Δήμητρα Ρούκη
Παρά την ονομασία της, η συμβουλευτική δεν είναι ένα «μάθημα», ούτε μία σειρά συμβουλών. Η συμβουλευτική γονέων είναι η συνεργασία των γονέων με έναν ειδικό, με σκοπό να βοηθήσουν στην αναγνώριση και τη διαχείριση των δυσκολιών του παιδιού τους, έτσι ώστε να βελτιωθεί η ψυχοσυναισθηματική κατάστασή του και κατά συνέπεια η συμπεριφορά του.
Τα παιδιά συνήθως δε μπορούν να ξεπεράσουν τα όποια προβλήματα μόνα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, χρειάζεται μία εξατομικευμένη θεραπεία του ίδιου του παιδιού, με παράλληλη βοήθεια προς τους γονείς. Σε άλλες περιπτώσεις, είναι πιθανό να αρκεί μόνο η συμβουλευτική γονέων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η συμβουλευτική μπορεί να φανεί χρήσιμη στους γονείς βοηθώντας τους να αποδεχτούν το παιδί τους και να το στηρίξουν σε μια δύσκολη φάση, δίνοντας έμφαση και σε άλλες πλευρές της προσωπικότητας του και της ζωής του, όπως στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής του. Με τους κατάλληλους χειρισμούς, ο πατέρας και η μητέρα μπορούν να ενθαρρύνουν έμπρακτα το παιδί τους να ωριμάσει συναισθηματικά, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει τις απογοητεύσεις της καθημερινότητας και να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία.
Κατά τον Erikson, τα παιδιά διέρχονται από μια σειρά ψυχοκοινωνικών σταδίων, όπου είναι σημαντικό στο κάθε στάδιο το παιδί να έχει επιλύσει την αναπτυξιακή κρίση με επιτυχία. Ας τα δούμε ανά έτη:
Θεμελιώδης εμπιστοσύνη vs Δυσπιστία (1ο έτος): Το άτομο βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση από τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός του. Αν το βρέφος νιώθει ότι οι ανάγκες του ικανοποιούνται μόλις προκύψουν και ότι οι γονείς του και το άμεσο περιβάλλον τού εξασφαλίζουν άφθονη αγάπη και περιποίηση, αναπτύσσει το συναίσθημα της βασικής εμπιστοσύνης, της ασφάλειας και της αισιοδοξίας. Αν όμως νιώθει ότι το περιβάλλον του το παραμελεί, αναπτύσσει το συναίσθημα της δυσπιστίας προς τους άλλους, της καχυποψίας και της ανασφάλειας. Έτσι όταν όλα πάνε καλά σε αυτό το στάδιο το παιδί βιώνει συναισθήματα καλοσύνης, πίστη στον εαυτό του και τους άλλους και αισιοδοξία, όταν όμως υπάρχει δυσλειτουργία σε αυτό το στάδιο βιώνονται αισθήματα κακίας, δυσπιστίας απέναντι στον εαυτό και τους άλλους και απαισιοδοξία.
Αυτονομία vs Αμφιβολία (2ο και 3ο έτος): Το παιδί αρχίζει να αποκτά την ικανότητα για συντονισμένη σωματική κίνηση και διανοητική λειτουργία. Αν το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του και οι γύρω του αναγνωρίζουν την ανάγκη να ενεργεί με τον δικό του τρόπο και με το δικό του ρυθμό αναπτύσσει το συναίσθημα ότι ασκεί έλεγχο πάνω στον εαυτό του και το περιβάλλον, έτσι αποκτά αυτονομία. Από την άλλη, αν το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του δείχνουν υπερπροστατευτική διάθεση και δεν το αφήνουν να αυτενεργεί, αναπτύσσει το συναίσθημα της ντροπής και της αμφιβολίας. Αν πάνε λοιπόν όλα καλά, το παιδί εκδηλώνει τη βούλησή του, αναπτύσσει τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και αποκτά αυτοέλεγχο, αν όχι τότε το παιδί έχει άκαμπτη ακραία συνείδηση, αμφισβήτηση και ντροπή.
Πρωτοβουλία vs Ενοχή (4ο και 5ο έτος): Κατά την περίοδο αυτή οι κινητικές δραστηριότητες και οι διανοητικές πράξεις του παιδιού αποτελούν προϊόντα της ενεργητικής πρωτοβουλίας του ίδιου του παιδιού. Αν το περιβάλλον αποδέχεται χωρίς επικρίσεις αυτές τις πρωτοβουλίες του παιδιού και επιπλέον το ενθαρρύνουν να ενισχύσει την αυτόβουλη εξερεύνηση του περιβάλλοντος, το παιδί αναπτύσσει το συναίσθημα της πρωτοβουλίας. Αντίθετα, αν το παιδί νιώθει ότι οι γονείς είναι επικριτικοί με αυτές του τις πρωτοβουλίες τότε αναπτύσσει το συναίσθημα της ενοχής. Η επιτυχία μετάβασης από αυτό το στάδιο στο επόμενο σημαίνει συναισθήματα ευχαρίστησης από τις επιτυχίες, δραστηριότητα, προσανατολισμός και σκοπός.
Φιλοπονία vs Κατωτερότητα (7ο-11ο έτος): Κατά την περίοδο αυτή το παιδί πρέπει να αποκτήσει τις σχολικές γνώσεις και ικανότητες και να εξοικειωθεί στο πνεύμα της συνεργασίας και της ομαδικότητας. Αν το περιβάλλον του, οικογενειακό και σχολικό, ενθαρρύνει το ενδιαφέρον του παιδιού να γνωρίσει τον κόσμο γύρω του θα αναπτυχθεί το συναίσθημα της εργατικότητας και της φιλοπονίας. Αντίθετα, αν το περιβάλλον ενοχοποιήσει αυτές τις προσπάθειες και θεωρήσει ότι δε γίνονται με τον κατάλληλο τρόπο τότε το παιδί θα εισπράξει απόρριψη, θα βιώσει τα συναισθήματα της αναξιότητας και της κατωτερότητας, οπότε θα πάψει και να προσπαθεί. Αν λοιπόν πάνε όλα καλά σε αυτή τη φάση το παιδί αναπτύσσει την ικανότητα αφοσίωσης σε παραγωγική εργασία και επιδιώκει την εμπειρία της χαράς της δημιουργίας, αν όμως το περιβάλλον του δεν αποδεχτεί τις προσπάθειές του θα βιώσει αισθήματα ανεπάρκειας, αδυναμίας ολοκλήρωσης κάποιου έργου και επομένως ματαιότητα για εκ νέου προσπάθεια.
Ταυτότητα vs Σύγχυση ρόλων (εφηβεία): Στη φάση αυτή το άτομο έχει αποκτήσει την αφηρημένη συλλογιστική σκέψη και μπορεί να διαμορφώνει θεωρίες και φιλοσοφικά συστήματα, που συνενώνουν σε ένα αρμονικό σύνολο αντιθετικές πτυχές. Αν ο έφηβος μπορέσει να συνενώσει σε ένα ενιαίο σύνολο όλες τις προηγούμενες εμπειρίες του και να δώσει την προοπτική της συνέχειας, θα αποκτήσει μια ικανοποιητική ταυτότητα. Χρειάζεται μια σαφή εικόνα για το ποιος είναι, από πού έρχεται, τι στόχους έχει. Στην περίπτωση που το άτομο στο σημείο αυτό αποπροσανατολιστεί και δε διαμορφώσει μια σαφή εικόνα του Εγώ του, καταλαμβάνεται από κρίση ταυτότητας και κρίση ρόλων. Στην περίπτωση που πάνε όλα καλά σε αυτό το στάδιο το άτομο αποκτά αυτοπεποίθηση και φανερώνει ενδείξεις καλής σταδιοδρομίας. Στην αντίθετη περίπτωση υπάρχει δυσκολία ανάληψης ρόλων, έλλειψη προτύπων και αίσθηση ευτέλειας.
Διαβάστε σχετικά: Μια μέθοδος για την αντιμετώπιση του παιδικού άγχους: Θεραπεία γονέων
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι καλό να αναζητήσουμε εξειδικευμένη βοήθεια, όταν η συμπεριφορά του παιδιού είναι:
Ακατάλληλη σε σχέση με το αναπτυξιακό επίπεδο και την ηλικία του παιδιού.
Αυτό το κριτήριο αναφέρεται στο κατά πόσο μία συμπεριφορά συνιστά απόκλιση από αυτήν που αναμένεται με βάση την αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, αν δηλαδή υπάρχει αναπτυξιακή ανωριμότητα. Αναζητούμε μήπως η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να εξηγηθεί στα πλαίσια μιας χαμηλότερης νοητικής ικανότητας, που μπορεί να αξιολογηθεί με μία δοκιμασία νοημοσύνης. Στην περίπτωση που υπάρχει μία οριακή νοημοσύνη ή ελαφρά νοητική υστέρηση, μία τέτοια πληροφορία θα ήταν διαφωτιστική για την εμφάνιση και τη διατήρηση αυτής της συμπεριφοράς.
Επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα και ασφάλεια του ίδιου του παιδιού και των άλλων.
Εδώ η έμφαση βρίσκεται στο κατά πόσο η συνέχιση αυτής της συμπεριφοράς είναι επιζήμια για τον εαυτό και τους άλλους (δασκάλα, συμμαθητές, γονείς, αδέλφια). Ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνδέεται με χαμηλή νοητική ικανότητα, ελέγχεται αν συνιστά παράγοντα υψηλού κινδύνου. Για παράδειγμα, ένα παιδί με υπερκινητικότητα μπορεί να κάνει πολλές κινήσεις με βιασύνη και αδεξιότητα, με αποτέλεσμα να τραυματίζει τον εαυτό του ή τους άλλους.
Αιτία ψυχολογικής πίεσης για τους άλλους.
Τα προβλήματα συμπεριφοράς μπορεί να προκαλούν ψυχολογική αναστάτωση σε άλλα παιδιά ή ενήλικες. Αυτό μπορεί να αποκαλύπτεται από παράπονα των συμμαθητών «ότι δεν θέλουν να παίξουν ή να καθίσουν δίπλα» σε ένα παιδί που η συμπεριφορά του είναι απειλητική και δημιουργεί φόβο και άγχος. Ακόμη, η επικοινωνιακή σχέση των δασκάλων με αυτό το παιδί μπορεί είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, λόγω της επιθετικότητας ή του αρνητισμού του μαθητή.
Ανασταλτικός παράγοντας για τη μάθηση.
Όταν μία συμπεριφορά συνδέεται με προβλήματα μάθησης, είτε στο γνωστικό τομέα είτε στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως προβληματική. Για παράδειγμα, ένα παιδί με μεγάλη διάσπαση προσοχής αδυνατεί να παρακολουθήσει το μάθημα και να βελτιώσει την επίδοσή του. Ή ένας μαθητής με επιθετικότητα μπορεί να είναι κοινωνικά απομονωμένος, καθώς απορρίπτεται από τα άλλα παιδιά. Και στις δύο περιπτώσεις, το πρόβλημα συμπεριφοράς λειτουργεί ως εμπόδιο για την αξιοποίηση των ευκαιριών για μάθηση και κοινωνικοποίηση στο σχολείο.
Αντίθετη με τις κοινωνικές σταθερές.
Μία συμπεριφορά που παραβιάζει κανόνες που συνιστούν τις σταθερές και τα πρότυπα συμπεριφοράς μέσα στο σχολείο, προσδιορίζεται ως προβληματική (όπως οι κλοπές, το σκασιαρχείο, οι υλικές καταστροφές στο χώρο του σχολείου, η χρήση τοξικών ουσιών, η κακοποίηση άλλων παιδιών). Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, το πρόβλημα συμπεριφοράς εξετάζεται για να βρεθεί αν περιλαμβάνει πράξεις που συνιστούν παραπτώματα και έχουν σοβαρές ποινικές συνέπειες.
Παράγοντες που διαφοροποιούν τα παιδιά με σοβαρά προβλήματα συμπεριφοράς από άλλα που εμφανίζουν περιστασιακά προβλήματα συμπεριφοράς είναι η συχνότητα και η ένταση της μη επιθυμητής συμπεριφοράς, καθώς και η ηλικία του παιδιού.
ΠΗΓΗ:https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxikis-ygeias/psyxotherapeia/therapeftikes-proseggiseis/9374-ti-ennooyme-me-ton-oro-symvouleftiki-goneon.html(accessed 17.9.20)