Thursday, 25 June 2020

Οι συνέπειες της ζωής ενός παιδιού με έναν συναισθηματικά αποστασιοποιημένο γονέα





Η απουσία μιας τρυφερής γονεϊκής φιγούρας στη ζωή ενός παιδιού, έχει συχνά ως αποτέλεσμα την αύξηση ψυχιατρικών συμπτωμάτων, τη δημιουργία σχολικών και ακαδημαϊκών προβλημάτων, τον φόβο εγκατάλειψης και άλλες δυσκολίες που αναδύονται στην ενήλικη ζωή.

Γνωρίζετε κάποιον συναισθηματικά αποφευκτικό και αποστασιοποιημένο γονέα; Αν ναι, τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που κάνει αυτόν τον γονέα να μην είναι συναισθηματικά διαθέσιμος; Μήπως υπάρχει κάποια ψυχική ασθένεια, διαταραχή προσωπικότητας ή κάτι άλλο όπως η δουλειά, ένας επαγγελματικός στόχος, ένα εκπαιδευτικό εγχείρημα;

Όποιος κι αν είναι ο λόγος, όταν υπάρχει στη ζωή μας ένας συναισθηματικά αποστασιοποιημένος γονέας, τότε μπορεί αυτός να μας οδηγήσει σε ένα ισόβιο «ταξίδι» ασταθών και αποτυχημένων σχέσεων, μεγάλης συναισθηματικής εξάρτησης, κενότητας, σύγχυσης ταυτότητας, ανεπαρκούς προσκόλλησης στους άλλους, χαμηλής αυτοεκτίμησης και αυτοαποτελεσματικότητας.

Έρευνες έχουν δείξει πόσο σημαντικό είναι για όλα τα νήπια και τα μικρά παιδιά να έχουν μία ζεστή και τρυφερή προσκόλληση σε μία μητρική φιγούρα στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ανάπτυξής τους. Χωρίς ένα τέτοιο πρόσωπο στη ζωή τους, τα παιδιά είναι πιθανό να αναπτύξουν διάφορες δυσκολίες τόσο αναφορικά με την προσωπικότητα τους όσο και συναισθηματικές και ψυχολογικές δυσκολίες. Για τους περισσότερους από τους θεραπευόμενους μου, η απουσία μιας τρυφερής γονεϊκής φιγούρας, είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση ψυχιατρικών συμπτωμάτων, τη δημιουργία σχολικών και ακαδημαϊκών προβλημάτων, τον φόβο εγκατάλειψης και πολλές άλλες δυσκολίες. Σε αυτό το άρθρο θα συζητήσουμε τα επακόλουθα και τις συνέπειες που υπάρχουν όταν μεγαλώνει κάποιος με έναν μη συναισθηματικά διαθέσιμο γονέα.

Οι γονείς που είναι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι, είναι συνήθως ανώριμοι και ψυχολογικά πληγωμένοι και οι ίδιοι. Όσο δύσκολο κι αν είναι να το πιστέψετε, οι συναισθηματικά μη διαθέσιμοι γονείς, έχουν ένα πλήθος προβλημάτων τα οποία πηγάζουν από τα δικά τους παιδικά χρόνια. Υπάρχει συνήθως ένα έλλειμμα στους γονείς που δεν μπορούν να καλύψουν τις συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού τους. Κατά μία έννοια κάποιοι συναισθηματικά «κενοί» γονείς χρειάζονται συμπόνοια καθώς, συνήθως, πρόκειται για συναισθηματικά πληγωμένους ενήλικες, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δικές τους συναισθηματικές και ψυχολογικές ανάγκες.

Ως αποτέλεσμα, αυτού του τύπου οι γονείς γίνονται απορριπτικοί, συναισθηματικά απόμακροι, ανώριμοι, εγωκεντρικοί ή ναρκισσιστικοί, ή υπερβολικά φιλόδοξοι. Αυτοί οι ενήλικες δεν έχουν την συναισθηματική ωριμότητα που δηλώνει η ηλικία τους. Είναι ψευδο-ώριμοι με τρόπους που πιέζουν τα παιδιά τους να ενηλικιωθούν και να γίνουν συναισθηματικά ανεξάρτητα πριν την ώρα τους. Αυτός ο γονέας, διατηρεί αρνητικά μοτίβα συμπεριφοράς εξαιτίας της έλλειψης αυτοεπίγνωσης και αυτό συχνά επηρεάζει τα παιδιά με διάφορους τρόπους, ενώ το παιδί βυθίζεται όλο και περισσότερο στην απόγνωση. Δυστυχώς, αυτά τα παιδιά εξελίσσονται σε συναισθηματικά εξαρτημένους έφηβους και ενήλικες που λαχταρούν διαρκώς την αγάπη, την ασφάλεια και την τρυφερότητα που δεν έλαβαν ποτέ.
Τα συμπτώματα που παρουσιάζουν οι συναισθηματικά ανώριμοι και απόμακροι ενήλικες, συχνά περιλαμβάνουν:
την αυστηρότητα (απροθυμία για ευελιξία όταν χρειάζεται)
τη χαμηλή ανεκτικότητα στο άγχος (ανικανότητα να διαχειριστούν το άγχος με έναν ώριμο τρόπο)
τη συναισθηματική αστάθεια σε συνδυασμό με επιθετικότητα (εκρήξεις θυμού που χαρακτηρίζονται από απειλές σωματικής επιθετικότητας, τάσεις αυτοκτονίας ή ενέργειες αυτοτραυματισμού)
τα ανεπαρκή όρια (επιθυμούν περισσότερο να είναι φίλοι με το παιδί τους παρά γονείς)
τις ασταθείς σχέσεις (ύπαρξη πολλών«κηδεμόνων» ή φίλων που μάλλον δημιουργούν περισσότερα προβλήματα παρά ηρεμία)
επιδιώκουν συνεχώς την προσοχή των άλλων (αναζητούν τον έπαινο, την αναγνώριση ή την υποστήριξη με κάθε κόστος), ανάμεσα σε πολλά ακόμα χαρακτηριστικά.

Με τραγικό τρόπο, τα πληγωμένα παιδιά συχνά εξελίσσονται σε έφηβους και ενήλικες που επίσης «παλεύουν» στη ζωή τους.

Κάποιες από τις συνέπειες του να μεγαλώνει κανείς με έναν ανώριμο και συναισθηματικά «κενό» γονέα περιλαμβάνουν:
1. Προβληματικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή:

Είτε το πιστεύετε είτε όχι, τα παιδικά μας χρόνια επηρεάζουν τις σχέσεις μας και τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους αργότερα στη ζωή μας. Αν έχουμε αγαπηθεί και φροντιστεί κατάλληλα, το πιθανότερο είναι να επιδείξουμε την ίδια συμπεριφορά και ως ενήλικες. Αν έχουμε κακοποιηθεί και παραμεληθεί, το πιθανότερο είναι να αναπτύξουμε κάποια χαρακτηριστικά για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας ως ενήλικες, όπως όντας αμυντικοί ή υπερπροστατευτικοί.

Κάποιοι ενήλικες εκφράζουν έντονο θυμό ή αντιμετωπίζουν δυσκολίες να ανταποκριθούν σε μακροχρόνιες σχέσεις, βάζοντας τα παιδιά τους να βιώσουν ασυνεπείς και ασταθείς σχέσεις. Είναι πολύ σημαντικό να αναφέρουμε ότι κάθε παιδί που έχει έναν συναισθηματικά μη διαθέσιμο γονιό δεν εξελίσσεται, απαραιτήτως σε έναν ενήλικα που έχει προβλήματα. Κάποιοι ενήλικες εξελίσσονται σε καλύτερους ανθρώπους απ’ ό,τι οι γονείς τους. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και οι μεταβλητές στις ζωές των παιδιών με συναισθηματικά μη διαθέσιμους γονείς είναι επίσης πολλές. Όμως, κατά κύριο λόγο, τα παιδιά με συναισθηματικά «κενούς» γονείς, εξελίσσονται συχνά σε έφηβους και ενηλίκους με προβλήματα.
2. Φόβος προσκόλλησης και αγάπης:

Τα παιδιά που μεγαλώνουν με συναισθηματικά «κενούς»γονείς, το πιθανότερο είναι να εξελιχθούν σε έφηβους και ενήλικες που «παλεύουν» να προσκολληθούν συναισθηματικά στους άλλους και να λάβουν αγάπη. Όταν εργαζόμουν σε ένα μη-κερδοσκοπικό οργανισμό, όπου οι θεραπευόμενοί μου είχαν κακοποιηθεί (συναισθηματικά, σωματικά και σεξουαλικά), παρατήρησα ένα μοτίβο βάσει του οποίου οι περισσότεροι από αυτούς πάλευαν όχι μόνο να διατηρήσουν μία σωστή επικοινωνία με το προσωπικό αλλά, επίσης, πάλευαν να σχετιστούν με μένα και με άλλους ειδικούς ψυχικής υγείας.

Η εμπιστοσύνη είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της θετικής συναισθηματικής προσκόλλησης. Όταν κάποιος δεν έχει βιώσει την αγάπη, την τρυφερότητα και την προστασία ενός φροντιστικού ενήλικα, είναι πιο πιθανό να αναπτύξει αμυντικούς και προστατευτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα τον διαχωρίσουν από τους άλλους ανθρώπους με κάποιο τρόπο. Δυστυχώς, οι αμυντικοί και προστατευτικοί μηχανισμοί μπορούν να αποτρέψουν τον θεραπευόμενο από το να εμπλακεί με επιτυχία στην θεραπεία ή να δείξει εμπιστοσύνη στο ότι μπορεί να είναι χαρούμενος και να νιώθει ασφάλεια στη σχέση του.
3. Χαρακτηριστικά οριακής και ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας:

Η ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας και η οριακή διαταραχή προσωπικότητας, είναι δύο διαταραχές οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά οποιονδήποτε σχετίζεται με τον πάσχοντα. Η αστάθεια και η συναισθηματικά ευμετάβλητη διάθεση, που είναι συνήθη χαρακτηριστικά της οριακής διαταραχής, μπορούν να οδηγήσουν σε συχνούς καυγάδες, παράνοια, κατηγορίες και σωματική ή λεκτική επιθετικότητα.

Ο εγωκεντρισμός, η υπερβολική αυτοπεποίθηση και η υπεροπτική συμπεριφορά στη ναρκισσιστική διαταραχή, μπορεί να οδηγήσουν στην συναισθηματική αποξένωση των παιδιών από το γονέα. Χωρίς την κατάλληλη θεραπεία/αγωγή, αυτές οι δύο διαταραχές μπορεί να οδηγήσουν στην αποσταθεροποίηση της οικογένειας και πολλών άλλων σχέσεων.
4. Εγωκεντρισμός:

Ο εγωκεντρισμός θεωρείται ως ένα έλλειμμα προσωπικότητας, καθώς είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ανάξια θαυμασμού. Εάν δεν μπορούμε να μοιραζόμαστε πράγματα με άλλους, αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε συναισθηματική απομάκρυνση και ανώριμη συμπεριφορά. Κάποτε έβλεπα έναν δεκάχρονο θεραπευόμενο ο οποίος απολάμβανε να παίζει παιχνίδια στο iPad μετά το σχολείο. Η μητέρα του, η οποία είχε ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης, ανέφερε ότι δεν του επέτρεπε να παίζει με το iPadμετά το σχολείο. Φυσικά, πολλοί γονείς δεν θέλουν τα παιδιά τους να παίζουν παιχνίδια τουλάχιστον μέχρι να τελειώσουν με τα μαθήματά τους. Προς έκπληξη μου, όμως, δεν ήταν αυτός ο λόγος της απαγόρευσης. Η μητέρα, τελικά, παραδέχτηκε ότι δεν της άρεσε που ο γιος της έπαιζε με το iPad της, διότι είχε ξοδέψει πάρα πολλά λεφτά για να το αποκτήσει η ίδια και της άρεσε το γεγονός ότι ακόμα ήταν καινούριο. Σε περαιτέρω ανάλυση ανέφερε ότι, ως παιδί σπάνια είχε κάτι δικό της και ένιωθε την ανάγκη να «προστατέψει» την επένδυση της.

Αυτού του είδους ο εγωκεντρισμός, κατέληξε σε μια χρόνια διαμάχη μεταξύ τους. Και όσο ο γιος της μεγάλωνε και άρχισε να αναρωτιέται για τη συμπεριφορά της, άρχισε να νιώθει ακόμα μεγαλύτερη πικρία και τελικά ζήτησε να ζήσει με τον πατέρα του. Όπως ήταν αναμενόμενο, η σχέση τους καταστράφηκε.
5. Κατάχρηση/εξάρτηση απο ουσίες:

Προκειμένου να διαχειριστούν τον πόνο και την θλίψη, κάποιοι άνθρωποι στρέφονται σε ουσίες που «τους χαλαρώνουν» ή «απαλύνουν τον πόνο». Δυστυχώς, η χρήση ψυχαγωγικών ναρκωτικών ή η συνταγογραφούμενων φαρμάκων γίνονται συνήθεια και η ανάγκη αυτή γίνεται εθισμός. Άπαξ και δημιουργηθεί εθισμός, η ζωή του χρήστη γίνεται πιο περίπλοκη, καθώς οι σχέσεις, η δουλειά και άλλες σημαντικές εκφάνσεις της ζωής δεν έχουν πια αξία για τον εξαρτημένο.
6. Έλλειψη ταυτότητας και σκοπού:

Μία πρώην έφηβη θεραπευόμενή μου έθετε την παρακάτω ερώτηση σχεδόν σε κάθε συνεδρία που είχαμε: πώς μπορείς να ξέρεις τι είδους σχέση θα πρέπει να έχεις εάν όλες οι σχέσεις της ζωής σου υπήρξαν κακοποιητικές και είχαν υπόβαθρο εκμετάλλευσης κατά κάποιο τρόπο; Πάντα απαντούσα τονίζοντας την σημασία του να έχεις μια ισχυρή βάση ηθικής και ταυτότητας. Αν δεν καταλαβαίνεις ποιος πραγματικά είσαι, είναι πιο πιθανό να ακολουθείς τη μάζα και να επιτρέπεις στον καθένα που έχει το παραμικρό ενδιαφέρον για σένα να μπαίνει στη ζωή σου.

Όταν ξέρεις ποιος είσαι, τι θέλεις, και τι είναι καλύτερο για σένα, είναι πιο πιθανό να είσαι περισσότερο προσεχτικός ως προς τις επιλογές των ανθρώπων που αφήνεις να μπουν στη ζωή σου. Μία έλλειψη ταυτότητας μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά ασταθών και ρηχών σχέσεων μικρής διάρκειας.
7. Έλλειψη ελπίδας, εμπιστοσύνης και χαράς

Οι περισσότεροι ενήλικες που μεγάλωσαν με συναισθηματικά «κενούς» γονείς έχουν ένα βαθύ αίσθημα απώλειας και θλίψης. Η «απώλεια» ενός γονέα που ακόμα ζει και αναπνέει, μπορεί να είναι μία πολύ τραγική εμπειρία. Να κοιτάς το γονέα σου στα μάτια ή να ακούς τη φωνή του και όμως να νιώθεις ότι είναι τόσο μακρυά σου... είναι τραγικό. Η ανικανότητα να συνδεθείς με τον άνθρωπο που σε έφερε σε αυτή τη ζωή, είναι τραγική.

Είναι σαν ένας γρίφος. Είναι σαν μία μακρινή φαντασία. Δυστυχώς, το ενήλικο παιδί αρχίζει να νιώθει μια αίσθηση θλίψης και απώλειας κάθε ελπίδας, εμπιστοσύνης και χαράς. Μερικές φορές τα ενήλικα παιδιά εσωτερικεύουν τα αισθήματα τους και αρχίζουν να νιώθουν κατάθλιψη, έχουν τάσεις αυτοκτονίας ή αυτοτραυματισμού. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν αρχίζουν τη χρήση ουσιών.

Είναι αλήθεια πολύ λυπηρό ότι η ζωή ενός παιδιού μπορεί να επηρεαστεί από την συναισθηματική και ψυχολογική αστάθεια και μη διαθεσιμότητα του γονέα του. Αυτή η πεποίθηση μοιάζει να δίνει στον ασταθή γονιό περισσότερη δύναμη από αυτή που του αξίζει.

Όμως μακροχρόνιες έρευνες, επιβεβαιώνουν ότι τα παιδιά πρέπει να έχουν την εμπειρία, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ανάπτυξης τους, ενός τρυφερού φροντιστή/κηδεμόνα προκειμένου να αναπτύξουν τις απαραίτητες δεξιότητες (τη δεξιότητα να είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι, να σχετίζονται με άλλους ανθρώπους, να καταλαβαίνουν τους κανόνες της κοινωνίας, να επικοινωνούν, κλπ) που θα χρειαστούν στη μεταγενέστερη ζωή τους.


Απόδοση: Λίλιαν Θάνου
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr



Wednesday, 24 June 2020

Most children and teens with gender dysphoria also have multiple other psychological issues



By Alex Fradera

New research on gender identity disorder (also known as gender dysphoria, in which a person does not identify with their biological sex) questions how best to handle the condition when it arises in children and adolescents. Should biological treatments be used as early as possible to help a young client transition, or is caution required, in case of complicating psychological issues?

Melanie Bechard of the University of Toronto and her colleagues examined the prevalence of “psychosocial and psychological vulnerabilities” in 50 child and teen cases of gender dysphoria, and writing in a recent issue of the Journal of Sex and Marital Therapy, they argue their findings show that physicians should be considering these factors more seriously when deciding on a treatment plan. Salting the situation, one of the paper’s co-authors is Kenneth Zucker, an expert on gender dysphoria who was last year considered too controversial for Canadian state television.



As recently as 2013, Zucker headed the American Psychiatric Association’s group deciding the diagnostic criteria for gender dysphoria, but he fell from grace in 2015 when he was fired from his clinic at the Toronto Centre for Addiction and Mental Health for failing to follow the now prominent “gender-affirmative” approach that places a clinical emphasis on smoothing the process of gender transition for children and adolescents who say they no longer identify with their biological sex.

Zucker’s approach, in contrast, was more hesitant and he questioned the ease with which young people can draw conclusions about their gender identity during a universally tumultuous stage of life. He also placed more emphasis on the costs that transition may bear upon an individual. To say that he considered transition a last resort would be as much of a caricature as saying the gender affirmative approach considers it a first resort, but they clearly represent different points on this spectrum.

To Zucker’s critics he was a transphobe, his approach analogous to gay conversion therapy (the now widely condemned use of psychological therapy to attempt to alter a client’s sexual orientation) – for example, he reportedly advised some parents to discourage their younger children from behaving in ways that contradicted their assigned gender.

Last year, hostility toward Zucker’s views was substantive enough to lead the Canadian broadcaster CBC to pull a BBC documentary that reported his perspective. For his part, Zucker continues to maintain that his priority has always been the wellbeing of his clinical charges. The recent article that he co-authored with Bechard and others puts into the scientific record one of the concerns of his clinic, that gender dysphoric youth are a psychologically vulnerable population.

The paper examines the case files of 17 people assigned a male gender and 33 people assigned a female gender, at birth, based on their biological sex. Following their experience of gender dysphoria, the clients had been referred to a specialist gender identity service for young people, at which time they were aged 13 to 20. Sixty-four per cent of the clients were homosexual with respect to the gender they were assigned at birth.

The researchers looked for evidence of 15 factors that can signify or contribute to psychological issues, from self-harm to a previous outpatient therapy visit, and found that over half their sample had six or more of these factors. The majority had two or more prior diagnoses of a psychological disorder, the most common being a mood disorder such as depression. More than half had reported thinking about suicide, a third had dropped out of high school, a quarter had self harmed. A history of sexual abuse was rarer, observed in ”only” 10 per cent of cases.

All these measures are likely to be underestimates because they depended on the clients’ own descriptions during their initial interview at the gender identity clinic. Without a control group, it’s hard to say whether these rates of psychological distress are higher than for other client groups. Certainly though, the findings are consistent with the sense that these individuals were already in a state of psychological vulnerability when they were referred for gender dysphoria.

Bechard’s team present in-depth examples of two clients, both assigned as female at birth, that bring these psychological complexities to life, demonstrating the kinds of situations these cases often involve.

The first individual was very intelligent but struggling socially, especially around girls. They were fixated on emphasising their femininity in selfies, leading the parents to suspect body dysmorphic disorder (a troubling belief that there is something wrong with one’s body). This individual’s boyfriend then came out as gay. Sometime following this, the client disclosed that they identified as a boy. This change in identity happened “overnight” with no developmental history of cross-gender identification.

The second client’s history is more convoluted: at around age 14-15 this individual had disclosed that they were transgender (now identifying as male), and had felt this way for a while. This individual also had a history of anxiety, social problems interacting with girls, and extreme anxiety about sexuality. From the point of disclosing their gender dysphoria, they also reported that they were gay (oriented towards men) but had no interest in romantic/sexual relations.

In both these cases, after an initial assessment the individual was given testosterone treatment by a physician against the wishes of the parents – in the first case, the physician actually refused to meet the parents, and in the second, the physician recorded that the issues raised by the parents regarding anxiety, sexual and social problems weren’t relevant for the course of action. Sadly, in the case of the second individual, a few months after the start of the hormone treatment, they made a suicide attempt that required hospitalisation; the reasons for this were not reported.

Are the indicators of psychological vulnerability identified in these case histories the consequence, cause or simply coincident to gender identity disorder? If they are all solely a fall-out from the gender dysphoria, then the decisive approach of the physicians described above has a certain sense to it. But if some of the psychological complications pre-dated the gender dysphoria, or were separate from it, then at the very least this would suggest that the consulted physicians should have considered a broader treatment plan, and considered the psychological complications when judging their clients’ “readiness” to commence biomedical treatments.

The possibility that disclosure of gender dysphoria may in some cases be driven by earlier psychological vulnerabilities and social problems seems likely to be greater than zero. This is a controversial idea among many online trans activists, but actually it isn’t among health practitioners, even those who espouse the gender affirmation philosophy, who recognise that some young gender identity referrals may be transiently mixed-up individuals.

The issue of pre-existing or concurrent psychological vulnerabilities also speaks to the fact that a substantial proportion, perhaps even the majority, of children who experience some form of gender identity challenge, later come to endorse the gender they were raised as (further commentary and discussion); the new findings may also be relevant to the experience of detransitioning individuals, who reach similar conclusions, but often after a much greater investment in the process of transition – a phenomenon that is struggling to get scientific attention.

However, when a child with gender dysphoria is “insistent, persistent, and consistent” over an extended period, then (under the gender affirmative approach) this is typically treated as a good indicator that it is appropriate to begin facilitating the transition process. The trouble is, psychological vulnerabilities can also be persistent, and if a young person feels like they’ve found the solution, it’s understandable that they might not want to let go.

Life can sometimes feel as complicated as the Gordian knot, the legendary challenge that was seemingly impossible to disentangle. It’s understandable to weigh up a radical solution, like Alexander the Great cleaving the knot with a single sword-stroke: to abandon your external environment for a new home, to step outside of the confines of an identity that may be the source of the myriad issues plaguing you.

This research from Bechard, Zucker and company provides preliminary evidence about the psychological vulnerabilities of children and teens with gender dysphoria, extending previous work that’s shown high rates of self-harm and suicidal ideation in this group, but more research is required to give us the full clinical picture. As such, this new paper represents just the latest sally in a difficult, complicated conversation that’s far from over: a conversation about how we can most compassionately treat those who feel out of step with where they find themselves in the social world.

SOURCE:

Monday, 22 June 2020

Μπορεί ο σύντροφός σας να επηρεάσει την υγεία σας;





Η προσωπικότητα του συντρόφου σας μπορεί να επηρεάσει τη ζωή σας με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ενώ έρευνες έχουν δείξει ότι ένας ευσυνείδητος σύντροφος μπορεί να βελτιώσει την υγεία σας.


Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη μελέτη, μπορεί ακόμα και να βελτιώσει και την ποιότητα της ζωής σας.





Η προσωπικότητα αντικατοπτρίζει τον χαρακτηριστικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς ενός ατόμου. Για τον λόγο αυτό, οι ψυχολόγοι τείνουν να εξετάζουν αν κάποιος είναι εξωστρεφής, ευχάριστος, ανοιχτός σε νέες εμπειρίες και αν διαθέτει συνείδηση και συναισθηματική σταθερότητα. Συνήθως, αυτά τα χαρακτηριστικά μετριούνται χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγια που τους βοηθούν να δημιουργήσουν ένα προφίλ του ασθενούς.



Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η συνείδηση ορίζεται από τα υψηλά επίπεδα αυτοπειθαρχίας. Επειδή οι ευσυνείδητοι άνθρωποι είναι πιο οργανωμένοι και προσεκτικοί, είναι πιο πιθανό να ακολουθούν έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής σε σχέση με τους λιγότερο ευσυνείδητους συνομηλίκους τους. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι πιο πιθανό να ακολουθήσουν τη συμβουλή του γιατρού τους, να τρώνε πιο υγιεινά και να ασκούνται. Έτσι, είναι λογικό να έχουν έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Μπορούν όμως να επηρεάσουν και την καθημερινότητα του συντρόφου τους;









H μελέτη εξέτασε αν και κατά πόσο η συνείδηση ενός ατόμου επηρέασε την ποιότητα ζωής του συντρόφου του. Ο όρος «ποιότητα ζωής» αντικατοπτρίζει την ικανοποίηση ενός ατόμου από τη ζωή του, συμπεριλαμβανομένης της σωματικής υγείας, της ψυχολογικής κατάστασης και των κοινωνικών σχέσεων.



Οι ερευνητές εξέτασαν 182 ερωτευμένα ζευγάρια, ζητώντας από κάθε άτομο να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο. Οι συμμετέχοντες ήταν ηλικίας από 18 έως 78 ετών, με μέσο όρο ηλικίας 36 ετών. Για να λάβουν μέρος, τα ζευγάρια έπρεπε να έχουν σχέση τουλάχιστον για έξι μήνες. Κάθε άτομο ολοκλήρωσε το ερωτηματολόγιο ξεχωριστά από τον σύντροφό του, ώστε να μην μπορούν να συζητήσουν τις απαντήσεις τους.



Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι το επίπεδο συνείδησης ενός ατόμου σχετίζεται με την ποιότητα ζωής του, καθώς οι συμμετέχοντες που είχαν υψηλότερα επίπεδα συνείδησης ανέφεραν καλύτερη ποιότητα ζωής. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ακόμα ότι άτομα που είχαν συντρόφους με υψηλότερα επίπεδα συνείδησης ανέφεραν επίσης ότι έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής.



Πηγή:

https://www.onmed.gr/ygeia-psyhikh/story/377032/mporei-o-syntrofos-sas-na-epireasei-tin-ygeia-sas(accessed 22.6.20)


Why Are We So Quick To Scrutinise How Low-Income Families Spend Their Money?




By Matthew Warren

As shops re-opened in the UK this week, social media users were quick to pour scorn on the hundreds of eager shoppers who queued up to get in. Yes, it’s unclear whether it was a good decision to re-open businesses — but there was a certain snobbishness to many of these posts. Most of the ire was directed at those lining up outside Primark, which sells clothes at prices more affordable to those on low incomes than most other high street stores. Meanwhile, queues also formed outside high-end shops like Selfridges and Harrods — but these shoppers somehow escaped the wrath of most social media commentators.

This situation seems to reflect a broader inequality in how we judge other people’s purchase decisions: we’re much more willing to scrutinise — or even dictate — how people on lower incomes spend their money compared to those on higher incomes. There are countless examples of this — think of the low-income mother who is criticised for treating her children to a rare meal out, or the refugee who is shamed for owning a smartphone.

Now a new study in PNAS provides some clues as to the origins of this bias. Across a series of 11 studies involving more than 4,000 participants, Serena Hagerty and Kate Barasz from Harvard Business School find that we tend to believe lower-income people need less than those on higher incomes, and that this in turn restricts our perceptions about what is acceptable for this group to buy.

In the first couple of studies, participants read about Joe, who was described as having either a low- or high-paying job. They learned that Joe had won a $200 gift card which he spent on a flat screen TV. They then rated five statements which measured how “permissible” they thought his purchase was (e.g. “He made a responsible purchasing decision” and “He deserves to buy what he did”). Those who read that Joe had a low income rated his purchase as less permissible than those who read that he had a high income, or who were given no information about his income.

In a subsequent study, participants read about a woman looking for a child’s car seat who ultimately chooses to buy the more expensive of two options. Again, those who read she had a low income thought her decision was less permissible than those who read she had a high income. In fact, the team observed the same pattern for a range of products: participants who rated the permissibility of 20 different goods and services, from household appliances to pet products, indicated that almost all of these were less acceptable for a lower-income person to buy.

So people clearly think that purchasing the very same product is often less acceptable for a low-income than high-income individual — but why is that the case? The researchers thought it could come down to people’s perceptions of the needs of others. So, in the next few studies, they looked at which purchases participants deemed necessary.

The team repeated the car seat scenario, for instance, finding that those who read that the mother was on a low income believed that the purchase was less necessary than those who read she was on a high income. Similarly, in another study, participants read about a low- or high-income family looking for a new house, and were asked to rate how necessary it was that the house had 20 different features, such as a garage or storage space. Of these 20 features, 17 were rated as more necessary for the high-income family. Disturbingly, these even included basic requirements like “close to hospitals” or “a neighbourhood that is safe/secure”.

These findings suggest that people believe low-income individuals need particular items less than high-income individuals — and further studies showed that purchases that were considered less necessary were, in turn, considered less permissible.

Finally, the researchers demonstrated that these perceptions actually influence people’s behaviour. In one study, participants could help a hypothetical family decide what to buy. Participants who read that the family was on a low income were much less likely to allocate money to “low permissibility” products like a television than those in the high-income condition. And when deciding whether to gift a low-income individual either a $100 grocery voucher or a $200 electronics voucher, only a quarter of participants went for the latter, even though it was worth twice as much. More than half said they would give a high-income individual the electronics voucher, however. “Paradoxically, the result was that participants effectively allocated more money to higher-income people than lower-income people,” the authors note.

These last findings have worrying implications when it comes to thinking about charitable donations or how resources are distributed to the less fortunate, write the authors. If people hold such a narrow view of the needs of those on lower incomes, then it’s easy to see how resources could be allocated disproportionately to the most basic necessities — food and housing, say — while ignoring higher-level needs that are seen as less “permissible” — access to the internet or to recreation facilities, for instance.

The research could also help explain why it is so common to hear politicians and opinion writers moralising about what poorer people should and should not spend their money on, or why state provisions for those on lower incomes often barely meet the most basic standard. “In essence,” the researchers conclude, “people seem to conceptualize necessity differently for lower-income versus higher-income others, such that the “wants” of the poor evolve into the “needs” of the wealthier.”

SOURCE:


Tuesday, 16 June 2020

Ένας ακόμη λόγος για να δείτε σήμερα τους φίλους σας!





Όταν κάποιος επιχειρεί να βελτιώσει την υγεία του, συνήθως ακολουθεί ένα γνωστό μονοπάτι: Ξεκινάει υγιεινή διατροφή, αρχίζει να γυμνάζεται και προσπαθεί να βελτιώσει τον ύπνο.





Σίγουρα οι παραπάνω συνήθειες είναι σημαντικές, αλλά όλες εστιάζουν στη σωματική υγεία. Παρόλα αυτά, και η κοινωνική υγεία είναι εξίσου σημαντική για τη γενική μας ευημερία.

Μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLOS ONE, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι η δύναμη του κοινωνικού κύκλου ενός ατόμου, ήταν καλύτερος προγνωστικός δείκτης για το άγχος, την ευτυχία και την ευημερία σε σχέση με άλλους δείκτες που σχετίζονται με τη φυσική δραστηριότητα και τον ύπνο.

Μελέτες έχουν δείξει ότι η κοινωνική υποστήριξη - είτε προέρχεται από φίλους είτε από μέλη της οικογένειας ή από τον/την σύζυγο - συνδέεται στενά με την καλύτερη ψυχική και σωματική υγεία.







Μία έντονη κοινωνική ζωή μπορεί να μειώσει τα επίπεδα άγχους, να βελτιώσει τη διάθεση και να ενθαρρύνει τις υγιεινές συμπεριφορές. Η έρευνα έχει δείξει ακόμη ότι μία έντονη κοινωνική ζωή μπορεί να ενισχύσει τα αποτελέσματα των ήδη υγιεινών συμπεριφορών, όπως η άσκηση.

Αντίθετα, η κοινωνική απομόνωση συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά χρόνιων παθήσεων και προβλημάτων ψυχικής υγείας και μπορεί ακόμη και να προκαλεί αλλαγές σε κυτταρικό επίπεδο, που προάγουν τη χρόνια φλεγμονή.

Οι επιπτώσεις της μοναξιάς στην υγεία έχουν παρομοιαστεί με το να καπνίζει κανείς 15 τσιγάρα την ημέρα. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου αριθμού νεότερων και μεγαλύτερων ενηλίκων της χώρας, είναι μόνοι.

Μάλιστα, μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Health Promotion προσπάθησε να αναλύσει τις αιτίες που οδηγούν σε αυτά τα υψηλά ποσοστά μοναξιάς.

Δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν χρησιμοποιούνται τόσο ώστε να παραβιάζουν τον ποιοτικό χρόνο της πραγματικής επαφής, πρόσωπο με πρόσωπο, οδηγούν σε μεγαλύτερα ποσοστά μοναξιάς.

Πηγή:
https://www.onmed.gr/ygeia-psyhikh/story/377408/enas-akomi-logos-na-deite-simera-toys-filoys-sas(accessed 16.6.20)


Struggling To Stick To A Workout Routine? Copying Your Friends Might Help







By Emily Reynolds

Keeping to goals or new habits is not easy — so much so that there’s a cottage industry of life coaches, motivational speakers and stationery companies offering you tricks, hints, motivational journals and other products apparently designed to keep you on the straight and narrow.

But there might be an easier — and considerably cheaper — way of doing things. Rather than trying to motivate ourselves alone, Katie S. Mehr and colleagues from the University of Pennsylvania argue in the Journal of the Association for Consumer Research, copying the strategies that our friends use may provide us with some much needed drive.



The team asked 1,028 participants, all of whom said they wanted to exercise more, how many hours they’d spent exercising in the previous week, before randomly assigning them to one of three conditions.

Participants in the “copy-paste” condition were asked to pay attention to how people they knew motivated themselves to work out, and were told they could ask them directly for strategies and tips. Those in the “quasi-yoked” control condition were told that the research team would “help [them] learn about an effective hack or strategy that motivates people to exercise” — no mention of friends. In another, simple control condition, there was no message.

Two days later, participants completed a second survey, describing what strategies they planned to use in the next week to exercise more. More specifically, those in the copy-paste condition were asked to summarise the strategy they’d copied from a friend, while those in the quasi-yoked condition were provided with one of 358 exercise strategies another participant had copy-pasted in a pilot study.

Finally, a week after the second survey, participants in all conditions were asked how many hours they had spent exercising in the last week and how motivated they had felt to exercise on a scale of one to five.

Those in the copy-paste condition — that is, those who had copied their friends’ fitness strategies — spent significantly more time exercising than those in the simple control (55.8 more minutes on average) and quasi-yoked control condition (32.5 more minutes). They were also more motivated to exercise.

What made copy-paste prompts so effective? To figure this out, the team also asked participants nine questions about the strategies they used, such as how useful, new or appealing the strategies were, and how committed they felt to them. The team found that, compared to the quasi-yoked condition, those in the copy-paste condition found the strategies more useful, were more committed to them, and had more social interactions with others who exercise — and these differences could explain why these participants in turn spent more time exercising.

This makes sense: general advice about exercise or habit-forming may not particularly resonate with someone, while finding appealing strategies from one’s own social circle could be more personally relevant. Further research could look at the nature of the strategies participants “copied and pasted” from their friends: is the motivation of seeking and applying strategies from friends enough to keep somebody interested in their new habit, or do particular types of strategy work better or worse?

Whether copy-paste strategies would work in the long-term is also not yet clear — it’s easy to start a new lifestyle with good intentions and high levels of motivation, but not so easy to keep it up. If you’re looking to change a habit, however, you could do a lot worse than looking to a friend for advice.


SOURCE:

Tuesday, 9 June 2020

Young Children Believe Intervening In Antisocial Behaviour Is A Universal Duty. Adults Don’t



By Emily Reynolds

When witnessing harmful behaviour, most of us hope for intervention of some kind: if we see someone receiving abuse on public transport, for example, it’s likely we want to see some action taken.

Who we want to intervene in such acts, however, is more divisive. Some believe social norms should be enforced by authorities, whilst others stress that responsibility should be shared amongst us all. An interesting example of this is the discussion around policing, with abolitionists arguing that much of the work done by the police would be better led by communities themselves.

Our politics may inform our stance — and according to a new study in Cognition from Julia Marshall and colleagues at Yale University, so might our age. The team finds that older children and adults tend to see norm enforcement as the responsibility of authorities, while younger children see that duty as universal.

In the first study, a group of 84 four-to-seven-year-olds and 36 adults were presented with a scenario in which an authority figure — a parent or teacher — and an ordinary person witnessed teasing. In one story, someone was teased in a park in front of two witnesses: the transgressor’s mother and someone walking in the park. In the other, set in a school, the teasing was seen by a teacher and by another student in the class. All characters were adults or teenagers.

After seeing the scenarios, both groups were asked questions about how obligated each witness was to do something about the teasing. First, they were asked expectation questions: how likely they felt the authority and peer figures were to intervene. Next were obligation questions, measuring whether the participant felt each figure had a duty to take action. Finally, forced obligation questions asked which of the two figures was more obligated to act.

Results suggested that adults considered the authority figure more obligated to intervene (in fact, they tended to believe that the other bystander did not have a duty to intervene). Older children showed a similar response. And while younger participants also believed authority figures had the greatest obligation, they felt that peers had more of a duty to intervene than did older children or adults — that is, they seemed to believe obligation was more of a universal duty. Children of all ages also expected authorities to intervene, but as they got older became less sure that peers would do so too.

A second study introduced the idea of punishment. A total of 148 children and 40 adults were shown two sets of stories, which depicted someone being teased in a park or at a school. In one version of the stories, the perpetrator’s parent or a teacher was the only witness; in the other, the witness was a peer. The participants answered the same expectation, obligation and forced obligation questions, this time focused on the duty of the witness to punish the perpetrator (e.g. “Do you think this person … has to get Jessica in trouble for saying something mean?”).

As in the first study, adult participants believed the authority figure was more obligated to punish than the peer. This was also the case for older children — but while four-year-olds also felt authority figures were obligated to help, they again felt that peers also had a duty to step in.

It seems, therefore, that young children have broader beliefs about who is obligated to intervene in unpleasant situations. But this isn’t because they don’t understand the difference in power between authority figures and average onlookers, the team argues. Instead, the authors suggest that expecting or valuing community or peer intervention is universal, but that certain cultures — like that of the United States where this study took place — end up replacing these “default” beliefs with deference to authority.

Future work which looks at the same factors across cultures could clarify how universal these changes are during child development — and what cultural and interpersonal factors lead to such changes.


SOURCE:

Wednesday, 3 June 2020

Women Are More Likely Than Men To Be Told “White Lies” In Performance Reviews





By Emily Reynolds

It’s not uncommon to tell a white lie at work: why you took a slightly too-long lunch break or how much you’ve really done on that big project. Often, white lies are socially useful — telling someone that you like what they’re wearing is probably a kinder option than admitting that you hate it, for example.

When it comes to performance reviews, however, white lies are less beneficial. The whole point of such a review is to help improve how someone is working and identify and mitigate potential problems, so lying defeats the object. And according to a new study from Cornell University’s Lily Jampol and Vivian Zayas, published in Personality and Social Psychology Bulletin, it’s women who most often bear the brunt of untruthful performance reviews.

To build on previous research suggesting that women and men receive different kinds of performance evaluations, the team recruited 182 participants who read a hypothetical scenario in which a manager was giving feedback to an underperforming employee. They learnt that the manager had six feedback options to choose from, ranging from the most truthful and harshest statement (which most closely matched the manager’s actual evaluation of the employee’s poor performance), to the nicest but least truthful statement. Participants were randomly assigned to one of six conditions in which they saw a check mark next to the feedback that was actually given.

Participants then guessed whether the employee was male or female, and were asked to indicate what the manager’s perceptions were of the worker’s warmth, sincerity, confidence and competence. They also rated how likely the manager would be to assign an important task to the employee in the future.

As expected, participants tended to assume that employees shown less accurate but kinder feedback were women: two-thirds of participants believed that an employee given the least truthful but nicest evaluation was a woman, for instance, while just 7% thought that an employee given the most truthful and harshest feedback was female. Results also suggested some stereotyping around gender and traits: those who believed the employee was a woman also believed that the manager perceived her to be less confident, and as feedback got kinder and less accurate were more likely to assume the manager perceived her as warm.

A second study looked at whether people would actually be more likely to tell white lies to under-performing women than under-performing men. First, 66 participants read and rated two mediocre essays they were told had just been written by a pair of students participating remotely (in actual fact, there were no real writers taking part). Initially, participants evaluated these essays from 0 to 100% on dimensions like “focus” and “logic”, providing feedback only to the researchers.

At this point, the first names of each writer were revealed: Sarah and Andrew. Participants were then asked to provide ratings directly to each writer, and give some feedback, which independent coders rated on positivity and constructiveness. Participants also rated the writers on warmth, competence and future ability, and indicated what percentage of the truth they believed they had told Sarah or Andrew.

Mirroring results from the first study, participants were more likely to tell white lies to the writer they believed was a woman, with participants giving Sarah more favourable evaluations during the second phase of the experiment than during the first. Participants rating Andrew showed no difference in evaluation. Feedback for Sarah was also more positive than feedback for Andrew. Interestingly, the majority of participants (65%) were aware of having told white lies, but also reported that they gave equally truthful feedback to Sarah and Andrew, suggesting a lack of awareness of the gendered dimension.

Given the biases many women still face in the workplace, the results seem counterintuitive – surely women are rated less kindly than male colleagues? The team argues that gender stereotypes are at play here. Women are often perceived as less confident than their male counterparts, as this study showed. A manager may therefore decide to lie because they believe they will be boosting a female employee’s low confidence. Another suggestion is that women are still seen as a low-powered group: criticism, therefore, may be perceived as needless denigration.

Either way, such “benevolent sexism” is not helpful. Though on the surface a kinder performance evaluation may seem positive, it may be holding women back, failing to explain how they could improve at work. It can also feed into ideas that women are inferior or subordinate to men and therefore need protecting.

Whereas other parts of HR or management processes have used techniques such as blind hiring to remove bias, it’s harder to see what kinds of adaptations could be made to tackle these tendencies – you can’t give blind performance evaluations, after all. Understanding more about how women experience benevolent and non-benevolent sexism is a start, but there’s much more work to be done to eradicate many obstacles in their way.

SOURCE:

Monday, 1 June 2020

6 λόγοι να χαρίσετε ένα αδελφάκι στο μοναχοπαίδι σας



"


Μήπως έχετε ήδη ένα υπέροχο παιδί και συλλογίζεστε διαρκώς το αν και το πότε θα μεγαλώσετε κι άλλο την οικογένεια; Σταματήστε τώρα να το αναλύετε και μην βασανίζεστε άλλο, αφού, αν αφήσετε στην άκρη τα εύλογα άγχη που αντιμετωπίζει κάθε γονιός, το σπιτικό σας μόνο πιο χαρούμενο μπορεί να γίνει με ακόμη ένα ζουζούνι να τρέχει εδώ κι εκεί. Και το μοναχοπαίδι σας θα είναι διπλά ευτυχισμένο και θα σας ευγνωμονεί για πάντα γι’ αυτό το υπέροχο δώρο που θα του έχετε χαρίσει. Αν το σκέφτεστε ακόμη, αυτά τα 6 σημεία ίσως σας βοηθήσουν να αποφασίσετε.
Θα αποκτήσει ένα φίλο για πάντα

Και να μεγαλώσει μόνο του, το μοναχοπαίδι σας δεν πρόκειται να μείνει χωρίς φίλους και μάλιστα καρδιακούς. Αλλά με το αδερφάκι του θα είναι πολύ διαφορετικά και η σχέση τους δεν θα είναι σαν καμία άλλη. Θα μεγαλώσουν μαζί, θα μοιραστούν τις πιο υπέροχες στιγμές τους και θα ξέρουν τα πάντα το ένα για το άλλο. Και θα είναι αχώριστα για μια ζωή, αφού θα τα ενώνει ο πιο σημαντικός δεσμός, ο αδελφικός.
Θα έχει πάντα παρέα

Όσοι είναι μοναχοπαίδια, θυμούνται σίγουρα εκείνα τα μακρινά ταξίδια με το αυτοκίνητο που πέθαιναν από τη βαρεμάρα στην πίσω θέση. Λοιπόν, με ένα αδερφάκι το μοναχοπαίδι σας δεν θα χρειαστεί ποτέ να περάσει αυτήν την απαιτητική δοκιμασία, αφού θα έχει πάντα κάποιον για να πειράζονται και να φαντάζονται διάφορους τρόπους να σκοτώσουν την ώρα τους στο αυτοκίνητο. Όχι μόνο στα ταξίδια φυσικά, αλλά και στο σπίτι, στο χωριό και παντού!


Θα γίνει πιο υπεύθυνο

Από τη στιγμή που αποκτά μικρότερο αδερφάκι, ένα παιδί αποκτά σταδιακά και την αίσθηση ότι, ως μεγαλύτερο, πρέπει να είναι παράδειγμα για εκείνο, να το προσέχει και να το φροντίζει. Αμέσως, γίνεται η προέκταση της γονεϊκής μέριμνας, ωριμάζει γρηγορότερα και γίνεται πιο υπεύθυνο. Όχι ότι τα μοναχοπαίδια δεν γίνονται υπεύθυνοι ενήλικες, αλλά είναι αλλιώτικο να καλλιεργείται η υπευθυνότητα μέσα από αληθινές ευθύνες και εμπειρίες.
Θα μάθει να μοιράζεται όσα έχει

Όταν ένα παιδί είναι το μοναδικό της οικογένειας απολαμβάνει εκ των πραγμάτων μια αποκλειστικότητα που είναι στο χέρι των γονιών το αν θα γίνει επιζήμια ή όχι για τον χαρακτήρα του. Με ένα αδερφάκι στο σπίτι, όμως, ένα παιδί μαθαίνει από νωρίς πως ούτε τα παιχνίδια, ούτε η προσοχή και η φροντίδα των γονιών είναι μόνο για εκείνο. Και μαθαίνει να μοιράζεται όσα έχει και να δίνει όσα δεν χρειάζεται.
Το σπίτι θα γεμίσει γέλια και φωνές (και τσιρίδες)

Εντάξει, είναι αλήθεια ότι και ένα παιδί φτάνει να γεμίσει το σπίτι χαρά, γέλια και εκείνη την παιδική ξεγνοιασιά που τόσο πολύ μας χαλαρώνει κι εμάς. Φανταστείτε, λοιπόν, όλη αυτή την έκρηξη ευτυχίας και πολλαπλασιάστε την επί 2... κι ύστερα, αν πάρετε φόρα, επί 3. Το σπίτι σας δεν θα είναι ποτέ πια ήσυχο ή τακτοποιημένο, θα είναι όμως ολοζώντανο και γεμάτο ενέργεια, χαρά και παιδικό αυθορμητισμό.
Είναι το καλύτερο δώρο που θα του έχετε κάνει ποτέ

Τα παιδιά λατρεύουν τα δώρα και είναι σίγουρο ότι το μοναχοπαίδι σας θα έχει την ευκαιρία να δεχτεί πολλά δώρα στη ζωή του, από συγγενείς και φίλους, και φυσικά από εσάς. Εσείς όμως έχετε τη δυνατότητα να του κάνετε το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να λάβει ποτέ. Ένα υπέροχο αδερφάκι με το οποίο θα μοιραστεί τις πιο ευτυχισμένες οικογνειακές στιγμές και ως γνωστόν: η ευτυχία που μοιράζεται είναι διπλή!

ΠΗΓΗ:


Αγχώδεις διαταραχές - Φοβίες και σεξουαλικότητα


Το άγχος είναι μία δυσάρεστη κατάσταση και ανησυχία, όπου το άτομο απορρυθμίζεται και δεν μπορεί να λειτουργήσει, να χαρεί και να ζήσει θετικά ότι συμβαίνει στη ζωή του. Δεδομένου, ότι το άγχος έχει δημιουργικό χαρακτήρα και χτίζει τις προσδοκίες της ανθρώπινης ζωής, γίνεται παθολογικό, όταν δηλητηριάζει την δημιουργικότητα του ανθρώπου.

Οι αγχώδεις διαταραχές είναι μια ομάδα ψυχικών διαταραχών, που χαρακτηρίζονται από συναισθήματα αγωνίας και φόβου. Το άγχος είναι μια ανησυχία για γεγονότα που εκλαμβάνονται ως απειλητικά και πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, ενώ ο φόβος είναι μια αντίδραση σε άμεσα ερεθίσματα που απειλούν το άτομο. Το άγχος συνοδεύεται από έντονη διέγερση του νευρικού συστήματος με την πηγή του άγχους να είναι είτε άγνωστη, είτε μικρής έντασης συγκριτικά με την αντίδραση που προκαλεί. Ο φόβος από την άλλη, προκαλεί σύσπαση των μυών και προετοιμασία του ατόμου για μυϊκή δραστηριότητα (fight or flight) ως απάντηση στην απειλή.

Τα συναισθήματα αυτά μπορούν να προκαλέσουν και έντονα σωματικά συμπτώματα, όπως είναι η ταχυπαλμία, η εφίδρωση και η στομαχική δυσφορία. Το άτομο τείνει συχνά να αποφεύγει καταστάσεις ή αντικείμενα, καθοδηγούμενο από το άγχος του, με αποτέλεσμα η επαγγελματική, οικογενειακή και κοινωνική του ζωή να διαταράσσονται σε σημαντικό βαθμό.

Μια άλλη ψυχική κατάσταση που συνδέει το άγχος και τον φόβο, είναι το στρες. Ουσιαστικά είναι η σωματική και ψυχική διέγερση του ατόμου μπροστά σε συνθήκες δυσάρεστες και έντονα δυσφορικές που η απάντηση έρχεται με πληθώρα σωματικών και ψυχικών αντιδράσεων. Συγκεκριμένα, ο άνθρωπος στη λειτουργικότητά του θωρακίζεται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα με τους δύο άξονες που το αποτελούν, δηλαδή: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό. Το στρες εγκλωβίζεται και παράγεται σε ένα φαύλο κύκλο εξωγενών και ενδογενών ερεθισμάτων που ενεργοποιούνται τα δύο αυτά συστήματα προκαλώντας αρκετές σωματικές και ψυχικές εκδηλώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που ενεργοποιούν πιο εύκολα το αυτόνομο νευρικό σύστημα κάτω από συνθήκες στρες και βιώνουν πιο έντονα τις ψυχοσωματικές επιδράσεις αυτής της αντίδρασης.

Στη ψυχιατρική υπάρχει η διάγνωση του μετατραυματικού στρες που αναλύεται στην οξεία αντίδραση του ανθρώπου μπροστά σε μια επώδυνη ψυχική ή σωματική κατάσταση που γίνεται δυσλειτουργική η ζωή του, κουβαλώντας το «τραύμα» για μεγάλο χρονικό διάστημα ή και εφ’ όρου ζωής, προκαλώντας δυσκολία προσαρμογής και αδυναμία στη συνέχεια, βγαίνοντας μπροστά ως αρνητική εμπειρία, σε κάθε βήμα της επόμενης μέρας του (π.χ. βιασμός).

Κλασσικά συμπτώματα που καθηλώνουν τον άνθρωπο στην καθημερινότητά του κάτω από συνθήκες ψυχοκινητικής διέγερσης ή σωματικής ανισορροπίας είναι: ταχυκαρδία, εφίδρωση, αύξηση της συχνότητας της ούρησης, διάχυτοι νευρομυϊκοί πόνοι, κεφαλαλγίες, δυσφορία της αναπνοής, αίσθημα ζάλης και αστάθεια, φόβο της καρδιακής λειτουργίας και άλλα πολλά που αποτυπώνουν την έντονη αντίδραση μπροστά σε πιθανό δυσφορικό αίσθημα φόβου και θυμού που η σκέψη παράγει και το σώμα απαντά. Και οι τρεις δείκτες, άγχος, φόβος, στρες, εκφράζονται σε ανθρώπους που δεν θεωρούνται ψυχικά άρρωστοι. Εάν όμως παραχθεί έντονη συμπτωματολογία απορρύθμισης και το άτομο υποφέρει ή αποδιοργανώνεται στην καθημερινότητά του, οδηγείται σε ψυχοσωματική νόσο (π.χ. διαταραχές ύπνου, αρρυθμίες, διαταραχές του πεπτικού συστήματος και πλήθος σωματικών νοσημάτων που εμπλέκονται με αρκετές φαρμακευτικές αγωγές, χωρίς αρχή και τέλος).



Επιδημιολογία





Οι αγχώδεις διαταραχές είναι οι συνηθέστερες ψυχιατρικές διαταραχές και επηρεάζουν περίπου το 13,6% έως 28,8% των ενηλίκων κατά τη διάρκεια ζωής τους.
Οι γυναίκες προσβάλλονται δύο φορές πιο συχνά από ό,τι οι άνδρες
Συγκαταλέγονται μεταξύ των ψυχιατρικών διαταραχών με το μεγαλύτερο επιπολασμό



Αιτιολογία





Η αιτιολογία των διαταραχών άγχους είναι ένας συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Βασικοί παράγοντες κινδύνου είναι:
η παιδική κακοποίηση
η κοινωνική σύγκριση και αλληλεπίδραση των εφήβων
η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης, αλκοόλ και βενζοδιαζεπινών
η παρουσία ψυχικών διαταραχών στο οικογενειακό ιστορικό
τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (οικονομικά, σωματική νόσος, διαζύγιο, πένθος)
ορμονικοί παράγοντες (υπερθυρεοειδισμός)



Κλινικές εικόνες




Διαταραχή άγχους αποχωρισμού
το υπερβολικό συναίσθημα άγχους και ανησυχίας, που νιώθει κάποιος όταν απομακρύνεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή τόπο
το άτομο έχει συχνές σκέψεις ότι κοντινά του πρόσωπα θα πάθουν κακό ή εκείνο μπορεί να χαθεί ή να απαχθεί αν απομακρυνθεί από αυτά
το άτομο προβάλλει αντίσταση στο να φύγει από το σπίτι του, να κοιμηθεί εκτός ή να μεταφερθεί σε άλλο χώρο
μπορεί να έχει εφιάλτες με περιεχόμενο την απομάκρυνση, πονοκεφάλους, ναυτία ή και τάση για έμετο.
Εμφανίζεται περίπου στο 7% των ενηλίκων και στο 4% των παιδιών
Επιλεκτική αλαλία
Το άτομο δεν εκφέρει την άποψη του μπροστά σε συγκεκριμένες καταστάσεις ή σε συγκεκριμένα πρόσωπα παρά το γεγονός ότι έχει τη δυνατότητα να το κάνει
Εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά και παρουσιάζεται πριν την ηλικία των 5 ετών
Κεντρικό ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής παίζει η προσωπικότητα και η στάση των γονέων.
Συνυπάρχει συχνά με την υπερβολική συστολή και το κοινωνικό άγχος, ενώ περίπου το 1% των ανθρώπων παγκοσμίως αναμένεται να επηρεαστούν από αυτή.
Ειδική φοβία (αίμα, ενέσεις και μεταγγίσεις, τραύμα, ιατρική περίθαλψη)
Αποτελούν τη μεγαλύτερη ενιαία κατηγορία αγχωδών διαταραχών
Πρόκειται για το συναίσθημα του πανικού, που κατακλύζει το άτομο, όταν έρχεται αντιμέτωπο με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή κατάσταση.
Το άτομο παρουσιάζει έντονες φοβικές αντιδράσεις ή αποφυγή κάθε φορά που εμφανίζεται το συγκεκριμένο αντικείμενο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Δεν μπορεί να διαχειριστεί το άγχος αυτό με αποτέλεσμα να δυσφορεί αλλά και να υπολειτουργεί.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 5-12% του πληθυσμού παγκοσμίως πάσχει από αυτή τη διαταραχή.
Κοινωνική αγχώδης διαταραχή (κοινωνική φοβία)
Τα άτομα βιώνουν έντονο φόβο ή άγχος για μια ή και περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες το άτομο μπορεί να παρακολουθείται από άλλους
Πρόκειται για τον επίμονο φόβο του ατόμου μήπως δεχθεί κριτική, ταπεινωθεί ή νιώσει αμηχανία μπροστά σε μία δημόσια κοινωνική αλληλεπίδραση
Συνήθως, η κοινωνική φοβία συνοδεύεται και από έντονα σωματικά συμπτώματα (κοκκίνισμα, εφίδρωση, δυσκολία στην άρθρωση)
Διαταραχή πανικού
Το άτομο βιώνει επαναλαμβανόμενα επεισόδια έντονου τρόμου και ανησυχίας, που συνήθως συνοδεύονται και από σωματικά συμπτώματα (τρέμουλο, σύγχυση της σκέψης, ζαλάδα, ναυτία, δυσκολία στην αναπνοή, αποπραγματοποίηση)
Η διάρκεια τους κυμαίνεται από μερικά λεπτά έως αρκετές ώρες.
Πολύ συχνά το άτομο εμφανίζει προσβολές πανικού κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Ο φόβος της επανάληψης τους κάνει το άτομο να αποφεύγει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και να αναπτύσσει κοινωνική φοβία ή και αγοραφοβία.
Αγοραφοβία
Η αγοραφοβία συμβολίζει την ανάγκη του ατόμου να γνωρίζει, ότι διαθέτει ένα δρόμο διαφυγής ή ότι μπορεί να αναζητήσει τη βοήθεια κάποιου για να σωθεί, κυρίως όταν βρίσκεται στο εσωτερικό κλειστών χώρων ή σε περιβάλλον που εκλαμβάνει ως απειλητικό.
Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να είναι η χρήση μεταφορικών μέσων, εξωτερικοί ή εσωτερικοί χώροι, το να περιμένει στην ουρά ή να βρίσκεται ανάμεσα σε πλήθος, το να είναι εκτός σπιτιού μόνος/η.
Κοινό σύμπτωμα, είναι η ανάγκη του ατόμου να εντοπίζει μία πόρτα ή κάποια άλλη πιθανή οδό διαφυγής οπουδήποτε και αν βρίσκεται.
Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή
Μακροχρόνια αίσθηση γενικευμένης ανησυχίας, που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση
Συνοδεύεται από τρία ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
έντονη ανησυχία,
κόπωση,
προβλήματα συγκέντρωσης,
ευερεθιστότητα,
ένταση στους μύες
διαταραχές στον ύπνο
Χαρακτηριστική εικόνα είναι ένας άνθρωπος που αγχώνεται για καθημερινά απλά πράγματα όπως καταστάσεις στη δουλεία, στο σπίτι ή στην οικογένεια με αποτέλεσμα αυτό να δημιουργεί αίσθημα κόπωσης
Αγχώδης διαταραχή αποδιδόμενη στη χρήση φαρμάκων / ουσιών
Εμφανίζεται κάθε φορά που το άτομο λαμβάνει μια φαρμακευτική ουσία
Τα συμπτώματα άγχους δεν πρέπει να προϋπάρχουν της χρήσης της ουσίας
η ουσία πρέπει να είναι γνωστή για τη δυνατότητα της να προκαλεί συμπτώματα πανικού στο άτομο που θα εκτεθεί σε αυτή
Αγχώδης διαταραχή οφειλόμενη σε άλλη Ιατρική Κατάσταση
Άλλες κατηγορίες προσδιοριζόμενων αγχωδών διαταραχών
Απροσδιόριστη αγχώδης διαταραχή



Διαφοροδιάγνωση





Για να διαγνωστεί ένα άτομο με μία αγχώδη φοβική διαταραχή θα πρέπει να βιώνει επαναλαμβανόμενα συμπτώματα στρες και φόβου, σχετικά με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή μία κατάσταση, για τουλάχιστον έξι μήνες, και το γεγονός αυτό, να επηρεάζει σε πολύ σημαντικό βαθμό την καθημερινή του λειτουργικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση μιας διαταραχής άγχους προϋποθέτει τον αποκλεισμό μίας συγκεκριμένης οργανικής αιτιολογίας. Επίσης, πολλά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν το άγχος (π.β., καφεΐνη, καπνός, κοκαΐνη και αμφεταμίνες). Τέλος, οι αγχώδεις διαταραχές εμφανίζουν υψηλή συννοσηρότητα με ορισμένες διακριτές ψυχικές διαταραχές, όπως είναι η μείζον καταθλιπτική διαταραχή, οι διαταραχές προσωπικότητας και η διαταραχή χρήσης ουσιών.



Αγχώδεις διαταραχές-φοβίες και σεξουαλικότητα





Πολλές μελέτες έχουν κατά καιρούς δείξει την μεγάλη συσχέτιση ανάμεσα στο άγχος και την σεξουαλικότητα του ατόμου. Η ένταση που βιώνουν καθημερινά τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες μεταφέρεται συχνά από την καθημερινότητα στο σπίτι. Ίσως το στρες, το έντονο άγχος, οι απαιτητικοί και κουραστικοί ρυθμοί που απαιτεί η σύγχρονη καθημερινότητα, να είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που συμβάλλουν στη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας.

Επιπλέον, έντονο είναι το άγχος και για την ίδια τη σεξουαλική επαφή, κάτι που φαίνεται να απασχολεί κυρίως τους άνδρες. Ένα πολύ μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού πριν, αλλά και κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης απασχολεί το μυαλό του με σκέψεις και ερωτήματα για το πόσο «καλά μπορεί να τα καταφέρει». Ο άνδρας ανησυχεί για τη σεξουαλική του εικόνα και το σεξουαλικό του ρόλο βιώνοντας το άγχος επίδοσης για το πόσο καλός εραστής θα φανεί στα μάτια της συντρόφου του. Αναπάντητα ερωτήματα απασχολούν τη σκέψη του και τον εμποδίζουν να απολαύσει το σεξ. Άγχος για την απόκτηση στύσης, άγχος για τη διατήρηση στύσης, άγχος για την ικανοποίηση της συντρόφου, άγχος για το μέγεθος του πέους, είναι μερικές μόνο από τις σκέψεις που κάνει το άτομο και συνδέονται τόσο με την ανάπτυξη όσο και με τη διατήρηση κάποιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

Πολλές μελέτες έχουν δείξει, πως το έντονο άγχος, συνδέεται, προκαλεί και συντηρεί προβλήματα στύσης και πρόωρης εκσπερμάτισης στους άνδρες. Το άγχος για τη σεξουαλική λειτουργία δημιουργεί έντονη πίεση στο άτομο και η εμφάνιση κάποιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας συνοδεύεται από ακόμη μεγαλύτερο άγχος, το οποίο επιδεινώνει περισσότερο την ψυχική κατάσταση του ατόμου και κατά συνέπεια και το πρόβλημα. Δημιουργείται ένας «φαύλος κύκλος» αρνητικών σκέψεων, υποθέσεων και ενοχών, όπου το άγχος προκαλεί κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία, αυτή προκαλεί μεγαλύτερο άγχος και έτσι η σεξουαλική δυσλειτουργία επιδεινώνεται κάνοντας το άτομο να υποφέρει ακόμα πιο πολύ.

Η ομοφοβία, ως όρος εισήχθη το 1969 και αναφέρεται στο μίσος και τη μισαλλοδοξία για τους ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες, καθώς και στον παράλογο φόβο για στενή επαφή μαζί τους. Έκτοτε έχει γίνει αντικείμενο μελέτης σε πολλές έρευνες το κατά πόσο η ομοφοβία, ως αντίληψη και ιδεολογία, έχει προεκτάσεις και στην ψυχική υγεία του ατόμου. Ορισμένα από τα συμπεράσματα των επιστημόνων είναι τα εξής:
Όσο καλύτερη είναι η ψυχική υγεία ενός ατόμου, τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν να είναι ομοφοβικό.
Άτομα με φοβική και αποφευκτική συμπεριφορά, παρουσιάζονται σημαντικά πιο ομοφοβικά σε σχέση με εκείνα που ένιωθαν ασφαλή στις στενές σχέσεις.
Τα υψηλά επίπεδα εχθρότητας και θυμού μετρούμενα ως ενδείξεις ψυχωτισμού, συνδέονται με την ομοφοβία



Θεραπεία





Οι περισσότερες κατηγορίες αγχωδών διαταραχών και φοβιών σήμερα θεραπεύονται. Η προτεινόμενη θεραπεία περιλαμβάνει:
Φαρμακευτική αντιμετώπιση
Ψυχοθεραπευτική προσέγγιση

Σε επίπεδο φαρμακοθεραπείας, η χορήγηση αντικαταθλιπτικών έχει φανεί, πως ανακουφίζει τους ασθενείς από τα ενοχλητικά συμπτώματα και τους βοηθά να επανακτήσουν άμεσα τη λειτουργικότητα τους.

Συγχρόνως, η παροχή συμβουλευτικής ψυχοθεραπείας με γνωσιακό συμπεριφορικό προσανατολισμό έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική μέχρι σήμερα για τα άτομα που πάσχουν από αγχώδεις διαταραχές.



ΠΗΓΗ: