Friday, 27 September 2019

Δίαιτες της μόδας και μαγικά ραβδιά





Aναζητούμε τη μαγική δίαιτα και την ίδια στιγμή απομακρυνόμαστε από τη μεσογειακή διατροφή, που αποδεδειγμένα έχει ευεργετικά αποτελέσματα. SHUTTERSTOCK



Το ρολόι δείχνει 16.15. Απομένουν σκάρτες τρεις ώρες. Στις 7 μ.μ. αντίο βραδινό φαγητό, έχετε γεια αναψυκτικά, εις το επανιδείν φιστίκια, σοκολατάκια, ποπ κορν και υπόλοιπες αλμυρές και γλυκιές απολαύσεις αυτής της ζωής. Ραντεβού πάλι στις 9 το πρωί. Ομολογώ πως οι πρώτες ημέρες της διαλειμματικής νηστείας (γνωστής και ως ενδιάμεσης ή διαλείπουσας) υπήρξαν πρόκληση. Η δίαιτα της μόδας προϋποθέτει την καθημερινή 14ωρη ή 16ωρη αποχή από το φαγητό και την κατανάλωση όλων των θερμίδων της ημέρας μέσα σε ένα οκτάωρο (ή δεκάωρο). Μου είχε ακουστεί ελαφρώς πιο εύκολη από την άλλη εκδοχή της ίδιας διατροφής, στην οποία τις πέντε ημέρες της εβδομάδας τρως κανονικά και τις υπόλοιπες δύο καταναλώνεις περίπου 500 θερμίδες την ημέρα. Σε κάθε περίπτωση και οι δύο έμοιαζαν πιο υγιεινή επιλογή από την άλλη μεγάλη μόδα της εποχής, την keto diet, στην οποία καλείσαι να καταναλώνεις κατά βάση λιπαρά. Αλλά περί ορέξεως...

«Και στις διατροφές αλλάζουν οι μόδες ή επανακυκλοφορούν οι ίδιες δίαιτες με άλλα ονόματα για να προσελκύσουν νέο κοινό», αναφέρει στην «Κ» η κλινική διαιτολόγος - διατροφολόγος στο ΓΝΑ Λαϊκό κ. Λιάνα Πούλια. «Πριν από πέντε χρόνια ήταν της μόδας η δίαιτα ducan (σ.σ. βασιζόταν στην κατανάλωση πρωτεϊνών, άπαχων γαλακτοκομικών και μειωμένων υδατανθράκων), η οποία είναι αντίστοιχη της κετογονικής που βρίσκεται τώρα στο προσκήνιο». Οπως λέει, η keto είναι μια διατροφή πολύ πλούσια σε λιπαρά και εξαιρετικά χαμηλή σε υδατάνθρακες, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να τροποποιείται ο μεταβολισμός και να χρησιμοποιεί το λίπος για άμεση παραγωγή ενέργειας και για τροφή του εγκεφάλου (υπό κανονικές συνθήκες, ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί υδατάνθρακες). «Η κετογονική δίαιτα συγκέντρωσε μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον γιατί είχε θετικά αποτελέσματα στη βελτίωση των συμπτωμάτων της επιληψίας. Απέκτησε μεγάλη δημοφιλία τα τελευταία δύο χρόνια κυρίως γιατί έχει πολύ άμεσα αποτελέσματα στην απώλεια σωματικού βάρους. Ωστόσο, μπορεί να είναι επικίνδυνη διατροφή για ανθρώπους με καρδιαγγειακά προβλήματα, καθώς είναι πλούσια σε κορεσμένα λίπη, μπορεί να προκαλέσει ή και να επιδεινώσει τη λιπώδη διήθηση στο ήπαρ λόγω της μεγάλης πρόσληψης λιπαρών και αντενδείκνυται φυσικά στις εγκύους, αφού το έμβρυο έχει ανάγκη τη γλυκόζη για να αναπτυχθεί.

Παράλληλα, προκαλεί και άλλες παρενέργειες όπως δυσκοιλιότητα, δυσοσμία του στόματος, μείωση της αθλητικής απόδοσης και απώλεια μυϊκού ιστού, ιδίως αν η ταχεία μείωση του σωματικού βάρους δεν συνοδεύεται από σωματική δραστηριότητα. Μετά ένα διάστημα είναι δύσκολη η συμμόρφωση με αυτή τη διατροφή. Δεν είναι δυνατόν να μην τρως για πάντα δημητριακά και φρούτα!».

Η διαλείπουσα νηστεία φαίνεται να έχει θετικά αποτελέσματα στη ρύθμιση του σωματικού βάρους, αλλά και στη ρύθμιση του σακχάρου «κινητοποιώντας το πάγκρεας να λειτουργήσει καλύτερα». Πρόσφατα ομάδα ενδοκρινολόγων και κλινικών διατροφολόγων «έτρεξαν» σε περίπου 20 ασθενείς στο Λαϊκό Νοσοκομείο πρωτόκολλο αυτής της διατροφής με εντυπωσιακά αποτελέσματα (και απώλεια βάρους). «Ηταν χαρακτηριστικό ότι όλοι –από τους νοσηλευτές μέχρι τους ασθενείς– μας ρώταγαν για αυτή τη διατροφή. Είναι πολύ της μόδας γιατί είναι σχετικά “εύκολη” δίαιτα ειδικά για άτομα με έντονη κοινωνική ζωή», λέει η κ. Πούλια.

Ο βιγκανισμός είναι επίσης μια δημοφιλής διατροφή - στάση ζωής. «Παρατηρούμε ότι είναι πολύ διαδεδομένος στους εφήβους. Βλέπουμε επίσης πολλά παιδιά που δείχνουν υπερβολική προσήλωση στην επιλογή υγιεινών τροφίμων, γεγονός που ακροβατεί στα όρια των διαταραχών λήψης τροφής (σ.σ. νευρική ορθορεξία)». Σύμφωνα με την κ. Πούλια, καθώς ο βιγκανισμός είναι δίαιτα χαμηλή σε ασβέστιο, δεν ενδείκνυται για εφήβους. «Ο άνθρωπος στην εφηβεία χτίζει τον σκελετό του. Αν η διατροφή δεν έχει πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας και γαλακτοκομικά είναι ακατάλληλη για εφήβους. Γενικά οι γονείς πρέπει να προβληματίζονται όταν τα παιδιά τους επιδιώκουν με αυτοσχέδιους τρόπους να χάνουν βάρος, ενώ ουσιαστικά το σωματικό τους βάρος είναι απόλυτα φυσιολογικό».

Υπάρχουν γκρουπ σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προχωρούν σε διατροφικές συστάσεις, παντελώς ανυπόστατες, ενώ σε μερικές περιπτώσεις γίνεται και προώθηση συγκεκριμένων προϊόντων. SHUTTERSTOCK

Το οξύμωρο

Την εποχή της εικόνας, αναζητούμε μαγικές λύσεις. «Προσλαμβάνουμε βάρος σε βάθος δεκαετίας και θέλουμε να το χάσουμε σε ένα μήνα, χωρίς να σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις. Το οξύμωρο είναι ότι αναζητούμε τη μαγική δίαιτα και την ίδια στιγμή απομακρυνόμαστε από τη μεσογειακή διατροφή, τα ευεργετικά αποτελέσματα της οποίας είναι αποδεδειγμένα!»

Μέρος της ευθύνης μοιράζονται και διάφοροι «ειδικοί» χωρίς λοιπά στοιχεία. «Ενας στην επαρχία σού έδινε ένα ραβδί και σου έλεγε λέξεις, π.χ. αρνί, και αν κουνιόταν το ραβδί, δεν έπρεπε να φας ξανά αρνί. Ενας άλλος έδινε δίαιτες με βάση τα μαγνητικά πεδία. Είπε σε έναν ότι τον παχαίνει το... ρέμα κάτω από το σπίτι του. Οπότε ο άλλος άλλαξε σπίτι για να αδυνατίσει!».

Προσοχή στις «ψαγμένες» συμβουλές στο Facebook

Δίαιτα των μονάδων, δίαιτα των τριών φάσεων, δίαιτα της NASA, δίαιτα της ξηρασίας, κετογονική δίαιτα, διαλειμματική δίαιτα. Δίαιτες για όλα τα γούστα, κάποιες με επιστημονική βάση, άλλες με σαθρή επιστημονική βάση και οι περισσότερες επιστημονικά έωλες, κυκλοφορούν σήμερα «εκεί έξω», υποσχόμενες γρήγορα αποτελέσματα, χωρίς κόπο. Σε μεγάλο βαθμό, οι δίαιτες αυτές οφείλουν τη δημοφιλία τους στο Facebook και στα δεκάδες διατροφικά γκρουπ που έχουν αναπτυχθεί σε αυτό. Κι αν κάποιες ομάδες προέρχονται από επίσημους φορείς και προβάλλουν έγκυρες πληροφορίες, όπως λέει στην «Κ» ο Μανώλης Μανωλαράκης, διαιτολόγος - διατροφολόγος, μέλος Δ.Σ. Ενωσης Διαιτολόγων Διατροφολόγων Ελλάδος, άλλες λειτουργούν σε γκρίζες ζώνες, προσελκύοντας τεράστιο κοινό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα μεγαλύτερα γκρουπ για τη δίαιτα των μονάδων αριθμεί 150.400 μέλη. «Πρόκειται για μια ψευτοδίαιτα πολύ δημοφιλή στην Ελλάδα, η οποία δεν έχει απολύτως καμία επιστημονική βάση (σ.σ. υποτίθεται ότι κάθε τρόφιμο αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο αριθμό μονάδων, ανεξάρτητα από την ποσότητα που καταναλώνεις). Κάποιος άσχετος είπε μια μέρα “θα φτιάξω μια δίαιτα” και... την έφτιαξε». Ενα παρόμοιο γκρουπ που υποστηρίζει μια άλλη ανυπόστατη μέθοδο, τη Δίαιτα των Τριών Φάσεων αριθμεί αντίστοιχα 105.500 μέλη. Οπως αναφέρει ο κ. Μανωλαράκης, οι ομάδες στο facebook ομαδοποιούνται σε:

– Αυτές που προωθούν τις εντελώς ανυπόστατες διατροφικές θεωρίες (Δίαιτα Μονάδων, Δίαιτα των Τριών Φάσεων, Νέος Τρόπος Ζωής). «Οι διαχειριστές τους κυνικά δηλώνουν ότι δεν είναι επιστήμονες διαιτολογίας ή ειδικοί. Κι όμως προχωρούν σε διατροφικές συστάσεις. Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται και προώθηση συγκεκριμένων τροφίμων που μπορεί να προμηθευτεί κανείς από συγκεκριμένα καταστήματα».

– Στις ομάδες που ασχολούνται με τις νέες διατροφικές τάσεις (keto, διαλειμματική διατροφή) με αρκετή πληροφόρηση αλλά όχι πάντα από έγκυρες πηγές. «Και σε αυτές πάντως βρίσκουμε αρκετούς φανατικούς οπαδούς που μερικές φορές φτάνουν στα όρια της υστερίας, ενώ δεν λείπουν τα περιστατικά οικονομικής εκμετάλλευσης. Στις ομάδες αυτές υπάρχουν πολλοί που δηλώνουν φανταχτερούς τίτλους, προσπαθώντας να αποκομίσουν προσωπικό όφελος».

Οπως τονίζει ο ίδιος, «κάθε φορά που αναζητούμε κάποια πληροφορία, θα πρέπει να εξετάζουμε το υπόβαθρο αυτού που μας την παρέχει, αλλά και να είμαστε υποψιασμένοι για “ψαγμένες” συμβουλές που εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα ή καταλήγουν σε προτροπή αγοράς».


ΠΗΓΗ:

Acting Dishonestly Impairs Our Ability To Read Other People’s Emotions




By guest blogger Rhi Willmot

Can a lie still be harmful if it’s never found out? New research on the relationship between dishonesty and social understanding may unsettle the fibbers amongst us. In a multi-study investigation with a total of 2,588 participants, scientists have found Pinocchio isn’t the only one to experience a few personal problems after telling lies.



In the recent paper, published by the Journal of Experimental Psychology, Julia Lee from the University of Michigan and colleagues examined whether acts of dishonesty impair our “empathic accuracy,” the ability to detect the emotions of others. Behaving untruthfully, the authors theorised, may cause us to withdraw from other people, and in turn make social interaction more difficult. If this is the case, dishonesty could have significant implications for how we maintain relationships, resolve conflict, and collaborate at work.

In an initial pair of studies, the researchers asked 259 adults how often they committed dishonest acts in the workplace, and gave another group of 150 individuals the opportunity to cheat on a computer game. All participants then completed the “Reading the Eyes in the Mind” task, to measure their empathic accuracy. This involved viewing video clips of the region surrounding actors’ eyes, and selecting one of four possible emotions to best describe the actor’s mental state. In both studies, greater dishonesty was associated with a greater number of inaccurate selections.

But correlation doesn’t necessarily mean causation. So to find out whether dishonesty actively reduces empathic accuracy, the research team then offered a sample of university students the chance to win real money in a die-throwing game. Participants were asked to predict which side of the die would show a higher number, with correct guesses exchangeable for more cash. However, while control participants gave their predictions at the start of the game, a second group did so once the die had been rolled — offering them the chance to cheat.

Compared to control participants, the second group, or “likely-cheating condition”, reported more correct guesses, suggesting they capitalised on the opportunity for deceit. They also performed worse on the Reading the Eyes in the Mind task, indicating that this dishonesty made it more difficult for them to read others’ emotions. In a subsequent game, where participants could earn $2 for sending an untruthful message to an anonymous partner or $0.50 for telling the truth, those in the likely-cheating condition were also more likely to lie, which suggests their original dishonesty prompted a further unscrupulous act.

Why might dishonesty impair our emotion-reading powers? One explanation is that it reduces our “relational self-construal” — the extent to which we think of ourselves in terms of social connections (e.g. “I am a sister”). Such social distancing could help us to justify immoral acts, because it reduces the degree of attention and concern we devote to others — a literal form of avoiding “looking someone in the eye”. Indeed, a fifth experiment using the same die-throwing and empathic accuracy tasks demonstrated that “likely-cheaters” described themselves using fewer social phrases than the control group, which accounted for the relationship between dishonesty and emotional-reading.

It also seems some people may be more susceptible to these effects than others. In a final experiment, Lee and colleagues looked at “vagal reactivity”— a measure of heart rate associated with self-regulation and social sensitivity. Those with high vagal reactivity didn’t display reduced empathic accuracy after lying, whilst those with low reactivity did experience the impairing effect. The authors suggest that people who are more socially sensitive to begin with are still able to read the emotions of others even after dishonest behaviour, while those with less reactivity, and therefore less social sensitivity, are more vulnerable to the damaging effects of dishonesty.

It remains unclear how long the effects of dishonesty on empathic accuracy last, and it would also be interesting to explore whether dishonesty makes it harder to detect emotion when we can’t see other people, but can hear their voice, or see words they write online. This might shed light on dishonest actions which touch many of us, such as the spreading of fake news.

Regardless of whether dishonesty is detected by others, the evidence is clear. Cheating can have significant personal costs by reducing our general understanding of the feelings of others, and these are particularly severe for those who already find interpersonal interaction more difficult. So, socially-insensitive con artists – beware!


SOURCE:

Wednesday, 25 September 2019

Γιατί οι άνθρωποι μένουν σε νεκρούς γάμους;


Παρόλο που ζούμε σε μια εποχή που τα διαζύγια έχουν αυξηθεί αισθητά, μια εποχή που τα ζευγάρια κατηγορούνται πως δεν προσπαθούν για τις σχέσεις τους και πως χωρίζουν με το «παραμικρό», εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που επιλέγουν να παραμένουν σε τελματωμένες σχέσεις παρά να χωρίσουν. Οι λόγοι μπορεί να είναι από πρακτικοί μέχρι συναισθηματικοί, εγωιστικοί ή αλτρουιστικοί. Σε κάθε περίπτωση όμως το αποτέλεσμα παραμένει ένα: Αν η σχέση έχει τελειώσει και παρόλα αυτά κανείς επιλέγει να παραμένει, η κατάσταση έχει την τάση να φθείρει το άτομο ψυχικά και συναισθηματικά.

Ένας από τους κύριους λόγους αφορά φυσικά την ύπαρξη παιδιών και την αγωνία των γονιών πως ένα διαζύγιο θα τα τραυματίσει. Περιμένουν λοιπόν την «κατάλληλη» στιγμή, που θα είναι αρκετά μεγάλα, αρκετά ανεξάρτητα, που δεν θα στενοχωρηθούν, δεν θα επηρεαστεί η σχολική τους επίδοση και ούτω καθεξής. Εδώ τίθενται τρία σημαντικά ζητήματα: πρώτο, δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή και όσο την αναζητούμε απλά παρατείνουμε το πρόβλημα. Δεύτερο, ένα διαζύγιο δεν διαλύει απαραίτητα τον συναισθηματικό κόσμο του παιδιού, η διαχείριση των γονιών σε σχέση με το διαζύγιο είναι αυτή που θα καθορίσει την επίδρασή του στο παιδί. Τρίτο, ο «καλός» γονιός δεν είναι απαραίτητα εκείνος που θυσιάζεται άνευ όρων για τα παιδιά του και εις βάρος του εαυτού του. Ένας γονιός που παραμένει δυστυχισμένος σε ένα γάμο «για τα παιδιά του» πιθανά τα ζημιώνει παρά τα φροντίζει.

Τα συναισθήματα για τον σύντροφο και η δυσκολία να «χρεωθεί» κανείς την απόφαση του χωρισμού φαίνεται να είναι σημαντικό κριτήριο για αρκετούς ανθρώπους. «Τον/την αγαπώ», «…είναι πολύ καλός άνθρωπος και δεν θέλω να τον πληγώσω!». Δεν σημαίνει πως σε κάθε χωρισμό οι άνθρωποι μισούν ο ένας τον άλλον ή πως έχουν μετατρέψει το σπίτι τους σε ρινγκ. Πολλές φορές η ερωτική σχέση τελειώνει χωρίς όμως να σημαίνει πως δεν νοιαζόμαστε για τον άλλο, πως δεν νιώθουμε τρυφερά συναισθήματα απέναντί του. Παρόλα αυτά, έτσι είναι οι σχέσεις, έτσι είναι και οι χωρισμοί! Συνήθως ένας αποφασίζει πρώτος πως για εκείνο/η «τελείωσε» και τουλάχιστον ένας πληγώνεται. Είτε λοιπόν θα δούμε την πραγματικότητα με ρεαλισμό, είτε θα καταλήξουμε να παραμένουμε στη σχέση ελπίζοντας πως ο άλλος θα μας χωρίσει και θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση, «…μακάρι να γνωρίσει κάποιον άλλο και να ερωτευτεί!», λένε κάποιοι. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν συναισθήματα εξάρτησης, έντονη ενοχοποίηση για εκείνον που θέλει να φύγει από τη σχέση και χειριστική χρέωση από εκείνο που θέλει να τη διατηρήσει.

Τα πρακτικά ζητήματα, κυρίως τα οικονομικά, είναι ένας εξίσου σημαντικός λόγος που οι άνθρωποι επιλέγουν να μην χωρίζουν. Ένα ζευγάρι που δύσκολα τα βγάζει πέρα, πως θα τα καταφέρει να ανταπεξέλθει με δύο νοικοκυριά; Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι που βλέπουμε ζευγάρια να έχουν αποφασίσει να ζουν μαζί, έχοντας επίγνωση πως η συντροφική σχέση έχει λήξει. Καταλήγουν λοιπόν σε μια «συμφωνία» όπου ως συγκάτοικοι μοιράζονται τις ευθύνες και τα έξοδα. Το οικονομικό είναι και το ζήτημα που κρατά πίσω τις γυναίκες που, είτε ως οικοκυρές είτε ως εργαζόμενες χαμηλού εισοδήματος, εξαρτώνται από σύζυγο.

Ο κοινωνικός και οικογενειακός περίγυρος αποτελούν συχνά το τροχοπέδη στην απόφαση του χωρισμού. Ιδιαίτερα σε πιο κλειστές κοινωνίες αυτή η δυσκολία παρουσιάζεται πολύ πιο έντονα. Οι γονείς που είτε θα διαφωνήσουν, είτε θα στενοχωρηθούν, είτε θα το απαγορέψουν, η γειτονιά που θα σχολιάσει, οι φίλοι που έχουν άποψη.Στην πραγματικότητα η εμπειρία του χωρισμού είναι λιγότερο επώδυνη για τους ανθρώπους που έχουν υποστηρικτικό περιβάλλον. Όσο σημαντική όμως και να είναι η στήριξη των γύρω μας, στο τέλος της ημέρας ο καθένας επιλέγει το δρόμο του και μόνο εκείνος ζει με τις συνέπειες.

Τέλος, για αρκετούς το εμπόδιο δεν είναι άλλο από το φόβο του αύριο και τις προσωπικές τους ανασφάλειες. Όταν κανείς θέλει να φύγει από μια σχέση που έχει τελειώσει, δεν μπορεί να έχει εγγυήσεις πως θα βρει μια άλλη σχέση που θα τον γεμίζει περισσότερο, ίσως μάλιστα να είναι και «χειρότερα». Δεν μπορεί να ξέρει πως δεν θα το μετανιώσει, ούτε αν στην «ηλικία» του/της θα βρει κάποιον να ενδιαφερθεί για να μπορέσει να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Από την άλλη πλευρά η ρουτίνα της σχέσης, ακόμα και αν δεν μας ικανοποιεί, είναι μια κατάσταση γνώριμη, οικεία, που μας προσφέρει ασφάλεια, ενώ το άγνωστο μπορεί να είναι τρομακτικό.

Η απόφαση του χωρισμού δεν είναι εύκολη και φυσικά δεν θα πρέπει να λαμβάνεται παρορμητικά. Οι σχέσεις θέλουν δουλειά και για όσους πιστεύουν πως υπάρχει νόημα να προσπαθήσουν θα πρότεινα να το κάνουν. Υπάρχουν και εκείνα τα ζευγάρια που ξέρουν πως η σχέση έχει τελειώσει και από κοινού έχουν συμφωνήσει να παραμείνουν μαζί για τους δικούς τους λόγους. Στο βαθμό που αυτό μπορεί να λειτουργεί χωρίς να πληγώνει και να προκαλεί δυσφορία σε κάποιον από τους συντρόφους, τότε η διαχείριση της κατάσταση έγκειται στη δική τους διαθεσιμότητα.Από εκεί και έπειτα, δεν θα πρέπει να καταδικάζουμε το χωρισμό ως «κακή λύση» αφού σε πολλές περιπτώσεις είναι πραγματικά η μοναδική υγιής λύση. Προφανώς θα έχει κόστος, κόστος όμως έχει και το να παραμένω σε μια σχέση χωρίς μέλλον. Και φυσικά ας μην ξεχνάμε πως ένας χωρισμός, όσο δύσκολος ή επώδυνος και αν είναι, ακολουθείται πάντα από την επόμενη μέρα. Για όσους νιώθουν πως χρειάζονται βοήθεια για να ξεκαθαρίσουν που βρίσκονται, είτε στήριξη στο δρόμο του χωρισμού, υπάρχει πάντα η καρέκλα της ψυχοθεραπείας.

Θέκλα Βασιλείου

ΠΗΓΗ:



Monday, 23 September 2019

How Personal Experience Of Adversity Influences Our Feelings Of Compassion Towards Others



A young refugee in Darfur, Sudan in 2004. Participants read about the plight of children in Darfur and saw pictures of one child or several children, then rated their feelings of compassion. Credit: Benjamin Lowy/Getty Images



Imagine seeing a photograph of a suffering child in the war-torn region of Darfur, in Sudan. Most of us would feel compassion towards that child. Now imagine seeing a photo of a group of eight children in the same terrible predicament. You’d feel correspondingly more compassion towards this larger group… right?

Well, probably not. Plenty of studies have demonstrated what’s known as the “numeracy bias” in compassion — that people’s feelings of compassion do not tend to increase in response to greater numbers of people in distress. This “leads people frequently to experience a disproportionate amount of compassion towards a single suffering individual relative to scores of suffering victims that are part of a larger tragedy,” write Daniel Lim and David DeSteno at Northeastern University, in their new paper, published in the journal Emotion. However, they’ve now found that people who have experienced adversity in their own lives are resistant to this bias — and they have some suggestions for how the rest of us might avoid it.



Across a series of four experiments, the researchers recruited a total of almost 700 participants, who reported their own levels of past adversity (illness and injury, bereavement, exposure to disasters, and so on). For each study, the researchers discarded the middle-ranking third, leaving “high-adversity” and “low-adversity” groups, who went on into the experiments proper.

In the first study, participants read a paragraph about the suffering of children in Darfur and looked at pictures of either one war-stricken child, or eight. They were then asked several questions about their feelings of compassion (e.g. “How sympathetic do you feel towards the children?”). The low-adversity group consistently showed the numeracy bias, but the high-adversity group did not — they reported significantly more compassion for multiple victims than for one. What’s more, the greater their own level of past suffering, the more compassion overall they reported feeling for the children, and, as revealed in a fresh study, the more they were willing to donate to UNICEF, which could in theory help such children.

Further experiments revealed that high-adversity participants had a stronger belief in their ability to actually make a difference to others who were suffering. Suspecting that this underpinned the compassion profile for this group, Lim and DeStono then tried a simple intervention designed to enhance low-adversity participants’ beliefs in their own efficacy. When a fresh group of low-adversity participants were informed — based on a false test — that they were high in empathy, and that high-empathy people are good at caring for others and more successful in alleviating their pain, their subsequent feelings of compassion towards multiple sufferers matched those of high-adversity participants. The numeracy bias had vanished.

“Surviving past adversity leads people to believe they will be effective in helping others, which allows them to up-regulate their feelings of compassion in the face of more demanding events,” the researchers conclude. They also point to a few apparent real-world examples, such as the “Cajun Navy” of boat-owners who survived the destruction of Hurricane Katrina in Louisiana and now go to the aid of other people affected by severe flooding.

Lim and DeSteno stress that they are not arguing that adversity is a good thing. There are other ways to teach people that they really can help others in need, they say. “For example, people who volunteer to aid in disaster relief or to work with the terminally ill can be expected to develop a sense that their efforts make a difference to many others,” the pair writes. “In so doing, this increased sense of efficacy should lead them to become better able to face and thereby upregulate their compassion to more demanding situations.”


SOURCE:


Thursday, 19 September 2019

τι κρύβεται πίσω από την αυτοπεποίθηση;


Μερικές φορές φαίνεται σαν να υπάρχει ένα μαγικό φίλτρο που κάνει τα άτομα με υψηλή αυτοπεποίθηση να αντιμετωπίζουν κατάματα τον φόβο και όλους τους υπόλοιπους να αποφεύγουν να εμπλακούν.

Αν θέλετε να ρωτήσετε το γιατί, αυτό που θα σας πουν οι ψυχολόγοι είναι ότι δεν υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο πίσω από αυτούς τους ανθρώπους και ότι απλώς έχουν συσσωρεύσει μια σειρά από συνήθειες και πεποιθήσεις με την πάροδο του χρόνου, είτε εκ προθέσεως είτε από τύχη.

Όμως, πριν εξετάσουμε αυτές τις συνήθειες και τις πεποιθήσεις, πρέπει να πάμε λίγο πίσω και να θέσουμε το ερώτημα: τι είναι η αυτοπεποίθηση;

Η αυτοπεποίθηση είναι απλά ο βαθμός στον οποίο πιστεύετε ότι οι πράξεις σας, θα οδηγήσουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα. Δεν είναι το ίδιο με την αυτοεκτίμηση.

Η αυτοεκτίμηση είναι μια γενικότερη αίσθηση που έχετε για τον εαυτό σας, ενώ η αυτοπεποίθηση είναι η πίστη που έχετε στις ικανότητές σας σε μια δεδομένη κατάσταση. Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι λένε ότι θέλουν να έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση, αυτό που εννοούν είναι ότι θέλουν να έχουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ωστόσο, σε όσους περισσότερους τομείς αποκτάτε αυτοπεποίθηση, τόσο περισσότερο είναι πιθανό να αναπτύξετε αυτοεκτίμηση.
Γιατί χρειαζόμαστε την αυτοπεποίθηση;

Η αυτοπεποίθηση είναι ένα εξελικτικό πλεονέκτημα που μπορεί να σας βοηθήσει να προσεγγίσετε οτιδήποτε είναι μπροστά σας, χωρίς δισταγμό ή άγχος. Μπορεί να σας επιτρέψει να κάνετε αυτό που θέλετε πραγματικά να επιτύχετε στη ζωή σας.

Το πρόβλημα είναι ότι τις περισσότερες φορές οι συμβουλές που παίρνουμε για το πώς να έχουμε περισσότερη αυτοπεποίθηση μπορεί να είναι λίγο γενικές.

«Προσποιήσου μέχρι να τα καταφέρεις», «Μίλα πιο δυνατά» ή «Ντύσου ανάλογα».

Για να είμαστε δίκαιοι, αυτές μπορεί να μην είναι τρομερές συμβουλές και μπορεί να έχουν πραγματικά ένα θετικό αντίκτυπο στο πώς αισθάνεστε, όμως πραγματικά δεν θα σας βοηθήσουν να εντρυφήσετε στο είδος της βαθιάς αυτοπεποίθησης που οδηγεί στην πραγματική αλλαγή.

Εδώ είναι πέντε κρυμμένα χαρακτηριστικά των ανθρώπων με αυτοπεποίθηση.
1. Διαχειρίζονται την εξάρτησή τους από το αποτέλεσμα

Οι άνθρωποι που έχουν αυτοπεποίθηση δεν ανησυχούν για την έκβαση της κατάστασης. Η προσοχή τους εστιάζεται στην ενέργεια ή τη δραστηριότητα, σε αντίθεση με το εξωτερικό αποτέλεσμα.

Σε περίπτωση που αποτύχουν, βιώνουν την προσπάθεια ως μια μαθησιακή εμπειρία σε αντίθεση με μια αντανάκλαση του ποιοι είναι ως πρόσωπα ή ακόμα και το πόσο αξίζουν.
2. Αξιολογούν τους εαυτούς τους με ακρίβεια

Αυτό μπορεί να φαίνεται αντι-διαισθητικό, αλλά για να αναπτύξετε αυθεντική αυτοπεποίθηση, χρειάζεται να επιδείξετε ένα μικρό κομμάτι σκληρής αυτο-ειλικρίνειας.

Εάν έχετε μη ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με τις δυνατότητες σας, είναι πιθανό να σοκαριστείτε και να αποκαρδιωθείτε όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως αναμένατε. Από την άλλη πλευρά, αν έχετε μια αντικειμενική αξιολόγηση των ικανοτήτων σας, αυτό είναι λιγότερο πιθανό να συμβεί.

Ένα άλλο σημαντικό πράγμα που πρέπει να εξετάσουμε εδώ είναι ότι οι άνθρωποι με αυτοπεποίθηση είναι σε θέση να δεχθούν εποικοδομητική κριτική από τους άλλους, χωρίς να παίρνουν αμυντική θέση. Η προσοχή των άνθρωπων με αυτοπεποίθηση δεν εστιάζεται στο κατά πόσο οι άλλοι τους αντιλαμβάνονται ως ικανούς, αλλά για το πώς μπορούν να βελτιωθούν για το μέλλον.
3. Εξασκούν τη θετική μελλοντική απεικόνιση

Το μυαλό μας αντιμετωπίζει μια δυσκολία στη διάκριση μεταξύ των πραγματικών μνημών και των κατασκευασμένων. Οι άνθρωποι με αυτοπεποίθηση το χρησιμοποιούν αυτό προς όφελός τους, οπτικοποιόντας τις ικανοτητές τους σε ένα ορισμένο τμήμα της ζωής τους, μέχρι τα νευρωνικά τους δίκτυα να επαναπρογραμματιστούν για την επιτυχία.

Μια μελέτη μάλιστα, έδειξε ότι αρσιβαρίστες που εξασκούσαν τη θετική απεικόνιση, βρήκαν την πρακτική αυτή σχεδόν τόσο αποτελεσματική όσο την ίδια τη σωματική άσκηση για τη βελτίωση των επιδόσεων.
4. Μπορούν να επιλέξουν τις δραστηριότητές τους προσεκτικά

Δεν μπορείτε να είστε οι καλύτεροι σε όλα και αν είστε άνθρωπος με αυτοπεποίθηση το γνωρίζετε αυτό. Αντί αυτού, επιμένουν σε αυτό που γνωρίζουν ότι πρόκειται να τους δώσει αυτοπεποίθηση.

Για παράδειγμα, εάν θέλουν να έχουν αυτοπεποίθηση ως κολυμβητές, θα μπορούσαν να ξοδεύουν πολύ χρόνο στο τρέξιμο, διότι ορισμένες από τις δεξιότητες είναι συμπληρωματικές και έχουν κοινές διαστάσεις (π.χ. φυσική κατάσταση). Όμως, δεν πρόκειται να περάσουν ώρες γράφοντας δημιουργικές ιστορίες, διότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων.




Eίναι αρκετά απλό να συνειδητοποιήσετε ότι αν θέλετε να αισθάνεσθε σιγουριά, θα πρέπει να περνάτε το χρόνο σας κάνοντας αυτά ακριβώς τα πράγματα που σας δίνουν αυτοπεποίθηση.



Αυτό μπορεί να μην είναι κάτι που θέλετε να ακούσετε, αλλά είναι η αλήθεια. Αν θέλετε να αναπτύξετε την αυτοεκτίμηση σας, θα πρέπει να βγείτε από την ασφάλειά σας, επιλέγοντας μια σειρά από πράξεις και τομείς που δεν έχετε δοκιμάσει μέχρι τώρα, κάτι που θα έχει ενδεχομένως φόβο στην αρχή. Όμως, με την πάροδο του χρόνου θα αναπτύξετε βαθύτερη και μακροχρόνια αυτοπεποίθηση.
5. Αναπτύσσουν τις δεξιότητές τους

Για να αισθάνεσθε πιο σίγουροι θα πρέπει να βελτιώσετε τον εαυτό σας στον τομέα που θα θέλετε να αισθάνεσθε πιο σίγουροι και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι η εξάσκηση.

Και πάλι, αυτό είναι αρκετά προφανές, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είστε σε θέση να επικεντρωθείτε σε ένα τομέα για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο μέχρι να είστε αρκετά ικανοί, αντί να αφήσετε την προσοχή να σας παρασύρει οπουδήποτε αλλού και να υποπέσετε στο «σύνδρομο του λαμπερού στόχου».

Επομένως, αναλάβετε δράση.

Η αδράνεια γεννά την αμφιβολία και το φόβο. Η δράση γεννά την εμπιστοσύνη και το θάρρος. Αν θέλετε να νικήσετε το φόβο, μην κάθεστε στο σπίτι να το σκεφτείτε. Βγείτε έξω και δράστε.

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 18 September 2019

New Romantic Relationships May End Up Following The Same Patterns As Previous Ones






Entering into a new intimate relationship can feel exciting and full of possibility. And for many, it may seem to offer the chance to escape the patterns of our previous relationships: perhaps there will be less arguing, or maybe the new relationship will provide a greater sense of satisfaction. But a recent study suggests that once the initial honeymoon period is over, the dynamics of a new relationship may end up being pretty similar to the last one.



To examine the kinds of changes that occur when people move from one partner to the next, Matthew Johnson from the University of Alberta and Franz Neyer from Friedrich-Schiller-Universität Jena examined data from the German Family Panel, a longitudinal study that has been following more than 12,000 people since 2008. Each year, participants complete a survey that includes rating their relationship and sexual satisfaction, frequency of sex, relationship stability, and how much they quarrel with their partner or receive admiration from them.

In their new paper, published in the Journal of Family Psychology, the team analysed the responses of 554 participants who had had two intimate relationships which had both lasted long enough to be recorded in two surveys. This provided the team with data from the second-to-last and final year of one relationship, and the first and second year of the subsequent relationship. By comparing the levels of satisfaction, instability and so on at these different stages, they could see how dynamics changed across relationships.

The pair found that at the end of the first relationship, all of the measures deteriorated: people became less satisfied, argued more and so on. Unsurprisingly, these measures then all improved when they began seeing their next partner. A year later, however, they dropped again — the “honeymoon” period had worn off.

But when the researchers compared the first survey of the first relationship and the second survey of the second relationship — that is, the most stable phases in the partnerships — the responses were pretty similar. There were no significant differences in sexual or relationship satisfaction, in the amount of conflict, or in perceptions of stability. Only two measures differed: overall, participants had more sex and received more admiration from their partner in the second relationship.

The authors conclude that our intimate partnerships end up quite similar to the ones that came before them. We may feel like a new partnership is different or better, the researchers say, because the conflict and negative feelings that characterise the end of a previous relationship “cast a long shadow over the memory of that union”.

However, a lack of evidence for differences between relationships doesn’t necessarily mean that such changes don’t occur. Of particular concern is that the study used very basic survey measures: most involved just one or two questions (e.g. “All in all, how satisfied are you with your relationship?”), so may not have been sensitive to more subtle changes in dynamics.

And, as the researchers point out, even if on average people don’t see many differences between their relationships, there might be certain individual characteristics that make changes more or less likely. For instance, the team found that participants’ level of neuroticism and relationship length both influenced the pattern of results. “Changes did occur for some people,” they conclude, “but despite the presence of a new partner, change is not inevitable.”

SOURCE:


Tuesday, 17 September 2019

Πως μπορούν οι γονείς να βοηθήσουν στην σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους;





Οι γονείς, πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και σωστά ενημερωμένοι, ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτές τις φυσιολογικές ανάγκες των παιδιών τους και κατά συνέπεια στις ερωτήσεις τους γύρω από θέματα σεξουαλικότητας. Οι περισσότεροι γονείς δυσκολεύονται να συζητήσουν με τα παιδιά τους για τα θέματα αυτά. Είναι όμως πολύ σημαντικό και αναγκαίο να δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να επικοινωνούν με τα παιδιά τους θέματα που συμβάλλουν στην υγιή ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και στην ψυχοσυναισθηματική τους ωρίμανση.

Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση πραγματοποιείται καταρχήν από τους γονείς, οι οποίοι έχουν τον πρώτο ρόλο στη ζωή του παιδιού, αποτελούν πρόσωπα αναφοράς και πρότυπα ταύτισης για το ίδιο και μεταφέρουν αξίες και στάσεις ζωής μέσα από τη σχέση τους μαζί του και τη συμπεριφορά τους. Δεύτερος σημαντικός σταθμός στη ζωή του παιδιού είναι το σχολείο, το οποίο αποτελεί φορέα γνώσης, μάθησης και κοινωνικοποίησης. Και τα δύο αυτά συστήματα (οικογενειακό και σχολικό-εκπαιδευτικό) οφείλουν να συμβάλλουν στη σωστή ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του παιδιού για θέματα που αφορούν τον εαυτό του και τις σχέσεις του με τους άλλους στο παρόν και στο μέλλον, με σκοπό την προαγωγή της ψυχικής και σεξουαλικής υγείας του παιδιού και αυριανού ενήλικα και την πρόληψη.

Η σεξουαλικότητα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και όταν μιλάμε για παιδική σεξουαλικότητα αναφερόμαστε στην περίοδο από τη γέννηση ενός παιδιού ως και την ηλικία των δώδεκα χρόνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ένα παιδί διέρχεται από τέσσερα εξελικτικά στάδια, όπου και συντελείται η ανάπτυξή του σε βιολογικό, γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο. Μέσα σε αυτή την εξελικτική διαδικασία λαμβάνει χώρα και η ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη, όπου «χτίζονται» οι βάσεις μίας υγιούς προσωπικότητας και υπεύθυνης συμπεριφοράς για την ενήλικη ζωή.

Τα παιδιά από τη βρεφική τους ηλικία έχουν την ανάγκη να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Αναρωτιούνται και πειραματίζονται με το κάθε τι. Και αυτό αποτελεί μία φυσιολογική ανάγκη του κάθε ανθρώπου που έρχεται στον κόσμο και επιθυμεί να μάθει, να ανακαλύψει, να γνωρίσει όσα συμβαίνουν στον ίδιο και στους γύρω του. Αποτελεί μέρος της ανθρώπινης εξέλιξης. Επιπλέον, μέσα από τις ποικίλες αλλαγές που τα παιδιά βιώνουν, καθώς μεγαλώνουν, αρχίζουν να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο, έχουν περιέργεια και εκφράζουν απορίες σε σχέση με το σώμα τους, το φύλο τους και τη σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Αυτό το υγιές ενδιαφέρον των παιδιών δε σημαίνει ότι υπάρχει συνειδητή αφύπνιση της σεξουαλικότητας.

Οι γονείς, κατέχοντας τον πρώτο ρόλο στη διαπαιδαγώγησή τους, είναι σημαντικό να ενθαρρύνουν και να ενισχύουν το ενδιαφέρον τους, καθώς και να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι και σωστά ενημερωμένοι, ώστε να ανταποκρίνονται σε αυτές τις φυσιολογικές ανάγκες των παιδιών τους και κατά συνέπεια στις ερωτήσεις τους για θέματα σεξουαλικότητας. Είναι σκόπιμο να γνωρίζουν βασικά σημεία της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, ώστε να παρέχουν στα παιδιά τους τα κατάλληλα εφόδια και να συμβάλλουν στην ομαλή ψυχοσεξουαλική και συναισθηματική τους ανάπτυξη, που διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στο πέρασμα τους από την παιδική ηλικία στην εφηβική και μετέπειτα στην ενηλικίωση.

Παιδί και σεξουαλική διαπαιδαγώγηση
«Γνωρίζω τον εαυτό μου, το φύλο μου, το σώμα μου»
«Μαθαίνω για την ανατομία και τη φυσιολογία των γεννητικών οργάνων»
«Φροντίζω το σώμα μου»
«Σέβομαι τον εαυτό μου» - Αυτοσεβασμός.
«Σέβομαι τους άλλους» - Αλληλοσεβασμός
«Γνωρίζω τα όρια του εαυτού μου» - Οριοθέτηση
«Μαθαίνω να προστατεύω τον εαυτό μου» - Αυτοπροστασία
«Επικοινωνώ και εκφράζω τα συναισθήματά μου»
«Επικοινωνώ με τους άλλους» - Διαπροσωπικές και Διαφυλικές Σχέσεις
«Κατανοώ τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων»

Ένα από τα κύρια σημεία που οι γονείς είναι χρήσιμο να γνωρίζουν, όσον αφορά τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, είναι η αναγκαιότητα μίας καλής και ειλικρινούς σχέσης επικοινωνίας γονιού-παιδιού. Η καλή επικοινωνία ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά βασίζεται στη σχέση μεταξύ τους, που χτίζεται καθημερινά από τη στιγμή που ένα παιδί γεννιέται και αναπτύσσει δεσμούς αγάπης και εξάρτησης με τους γονείς του. Είναι, λοιπόν, σημαντικό η σχέση αυτή και η επικοινωνία να χαρακτηρίζονται από συναισθηματική εγγύτητα, ασφάλεια και εμπιστοσύνη, όπου το παιδί θα μπορεί να εκφράσει όχι μόνο τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του, αλλά και τις απορίες του, τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του. Έχει μεγάλη σημασία να είστε ανοιχτοί στο διάλογο για θέματα σεξουαλικότητας με τα παιδιά σας. Για να επιτευχθεί αυτό οι γονείς θα πρέπει να είναι κοντά τους, να τα ακούνε με προσοχή, να αφουγκράζονται τις ανησυχίες τους και να κάνουν ξεκάθαρο στα παιδιά τους, ότι είναι πρόθυμοι και διαθέσιμοι να τα βοηθήσουν και να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους, χωρίς να είναι επικριτικοί, αλλά αντιθέτως να ενισχύουν θετικά το ενδιαφέρον τους.

Ο γονιός του ίδιου φύλου με το παιδί (ομόφυλος) είναι σημαντικό να περνάει χρόνο μαζί του, όχι μόνο κάνοντας κοινές δραστηριότητες, αλλά και συζητώντας για θέματα που άπτονται της σεξουαλικότητας. Η στενή και ουσιαστική σχέση του ομόφυλου γονέα με το παιδί του συμβάλλει στην ταύτιση και στη διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου του. Ο ετερόφυλος γονιός είναι σημαντικό να ενθαρρύνει αυτήν την ομόφυλη ταύτιση. Και οι δύο γονείς, ο καθένας από τη δική του θέση και μέσα από το δικό του ρόλο, μεταδίδουν στα παιδιά τους πληροφορίες και μηνύματα που έχουν μεγάλη αξία για την ομαλή ψυχοσεξουαλική τους ανάπτυξη, καθώς και τις μελλοντικές τους σχέσεις με το άλλο φύλο, λειτουργώντας ως πρότυπα.

Τα παιδιά συνήθως κάνουν ερωτήσεις γύρω από το θέμα του σεξ, γιατί κάτι άκουσαν στο σχολείο, στην τηλεόραση ή σε μία συζήτηση. Είναι πιθανό αυτό να συμβεί σε στιγμές που οι γονείς δεν το περιμένουν, με αποτέλεσμα να αιφνιδιάζονται και να μην ξέρουν πώς να το χειριστούν. Ακούστε λοιπόν με προσοχή τις ερωτήσεις τους και δώστε τους άμεσες και ειλικρινείς απαντήσεις, χωρίς να κρύβεστε και χωρίς να μιλάτε με ασάφεια. Η αμηχανία, ο φόβος, η άμυνα ή ο θυμός ως αντίδραση στην εκδήλωση ενδιαφέροντος του παιδιού για θέματα σεξουαλικότητας, μπορεί να μεταδώσουν το μήνυμα στο παιδί ότι τα θέματα αυτά είναι «κάτι κακό», με αποτέλεσμα να νιώσει ντροπή, ενοχή ή/και φόβο. Επιπρόσθετα, μία τέτοια αντίδραση θα το αποτρέψει από το να απευθύνεται στους γονείς του, στρεφόμενο σε λιγότερο έγκυρες πηγές.

Ακόμα κι αν κάτι που σας ρωτάει δεν το γνωρίζετε είναι προτιμότερο και ασφαλέστερο να του απαντήσετε με ειλικρίνεια και στη συνέχεια να φροντίσετε να μάθετε για αυτό και να του δώσετε μία σωστή και ολοκληρωμένη απάντηση, παρά να του μεταδώσετε μία λάθος γνώση. Υπάρχουν ειδικά βιβλία για γονείς μέσα από τα οποία μπορούν να ενημερωθούν σωστά και υπεύθυνα. Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εικονογραφημένα βιβλία σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης που απευθύνονται σε παιδιά διαφόρων ηλικιών, για να μεταδώσουν τις πληροφορίες που χρειάζεται με έναν ενδιαφέροντα και παιδαγωγικό τρόπο. Είναι σημαντικό τα παιδιά να μαθαίνουν την αλήθεια για θέματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα και όχι ιστορίες ή μύθους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Με τον κατάλληλο τρόπο και τις κατάλληλες λέξεις να μάθουν για το σώμα τους, τα γεννητικά όργανα, για το πώς ένα παιδί έρχεται στον κόσμο μέσα από την αγάπη των γονιών του, χρησιμοποιώντας τα ονόματα που η ιατρική επιστήμη έχει ορίσει (π.χ. πέος, όρχεις, αιδοίο, μήτρα). Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά θα γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, αλλά και θα καταρριφθούν τα ταμπού και οι προκαταλήψεις, που συνοδεύουν, ακόμα και σήμερα, τις λέξεις που περιγράφουν μέρη του ανθρώπινου σώματος και το μόνο που τελικά επιφέρουν είναι συναισθήματα ντροπής, ενοχών και αμηχανίας, διαιωνίζοντας το φαύλο κύκλο της άγνοιας, της παραπληροφόρησης και της έλλειψης σωστής ενημέρωσης.

Μιλήστε στα παιδιά σας με απλά και κατανοητά λόγια, ανάλογα με το ηλικιακό, γνωστικό και συναισθηματικό τους επίπεδο. Αυτό σημαίνει, ότι χρειάζεται να επικοινωνήσετε μαζί τους όσα μπορούν να ακούσουν και να κατανοήσουν, όπως επίσης και να απαντήσετε στις συγκεκριμένες ερωτήσεις που σας θέτουν, όταν τις θέτουν. Πολλές φορές, οι γονείς μέσα από το άγχος τους για το τι θα πουν και πώς θα το πουν, μπορεί να εγκλωβίζονται και να πιστεύουν ότι τα παιδιά τους δε θα καταλάβουν. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ζούμε σε μία κοινωνία, όπου υπάρχει μία πληθώρα μηνυμάτων, τα οποία τα ίδια τα παιδιά λαμβάνουν από διάφορες πηγές (σχολείο, συνομήλικοι, τηλεόραση και μέσα μαζικής ενημέρωσης, συζητήσεις ενηλίκων κ.α.). Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να παρέχονται πληροφορίες στα παιδιά που να χαρακτηρίζονται από εγκυρότητα και αξιοπιστία και τα κατάλληλα πρόσωπα που μπορούν να τις προσφέρουν είναι οι ίδιοι οι γονείς τους, καθώς είναι τα πρόσωπα που εμπνέουν στα παιδιά εμπιστοσύνη, ασφάλεια και κύρος.

Ο ρόλος λοιπόν των γονιών στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση είναι πολύ σημαντικός, γιατί διαπαιδαγωγούν όχι μόνο μέσα από τις συζητήσεις και τις απαντήσεις που δίνουν, αλλά και μέσα από τη συμπεριφορά τους και τη σχέση μεταξύ τους.

Τα παιδιά μαθαίνουν για τη σεξουαλικότητα παρατηρώντας, ακούγοντας και βιώνοντας την ατμόσφαιρα που επικρατεί μέσα στο σπίτι, από την πλευρά του παρατηρητή, αλλά και του αποδέκτη μηνυμάτων για τις σχέσεις των δύο φύλων, τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.

ΠΗΓΗ:
https://www.askitis.gr/educational/view/pos_mporoin_oi_goneis_na_voithisoin_stin_seksoialiki_diapaidagogisi_ton_pai(accessed 17.9.19)

Wednesday, 11 September 2019

Further Evidence That Acting Like An Extravert Can Boost Wellbeing





Researchers have long known that people who are more extraverted tend to be happier, leading some to suggest that encouraging extraverted behaviour could improve wellbeing. Last year we reported on the first trial of such an intervention, which found that acting like an extravert for a week led to an increase in positive emotions in certain people. Now a second study appears to have replicated that result — and shown that behaving like an introvert may also reduce wellbeing.



In the new study, published in the Journal of Experimental Psychology: General, Seth Margolis and Sonja Lyubomirsky at the University of California, Riverside, asked 131 participants to alter their behaviour over a two week period to be more extraverted or introverted. For one week, participants were encouraged to act as “talkative”, “assertive” and “spontaneous” as possible; for the other, they were told to act “deliberate”, “quiet” and “reserved” (all participants completed both weeks, but half began with the extraverted week while the others began with with the introverted week).

To encourage the participants to actually alter their behaviour, the researchers asked them to list five specific changes they planned on making, and then sent them periodic reminders of their task throughout the study. At various points across the two weeks, the participants completed scales measuring their experience of positive and negative emotions and others aspects of wellbeing, as well as their personality traits.

Compared to baseline levels at the start of the study, participants experienced more positive emotions during the extraverted week — and also showed reduced positive emotions during the introverted week. Some other measures of wellbeing, such as feelings of connectedness and flow (the experience of being immersed in — and enjoying — an activity) were also boosted by acting extraverted and reduced by acting introverted.

However, these results didn’t hold for all measures of wellbeing. For instance, participants seemed to have reduced negative emotions compared to baseline during both interventions (although the exact pattern of results differed depending on whether participants began with the extraverted or introverted week).

The results add to the small, albeit growing, body of evidence that acting like an extravert can improve certain aspects of wellbeing — particularly measures of positive emotion. But the authors suggest that their biggest contribution is to show that acting like an introvert can also have an effect. “Given that introversion is generally not regarded as desirable or advantageous in U.S. culture … we believe our most compelling results are those showing that well-being decreases can be substantial when people act more introverted than usual,” they write.

Still, it seems too soon to suggest that we should we all begin behaving like extraverts. The study the Digest reported on last year found that people who had high trait levels of introversion didn’t report the same benefits of acting like an extravert as the rest of the participants, and actually became more fatigued and experienced more negative emotions. On the other hand, the new paper found that baseline levels of extraversion and introversion didn’t affect the results – but it’s still clear that researchers need a better understanding of how individual differences could influence the effectiveness of the intervention.

And it will also be important to figure out which behaviours are actually causing the increases or decreases in wellbeing reported in these studies. It’s not yet clear whether it was being more “talkative”, “assertive”, or “spontaneous” that resulted in an increase in wellbeing in the extraverted week, for instance, and the researchers suggest examining changes in a more specific sub-set of extraverted behaviours in the future. “We hope that research from our and others’ laboratories encourages future investigators to test the potential of behavioral interventions to spur both personality change and well-being gains,” they conclude.


SOURCE:


How People Judge Your Personality Based On Your Name





Extraversion, thy name is Katie. And Jack. And Carter. But not, it turns out, Joanna, Owen, or Lauren: these individuals instead embody different traits, like emotionality and agreeableness.

At least, that’s how people rated the personalities of those names in a recent paper published in the Journal of Experimental Psychology: General. According to the study, we associate the sounds in names with certain traits: names containing k and t sounds are judged as having quite different profiles than those with the more resonant n or l sounds. It will come as no surprise, however, that in the real world Katies are not actually any more likely to be extraverted than Laurens.

Past studies have found that people tend to associate particular sounds with certain shapes: the word “bouba” with a round shape and “kiki” with a spiky one, for example. And we may also instinctively associate shapes and sounds with particular emotional states.

But David Sidhu and colleagues at the University of Calgary were interested in whether people relate sounds to more abstract concepts, like personalities. In particular, the team wanted to know whether we judge people’s personalities differently depending on whether their names contain “sonorants” — resonant or nasal sounds like m, l and n — or “voiceless stops” — short sounds that are formed by blocking air flow in the vocal tract, such as t, k and p.

Across three studies, the team showed a total of 180 participants a series of traits that reflect different aspects of personality like conscientiousness (e.g. “hard-working”) or extraversion (e.g. “social”). At the same time, they displayed names that contained either sonorants (e.g. “Lauren”) or voiceless stops (e.g. “Katie”).

In one study, participants saw a pair of names, and had to pick which one best matched a given trait, while in another they saw a single name, and had to rate how well the trait described that person. In a third study, participants rated the personalities of made-up names with similar sounds: “Mauren” instead of Lauren; “Tatie” instead of Katie.

In all three studies, participants rated sonorant names like Lauren higher on agreeableness, and in two of the studies they also rated them higher in emotionality and conscientiousness. In contrast, voiceless stop names like Katie were rated higher in extraversion.

Why would people rate certain names as being more extraverted or more agreeable? Perhaps, reasoned the researchers, in the real world people’s names truly do reflect their personalities. So in another study, they asked more than 1,000 participants to complete online personality surveys — but found no real evidence for a link between the participants’ personalities and the sounds in their own names.

Another possibility is that people have already made associations between particular names and traits: perhaps they have a particularly agreeable friend called Lauren, for example. But the fact that the researchers saw the same effects even for made-up names suggests that this is not the case.

Instead, the researchers suggest, we may have learned to associate certain sounds with particular emotional contexts. For example, people may tend to use softer, sonorant sounds in calmer situations, and so we perceive those with sonorant sounds in their names — the Laurens and the Owens — as more agreeable and conscientious. Alternatively, the relationship between sound and personality could be more metaphorical: the short abrupt sounds in “Jack” and “Katie”, for instance, might bring to mind the quick, bouncy energy of someone with a more extraverted personality.

Whatever the reason, it seems unlikely that the information gleaned from the sounds in a name will have much impact on how we judge a person in the real world, where we usually have a lot of other information about them. But knowing how a sound brings to mind other characteristics could be useful in some situations. A company naming its product probably should consider whether the sounds in the name will affect people’s perceptions, suggest the researchers, while an author might want to give their protagonist a name that fits their personality.

SOURCE:

Monday, 9 September 2019

Γονίδιο της ομοφυλοφιλίας






Αποδεικνύεται ότι οι «θεραπείες» για την «αντιμετώπιση» της ομοφυλοφιλίας είναι ανούσιες και άχρηστες.



ΛΟΝΔΙΝΟ. Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό «γονίδιο της ομοφυλοφιλίας», σύμφωνα με μεγάλη βρετανοαμερικανική επιστημονική έρευνα σε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους. Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Science, αξιοποίησε στοιχεία από τις βάσεις δεδομένων UK Biobank και 23andMe, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του δικτύου BBC. Τα στοιχεία αυτά διαπίστωσαν την ύπαρξη κάποιων γενετικών διαφοροποιήσεων που σχετίζονται με την ομοφυλοφιλία. Οι γενετικοί παράγοντες, όμως, ευθύνονται κατά λιγότερο από 25% για τις ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές.

Η οργάνωση GLAAD, που μάχεται υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων, ανέφερε ότι η μελέτη επιβεβαιώνει ότι «δεν υπάρχουν καθοριστικοί εξωγενείς ή γενετικοί παράγοντες οι οποίοι να επηρεάζουν τη συμπεριφορά ενός ομοφυλόφιλου άνδρα ή μιας λεσβίας». Οι ερευνητές εξέτασαν το γονιδίωμα 409.000 ανθρώπων που συμμετέχουν στο πρόγραμμα UK Biobank, καθώς και 68.500 εγγεγραμμένων στην εταιρεία γονιδιακών μελετών 23andMe. Από τους συμμετέχοντες στη μελέτη ζητήθηκε επίσης να δηλώσουν εάν έχουν αποκλειστική ερωτική σχέση με άτομο του ίδιου φύλου ή και με άλλα άτομα, διαφορετικού φύλου. Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Χάρβαρντ και του ΜΙΤ κατέληξαν ότι ο γενετικός παράγοντας ευθύνεται σε ποσοστό 8%-25% της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Πέντε συγκεκριμένες γονιδιακές παραλλαγές έχει διαπιστωθεί ότι σχετίζονται με την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης και μιας, η οποία συνδέεται με τη βιολογική οδό της όσφρησης.

Οι παραλλαγές αυτές, όμως, ευθύνονται για μόλις το 1% των ομοφυλοφιλικών συμπεριφορών. «Οι γενετικοί παράγοντες δεν είναι παρά ένα μικρό –παρότι σημαντικό– Τμήμα της Ιστορίας της Σεξουαλικής Συμπεριφοράς. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο γονίδιο της ομοφυλοφιλίας και είναι αδύνατο να προβλέψεις τη σεξουαλική κατεύθυνση ενός ανθρώπου από το γονιδίωμά του», λέει ο Μπεν Νιλ, καθηγητής Γενετικής στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης.

«Τα επιστημονικά στοιχεία μάς δείχνουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι φυσιολογική και κανονική εκδοχή της ανθρώπινης εμπειρίας και του ανθρώπινου είδους. Για τον λόγο αυτόν, δεν πρέπει να καταφεύγει κανείς σε “θεραπείες” της ομοφυλοφιλίας», λέει ο Φαχ Σατιρασούτι, επικεφαλής επιστημονικών υπηρεσιών της 23andMe.

Ο καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Ντέιβιντ Κέρτις αναφέρει: «Η μελέτη δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει γονίδιο της ομοφυλοφιλίας. Δεν υπάρχει γονιδιακή εξήγηση για τη σεξουαλική κατεύθυνση. Παρότι η ομοφυλοφιλία, όμως, δεν είναι γενετικά προδιαγεγραμμένη, όπως δείχνει η μελέτη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι έμφυτο γνώρισμα πολλών ανθρώπων και αναπόσπαστο και αναγκαίο χαρακτηριστικό του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς τους».

Ο Ζικ Στόουκς, στέλεχος της οργάνωσης GLAAD, είπε: «Η νέα μελέτη επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή που να καθορίζει τη σεξουαλική κατεύθυνση κάθε ανθρώπου».

ΠΗΓΗ:

Friday, 6 September 2019

Ερευνα: Ενα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι αυξάνει τον κίνδυνο άνοιας ακόμη και μετά από δεκαετίες






Αρκεί ένα και μοναδικό σοβαρό τραύμα στο κεφάλι για να οδηγήσει μερικούς ανθρώπους (ασφαλώς όχι όλους) σε εγκεφαλική βλάβη και σε άνοια πολύ αργότερα, μετά από δεκαετίες, ακόμη και αν ο ασθενής είχε προ πολλού θεραπευθεί πλήρως, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, με συμμετοχή ενός Έλληνα νευροεπιστήμονα της διασποράς.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντέιβιντ Σαρπ του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Science Translational Medicine», σύμφωνα με το New Scientist και τους Financial Times, χρησιμοποίησαν τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) για να μελετήσουν τον εγκέφαλο 21 ανδρών και γυναικών ηλικίας 29 έως 72 ετών, που είχαν υποστεί στο παρελθόν, πριν 18 έως 51 χρόνια, κάποιο τραύμα στο κεφάλι λόγω ατυχήματος (τροχαίου, πτώσης κ.α.), αθλήματος (μποξ, ποδόσφαιρου κ.α.) ή βίαιης επίθεσης. Ο εγκέφαλος τους συγκρίθηκε με τον εγκέφαλο 11 ανθρώπων με παρόμοια δημογραφικά και μορφωτικά χαρακτηριστικά, οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό παρόμοιου τραυματισμού.

Διαπιστώθηκε ότι τα περισσότερα θύματα σοβαρού τραυματισμού (τα 15 από τα 21) είχαν πολύ υψηλότερα επίπεδα της τοξικής πρωτεΐνης ταυ, η οποία αποτελεί δείκτη νευροεκφύλισης και πρόδρομο γνώρισμα της νόσου Αλτσχάιμερ ή άλλης μορφής άνοιας. Επίσης οι άνθρωποι με παλαιό εγκεφαλικό τραύμα εμφάνισαν χειρότερες επιδόσεις σε τεστ μνήμης και γνωσιακά, πράγμα που δείχνει μια υποβάθμιση των εγκεφαλικών λειτουργιών τους.

«Ένα μοναδικό μέτριο έως σοβαρό περιστατικό τραυματισμού μπορεί να πυροδοτήσει μια διαδικασία που οδηγεί σε χρόνια νευροεκφύλιση και άνοια», δήλωσε ο δρ Σαρπ και πρόσθεσε ότι «το παλαιό τραύμα μπορεί να ήταν αρκετά σοβαρό για να μείνει ο ασθενής μερικές μέρες στο νοσοκομείο, αλλά όχι καταστροφικό. Μετά από λίγους μήνες, θα είχε ξεχάσει ότι είχε τραυματισθεί».

Πρώτος συγγραφέας της μελέτης είναι ένας Έλληνας νευρολόγος, ο δρ Νίκος Γοργοράπτης του Τμήματος Επιστημών του Εγκεφάλου της Ιατρικής Σχολής του Imperial College.

Προς το παρόν δεν υπάρχουν θεραπείες για να αναστρέψουν την εκφύλιση του εγκεφάλου μετά από τραυματισμό. Όμως, είναι ελπιδοφόρο ότι οι επιστήμονες με επικεφαλής τον Σαρπ βρήκαν επίσης, σε μια ξεχωριστή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό νευροεπιστήμης Brain, ότι περίπου το ένα τρίτο των ανθρώπων που εμφανίζουν έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών τους μετά από παλαιό τραύμα, εμφανίζουν σημαντική βελτίωση, αν πάρουν μεθυλφενιδάτη (πιο γνωστή εμπορικά ως Ritalin).

Αυτό έδειξε μια κλινική δοκιμή σε 40 ανθρώπους, από τους οποίους οι μισοί πήραν το εν λόγω φάρμακο και οι άλλοι μισοί ψευδοφάρμακο (πλασίμπο). Το φάρμακο είχε θετικό αποτέλεσμα κυρίως στα άτομα με ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα ντοπαμίνης, ενός σημαντικού νευροδιαβιβαστή στον εγκέφαλο.

Πηγή:

A Psychological Sign Of Vitamin B12 Deficiency






Around one-in-eight people over 50 are low in vitamin B12 levels.



Poor memory, problems with thinking skills and even depression have all been linked to vitamin B12 deficiency.

Lack of vitamin B12 has also been linked to brain shrinkage with age.


Support PsyBlog for just $4 per month. Enables access to articles marked (M) and removes ads.

People with higher vitamin B12 levels are six times less likely to suffer brain shrinkage, one study has found.

Vitamin B12 levels can be boosted through supplementation or by eating foods such as dairy, liver, salmon and eggs.

People who may have difficulty getting enough vitamin B12 include vegetarians, older people and those with some digestive disorders, such as Crohn’s disease.

Along with cognitive warnings, a physical sign of vitamin B12 deficiency is weakness in the muscles.


A review of the research has found that vitamin B12 is important in improving muscle strength and function.



A B12 deficiency, along with other dietary factors, can contribute to sarcopenia, which is the gradual loss of muscle mass.

Sarcopenia can lead to falls and increase the risk of bone fractures, as well as other injuries.

Professor Jean-Philippe Bonjour, study co-author, said:


“The most obvious intervention against sarcopenia is exercise in the form of resistance training.

However, adequate nutritional intake and an optimal dietary acid-base balance are also very important elements of any strategy to preserve muscle mass and strength during aging.”

Other dietary factors are also important in maintaining muscles with age.

Naturally, getting enough protein, the building blocks of muscle, is vital.

Similarly, vitamin D also plays a role in maintaining strength.

More fruits and vegetables in general are good for health and also for musculoskeletal health.

In contrast, high intakes of meat and cereal grains can increase acidity in the body, which is bad for the muscles.


Dr Ambrish Mithal, the study’s first author, said:


“Strategies to reduce the numbers of falls and fractures within our aging populations must include measures to prevent sarcopenia.

At present, the available evidence suggests that combining resistance training with optimal nutritional status has a synergistic effect in preventing and treating sarcopenia.”

About the author

Psychologist, Jeremy Dean, PhD is the founder and author of PsyBlog. He holds a doctorate in psychology from University College London and two other advanced degrees in psychology.

He has been writing about scientific research on PsyBlog since 2004. He is also the author of the book “Making Habits, Breaking Habits” (Da Capo, 2003) and several ebooks:

SOURCE:

Thursday, 5 September 2019

Ερευνα: Το Facebook επιδιώκει πλέον να διαβάζει το μυαλό μας







Από καιρό τώρα το Facebook έχει πάψει να αρκείται στο να γνωρίζει απλώς πού βρισκόμαστε, με ποιον είμαστε και τι κάνουμε. Δεν του φθάνει να αναγνωρίζει τις προσωπικές μας προτιμήσεις και τις δραστηριότητές μας. Αυτές μπορεί να τις γνωρίζει κάθε τεχνολογική εφαρμογή που βασίζεται στα likes μας, στον ποιόν ακολουθούμε κι επικοινωνούμε και στο τι αγοράζουμε.

Επίσης όλες αυτές οι εφαρμογές και τα δίκτυα μπορούν να ακούσουν τι λέμε στο τηλέφωνό μας. Οι εφαρμογές αυτές συγκεντρώνουν τα δεδομένα για το τι λέμε και τι κάνουμε, τα ομαδοποιούν και τα πωλούν σε όποια εταιρεία πλειοδοτήσει.

«Eνας γίγαντας της τεχνολογίας επιδιώκει να αντλήσει δεδομένα άμεσα από το μυαλό των ανθρώπων», τονίζει το MIT Technology Review

Όμως ακόμη υπάρχει ένα όριο, πέραν του οποίου δεν έχουν κατορθώσει όλες οι τεχνολογίες και οι εταιρείες τους να διεισδύσουν: το ανθρώπινο μυαλό. Φαντάζεται κανείς τι θα γινόταν εάν κάποια εταιρεία κατόρθωνε να διαβάζει το μυαλό μας και να αποκομίζει κέρδη από τις πληροφορίες που αντλεί από μέσα του; Αυτός μοιάζει να είναι ο επόμενος στόχος του Facebook.

Η εταιρεία που ίδρυσε ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ έχει αρχίσει να χρηματοδοτεί διάφορες έρευνες που αναπτύσσουν «αποκωδικοποιητές ομιλίας», ικανούς να εντοπίσουν τι βούλονται να πουν τα ανθρώπινα υποκείμενα μέσω των εγκεφαλικών τους μηνυμάτων, τονίζεται σε άρθρο που δημοσιεύεται σε μπλογκ του ίδιου του Facebook.

Μία από τις μελέτες, που χρηματοδοτείται από τη διαδικτυακή εφαρμογή και επικεφαλής της είναι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Σαν Ντιέγκο, δημοσιεύθηκε μάλιστα πρόσφατα στο περιοδικό Nature Communications. Η έρευνα εστιάζεται στο πως μπορούμε να χρησιμοποιούμε μηχανές μόνο με τη σκέψη μας. Για τον σκοπό αυτόν, έχουν σχεδιασθεί μηχανισμοί που «διαβάζουν» τα εγκεφαλικά μηνύματα και προσπαθούν να ταυτοποιήσουν τι είναι εκείνο που προτίθεται να πει το ανθρώπινο υποκείμενο.

O ιδρυτής του Facebook έχει αρχίσει να χρηματοδοτεί διάφορες έρευνες που αναπτύσσουν «αποκωδικοποιητές ομιλίας»

Όπως σχολιάζει σχετικά το ΜΙΤ (Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης), «οι ερευνητές τοποθέτησαν πλάκες με ηλεκτρόδια στον εγκέφαλο των εθελοντών. Κατόπιν τους έθεσαν μία σειρά από ερωτήσεις, απαιτώντας από τα υποκείμενα τις έρευνας να δίνουν απλές απαντήσεις. Όπως για παράδειγμα ‘προτιμάς ένα πιάνο, ή ένα βιολί;’. Το σύστημα προσπαθούσε να εντοπίσει τόσο την ερώτηση, όσο και την απάντηση».

Μολονότι τα αποτελέσματα της έρευνας βρίσκονται ακόμη στο πρώιμο στάδιό τους, οι ερευνητές συμπέραναν πως «η εγκεφαλική δραστηριότητα που καταγράφηκε ενόσω οι άνθρωποι μιλούσαν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποκωδικοποιηθεί σχεδόν ταυτόχρονα αυτό που λέει και να μεταφράζεται σε κείμενο στην οθόνη ενός υπολογιστή».

Το ίδιο το Facebook διαβεβαιώνει πως εάν η μηχανή ήταν ικανή να αναγνωρίσει μόνον κάποιες νοητικές εντολές, όπως «έναρξη», «επιλογή» και «διαγραφή», ήδη αυτό θα αρκούσε για να εγκαταστήσει νέες μορφές διάδρασης των υποκειμένων με τις εφαρμογές.

Στο επίσημο μπλογκ του, το Facebook υποστηρίζει πως στόχος του είναι να δημιουργήσει μία νέα και μη επεμβατική διεπαφή (interface), η οποία θα επιτρέπει στους χρήστες να γράφουν άμεσα χρησιμοποιώντας τη σκέψη τους, «φανταζόμενοι πως μιλούν οι ίδιοι». Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, το Facebook επιδιώκει να αναπτύξει ένα φορητό ακουστικό, που θα επιτρέπει στους χρήστες να χρησιμοποιούν τις σκέψεις τους για να ελέγχουν την μουσική, ή να διαδρούν με την εικονική πραγματικότητα. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, το μέσο κοινωνικής δικτύωσης έχει χρηματοδοτήσει έρευνες για συστήματα που «ακροώνται» τον εγκέφαλο έξω από το κρανίο μέσω οπτικών ινών, ή λέιζερ, τα οποία μετρούν τις αλλαγές στη ροή του αίματος—εν είδει φορητού μηχανήματος μαγνητικής τομογραφίας.

Η εκτελεστική διευθύντρια του Facebook, Regina Dugan, ανακοίνωσε το πρότζεκτ "typing-by-brain" στη διάσκεψη προγραμματιστών της εταιρείας τον Απρίλιο. (Φωτογραφία: Stephen Lam/Reuters)

Φυσιολογικά εδώ ενσκήπτει ένα ερώτημα. Τι θα κάνει το Facebook με τις πληροφορίες αυτές;

Η επίσημη εκδοχή είναι πως στόχος της εταιρείας είναι απλώς να βελτιώσει τη διάδραση μεταξύ μηχανής και ανθρώπου. Όμως ποιο είναι το τίμημα π.χ. της ενεργοποίησης μέσω της σκέψης του της μουσικής που θέλει το υποκείμενο να ακούσει; Είναι ότι η εταιρεία θα μπορεί να επεξεργάζεται τα εγκεφαλικά κύματα που εκπέμπονται ενώ κάποιος περπατά. Με αυτά τα μηχανήματα, το Facebook θα μπορεί να εντοπίζει και να μεταφράζει τα μηνύματα του εγκεφάλου, όποιες και να είναι οι σκέψεις του υποκειμένου. Αυτό θα του προσπόριζε ακόμη περισσότερες πληροφορίες από αυτές που ήδη διαθέτει και σε πολύ πιο άμεσο χρόνο. Δεν θα χρειάζεται να περιμένει τις αντιδράσεις από μία δημοσίευση, αλλά απλώς θα εντοπίζει ποια είναι η αντίδραση του ίδιου του μυαλού μας σε αυτή. Ουσιαστικά, ανάμεσα στον χρήστη και το μέσο κοινωνικής δικτύωσης δεν θα υπάρχει πλέον κανένα μυστικό.

«Είναι ένα από τα πρώτα τρανταχτά παραδείγματα του ότι ένας γίγαντας της τεχνολογίας επιδιώκει να αντλήσει δεδομένα άμεσα από το μυαλό των ανθρώπων», τονίζεται στο MIT Technology Review. Στο ίδιο δημοσίευμα, η καθηγήτρια και ειδική στη νευρο-ηθική του Πανεπιστημίου Ντιουκ Νίτα Φάραχανι, διαπιστώνει πως «βρισκόμαστε στο σημείο του να διαβούμε το έσχατο όριο της ιδιωτικής ζωής μας χωρίς να διαθέτουμε κανένα μέσο προστασίας». Ή απηχώντας τον Μισέλ Φουκώ, ο πλήρης «βιοπολιτικός» έλεγχος της ανθρώπινης ζωής και της κοινωνίας, βρίσκεται ήδη προ των πυλών.

ΠΗΓΗ:

Monday, 2 September 2019

Τα παιδιά που πηγαίνουν σε παιδικό σταθμό έχουν καλύτερη συμπεριφορά






Τα μικρά παιδιά που τα φροντίζουν οι γονείς, συγγενείς ή φίλοι στο σπίτι, έχουν χειρότερες δεξιότητες, συμπεριφορά και συναισθηματική ισορροπία σε σχέση με τα παιδάκια που πάνε στον παιδικό σταθμό, σύμφωνα με μια νέα γαλλική έρευνα.

Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας παιδικός σταθμός στελεχωμένος από επαγγελματίες, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να προσφέρει σε ένα παιδί τις αναγκαίες κοινωνικές δεξιότητες, να του εμφυσήσει καλύτερη συμπεριφορά και δυνατότητα για ομαλές διαπροσωπικές σχέσεις, ιδίως αν το παιδί μείνει στο σταθμό για πάνω από ένα χρόνο.

Προηγούμενες μελέτες είχαν δείξει ότι οι παιδικοί σταθμοί μπορούν να βελτιώσουν τις γλωσσικές και νοητικές ικανότητες ενός παιδιού. Η νέα μελέτη EDEN, που πραγματοποιήθηκε στο Νανσί και στο Πουατιέ, δείχνει ότι αυτή η βελτίωση αφορά επίσης τη συμπεριφορά και τις κοινωνικές σχέσεις του.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την κοινωνική επιδημιολόγο Μαρία Μελχιόρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης και του ιατρικού Ινστιτούτου INSERM της Γαλλίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology and Community Health», σύμφωνα με τη βρετανική «Telegraph», μελέτησαν 1.428 παιδιά, από τα οποία το ένα τέταρτο πήγαιναν σε παιδικό σταθμό, το ένα τρίτο έμεναν τα πρωινά με την οικογένειά τους και τα υπόλοιπα τα πρόσεχε κάποιος άλλος στο σπίτι ('μπέιμπι-σίτερ').

Οι επιστήμονες αξιολόγησαν τη συναισθηματική ανάπτυξη και εξέλιξη της συμπεριφοράς των παιδιών από τη γέννηση έως την ηλικία των οκτώ ετών, κάνοντας χρήση ερωτηματολογίων που συμπλήρωσαν οι γονείς, όταν τα παιδιά τους ήσαν σε ηλικίες τριών, πεντέμισι και οκτώ ετών, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο τα παιδιά είχαν συναισθηματικά προβλήματα, έκαναν εύκολα φίλους, ήσαν υπερκινητικά ή με ελλειμματική προσοχή, είχαν άλλες κοινωνικές δεξιότητες κ.α.

Διαπιστώθηκε ότι περίπου το 15% των παιδιών είχαν σημαντικά προβλήματα συμπεριφοράς, όπως χαμηλή ικανότητα συγκέντρωσης, υπερδραστηριότητα, συναισθηματικές διαταραχές, δυσκολία σύναψης φιλίας, κοινωνική αδεξιότητα κ.α.

Η συγκριτική ανάλυση έδειξε ότι τα λιγότερα συναισθηματικά και κοινωνικά προβλήματα είχαν εκείνα τα παιδιά που πήγαιναν σε κανονικό παιδικό σταθμό, ενώ τα περισσότερα προβλήματα εμφάνιζαν τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει με «μπέιμπι-σίτερ». Τα κορίτσια και τα παιδιά από οικογένειες με προνομιούχο κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον είχαν κατά μέσο όρο μεγαλύτερο όφελος από τον παιδικό σταθμό, από ό,τι τα αγόρια και τα παιδιά από φτωχές οικογένειες.

Πηγή:


New Romantic Relationships May End Up Following The Same Patterns As Previous Ones





Entering into a new intimate relationship can feel exciting and full of possibility. And for many, it may seem to offer the chance to escape the patterns of our previous relationships: perhaps there will be less arguing, or maybe the new relationship will provide a greater sense of satisfaction. But a recent study suggests that once the initial honeymoon period is over, the dynamics of a new relationship may end up being pretty similar to the last one.



To examine the kinds of changes that occur when people move from one partner to the next, Matthew Johnson from the University of Alberta and Franz Neyer from Friedrich-Schiller-Universität Jena examined data from the German Family Panel, a longitudinal study that has been following more than 12,000 people since 2008. Each year, participants complete a survey that includes rating their relationship and sexual satisfaction, frequency of sex, relationship stability, and how much they quarrel with their partner or receive admiration from them.

In their new paper, published in the Journal of Family Psychology, the team analysed the responses of 554 participants who had had two intimate relationships which had both lasted long enough to be recorded in two surveys. This provided the team with data from the second-to-last and final year of one relationship, and the first and second year of the subsequent relationship. By comparing the levels of satisfaction, instability and so on at these different stages, they could see how dynamics changed across relationships.

The pair found that at the end of the first relationship, all of the measures deteriorated: people became less satisfied, argued more and so on. Unsurprisingly, these measures then all improved when they began seeing their next partner. A year later, however, they dropped again — the “honeymoon” period had worn off.

But when the researchers compared the first survey of the first relationship and the second survey of the second relationship — that is, the most stable phases in the partnerships — the responses were pretty similar. There were no significant differences in sexual or relationship satisfaction, in the amount of conflict, or in perceptions of stability. Only two measures differed: overall, participants had more sex and received more admiration from their partner in the second relationship.

The authors conclude that our intimate partnerships end up quite similar to the ones that came before them. We may feel like a new partnership is different or better, the researchers say, because the conflict and negative feelings that characterise the end of a previous relationship “cast a long shadow over the memory of that union”.

However, a lack of evidence for differences between relationships doesn’t necessarily mean that such changes don’t occur. Of particular concern is that the study used very basic survey measures: most involved just one or two questions (e.g. “All in all, how satisfied are you with your relationship?”), so may not have been sensitive to more subtle changes in dynamics.

And, as the researchers point out, even if on average people don’t see many differences between their relationships, there might be certain individual characteristics that make changes more or less likely. For instance, the team found that participants’ level of neuroticism and relationship length both influenced the pattern of results. “Changes did occur for some people,” they conclude, “but despite the presence of a new partner, change is not inevitable.”

SOURCE: