η ανηδονία, ως βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης, αποστραγγίζει το άτομο από κάθε σεξουαλική επιθυμία ή φαντασίωση. Το άτομο που υποφέρει από κατάθλιψη φαίνεται να μην ενδιαφέρεται να αλλάξει την κατάσταση και δεν αναγνωρίζει τη μείωση των σεξουαλικών επαφών ως πρόβλημα. Στις περιπτώσεις αυτές, η σεξουαλική διαταραχή αποκτά κυρίαρχο ρόλο μέσα στη σχέση και επιφέρει άλλοτε ένταση και άλλοτε απόσταση ανάμεσα στους δύο συντρόφους. Ο άνδρας ή η γυναίκα που βλέπει τη μείωση του σεξουαλικού ενδιαφέροντος του συντρόφου απορεί, αγωνιά ή και θυμώνει αφού το μήνυμα που λαμβάνει είναι «δε σε επιθυμώ πια ερωτικά». Σε αρκετές περιπτώσεις όμως, το άτομο βλέπει τη σεξουαλική του αδιαφορία, δεν την ερμηνεύει ως καταθλιπτικό σύμπτωμα πιστεύοντας ότι κάτι οργανικό συμβαίνει στη σεξουαλική του ζωή. Είναι γνωστό σε εμάς τους ειδικούς, ότι το πρώτο σύμπτωμα μιας κατάθλιψης που υπόγεια σιγά-σιγά φανερώνεται με την ανηδονία και την έλλειψη του σεξουαλικού ενδιαφέροντος. Και με το αίτημα αυτό έρχονται αναζητώντας λύση στο σεξουαλικό πρόβλημα «δεν έχω στύση», «δεν έχω διάθεση για σεξ», «δεν σκέφτομαι σεξουαλικά τον σύντροφό μου», «δεν φαντασιώνομαι», «δεν αυνανίζομαι». Αυτές οι κλινικές εικόνες φωτογραφίζουν σε μεγάλο ποσοστό την κατάθλιψη που υπάρχει από κάτω, όπου και γνωστοποιείται στον άνθρωπο που τις εκφράζει και σε εύλογο χρονικό διάστημα με την θεραπεία της κατάθλιψης ξαναζωηρεύει το σεξ και ο άνθρωπος βρίσκει τη σεξουαλική του ζωή και φυσικά βελτιώνει και την ερωτική επαφή με τον σύντροφό του.

Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής τα άτομα που νοσούν αντιμετωπίζουν προβλήματα στη δημιουργία ερωτικών σχέσεων λόγω της μεταβλητότητας της συναισθηματικής του κατάστασης. Ερευνητικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι σύντροφοι των ατόμων με διπολική διαταραχή αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω της συμπεριφοράς που διαμορφώνεται από την ασθένεια. Παράλληλα φάνηκε πως η αντίληψη που είχαν σχετικά με το κατά πόσο ο σύντροφός τους έχει έλεγχο πάνω στην πάθηση, επηρέαζε και τις αναφερόμενες δυσκολίες της σχέσης. Σε ότι αφορά τη σεξουαλική ζωή τα επίπεδα ικανοποίησης των συντρόφων ήταν χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της ασθένειας (χωρίς να υπάρχει διαφορά μεταξύ μανίας και κατάθλιψης) συγκριτικά με τις περιόδους όπου ο ασθενής ήταν καλά. Και για τους ίδιους τους ασθενείς όμως έχουν εντοπιστεί συσχετίσεις της διπολικής διαταραχής με σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως η στυτική δυσλειτουργία, ο καταναγκαστικός αυνανισμός και η επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, όπως η εμμονή γύρω από το σεξ, η έκθεση στη σεξουαλική παρενόχληση και η υπερσεξουαλική δραστηριότητα.

ΠΗΓΗ:

Tuesday, 14 April 2020

We Tend To See Acts We Disapprove Of As Deliberate — A Bias That Helps Explain Why Conservatives Believe In Free Will More Than Liberals




By guest blogger Jesse Singal

One of the most important and durable findings in moral and political psychology is that there is a tail-wags-the-dog aspect to human morality. Most of us like to think we have carefully thought-through, coherent moral systems that guide our behaviour and judgements. In reality our behaviour and judgements often stem from gut-level impulses, and only after the fact do we build elaborate moral rationales to justify what we believe and do.

A new paper in the Journal of Personality and Social Psychology examines this issue through a fascinating lens: free will. Or, more specifically, via people’s judgments about how much free will others had when committing various transgressions. The team, led by Jim A. C. Everett of the University of Kent and Cory J. Clark of Durham University, ran 14 studies geared at evaluating the possibility that at least some of the time the moral tail wags the dog: first people decide whether someone is blameworthy, and then judge how much free will they have, in a way that allows them to justify blaming those they want to blame and excusing those they want to excuse.

The researchers examined this hypothesis, for which there is already some evidence, through the lens of American partisan politics. In the paper they note that previous research has shown that conservatives have a greater belief in free will than liberals, and are more moralising in general (that is, they categorise a larger number of acts as morally problematic, and rely on a greater number of principles — or moral foundations — in making these judgements). The first two of the new studies replicated these findings — this is consistent with the idea, put simply, that conservatives believe in free will more because it allows them to level more moral judgements.

There’s a lot to unpack in the remaining studies, but here are a few of the key findings:

In Study 4, the researchers found that when it came to attribution of free will in instances that were viewed as “equally immoral for liberals and conservatives,” (such as spreading malicious rumours about a co-worker) there was no longer any correlation between participants’ political stance (liberal vs. conservative) and their evaluations of how much free will the transgressor had. This lends support to the idea that “differences in conservatives’ and liberals’ perception of free will may be partially due to differences in moralisation, rather than representing any generalised, abstract belief that human behaviours are freely chosen.”

In Study 5, the researchers found that when they deliberately presented participants with hypothetical acts designed to be viewed as more immoral by liberals — such as “Robert sends a formal complaint to his child’s school after finding that his child’s kindergarten teacher is transgendered” — the normal pattern reversed itself, and it was now liberals who attributed more free will to the actors in question. (This finding was weaker, and only statistically significant when the researchers bumped up their sample beyond its initial size.)

In Study 7, the researchers synthesised the aforementioned findings and randomly assigned online participants recruited via Amazon’s Mechanical Turk (MTurk) to situations in which the person committing a bad act was either described as liberal or conservative and as acting in order to achieve liberal or conservative goals. After confirming that the MTurk respondents viewed moral harms against their own political group more harshly, the researchers also found “tentative — but weak — evidence” in favour of their overall hypothesis: liberal MTurkers viewed conservative bad actors as having more free will than bad-acting liberals, and conservative MTurkers viewed liberal bad actors as having more free will than bad-acting conservatives. In short, when people take political actions that we morally disapprove of, we’re more inclined to believe they did it of their own volition. This bias afflicts conservatives more often, because they’re more morally disapproving, but can just as easily afflict liberals.

Some of the evidence is mixed, but overall the paper suggests that even judgments about free will (a complex philosophical concept that has been the subject of much debate and introspection) can’t escape the gut-impulse nature that underlies so much human moralising. Though preliminary, this is an important finding that could have ramifications for society. For one thing, if we have a tendency to view agents as more free when their bad acts offend us politically, but as less free when they don’t, that’s the sort of psychological tendency that could be echoed in law enforcement.

SOURCE:

Sunday, 12 April 2020

When A Friend Is Upset, Validating Their Feelings Could Be The Best Way To Comfort Them



By Emily Reynolds

Knowing what to say when a friend is upset or stressed out can be a delicate balancing act. Sometimes the best route seems to be to offer advice and give practical suggestions as to how they should proceed; at other times, simply listening to what your friend has to say is by far the better option. But no matter your approach, ensuring that your friend feels validated is key, argue Xi Tian and colleagues in a new study published in the Journal of Communication.

The study starts with a question many of us have pondered ourselves: why do some well-intentioned attempts at comfort come off as insensitive instead?

To explore the question, the team asked 325 married adults to think of one person with whom they’d discussed their partner or marriage, and to imagine having a conversation with them about a recent argument they’d had with their spouse. They were then presented with one of six support messages, each of which was more or less person-centred — in other words, more or less willing to acknowledge and elaborate on the feelings of the upset person. Low person-centred messages focused on simply moving past the argument (e.g. “nobody is worth getting so worked up about… having an argument is not the worst thing that could happen to you”), whilst high person-centred messages were more engaged and acknowledged the individuals’ feelings (e.g. “you have every right to feel upset… it’s understandable you are stressed out”).

Participants then rated the support messages on a number of measures, including how controlling and dominant, direct and clear, or logical and well-justified the messages were. They also reported whether they felt pressured by their friend, and indicated the extent to which they experienced psychological “reactance”: that is, how angry they were after reading the message, and how critical they felt of it. Finally, they rated how optimistic they would feel after receiving the message and how much their emotions would improve.

As expected, low person-centred messages were not successful in helping people feel better about disputes with their partner, nor did they reduce emotional distress. These types of messages angered participants, and were also seen as domineering and lacked argument strength — in other words, they were neither convincing nor comforting.

In contrast, high person-centred messages were associated with higher levels of emotional improvement, which the team puts down partly to the fact participants felt little or no threat to their freedom when responding to these messages (i.e. they didn’t feel pressured or controlled by their friend). There was also less emotional reactance to high person-centred messages — participants felt less angry, less critical and less likely to argue with their friend.

There are some limitations to the study: the messages participants received were, of course, fake, so the way they would feel about them in the context of a real conversation with a friend may differ from the artificial environment of the study. Future studies may also take into consideration the diversity of relationships and their social contexts — as the team notes, the majority of participants were in heterosexual relationships, in their first marriages and white.

There will, of course, be times when you believe a friend really is overreacting — that they’re making a big deal over nothing. At times like these, the results of this study may be useful to keep in mind. If you want to make them feel comforted, acknowledging, not dismissing, what they’re feeling is the way to go.

SOURCE:

Tuesday, 7 April 2020

Οδηγίες για ομαλό ύπνο, την εποχή της πανδημίας





Ταξιδιώτες προσπαθούν να κοιμηθούν καθώς περιμένουν στο αεροδρόμιο του Ρίο στη Βραζιλία. Αυτές τις ημέρες ο ύπνος είναι πολύτιμος.


Σίγουρα, πολλοί παραμένουν κάθε νύχτα άγρυπνοι στα κρεβάτια τους, ανίκανοι να σταματήσουν τη διαρκή ενημέρωση για την πανδημία του νέου κορωνοϊού. Αν και δεν υπάρχει τρόπος για να γίνετε άτρωτοι στην ασθένεια, γνωρίζουμε ότι ο ύπνος συμβάλλει σημαντικά στη διατήρησή μας σε καλή υγεία. Οπως επισημαίνει ο δρ Ντάγκλας Κιρς, νευρολόγος και πρώην πρόεδρος της αμερικανικής Ακαδημίας Ιατρικής Υπνου, «ο ύπνος είναι σημαντικό μέρος της προστασίας και της αντίδρασής μας στις λοιμώξεις. Προφανώς, όμως, έρχεται δύσκολα όταν μας καταλαμβάνει το άγχος της πανδημίας».

• Τι μπορείτε να κάνετε για να βελτιώσετε τον ύπνο σας υπό τις παρούσες ακραίες συνθήκες; Δημιουργήστε και διατηρήστε ένα σταθερό πρόγραμμα ύπνου που σας βολεύει. Οσο πιο σταθερή είναι η ώρα που ξυπνάτε, τόσο πιο ομαλές θα είναι και οι λειτουργίες του οργανισμού σας. Μπορείτε να το επιτύχετε εύκολα, αρκεί να καθορίσετε την ώρα που θα πέσετε στο κρεβάτι. Φορέστε μάσκα ύπνου, εάν σας βοηθάει, ωτασπίδες, αλλά πάνω από όλα κάντε το υπνοδωμάτιό σας πολύ σκοτεινό και άνετο. Αν πετάγεστε από τον ύπνο εύκολα, χρησιμοποιήστε κάποια συσκευή λευκού θορύβου. Αν, όμως, νιώθετε κουρασμένος, κατά τη διάρκεια της ημέρας, κοιμηθείτε όποτε μπορείτε, επί 10 ή 20 λεπτά.

• Κλείστε τις ηλεκτρονικές συσκευές. Καθορίστε την ώρα που όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές (κινητό, κομπιούτερ, τηλεόραση) θα απενεργοποιούνται, π.χ. 90 λεπτά πριν από την ώρα του ύπνου. Αν δεν μπορείτε να αντέξετε τόσο, κλείστε τις συσκευές 15 λεπτά πριν από το κρεβάτι.

• Ενημερωθείτε, αλλά όχι απαραιτήτως, πριν πέσετε για ύπνο. Προσπαθήστε να αποφύγετε ό,τι σας προκαλεί υπέρμετρο άγχος, από το απόγευμα. Μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά είναι μια πραγματικά σοφή συμβουλή. Ο δρ Κιρς τονίζει ότι αν μπορείτε, να ενημερώνεστε για την πανδημία μία φορά την ημέρα και όχι κοντά στην ώρα του ύπνου. «Η απομόνωση αυξάνει την επιθυμία μας να παραμείνουμε ηλεκτρονικά συνδεδεμένοι», εξηγεί η Λίζα Μεντάλιε, ειδικός στα θέματα ύπνου στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Μπορείτε, όσο πλησιάζει η ώρα που θα πέσετε στο κρεβάτι, να κάνετε άλλα πράγματα, όπως να προγραμματίσετε την επόμενη ημέρα, για εσάς και τα παιδιά σας. Συνήθως κρύβουμε τους φόβους μας κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά έχουν την τάση να σπάνε τα δεσμά τους όταν κοιμόμαστε. Προσπαθήστε όσο μπορείτε να «καθαρίζετε» τις σκέψεις σας πριν πέσετε στο κρεβάτι.

• Κινηθείτε και ανεβάστε παλμούς. Η σωματική άσκηση είναι απαραίτητη επειδή σας κουράζει και σας ετοιμάζει για το κρεβάτι και ταυτόχρονα δίνει διέξοδο στην ενέργεια του άγχους. Κάντε ένα μικρό περίπατο, παραμένοντας δύο μέτρα μακριά από οποιονδήποτε συναντήσετε ή ασκηθείτε με κάποιο βίντεο.

• Μην τρώτε πριν το κρεβάτι και σίγουρα μην πίνετε. Μπορεί το οινόπνευμα να σας προκαλεί νύστα, αλλά στην πραγματικότητα διαταράσσει τον ύπνο σας. Μην τσιμπάτε πριν πέσετε για ύπνο. Οι καούρες και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση είναι πολύ δυσάρεστες και μπορεί να εκληφθούν ως άγχος, αυξάνοντας την υπάρχουσα ψυχική σας ένταση. Κάνετε ένα ζεστό μπάνιο 90 λεπτά πριν πέσετε στο κρεβάτι, καθώς αυτό θα σας ηρεμήσει.


ΠΗΓΗ:

Monday, 6 April 2020

TED Talk - The surprising science of happiness

https://www.ted.com/talks/dan_gilbert_the_surprising_science_of_happiness

Dan Gilbert, author of "Stumbling on Happiness," challenges the idea that we'll be miserable if we don't get what we want. Our "psychological immune system" lets us feel truly happy even when things don't go as planned.

Thursday, 2 April 2020

The Quality Of The Relationship Between Parents Can Shape Their Children’s Life Paths



By Emily Reynolds

Our relationship with our parents can have a big impact on our life trajectory. Research has found that those of us lied to by caregivers often end up less well-adjusted, that hard workers are more likely to produce children with good work ethics, that cognitive skills can be improved by having talkative parents, and that positive parenting can impact cortisol levels even years later.

But though we might pay less attention to it, how parents relate to one another is also important for children’s long-term development. A new study, published in Demography, has taken a look at affection within parental relationships, finding that loving spousal relationships can have a positive long-term impact on children’s life paths.

The researchers focused on Nepal, which they say provides an interesting backdrop for an investigation into marriage. Marriage has changed significantly in the country over the last few years: marrying for love (as opposed to arranged marriage) is now more common than it used to be, and rates of divorce and premarital cohabitation are also increasing in the country, though remain rare.

Data was gathered from a longitudinal study, where marital relationship quality and the educational and personal progress of children were tracked for twelve years. The first set of data was collected from 151 neighborhoods in the Western Chitwan Valley in 1996. The quality of relationships among married participants was measured by asking partners separately how much they loved their husband or wife on a three-point scale, and participants were also asked whether their spouse had ever beaten them.

To look at how parents’ relationships influenced children’s own marriage behaviour, the researchers then tracked the age at which children married over the next 10 years. In 2008, they also re-interviewed participants, asking mothers whether or not their children had dropped out of school, and if so at what age.

The results suggested that marriage quality was in fact associated with children’s educational prospects. Children with parents who reported greater love for each other were less likely to drop out of school, whilst those whose parents reported less love were more likely to stop education. Children with parents who reported spousal violence were also more likely to drop out.

Educational outcomes were also related to both class and ethnicity: children from ethnic groups with higher social status, from wealthier households, or whose parents had higher educational backgrounds were more likely to remain in education. The relationship between marriage quality and children’s life outcomes was still significant after controlling for these factors.

Children’s own marriage timing was also linked to levels of their parents’ spousal love: the more positive the parental relationship, the later children got married. It’s important to note that in the context of the study, this was considered to be a good thing — in Nepal, later marriage can imply a better match, and that children feel less need to leave the family home at any cost.

So, as expected, the quality of parents’ marriages had a significant impact on their children, both in terms of educational attainment and on their own relationships later in life. However, the findings may not bear out in the rest of the world, where other cultural factors may come into play. There may also have been nuances that were missed in the measures. For instance, participants were asked only about instances of extreme conflict between spouses; conflicts or abuse may have occurred that were more subtle or less extreme than domestic violence, but that had an impact on children nonetheless. Similarly, educational attainment was measured only by when children dropped out of school, failing to take into consideration what students did after leaving school or the grades they achieved.

Limitations aside, the results do pose an interesting question about how spousal relationships impact children. It’s understandable that parents spend much of their time focusing on their interactions with their children — but looking at the way they feel about their partner may be just as useful.

SOURCE:

Πώς επιδρούν στην ψυχολογία του ατόμου ο περιορισμός στο σπίτι και η καραντίνα;


Ως καραντίνα ορίζεται ο διαχωρισμός και ο περιορισμός μετακίνησης ανθρώπων που έχουν ενδεχομένως εκτεθεί σε μεταδοτική ασθένεια, έτσι ώστε να εξακριβωθεί αν είναι άρρωστοι, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό τον κίνδυνο να μεταδώσουν τον ιό στον υγιή πληθυσμό. Η έννοια της καραντίνας διαφέρει από αυτή της απομόνωσης, η οποία αναφέρεται στον διαχωρισμό ατόμων που έχουν διαγνωσθεί με μεταδοτική ασθένεια, από υγιή άτομα.

Η εμφάνιση και έξαρση του κορωνοϊού από τον Δεκέμβριο του 2019 σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει αναγκάσει πολλές χώρες να ζητούν από τους πολίτες τους, προληπτικά, να απομονώνονται στα σπίτια τους, περιορίζοντας τις μετακινήσεις αλλά και τις επαφές με άλλον κόσμο, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού. Ωστόσο, η απομόνωση στο σπίτι, σε συνδυασμό με την επικινδυνότητα του κορωνοϊού είναι συνολικά μια δυσάρεστη εμπειρία που προκαλεί αυξημένο άγχος και φόβο σε όσους έρχονται αντιμέτωποι με αυτήν. Η απομάκρυνση από τα αγαπημένα πρόσωπα, η αίσθηση στέρησης της ελευθερίας κινήσεων, η αβεβαιότητα σχετικά με την κατάσταση της υγείας και η πλήξη μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές συναισθηματικές επιπτώσεις στο άτομο.

Οι περισσότερες επιστημονικές μελέτες στο θέμα αυτό εντοπίζουν συναισθηματικές εκδηλώσεις που προκαλούν δυσφορία, όπως σύγχυση, άγχος, φόβο, θλίψη, οργή, ακόμα και μετατραυματικό στρες. Μερικοί άνθρωποι μπορεί ακόμα να έχουν δυσκολία στον ύπνο ή και στη συγκέντρωση. Ο φόβος της επαφής με άλλους, όταν ένα άτομο αναγκαστικά μετακινείται με δημόσιες συγκοινωνίες για να μεταβεί στην εργασία του μπορεί να αυξηθεί, και η συναισθηματική πίεση μπορεί να προκαλέσει και την εμφάνιση σωματικών συμπτωμάτων, όπως αυξημένη αρτηριακή πίεση ή στομαχικές διαταραχές.

Σύμφωνα με ερευνητικές μελέτες ορισμένοι από τους βασικότερους παράγοντες που ενισχύουν το άγχος και το φόβο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου περιορισμού στο σπίτι είναι οι παρακάτω:
Η διάρκεια του περιορισμού. Η μεγαλύτερη διάρκεια της παραμονής στο σπίτι φαίνεται να συνδέεται με εντονότερα συμπτώματα δυσφορίας και συναισθηματικής πίεσης. Αν και η διάρκεια της καραντίνας δεν είναι πάντα συγκεκριμένη και καθορίζεται κατά περίπτωση, σε επιστημονικές μελέτες έχει φανεί ότι τα άτομα που βρίσκονταν σε καραντίνα για περισσότερο από 10 ημέρες εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερα συμπτώματα άγχους συγκριτικά με εκείνους που χρειάστηκε να περιοριστούν για λιγότερο.
Φόβος μόλυνσης. Παρά τον περιορισμό στο σπίτι ο φόβος για την προσωπική υγεία του ατόμου, αλλά και για την υγεία των αγαπημένων προσώπων φαίνεται πως γίνεται πιο έντονος και εκφράζεται με φόβο μόλυνσης του εαυτού ή και των άλλων. Ταυτόχρονα, φυσικά συμπτώματα που δεν συνδέονται απαραίτητα με τη λοίμωξη προκαλούν μεγαλύτερο άγχος, καθώς στο μυαλό του ατόμου σχετίζονται άμεσα με τον ιό και προκαλούν φόβο ότι το ενδεχόμενο μόλυνσης είναι υπαρκτό ακόμα και μήνες μετά το πέρας της καραντίνας.
Ανεπαρκείς προμήθειες - πληροφορίες. Η έλλειψη βασικών προμηθειών (π.χ. τροφή, νερό, είδη προσωπικής υγιεινής) κατά τη διάρκεια της απομόνωσης μπορεί να γίνει πηγή άγχους για το άτομο. Για τον λόγο αυτό σε περιόδους κρίσης δεν είναι λίγοι εκείνοι που σε μια προσπάθεια υπερκάλυψης του συναισθηματικού αυτού κενού, οδηγούνται στην άμετρη και χωρίς όριο αγορά πάρα πολλών προϊόντων, τροφοδοτώντας, άθελά τους, περισσότερο, τόσο το δικό τους φόβο όσο και των συνανθρώπων τους. Ταυτόχρονα η ελλιπής ενημέρωση από τις υγειονομικές αρχές, η έλλειψη χρονοδιαγράμματος, η απουσία σαφών οδηγιών για τις ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσουν τα άτομα για την προστασία της υγείας τους, αλλά και η σύγχυση σχετικά με το σκοπό της καραντίνας, φαίνεται να ενισχύουν συχνά το άγχος, το φόβο και την αβεβαιότητα.
Στίγμα. Οι άνθρωποι που μπαίνουν σε καραντίνα είναι συχνά πιθανό να βιώσουν στιγματισμό και απόρριψη από τους ανθρώπους στις τοπικές κοινωνίες. Συχνά αναφέρεται ότι ακόμα και άνθρωποι που βρίσκονται από κοινού σε καραντίνα τείνουν να αποφεύγουν ο ένας τον άλλον εκφράζοντας φόβο και καχυποψία.
Εκνευρισμός και πλήξη. Η απομόνωση και η απώλεια της συνηθισμένης καθημερινότητας συχνά προκαλεί πλήξη στο άτομο. Ταυτόχρονα η μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση, αλλά και η έλλειψη σεξουαλικής επαφής προκαλούν εκνευρισμό στο άτομο. Είναι πολύ πιθανό ο φόβος και το άγχος της μόλυνσης να οδηγήσουν πολλά ζευγάρια σε σεξουαλική απομάκρυνση, ενισχύοντας περαιτέρω την ένταση και τη μελαγχολία.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) αναγνωρίζοντας ότι ο περιορισμός των μετακινήσεων και η παραμονή στο σπίτι μπορεί να δημιουργήσει άγχος, έχει εκδώσει οδηγίες και συμβουλεύει τους ανθρώπους να αποφεύγουν να παρακολουθούν, να διαβάζουν ή να ακούν διαρκώς νέα που προκαλούν συναισθήματα άγχους ή απειλής για τη ζωή. Οι ψυχολογικές επιδράσεις της καραντίνας μπορεί να είναι μακροχρόνιες, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποτελεί μια εξαιρετικά αποτελεσματική μέθοδο προστασίας από την εξάπλωση του ιού και θα πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστή. Όταν κρίνεται από τις υγειονομικές αρχές ότι είναι απαραίτητη είναι καλό να λαμβάνεται κάθε μέτρο ώστε να διασφαλιστεί ότι αυτή η κατάσταση θα είναι όσο το δυνατόν πιο ανεκτή, μέσω:
Αποφυγής της διαρκούς ενασχόλησης με την πανδημία μέσα από την παρακολούθηση ειδήσεων, social media, τηλεοπτικών εκπομπών. Η επανειλημμένη έκθεση σε ειδήσεις για τα νέα κρούσματα, τους θανάτους και την αγωνία των ανθρώπων που νοσούν ενισχύει την ανασφάλεια και το φόβο.
Επιλογής συγκεκριμένων πηγών επιστημονικά τεκμηριωμένης ενημέρωσης, ώστε να αποφευχθούν τα fake news (ψευδείς ειδήσεις) που τροφοδοτούν είτε το φόβο, είτε την εσφαλμένη ελπίδα που διαψεύδεται και φέρνει μεγαλύτερη θλίψη και ματαίωση.
Σωματικής άσκησης στο σπίτι, ασκήσεων χαλάρωσης και διαλογισμού. Σημαντική είναι η υιοθέτηση ισορροπημένης διατροφής, ο καλός ύπνος και η αποφυγή αλκοόλ και τοξικών ουσιών.
Ενασχόλησης με δραστηριότητες που φέρνουν ευχαρίστηση εντός σπιτιού, όπως η λογοτεχνία, τα επιτραπέζια παιχνίδια, οι ταινίες, ο μοντελισμός ή η ενασχόληση με την τεχνολογία.
Επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους μέσω τηλεφώνου ή διαδικτυακά. Η σύνδεση με φίλους και συγγενικά πρόσωπα, αλλά και η συζήτηση για τα συναισθήματα, τις ανησυχίες και τους φόβους που φέρνει η παρούσα κατάσταση μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά για όλους.




Βασιλειάδης Ηλίας
M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΨΣΥ



ΠΗΓΗ: