Thursday, 29 October 2015

Πώς μιλάμε σε παιδιά που πενθούν

Αρθρογράφος: Μαρία Βερβέρη
Ψυχολόγος



Αυτό που αρχικά, χρειάζονται τα παιδιά που πενθούν, πέρα από την κατανόηση των αναγκών τους και τη στήριξη που μπορούν να βρουν στους ενήλικες, είναι και απαντήσεις στις πολλές απορίες που έχουν για τη ζωή, την αρρώστια, το θάνατο. Στη συνέχεια, λοιπόν, θα αναφέρουμε επιγραμματικά κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για το πώς πρέπει να μιλάμε και να απαντάμε στα παιδιά που αντιμετωπίζουν το θάνατο ενός δικού τους αγαπημένου προσώπου.

Δεν είναι, λοιπόν, τόσο σημαντικό να αναζητούν οι ενήλικες σωστές απαντήσεις στα ερωτήματα των παιδιών για το θάνατο όσο είναι σημαντική η σχέση που δημιουργούν μαζί τους. Το παιδί επιλέγει να θέσει τις δύσκολες ερωτήσεις σε άτομα που εμπιστεύεται και τα νιώθει ικανά να το στηρίξουν. Χρειάζεται λοιπόν, οι ενήλικες να είναι διαθέσιμοι και έτοιμοι να ακούσουν τις όποιες ανησυχίες των παιδιών, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών.

Ακόμη, με τα παιδιά που πενθούν πρέπει να έχουμε ιδιαίτερη υπομονή. Μπορεί να επαναλαμβάνουν το ίδιο ερώτημα σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετικούς τρόπους. Όποια ώρα όμως και να τεθεί το ερώτημα, καλό είναι να μην αποφύγουν την ευκαιρία να επικοινωνήσουν με το παιδί. Επίσης, το πιο σημαντικό στη σχέση του παιδιού που πενθεί και του ενήλικα είναι η ειλικρίνεια. Το να λένε την αλήθεια, όμως, δε σημαίνει ότι πρέπει να λένε στο κάθε παιδί όλα όσα γνωρίζουν. Να είναι κανείς ειλικρινής με ένα παιδί σημαίνει να του λέει αυτό που εκείνο ζητάει να μάθει τη δεδομένη στιγμή και πάντα προσαρμοσμένα στην ηλικία και στο επίπεδο εξέλιξης του.

Κατά ανάλογο τρόπο, οι απαντήσεις που δίνουμε σε παιδιά που βρίσκονται αντιμέτωπα με το θάνατο ενός δικού τους ανθρώπου πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες του κάθε παιδιού. Δεν υπάρχουν τυποποιημένες απαντήσεις γύρω από τις ερωτήσεις όπως: γιατί πέθανε ο παππούς; που θα τον πάνε; τι είναι η κηδεία; Οι απαντήσεις των ενηλίκων σε τέτοιου είδους ερωτήσεις πρέπει να ικανοποιούν την ανάγκη του παιδιού να κατανοήσει αυτό που συμβαίνει.

Οι ενήλικες επίσης, θα πρέπει να μοιράζονται με τα παιδιά, απλά και ανθρώπινα, τις γνώσεις τους γύρω από τα θέματα της ζωής και του θανάτου, να μοιράζονται μαζί τους τις εμπειρίες και τα συναισθήματα τους, ακόμα και τις αδυναμίες ή την απογνωση τους. Είναι πολύ σημαντικό να τολμούν να πούνε "δεν είμαι σίγουρος" ή ακόμα και "δεν ξέρω, άλλωστε κανείς δεν έχει απάντηση σε όλα και κανένας τελικά δεν μπορεί να εξηγήσει το θάνατο (Παπαδάτου, 1998).

Το σημαντικότερο όμως όλων είναι, ότι μπροστά σε παιδιά που πενθούν και αισθάνονται ότι χάνεται ο κόσμος γύρω τους, είναι πολύτιμο οι ενήλικες να είναι εκεί, κοντά τους, υποστηρικτικοί και όσο περισσότερο διαθέσιμοι (Παπαδάτου, 1998).

ΠΗΓΗ:
http://www.e-psychology.gr/children-teens-family/1415-pos-milame-se-paidia-pou-penthoyn.html(accessed 29.10.15)

Βιβλιογραφία:
Excell, J.A. (1991). A child's perception of death. In D. Papadatou & C. Papadatos (Eds.), Children and Death (pp. 87-103). New York: Hemisphere Publishing Co.
Jewett, J. (1984). Helping Children Cope ith Separation and Loss. London: Batsford Academic

Guilt-prone people are highly skilled at recognising other people's emotions


It's not pleasant to feel perpetually that you're responsible for mishaps and screw-ups, but some people do. Psychologists recognise this as a distinct trait, which they call "guilt-proneness" and now they've discovered that it tends to go hand in hand with an enhanced ability to recognise other people's emotions, at least from their facial expressions.

For the new study published in Cognition and Emotion, Matt Treeby and his colleagues asked 363 people (mostly students; average age 27) to say how they'd feel in 11 hypothetical negative scenarios. For example, one involved making a big mistake on a work project. From the range of answers available, participants who said they'd think "I should have recognised the problem and done a better job" were considered to have shown evidence of guilt-proneness. Another answer participants could choose was "I would feel like I wanted to hide", and answers like this were taken as a sign of shame-proneness as opposed to guilt-proneness. Although guilt and shame sound similar, the latter is associated much more with uncomfortable thoughts about the self ("what does this misdemeanour say about me?") whereas guilt is much more focused on the act itself ("how could I have done that?"). Other response options signalled detachment or lack of concern: "Well, nobody is perfect".

Next, the participants completed an online test that involved looking at photographs of actors displaying different facial expressions of emotion with varying intensities. The participants' challenge was to label each emotion correctly as either happiness, sadness, disgust, fear, anger or shame.

The key finding was that guilt proneness tended to correlate with performance on the emotion-recognition test. Guilt-prone people performed better overall across the different emotions, and they also showed extra sensitivity to recognising low intensity emotions. It's not clear from this research whether being sensitive to other people's emotions contributes to making someone guilt prone, or if instead being guilt-prone leads one to pay more attention to people's emotions, and get more practice at recognising them. Either way, it's an intriguing finding that complements past research showing that guilt-prone people tend to report better than usual psychological adjustment, to avoid anti-social behaviour and have good relationship skills.

The story for shame-prone people was not so rosy. Overall, shame proneness was not related to emotion recognition ability, although there was some evidence that it actually correlated with a poorer ability to recognise other people's happy facial expressions. This result also fits with previous research that's shown shame-prone people tend to have poor empathy skills.

The study is not flawless – for example, the facial stimuli were acted and static and in real life we rely on many different cues to emotion, including body language and tone of voice. However, it's a curious finding that might help guilt-prone people understand that their guilt-proneness is not their fault: it's quite likely a side-effect of their being so well-attuned to other people's emotions.

_________________________________ 
SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2015/10/guilt-prone-people-are-highly-skilled.html(accessed 29.10.15)

Treeby, M., Prado, C., Rice, S., & Crowe, S. (2015). Shame, guilt, and facial emotion processing: initial evidence for a positive relationship between guilt-proneness and facial emotion recognition ability Cognition and Emotion, 1-8 DOI:10.1080/02699931.2015.1072497


Friday, 23 October 2015

Η αξία της συμβουλευτικής θεραπείας




Ο δρ Τζον Κέιν, επικεφαλής του Τμήματος Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή Hofstra North Shore, διαπίστωσε ότι η συμβουλευτική θεραπεία είναι ιδιαίτερα επωφελής για τους πάσχοντες.

Εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο πάσχουν από σχιζοφρένεια. Η θεραπευτική προσέγγιση που ακολουθείται στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων επιβάλλει τη χορήγηση υψηλών δόσεων αντιψυχωσικών σκευασμάτων που παρεμποδίζουν τις παραισθήσεις αλλά έχουν πολλές παρενέργειες, όπως παραδείγματος χάριν αύξηση του σωματικού βάρους και έντονο τρέμουλο.

Σήμερα, μια αμερικανική έρευνα-σταθμός υποδεικνύει ότι η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Τα ευρήματα της μεγαλύτερης μελέτης που έγινε ποτέ στις ΗΠΑ στον συγκεκριμένο τομέα δείχνουν ότι η κατάσταση σχιζοφρενών που έλαβαν χαμηλότερες δόσεις αντιψυχωσικών, σε συνδυασμό με συμβουλευτική θεραπεία και οικογενειακή υποστήριξη, βελτιώθηκε γρηγορότερα συγκριτικά με αυτή ασθενών που ακολούθησαν τη συνήθη φαρμακευτική θεραπεία. Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Americal Journal of Psychiatry, χρηματοδοτήθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας.

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα επιστημονικά συμπεράσματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός νέου πρότυπου περίθαλψης.

Μείζονος σημασίας είναι η διαχείριση του λεγόμενου πρώτου ψυχωσικού επεισοδίου, της πρώτης διάρρηξης της επαφής που έχει ο ασθενής με την πραγματικότητα, συνήθως στα τελευταία χρόνια της εφηβείας ή λίγο αργότερα, οπότε αρχίζει να νιώθει έντονο φόβο ή να είναι υπερβολικά καχύποπτος. Οσο γρηγορότερα έλαβαν οι ασθενείς τη συνδυαστική θεραπεία τόσο καλύτερα εξελίχθηκε η υγεία τους. Η πιο ολιστική προσέγγιση, αξίζει να σημειωθεί, εφαρμόζεται σε Αυστραλία, Σκανδιναβία και αλλού, βελτιώνοντας επί δεκαετίες τη ζωή των ασθενών.

Τα αντιψυχωσικά φάρμακα που χορηγούνται έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα σε κάποιους αρρώστους. Παρ’ όλα αυτά, τα τρία τέταρτα διακόπτουν τη φαρμακευτική αγωγή εντός ενάμισι έτους. Για τις ανάγκες της νέας μελέτης, οι γιατροί χρησιμοποιήσαν τα φάρμακα αυτά απλά ως μέρος ενός συνδυαστικού πακέτου θεραπευτικών προσεγγίσεων και επέλεξαν τις μικρότερες δυνατές δόσεις -σε κάποιες περιπτώσεις κατά 50% χαμηλότερες από τη συνιστώμενη- περιορίζοντας έτσι τις παρενέργειες. Η ερευνητική ομάδα, υπό τον δόκτορα Τζον Μ. Κέιν, πρόεδρο του Τμήματος Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής Hofstra North Shore, παρήγγειλε σε 34 κλινικές σε 21 πολιτείες να ακολουθούν είτε τη συμβατική θεραπεία ή το συνδυαστικό πακέτο. Ο συνδυασμός περιελάμβανε εκτός από φάρμακα τρία στοιχεία: βοήθεια με την εργασία ή τα μαθήματα του σχολείου (όπως π.χ. ποια μαθήματα να επιλέξει ο άρρωστος ή ποιες θέσεις εργασίας αναλόγως των συμπτωμάτων), εκπαίδευση της οικογένειας έτσι ώστε να κατανοήσει καλύτερα το νόσημα και, τελικά, συμβουλευτική θεραπεία όπου ο ασθενής αποκτά εργαλεία για να οικοδομήσει κοινωνικές σχέσεις, να μην κάνει χρήση ουσιών και να διαχειρίζεται καλύτερα τα συμπτώματά του, όπως παραδείγματος χάριν να εξουδετερώνει τις φωνές που ακούει μέσα στο κεφάλι του. Στη μελέτη συμμετείχαν 404 ασθενείς. Οι μισοί έλαβαν τη συμβατική θεραπεία και οι υπόλοιποι τη συνδυαστική.

Στην αρχή της έρευνας, η ομάδα που έλαβε τη συνδυαστική θεραπεία τα πήγαινε χειρότερα. Τα επόμενα δύο χρόνια και οι δύο ομάδες εμφάνισαν βελτίωση, ενώ κατά την ολοκλήρωση της μελέτης, η ομάδα που ακολούθησε το συνδυαστικό πρόγραμμα είχε λιγότερα συμπτώματα και μεγαλύτερη λειτουργικότητα. Επίσης η δόση των φαρμάκων που έλαβαν ήταν από 20% έως 50% χαμηλότερη από τη συμβατική.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/ygeia(accessed 23.10.15)

Γυναίκα: Ένα πρόσωπο με πολλά πρόσωπα!

Μία γυναίκα γυρεύει τον εαυτό της!

«Γιατρέ, έχω ραντεβού απόψε με ένα πρόσωπο πρώτο!», μου εξομολογήθηκε ο άνδρας των 43 χρόνων, χωρισμένος, δείχνοντας τη χαρά του στη προσδοκία αυτής της συνάντησης. «Τι πρόσωπο εννοείτε; Γυναίκα;» ρωτάω εγώ με την επιτηδευμένη μου αφέλεια περιμένοντας την απάντησή του που έρχεται με κεραυνοβόλο τρόπο «Και βέβαια με γυναίκα, αυτό εννοώ γιατρέ μου, το πρόσωπο δηλαδή… δεν καταλαβαίνετε;»



Ναι, είναι αλήθεια ότι όταν οι άνδρες μιλούν για τις γυναίκες και υπονοούν ερωτικές και συναισθηματικές εμπλοκές, τις ταυτίζουν με ένα πρόσωπο. Η κοινωνία μας γεμάτη από πολλά υποκοριστικά όπως «κορίτσαρος», «γκόμενα», «ερωμένη», αλλά και πιο χυδαία από αυτά, ουσιαστικά ερμηνεύει τη στάση των ανδρών που προσπαθούν να δείξουν πιο άνδρες μέσα από την αναγνώριση ενός προσώπου. Το πρόσωπο αυτό που όσο κανείς κι αν το φωτίσει αλλά και να το αναλύσει, είναι τόσο σημαντικό, κυρίαρχο και απόλυτο που δίνει τη συγκεκριμένη προβολή με όλους τους ρόλους που μπορεί πραγματικά να έχει.

Η γυναίκα ως οντότητα και ως εικόνα έχει λατρευτεί και έχει γίνει το μοιραίο πρόσωπο στις πολιτικές δράσεις των ανδρικών πολέμων αλλά και στις πολιτισμικές αναφορές, δημιουργώντας την αντίληψη της ίδιας της ζωής αφού γυναίκα και πολιτισμός ουσιαστικά είναι ο έρωτας, το πάθος, η φαντασίωση και η μητρότητα. Όλα αυτά χορεύουν στις κατά περιόδους κοινωνικές εξάρσεις και την φέρνουν να πρωταγωνιστεί με το δικό της στίγμα στη μοιραία της συνάντηση με τον άνδρα.

Από το παράδεισο αλλά και τη κόλαση, η γυναίκα πρωτοστάτησε στην ηθική και την αμαρτία, στους ρόλους της Λίλιθ και της Εύας, φέρνοντας μεγάλους πονοκεφάλους τόσο στον Θεό όσο και στον Διάβολο. Ακόμη και ο όφις του διαβόλου την στρατολόγησε να παγιδεύσει τον αφελή και ‘καλοκάγαθο’ Αδάμ, δίνοντάς του το μήλο, που τον έστειλε στην κοινωνία της εργασίας και στον ιδρώτα του μόχθου.



Κομμάτι των πλευρών του άνδρα ήρθε να προσφέρει όλα αυτά που τόσο ο άνδρας, όσο και η κοινωνία, της επιφόρτισαν. Μάνα, σύντροφος, σύζυγος, αφέντρα της εστίας της, αλλά και καριερίστα της επαγγελματικής της αναρρίχησης, τη ταξιδεύουν μεταπολεμικά και την γεμίζουν με άγχος και νευρώσεις. Συγκρουσιακή και επιθετική προς το ισχυρό αρσενικό, έφτιαξε πολλά κινήματα με σκοπό να ευνουχίσει τον άνδρα και να βγάλει η ίδια …όρχεις! Έξυπνη, ραδιούργα και πανούργα, πεισμάτωσε μετά το 1950 στην ανατολή ενός lifestyleπου πέραν από την λαγνεία και την σαρκική προβολή των media,προκλητικό αισθητήριο των σιελογόνων αδένων του άνδρα, έδειξε ότι κατακτά και κερδίζει το έδαφος στη κοινωνική της παρέμβαση και στην οικονομική της αυτονομία. Ο άνδρας αιφνιδιασμένος μέσα στο φαλλοκρατικό του μυαλό, άρχισε να μετράει τα εκατοστά του πέους του, στην προσπάθειά του να της δείξει τον ανδρισμό του ενώ ουσιαστικά οπισθοχωρούσε από τις αρχικές θέσεις της παραδοσιακής κοινωνίας και έμπαινε στο περιθώριο της ζωής της με το διαζύγιο που του πρόσφερε ως αναγνώριση της ισχυρής του παρουσίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλλαγής, είναι ότι η γυναίκα μετά το 1950 μπήκε ενεργά στα πανεπιστήμια, ανέπτυξε σοβαρές επαγγελματικές αξιώσεις, απελευθερώθηκε μέσα στα κοινωνικά δίκτυα των μεγαλουπόλεων της χώρας μας και σταμάτησε προφανώς να ψάχνει τον παρθενικό της υμένα ως προϋπόθεση του γάμου της, του καθαρού κούτελου του πατέρα της που όφειλε να την παντρέψει παρθένα αλλά και της δικής της ξεκάθαρης θέσης στο μοντέρνο μήνυμα «Ζω μόνη μου, ελεύθερη κι ωραία». Το πορτοφόλι του άνδρα δεν έφτανε πια να την συντηρήσει αφού και αυτό το ίδιο περιείχε λιγότερα χρήματα μέσα αλλά και οι δικές της ανάγκες δεν έμεναν στην σκάφη και το σαπούνι για να πλένει και να καθαρίζει τον ‘αρχηγό’ της οικογένειας. Η κουζίνα της έγινε το γραφείο της στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα προικιά που ο πατέρας έπρεπε να δώσει στον γαμπρό, αντικαταστάθηκαν με τα πτυχία της, τη μόρφωσή της και τη σκληρή μαχητικότητα σε επάξιες θέσεις του ισχυρού αρσενικού.

Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά κυριάρχησε στα προηγούμενα 30-40 χρόνια ενώ μέσα στη δική της επανάσταση κρέμασε και τον άνδρα στον τοίχο, δείχνοντας του πόσο λίγος, ανεπαρκής και φοβικός είναι. Ο θόρυβός της, της έδωσε μία σημαντική επιτάχυνση που παράλληλα όμως την επαναπροσδιόρισε ως αρχηγό ενός συστήματος που τα δύο φύλα δεν αλληλοσυμπληρώνονται αλλά συγκρούονται στη δυναμική της προσωπικής τους ελευθερίας. Άνδρας και γυναίκα μέτρησαν τις δυνάμεις τους μπροστά στην κοινωνική τους απελευθέρωση, με την γυναίκα να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της, στο πορτοφόλι της και στο κρεβάτι της. Οι σύγχρονες τάσεις της της απέδειξαν ότι δεν θέλει να είναι το σεξουαλικό συμπλήρωμα ενός αρσενικού, ούτε το σκεύος ηδονής κάποιου ισχυρού άνδρα που εξαγοράζει το κορμί της έναντι ενός ποσού. Έτσι οδηγήθηκε στη προσωπική της αυτονομία ενώ ήταν φυσικό και επόμενο να φορτωθεί ρόλους που την οδηγούν όλο και πιο απαιτητικά σε υψηλές προσδοκίες, καταγράφοντας όλο και πιο έντονα τη σκέψη στο μυαλό της «Άνδρες δεν υπάρχουν πια» ή «Οι άντρες είναι μ…». Αυτή τη διαπίστωση πρακτικά την εισέπραξε μέσα στην αυξανόμενη μοναξιά της, στις γυναικείες παρέες αλληλοπαρηγοριάς αλλά και στην περισσότερη θυμωμένη στάση προς τους άνδρες που φυσικά απαντούν με φόβο και αποφυγή ‘και αύριο μέρα είναι’.



Είμαι βέβαιος ότι αν με βλέπατε από κοντά θα με ρωτούσατε: «Και το σεξ; Που βρίσκεται αυτό; Είναι σήμερα η γυναίκα ώριμη και ολοκληρωμένη να το διαχειριστεί και κυρίως να το απολαύσει;; Ξέρει η ίδια τι θέλει από αυτό ή μήπως για μία ακόμη φορά πυροβολεί τον άνδρα; Και αλήθεια, τα περιοδικά που διαβάζει την οδηγούν πώς να φτάσει η ίδια στον σωστό οργασμό; Στον δικό της οργασμό; Είναι θηλυκή; Θέλει να αρέσει; Θέλει να είναι η μούσα του αρσενικού και η φαντασίωση του ισχυρού πορθητή που θέλει να μπει μέσα της; Το κομπιούτερ της και το facebook την οδηγούν στην δική της αλήθεια; Ίσως κάθε πρωί όταν κοιτιέται στον καθρέφτη της βλέπει αυτά που θέλει ή αυτά που πιστεύει ότι είναι;». Σίγουρα είναι πολλές οι ερωτήσεις που θα μπορούσαν να μπουν απέναντι σε αυτό το πρόσωπο που τα πολλά της πρόσωπα την κάνουν δυνατή για να ξεχωρίζει ενώ παράλληλα την φορτίζουν και της δημιουργούν αρκετές υποχρεώσεις και δεσμεύσεις αφού το μυαλό της γοργά, απαιτητικά και στρατηγικάτης λέει μια πολύ σπουδαία φράση «Το ξέρεις ότι αξίζεις; Από πού ψάχνεις την αναγνώρισή σου;»

ΠΗΓΗ:

Θάνος Ασκητής
http://www.askitis.gr/monthly/view/ginaika_ena_prosopo_me_polla_prosopa1(accessed 23.10.15)

Intergenerational trauma - Mechanisms of transmission

Mechanisms of transmission - Historical trauma
There is some difficulty in isolating transmission mechanisms because the current context that is the result of historical events (for example the boarding school catastrophe in American Indians) can continue to affect traumatised populations (Whitbeck et al 2004). With that in mind, Kellerman (2001a) has identified four pathways of transmission, each corresponding to a different theoretical model: Sociocultural and socialisation models, family systems models, psychodynamic models and biological models.

Sociocultural and socialisation models of transmission are based on social learning theories and focus on the child's learning certain behaviours by observing the parents and the social environment. According to Kellerman, the earliest psychoanalytic conceptualisations of "survivor syndrome" following the holocaust (Barocas 1975) led to the identification of a number of symptoms in the parents that included anxiety, depression, guilt, nightmares, and numbing. All of these can be detected by children. Yehuda et al. (2008) found that the presence of post-traumatic symptoms in the offspring of Holocaust survivors was related to the children's perception of their parents' symptoms. Research has also demonstrated that children of survivors may feel that their parents pass a burden on to them (Letzter-Pouw & Werner 2013, Letzter-Pouw et al.2014, Kellerman 2001b).

Writing about Native Americans, Duran and Duran (1995) suggested that because historical trauma becomes part of the cultural memory of a community, it is transmitted by the same mechanisms as all cultural memory and is therefore normalised.

The family systems model focuses on communication between generations, what is talked about or kept a secret, the blurring of boundaries between generations, and the reconfiguration of roles within the family. The parents' fear that children may fall under threat means that they will often become overprotective, and the children themselves over dependent, as was reported in research with Holocaust survivors (Barocas & Barocas 1980, cited in Kellerman 2001b). Additionally, research has suggested that adolescence is a particularly difficult period for such parents to manage because of their own historical problems (Krell 1997, cited in Kellerman 2001b). Communication problems (Trossman 1968, cited in Kellerman 2001b), and difficulties expressing and managing emotions (Nadler et al. 1985, cited in Kellerman 2001b) have also been identified.

The psychoanalytic perspective which pioneered single case study research from the 1960's made a significant contribution to the understanding of pathogenic transmission mechanisms. Judith Kestenberg (1970, 1980, 1982) wrote of a "time tunnel" to describe the transmission of trauma in Holocaust survivors. She described the process as a resurrection of dead objects that have not been sufficiently mourned by the parent in the mind of the child. The child's own psychic centre is dislocated to accommodate the "transposed" context.

Haydee Freyberg similarly wrote of "a telescoping of generations", a "tyrannical intrusion of history" (1980, p. 99). Ilse Grubrich-Simitis (1984), also working with children of Holocaust survivors, put forward the concept of "concretism" to describe the child's ego's lack of capacity to use metaphor to structure time, as a result of the parent's failure to support the child's developing ego. A particularly eloquent account of aspects of the above authors' work is offered by Connolly (2011, p. 612).

Thus the death of time creates a dissociation between history and memory with the result of the creation of a history without memory, history as abstract dead facts, and a memory without history, purely subjective, mythical and therefore ineffective for the creation of meaningful narratives.

Dr Aileen Alleyne (2004, 2005) has focused on the passing of a "legacy of pain" in Afro-Caribbean descendants of slaves, leading to a preoccupation with this pain in what she calls "the cycle of events". The various ways that black individuals communicate with others and themselves, their values and belief systems, their parenting styles and life choices, and their drive, determination and self-worth are partially affected by the intergenerational transmission of the "enemy within". This involves the transmission of scripts detailing anxieties and the ensuing defences/adaptations about relationships with white people. Splits in the ego and paranoid-schizoid processes lead to self-hatred, hypervigilance, and the anticipation of conflict. A significant part of black identity, Dr Alleyne suggests, is structured in relation and in contrast to whiteness.

Volkan (1998, no date), writing from his experience with primarily Eastern European populations affected by armed conflict, writes of "chosen traumas" and the "depositing" (Volkan 2011) of an already formed self or object image in the child's developing self-representation that acts as a "psychological gene" and impels the child to perform tasks such as to repair the mother's psychological well-being or to represent an opportunity for dealing with the trauma in the future. Many more papers are available at Dr Volkan's website.


Mechanisms of transmission - Familial trauma

A particular approach to understanding the intergenerational transmission of familial trauma has been put forward by Susan Berger (2014). In this psychodynamic account, which implicitly also contains a family systems component, the main route of transmission is through changes in family structures. She attempts to understand this by conceptualising the family as a working group (Bion 1960). She argues that tolerating aggression is a central task in a family in order to manage the tasks of individuation and separation faced by the next generation. However, the parent's identification with the aggressor, a common outcome of abuse, is often transmitted to the child resulting in confusion and complication of these developmental tasks as aggression cannot be appropriately localised to present circumstances. Additionally, in the case where the family becomes isolated due to the use of unusual adaptations in the community, there is a risk that an "us and them" mentality develops that is organised around the fight or flight basic assumption (Bion 1960).

Fonagy's model of mentalization (Fonagy et al. 2002) was originally developed to explain early abuse or neglect but, given the ambition of the mentalizing model, (see below), its explanatory potential is not limited to overt early trauma. In an attempt to explain dissociation in the absence of discernible early trauma, Fonagy (1999) focuses on the mechanism by which dissociative defences can be directly transmitted from caregiver to offspring. This model expands on Winnicott's views on the risk of the parent mirroring his or her own mental state to the infant, resulting in the absorption of the parent's self-structure by the infant's self-representation. This can include the parent's dissociative defence. Fonagy explains that this process differs from identification in that a space is created in the infant's mind in which traumatic content can be directly transmitted. This model can be applied to both historical and familial trauma depending on the content that has become dissociated.


Mechanisms of transmission - Attachment trauma

An understanding of how attachment trauma is transmitted from parent to infant arguably dates back to the work of Sandor Ferenczi. Ferenczi's (1949) theorised the installation of an "alien transplant" in the psyche of the child when "adult passions" (particularly around sexuality and aggression) breached the "tenderness" of the child. The parent's own denied traumas would find a way in the child's psyche that would introject the childhood guilt of the adult aggressor, leading to a chronic sense of feeling bad and unworthy.

There have been numerous recent contributions from the relational perspective (particularly American intersubjective and relational psychoanalysis). Brothers (2008) and Storolow (2007) emphasise that trauma shatters familiarity and leads to a loss of meaning and loss of a coherent and recognisable sense of self. Brothers argued that trauma destroys what she calls Systemic Emergent Certainties (SEC) which are replaced by "trauma generated certitudes". The latter rely on dissociation to exclude affecting knowledge and experience which threatens to disrupt the continuity of the traumatised self. The effect of dissociation is a loss in context sensitivity so that the same expectations come to be generalised across a vast range of situations. The traumatised parent feels under threat from the affective expressions of the infant, because the complexity of these presents a threat to the rigid and simplistic trauma generated certitudes, resulting from the restriction of affective experience by dissociation.

There is probably a general agreement in developmental psychology, intersubjective/ relational psychoanalysis, and British psychoanalysis that the effects of trauma are transmitted through moment to moment exchanges between an infant and his or her primary caregiver, a process which is largely nonverbal. The traumatised parent is unable to offer attunement and affective synchronisation to the infant. Allan Schore has studied this process in depth (Schore 2003a, 2003b).

In a British context, Fonagy's theory of mentalizing (Bateman & Fonagy 2004, 2006, Fonagy et al. 2002) is a useful framework to understand the intergenerational transmission of attachment trauma. It is not the particular early relational templates that are transmitted, but the parent's own mentalizing difficulties that complicate the parent's capacity to hold the child in mind. This process inevitably results in the child's emergent mentalizing capacities being undermined. Additionally, the parent's own split off experiences of trauma become communicated to the child in the form of an installation of an alien self which then needs to be projected in order to restore the coherence of the self.


SOURCE:

Information by the Open University of the UK (accessed 23.10.15)

Tuesday, 20 October 2015

The psychology of realising that you need psychological help




Of the many people with mental health problems who would likely benefit from psychological help, only a fraction actually find themselves face to face with a clinical psychologist or other kind of psychotherapist. There are of course practical reasons for this, including demand outstripping supply, but in many cases it also has to do with the perspective of the person who has the psychological difficulties. For example, a European survey published in 2009 found that of nearly 9000 people who showed evidence of clinically significant depression or anxiety, only a third thought that mental health services could help them.

A new study published in Clinical Psychology & Psychotherapy has lifted the lid on the psychological processes people go through in deciding that psychotherapy could be beneficial and arranging to begin treatment. Katherine Elliott and her colleagues assessed 155 people who'd made initial contact with psychological services at a university training clinic, including asking them how long they'd had their current mental health problems, how long it took them to decide that psychotherapy could help, how long they took to decide to seek therapy, and how long to arrange therapy. The participants were also followed up after their third therapy session and then again after they'd finished treatment.

The participants had had their current problems – mostly anxiety- or depression-related, but also including things like anger management and sexual problems – for an average of 10.5 years. They described the most difficult step towards starting treatment as deciding that psychotherapy might be beneficial. Once they realised they had a problem, it took the participants an average of four months to decide that psychotherapy might help (though this includes over 40 per cent who said it took a year or more to come to this realisation and 16 per cent who decided right away).

Once the potential benefits of psychotherapy were realised, each subsequent step became progressively quicker and easier. Deciding to actually go ahead and seek help took an average of a further month, and after that most participants said they took just a few weeks to make an appointment. However, it's striking that a quarter of the sample then failed to attend their first appointment.

Of the participants who did begin therapy, those who found deciding and arranging to start therapy more difficult also tended to expect the therapeutic process itself to be more difficult. Given that past research has shown people's expectations about therapy tend to correlate with the success of therapy, this sounds worrying. But actually this study found that expectations were not related to the participants' levels of commitment – a key factor in successful psychotherapy – once they had started their treatment (unfortunately there is no data on the actual outcomes of therapy).

This is a tricky topic to study: after all, we only have data here on people who made initial contact with psychological services so we've learned nothing about people with mental health difficulties who don't seek help. And we also don't know why a sizeable minority of the participants failed to begin therapy. That said, there are some useful insights here. In particular, the researchers said their results showed the most challenging and time-consuming aspects in seeking psychological help are often realising that one has a problem, and recognising that psychotherapy could be beneficial. Of course psychotherapy isn't for everyone. But spreading accessible information about mental health symptoms, and what psychotherapy entails and its potential benefits, could help a greater proportion of distressed people get the help they need.

_________________________________ 
SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2015/10/the-psychology-of-realising-that-you.html?utm_source=BPS_Lyris_email&utm_medium=email&utm_campaign=%5Brd%5D+%3D?UTF-8?B?VGhlIExhdGVzdCBQc3ljaG9sb2d5IFJlc2VhcmNoIA%3D%3D?%3D+%3D?UTF-8?B?4oCTwqBEaWdlc3RlZA%3D%3D?%3D(accessed 20.10.15)


Elliott, K., Westmacott, R., Hunsley, J., Rumstein-McKean, O., & Best, M. (2015). The Process of Seeking Psychotherapy and Its Impact on Therapy Expectations and Experiences Clinical Psychology & Psychotherapy, 22 (5), 399-408 DOI: 10.1002/cpp.1900


Friday, 16 October 2015

Η εισβολή των ΜΜΕ στον κόσμο των παιδιών μας. Ευθύνες και τρόποι αντιμετώπισης.


Γράφει η Ίντα Ελιάου,

Συμβουλευτική Ψυχολόγος (BSc, MSc, PGDip.,MA)



Προβληματιζόμαστε, ανησυχούμε, αγχωνόμαστε αλλά και κατακρίνουμε τα παιδιά μας για την προτίμησή τους για τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ) και συγκεκριμένα της τηλεόρασης και του διαδικτύου, αδυνατώντας να αναγνωρίσουμε τη δική μας εξάρτηση από αυτά τα μέσα ή τουλάχιστον από κάποια από αυτά.

Το 2007 πραγματοποιήθηκε η «Εθνική Έρευνα για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης» τα αποτελέσματά της οποίας έδειξαν πως σχεδόν το 79% των ερωτηθέντων χρησιμοποιούν καθημερινά την τηλεόραση. Μάλιστα, οι περισσότεροι βλέπουν 2-3 ώρες τηλεόραση την ημέρα και επιπλέον, ώρες που τα παιδιά είναι στο σπίτι. Όσον αφορά τα ίδια τα παιδιά, έρευνα της ΄Β παιδιατρικής κλινικής του νοσοκομείου παίδων Αγλαΐα Κυριακού, έδειξε πως 3 στα 5 παιδιά αφιερώνουν τουλάχιστον 2ώρες ημερησίως στη TV, όταν για άλλες δραστηριότητες αφιερώνουν 7 ώρες τη βδομάδα!

Τα παιδιά λοιπόν, αφιερώνουν πολύ χρόνο μπροστά στην τηλεόραση και οι αιτίες για αυτό είναι πολλές. Αρχικά, επηρεάζει ο χρόνος που βλέπουμε εμείς οι ίδιοι τηλεόραση, και μάλιστα τις ώρες που τα παιδιά μας είναι σπίτι. Η διάλυση της γειτονιάς, οι πολυάσχολοι γονείς, κρίση στην παιδεία, στοχοποίηση σε παθολογία μαθητών παρά σε μη ρεαλιστικές προσδοκίες όλης της κοινωνίας, οι περιορισμένες υποδομές, κ.α. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σήμερα διαπαιδαγωγούνται πια όχι μόνο από την οικογένεια και το σχολείο αλλά και την TV και το διαδίκτυο.

Συγκεκριμένα για τα παιδιά, η μεγάλη σε χρόνο παρακολούθηση της τηλεόρασης μπορεί να δίνει ερεθίσματα για γενικές γνώσεις και για ενημέρωση, δεν βοηθά όμως στην αναγνωστική ευχέρεια, στην εκφραστική ικανότητα, στην ποιότητα του λεξιλογίου, στο γράψιμο και στην αριθμητική (Kaiser Family Foundation, 1999). Φυσικά, ο βαθμός επίδρασης της τηλεθέασης στη σχολική επίδοση των μαθητών εξαρτάται από το εάν υπάρχει ανεξέλεγκτη τηλεθέαση σε ώρες και σε περιεχόμενο, εάν η τηλεθέαση είναι συμπλήρωμα άλλων δραστηριοτήτων, εάν υπάρχει διάλογος και συζήτηση μεταξύ γονέων και παιδιών για το περιεχόμενο των τηλεοπτικών μηνυμάτων και εάν υπάρχουν εναλλακτικές πηγές απόκτησης γνώσεων.

Η διαφορά στην τηλεθέαση από παιδιά και ενήλικες έγκειται στο ότι οι ενήλικες έχουν ολοκληρώσει τη πνευματική, συναισθηματική, σωματική, κοινωνική, ηθική ανάπτυξη, καθώς και την κριτική τους σκέψη και έτσι επιλέγουν συνειδητά τι θα δουν και γιατί. Σε αντίθεση με τους ενήλικες, τα παιδιά συνεχώς μαθαίνουν (Allen, R., 1992; Comstock, G.,1982) και ιδιαίτερα από τους γονείς οι οποίοι αποτελούν πρότυπα προς μίμηση για αυτά. Τα παιδιά δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την κριτική τους αντίληψη για να μπορούν να διαχωρίσουν τι είναι καλό και τι κακό. Μαθαίνουν λοιπόν σύμφωνα με το μοντέλο του Bandura, μέσα από την παρατήρηση. Πολύ απλά, τα παιδιά μαθαίνουν από τους γονείς. Οι γονείς αποτελούν πρότυπα και οι πράξεις τους πράξεις προς μίμηση.

Ο Πάνος Τσιγκαρίδης, (Γενικός Γραμματέας Νέας Γενιάς) στην εφ. Τα Νέα, σχολιάζει πως <<ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις του περιεχομένου της τηλεθέασης στα παιδιά, το γεγονός είναι ότι η TV κλέβει το χρόνο των παιδιών. Έτσι, μειώνεται το παιχνίδι τους, ενισχύεται η αδιαφορία για το διάβασμα γενικά, χάνεται η περιέργειά τους, αποφεύγεται η αθλητική δραστηριότητα η οποία αποτελεί δραστηριότητα μείζονος σημασίας για ένα αναπτυσσόμενο παιδί>>.

Σε αυτήν την ενασχόληση των παιδιών με την τηλεόραση, έρχεται να προστεθεί και η ενασχόλησή με το διαδίκτυο είτε αυτό επιτυγχάνεται μέσα από το κινητό τηλέφωνο, είτε από υπολογιστή. Έρευνες έχουν δείξει πως πάνω από το 85% των παιδιών άνω των 12 ετών μπαίνει καθημερινά στο διαδίκτυο, (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 2008 και Μη Κυβερνητική Οργάνωση ΝΕΟΙ, 2010). Οι κύριες ενασχολήσεις των παιδιών στο διαδίκτυο είναι τα διαδικτυακά παιχνίδια, οι ιστότοποι ανταλλαγής απόψεων (blogs, forums), και οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης (facebook, MySpace, twitter).

Σύμφωνα με τα λεγόμενα των παιδιών, το διαδίκτυο σε όλες τις μορφές του τους προσφέρει μια διέξοδο από την πιεστική και αγχώδη καθημερινότητα και μια ευκαιρία να κοινωνικοποιηθούν χωρίς όμως να κινδυνεύουν από την απόρριψη, πιθανότητα υπαρκτή μέσα σε ένα αθλητικό πλαίσιο. Στο διαδίκτυο τα πάντα είναι δυνατά αλλά και απρόσωπα. Οι χρήστες αναδομούν την αυτοεκτίμησή τους μέσα από επιφανειακές, ουτοπικές, στιγμιαίες, σχέσεις οι οποίες δημιουργούνται, μεταλλάσσονται και διαγράφονται με ένα απλό 'κλικ'. Μάλιστα ο «άλλος» στο διαδίκτυο ανάγεται σε μορφή ιδεατή καθώς πρόκειται για πρόσωπο που ο ίδιος ο χρήστης κατασκευάζει προβάλλοντας επάνω του τις επιθυμίες του, τις ελλείψεις του, τις προσδοκίες και τις φαντασιώσεις του. Και όλα αυτά, σε πλήρη αντίθεση, με την επικοινωνία και τις σχέσεις στην πραγματική ζωή όπως στο προαύλιο ή τον αθλητικό χώρο, όπου οι σχέσεις απαιτούν διαπραγμάτευση, ρίσκο, υπομονή, επένδυση χρόνου και συναισθήματος. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στην ζωή και τη διαδικτυακή πραγματικότητα που οδηγεί τους πολύωρους χρήστες να βυθίζονται στην επίπλαστη κατάσταση των διαδικτυακών κοινοτήτων.

Το διαδίκτυο λοιπόν, όπως κάθε σύγχρονη τεχνολογία, μπορεί να έχει αρνητική επιρροή, αν δεν έχει σωστή χρήση. Μπορεί να φέρει εθισμό, να καταλήξει σε αποδοχή διαδικτυακού εκφοβισμού, να βλάψει τις μαθησιακές, νοητικές, κοινωνικές ικανότητες και την διαπροσωπική επικοινωνία ενός παιδιού. Να εισβάλει, να λεηλατήσει και σταδιακά να αντικαταστήσει την καθημερινότητά του παιδιού αφού αποτελεί ένα εύκολο σωσίβιο, ένα “εικονικό καταφύγιο” μέσα στο οποίο αρχικά κρύβεται και στη συνέχεια βολεύεται και ξεχνιέται το παιδί. (Τσιάντης, 2011).

Παρόλο αυτά, η επαφή των παιδιών με το διαδίκτυο, και η επίδρασή του διαδικτύου στη σχέση τους με τη μάθηση, την πληροφόρηση, την ψυχαγωγία και την επικοινωνία είναι καταλυτική (Τσιάντης, 2011). Το διαδίκτυο είναι ένας «επιταχυντής» γνώσης ο οποίος μαθαίνει στο παιδί να ερευνά, να αξιολογεί πληροφορίες, να ιεραρχεί, να εντοπίζει αυτό που του είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον. Το διαδίκτυο ψυχαγωγεί το παιδί ενώ παράλληλα του προσφέρει τη δυνατότητα να αυτενεργεί, να έχει τη δική του παρουσία και ταυτότητα, με τους όρους που καθορίζει αυτό.

Ενήλικες λοιπόν και παιδιά πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τα ποικίλα τεχνολογικά ‘εργαλεία’ της εποχής μας είτε πρόκειται για την τηλεόραση ή το διαδίκτυο. Οι γονείς συγκεκριμένα, οφείλουν περνούν χρόνο με τα παιδιά τους, όπως επίσης, να μεριμνούν ώστε τα παιδιά τους να έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε ποικίλες δραστηριότητες εκτός σπιτιού και παράλληλα να μπορούν να κάνουν οριοθετημένη και ασφαλή χρήση της τεχνολογίας σε κάθε της μορφή.

Σχετικά το διαδίκτυο, οι γονείς θα πρέπει να κρατούν τον υπολογιστή σε κοινόχρηστο χώρο και να θέτουν αυστηρά όρια ως προς τη χρήση του. Επίσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να επιβλέπουν και να γνωρίζουν το πώς επικοινωνεί το παιδί τους, ώστε να το συμβουλεύουν ανάλογα. Θα πρέπει να επαγρυπνούν και να εκπαιδεύουν ορθά τα παιδιά ώστε η πλοήγηση στο διαδίκτυο να γίνεται με ασφάλεια τόσο ως προς το περιεχόμενο στο οποίο έχουν πρόσβαση όσο και σε σχέση με τα προσωπικά τους δεδομένα, τους ανθρώπους που γνωρίζουν διαδικτυακά, τις διαδικτυακές απάτες. Πάνω απ’ όλα όμως, θα πρέπει να εκπαιδεύονται οι ίδιοι και να είναι ενήμεροι για τη σωστή και ασφαλή χρήση του διαδικτύου.

Σχετικά με την τηλεόραση, οι γονείς θα πρέπει να προωθούν τα παιδιά στο να αθλούνται συστηματικά, να παίζουν, να συναναστρέφονται με φίλους και συμμαθητές, να δοκιμάζουν ποικίλες δραστηριότητες εκτός σπιτιού. Κυρίως όμως θα πρέπει οι ίδιοι οι γονείς να αθλούνται και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες εκτός σπιτιού καθώς αποτελούν πρότυπα προς μίμηση. Οι γονείς οφείλουν να προωθούν τα παιδιά στη χρήση εξωσχολικών βιβλίων, μυθιστορημάτων, λογοτεχνικών κειμένων κ.λπ., σε επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, θέατρα κ.λπ. Παράλληλα, θα πρέπει να παρακολουθούν την ποιότητα των προγραμμάτων της τηλεόρασης που βλέπουν τα παιδιά και να μην επιτρέπουν στα παιδιά πάνω από 2 ώρες την ημέρα θέασης ακόμα και κατάλληλων προγραμμάτων. Παιδιά μικρότερα των 2 ετών θα πρέπει να αποθαρρύνονται να βλέπουν τηλεόραση έστω και στο ελάχιστο, ενώ δεν θα πρέπει να υπάρχει τηλεόραση σε κανένα παιδικό δωμάτιο. Οι γονείς θα πρέπει να βλέπουν μαζί με τα παιδιά το περιεχόμενο κάθε ταινίας, να το σχολιάζουν. Θα πρέπει να κλείνουν την τηλεόραση κατά τη διάρκεια του φαγητού ώστε να υποστηρίζεται η επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οικογένειας. Αλλά και οι ίδιοι οι γονείς θα πρέπει να βλέπουν λιγότερη τηλεόραση και έτσι να δίνουν το κατάλληλο παράδειγμα στα παιδιά τους, (Αμερικανική Εταιρεία Ιατρικής, 1996). Τέλος, γονείς και εκπαιδευτικοί οφείλουν να συνεργάζονται και να έχουν κοινή πολιτική. Θα πρέπει να αποτελούν μια ομάδα που έχει θετική στάση απέναντι στην εκπαιδευτική τεχνολογία, που είναι σύμφωνη σε κοινούς, καθημερινούς, απλούς και πραγματοποιήσιμους κανόνες συμπεριφοράς, ώστε να ενισχυθεί η έννοια της τηλεοπτικής υγιεινής, ενώ παράλληλα να ενισχύεται η εκμάθηση παραδοσιακών παιχνιδιών (τζαμί, κρυφτό, κυνηγητό κ.α.).

Υγεία λοιπόν, δε σημαίνει να διαγράφουμε ότι μας φαίνεται απειλητικό όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση την τεχνολογία, αλλά να την κατανοούμε και να την οριοθετούμε σωστά ώστε να επιτυγχάνεται η ισορροπία. Η πολυπόθητη ισορροπία της υγιούς ενασχόλησης των παιδιών μας με την τεχνολογία και η παράλληλη εμπειρική μάθηση από δραστηριότητες εκτός σπιτιού.

ΠΗΓΗ:

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, ‘Καστοριανή Εστία’, 08.10.15, Αριθμός Φύλλου: 728, σελ.8-9.



Thursday, 15 October 2015

Types of intergenerational trauma



Intergenerational or trans-generational trauma has complex and multi-layered historical causes that commonly stretch from social conditions to the most intimate attachment relationships. Often there is an interplay between each of these levels and people seeking psychotherapy may be suffering from just one or all levels.


Historical trauma

Definition

Historical trauma or historical grief is a relatively new term which originated in the mid-1990's with the work of Dr Maria Brave Heart (Brave Heart 1998, 1999a, 1999b, Brave Heart & DeBruyn 1998, Brave Heart-Jordan & DeBruyn 1995) on trauma in Native Americans. This outer layer of intergenerational trauma refers to a massive cumulative rupture inflicted upon the community through, for example, slavery, holocaust, war, genocide, ethnic cleansing, forced acculturation, or repressive regimes. Populations that have been affected by historical trauma include African Americans and Afro-Caribbeans, First Nations people, Indigenous Australians, and families impacted by the Holocaust - to name just a few. Recent research studies in this area have involved Indian residential schools (Bombay et al. 2013), the offspring of former Burundian child soldiers (Song & de Jon 2014), the children of Cambodian parents affected by the Khmer Rouge regime of 1975 to 1979 (Field & Sochanvimean 2014), Cosovan families (Schik et al. 2014), and young second generation Latino immigrants (Phipps & Degges-White 2014).


Examples in specific communities

Descendants of afro-caribbean enslaved peoples

Dr Aileen Alleyne (2004, 2005) focuses on historical trauma and its interrelation with current conditions on trauma survivors and economic migrants. Her work focuses on the "enemy within", the internalised oppressor. She clarifies that the internalised oppressor is part of the ego structure and therefore different from internalised oppression. She describes the internal oppressor as the agent of a developmental arrest that prioritises a dysfunctional relationship between black and white, at the expense of self-development. A split in the ego arises which necessitates the projection of self-hatred and shame and hatred/denigration of the white other.

Joy Angela LeGruy coined the term Post Traumatic Slave Syndrome to describe residual impacts of generations of slavery. This concept combines theories of multigenerational trauma together with continued oppression leading to the absence of opportunity to heal or access the benefits available in the society.

Omar Reid, Sekou Mims and Larry Higginbottom co- authored the book, Post Traumatic Slavery Disorder: Definition, Diagnosis and Treatment propose that the descendants of African slaves endure a direct relationship with post-traumatic stress disorder (PTSlaveryD), thus negatively affecting them in a variety of ways from drug abuse, broken families, crime and low educational attainment to an inability to reverse poverty, achieve unity and build strong Black-owned institutions.

Descendents of Jewish holocaust survivors

The first therapeutic studies on historical trauma originated from a psychoanalytic tradition in the 1960s. One of the first investigators of the effects of the Holocaust was Judith Kesteneberg, a prominent member of a group of psychoanalysts whose work was published in Generations of the Holocaust by Bergmann and Jucovy (1982). Kestenberg's work focused both on child survivors of the Holocaust, as well as children of the survivors (1980, 1982). She was particularly interested in the way that survivors experienced a collapse of time between the generations. Similar views were expressed by Haydee Freyberg (1980) a little later, whereas Ilse Grubrich-Simitis (1984), working with children of Holocaust survivors investigated the loss of symbolic thinking as a result of trauma.

Natan Kellerman, an Israeli Psychologist, conducted a literature review (2001) on psychopathology in children of Holocaust survivors and concluded that non-clinical populations did not show any significant signs of psychopathology more than other populations. However, clinical populations appeared to conform to "a particular psychological profile which included difficulties in separation and individuation, a vulnerability to post traumatic stress disorder and a contradictory mix of resilience and vulnerability when confronted with stressors". Given that there is ambiguity about the extent of traumatisation in first, second and third generation individuals, his research advocates for a move away from epidemiology to the study of the way that trauma is experienced by those parts of the population that are affected.

Descendents of native American genocide

Dr Maria Brave Heart (Brave Heart 1998, 1999a, 1999b, Brave Heart & DeBruyn 1998, Brave Heart-Jordan & DeBruyn 1995) is the leading figure in historical trauma among Native Americans. Her research focuses on the Lakota and the cumulative trauma of events starting at least from the Wounded Knee Massacre in 1890. She uses a "Holocaust model" model of research given that individuals display similar psychopathology as Holocaust survivors and their offspring (for example depression, alcohol abuse, suicidality and physical health problems.

Aboriginal Australians genocide

Atkinson et al. (2010) have investigated the cultural transmission and normalisation of historical trauma. They have linked these process with what Memmott et al. (2001) has termed "dysfunctional community syndrome": There is an exponential increase in both the instances of violent behaviour and its intensity in each generation, identifying, for example pack rape committed by children as young as 10 years old.


Perpetrators

The intergenerational transmission of trauma is not limited to victims. Mitscherlich and Mitscherlich (1975) discuss the German people's shame at their complicity in the Holocaust and the shared defence against identification and association with the Third Reich. Volkan (1998) wrote about the silence and speechlessness of Germans and inability to speak of their shame and guilt given that they were the "victimiser group". This process impedes the differentiation of contemporary Germany from Nazi Germany.


Familial trauma

Definition

Familial or societal trauma represents trauma that has occurred within the family such as the death of child, parent or grandparent, other loss or separation, or sexual abuse. The resulting changes in the family's structures in the aftermath of trauma can be understood by using Bion's work on groups (Berger 2014). Families are "working groups" whose function is "procreative, protective, nurturant, and educative" (Berger 2014, p.170). In the aftermath of trauma, boundaries, authority structures, and roles can change markedly as a result of a perpetual unconscious anxiety regarding the threat of exposure, amongst other factors. The family becomes "basic assumption group" (Bion 1960).

The phenomenology of these changes is varied. The development of family secrets is a common occurrence. Secrets can be particularly destructive, especially when they occur between parents and children resulting, for example, in parents increasing physical distance from children in order to preserve secrecy (Dyregrov 2014). Another result of familial trauma is the change in family members' roles, particularly the well-known phenomenon of parentification (Chase 1999). This is likely to happen when a parent becomes unable to care psychologically and emotionally for the children, and one of the children fills the vacant role. Unusual rules or rituals are also common to defend against the pain or shame of the truth.

However, the unconscious effects of familial trauma on children are also of importance, but sadly harder to detect. Coles (2011) offers a number of illuminating clinical examples demonstrating how clients can relate in ways that have been affected by familial trauma of which the clients may know little about initially. The internal object relation representing the familial trauma is likely to be enacted by the therapeutic couple with participants unconsciously adopting a number of roles at different times.



Attachment trauma


Definition

Disorganized infant attachment is a second-generation effect of unresolved loss or trauma in the parent (Main and Hesse 1990). Clara Mucci (2013), for example, divides attachment trauma into two categories. The is first explored by Allan Schore (2011) who describes the lack of synchronised exchanges between primary caregiver and infant due to the parent's difficulty attuning to the infant. The second, and more severe type, is due to significant neglect or abuse (psychological, physical, or sexual), with incest being the worst predictor of later psychopathology in the child.

Peter Fonagy and colleagues (Fonagy et al. 2002) write about the lack of "contingent" and/or "marked" mirroring by the parent, which can create difficulties in the child's perception of reality: The child and later adult regresses to the employment of primitive modes of thinking which affect his or her capacity to understand his or her own and others' minds and therefore the capacity for affect regulation. As a result of attachment trauma, entire worlds of affective experience become foreclosed for the child, as affects are not seen as signals, but as threats of becoming overwhelmed (Stolorow 2007). Both Bromberg (2006) and Brothers (2008), writing from an American relational perspective, stress the disruption in the child's sense of self-continuity and the use of dissociation as a strategy for restoring a sense of self.


SOURCE:
Information by The Open Univeristy, UK. (accessed 15.10.15)


Wednesday, 14 October 2015

Χημικοί διακόπτες στο DNA δείχνουν να συνδέονται με την ομοφυλοφιλία

Η επιγενετική θεωρία συνδέει την ομοφιλοφιλία στους άνδρες με γενετικούς χημικούς διακόπτες


Η ομοφυλοφιλία πιστεύεται ότι οφείλεται σε γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες

Έρευνα σε ζευγάρια διδύμων στις ΗΠΑ δείχνει να επιβεβαιώνει προηγούμενες ενδείξεις για σύνδεση της ομοφυλοφιλίας στους άνδρες με χημικούς διακόπτες στο DNA. Σε αντίθεση όμως με ό,τι γράφουν την Παρασκευή πολλά ΜΜΕ, η μελέτη δεν προσφέρει κάποιο «γενετικό γκέι τεστ».

Παρόλο που επιστημονική έρευνα στα αίτια της ομοφυλοφιλίας είναι πολιτικά φορτισμένη, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν συγκεντρωθεί αρκετές ενδείξεις για το ρόλο των γονιδίων. Μεγάλες μελέτες έχουν δείξει για παράδειγμα ότι ο ομοζυγωτικός δίδυμος ενός γκέι άνδρα έχει πιθανότητα 20 έως 50 τοις εκατό να είναι και ο ίδιος ομοφυλόφιλος.

Αυτό δείχνει ότι η ομοφυλοφιλία οφείλεται και σε γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα η ανατροφή ή ακόμα και το χημικό περιβάλλον της μήτρας.

Αν και ορισμένες μελέτες συνδέουν την ομοφυλοφιλία με συγκεκριμένες περιοχές του χρωμοσώματος Χ, ένα εύρημα που είχε προκαλέσει σάλο το 1993, η αλήθεια είναι ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν αναγνωριστεί συγκεκριμένα «γκέι γονίδια».

Μεθυλίωση

Η νέα μελέτη δίνει μια εικόνα για το πού μπορεί να οφείλεται αυτή η αδυναμία εντοπισμού συγκεκριμένων γονιδίων. Προτείνει την ιδέα ότι η ομοφυλοφιλία, τουλάχιστον στους άνδρες, σχετίζεται όχι με την ίδια την αλληλουχία των γονιδίων, αλλά με τους λεγόμενους «επιγενετικούς παράγοντες».

Οι παράγοντες αυτοί αφορούν τη χημική τροποποίηση του DNA με την προσθήκη μεθυλομάδων σε συγκεκριμένες θέσεις. Οι μεθυλομάδες αυτές μπορούν να ρυθμίζουν τη λειτουργία γονιδίων που βρίσκονται σε γειτονικές περιοχές.

Η πρώτη μελέτη που συνέδεε την ομοφυλοφιλία με τη μεθυλίωση του DNA δημοσιεύτηκε το 2012. Η νέα έρευνα επιβεβαιώνει τα ευρήματα σε ένα σχετικά μικρό δείγμα, 47 ζευγάρια ομοζυγωτικών δίδυμων ανδρών: 37 ζευγάρια γκέι αδελφών και 10 ζευγάρια στα οποία μόνο ο ένας ήταν γκέι.

Η ανάλυση αποκάλυψε πέντε περιοχές του γονιδιώματος στις οποίες τα μοτίβα μεθυλίωσης συνδέονται με την πιθανότητα να είναι κανείς ομοφυλόφιλος, ανέφεραν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα, παρουσιάζοντας τη μελέτη στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Ανθρώπινης Γενετικής. Τα γονίδια σε αυτές τις περιοχές έχουν μια πληθώρα διαφορετικών και φαινομενικά άσχετων λειτουργιών, οι οποίες αφορούν για παράδειγμα το ανοσοποιητικό και το νευρικό σύστημα.

Γκέι τεστ;

Τα ευρήματα επέτρεψαν στους ερευνητές να προβλέψουν με ακρίβεια 70% το σεξουαλικό προσανατολισμό στην ομάδα των διδύμων που είχαν διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις. Όπως όμως επισημαίνει ο δικτυακός τόπος του Science, η προβλεπτική αυτή ικανότητα αφορά μόνο το συγκεκριμένο δείγμα και όχι τον γενικό πληθυσμό. Επομένωςδελτίου Τύπου που εξέδωσε για τη μελέτη η Αμερικανική Εταιρεία Ανθρώπινης Γενετικής, το οποίο κάνει λόγο για πρόβλεψη του σεξουαλικού προσανατολισμού στους άνδρες γενικά, είναι μάλλον παραπλανητικός.

Εφόσον τα ευρήματα της μελέτης επιβεβαιωθούν σε μεγαλύτερα δείγματα εθελοντών, το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιοι παράγοντες αλλάζουν τα επίπεδα μεθυλίωσης, σε βαθμό που να διαφέρουν ακόμα και μεταξύ ομοζυγωτικών διδύμων.

Οι παράγοντες μπορούν που μπορούν να επηρεάζουν τους επιγενετικούς διακόπτες παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Σε γενικές γραμμές, οι μεθυλομάδες διαγράφονται από τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια, έτσι ώστε κάθε παιδί να μπορεί να κάνει μια «νέα αρχή». Ορισμένες όμως ενδέχεται να διατηρούνται, και να επηρεάζουν έτσι τις επόμενες γενιές.

Τα μοτίβα μεθυλίωσης μπορεί επίσης να επηρεάζονται από περιβαλλοντικούς παράγοντες που επιδρούν ήδη από την εμβρυακή ζωή και επηρεάζουν ενδεχομένως την αντίδραση του εγκεφάλου στην ορμόνη τεστοστερόνη, όπως υποψιάζονται ορισμένοι ερευνητές.

Η εικόνα μόνο καθαρή δεν είναι. Τουλάχιστον όμως η θεωρία των επιγενετικών τροποποιήσεων δείχνει προσφέρει να έναν τρόπο σύνδεσης ανάμεσα στους γενετικούς και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που προκαλούν την ομοφυλοφιλία.

Οι έρευνες σίγουρα θα συνεχιστούν, έστω κι αν παραμένουν συναισθηματικά και πολιτικά φορτισμένες: όπως αποκαλύπτει το περιοδικό New Scientist, ένα από τα μέλη της ερευνητικής ομάδας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, ο δρ Τακ Νγκαν, παραιτήθηκε την περασμένη εβδομάδα ανησυχώντας για το ενδεχόμενο «κατάχρησης» των ευρημάτων της μελέτης για την αναγνώριση και την στοχοποίηση των ομοφυλόφιλων.

ΠΗΓΗ:
http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=744583(accessed 14.10.15)


Ψηφιακή αμνησία από τη χρήση των smartphones





Η εξάρτησή μας από έξυπνα κινητά, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ταμπλέτες εξασθενίζει τη μνήμη, σύμφωνα με έρευνα που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Πολλοί δεν αποστηθίζουν πλέον την παραμικρή πληροφορία, καθώς είναι πολύ εύκολο να τη βρουν σε κάποια από τις ηλεκτρονικές τους συσκευές. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί ενήλικοι μπορούν να θυμηθούν αριθμούς τηλεφώνων από τα παιδικά τους χρόνια, αλλά αδυνατούν να θυμηθούν το τηλέφωνο εργασίας τους ή τους αριθμούς τηλεφώνου των οικείων τους. Η Μαρία Ουίμπερ, του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, υποστηρίζει ότι η τάση που έχουμε να βασιζόμαστε στις ηλεκτρονικές μας συσκευές «αποτρέπει τη δημιουργία μακροχρόνιων αναμνήσεων».

Η μελέτη, για την οποία αναλύθηκαν οι συνήθειες απομνημόνευσης και ανάκλησης στη μνήμη 6 χιλιάδων ενηλίκων από Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο, υποδεικνύει ότι περισσότερο από το ένα τρίτο των συμμετεχόντων στρέφεται στις ηλεκτρονικές συσκευές προκειμένου να ανακαλέσει στη μνήμη κάποια στοιχεία.

«Ο εγκέφαλός μας ενισχύει μια ανάμνηση κάθε φορά που την ανακαλεί στη μνήμη, ενώ ταυτόχρονα σβήνει από τη μνήμη τις άσχετες αναμνήσεις», εξηγεί η δρ Ουίμπερ. «Αντιθέτως, η παθητική επανάληψη κάποιας πληροφορίας, όπως συμβαίνει όταν τη βρίσκουμε ξανά και ξανά στο Ιντερνετ, δεν δημιουργεί μία σταθερή ανάμνηση με διάρκεια κατά τον ίδιο τρόπο».

Η μελέτη, που εκπονήθηκε από την εταιρεία διαδικτυακής ασφάλειας Kaspersky Lab, υποδεικνύει ότι ο περισσότερος κόσμος χρησιμοποιεί τις ηλεκτρονικές συσκευές σαν να είναι «επέκταση του εγκεφάλου του». Επίσης, οι ειδικοί επισημαίνουν την ύπαρξη της λεγόμενης «ψηφιακής αμνησίας», όταν τείνουμε να ξεχνούμε σημαντικά πράγματα διατηρώντας την εντύπωση ότι μπορούμε να τα ξαναβρούμε εύκολα χρησιμοποιώντας κάποια ψηφιακή συσκευή, ενώ, ταυτόχρονα, υπάρχει μία τάση να κρατούμε τις προσωπικές μας αναμνήσεις σε ψηφιακή μορφή. Φωτογραφίες, παραδείγματος χάρη, παραμένουν στο κινητό τηλέφωνο με κίνδυνο να χαθούν αν το κινητό χαθεί ή κλαπεί. Τέλος, η διαρκής καταγραφή πληροφοριών, με τις ψηφιακές συσκευές, καθιστά πιο απίθανο να τοποθετηθεί η πληροφορία στη μακροχρόνια μνήμη και ταυτόχρονα αποσπά την προσοχή μας από την ορθή κωδικοποίηση ενός συμβάντος την ώρα που λαμβάνει χώρα.



ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/833946/article/epikairothta/ygeia/yhfiakh-amnhsia-apo-th-xrhsh-twn-smartphones(accessed 14.10.15)

Monday, 5 October 2015

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ : ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗΣ!!!


Καρδιοχειρουργός μιλάει για την απάτη της χοληστερίνης!!!

Ο Δρ Dwight Lundell
στο PreventDisease
Εμείς οι γιατροί με όλη μας την εκπαίδευση , τη γνώση και την εξουσία, αποκτούμε συχνά ένα αρκετά μεγάλο εγώ και είναι δύσκολο να παραδεχτούμε ότι κάναμε λάθος .
Δυστυχώς όμως αυτό συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση.
Δεν σας κρύβω ότι κάναμε λάθος.

Ως χειρουργός καρδιάς με 25 χρόνια εμπειρίας, έχω εκτελέσει πάνω από 5.000 εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς, σήμερα είναι η μέρα μου για να διορθώσω το λάθος με τα ιατρικά και τα επιστημονικά δεδομένα .
Έχω εκπαιδευτεί για πολλά χρόνια με άλλους εξέχοντες γιατρούς με την ένδειξη “διαμορφωτές της κοινής γνώμης”.

“Βομβαρδιζόμαστε με την επιστημονική βιβλιογραφία και συνεχώς με σεμινάρια εκπαίδευσης, εμείς ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης επιμέναμε ότι η καρδιακή νόσος προέκυψε από το απλό γεγονός της αυξημένης χοληστερόλης στο αίμα.

Η μόνη αποδεκτή θεραπεία ήταν η συνταγογράφηση φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερόλης και μια διατροφή με αυστηρούς περιορισμούς σε πρόσληψη λίπους . Με το τελευταίο βέβαια επιμέναμε ότι θα μειώσουμε τη χοληστερόλη και τις καρδιακές παθήσεις. Αποκλίσεις από τις συστάσεις αυτές, θεωρείτο αίρεση και θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε ιατρική αμέλεια.
Δεν λειτουργεί

Οι συστάσεις αυτές δεν είναι πλέον επιστημονικά ή ηθικά δικαιολογημένες.
Η ανακάλυψη πριν από μερικά χρόνια ότι η πραγματική αιτία των καρδιακών παθήσεων, είναι η φλεγμονή στο τοίχωμα της αρτηρίας σιγά-σιγά οδηγεί σε μια παραδειγματική στροφή στον τρόπο που θα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι καρδιακές παθήσεις και οι άλλες χρόνιες παθήσεις.

Αυτές οι μακροσκελείς διατροφικές συστάσεις έχουν δημιουργήσει τις επιδημίες της παχυσαρκίας και του διαβήτη , οι συνέπειες των οποίων επισκιάζουν οποιαδήποτε άποψη ιστορικής μάστιγας της θνησιμότητας , του ανθρώπινου πόνου και των ολέθριων οικονομικών συνεπειών.

Παρά το γεγονός ότι το 25 % του πληθυσμού παίρνει ακριβά φάρμακα στατίνης και , παρά το γεγονός ότι έχει μειωθεί η περιεκτικότητα σε λίπος στην διατροφής μας , οι περισσότεροι Αμερικανοί θα πεθάνουν φέτος από καρδιακή νόσο από ό, τι ποτέ πριν.

Στατιστικά στοιχεία από το American Heart Association δείχνουν ότι 75 εκατομμύρια Αμερικανοί υποφέρουν σήμερα από καρδιακή νόσο , 20 εκατομμύρια έχουν διαβήτη και 57 εκατομμύρια έχουν προ-διαβήτη . Αυτές οι διαταραχές επηρεάζουν όλο και νεότερους ανθρώπους σε μεγαλύτερους αριθμούς κάθε χρόνο .

Απλό, χωρίς να υπάρχει φλεγμονή στο σώμα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος η χοληστερόλη να συσσωρευτεί στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων και να προκαλέσει καρδιακή νόσο και εγκεφαλικά επεισόδια .

Χωρίς φλεγμονή , η χοληστερόλη θα κυκλοφορεί ελεύθερα σε όλο το σώμα , όπως στη φύση .
Είναι η φλεγμονή που προκαλεί τη χοληστερόλη να παγιδευτεί

Η φλεγμονή δεν είναι περίπλοκη είναι απλώς η φυσική άμυνα του οργανισμού σας σε ένα ξένο εισβολέα , όπως τα βακτήρια, οι τοξίνες ή οι ιοί .
Ο κύκλος της φλεγμονής είναι ο τέλειος τρόπος που το σώμα, σας προστατεύει από αυτά τα βακτήρια και τους ιούς εισβολείς . Ωστόσο , εάν επί χρόνια εκθέτουμε το σώμα μας σε τοξίνες από τα τρόφιμα, το ανθρώπινο σώμα δεν είχε ποτέ σχεδιαστεί για αυτήν την επεξεργασία και αυτή η κατάσταση που εμφανίζεται ονομάζεται χρόνια φλεγμονή .
Η χρόνια φλεγμονή είναι επιβλαβής, όμως η οξεία φλεγμονή είναι ευεργετική.

Ποιο λογικό άτομο θα εκθέσει τον εαυτό του εσκεμμένα επανειλημμένα σε τρόφιμα ή άλλες ουσίες που είναι γνωστό ότι προκαλούν ζημία στο σώμα ; Λοιπόν , οι καπνιστές ίσως, αλλά τουλάχιστον κάνουν αυτή την επιλογή συνειδητά.

Οι υπόλοιποι από εμάς απλά ακολουθούμε τη συνιστώμενη κύρια διατροφή που είναι χαμηλή σε λιπαρά και υψηλή σε περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λίπη και υδατάνθρακες , μην ξέροντας ότι έτσι ακριβώς προκαλούμε επαναλαμβανόμενες βλάβες στα αιμοφόρα αγγεία μας .

Αυτή η επαναλαμβανόμενη ζημία δημιουργεί χρόνια φλεγμονή οδηγεί σε καρδιακή νόσο , εγκεφαλικό επεισόδιο , διαβήτη καρκίνο και παχυσαρκία.

Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι :

Η ζημία και η φλεγμονή στα αιμοφόρα αγγεία μας, προκαλείται από τη χαμηλή σε λιπαρά δίαιτα που συνιστάται για χρόνια από την επικρατούσα ιατρική .

Ποιοί είναι οι μεγαλύτεροι ένοχοι της χρόνιας φλεγμονής;

Πολύ απλά, είναι η υπερφόρτωση του σώματος μας από απλούς , ιδιαίτερα επεξεργασμένους υδατάνθρακες ( ζάχαρη, αλεύρι και όλα τα προϊόντα που παράγονται από αυτά ) και η υπερβολική κατανάλωση ωμέγα – 6 φυτικά έλαια όπως το σογιέλαιο , αραβοσιτέλαιο και ηλιέλαιο που βρίσκονται σε πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα .
Ας φανταστούμε για μια στιγμή το τρίψιμο με μια σκληρή βούρτσα επανειλημμένα πάνω στο μαλακό δέρμα μέχρι να γίνει αρκετά κόκκινο και σχεδόν να αρχίσει να αιμορραγεί και να το κάνουμε αυτό αρκετές φορές την ημέρα , κάθε μέρα για πέντε χρόνια .

Αν θα μπορούσατε να ανεχτείτε αυτό το επίπονο βούρτσισμα , θα έχετε μια αιμορραγία , πρήξιμο στη μολυσμένη περιοχή που θα γίνετε χειρότερο με κάθε επαναλαμβανόμενη ζημία . Αυτός είναι ένας καλός τρόπος για να απεικονίσουμε τη φλεγμονώδη διαδικασία που θα μπορούσε να συμβαίνει στο σώμα μας αυτή τη στιγμή.

Ανεξάρτητα από το πού λαμβάνει χώρα η φλεγμονώδης διεργασία , εξωτερικά ή εσωτερικά , είναι το ίδιο.

Έχω κοίταξει μέσα σε χιλιάδες και χιλιάδες αρτηρίες .

Μία άρρωστη αρτηρία μοιάζει σαν κάποιος να πήρε μια βούρτσα και να βουρτσίζει επανειλημμένα το τοίχωμά της . Αρκετές φορές την ημέρα , κάθε μέρα , τα τρόφιμα που τρώμε δημιουργούν μικρά τραύματα επιδεινώνοντας τα, με περισσότερους τραυματισμούς , με αποτέλεσμα το σώμα να ανταποκρίνεται συνεχώς και καταλλήλως με φλεγμονή .

Ενώ απολαμβάνετε την αποπλανητική προτίμηση από ένα κομμάτι τούρτας , το σώμα μας ανταποκρίνεται ανησυχητικά σαν ένας ξένος εισβολέας να του κήρυξε τον πολέμο.
Τα τρόφιμα φορτωμένα με ζάχαρη και απλούς υδατάνθρακες που υποβάλλονται σε επεξεργασία με ωμέγα 6 λιπαρά,για για έξι δεκαετίες ήταν ο στυλοβάτης της αμερικανικής διατροφής.

Αυτά τα τρόφιμα μας έχουν σιγά-σιγά δηλητηρίαση όλους .

Πώς μπορεί ένα απλό κομμάτι τούρτας να μας δημιουργήσει ένα καταρράκτη φλεγμονής και να μας κάνει άρρωστους;
Φανταστείτε να χυθεί σιρόπι στο πληκτρολόγιό σας και θα έχετε μια οπτική εικόνα για το τι συμβαίνει στο εσωτερικό του κυττάρου.


Όταν καταναλώνουμε απλούς υδατάνθρακες όπως η ζάχαρη , το σάκχαρο του αίματος αυξάνεται ραγδαία.



Σε απάντηση , το πάγκρεας εκκρίνει ινσουλίνη του οποίου πρωταρχικός σκοπός είναι να οδηγηθεί η ζάχαρη σε κάθε κύτταρο, όπου αποθηκεύεται για ενέργεια .
Εάν το κύτταρο είναι γεμάτο και δεν χρειάζεται γλυκόζη , απορρίπτεται για να αποφευχθεί η επιπλέον ζάχαρη και αυτή γίνεται σιρόπι, κόλλα.

Όταν τα κύτταρα είναι πλήρη και απορρίπτουν την επιπλέον γλυκόζη , οι αυξήσεις του σακχάρου στο αίμα, παράγουν περισσότερη ινσουλίνη και η γλυκόζη μετατρέπεται σε αποθηκευμένο λίπος .

Τι σημαίνουν όλα αυτά και τι έχουν να κάνουν με τη φλεγμονή;

Το σακχάρο στο αίμα ελέγχεται σε ένα πολύ στενό εύρος.

Τα επιπλέον μόρια σακχάρου ενώνονται με μια ποικιλία πρωτεϊνών που με τη σειρά τους τραυματίζουν τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη βλάβη στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων του αίματος πυροδοτεί την φλεγμονή.
Όταν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα σας ανεβαίνουν αρκετές φορές την ημέρα , κάθε μέρα , είναι ακριβώς όπως το να τρίβετε με γυαλόχαρτο το εσωτερικό των ευαίσθητων αιμοφόρων αγγείων σας .

Ενώ μπορεί να μην είστε σε θέση να το δείτε , να είστε σίγουροι ότι έτσι ακριβώς συμβαίνει . Το είδα σε πάνω από 5.000 ασθενείς χειρουργείου σε διάρκεια 25 χρόνων και όλα έχουν ένα κοινό παρονομαστή την φλεγμονή στις αρτηρίες τους .

Ας πάμε πίσω στο κομμάτι της τούρτας.

Αυτό το φαινομενικά αθώο γλύκισμα, δεν περιέχει μόνο σάκχαρα, αλλά ψήνεται με ένα από τα πολλά ωμέγα- 6 λιπαρά φυτικά έλαια, όπως η σόγια.
Τα τσίπς και οι τηγανιτές πατάτες είναι εμποτισμένες με λάδι σόγιας. Τα επεξεργασμένα τρόφιμα παράγονται με ωμέγα – 6 λιπαρά για μεγαλύτερη διάρκεια ζωής . Ενώ τα ωμέγα-6 είναι απαραίτητα και είναι μέρος της κάθε κυτταρικής μεμβράνης για τον έλεγχο του τι συμβαίνει μέσα και έξω από το κύτταρο – πρέπει να είναι στη σωστή ισορροπία με τα ωμέγα-3.

Εάν η ισορροπία διαταράσεται από την κατανάλωση υπερβολικών ωμέγα- 6 λιπαρών, η κυτταρική μεμβράνη παράγει χημικές ουσίες που ονομάζονται κυτοκίνες που προκαλούν άμεσα φλεγμονή .

Η σημερινή κυρίαρχη αμερικανική διατροφή έχει δημιουργήσει μια ακραία ανισορροπία αυτών των δύο λιπαρών . Η αναλογία της ανισορροπίας κυμαίνεται από 15:01 έως και 30:1 υπέρ των ωμέγα- 6 λιπαρών.
Ετσι δημιουργείται ένα τεράστιο ποσό των κυτοκινών που προκαλούν φλεγμονή . Στο σημερινό περιβάλλον των τροφίμων , η αναλογία 3:1 θα είναι ήταν η πιο άριστη και υγιής.

Για να δείτε πόσο χειρότερα είναι τα πράγματα , το υπερβολικό βάρος που δημιουργείται από την κατανάλωση αυτών των τροφίμων δημιουργεί υπερφόρτωση στα λιπώδη κύτταρα που εκκρίνουν μεγάλες ποσότητες από προ- φλεγμονώδεις χημικές ουσίες που χειροτερεύουν τη βλάβη που προκλήθηκε από την απότομη αύξηση του σακχάρου του αίματος . Η διαδικασία που ξεκίνησε με ένα κομμάτι τούρτας μετατρέπεται σε ένα φαύλο κύκλο με την πάροδο του χρόνου που δημιουργεί καρδιακές παθήσεις, υψηλή πίεση αίματος, διαβήτη σκλήρυνση κατά πλάκας και, τέλος , τη νόσο του Αλτσχάιμερ , καθώς η φλεγμονώδης διεργασία συνεχίζεται αμείωτη .

Δεν υπάρχει καμία διαφυγή το γεγονός ότι όσο περισσότερο καταναλώνουμε έτοιμα και επεξεργασμένα τρόφιμα , τόσο περισσότερο η φλεγμονή αυξάνεται λίγο-λίγο κάθε μέρα . Το ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να τα επεξεργαστεί , ούτε είχε σχεδιαστεί για να καταναλώνουμε , τρόφιμα που είναι γεμάτα με τα σάκχαρα και είναι εμποτισμένα με ωμέγα – 6 λιπαρών.

Υπάρχει όμως ένα αντίδοτο για την ύπουλη φλεγμονή , και αυτό είναι να επιστρέψουμε στα τρόφιμα που είναι πιο κοντά στη φυσική τους κατάσταση . Για να χτίσετε μύς , τρώτε περισσότερη πρωτεΐνη .

Επιλέξτε υδατάνθρακες που είναι σύνθετοι , όπως πολύχρωμα φρούτα και λαχανικά . Μειώστε την φλεγμονή με την εξάλειψη των ω – 6 λιπαρών που την προκαλούν, όπως το καλαμποκέλαιο,το σογιέλαιο, τα φυτικά έλαια και τα επεξεργασμένα τρόφιμα που γίνονται από αυτά .

Μία κουταλιά της σούπας λάδι καλαμποκιού περιέχει 7.280 mg ωμέγα 6.

Το λάδι σόγιας περιέχει 6.940 mg . Αντ ‘αυτού, χρησιμοποιήστε ελαιόλαδο ή βούτυρο από ζώα που τρέφονται με χόρτα.

Τα ζωικά λίπη περιέχουν λιγότερο από 20 % ωμέγα 6 και είναι πολύ λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν φλεγμονή από τα δήθεν υγιή φυτικά έλαια, που επισημαίνονται σαν πολυακόρεστα.

Ξεχάστε την «επιστήμη» που σας έχει κάνει το κεφάλι σας τύμπανο για δεκαετίες.

Η επιστήμη ότι τα κορεσμένα λιπαρά προκαλούν από μόνα τους καρδιακές παθήσεις είναι ανύπαρκτη . Η επιστήμη ότι τα κορεσμένα λιπαρά αυξάνουν τη χοληστερόλη του αίματος είναι επίσης πολύ αδύναμη .

Δεδομένου ότι γνωρίζουμε πλέον ότι η χοληστερόλη δεν είναι η αιτία των καρδιακών παθήσεων , η ανησυχία για το κορεσμένο λίπος σήμερα, είναι ακόμη πιο παράλογη .

Η θεωρία της χοληστερόλης οδήγησε στην διατροφή με καθόλου λίπος, προτάσεις με τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά που με τη σειρά του αυτό δημιούργησε τα ίδια τρόφιμα που προκαλούν πλέον μια επιδημία της φλεγμονής.

Η κυρίαρχη ιατρική έκανε ένα τρομερό λάθος όταν συμβούλευε τους ανθρώπους να αποφεύγουν τα κορεσμένα λιπαρά υπέρ των τροφών με υψηλή περιεκτικότητα σε ωμέγα-6 λιπαρά φυτικά έλαια.

Ετσι φτάσαμε να έχουμε τώρα μια επιδημία της αρτηριακής φλεγμονής που οδηγεί σε καρδιακές παθήσεις και άλλους σιωπηλούς δολοφόνους .

Αυτό που μπορείτε να κάνετε, είναι να επιστρέψετε στα ολοκληρωμένα τρόφιμα που σας σέρβιρε η γιαγιά σας και όχι σε αυτά που τα αντικατέστησε η μαμά σας, από τους διαδρόμους των σουπερμάρκετ, τα εντελώς βιομηχανοποιημένα τρόφιμα. Με την εξάλειψη των φλεγμονωδών τροφίμων και προσθέτοντας τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά από φρέσκα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, θα αντιστρέψετε την χρόνια βλάβη στις αρτηρίες σας και σε όλο το σώμα σας από την κατανάλωση της τυπικής αμερικανικής διατροφής.

ΠΗΓΗ:
http://olastifora.gr/archives/10474(accessed 5.10.15)

Σινεμά και Ψυχανάλυση 2015 «Μοιραία Σώματα»


Την πόρτα του ψυχαναλυτή διαβαίνουν διαφορετικοί άνθρωποι για διαφορετικούς λόγους. Το κάθε υποκείμενο είναι μοναδικό, διαφορετικό. Ίδια είναι τα ερωτηματικά που προσπαθεί το καθένα να απαντήσει. «Το υποκείμενο είναι ουσιαστικά αυτή η απάντηση» λέει ο Λακάν. Διαφορετικές, μοναδικές απαντήσεις, λοιπόν, στα αιώνια ερωτήματα: Τι είναι το σώμα; Ποιά είναι η σχέση των φύλων; Τί είναι η επιθυμία και η απόλαυση;
Τόσο διαφορετικές είναι και οι τρεις ταινίες που "ξαπλώνουν" στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι φέτος. Τρεις ιστορίες, σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου, από τρεις δημιουργούς με την ξεχωριστή ματιά του ο καθένας.
Στην ταινία "Hunger" του Steve McQueen, σε μια όχι και τόσο μακρινή ιστορική στιγμή, φυλακισμένοι Ιρλανδοί αφιερώνουν τα σώματα τους στον πολιτικό τους λόγο, μιλούν με αυτά, αρνούμενοι να πλυθούν, να ντυθούν, να φάνε. Αντίθετα, σε μια σκανδιναβική κωμόπολη του σήμερα, ο πρωταγωνιστής του "Κυνηγιού" του Thomas Vinterberg, αδυνατεί να αναγνωριστεί ο λόγος του απέναντι στην κατηγορία ενός παιδιού. Τέλος, κάπου στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, στο "Her " του Spike Joncy, ένας μοναχικός συγγραφέας επιστολών κατά παραγγελία, ερωτεύεται ένα λειτουργικό, ένα πρόγραμμα, μια τεχνητή νοημοσύνη, μια φωνή χωρίς σώμα.
Αυτούς τους πρωταγωνιστές, τις ιστορίες τους, τους δημιουργούς αλλά και το ίδιο το κινηματογραφικό μέσο θα εξετάσουμε φέτος, με τα θεωρητικά εργαλεία του Φρόυντ και του Λακάν, αναζητώντας τις απαντήσεις στα ίδια ερωτηματικά που τίθενται κάθε μέρα στην ψυχαναλυτική κλινική.


Προβολές: Σάββατα και ώρες 14:00-17:30
Κινηματογράφος Ολύμπιον αίθουσα «Παύλος Ζάννας»

Σάββατο 10/10/15: "Her" (2013, Spike Jonze)


Σάββατο 21/11/15: "The Hunt" (2012, Thomas Vinterberg)


Σάββατο 12/12/15: " Hunger" (2008, Steve McQueen)


Συντονιστής των συζητήσεων: Réginald Blanchet, Ψυχαναλυτής, Μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής και της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου (Γαλλία)


Γενική Είσοδος: 5 ευρώ

Οργάνωση:
Ψυχαναλυτικός Κύκλος Θεσσαλονίκης
Υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής
Με την υποστήριξη του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
και της Ακαδημίας Κλινικών Σπουδών της Αθήνας (ΑΚΣΠΑ)

Thursday, 1 October 2015

Η σημαντικότητα της εξέλιξης στην εκπαίδευση των παιδιών





Οι τελευταίες έρευνες γύρω από τη σχολική εκπαίδευση στις νεαρές ηλικίες, δείχνουν το πόσο σημαντική και καθοριστική είναι για την ανάπτυξη του παιδιού στη μετέπειτα ζωή του. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί ότι παιδιά που είχαν αυξημένες κοινωνικές δεξιότητες σε πολύ νεαρή ηλικία – κάτι που παρατηρείται στο σχολείο – είχαν μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής σε πανεπιστημιακή εκπαίδευση και υψηλότερα εισοδήματα στην επαγγελματική τους ζωή. Οι κοινωνικές δεξιότητες, δεν είναι όμως κάτι που μαθαίνεται σε μία σχολική αίθουσα, απαιτούν τη συναναστροφή, τη συμμετοχή σε δραστηριότητες με άλλους και τη διάθεση για συλλογική προσπάθεια. Παρομοίως, άλλες πτυχές της προσωπικότητάς μας που διαμορφώνονται σε πολύ μικρή ηλικία όπως η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η κατανόηση των άλλων, η διάθεση να μοιραζόμαστε, η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια, η φιλική συμπεριφορά, είναι καθοριστικές στη λάξευση του αυριανού μας εαυτού και όσο καλύτερα τις βιώσουμε σε νεαρή ηλικία, τόσο καλύτερες θα είναι οι βάσεις που θα χτίσουμε για ένα λαμπρό μέλλον.

Η παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα και οι κυβερνήσεις έχουν αρχίσει να το αντιλαμβάνονται αυτό και ξεκινούν να επενδύουν περισσότερο ώστε η ποιότητα της εκπαίδευσης να βελτιώνεται ολοένα και περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρωτοβουλία της πολιτείας του Μισούρι στις ΗΠΑ να επιβάλλει έναν έμμεσο φόρο 50 σεντς σε προϊόντα καπνού τα οποία προορίζονται για την ενίσχυση της σχολικής εκπαίδευσης σε νεαρές ηλικίες.

Τα παιδιά όταν είναι μικρά, λειτουργούν σαν σφουγγάρια απορροφώντας πληροφορίες, εμπειρίες και στοιχεία για τον κόσμο γύρω τους με ταχύτατους ρυθμούς – αυτό όμως συμβαίνει ταυτόχρονα χωρίς να έχουν την ικανότητα να φιλτράρουν τις γνώσεις και τις πληροφορίες που παίρνουν από κάποιο συμπεριφορικό φίλτρο, μιας και δεν έχουν αναπτύξει ακόμα την προσωπικότητά τους. Γι’ αυτό και υπάρχει κίνδυνος, αν τα ερεθίσματα που παίρνουν δεν είναι αυτά που θα έπρεπε να παίρνουν, να επηρεάζονται ανεπανόρθωτα στη μετέπειτα ζωή τους. Οι νεαρές ηλικίες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τους εκπαιδευτές αλλά και από την οικογένεια αναλόγως.



Σύμφωνα με ευρήματα γύρω από την παιδική ψυχολογία, όσο πιο πλούσια και συναρπαστική είναι η εκπαιδευτική εμπειρία στις νεαρές ηλικίες, τόσο πιο ολοκληρωμένος είναι ο άνθρωπος που θα προκύψει στο μέλλον, σε νοητικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο. Γι’ αυτό και τα πιο εξελιγμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα υιοθετούν πρακτικές που εμπλουτίζουν τη σχολική εμπειρία με πρακτικές εφαρμογές, παιχνίδι και προγράμματα υψηλής εμπειρικής αξίας. Η απλή διδασκαλία αποτελεί πια παρελθόν και τη θέση της έχουν πάρει καινοτόμες εκπαιδευτικές πρακτικές που αποσκοπούν στην καλλιέργεια των παιδιών σε θέματα όπως η κοινωνικότητα, η ανταγωνιστικότητα, οι υψηλές βλέψεις για το μέλλον, ο ενθουσιασμός για τη συνεχή μάθηση, ο σεβασμός, η συνεργασία σε ομάδες, η υπομονή, η αυτοπεποίθηση, ο εναγκαλισμός της διαφορετικότητας. Σε ένα πείραμα που έγινε στις ΗΠΑ με σκοπό να βγει η εκπαιδευτική εμπειρία από τα όρια της σχολικής αίθουσας, τοποθέτησαν σε σούπερ μάρκετ ταμπέλες στα τρόφιμα ως εξής: π.χ. στην ταμπέλα μπροστά από το γάλα, αντί να γράφει γάλα έγραφε «προέρχομαι από μία αγελάδα – μπορείς να βρεις κάτι άλλο που να προέρχεται από αγελάδες;». Οι ερευνητές παρατήρησαν την εμπλοκή των παιδιών και τον ενθουσιασμό τους για τη μάθηση όταν οι ταμπέλες ήταν εμφανείς και όταν δεν ήταν. Τα αποτελέσματα είναι προφανή.

Η αυξανόμενη ανάγκη για πρακτική εκπαίδευση των παιδιών και η αδυναμία των γονιών να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή λόγω έλλειψης χρόνου, δημιούργησε μία ολόκληρη βιομηχανία ηλεκτρονικών εφαρμογών που απευθύνονται σε παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας. Οι επιλογές είναι πλέον αμέτρητες και πολλές από αυτές είναι ιδιαίτερα ποιοτικές. Δεδομένου ότι η χρήση τους από εκπαιδευτές και γονείς είναι σε λογικά πλαίσια, οι ηλεκτρονικές εφαρμογές είναι άλλος ένας τρόπος για να γίνει η εκπαίδευση των παιδιών ακόμα πιο συναρπαστική.

Σε αυτό τον πολλά υποσχόμενο χώρο της σχολικής εκπαίδευσης απευθύνεται το καινοτόμο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Επιστήμες της Αγωγής στην ‘Πρώτη Αγωγή και Εκπαίδευση’ του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου. Το πρόγραμμα προσφέρει ειδίκευση σε βάθος στον χώρο της παιδικής εκπαίδευσης για παιδιά από 3-8 ετών και εφοδιάζει τους συμμετέχοντες με τις δεξιότητες, την τεχνογνωσία, τις εκπαιδευτικές πρακτικές, καθώς και τις θεωρίες και τα τελευταία ερευνητικά ευρήματα, που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα του χώρου της εκπαίδευσης διεθνώς. Το πρόγραμμα γίνεται σε συνεργασία με διεθνείς φορείς όπως για παράδειγμα ο OMEP- World Organization for Early Childhood Education, με μη-κυβερνητικούς οργανισμούς, και τοπικά δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Επίσης, δίνει τη δυνατότητα στους αποφοίτους του να συνεχίσουν τις σπουδές τους ακολουθώντας ένα διδακτορικό σε κάποιον τομέα εκπαίδευσης που τους ενδιαφέρει ή σε κάποιο ευρύτερο αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/833015/article/epikairothta/episthmh/h-shmantikothta-ths-e3eli3hs-sthn-ekpaideysh-twn-paidiwn(accessed 1.10.15)


Tech.co, Brookings.edu, Forbes.com, Marin Independent Journal, Huffington Post, Publicnewsservice.org, EUROPEAN UNIVERSITY CYPRUS (EUC)


Τα κιλά αυξάνονται μαζί με την ηλικία, στην Ελλάδα






Υπέρβαρος ή παχύσαρκος είναι ένας στους δύο Ελληνες, ενώ όσο αυξάνει η ηλικία τόσο φαίνεται ότι αυξάνουν και τα κιλά. Παρά το γεγονός ότι οι άνδρες και οι γυναίκες ηλικίας άνω των 65 ετών υιοθετούν συχνότερα το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής, με την κατανάλωση περισσότερων λαχανικών, φρούτων, οσπρίων και ψαριών, σε σχέση με τους νεότερούς τους, το 50% αυτών είναι παχύσαρκοι.

Αυτά είναι ορισμένα από τα αποτελέσματα της μελέτης για την υγεία και τη διατροφή του πληθυσμού στην Ελλάδα, η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος ΥΔΡΙΑ (υπεύθυνη προγράμματος η καθηγήτρια Αντωνία Τριχοπούλου) με τη μορφή προσωπικών συνεντεύξεων σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 4.000 ατόμων από όλη τη χώρα. Ειδικότερα, η μελέτη, που θα παρουσιαστεί μεθαύριο Δευτέρα σε ημερίδα στο Εθνικό Ιδρυμα Μελετών (ώρα έναρξης 9 π.μ.), κατέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι ένας στους δύο άνδρες και μία στις δύο γυναίκες είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Μάλιστα οι άνδρες είναι συχνότερα υπέρβαροι, ενώ οι γυναίκες είναι συχνότερα παχύσαρκες. Το υψηλότερο ποσοστό υπέρβαρων παρατηρήθηκε στις ηλικίες 50-64 ετών, ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες το ποσοστό των παχύσαρκων φτάνει το 50%. Περίπου το 7% όσων συμμετείχαν δήλωσαν ότι πάσχουν ή έπασχαν από κατάθλιψη. Η κατά δήλωση χρόνια κατάθλιψη στις γυναίκες φτάνει το 10% και είναι περίπου τετραπλάσια εκείνης των ανδρών. Και για τα δύο φύλα αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας και αγγίζει το 17% στις ηλικιωμένες γυναίκες. Οι ερευνητές δεν βρήκαν ενδείξεις συσχέτισης της οικονομικο-κοινωνικής κατάστασης των ατόμων με την κατά δήλωση χρόνια κατάθλιψη.

ΠΗΓΗ:

http://www.kathimerini.gr/832415/article/epikairothta/ygeia/ta-kila-ay3anontai-mazi-me-thn-hlikia-sthn-ellada(accessed 1.10.15)




Young children don't categorise mixed-race people the same way adults do



When it comes to race, people increasingly self-identify as belonging to several categories rather than one, reflecting our intermingled world – for example, some sources suggest one in ten British children now grow up in mixed-race households. Yet we still like putting people in neat taxonomies, and to understand this tendency, Steven Roberts andSusan Gelman at the University of Michigan looked at how adults and children approach racial categorisation. Their studies, published recently inChild Development, show that people’s age and own racial background influence how they make sense of mixed race, suggesting these judgments are shaped by a mixture of culture and perception.

Around 400 US participants, who self-identified as either black or white, viewed a series of photos of the faces of black, white and mixed-race girls (pre-testing had confirmed that most people identified the girls as belonging to the racial categories that the researchers intended). The task was to match each photo to one of three comparison characters: a black girl, a white girl, or an unseen mystery girl behind a curtain. Part of the instruction was: “Your job is to tell me if each girl that I show you is the same kind as one of these three girls.”

The first study involved white participants – adults, and children as young as four – and they had little difficulty assigning photos of black or white girls to the appropriate comparison categories. However, they were less ready to consign mixed-race girls to the third option, often using the black category instead, and rarely the white. That is, following previous research, white people saw blackness in models with features and skin tone that owed to a mixed parentage.

In another condition, photographs of the girls’ faces were accompanied by photos of their parents: for example, in the case of the mixed-race girls, one black adult and one white adult. With this information, adults and children aged ten years or older assigned mixed-race girls to the third category with more confidence, but still resorted frequently to the black category and shunned the white one. That this bias persists in the presence of parentage information suggests something at work beyond "looking black"; it suggests many white people (at least in the US) assume that having a black parent means you can’t be white. As the researchers Roberts and Gelman note, this parallels the principle of "hypodescent" found in many pre-emancipation American states, which tended towards awarding mixed descent people a lower social category, found at its most extreme in the "one-drop" (of black blood) rule.

White children younger than ten showed a different pattern when parentage info was provided. Unlike adults, they didn’t start using the third category more – they remained reluctant to assign girls a mystery status when more concrete alternatives were visible. Instead, they allowed the parentage information to steer them towards a white categorisation as frequently as a black one, rejecting hypodescent.

The second study with black participants paralleled the first in fundamental ways: parentage information encouraged participants to choose the third mystery option for the mixed-race girls, and adults were reluctant to see mixed-race girls as white under any circumstances. But crucially, black children saw mixed-race children interchangeably as white or black (i.e. they rejected hypodescent) and this was true whether they were given the girls’ parentage information or not. In fact, and unpredicted by the researchers, the parentage information tipped the youngest black children, between four and six, into hyperdescent: preferring to see mixed-race children as white.

This difference in the black children's responses compared with the white children's suggests the white children’s categorising bias may owe to the rareness of black and mixed-race people in their environment, such that any facial features they notice that deviate from the white norm tend to be salient to them. Black children are more exposed to whiteness, so don’t follow the same pattern. This suggestion is supported by demographic data which showed that the more the white children mixed with other white children, the stronger their bias for categorising mixed-race girls as black, and there was a complementary pattern among the black children (more time spent with other black kids was associated with categorising mixed-race girls as black).

To sum up this complex study, increasing maturity encourages the use of less clear-cut categories, but also opens the door to a hypodescent mindset, which in the case of black participants may have a distinctive motivation – Roberts and Gelman suggest it as a form of solidarity that includes mixed-race individuals within the broader black tent. Meanwhile, black children, and younger white children (the latter needing a bit of a nudge in terms of receiving information about a person’s parental heritage) are more even-handed in judging racial identity. It suggests exposure to a range of people makes us less likely to place other people in fixed racial categories, and that children’s assumptions about what makes someone "black" tend to solidify once they reach double digits in age.

_________________________________ 
SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2015/09/young-children-dont-categorise-mixed.html?utm_source=BPS_Lyris_email&utm_medium=email&utm_campaign=%5Brd%5D+%3D?UTF-8?B?VGhlIExhdGVzdCBQc3ljaG9sb2d5IFJlc2VhcmNoIA%3D%3D?%3D+%3D?UTF-8?B?4oCTwqBEaWdlc3RlZA%3D%3D?%3D(accessed 1.10.15)

Roberts, S., & Gelman, S. (2015). Do Children See in Black and White? Children's and Adults' Categorizations of Multiracial Individuals Child Development DOI: 10.1111/cdev.12410