Saturday, 31 March 2018

The Precise Sleep Schedule That Helps Fight Depression





Antidepressants are more effective when accompanied by the correct sleep schedule.



Spending eight hours in bed at night helps antidepressants to work more effectively, new research finds.

Of those who spent eight hours in bed, 63% saw improvements in their symptoms while taking antidepressants.


After only six hours sleep, though, only one-third saw improvements.

The antidepressant response was also faster for those who had eight hours sleep rather than only six.

The conclusions come from a study in which the researchers expected the exact opposite.

Previous studies have found that restricting people’s sleep to only four or five hours improves the effectiveness of antidepressants.


Professor J. Todd Arnedt, who led the research, said this was the opposite of what they found:



“Although we predicted the group with restricted time in bed would have a better response, based on previous sleep deprivation research in depression, we actually found the opposite.


This is the first study to demonstrate that adequate sleep might accelerate and augment antidepressant treatment response, but more research is necessary.”

People in the study found if very difficult to get up earlier in order to get just six hours sleep.

Typically they only managed to get up an hour earlier, rather than two hours earlier.

Professor Arnedt said:


“These findings tell us that, even if the six-hour condition had yielded better results in terms of treatment response, patients would be unlikely to follow a clinical recommendation to spend only six hours in bed during the initial two weeks of antidepressant therapy.

So, this is a strategy that is not practical for implementation in outpatient settings.”

The simplest advice at this stage for people taking antidepressants is to get the full eight hours, if possible.


Ultimately sleep advice could be tailored to the individual’s circadian rhythms, Professor Arnedt said:


“Eventually, we’d like to identify combinations of sleep and circadian treatments that are independently effective for depression and that can be used practically and safely in inpatient and outpatient settings.”

SOURCE:

How to make stress your friend

Stress. It makes your heart pound, your breathing quicken and your forehead sweat. But while stress has been made into a public health enemy, new research suggests that stress may only be bad for you if you believe that to be the case. Psychologist Kelly McGonigal urges us to see stress as a positive, and introduces us to an unsung mechanism for stress reduction: reaching out to others.

How to make stress your friend

SOURCE:

https://itunes.com/apps/tedconferences/ted (accessed 31.3.18)

Tuesday, 27 March 2018

Ομοφυλοφιλία





Η ομοφυλοφιλία είναι διαταραχή;

Η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ψυχικό νόσημα και δεν υπάγεται στα κριτήρια ψυχικής διάγνωσης που χρειάζεται θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση.



Οι νεότερες μελέτες για την ομοφυλοφιλία

Πέρα των κλασσικών ψυχαναλυτικών θεωριών που την στήριξαν σαν μία καθήλωση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, τα τελευταία χρόνια επιστημονικές προσεγγίσεις προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις για τις αιτίες γέννησής της. Π.χ. οι μελέτες που αναφέρονται στις γενετικές θεωρίες, με έρευνες που έγιναν σε διδύμους, έδειξαν ότι υπάρχει υψηλότερου βαθμού συμφωνία για ομοφυλοφιλία σε μονοζυγωτικούς διδύμους από διζυγωτικούς. Μελέτες επάνω στις γενετικές θεωρίες μιλούν για το χρωμόσωμα Χ της μητρικής μεταβίβασης. Ακόμη νευροενδοκρινικές μελέτες με έρευνες για τα επίπεδα τεστοστερόνης χωρίς να υποδείξουν σημαντικές και σταθερές διαφορές μεταξύ ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων ατόμων.

Ανάμεσα στις βιολογικές ερμηνείες ξεχωρίζουν η γονιδιακή υπόθεση, οι ορμονικοί παράγοντες, μελέτες σχετικές με την ανατομία του σώματος, την ανατομία του εγκεφάλου και διαφόρων λειτουργιών του εγκεφάλου. Τέλος, υπάρχουν γνωσιακές μελέτες που στηρίζονται σε διάφορες θεωρίες (ανοσοβιολογική θεωρία κ.ά.).

Όμως μηχανισμοί κλινικής παρατήρησης που συσχετίζονται τόσο με το περιβάλλον που μεγαλώνει ένα παιδί, όπως και βιολογικοί παράγοντες που μπορεί να παίζουν ρόλο στη γένεση της ομοφυλοφιλίας, ακόμα και ενδεχόμενη κληρονομική επιβάρυνση, τείνουν να εστιάζουν σε πολυπαραγοντική αιτίαση της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς.



Ο ομοφυλόφιλος

Η σεξουαλική έλξη που νιώθει για άτομα του ίδιου φύλου με αυτόν, συνήθως δημιουργεί άγχος, ανησυχία και έκδηλη αμηχανία, βάση των βιωμάτων από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον. Πολλές φορές προσπαθεί να κρυφτεί φοβούμενος μια πιθανή αποκάλυψη αυτής της κατάστασης. Τελευταία, λόγω της μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής και αντιμετώπισης από τα ΜΜΕ, συνηθίζεται και η γρήγορη αποκάλυψη σε γονείς και πολύ αγαπητά πρόσωπα.

Συνήθως αυτός ο ομοφυλοφιλικός σεξουαλικός προσανατολισμός αρχίζει πολύ νωρίς, στην περίοδο της εφηβείας ή και νωρίτερα. Έτσι το άτομο αναγνωρίζει από πολύ νωρίς τον σεξουαλικό προσανατολισμό του. Πολύ συχνά αυτά τα σημάδια αναγνωρίζονται, χωρίς σχεδόν ποτέ να γίνεται παραδεκτό, και από το άμεσο περιβάλλον.


Οι γονείς

Ένα ιδιαίτερο θέμα είναι η στάση των γονιών του μπροστά στην αποκάλυψη της ομοφυλοφιλίας του, που πολλές φορές γίνεται μέσα από τον αιφνιδιασμό και τη διαπίστωση στοιχείων και γεγονότων, που φωτογραφίζουν την ομοφυλοφιλική του σεξουαλικότητα. Οι γονείς κυρίως η μητέρα φαίνεται να περνάει ένα μεγάλο σοκ όταν ανακαλύπτει τη σεξουαλική εικόνα του παιδιού της, που πολλές φορές φτάνει στα όρια του πανικού, της απελπισίας και της απογοήτευσης, μην πιστεύοντας αυτό που ζει και απορώντας το γιατί. Οι κινήσεις της περισσότερο σπασμωδικές παρά λογικές δημιουργούν φορτίσεις και εντάσεις ενώ προσπαθεί να βρει λύσεις που θα σώσουν το «άρρωστο» παιδί της. Πολλές φορές απαιτούν με τρόπο άμεσο να σταματήσει η ομοφυλοφιλία. Είναι αλήθεια ότι οι γονείς δεν μπορούν να δεχτούν αυτή τη κατάσταση που σε μεγάλο ποσοστό τη χρεώνουν ίσως στον εαυτό τους αλλά και στο παιδί τους που μπορεί να το θεωρούν άρρωστο και προβληματικό.

Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι φορές που οι συγκρούσεις γονιών και παιδιών έφεραν τραγικές επιπτώσεις μπροστά στην αποκάλυψη μίας σεξουαλικότητας που οι γονείς δεν μπορούν να αποδεχτούν και που χειρίζονται με αρκετή αδικία και σκληρότητα, αγνοώντας όμως ότι το παιδί δε ρωτήθηκε από κανένα ούτε το ίδιο επέλεξε το δρόμο της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, αλλά το αισθάνθηκε στην πορεία της ψυχοσεξουαλικής του ανάπτυξης.



Ο Σεξολόγος - Ψυχίατρος


Η ψυχιατρική επιστήμη εμπλέκεται συχνά μέσα από τη γονεϊκή απαίτηση να δώσει λύση. Σαφής απαίτηση μέσα στο γραφείο του ψυχιάτρου πότε με τους γονείς μαζί με το παιδί, πότε η μάνα μαζί με το παιδί, πότε μόνο του το παιδί (που συχνά ομολογεί ότι οι γονείς απαίτησαν να πάνε στον Ψυχίατρο) εξελίσσεται ένα θέατρο του παραλόγου με πρωταγωνιστές από τη μία, τους απελπισμένους και θυμωμένους γονείς και από την άλλη από το φοβισμένο και αμήχανο γιο. Οι γονείς δεν μπορούν να αντιληφθούν τη πραγματικότητα του παιδιού τους, μη αποδεχόμενοι την ομοφυλοφιλία, αλλά και ο ίδιος ο νεαρός άνδρας, μη γνωρίζοντας πώς να τους αντιμετωπίσει, αντιδρά με υψηλούς τόνους και απαιτεί. Σε αυτή τη στιγμή η προσέγγιση του ατόμου από έναν σεξολόγο-ψυχίατρο βοηθά, για να μπορέσει ο ίδιος να διαχειριστεί τον εαυτό του πιο θετικά και λειτουργικά μαθαίνοντας να τον αγαπάει περισσότερο και να τον προστατεύει εφόσον. Από την άλλη, χωρίς αμφιβολία οι γονείς χρειάζονται όχι μόνο ψυχολογική βοήθεια αλλά και ενημέρωση για το βιολογικό υπόστρωμα της ομοφυλοφιλίας και γενικότερα τα αιτιολογικά δεδομένα, καθώς και πως μπορεί να διαφυλαχτεί η σχέση με το παιδί τους και η αρμονία στο οικογενειακό περιβάλλον.

ΠΗΓΗ:

Coffee’s Effect On Brain Linked To Cannabis





The neurochemical effects of coffee on the brain linked to cannabis by new study.



Coffee affects the same neurotransmitters as cannabis, new research finds.

Drinking four to eight cups of coffee a day decreased the levels of neurotransmitters in the endocannabinoid system.


In other words, coffee has the opposite effect to cannabis (sort of).

Coffee consumption may also help weight loss by having the opposite effect to cannabis: reducing the ‘munchies’, instead of spurring them on.

The endocannabinoid pathway is also important in how the body regulates stress.

The researchers were surprised by the wide-ranging effects of coffee consumption on the human metabolism.


It apparently does way more than just waking us up in the morning.


Dr Marilyn Cornelis, the lead author, said:


“These are entirely new pathways by which coffee might affect health.

Now we want to delve deeper and study how these changes affect the body.”

People in the study abstained for coffee for one month and then consumed four cups in the second month and eight cups in the third month.

Blood tests revealed that coffee consumption reduced activity in the endocannabinoid system, particularly on eight cups per day.

Dr Cornelis said:


“The increased coffee consumption over the two-month span of the trial may have created enough stress to trigger a decrease in metabolites in this system.

It could be our bodies’ adaptation to try to get stress levels back to equilibrium.”

The endocannabinoid system is also involved in many other bodily process, such as cognition, blood pressure, immunity, addiction and sleep.

Dr Cornelis said:



“The endocannabinoid pathways might impact eating behaviors, the classic case being the link between cannabis use and the munchies.”

Coffee is sometimes linked to weight loss, Dr Cornelis said:


“This is often thought to be due to caffeine’s ability to boost fat metabolism or the glucose-regulating effects of polyphenols (plant-derived chemicals).

Our new findings linking coffee to endocannabinoids offer alternative explanations worthy of further study.”

SOURCE:

Saturday, 24 March 2018

Τέσσερα ισχυρά τονωτικά για τον οργανισμό μας

Εύκολοι τρόποι για να δυναμώσουμε το σώμα μας και να βελτιώσουμε την ψυχική μας υγεία - Τι συμβουλεύει ειδικός της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ




Η παραμέληση του εαυτού μας - ιδίως όταν αναλωνόμαστε στη φροντίδα των αγαπημένων μας προσώπων, όπως είναι τα παιδιά μας ή οι ηλικιωμένοι γονείς μας - οδηγεί συχνά σε εκπτώσεις τόσο της σωματικής όσο και της ψυχικής υγείας.
Η κατάσταση όμως έχει ως εξής: «Δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά όταν δεν είμαστε καλά» επισημαίνει η παθολόγος της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ Monique Tello, σημειώνοντας ότι το ίδιο ισχύει για τους επαγγελματίες υγείας, τους νοσηλευτές και τους φροντιστές ασθενών.
Η έλλειψη ελεύθερου χρόνου είναι, σύμφωνα με την ειδικό, η βασική αιτία που παραγκωνίζουμε τις ανάγκες μας, εντούτοις επισημαίνει ότι υπάρχουν τέσσερις εύκολοι τρόποι για να τονώσουμε την υγεία μας.


Φυσική δραστηριότητα. Η σωματική άσκηση μειώνει το στρες, φτιάχνει τη διάθεση και ανεβάζει τα επίπεδα ενέργειας. «Ακούγεται απίστευτο, όμως μπορείτε να γυμναστείτε σχεδόν παντού, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας» επιμένει η Monique Tello. Και συνεχίζει: «Δεν χρειάζεται κανείς να γραφτεί στο γυμναστήριο ούτε να ακολουθήσει ένα σφιχτό πρόγραμμα εκγύμνασης. Και επίσης δεν χρειάζεται η άσκηση να διαρκεί περισσότερο από μερικά λεπτά την ημέρα».
Πώς; Η παθολόγος του Χάρβαρντ εξηγεί ότι το μυστικό είναι ο καθένας από εμάς να βρει μια δραστηριότητα που τον ευχαριστεί. Ετσι, κάποιοι απολαμβάνουν να πηγαίνουν στη δουλειά τους με το ποδήλατο, συνήθεια που συμβάλλει στην ευεξία. Τα παραδείγματα που η ίδια δίνει είναι πολλά: «Αντί για το εμπορικό κέντρο προτιμήστε να πάτε μαζί με τα παιδιά στο βουνό. Κατά το μεσημεριανό διάλειμμα στη δουλειά επιλέξτε να κάνετε μια βόλτα με ταχύ βήμα, το απόγευμα χορέψτε στο σαλόνι του σπιτιού… Τις απαιτητικές ημέρες, εκείνες δηλαδή που ο ελεύθερος χρόνος είναι μηδαμινός, απλά ανεβείτε τις σκάλες, περπατήστε μέχρι το σουπερμάρκετ ή παρκάρετε όσο πιο μακριά μπορείτε ώστε να αναγκάσετε τον εαυτό σας να περπατήσει».

Η κεντρική ιδέα πίσω από τις μικρές αυτές καθημερινές ασκήσεις είναι ότι κάθε βήμα και κάθε κίνηση μετράει.




Διατροφή. Η σωστή, ισορροπημένη διατροφή είναι εξίσου σημαντική όπως η φυσική άσκηση. Μείνετε μακριά από τη ζάχαρη και τα επεξεργασμένα προϊόντα. Στόχος πρέπει να είναι η κατανάλωση εκείνων των τροφίμων που παράγονται φυσικά. Οσο πιο πολύχρωμα είναι τα φρούτα και τα λαχανικά που καταναλώνετε τόσο πιο πλούσια είναι και η πηγή των βιταμινών που θρέφει τον οργανισμό.
Μάλιστα, η ειδικός υπογραμμίζει ότι οι βιταμίνες από συμπληρώματα διατροφής δεν έχουν ίση αξία με τις βιταμίνες που προσλαμβάνει κανείς από τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά.


Ηρεμία. Σχεδόν όλοι «βομβαρδίζονται» από στρεσογόνους παράγοντες, αυτό όμως που διαφέρει είναι η κλίμακα της έντασης που αισθάνεται κανείς. «Η γιόγκα και ο διαλογισμός βοηθάνε σημαντικά. Ομως, σε εκείνους τους ασθενείς που με κοιτάνε παράξενα όταν αναφέρω αυτές τις μεθόδους προτείνω άλλες δραστηριότητες που επίσης μειώνουν το στρες» λέει η Monique Tello.
Το πλέξιμο, η μαγειρική, το βάδισμα, η κολύμβηση και γενικότερα οτιδήποτε προκαλεί ηρεμία και χαλάρωση, συντρέχει σημαντικά. «Τι δουλεύει στη δική μου περίπτωση; Συνηθίζω να κλείνω την ημέρα - αφού έχω βάλει τα παιδιά για ύπνο και πριν ξαπλώσω κι εγώ - με ασκήσεις γιόγκα (στρέτσινγκ). Ούτε καν μπαίνω στον κόπο να βρω το ειδικό στρώμα για τις ασκήσεις - το χαλί στο δωμάτιο της κόρης μου μού κάνει μια χαρά».


Υπνος. Οι ώρες ύπνου που έχουμε ανάγκη διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο, ωστόσο σε γενικές γραμμές αρκούν οκτώ ώρες. Η έλλειψη ξεκούρασης προκαλεί ευερεθιστότητα, χαμηλή νοητική λειτουργία και μειωμένα αντανακλαστικά. Επίσης, σε ό,τι αφορά την κατάθλιψη και τις αγχώδεις διαταραχές, φαίνεται ότι η χρόνια αϋπνία ευθύνεται σημαντικά για την εκδήλωσή τους.
Η ρουτίνα ύπνου είναι σημαντική, όπως επίσης και να αποφεύγει κανείς πριν πέσει στο κρεβάτι να ελέγξει το κινητό, το τάμπλετ ή τον υπολογιστή, καθώς το μπλε φως που εκπέμπουν προκαλεί διαταραχές στο βιολογικό ρολόι. Τέλος, παρά τη γενική πεποίθηση που επικρατεί ότι το αλκοόλ χαλαρώνει, στην πράξη διαταράσσει τον ύπνο.

ΠΗΓΗ:

Οδηγός Απόδρασης από μια Βίαιη Σχέση

Σεξ με τον/την πρώην σύζυγο: Απόπειρα επανασύνδεσης ή τρέλα της στιγμής;


Όταν δύο άνθρωποι αποφασίζουν να χωρίσουν, βάζοντας τέλος στη μακροχρόνια σχέση και στο γάμο τους, ξεκινά μία προσπάθεια να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, στο «δεν είμαστε πλέον μαζί». Τι γίνεται όμως με το σεξ; Υπάρχουν ζευγάρια που ενώ έχουν χωρίσει, συνεχίζουν να διατηρούν τις σεξουαλικές τους επαφές; Ποια είναι συνήθως τα κίνητρα αυτών των συντρόφων και πως μπορεί κανείς να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση;

Σύμφωνα με έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Social and Clinical Psychology», με τη συμμετοχή 137 διαζευγμένων ενηλίκων, το σεξ φαίνεται ότι μειώνει τις συναισθηματικές επιπτώσεις (πόνος, ενοχές, αρνητικές σκέψεις, σενάρια) που επιφέρει στους πρώην συντρόφους το διαζύγιο. Μάλιστα, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν, ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (82,5%) είχε επιλέξει να βρίσκεται σε σταθερή επικοινωνία με τον / την πρώην σύντροφο, ενώ μόλις το 21,9% διατηρούσε και σεξουαλικές επαφές.

Γιατί κάποιος επιλέγει να κάνει σεξ με τον / την πρώην σύζυγο του;
Το σεξ ως μέσο μετάβασης: Για κάποιους, το σεξ αποτελεί μία ασφαλή βάση, που ικανοποιεί προσωρινά τις βιολογικές και συναισθηματικές τους ανάγκες, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα, ότι επιθυμούν να επανασυνδεθούν με τον / την πρώην σύντροφό τους. Οι πρώην σύντροφοι, συνήθως γνωρίζουν ότι η σχέση τους έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και υποσυνείδητα ξεκινούν να προετοιμάζονται για το επόμενο βήμα στην ερωτική και προσωπική τους ζωή.
Το σεξ ως μέσο επιβεβαίωσης: Σύμφωνα με τους μελετητές των διαπροσωπικών σχέσεων, το διαζύγιο συχνά αφήνει ανεκπλήρωτη την ανάγκη του ανθρώπου για συναισθηματική σύνδεση και ασφάλεια. Έτσι, μερικοί σύντροφοι, ως πιο «ανασφαλείς», δυσκολεύονται να αποκοπούν πλήρως από την προηγούμενη σχέση τους και επιλέγουν να διατηρήσουν την οικειότητα με τον/την πρώην σύντροφο τους μέσω του σεξ, έως ότου αισθανθούν εμπιστοσύνη και προβούν στη δημιουργία μίας νέας σχέσης.
Το σεξ ως μέσο επανασύνδεσης: Το σεξ μπορεί να μετατραπεί σε εμπειρία ανάδυσης συναισθημάτων αγάπης, συγχώρεσης και αφοσίωσης, όταν μία σχέση έχει πληγεί από ένα τραυματικό γεγονός. Μάλιστα, κάθε φορά που δύο σύντροφοι έρχονται σε σεξουαλική επαφή, το σώμα τους «θυμάται» την ευχαρίστηση, που έχει δεχθεί από αντίστοιχες στιγμές στο παρελθόν, μέσα από την έκκριση συγκεκριμένων ορμονών στον ανθρώπινο εγκέφαλο (σεροτονίνη, ντοπαμίνη, ενδορφίνες). Ωστόσο, στις σχέσεις που οδηγούνται σε χωρισμό λόγω μακροχρόνιων και ανεπίλυτων προβλημάτων, η σεξουαλική επαφή από μόνη της σχεδόν σπάνια σηματοδοτεί την ανάγκη επανοικοδόμησης τους. Στις περιπτώσεις αυτές, η επιθυμία της επανένωσης χαρτογραφείται πρωτίστως μέσα από την αύξηση της διεκδικητικότητας και του συναισθηματισμού και δευτερευόντως μέσα από τη επιδίωξη της σεξουαλικής επαφής.
Το σεξ ως φυσιολογική ενόρμηση: Μερικοί πρώην σύντροφοι χρησιμοποιούν το σεξ παρορμητικά, παρακινούμενοι αποκλειστικά από το βιολογικό τους ένστικτο και από τις φυσιολογικές ανάγκες του σώματος τους, χωρίς να διαθέτουν συναισθηματικά κίνητρα. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, ότι το σεξ μεταξύ δύο πρώην συντρόφων είναι μία εμπειρία, που εμπεριέχει αρκετή σωματική οικειότητα και υψηλά επίπεδα απόλαυσης, καθώς οι σύντροφοι διαθέτουν συνήθως αμοιβαία σεξουαλική εξοικείωση.

Πως θα καταλάβω εάν ο / η πρώην σύζυγος μου θέλει να είμαστε ξανά μαζί;
Νιώθει αμηχανία όταν συζητάτε το ενδεχόμενο της δημιουργίας μίας νέας σχέσης για κάποιον εκ των δύο.
Προσπαθεί να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία μαζί σας και αναζητά συχνά αφορμές για να σας συναντά.
Αναφέρεται διαρκώς στο πόσο αποφασισμένος / η είναι να αλλάξει την πορεία της σχέσης σας.
Σας μιλάει με κάθε ευκαιρία για τα συναισθήματα του/της για εσάς.
Προσπαθεί να είναι παρών / παρούσα στις σημαντικές στιγμές της ζωής σας.

Τι θα πρέπει να σκεφτώ πριν το δοκιμάσω;
Εξετάστε τους λόγους και τα προσωπικά κίνητρα, που σας κάνουν να έχετε ακόμα σεξουαλική επαφή με τον / την πρώην σύζυγο σας.
Προσπαθήστε να κατανοήσετε με ποιο τρόπο βλέπει ο / η πρώην σύντροφος σας τις σεξουαλικές σας επαφές και κατά πόσον μπορεί να διαχειριστεί αυτήν τη κατάσταση με υγιή τρόπο.
Εάν έχετε αποκτήσει παιδιά και στον κοινό σας γάμο, είναι προτιμότερο να μην κοιμάστε μαζί στο σπίτι το βράδυ, προκειμένου να μην δώσετε λανθασμένα μηνύματα στα παιδιά σας.
Μην αμελείτε τους λόγους που σας οδήγησαν στο χωρισμό. Η σεξουαλική επαφή με τον / την πρώην σύζυγο σας, ενδέχεται να περιπλέξει τη συναισθηματική σας κατάσταση και να σας τοποθετήσει σε ένα φαύλο κύκλο αυτό-αμφισβήτησης και αμφιβολιών σχετικά με τις αποφάσεις σας.

Βιβλιογραφία:

McKinney, K., & Sprecher, S. (Eds.). (2014). Sexuality in close relationships. Psychology Press.

Mason, A. E., Sbarra, D. A., Bryan, A. E., & Lee, L. A. (2012). Staying connected when coming apart: The psychological correlates of contact and sex with an ex-partner. Journal of social and clinical psychology, 31(5), 488-507

ΠΗΓΗ:

Thursday, 22 March 2018

Οι τρεις πιο δημοφιλείς μύθοι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης






Λέγεται ότι οι γυναίκες κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης πρέπει να αλλάξουν πολλά πράγματα από την καθημερινότητά τους, από τη διατροφή μέχρι τον τρόπο μετακίνησής τους. Όμως, ποια είναι η αλήθεια; Οι έγκυες δέχονται κάθε είδους περίεργη συμβουλή, όταν φίλοι και οικογένεια ανακαλύπτουν ότι κυοφορούν. Αν και τις περισσότερες φορές οι συμβουλές αυτές είναι καλοπροαίρετες, κατά κύριο λόγο δεν έχουν καμία επιστημονική βάση.

Αυτοί είναι οι πιο δημοφιλείς μύθοι με τους οποίους έρχεται αντιμέτωπη η πλειονότητα των εγκύων:

Να τρώτε για δύο

Η αλήθεια είναι ότι οι έγκυες δεν χρειάζεται να προσλαμβάνουν πολλές περισσότερες θερμίδες για να αναπτυχθεί το έμβυο, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Ακόμη και κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, οι γυναίκες χρειάζονται μόλις 200 θερμίδες παραπάνω την ημέρα, αυξάνοντας την συνηθισμένη καθημερινή πρόσληψη θερμίδων στις 2200 θερμίδες. Αυτή η προσθήκη στη διατροφή μπορεί να ισοδυναμεί με ένα κουλούρι ή μια γεμάτη κουταλιά της σούπας μαγιονέζα αλλά σίγουρα όχι με ένα κανονικό γεύμα.

Επιπλέον, οι γυναίκες μπορούν να ακολουθήσουν ένα διατροφικό πλάνο χωρίς να βλάψουν τα μωρά τους. Στην πραγματικότητα, η υγιεινή διατροφή, που δεν αποσκοπεί στην απώλεια βάρους, έχει αποδειχτεί ωφέλιμη τόσο για τη μητέρα όσο και για το μωρό. Μεαπό 7,000 γυναίκες, ανακάλυψε ότι εκείνες που ακολούθησαν ένα πρόγραμμα διατροφής, πήραν κατά μέσο όρο 3,84kg λιγότερα στο τέλος της εγκυμοσύνης τους συγκριτικά με τις γυναίκες των ομάδων ελέγχου.

Ορισμένες γυναίκες ακολούθησαν μια συμβατική ισορροπημένη διατροφή, ενώ άλλες μία χαμηλή γλυκαιμική διατροφή. Ωστόσο, αυτό δεν έπαιξε κάποιο ρόλο στο βάρος των μωρών τους κατά τη γέννηση, αλλά αντίθετα μείωσε τον κίνδυνο προεκλαμψίας, μια διαταραχή της αρτηριακής πίεσης, που αποτελεί μία από τις συνηθέστερες επιπλοκές της εγκυμοσύνης.

Εξαφανίζονται οι πόνοι περιόδου

Οι πόνοι περιόδου θα ανήκουν πλέον στο παρελθόν, όταν μία γυναίκα αποκτήσει παιδί. Ο πόνος, εάν υπάρχει φυσικά, από τον οποίο υποφέρουν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιόδου ποικίλλει από άτομο σε άτομο, με τον τυχερό μισό γυναικείο πληθυσμό να βιώνει σπάνια ή και ποτέ αυτόν τον πόνο. Για όσες όμως τον αντιμετωπίζουν κάθε μήνα, είναι καθησυχαστική η σκέψη ότι μόλις αποκτήσουν ένα μωρό, θα εξαφανιστεί. Αλλά ίσως να μην είναι τόσο απλό.

Η ένταση των πόνων περιόδου αλλάζει με την πάροδο των ετών και συχνά μειώνεται ανάλογα με την ηλικία. Πολλοί πιστεύουν ότι οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες αποκτούν παιδιά. Όμως, το 2006, μια ομάδα στην Ταϊβάν διεξήγαγε μια μελέτη σε γυναίκες άνω των 40 ετών, διαπιστώνοντας ότι στις μεγαλύτερες ηλικίες, ο πόνος ελαττωνόταν, παρόλο που καμιά τους δεν είχε γίνει μητέρα. Αυτό εγείρει το ερώτημα αν είναι η ηλικία ή η γέννηση που κάνει τη διαφορά.

Προκειμένου να εξακριβώσει τι ακριβώς συμβαίνει, η ίδια ομάδα ερευνητών παρακολουθούσε περισσότερες από 3.500 γυναίκες για οκτώ χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κάποιες απέκτησαν παιδιά και ισχυρίστηκαν ότι οι πόνοι περιόδου ελαττώθηκαν μετά τον τοκετό. Αυτό δεν ισχύει ωστόσο για όλες. Από τις γυναίκες που γέννησαν με καισαρική, το 51% δήλωσε ότι ήταν δυσαρεστημένες από το επίπεδο και την ένταση του πόνου μετά τον τοκετό, ενώ από εκείνες που γέννησαν με φυσιολογικό τοκετό, το 35% δήλωσε ότι εξακολουθούν να έχουν πόνους περιόδου. Ακόμη, η διάρκεια της εγκυμοσύνης απότελεί ακόμη μια παράμετρο, καθώς το 77% των μαμάδων που γέννησαν πρόωρα νιώθουν ακόμη πόνο κατά την περίοδο.

Έτσι λοιπόν, ο τοκετός φαίνεται πως βοηθά κάποιες γυναίκες με πόνους περιόδου, δυστυχώς όμως όχι όλες. Οι ερευνητές εικάζουν ότι ο φυσιολογικός τοκετός μπορεί να είναι αποτελεσματικότερος στη μείωση του πόνου μετέπειτα, καθώς οι κακώσεις του πυελικού εδάφους μπορεί να βλάψουν τα νεύρα που συνδέουν τη μήτρα με τον εγκέφαλο, πράγμα που σημαίνει ότι ο πόνος δεν μπορεί να γίνει αισθητός. Επιπλέον, αναρωτιούνται εάν ο φυσιολογικός τοκετός θα μπορούσε να οδηγήσει στην «επένδυση» της μήτρας, απελευθερώνοντας χαμηλότερα επίπεδα προσταγλανδινών σε σύγκριση με μια καισαρική τομή ή έναν πρόωρο τοκετό.

Οι ερευνητές προτείνουν ότι όσες συνεχίσουν να αισθάνονται πόνους περιόδου, ακόμη και μετά από φυσιολογικό τοκετό, ενδέχεται να υπόκεινται σε μια κατάσταση που προκαλεί τον πόνο, όπως η ενδομητρίωση. Όμως, η πρώτη μελέτη συσχέτισης γονιδίων, που διεξήχθη το 2016, υποδηλώνει έναν ακόμη παράγοντα που συμβάλλει στην ένταση του πόνου της περιόδου. Εάν ο πόνος της περιόδου είναι έντονος, οφείλεται εν μέρει στα γονίδια.

Να αποφεύγετε να πετάτε

Οι αεροπορικές εταιρείες εμποδίζουν τις γυναίκες να πετάξουν προς το τέλος της εγκυμοσύνης τους, όχι επειδή είναι επικίνδυνο για το έμβρυο ή τη μητέρα, αλλά για το ενδεχόμενο να γεννήσουν στο αεροπλάνο.

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες το ενδεχόμενο πρόωρου τοκετού αφορά περισσότερο τις αεροσυνοδούς παρά τους επιβάτες. Σύμφωνα με φινλανδική έρευνα, ο κίνδυνος αποβολής για τις αεροσυνοδούς που πετούσαν από το 1978 μέχρι το 1994 ήταν ελαφρώς αυξημένος. Περιέργως όμως όσες πετούσαν από το 1973 μέχρι το 1977 είχαν ελαφρώς μειωμένο κίνδυνο αποβολής. Ωστόσο, ακόμα και για την περίοδο που διαπιστώθηκε αυξημένος κίνδυνος, δεν ήταν σαφές αν αυτό οφειλόταν στην πτήση ή στις απαιτήσεις της δουλειάς. Μάλιστα, όταν ερευνητές συνέκριναν το 2015 μια ομάδα καθηγητριών με μια ομάδα αεροσυνοδών, ο κίνδυνος αποβολής στην δεύτερη ομάδα δεν ήταν υψηλότερος.

Όταν οι ερευνητές εξέτασαν τα αρχεία δύο εκατομμυρίων πτήσεων που είχαν πραγματοποιήσει 673 αεροσυνοδοί και εξέτασαν λεπτομερώς το πρόγραμμα εργασίας τους, διαπίστωσαν ότι όσες υπέφεραν από διαταραχές ύπνου, είχαν υψηλότερο κίνδυνο αποβολής από εκείνες με ευκολότερα προγράμματα. Για άλλη μια φορά, δεν αποτελεί πρόβλημα η πτήση, αλλά η διαταραχή των φυσικών κιρκάδιων ρυθμών κατά την διάρκεια του ύπνου.



Φυσικά, οι περισσότερες γυναίκες δεν πετούν τόσο συχνά όσο οι αεροσυνοδοί, οπότε είναι ομόφωνη η άποψη ότι η πτήση κατά την εγκυμοσύνη είναι ασφαλής. Το 2002, το Αμερικανικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων δημοσίευσε οδηγίες, λέγοντας ακριβώς αυτό, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες σε ενδιαφέρουσα με υψηλή αρτηριακή πίεση, ή διαβήτη έχουν περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν πρόωρα και θα πρέπει να συμβουλευτούν τον γιατρό τους προτού πετάξουν. Ακόμη, κάθε γυναίκα, που πάσχει από κάποιο ιατρικό πρόβλημα και αυτό ενδέχεται να επιδεινωθεί εξαιτίας των χαμηλών επιπέδων οξυγόνου, πρέπει να σκεφτεί το ενδεχόμενο να πάρει οξυγόνο μαζί της.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Βασιλικό Κολέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων συμβουλεύει να κάνουν τακτικούς περιπάτους στο αεροπλάνο και να πίνουν νερό ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος θρόμβωσης, αλλά υπογραμμίζει και πάλι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η πτήση μπορεί να επιφέρει αποβολή ή πρόωρο τοκετό.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ορισμένες από τις συμβουλές που δίνονται στις έγκυες μπορεί να μην είναι τόσο έγκυρες. Μπορείτε να φάτε όσο θέλετε, να πετάξετε άφοβα αν θέλετε, αλλά μην υποθέσετε ότι μόλις όλα τελειώσουν και γεννηθεί το μωρό σας, οι πόνοι της περιόδου θα αποτελούν παρελθόν. Μπορεί να εξαφανιστούν, αλλά ίσως και όχι.

ΠΗΓΗ:

How To Read Someone’s Emotions With 90% Accuracy






How neuroscientists are learning to predict emotions with increasing accuracy.



Brain scans can read human emotions with 90% accuracy, a new study finds.

Researchers have been able to predict the intensity of negative emotions to evocative images.


They found that negative emotions have a ‘neural signature’ which a computer could learn.

Dr Luke Chang, who led the study, said:


“This means that brain imaging has the potential to accurately uncover how someone is feeling without knowing anything about them other than their brain activity.

This has enormous implications for improving our understanding of how emotions are generated and regulated, which have been notoriously difficult to define and measure.

In addition, these new types of neural measures may prove to be important in identifying when people are having abnormal emotional responses — for example, too much or too little — which might indicate broader issues with health and mental functioning.”



For the research, 182 people looked at photos designed to elicit a negative response.

These included pictures of physical injuries, hate groups and acts of aggression.


Using brain scans, a computer was able to learn the ‘neural signature’ of negative emotion.


Dr Chang said:



“We were particularly surprised by how well our pattern performed in predicting the magnitude and type of aversive experience.

As skepticism for neuroimaging grows based on over-sold and -interpreted findings and failures to replicate based on small sizes, many neuroscientists might be surprised by how well our signature performed.

Another surprising finding is that our emotion brain signature using lots of people performed better at predicting how a person was feeling than their own brain data.

There is an intuition that feelings are very idiosyncratic and vary across people.

However, because we trained the pattern using so many participants — for example, four to 10 times the standard fMRI experiment — we were able to uncover responses that generalized beyond the training sample to new participants remarkably well.”


The study was published in the journal PLOS Biology (Chang et al., 2015).


SOURCE:

Monday, 19 March 2018

Άνοια και νόσος Alzheimer


Η άνοια είναι ένα σύνδρομο, το οποίο χαρακτηρίζεται από έκπτωση των ανωτέρω νοητικών λειτουργιών. Ο ασθενής με άνοια παρουσιάζει προβλήματα στη μνήμη, την προσοχή, τη συγκέντρωση, την ομιλία και τη σκέψη, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ποικίλες δυσκολίες στην καθημερινή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή του. Παλιότερα, χρησιμοποιούσαμε τον όρο γεροντική άνοια, ο οποίος έχει πια εγκαταλειφθεί. Η πιο συχνή αιτία άνοιας είναι η νόσος του Alzheimer,αλλά άνοια μπορεί να προκαλέσουν εκατοντάδες άλλοι νόσοι (π.χ. κάποιο σοβαρό εγκεφαλικό ή η νόσος του Parkinson).

Η νόσος του Alzheimer είναι μια επίκτητη και εμμένουσα έκπτωση των διανοητικών ικανοτήτων, που επηρεάζει πολλαπλά γνωστικά πεδία, και δημιουργεί πρόβλημα στην καθημερινή, επαγγελματική και κοινωνική ζωή του ατόμου. Αποτελεί τη συχνότερη αιτία άνοιας και είναι υπεύθυνη για περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις άνοιας.

Τα διαγνωστικά κριτήρια της Άνοιας τύπου Αlzheimer κατά DSM-IV (American Psychiatric Association 1994) είναι τα εξής:

Α. Ανάπτυξη πολλαπλών νοητικών ελλειμμάτων :

Α.1. Έκπτωση μνήμης.

Α.2. Τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα: α) αφασία β) απραξία, γ) αγνωσία, δ) διαταραχή των εκτελεστικών λειτουργιών.

Β. σημαντική έκπτωση της επαγγελματικής και κοινωνικής λειτουργικότητας και σηματοδοτούν έκπτωση από το προηγούμενο επίπεδο λειτουργικότητας.

Γ. Η πορεία της νόσου χαρακτηρίζεται από σταδιακή έναρξη και προϊούσα γνωστική έκπτωση.

Δ. Τα παραπάνω γνωστικά ελλείμματα δεν οφείλονται σε α) άλλες ασθένειες του ΚΝΣ β) συστηματικές νόσους γ) κατάχρηση ουσιών δ) άλλες ψυχιατρικές νόσους.

Ε. Τα ελλείμματα δεν συμβαίνουν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια παραληρήματος.

Επιδημιολογία της νόσου του Alzheimer:

Η νόσος του Alzheimer αποτελεί την πιο συχνή αιτία άνοιας.

Σε διάφορες μελέτες υπεύθυνη για το 40-74% του συνόλου των ανοιών.

17-25 εκατ. άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν υπολογίζεται ότι πάσχουν από την νόσο Alzheimer.

Στην Ελλάδα, υπολογίζεται πως υπάρχουν 140.000 με 160.000 ασθενείς με άνοια.

Η νόσος Αlzheimer είναι η Τρίτη πιο πολυέξοδη νόσος, μετά τα καρδιακά νοσήματα και τον καρκίνο

ΠΗΓΗ:

Αυτή είναι η πραγματική δυσκολία του να μεγαλώνεις 3 παιδιά



Η μεγαλύτερη δυσκολία του να μεγαλώνεις τρία παιδιά δεν είναι η συνεχής φροντίδα τους ούτε οι αμέτρητες δουλειές στο νοικοκυριό, αλλά οι ενοχές που νιώθεις όταν καταλαβαίνεις ότι δεν καταφέρνεις ν’ αφιερώσεις χρόνο κι ενέργεια στο μεσαίο παιδί γιατί οι ανάγκες και η προσωπικότητα των άλλων δύο πάντα με κάποιο τρόπο, μπαίνουν σε προτεραιότητα.




«Όσο αδειάζω το πλυντήριο πιάτων, το 2χρονο παιδί μου μου λέει “Κάτσε κάτω. Παίξε μαζί μου”. Θέλοντας πρώτα να τελειώσω τη δουλειά μου, του είπα “Μόλις η μαμά τελειώσει”. Πριν τελειώσω, το μεγαλύτερο παιδί μου φώναζε από το μπάνιο γιατί ήθελε τη βοήθειά μου για να σκουπιστεί και μετά το μικρότερο παιδί ήθελε να θηλάσει. Στο μεταξύ, ξέχασα και τα πιάτα και το παιχνίδι με το μεσαίο παιδί μου.

Λίγο αργότερα, έβαζα τη μπουγάδα στη θέση της (κάτι που θα έπρεπε να είχα κάνει εδώ και μέρες) και άκουσα ακόμα μια φορά το μεσαίο παιδί μου να μου λέει να παίξουμε ζωολογικό κήπο. Η απάντησή μου ήταν ίδια με πριν, “Μόλις η μαμά τελειώσει” και λίγο πριν τελειώσω, τα άλλα δύο παιδιά μου ζητούσαν την προσοχή μου.

Στο τέλος της ημέρας, είχαμε τελειώσει το δείπνο και ενώ ετοιμαζόμαστε να κοιμηθούμε, ο γιος μου μου ζήτησε πάλι να παίξουμε μαζί τον ζωολογικό κήπο. Εκείνος, μαζί με τα λούτρινα ζωάκια του περίμεναν όλη μέρα, μέχρι να μπορέσει τελικά η μαμά να παίξει μαζί τους. Μόνο τότε θυμήθηκα πόσες φορές μου ζήτησε να παίξουμε μαζί και πόσο πολύ είχε ανάγκη την προσοχή μου. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που λες στον εαυτό σου ότι τελευταία δεν είσαι καλή μαμά.




Το χάος στη ζωή μου είναι πραγματικότητα, ειδικά από τότε που κάναμε και τρίτο παιδί. Από τότε που γεννήθηκε η κόρη μου, λειτουργώ στον αυτόματο. Προσπαθώ να νικήσω την έλλειψη ύπνου, να αντιμετωπίσω κάθε πρόβλημα που έρχεται στην επιφάνεια και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Πολύ συχνά νιώθω ότι ίσα που μπορώ να βγάλω το κεφάλι μου πάνω από το νερό.

Προσπαθώ να ισορροπήσω ανάμεσα στα παιδιά μου. Κάποιες φορές, έχω λίγα λεπτά ελεύθερο έτσι ώστε να κάνω λίγες δουλειές στο σπίτι. Τις περισσότερες όμως, παρακαλάω για να βρω λίγο χρόνο για να πάω τουαλέτα ή να πιω ένα ποτήρι καφέ που κάπου έχω ξεχάσει και πρέπει να ξαναζεστάνω.

Με το νεογέννητο στο σπίτι, η συνείδησή μου κατακλύζεται από μαμαδο-ενοχές. Όσο προσπαθώ να ξαναβρώ την ικανότητά μου να σκεφτώ καθαρά, είναι προφανές ότι το δεύτερο μωρό μου δικαιούται και με το παραπάνω αυτόν τον τίτλο.

Ο μεσαίος μου γιος ήταν πάντα εύκολο παιδί. Είναι άνετος, κοινωνικός και ανεξάρτητος. Η ικανότητά μου να απασχολεί τον εαυτό του παίζοντας είναι τρομερή αλλά τώρα αναρωτιέμαι αν το ‘χω θεωρήσει αυτό δεδομένο. Μαζί με άλλα δύο αδέρφια που απαιτούν την προσοχή μου, είναι προφανές ότι εκείνος χάνεται κάπου σε όλη αυτή τη φασαρία.

[...] Τα μεγαλύτερα και πιο θορυβώδη προβλήματα παίρνουν και την περισσότερη προσοχή. Στη δική μου περίπτωση είναι το μεγαλύτερο και το μικρότερο παιδί μου.

Ίσως υπάρχει κάποια αλήθεια στο σύνδρομο του μεσαίου παιδιού. Είναι για τα παιδιά εκείνα που νιώθουν ότι παραγκωνίζονται και ότι είναι αόρατα. Σε αντίθεση με τα πρώτο παιδί που σχεδόν πάντα το επαινείς για όλες εκείνες τις “πρώτες” του επιτυχίες. Μετά, είναι και τα μικρότερα παιδιά και τα μωρά που συνήθως τα κακομαθαίνεις. Τι μένει για το μεσαίο παιδί; Για τον γιο μου, σημαίνει να κάθεται στο τραπέζι μαζί με τα λούτρινα ζωάκια του και να περιμένει τη μαμά του να παίξει μαζί του ενώ νιώθει παραγκωνισμένο.





Ανεξάρτητα αν το σύνδρομο του μεσαίου παιδιού ισχύει, ξέρω την προσωπικότητα, τις δυνάμεις, τις αδυναμίες και τα όρια του κάθε παιδιού μου. Ξέρω ότι πρέπει να παλέψω πιο σκληρά για να μοιράσω τον εαυτό μου σε ίσα μέρη και για τους τρεις.

Είμαι καινούρια στο να μεγαλώνω 3 παιδιά, γι’ αυτό και είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δείξω μεγάλη προσοχή. Κάθε παιδί με χρειάζεται αλλά για διαφορετικούς λόγους. Δεν χρειάστηκε ποτέ να ξαναμοιράσω τον χρόνο μου, αλλά τώρα το κάνω. Αρνούμαι να αφήσω τον γιο μου να νιώσει χαμένος και δεν θέλω να μεγαλώσει δυσαρεστημένος.

Η φωνή του δεν είναι δυνατή αλλά ακόμα κι αν ήταν, δεν ξέρει ποιες είναι οι σωστές λέξεις για να εκφράσει τα συναισθήματά του. Δεν απαιτεί να περάσει χρόνο μαζί μου αλλά εγώ θα βρίσκω τις ισορροπίες με το νεογέννητο μωρό μου, όταν ο γιος μου μου λέει να παίξουμε ζωολογικό κήπο, θα βάλω στην αναμονή τα υπόλοιπα για να περάσουμε μαζί τον χρόνο που ζητά και που αξίζει.»

ΠΗΓΗ:

Psychologists have explored why we sometimes like listening to the same song on repeat




Bittersweet songs were listened to more often than happy or relaxing songs, and provoked a deeper connection



It’s that song. Again. The one they play over, and over, and over. It might be your roommate, child, or colleague. The year I shared a flat with my brother, it was Worst Comes To Worst thrice daily. What are the properties of the songs that drive some people to repeatedly listen to them over and over? A new article in Psychology of Music explores the tunes that just won’t quit.



In the Autumn of 2013, the research team led by Frederick Conrad of the University of Michigan asked 204 men and women, mostly in their 30s or younger, what song they were “listening to most often these days”. Participants mentioned mostly pop and rock songs, but also rap, country, jazz and reggae, with only 11 songs picked by more than one listener (the most frequently mentioned were Get Lucky, Royals, and Blurred Lines, all of which were hits in the year of the survey).

Eighty-six per cent of participants listened to their song at least once a week, and almost half did so daily. Sixty per cent said that they liked to re-listen to this song immediately, with many enjoying a third or even fourth go. Participants reported having high levels of connection with their named song, with higher connection associated with a tendency to close their eyes during listening to devote the fullest attention to it.

Prompted to describe their chosen song’s effect in their own words, the participants’ descriptions suggested the songs fell into three categories. Over two-thirds were happy, energetic songs – “Pumped up! Excited! Ready to dance, sing, and love!”. For these songs, beat and rhythm were important, and almost half of people who were stuck on a happy song also reported tapping their feet, clapping their hands or drumming on the furniture during listens. This is definitely the vibe that was driving my brother’s daily house party!

The other categories were calm and relaxed (“It makes me feel at ease, calm, and helps me to put things into perspective”) and bittersweet (“It makes me feel sad. But not the bad kind of sad, and I like singing with it”). Bittersweet songs were the most likely to produce deep connections, and were also associated with a greater ability to build a “mental model” of the song, as measured by how much of the song participants felt they could replay in their head. (This ability increased with frequency of all song listens, but more so for bittersweet ones.) Bittersweet songs were listened to many more times than the other song types – on average 790 times, vs. 515 for calm songs and 175 for happy songs.

Repeated listening to songs is a bit of a riddle, given previous research that tends to bear out the classic Wundt curve, which states that a pleasurable stimulus becomes more pleasurable with familiarity until reaching a ceiling and dropping off, as happens with songs on heavy radio rotation. But our listeners weren’t being assailed with the songs against their will (only six per cent of the songs were even on the radio during that time), they were deliberately seeking out and returning to them. For some idiosyncratic reason, a particular song speaks to this particular person, and that connection provides an incentive to listen deeply to the song, which can unlock further nuance in lyrical meaning or musical richness. And the emotional payoff is reliable, much as is a mood-regulating drug, and that reliable payoff can be more important than the hit of something novel.

Why not review your top listens on Spotify, iTunes or Winamp – this is mine – and have a think about what they are giving you: a dose of energy to tackle the day, a tonic of restoring calm, or a companion to join you in walking through contradictory, complex feelings.

SOURCE:

Friday, 16 March 2018

Οι ερωτικές σχέσεις του παρελθόντος στο «τώρα»



Πολλοί θεραπευόμενοι συχνά με ρωτούν σχετικά με το κατά πόσο πρέπει να θεωρείται αναμενόμενο και φυσιολογικό να αποκαλύπτουν το σεξουαλικό παρελθόν τους στο πλαίσιο της μεταξύ τους σχέσης. Κατά πόσο, δηλαδή, θα πρέπει ο ένας να γνωρίζει τις προηγούμενες ερωτικές σχέσεις του άλλου, καθώς και κατά πόσο είναι υποχρεωμένοι να μοιραστούν τέτοιες πληροφορίες στη νέα τους σχέση. Παραδόξως, πρόκειται για ένα θέμα το οποίο έχει διχάσει πολλές φορές την επιστημονική κοινότητα και όσους ασχολούνται με τη θεραπεία ζεύγους. Η απόλυτη ειλικρίνεια μοιάζει να είναι, τις περισσότερες φορές, ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης του συγκεκριμένου ζητήματος στο νέο ζευγάρι. Εξάλλου, η συντροφικότητα είναι άμεσα συνυφασμένη με την ειλικρίνεια, έτσι δεν είναι;Κατά πόσο είναι λογικό και χρήσιμο να γνωρίζει ο ένας το ερωτικό παρελθόν του άλλου


Θα λέγαμε ότι είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η ενίσχυση της συντροφικότητας στις ερωτικές σχέσεις εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αίσθημα εμπιστοσύνης και την ειλικρίνεια που υπάρχει στο ζευγάρι. Ο άνθρωπος έχει την τάση να αισθάνεται πιο ασφαλής δίπλα σε ανθρώπους που νιώθει ότι τους «ξέρει». Είναι όμως απαραίτητο για την ποιότητα της σχέσης να γνωρίζει ο κάθε σύντροφος το σεξουαλικό παρελθόν του άλλου; Εάν προσπαθήσετε να εντοπίσετε κάποια επιστημονική μελέτη γύρω από το ζήτημα της αυτοαποκάλυψης στη σχέση, δεν θα βρείτε πολλά άρθρα, καθώς δύσκολα μπορεί να μετρηθεί με στατιστικούς όρους ώστε να προκύψουν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η κλινική εμπειρία, όμως, δείχνει ότι οι νέοι σύντροφοι, κυρίως, τείνουν να αυτοπαγιδεύονται σε ένα καθεστώς υπέρμετρης ειλικρίνειας, θεωρώντας την απαραίτητο δομικό στοιχείο της σχέσης.

Ας αναλογιστούμε, όμως, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια ενδεχόμενη αναφορά της γυναίκας, ενώπιον του συντρόφου της, σε κάποιον προηγούμενο σεξουαλικό παρτενέρ. Η αναφορά, ακόμα και η μεμονωμένη, στις επιδόσεις του προηγούμενου εραστή είναι δεδομένο ότι θα προκαλέσει μεγάλο άγχος στον τωρινό της σύντροφο.
Ο άνδρας θα θέσει αμέσως τον εαυτό του σε σύγκριση όχι μόνο με τον προηγούμενο, αλλά και με τον επόμενο εραστή της συντρόφου του, από τους οποίους αισθάνεται ότι κινδυνεύει αν δεν ανταποκριθεί στις δικές της επιθυμίες. Η συλλογιστική αυτή διαδικασία είναι και εκείνη που αποτελεί το γόνιμο έδαφος, ώστε να εμφανιστούν ακόμα και προβλήματα στη σεξουαλική του λειτουργία, όπως στυτική δυσλειτουργία, μειωμένη ερωτική επιθυμία, πρόωρη ή ακόμα και καθυστερημένη εκσπερμάτιση, δημιουργώντας μεγαλύτερα προβλήματα στο ζευγάρι.

Φαίνεται, επομένως, ότι η παντελής διαφάνεια στη σχέση αναφορικά με τις προηγούμενες ερωτικές εμπειρίες που πλέον ανήκουν στο παρελθόν έχει ένα προφανές μειονέκτημα, το να αισθανθεί ο ένας από τους δύο συντρόφους ότι συγκρίνεται, με αποτέλεσμα όλη αυτή η διαδικασία να γίνει επώδυνη και αγχωτική για τον ίδιο. Το ερώτημα που αναπόφευκτα εμφανίζεται, λοιπόν, αφορά το πού ακριβώς ξεκινούν και πού τελειώνουν τα όρια της ειλικρίνειας αυτής, ώστε να μην καταλήξει τελικά να επιδρά αρνητικά στη δομή της σχέσης. Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν και αυτό θα πρέπει να είναι απόλυτα σεβαστό και οριοθετημένο μέσα στη νέα σχέση.

Εάν ο σύντροφός σας κάνει ερωτήσεις σχετικά με την παρελθοντική σεξουαλική σας ζωή κάνοντάς σας να νιώθετε άβολα, μη διστάσετε να του επισημάνετε ότι δεν θέλετε ή και δεν είστε έτοιμοι να συζητήσετε το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τώρα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να το κάνετε στο μέλλον αν εσείς δεν το επιθυμείτε.

Το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν και όχι στο παρόν. Από την άλλη πλευρά, αν ο σύντροφός σας επιλέγει να μη μοιράζεται μαζί σας λεπτομέρειες για το παρελθόν του, ακόμα κι αν εσείς έχετε προβεί σε αποκαλύψεις, μη συσχετίζετε το ενδιαφέρον του προς εσάς και τη σχέση σας με την άρνησή του να μιλήσει για το χθες. Σε κάθε περίπτωση, οι παρελθοντικές ερωτικές εμπειρίες αποτελούν πάντα προσωπική υπόθεση, επομένως θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, μέσα στο πλαίσιο των ορίων που διαμορφώνονται σε κάθε σχέση, είτε φιλική, είτε ερωτική.

Όταν, επομένως, πρόκειται να αποκαλύψετε κάτι για τον εαυτό σας ή να ζητήσετε από τον σύντροφό σας να πράξει κάτι ανάλογο σχετικά με προηγούμενες σεξουαλικές γνωριμίες και εμπειρίες, αναρωτηθείτε πρώτα: «Χρειάζεται πραγματικά για τη σχέση μου να το γνωρίζω αυτό; Τι θα κερδίσω; Είναι η δική μου περιέργεια εκείνη που ζητά ικανοποίηση, μήπως είναι η ανάγκη μου για μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία του συναισθηματικού μου κόσμου; Μήπως έχω την τάση γενικότερα να ελέγχω καταστάσεις, άρα, αν ξέρω, θα μπορώ να έχω τον έλεγχο και στη σχέση μου;».

Το να γνωρίζετε τα πάντα για τη σεξουαλική ζωή του συντρόφου σας, δεν σας κάνει αυτόματα ένα ζευγάρι με πιο σταθερή βάση ή ποιοτικότερη σχέση. Η επίμονη ενασχόληση με το παρελθόν, αντίθετα, μπορεί να λειτουργήσει επιβαρυντικά στο παρόν, καθώς και στο μέλλον της σχέσης. Λέμε γενικότερα ότι οι υγιείς προσωπικές σχέσεις στηρίζονται στην ειλικρίνεια και την αυτοαποκάλυψη, ωστόσο από μόνες τους αυτές οι δύο παράμετροι δεν επαρκούν για να κρατήσουν μια σχέση ζωντανή. Η αμοιβαία αυτοαποκάλυψη έρχεται σταδιακά και ανεπιτήδευτα όταν οι δύο σύντροφοι λειτουργούν χωρίς την πιεστική εκμαίευση πληροφοριών.

Η συνεχής αναφορά σε προηγούμενες σχέσεις μπορεί να δηλητηριάσει τη ζωή ενός ζευγαριού, δεδομένου ότι η τοποθέτηση του φαντάσματος ενός τρίτου προσώπου ανάμεσα στους δύο συντρόφους αποτελεί από μόνη της μια απειλή στη σχέση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ακριβώς επειδή είναι άυλη.

Από την άλλη, δεν είναι λίγες οι φορές που η αναφορά σε προηγούμενους συντρόφους γίνεται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ζηλέψει ο τωρινός σύντροφος και να διεκδικήσει περισσότερο τη συντροφικότητα στη σχέση του. Ωστόσο, η συντροφικότητα στις ερωτικές σχέσεις δεν προέρχεται από την αποκάλυψη λεπτομερειών της ερωτικής ζωής ενός ατόμου, αλλά από την εμπιστοσύνη που καλλιεργείται σταδιακά και βαθμιαία.

Προσπαθήστε, λοιπόν, να αποδεχτείτε το γεγονός ότι τόσο εσείς όσο και ο σύντροφός σας έχετε ζήσει ένα σύνολο εμπειριών μέχρι τώρα. Οι ερωτικές σχέσεις του παρελθόντος σας σάς έχουν διαμορφώσει ως χαρακτήρες και προσωπικότητες, κάνοντάς σας τους ανθρώπους που είστε τώρα. Πέραν τούτου, όμως, δεν έχουν καμία θέση στο τώρα της σχέσης σας. Το να μη μιλάει ένα ζευγάρι για το ερωτικό παρελθόν του δεν αποτελεί ένδειξη ανηθικότητας, αλλά ένδειξη σεβασμού στην αυθύπαρκτη προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου.

Κλείνοντας, η απάντηση στο ερώτημα για το αν είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε τις παρελθοντικές ερωτικές εμπειρίες του συντρόφου μας, θα λέγαμε μάλλον όχι! Μπορούμε να πούμε δυο-τρία πράγματα για προηγούμενες σχέσεις μας, αλλά χωρίς λεπτομέρειες και φυσικά χωρίς να αναφερθούμε στην ερωτική ζωή με τους πρώην.

ΠΗΓΗ:


An Odd Depression Symptom Confirmed by Study





The cause could be a lack of new brain cells in the hippocampus.



Depressed people find it harder to tell similar memories apart, research finds.

It may be difficult for depressed people to remember who they have told what, or where something happened.


The more depressed people are, the more they seem to forget the details that help to make memories distinct.

The cause could be a lack of new brain cells in the hippocampus, an area vital to memory.

It is not a generalised memory problem, though, the researchers think.

SOURCE:
https://www.spring.org.uk/2018/03/depression-symptom-odd.php(accessed 16.3.18)

Tuesday, 13 March 2018

How childhood trauma affects health across a lifetime

Childhood trauma isn’t something you just get over as you grow up. Pediatrician Nadine Burke Harris explains that the repeated stress of abuse, neglect and parents struggling with mental health or substance abuse issues has real, tangible effects on the development of the brain. This unfolds across a lifetime, to the point where those who’ve experienced high levels of trauma are at triple the risk for heart disease and lung cancer. An impassioned plea for pediatric medicine to confront the prevention and treatment of trauma, head-on.

video:

Νέα έρευνα ρίχνει φως στο γενετικό υπόβαθρο της εξυπνάδας




Περισσότερα από 500 γονίδια που συνδέονται με την ανθρώπινη νοημοσύνη, ανακαλύφθηκαν στο πλαίσιο μιας νέας βρετανο-αμερικανικής γενετικής έρευνας, της μεγαλύτερης του είδους της μέχρι σήμερα.

Oι ερευνητές από τα πανεπιστήμια Εδιμβούργου, Σαουθάμπτον και Χάρβαρντ, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο δρα Ντέηβιντ Χιλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογικής ψυχιατρικής "Molecular Psychiatry", σύμφωνα με το "New Scientist" και τη βρετανική «Τέλεγκραφ», ανέλυσαν στοιχεία και συνέκριναν το DNA άνω των 240.000 ανθρώπων.

Εντόπισαν έτσι 538 γονίδια και 187 περιοχές του γονιδιώματος που σχετίζονται με τη διανοητική ικανότητα. Μερικά από αυτά τα γονίδια έχουν ήδη βρεθεί να συνδέονται και με άλλα πράγματα, όπως η μακροζωία.

Tα «γονίδια της εξυπνάδας» -ορισμένα τουλάχιστον από αυτά- φαίνεται να βελτιώνουν την μετάδοση των σημάτων μεταξύ των νευρώνων σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου και, παράληλλα, να προστατεύουν από την άνοια και τον πρόωρο θάνατο.

Όπως είπε ο Χιλ, «οι άνθρωποι με ανώτερο επίπεδο νοητικής λειτουργίας τείνουν επίσης να έχουν καλύτερη σωματική υγεία και να ζουν περισσότερο».

Παρόλη όμως την ανακάλυψη αυτών των γονιδίων, είναι ακόμη δύσκολο να προβλέψει κανείς την εξυπνάδα ενός παιδιού μέσω ανάλυσης του DNA του. Όταν οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τα γονίδια που βρήκαν, για να προβλέψουν τη νοημοσύνη μιας ομάδας άλλων ανθρώπων, ήσαν σε θέση να προβλέψουν μόνο το 7% των διαφορών που είχαν τα άτομα αυτά μεταξύ τους, όσον αφορά το δείκτη νοημοσύνης.

Έστω κι έτσι πάντως, σε αυτό το μικρό βαθμό, είναι η πρώτη φορά που οι επιστήμονες δήλωσαν ότι μπόρεσαν να κάνουν μια πρόβλεψη για το δείκτη νοημοσύνης, με βάση δείγμα σάλιου ή αίματος που έχει ληφθεί για να γίνει ανάλυση γενετικού υλικού.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το 50% έως 80% των διαφορών της γενικής νοημοσύνης μεταξύ των ανθρώπων έχει γενετική βάση, ενώ το υπόλοιπο σχετίζεται με την ανατροφή, την εκπαίδευση και γενικότερα με το περιβάλλον.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ασφαλές περιβάλλον, με κατάλληλη διατροφή, χωρίς να εκτίθενται σε μεγάλη ρύπανση και τα οποία λαμβάνουν μια αγωγή με πολλά ερεθίσματα, έχουν καλύτερες επιδόσεις στα τεστ εξυπνάδας και μεγαλύτερο δείκτη IQ.

ΠΗΓΗ:

Male and female bosses share the same “classically masculine” personality traits




You may have seen the recent viral TV interview in which the Canadian psychologist Jordan Peterson claimed that an important part of the reason there are fewer women than men in leadership positions is to do with personality differences between the sexes. Specifically, he said that women on average score lower than men on traits, such as assertiveness, that are known to be associated with reaching senior roles, and higher on others that work against promotion, especially agreeableness and emotional sensitivity.

While these observations are largely backed by evidence, what’s far less clear – because the question simply hasn’t been studied much before – is whether women who reach senior management tend to share the traits of men in these positions, or if instead female bosses have a contrasting personality profile, indicative of an alternative, “feminine” route to the top.

These are pertinent questions for any one who would like more gender diversity in leadership roles because the findings could point to clues for how to ease the promotion path for women. For a new paper in Journal of Vocational Behaviour, a team led by Bart Wille at the University of Antwerp has investigated.



The researchers accessed comprehensive personality tests taken by nearly 600 top-level executives (including 143 female bosses) and over 52,000 non-executives (including 17,643 women) from diverse industries in Belgium and other European countries.

Men and women in non-leadership roles differed in their personality traits in ways consistent with the existing literature – for instance, women scored higher than men on characteristics associated with being more agreeable, such as being cooperative and people-oriented, while scoring lower on emotional stability and aspects of extraversion. In contrast, the personalities of male and female bosses were far more similar, with many sex-linked differences absent altogether or greatly attenuated (although the women still scored higher on aspects of agreeableness).

“…[M]en and women in executive positions demonstrate a similar pattern of classically masculine personality traits,” the researchers said.

This picture was reinforced by the within-sex personality comparisons between bosses and non-bosses. Whereas the personality of female managers contrasted sharply with the traits of non-managerial women, male bosses were not so different in their traits from non-managerial men. “Women tend to be lower on traits that lead individuals to pursue and be selected for leadership roles,” the researchers said.

All this would appear to support the Peterson view: because there are more men with the traits associated with striving for and obtaining leadership than there are women, it could be argued this helps explain the paucity of women in management roles. In turn, helping women develop more stereotypically masculine traits of the kind displayed by the male and female managers in this study, could be one way to enable more women to become bosses. Again, this matches the Peterson perspective – in his Channel 4 interview, he talked about how he has coached women to be more assertive to help them gain promotion.

However, one problem with this solution is that existing evidence suggests that women often face a backlash when they display stereotypically masculine traits. Wille and his team mention this issue and they say that “organisations must strive to counter these biases”. Another criticism is that this approach is arguably all about changing women to excel in existing male-dominated hierarchies, rather than changing workplace cultures to make them fairer.

Perhaps, if there were a cultural change, then people with different personality profiles, including more stereotypically feminine traits, might more often reach leadership roles, which would then favour more women. Peterson acknowledged the potential benefits of such a shift in his Channel 4 interview: “It could be the case that if companies modified their behaviour and became more feminine then they would be more successful”, he said, although he added that “there is no evidence for it”.

However you choose to interpret the new findings, they help answer a question that many have long speculated about. They suggest that even after several decades with an increasing female presence in the workplace, it remains the case that the same stereotypically masculine traits predict the attainment of senior roles among men and women.

Many issues remain unanswered and the study had various limitations. For instance, we don’t know if the women with a profile of higher extraversion and lower emotional instability were more likely to become bosses because they harboured more leadership ambitions, or because they had what it takes to overcome the barriers to the top. Also, the study relied on participants rating their own personalities, and it was conducted within a particular culture so the findings may not generalise.

“This study found that male and female C-level executives represent similar populations with a common profile of characteristic agentic, strategic personality traits,” the researchers concluded. “Ongoing research and practice should acknowledge that gender similarity, not difference, characterises leader personality and potential.”

SOURCE:

Wednesday, 7 March 2018

Αυτοκτονία – Ποίοι είναι οι λόγοι που οδηγούν τους ανθρώπους σε αυτό το ψυχολογικό αδιέξοδο;



ΓΡΑΦΕΙ Η ΙΝΤΑ ΕΛΙΑΟΥ Συμβουλευτική Ψυχολόγος (BSc, MSc, PGDip. ΜΑ.)


· Τι είναι ο Αυτοκτονικός Ιδεασμός;

Ο «αυτοκτονικός ιδεασμός» είναι οι σκέψεις αυτοκτονίας. Είναι οι σκέψεις ενός ανθρώπου που αφορούν τον τρόπο που μπορεί το άτομο αυτό να ικανοποιήσει μια εσωτερική του επιθυμία που εκείνη την περίοδο πρόκειται για την επιθυμία του, για κάποιο ή κάποιους λόγους, να δώσει τέλος στη ζωή του.



Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως υπάρχουν πολλοί τύποι αυτοκτονίας όπως:

1. Η ατομική αυτοκτονία όπου κάποιος αποφασίζει μόνος του και μόνος του θέτει τέλος στη ζωή του.

2. Η ευθανασία (ή επιβοηθούμενη αυτοκτονία) όπου κάποιο άλλο άτομο π.χ. ένας γιατρός αναλαμβάνει να βοηθήσει το άτομο, συνήθως ασθενή σε τελικό στάδιο, να πεθάνει.

3. Δολοφονία-αυτοκτονία όπου κάποιος πριν αυτοκτονήσει ή ταυτόχρονα σκοτώνει κάποιον/ους άλλον/ους.

4. Επίθεση αυτοκτονίας όπου κάποιος γίνεται κινητή βόμβα και αυτοκτονεί δολοφονώντας άλλους.

5. Μαζική αυτοκτονία όπου πολλά άτομα μαζί μέλη μιας ομάδας αυτοκτονούν.

6. Διπλή αυτοκτονία όπου συνήθως ζευγάρια αποφασίζουν να πεθάνουν μαζί.





Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις συνήθως υπάρχουν σκέψεις αυτοκτονίας (αυτοκτονικός ιδεασμός) πριν την ολοκλήρωσή τους. Παρόλα αυτά, εδώ θα αναφερόμαστε στην πρώτη περίπτωση όπου ένα άτομο επιχειρεί να θέσει μόνο του τέλος στη ζωή του, καθώς είναι η συχνότερη μορφή που συναντάται στις μέρες μας.

Οι σκέψεις αυτοκτονίας τώρα, μπορεί να είναι μια απλή, ασαφής και ακαθόριστη σκέψη του τύπου «να πεθαίνω να γλιτώσω» χωρίς να υπάρχει συνέχεια, ή μπορεί οι σκέψεις αυτές να παίρνουν τη μορφή συγκεκριμένου σχεδίου αυτοκτονίας όπου και τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.


Περίπου 1 εκ. άνθρωποι αυτοκτονούν κάθε χρόνο παγκοσμίως ενώ περίπου 15 εκ. πραγματοποιούν απόπειρα αυτοκτονίας. Αυτό σημαίνει πως όποιος σκέφτεται ή επιχειρεί να αυτοκτονήσει δε σημαίνει πως θέλει να πεθάνει. Πολλές φορές μια τέτοια αυτοκαταστροφική πράξη όπως άλλωστε και η υπερβολική χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών ή αυτοτραυματισμών και άλλες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, συνιστούν κραυγή και έκκληση του ατόμου για βοήθεια.









· Γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη αύξηση στο ποσοστό των αυτοκτονιών τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή αποτελούν παράγοντες υψηλού κινδύνου για τον αυτοκτονικό ιδεασμό;



Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να αναλογιστούμε γιατί αυτοκτονούν οι άνθρωποι γενικά. Θα ήταν εύκολο και απλό να λέγαμε πως η αιτία των αυτοκτονιών είναι η οικονομική κρίση. Κάτι φυσικά που σημαίνει πως δεν θα έπρεπε να υπάρχουν αυτοκτονίες πριν από αυτή αλλά ούτε και μετά. Η πραγματικότητα μας λέει άλλα. Οι άνθρωποι αυτοκτονούσαν και παλιά όπως και θα αυτοκτονούν στο μέλλον.



Αρχικά λοιπόν θα πρέπει να σταματήσουμε να αναζητούμε σε ό,τι μας συμβαίνει τη μία και μοναδική αιτία. Τα αίτια της αυτοκτονίας όπως και των περισσότερων φαινομένων που συναντάμε στη ζωή, είναι πολλά και τις περισσότερες φορές περίπλοκα. Ποτέ δεν είναι τα ίδια ακόμα και για δύο μόνο ανθρώπους. Κάθε περίπτωση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και επομένως θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά. Μερικοί μονάχα από τους παράγοντες που φαίνεται να οδηγούν κάποιους στην αυτοκτονία είναι:

Ψυχολογικοί παράγοντες: έρευνες δείχνουν πως αυτοί που αυτοκτονούν τις περισσότερες φορές πάσχουν από κάποια διαταραχή όπως κατάθλιψη, διπολική ψύχωση, σχιζοφρένια κ.α.

Βιολογικοί παράγοντες: Γενετικοί παράγοντες συντελούν στην εμφάνιση διαταραχών που σχετίζονται με την αυτοκτονική συμπεριφορά αλλά και άλλοι βιολογικοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν όπως κάποια χρόνια, ανίατη ασθένεια.

Κοινωνικοί παράγοντες: Οικογενειακό ιστορικό βίας και κακοποίησης, οικογενειακές σχέσεις και προσδοκίες, κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης, κοινωνικός αποκλεισμός και διάκριση, φτώχεια, ανεργία, τα πρότυπα και η επιβράβευση του μιμητισμού αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών στα ΜΜΕ.

Άλλοι παράγοντες κινδύνου οι οποίοι μπορεί να επιβαρύνουν κάποιον ή

κάποιους από τους προαναφερόμενους παράγοντες είναι:



Υπερβολική χρήση αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών, οικογενειακό ιστορικό αυτοκτονίας, κατοχή όπλου, θέματα με το νόμο, σωματική δυσμορφία, αναγκαστική αλλαγή στον τρόπο ζωής κ.α. Σκέψεις αυτοκτονίας μπορεί επίσης σε σπάνιες περιπτώσεις να δημιουργηθούν ως παρενέργεια κάποιων φαρμάκων κάτι που θεωρείται πιο πιθανό αν και πάλι σπάνιο, σε παιδιά και εφήβους.



Βλέπουμε λοιπόν, πως υπάρχουν πολλοί και μάλιστα συνήθως αλληλένδετοι παράγοντες που μπορεί να αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για να στραφεί ένα άτομο στην αυτοκτονία. Πρέπει να τονίσουμε πάντως πως οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν τον αυτοκτονικό ιδεασμό σε κάποια φάση της ζωής τους και καταλήγουν να αναρωτιούνται εάν αυτοί είναι φυσιολογικοί ή εάν τρελαίνονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι σκέψεις αυτές συνήθως ξυπνούν λόγω κάποιου ξαφνικού, αναπάντεχου αρνητικού γεγονότος. Το άτομο νιώθει εγκλωβισμένο και αισθάνεται αδυναμία να ανταπεξέλθει στο τραυματικό γεγονός το οποίο μπορεί να είναι ο θάνατος κάποιου αγαπημένου προσώπου, ένας χωρισμός, σεξουαλική κακοποίηση, μια σοβαρή ασθένεια, οικονομικές δυσκολίες, ανεργία.



Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις οι αιτίες που οδηγούν σε αυτοκτονία μπορεί να είναι πολλές και περίπλοκες. Κάποιοι μπορεί να πιστεύουν πως ο θάνατός είναι η μοναδική διέξοδός τους από το πρόβλημα, άλλοι μπορεί να πιστεύουν πως είναι η μόνη λύση του προβλήματος, κάποιοι με αυτόν τον τρόπο εκφράζουν το θυμό τους, δημιουργώντας τύψεις σε άλλους ή πιστεύουν πως γίνονται ήρωες θυσιαζόμενοι για ένα γενικότερο καλό κ.α..



Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως σαφώς η οικονομική κρίση και η ανεργία αποτελούν παράγοντες κινδύνου για αυτοκτονία, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούν να θεωρηθούν οι μοναδικές αιτίες της αύξησης αυτοκτονιών στη χώρα μας αλλά και γενικά. Αποτελεί απλά έναν επιπλέον επιβαρυντικό παράγοντα στους ενυπάρχοντες.





· Αυτή την περίοδο η χώρα μας παρουσιάζει το μεγαλύτερο ρυθμό αύξησης των αυτοκτονιών στην Ευρώπη, που πιστεύεται ότι οφείλεται αυτό;



Ναι ισχύει αυτό αλλά θα πρέπει να αναγνωρίζουμε ό,τι όταν αναφερόμαστε στην Ελλάδα δε μιλάμε πλέον απλά για οικονομικές δυσκολίες και ανεργία όπως μπορεί να συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Ο πληθυσμός της πατρίδας μας έρχεται ξαφνικά αντιμέτωπος με πολλαπλές απώλειες. Απώλεια εργασιακής θέσης, μείωση ή απώλεια μισθού, αλλαγές σε εργασιακά δικαιώματα, έλλειψη ρευστότητας που αναπόφευκτα σημαίνει μείωση κοινωνικών συναναστροφών, αστάθειας του πολιτικού συστήματος, αλλαγές στην παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, αύξηση της μετανάστευσης των Ελλήνων σε άλλες χώρες αλλά και μέσα στην ίδια την χώρα τους καθώς και αύξηση της μετανάστευσης αλλοδαπών προς την Ελλάδα, εξασθένηση των οικογενειακών δεσμών, αυξημένη εγκληματικότητα κ.α. Αυτό το συνονθύλευμα καταστάσεων σε συνδυασμό με τον τρόπο που τα ΜΜΕ αναμασούν όλες αυτές τις καταστάσεις συντελώντας στην απουσία ελπίδας και οράματος για ένα καλύτερο αύριο, ταλανίζουν την αίσθηση ασφάλειας που είχε κάποτε το άτομο και το οδηγούν σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Όλοι οι άνθρωποι μέσα σε αυτό το χάος νιώθουν φοβισμένοι, αδικημένοι και θυμωμένοι.

Ωστόσο, δεν φτάνουν όλοι οι άνθρωποι που βιώνουν τα παραπάνω, στο σημείο να τερματίσουν τη ζωή τους. Συνήθως, οι άνθρωποι που είναι πιο ευάλωτοι στο να φτάσουν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας χαρακτηρίζονται από μια προϋπάρχουσα κατάσταση, όπως είναι μια συναισθηματική διαταραχή ή εξαρτήσεις από ουσίες/αλκοόλ, ή χαμηλή αυτοεκτίμηση ή ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και πολλά άλλα. Αυτοί οι άνθρωποι επηρεασμένοι μέσα από ένα νέο κουβάρι πληγμάτων όπως όσα συνεπάγεται η οικονομική κρίση της Ελλάδος και όντας συνήθως συναισθηματικά απομονωμένοι και επομένως χωρίς ικανοποιητική στήριξη, οδηγούνται σε μια απόπειρα αυτοκτονίας.



· Είναι εύκολο να συγκεκριμενοποιήσουμε τις ενδείξεις τάσεων για απόπειρα αυτοκτονίας; Ποια είναι τα σημάδια κινδύνου ότι ένα άτομο καταβάλλεται από τον αυτοκτονικό ιδεασμό και τι θα πρέπει να προσέχουμε;



Δυστυχώς δεν υπάρχει κάποιο ‘τυπικό’ σημάδι για αυτούς που σκέφτονται να αυτοκτονήσουν. Κάποιοι μεταδίδουν ξεκάθαρα τις προθέσεις τους μιλώντας για αυτές π.χ. ‘θέλω να πεθάνω’. Κάποιοι άλλοι λένε πάλι τι θέλουν αλλά πιο έμμεσα ‘ας κρατήσουμε το κυνηγητικό όπλο, δε ξέρεις τι συμβαίνει…’. Υπάρχουν όμως και άτομα που δεν μοιράζονται τίποτα με το λόγο τους. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αρκετές συμπεριφορές οι οποίες μπορεί να αποτελούν ενδείξεις καθώς οι άνθρωποι που σκέφτονται να αυτοκτονήσουν παρουσιάζουν σχεδόν πάντα αλλαγές στη συμπεριφορά τους. Οι ενδείξεις αυτές αποτελούν για αυτά τα άτομα κραυγές για βοήθεια. Τέτοιες κραυγές για βοήθεια μπορεί να είναι:

-Κάποια ξαφνική, δραστική αλλαγή στη συμπεριφορά του ατόμου π.χ. από αριστούχος αρχίζει να μην περνά μαθήματα.

-Όταν το άτομο αρχίσει να παίρνει πολλά επικίνδυνα ρίσκο στη ζωή του σαν να μην τον ενδιαφέρει π.χ. επικίνδυνη οδήγηση.

-Ιδιαίτερη απασχόληση με θέματα θανάτου και τακτοποίηση εκκρεμοτήτων π.χ. διαθήκη.

-Αρχίζουν να χαρίζουν αγαπημένα αντικείμενα.

-Αλλαγή στη συναισθηματική του κατάσταση π.χ. κάποιος που ήταν πάντα νευρικός και απότομος ξαφνικά παρουσιάζεται ήρεμος.

-Έλλειψη ενδιαφέροντος για τις καθημερινές του απασχολήσεις π.χ. δουλειά ή χόμπι, και κοινωνική απομόνωση.

-Δυσκολίες στον ύπνο ή στο φαγητό και αλλαγές στην εμφάνισή του π.χ. κάποιος που πάντα ήταν περιποιημένος αρχίζει να βγαίνει απεριποίητος από το σπίτι.

-Αλλαγές στον τρόπο που μιλάει το άτομο όπως η χρήση έμμεσου λόγου π.χ. ‘όλα θα ήταν καλύτερα εάν δεν ήμουν εγώ’.

-και φυσικά όταν το άτομο μας μιλά για αυτοκτονία ή θάνατο, ή όταν αγοράζει αντικείμενα αυτοκτονίας π.χ. σχοινί, όπλο κ.α..



Όλα τα παραπάνω μπορεί να αποτελούν σημάδια πως το άτομο δυσκολεύεται ιδιαίτερα με τη ζωή του και μπορεί να σκέφτεται την αυτοκτονία ως λύση. Συνήθως, πριν από όλα αυτά έχει συμβεί κάποιο πολύ πιεστικό, επιβαρυντικό γεγονός όπως αυτά που αναφέραμε νωρίτερα. Εάν παρατηρήσουμε κάποιες από τις συμπεριφορές αυτές σε κάποιο άτομο του περιβάλλοντός μας θα πρέπει να κινητοποιηθούμε αμέσως για να του προσφερθεί η κατάλληλη βοήθεια.



Θα πρέπει όμως πάντα να θυμόμαστε πως καμία αυτοκτονία δεν μπορεί να προβλεφθεί. Εμείς μπορούμε απλά να είμαστε ενημερωμένοι, να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και να είμαστε υποψιασμένοι. Στη περίπτωση που κάποιος δικός μας αυτοκτονήσει θα πρέπει να θυμόμαστε πως ο καθένας έχει δικαίωμα στην επιλογή και όσο και αν μας πονάει αυτή ήταν η επιλογή του. Ο αντίκτυπος μιας αυτοκτονίας για τους οικείους είναι πάντα τεράστιος καθώς η θλίψη συνοδεύεται πάντα από θυμό και ενοχές. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό να ζητήσουμε οι ίδιοι στήριξη από ψυχολόγο. Τιμωρώντας τον εαυτό μας αφήνοντάς τον να υποφέρει δεν θα φέρουμε πίσω τον άνθρωπο που έχει φύγει.

















· Πώς μπορεί ο περίγυρος σε περίπτωση που αντιληφθεί ότι το άτομο καταβάλλεται αυτοκτονικό ιδεασμό να επέμβει;



Εάν κάποιος μας εκμυστηρευτεί πως σκέφτεται την αυτοκτονία πρέπει να πάρουμε τα λόγια του στα σοβαρά και να σπεύσουμε σε ειδικούς ψυχικής υγείας. Πολλές φορές ο δικός μας φόβος μας οδηγεί στην άρνηση μιας κατάστασης και επομένως την υποβάθμιση της σοβαρότητάς της. Ακόμα λοιπόν και εάν πιστεύουμε πως ο άνθρωπος αυτός δεν εννοεί αυτά που λέει και απλά επιδιώκει την προσοχή μας πρέπει να αντιδράσουμε όπως θα αντιδρούσαμε εάν τον πιστεύαμε. Δεν είναι δική μας αρμοδιότητα να εκτιμήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης.



Το ίδιο ισχύει και όταν αντιληφθούμε κάποια ένδειξη χωρίς να μας έχει μιλήσει το άτομο. Θα πρέπει αμέσως να ρωτήσουμε το άτομο τι του συμβαίνει και τι σκέφτεται να κάνει για αυτό. Πρέπει να ‘ακούσουμε’ τον άνθρωπο αυτό με ενδιαφέρον και χωρίς κριτική και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη δυσκολία του όποια και αν είναι αυτή. Άλλωστε, οι περισσότεροι που φτάνουν σε αυτό το σημείο ζούνε σε μια συναισθηματική έρημο χωρίς ικανοποιητική συναισθηματική στήριξη κάτι που τους κάνει να νιώθουν απέραντη μοναξιά. Οφείλουμε λοιπόν, να δείξουμε ενδιαφέρον. Οφείλουμε να ρωτήσουμε ευθέως το άτομο αν σκέφτεται να βάλει τέλος στη ζωή του και να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη ‘αυτοκτονία’. Με το να είμαστε ανοικτοί δείχνουμε εμπράκτως πως είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε τις σκέψεις του και δε φοβόμαστε. Πρέπει να προσπαθήσουμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι και να μη διακόπτουμε τη ροή του λόγου του. Είναι πολύ πιθανό να μην του έχει δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να μιλήσει. Είναι καλό απλά να ακούμε τον άνθρωπο αυτό χωρίς να προσπαθούμε να τον πείσουμε για κάτι. Στόχος είναι να επιχειρήσουμε να τον καθησυχάσουμε δίνοντας ελπίδα για το μέλλον και να τον/ην ενθαρρύνουμε να ζητήσει βοήθεια από ψυχίατρο, νοσοκομείο ή ψυχιατρική κλινική.



Στη συνέχεια, θα πρέπει άμεσα να ζητήσουμε οι ίδιοι βοήθεια από άτομο της εμπιστοσύνης μας και να απευθυνθούμε σε ειδικό. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να σιγήσουμε για το ‘μυστικό’ που μας εμπιστεύτηκε ο άνθρωπός μας. Το ‘μυστικό’ αυτό μπορεί να αποτελεί την τελευταία προσπάθεια του ατόμου να ζητήσει βοήθεια. Η ζωή του είναι σε κίνδυνο, και σε εκείνη τη φάση, οφείλουμε να ζητήσουμε άμεσα βοήθεια από ψυχίατρο, ψυχιατρική κλινική ή νοσοκομείο. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με θέματα αυτοκτονίας παρακαλώ συμβουλευτείτε το:

http://www.suicide-help.gr/

ή επικοινωνήστε με τη Γραμμή Παρέμβασης για την Αυτοκτονία 1018



Ένας οδηγός για γιατρούς και άλλους εργαζόμενους στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας σχετικά με την Αναγνώριση του Αυτοκαταστροφικού Ασθενή μπορεί να βρεθεί στο:

http://www.klimaka.org.gr/newsite/downloads/odigosgiatroi_autoktonia_new.pdf





Σίγουρα πάντως, ανεξάρτητα από τον τρόπο αντιμετώπισης ατόμων που σκέφτονται ή σχεδιάζουν ενεργά να αυτοκτονήσουν υπάρχουν τρόποι να συμβάλλουμε όλοι μας στην πρόληψη τέτοιων καταστάσεων. Η αυτοκτονία είναι κάτι που αφορά όλους μας, γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να αρχίσουμε να φτιάχνουμε κοινωνίες πιο συλλογικές και ανθρώπινες. Θα πρέπει να μάθουμε αρχικά να φροντίζουμε κατάλληλα οι ίδιοι τον εαυτό μας και να ζητάμε βοήθεια μόλις αντιληφθούμε πως κάτι δεν πάει καλά. Τίποτα δε λύνεται μόνο του και σίγουρα δεν αποτελεί λύση το να φτάσουμε στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Παράλληλα, θα πρέπει να αρχίσουμε να ακούμε τους συνανθρώπους μας και να βρισκόμαστε κοντά τους στις δύσκολες στιγμές. Θα πρέπει να σταματήσουμε να φοβόμαστε να είμαστε αλληλέγγυοι και λόγω αυτού να ωθούμε ανθρώπους ευάλωτους και πονεμένους στο περιθώριο. Θα πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε τους διπλανούς μας. Γενικά, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι όταν υπάρχει δυσκολία, δύναμη σημαίνει να ζητάμε βοήθεια και όχι να κρυβόμαστε στο καβούκι του φόβου και της ντροπή μας. Δεν είμαστε μόνοι παραμόνο εάν το επιλέξουμε.







· Και πώς συμβάλει ο ψυχολόγος στην αντιμετώπιση του αυτοκτονικού ιδεασμού;

Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται ένας αυτοκτονικός ιδεασμός ποικίλλει κατά περίπτωση και αυτό διότι εξαρτάται από το βαθμό της επικινδυνότητας της κατάστασης που εκτιμά με διάφορους τρόπους ένας ψυχολόγος (διάρκεια, ένταση σκέψεων, αν υπάρχει οργανωμένο σχέδιο κ.α.). Εκτιμάται ποιοι παράγοντες μπορεί να συνυπάρχουν ως αιτία για επιθυμία θανάτου όπου και κάποια πιθανή ψυχική διαταραχή μπορεί να αναγνωριστεί. Αναλόγως λοιπόν από την αρχική αυτή εκτίμηση μπορεί η θεραπεία με ψυχολόγο να είναι αρκετή, μπορεί όμως να απαιτείται παραπομπή του ατόμου σε ψυχίατρο για την φαρμακευτική του καθοδήγηση, μπορεί να αρμόζει περισσότερο η συνεργασία του ατόμου με ψυχίατρο και ψυχολόγο παράλληλα ή στις πιο σοβαρές περιπτώσεις η νοσηλεία του ατόμου σε ψυχιατρική κλινική ή νοσοκομείο μπορεί να κρίνεται απαραίτητη. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν είναι αρμοδιότητα των συγγενών να αποφασίσουν τι είδους βοήθειας χρειάζεται το άτομο. Απαραίτητη είναι η άμεση επικοινωνία με οποιονδήποτε ειδικό ψυχικής υγείας (ψυχίατρο ή ψυχολόγο) ο οποίος και θα καθοδηγήσει τους συγγενείς ή το ίδιο το άτομο στο πιο σωστό τρόπο αντιμετώπισης της κατάστασης. Όταν κρίνεται από κάποιο ειδικό ψυχικής υγείας πως η συμβολή του ψυχολόγου είναι απαραίτητη, τότε ο ψυχολόγος βοηθά το άτομο να ξεμπερδέψει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και να ανακτήσει τις δυνάμεις του βρίσκοντας νέες λύσεις και διεξόδους στα αδιέξοδα του.


Μήπως τρέμετε την απόρριψη;




Μήπως τρέμετε την απόρριψη; Αν ναι, ο φόβος αυτός καθορίζει την ζωή σας και σας εμποδίζει να πετύχετε αυτά που θέλετε.
Γιατί; Επειδή δεν τολμάτε να αξιοποιήσετε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Ή επειδή αυτό-σαμποτάρεστε: για παράδειγμα, βγάζετε στην επιφάνεια τα αρνητικά σας στοιχεία, φεύγετε πριν δοκιμάσετε, απορρίπτετε για να μην σας απορρίψουν.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει στις προσωπικές σας σχέσεις ή στην εργασία σας.

Τέτοιες στιγμές, υπάρχει μια φωνούλα μέσα σας που λέει πράγματα όπως:
μπα δεν είναι αυτό για μένα,
σιγά μην πετύχω εγώ σε αυτό – τόσοι απέτυχαν,
δεν μπορεί να είναι τόσο καλό, μάλλον δεν είναι αληθινό
σιγά μην σταθώ τόσο τυχερός.

Η κλινική ψυχολόγος Δρ. Jonice Webb, συγγραφέας του «Running on Empty: Overcome Your Childhood Emotional Neglect», μας λέει από πού προέρχεται αυτός ο φόβος και τι μπορούμε να κάνουμε για να τον αντιμετωπίσουμε:
Προέλευση του φόβου:

Μεγαλώσατε με απόρριψη. Από τους γονείς για παράδειγμα. Δημιουργεί ανασφάλεια και τραύματα. Στην ενήλικη ζωή μας, περιμένουμε την απόρριψη κι όχι την αποδοχή, γιατί έτσι μάθαμε. Έτσι δεν εμπιστευόμαστε τους άλλους, ούτε θέλουμε να ξαναπληγωθούμε.

Δεν εμπιστεύεστε και δεν αγαπάτε αρκετά τον εαυτό σας. Πώς λοιπόν να πιστέψετε ότι θα σας αγαπήσει ή εμπιστευτεί κάποιος άλλος;

Έχετε μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως έχετε κάποιο σημαντικό έλλειμμα ή ελάττωμα. Π.χ. "δεν είμαι όμορφος, έξυπνος, μορφωμένος, ταλαντούχος κ.λπ. … όπως οι άλλοι, και γι’ αυτό θα αποτύχω".
5 τρόποι να αντιμετωπίσετε τον φόβο της απόρριψης:

1. Αποκτήστε επίγνωση του φόβου σας. Αναγνωρίστε τον σαν σημαντικό πρόβλημα και πείτε ότι δεν θα τον αφήσετε να σας ελέγχει.

2. Κατανοήστε την προέλευση του. Έτσι χάνει λίγο ακόμα από τη δύναμη του επάνω σας.

3. Αρχίστε να σκέφτεστε διαφορετικά την απόρριψη: η απόρριψη δεν σημαίνει κάτι για εσάς. Σημαίνει πολλά για αυτόν που σας απορρίπτει. Δείχνει τι εκείνος έχει στο μυαλό του, όχι ότι εσείς είστε ανεπαρκείς. Πολλές φορές όσα έχει ο άλλος στο μυαλό του είναι πολύπλοκα, μπερδεμένα, ή και αβάσιμα.

4. Η απόρριψη είναι μια ένδειξη ότι ρισκάρετε. Το πραγματικό δείγμα δύναμης και θάρρους είναι η προσπάθεια και η πίεση που νιώθετε όταν ρισκάρετε.

5. Γνωρίστε κι αγαπήστε τον εαυτό σας: αξιολογείστε τα δυνατά σημεία και τις αδυναμίες σας, αναγνωρίστε τα συναισθήματα και τις ανάγκες σας, μην είστε υπερβολικά αυστηροί με τον εαυτό σας.

Σε κανέναν δεν αρέσει η απόρριψη. Αλλά είναι μέρος της ζωής. Η υπερβολική προσπάθεια να την αποφύγουμε, μας κρατά όχι ασφαλείς, αλλά αδρανείς κι ανικανοποίητους, ή αιώνια εγκλωβισμένους σε έναν φαύλο κύκλο και την επανάληψη των ίδιων λαθών.

Πείτε λοιπόν στον εαυτό σας: «χρειάζεται να τολμήσω να δεσμευτώ, να αποφασίσω, να κάνω το βήμα που φοβάμαι, ή να ρισκάρω». Καλύτερα να στενοχωρηθείτε για κάτι που πραγματικά ζήσατε, αντί να νιώθετε πικρία για όσα δεν τολμήσατε.



Πηγή:

Tuesday, 6 March 2018

Social Rejection Has A Surprising Mental Advantage





Being rejected socially, can give you this outsider advantage.



Being rejected socially makes people more creative, research finds.

Feeling outside the group helps people generate more novel ideas.

It may help to explain why so many great artists were outsiders — people who lived separate lives in order to produce works that would surprise and delight the rest of us.

The study’s authors call it the ‘outsider advantage’.

Professor Jack Goncalo, who led the study, said:


“If you have the right way of managing rejection, feeling different can help you reach creative solutions.

Unlike people who have a strong need to belong, some socially rejected people shrug off rejection with an attitude of ‘normal people don’t get me and I am meant for something better.’

Our paper shows how that works.”

For the study, half the participants were told they were not selected for a group and had to do a creativity task on their own.

These people subsequently came up with more novel, unusual solutions to creative problems.


Professor Goncalo said:


“We’re note dismissing the negative consequences rejection has on many individuals, but for some people, the rejection has a golden lining.

For the socially rejected, creativity may be the best revenge.”

SOURCE:

Thursday, 1 March 2018

Your childhood best friend’s intelligence probably rubbed off on you



Picture yourself aged 11: who was your best friend and how smart were they? The answer may have shaped your life more than you think. A new study published as a pre-print at PsyArXiv reports that participants’ IQ at age 15 was correlated with the IQ of whomever was their best friend years earlier, when that friend was aged 11, even after factoring out the participants’ own earlier intelligence, as well as a host of other potentially confounding variables.

We already know, thanks to previous research, that our school-age peers shape our personalities, our powers of self-control, and the chances that we’ll get into trouble, so it’s to be expected that they also affect our intelligence (and we theirs). Surprisingly, however, this possibility had not been studied before now. “Our findings add … another layer of evidence for the important and pervasive influence of peers on a host of traits during adolescence,” the researchers said.



Ryan Charles Meldrum at Florida International University and his colleagues used data collected from hundreds of families resident in 10 US cities between 1991 and 2007 as part of a study run by the National Institute of Child and Human Development. This included intelligence test results from 715 participating kids completed when they were aged 10 and then again when they were aged 15. These “target” kids’ individual best friends had also completed an intelligence test when they were aged 11-12 (most best friends were the same sex as the target kids and they were no more than two years older or younger).

The IQ of the target kids at age 15 was strongly correlated with the IQ of their best friend when their best friend was aged 11-12. This could be due largely to the fact that children like to be friends with other kids who are similar to them. Critically, however, the target kids’ IQ at age 15, based on a composite of three tests, was still associated (β = 0.08 in a multiple regression) with their best friends’ IQ at age 11-12 even after factoring out their own IQ score when they were aged 10-11, as well as a range of more than nine other confounding variables, such as their mothers’ IQ and education level, and the “enrichment” opportunities in their home. This provides tentative evidence that the target kids hadn’t just chosen childhood friends with an IQ similar to their own, but that their IQ in mid-adolescence had actually been shaped by the intellect of their best friend years earlier.

The new study can’t speak to how a childhood best friend affects our future intelligence, but one can imagine that if your best friend were motivated to study hard, this will have boosted your own academic motivation, with lasting positive consequences for your IQ. Just by hanging out with a brainy buddy, you will also likely have absorbed some of their knowledge and skills. Conversely, if your best friend was not such an intellectual, you will not have enjoyed these cerebral benefits.

One caveat to bear in mind is that the IQ tests used in this study, such as the Peabody Picture Vocabulary Test, tap what’s known as “crystallised intelligence”, which refers to our knowledge, rather than “fluid intelligence”, which is more about mental agility. There was also no measure of fathers’ IQ which may have confounded the results, potentially influencing the IQ of the target kids and who they chose to have as a best friend. Future research also needs to look at the effect of peer group IQ in aggregate, not just an individual best friend, although presumably their influence will be the strongest.

While acknowledging these and other limitations of their research, Meldrum and his colleagues said “overall, our results provide support for the hypothesis that having more intelligent friends is associated with higher future levels of intelligence.”

SOURCE:

What are the psychological dynamics when a couple tries to change a habit together?


B

Changing an unhealthy habit depends a lot on your belief that you can do it, something psychologists call self-efficacy. Take smoking, for example. Your belief that you are capable of quitting will influence the likelihood you will decide to quit in the first place, the amount your smoking reduces, and your chances of staying smoke-free in the long-term.

This self-belief doesn’t come out of nowhere. Besides seeing ourselves make progress (called “mastery”), health psychologists will tell you that one of the most important inspirations is seeing others successfully make the changes that you desire. To test how true this is, Lisa Warner from the Freie Universität Berlin and her colleagues looked at the impact on smokers of having a partner whose own attempt to quit is going well. Their findings, published in the British Journal of Health Psychology, didn’t fit the expected pattern – but there’s news that co-quitting couples can help each other make a difference.



Warner’s team asked 85 couples, made up of partners who had chosen to quit together, to keep a diary of their progress. At the end of each day, every participant recorded whether they had smoked any cigarettes that day (to indicate their mastery) and also their feelings of self-efficacy regarding the challenge of quitting, rating their agreement with items such as “I am confident that I can refrain from smoking tomorrow even if it is difficult”. The researchers expected that when one partner improved their mastery, this should boost their other half’s self-efficacy the next day.

This isn’t quite what the researchers found, but partners certainly mattered. The day-by-day analysis showed that a participant’s self-efficacy was more likely to go up when their partner had shown increases in their own self-efficacy the day before. So partner confidence was contagious. The same was true for mastery: one partner’s success predicted their other half’s next-day success (or another way to see this: when one person gave in, it was more likely that their partner would succumb on the next day). Intriguingly, however, partner mastery didn’t seem to affect a participant’s next-day self-efficacy.

The fact that witnessing success in a close other wasn’t a driver of self-efficacy is a puzzle for the researchers, but overall this is still important news for couples trying to make healthy changes together – one way or another, a determined partner can be a source of support for finding your way out of smoking – a habit that kills around six million people a year. So put your mind to it, lean into that success cycle, and know that your efforts are feeding those of the person you love.

SOURCE: