Monday, 28 December 2015

Γιατρέ, μήπως έχω κατάθλιψη;




Έχω παρατηρήσει πως όταν πίνω πολύ την άλλη μέρα μαζί με τον πονοκέφαλο με τριγυρίζει και μια θλίψη, αλλά από όταν ένας ψυχίατρος μου είπε ότι μια μικρή κατάθλιψη συνοδεύει σχεδόν πάντα ένα hangover ησύχασα και τα πίνω χωρίς έννοιες. Η κατάχρηση είναι ένας παράγοντας που φέρνει τέτοια συναισθήματα, αλλά έτσι κι αλλιώς η κατάθλιψη είναι μια νόσος που μπορεί να παρουσιαστεί σε όλους μας. Το 20% των γυναικών και το 12% των ανδρών αναμένεται να έχουν τουλάχιστον ένα καταθλιπτικό επεισόδιο στη διάρκεια της ζωής τους. Η ψυχολόγος MSc, Βαλεντίνη Μπόχτσου, μέλος της ομάδας προσωπικού της Εταιρίας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας*, απαντά στο τι είναι η κατάθλιψη, ποια είναι τα συμπτώματά της, πώς αντιμετωπίζεται και σε μια σειρά από άλλα ερωτήματα.



Τι είναι η κατάθλιψη και τι την προκαλεί;

Η κατάθλιψη είναι ένα κλινικό σύνδρομο, μία διαταραχή του συναισθήματος, η οποία περιλαμβάνει μία σειρά συμπτωμάτων που επηρεάζουν τη σκέψη, τα συναισθήματα, τη σωματική υγεία και τη συμπεριφορά όσων υποφέρουν από αυτήν. Η αιτιολογία της είναι πολυπαραγοντική. Μπορεί να οφείλεται μεμονωμένα σε περιβαλλοντικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς και βιολογικούς παράγοντες ή σε συνδυασμό τους (οικονομική, προσωπική, επαγγελματική κατάσταση, απώλεια αγαπημένου προσώπου, αλλαγή τόπου κατοικίας).

Ποια είναι τα συμπτώματά της και ποια είναι η διαφορά μεταξύ του φυσιολογικού καταθλιπτικού συναισθήματος και της κλινικής κατάθλιψης;

Το φυσιολογικό καταθλιπτικό συναίσθημα είναι η άσχημη διάθεση που προκύπτει ως απάντηση στη μη επίτευξη κάποιου στόχου ή επιθυμίας ή σε κάποια απώλεια. Συνήθως, δεν έχει μακρά διάρκεια και δεν επηρεάζει σημαντικά τη γενική δραστηριότητα και λειτουργικότητα του ατόμου. Η κατάθλιψη ως ψυχιατρική διαταραχή παρουσιάζεται με μία σειρά (τουλάχιστον πέντε) έντονων συμπτωμάτων τα οποία επιμένουν για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. Χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι:
- Το άτομο νιώθει λυπημένο, απογοητευμένο ή ανάξιο. Το συναίσθημα αυτό χρωματίζει και κατευθύνει όλη την ψυχική ζωή του ατόμου κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του, σχεδόν κάθε ημέρα.
- Μείωση ή απώλεια του ενδιαφέροντος για ζωή και αδιαφορία για δραστηριότητες που μέχρι πρότινος ήταν αγαπημένες.
- Ανεξήγητο αίσθημα εσωτερικής δυσφορίας, σαν κάτι κακό να πρόκειται να συμβεί (άγχος).
- Σκέψεις που σχετίζονται με έλλειψη αισιοδοξίας και ανησυχία για το μέλλον. Συχνά συνδυάζονται με σκέψεις ενοχής, ταπεινότητας ή αναξιότητας. Σκέψεις ότι η τωρινή κατάσταση που βιώνει το άτομο είναι ένα είδος τιμωρίας για πράγματα που είχε κάνει στο παρελθόν.
- Αναποφασιστικότητα, παραμέληση της προσωπικής υγιεινής και άλλων υποχρεώσεων στην εργασία ή στο σπίτι.
- Κόπωση, απώλεια ενεργητικότητας. Σε περιπτώσεις που συνυπάρχει άγχος, τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εμφανιστούν αντεστραμμένα με τη μορφή υπερδιέγερσης, υπερδραστηριότητας.
- Διαταραχές στον ύπνο: επίμονη αϋπνία, διακεκομμένος ύπνος, αφύπνιση αρκετά νωρίτερα από το συνηθισμένο. Άλλοι άνθρωποι μπορεί να κοιμούνται πάρα πολλές ώρες.
- Διαταραχές στην όρεξη: Συνήθως η κατάθλιψη προκαλεί απώλεια της όρεξης, με πιθανό επακόλουθο την απώλεια βάρους. Ωστόσο, μπορεί σπανιότερα να παρατηρηθεί αύξηση της όρεξης και υπερφαγία.
- Ελάττωση της σεξουαλικής διάθεσης. Ακόμα και αν το άτομο έχει σεξουαλικές επαφές, δεν το επιθυμεί και δεν του προκαλεί καμία ευχαρίστηση.
- Δυσκολίες στη συγκέντρωση, τη σκέψη, τη μνήμη και τη λήψη αποφάσεων. Το άτομο δεν μπορεί να συγκεντρωθεί εύκολα, επικεντρώνεται έντονα στις καταθλιπτικές του ιδέες και αδιαφορεί για το περιβάλλον του.
- Αυτοκαταστροφικός ιδεασμός. Αφορά στην εμμονή σε σκέψεις θανάτου και ιδέες αυτοκτονίας. Η απόπειρα αυτοκτονίας είναι η πιο σοβαρή και επικίνδυνη επιπλοκή της κατάθλιψης. Ο κίνδυνος αυτοκτονίας είναι αυξημένος σε ασθενείς με σοβαρή κατάθλιψη.
- Γενικά σωματικά συμπτώματα. Πολλοί ασθενείς με κατάθλιψη αναφέρουν μια ποικιλία από σωματικά συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, πόνους γενικά στο σώμα τους, δυσκοιλιότητα, δυσκολία στην αναπνοή, πόνους στο στήθος, υπόταση, ξηροστομία, γαστρεντερικά προβλήματα κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα συμπτώματα αυτά δεν αιτιολογούνται από τις αντίστοιχες ιατρικές εξετάσεις.

Ο ασθενής αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει πρόβλημα προκειμένου να αναζητήσει βοήθεια ή αυτό θα πρέπει να γίνει από το περιβάλλον του;

Συνήθως το αντιλαμβάνεται, λιγότερες δεν το αντιλαμβάνεται. Αυτό που υπάρχει ως σημαντική δυσκολία, στην οποία ενδεχομένως χρειάζεται η επαγρύπνηση του οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος, είναι η αναζήτηση επαγγελματικής βοήθειας. Η πολυμορφία των συμπτωμάτων και η ταύτισή τους με αυτά άλλων νόσων παραπλανούν κι έτσι η κατάθλιψη δε διαγιγνώσκεται έγκαιρα. Επιπλέον, η προκατάληψη και ο κοινωνικός στιγματισμός που συνοδεύουν τις ψυχικές διαταραχές αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να απευθύνονται σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Έτσι, συχνά παρατηρούνται περιπτώσεις ανθρώπων που δεν κινητοποιούνται στο να ζητήσουν υποστήριξη, ελπίζοντας ότι θα το «παλέψουν» και θα το ξεπεράσουν μόνοι τους, με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμος χρόνος για έγκαιρη παρέμβαση στην έναρξη ενός καταθλιπτικού επεισοδίου.

Συνήθως πόσο διαρκεί και πώς θεραπεύεται; Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ασθενής χρειάζεται νοσηλεία;

Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική σε σχέση με τη διάρκεια και το είδος της θεραπευτικής προσέγγισης. Ανάλογα με την ένταση των συμπτωμάτων και το πόσο καιρό απασχολούν το άτομο επιλέγεται το αντίστοιχο θεραπευτικό σχήμα, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία ή/και φαρμακευτική αντιμετώπιση. Σε σοβαρές περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει συμπτωματολογία που αποτελεί απειλή για τη ζωή του ατόμου (άρνηση λήψης τροφής, σχέδιο για αυτοκτονία) μπορεί να συστηθεί νοσηλεία.

Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα προκαλούν εξάρτηση;

Πρόκειται για έναν από τους πιο διαδεδομένους μύθους σχετικά με την κατάθλιψη και την αντιμετώπισή της. Τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά δε δημιουργούν εξάρτηση και στις περιπτώσεις που αυτά ενδείκνυνται μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό σύμμαχο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της.

Κάποιος που έχει παρουσιάσει μια φορά κατάθλιψη είναι περισσότερο πιθανό να ασθενήσει ξανά;

Η κατάθλιψη εμφανίζεται με τη μορφή «επεισοδίων» των οποίων η βαρύτητα μπορεί να κυμαίνεται από ήπια έως σοβαρή. Άλλοι άνθρωποι μπορεί να εμφανίσουν ένα και μοναδικό επεισόδιο στη ζωή τους και άλλοι μπορεί να εμφανίσουν μία χρόνια ή υποτροπιάζουσα μορφή της νόσου με περισσότερα καταθλιπτικά επεισόδια. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το να απευθυνθεί κανείς άμεσα σε έναν ειδικό και να πάρει υποστήριξη.

Υπάρχουν ηλικίες στις οποίες είμαστε πιο «επιρρεπείς»;

Η κατάθλιψη δε φαίνεται να συνδέεται με συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία από την εφηβεία μέχρι την τρίτη ηλικία. Παλαιότερα, οι μελέτες έδειχναν ότι πιο συνηθισμένη ήταν η έναρξή της στη μέση ηλικία και αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί λόγω των αλλαγών στη ζωή των ατόμων αυτής της ηλικιακής ομάδας (αυτονόμηση των παιδιών και αποχώρησή τους από το σπίτι, απόσυρση από την παραγωγική ζωή λόγω συνταξιοδότησης κ.λ.π.). Τα τελευταία χρόνια, οι έρευνες δείχνουν ότι τα ποσοστά ολοένα και ανεβαίνουν σε σχέση με την πρώτη εμφάνιση της νόσου στην πρώιμη ενήλικη ζωή και στην εφηβεία. Σαφώς η οικονομική κρίση έχει παίξει το ρόλο της στα παραπάνω δεδομένα.

Η κατάθλιψη προσβάλλει περισσότερο τις γυναίκες ή τους άνδρες;

Το 20% των γυναικών έχει βρεθεί ότι θα παρουσιάσουν ένα καταθλιπτικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της ζωής τους, ενώ για τους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 12%. Οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη, λόγω της πολλαπλότητας των ρόλων που έχουν αναλάβει και άρα της πολλαπλής πίεσης στην επιτυχή ανταπόκριση σε αυτούς. Αυτό, όμως, μπορεί να συνδέεται και με το γεγονός ότι οι γυναίκες απευθύνονται με μεγαλύτερη ευκολία σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας απ’ ό,τι οι άνδρες, επομένως η διαφορά στην αναλογία ίσως να μην είναι τόσο μεγάλη και στην πραγματικότητα. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που λόγω της οικονομικής κρίσης και οι άνδρες πλήττονται σημαντικά από πιεστικές καταστάσεις ζωής, όπως η ανεργία ή οι σημαντικές μειώσεις στο εισόδημά τους.

Μπορεί να υποχωρήσει από μόνη της;

Η θλίψη μπορεί να υποχωρήσει μόνη της, η κατάθλιψη είναι πολύ δύσκολο να υποχωρήσει μόνη της. Η κατάθλιψη είναι μία νόσος και όχι μόνο ένα συναίσθημα. Στην εμφάνισή της μπορεί να συνυπάρχουν και βιολογικοί παράγοντες, οι οποίοι απαραίτητα χρήζουν θεραπευτικής αντιμετώπισης. Επιπλέον, στη νόσο αυτή συνυπάρχουν συμπτώματα τα οποία σαρώνουν και μπορούν να ισοπεδώσουν τη ζωή του ανθρώπου τόσο ψυχικά (με το καταθλιπτικό συναίσθημα, το έντονο άγχος, τις ιδέες ενοχής) όσο και σωματικά. Άρα, όταν τα συμπτώματα είναι σοβαρά και επίμονα, όταν το άτομο ή ο περίγυρος παρατηρούν ανησυχητικές αλλαγές στη διάθεση για ζωή και στη λειτουργικότητα, πρέπει να αναζητηθεί επαγγελματική βοήθεια. Αυτό που οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας και οι σχετικές καμπάνιες ενημέρωσης για την κατάθλιψη προσπαθούν να περιορίσουν είναι ο κοινωνικός στιγματισμός που συνοδεύει όχι μόνο την κατάθλιψη, αλλά το σύνολο των ψυχικών διαταραχών. Να γίνει, δηλαδή, κατανοητό σε όλους ότι μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε, ότι δεν προκύπτει επειδή το άτομο που υποφέρει έχει κάνει κάτι λάθος και κυρίως ότι αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά και θεραπεύεται. Οπωσδήποτε, η έγκαιρη αναζήτηση βοήθειας και άρα η έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση αποτελούν πλεονέκτημα στην προσπάθεια για καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπισή της.

Τι είναι η κατάθλιψη των εορτών και πώς μπορεί κανείς να την αποφύγει;

Στο μυαλό των περισσοτέρων οι γιορτές είναι μία ξένοιαστη περίοδος διακοπών, διασκέδασης, οικογενειακής ζεστασιάς, κοινωνικών συναναστροφών και ξεκούρασης. Ή μήπως η πραγματικότητα δεν είναι και πολύ έτσι; Το φαινόμενο αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο, ιδιαίτερα όσο αυξάνονται οι προσωπικές υποχρεώσεις. Έτσι, τις ημέρες αυτές μπορεί κάποιος να τρέχει περισσότερο για να τα προλάβει όλα (ψώνια, προετοιμασία για οικογενειακά τραπέζια και συγκεντρώσεις), παρά ξεκουράζεται, χαλαρώνει και απολαμβάνει. Άλλοι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν πιεσμένοι λόγω του ότι δεν έχουν στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον κοντά τους για να μοιραστούν τις ημέρες αυτές. Η μοναξιά βιώνεται πιο έντονα μακριά από αγαπημένους ανθρώπους. Για αυτές τις μέρες ισχύει ό,τι και για τις υπόλοιπες του χρόνου για να μη δημιουργηθεί ένα αίσθημα κενού ή απογοήτευσης. Να θέτουμε ρεαλιστικούς στόχους προς αποφυγή της εξόντωσης και της κακής διάθεσης, να έχουμε θετική σκέψη και αισιοδοξία σε σχέση με τον απολογισμό της χρονιάς που φεύγει και τα σχέδια για τη χρονιά που έρχεται.

ΠΗΓΗ:
http://m.athensvoice.gr/index.php?r=site/page&view=article&id=116857&cat=topics(accessed 28.12.15)

Ποια είναι η καλύτερη ώρα για σεξ; Τι ισχύει για άνδρες και γυναίκες σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες






Στις 3 το απόγευμα είναι η καλύτερη ώρα για σεξ με τον ή την σύντροφό σας, όπως διαπίστωσαν οι ειδικοί. Δυστυχώς όμως εκείνη την ώρα οι περισσότεροι είμαστε στη δουλειά.

Το απόγευμα οι γυναίκες έχουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης. Η συγκεκριμένη ορμόνη βοηθά τους αθλητές να είναι σε εγρήγορση και γεμάτοι ενέργεια. Περίπου την ίδια ώρα οι άντρες έχουν ανεβασμένα τα επίπεδα των οιστρογόνων κάτι που τους κάνει να είναι συναισθηματικά παρόντες κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, εξηγεί η ενδοκρινολόγος Alisa Vitti στη daily mail.
«Τρεις το απόγευμα. Αυτή είναι η πιο καλή στιγμή και για τα δύο φύλα για να συνευρεθούν ερωτικά. Οι άντρες προσφέρουν στη γυναίκα τη συναισθηματική σταθερότητα που τόσο επιθυμεί, ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνουν την μέγιστη δυνατή ικανοποίηση» εξηγεί η ίδια.

Η κ. Vitti συγγραφέας του βιβλίου – οδηγού - ορμονών για τις γυναίκες με τίτλος «Γυναικείος Κώδικας» (WomanCode), εξηγεί ότι κατά τη διάρκεια που οι άντρες κοιμούνται παράγουν τεστοστερόνη, μια βασική ορμόνη που μεταξύ άλλων συνδράμει στη σεξουαλική διέγερση. Τα υψηλότερα επίπεδα καταγράφονται τις πρωινές ώρες κάτι που σημαίνει πως αυτές είναι και οι κατάλληλες ώρες για τους άντρες να ερωτοτροπήσουν.

Ωστόσο αργά το απόγευμα, εξηγεί η Vitti, εκεί περίπου στις 3, τα επίπεδα τεστοστερόνης πέφτουν και αρχίζουν να ανεβαίνουν εκείνα των οιστρογόνων και ο συνδυασμός των δύο είναι ένα εξαιρετικό κοκτέιλ. Οι άντρες είναι συναισθηματικά παρόντες κατά την ερωτική πράξη και μπορεί να επικεντρωθεί στις ανάγκες και την ικανοποίηση της συντρόφου του.

Επίσης σύμφωνα με την ίδια οι καλύτερες μέρες για τη σεξουαλική πράξη είναι αυτές οι 10 ημέρες μετά την ωορρηξία όταν τόσο οιστρογόνα όσο και τεστοστερόνη κατακλύζουν τον γυναικείο οργανισμό κάτι που τις κάνει έτοιμες να απογειωθούν ερωτικά.

Όπως και να έχει, η κ. Vitti επιμένει ότι άσχετα από τις ημέρες του μήνα η καλύτερη ώρα για σεξ, για τις γυναίκες, είναι οι απογευματινές.

«Το κόλπο για ένα ζευγάρι να έχει πραγματικά ικανοποιητικό σέξ είναι να μπορέσει να συντονίσει τη λίμπιντό του» λέει η Vitti και επαναλαμβάνει πως η καλύτερη ώρα και για τους δύο είναι στις 3 το απόγευμα.

Δυστυχώς εκείνη την ώρα ο περισσότερος κόσμος δουλεύει. Όμως δεν χρειάζεται απογοήτευση γιατί υπάρχουν και άλλες επιστημονικές μελέτες που υποστηρίζουν πως οι πρωινές ώρες είναι οι καλύτερες ώρες τουλάχιστον για να προσπαθήσει κανείς να διαιωνίσει το είδος.

«Στους άνδρες τα επίπεδα τεστερόνης βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο περίπου στις 7 το πρωί» λέει η sex therapist Suzie Hayman και προσθέτει πως εκείνη την ώρα οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες στα χάδια και ανταποκρίνονται στην τρυφερότητα.

Μια άλλη έρευνα του πανεπιστημίου Rutger στις ΗΠΑ διαπίστωσε πως τα προκαταρκτικά πριν το σεξ διπλασιάζονται το πρωί.

Αυτή είναι η ώρα που τα ζευγάρια και οι γυναίκες, είναι πιο πιθανό να έχουν οργασμούς και να μείνουν έγκυες σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Μόντενα στην Ιταλία.

ΠΗΓΗ:
http://www.huffingtonpost.gr/2015/12/26/ygeia-science-psyxologia-sex_n_8878424.html?utm_hp_ref=eyeia&ncid=fcbklnkgrhpmg00000001(accessed 28.12.15)

Wednesday, 23 December 2015

Ενημέρωση του ασθενούς και των συνοδών του με καρκίνο του πνεύμονα. Προβλήματα στην ελληνική πραγματικότητα



Γράφει η Ίντα Ελιάου,

Συμβουλευτική Ψυχολόγος (BSc, MSc, PGDip.,MA)



Στόχος της ομιλίας είναι να πάρουμε μια ιδέα του τρόπου ενημέρωσης των άσχημων ειδήσεων στην πράξη απαντώντας σε προκλήσεις που εμφανίζονται κατά την ενημέρωση αυτή σε ενήλικες ασθενείς κ στους συνοδός τους, κυρίως στην Ελληνική πραγματικότητα. Κακοήθεις όγκοι ενήλικου τύπου, όπως ο καρκίνος του πνεύμονα είναι πάρα πολύ σπάνιοι στην παιδική ηλικία γι αυτό και δεν θα αναφερθούμε σε θέματα ενημέρωσης παιδιών κ εφήβων παρά μόνο θα αναφέρουμε ότι οι βασικές αρχές της κλινικής επικοινωνίας που θα εξετάσουμε ισχύουν για όλους τους ασθενείς.





ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Η ανακοίνωση άσχημων νέων στους ασθενείς αποτελεί εδώ και αιώνες θέμα

έντονων αντιπαραθέσεων. Ο πρώτος κώδικας ηθικής και δεοντολογίας στην ιατρική, καθοδηγούσε τους γιατρούς να αποφύγουν την ανακοίνωση άσχημων νέων στους ασθενείς, επειδή αυτό μπορεί να μείωνε τo προσδόκιμο επιβίωσης τους (Fallowfield & Jenkins, 2004; Muller, 1996; Jotkowitz et al., 2006).



Από τα μέσα του 20ου αιώνα αρχίζει να διαφαίνεται κάποια αλλαγή καθώς η ανάγκη προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας στην υγεία, οδήγησαν στη θεσμοθέτηση των δικαιωμάτων των ασθενών τα οποία συνδέονται με την έννοια της αυτονομίας και της συμμετοχής του ασθενούς στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την υγεία (Αλεξιάδης, 2000). (Jotkowitz et al., 2006; Surbone, 2006; Ruhnke G., Wilson et al., 2000; Toscani & Maestroni, 2006)



Έτσι το άρθρο 11 του κώδικα ιατρικής δεοντολογίας αναφέρεται ότι (NOMOΣ ΥΠ’ΑΡΙΘΜ. 3418/2005 "Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας." ΦEK A΄ 287/28-11-2005):

1. Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το

περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ….κτλ ….ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα ….και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων.

2. Ο ιατρός σέβεται την επιθυμία των ατόμων τα οποία επιλέγουν να μην ενημερωθούν. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ασθενής έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ιατρό να ενημερώσει αποκλειστικά άλλο ή άλλα πρόσωπα, που ο ίδιος θα υποδείξει…

Έρευνες σε βάθος χρόνου δείχνουν ότι οι παραπάνω αλλαγές συμβαδίζουν με αντίστοιχες αλλαγές στις αντιλήψεις τόσο ιατρών όσο κ ασθενών στην Ελλάδα αλλά κ σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης, σε αγγλοσαξονικές χώρες, στην Ιταλία, Ιαπωνία, Κίνα, χώρες που παλαιότερα επικρατούσε η τάση της μη ανακοίνωσης & πιστεύουν πλέον ότι οι ασθενείς με καρκίνο πρέπει να ενημερώνονται για τη διάγνωση τους (Surbone, 2004; Mystakidou et al., 1996; Chan & Loth , 2000; Smith JT., Swisher , 1998; Ikonomou et al., ’02).



Πως επικοινωνούμε την ενημέρωση που είναι πλέον αναγκαία:


Έχει βρεθεί ότι η ιατρική αποτελεσματικότητα δεν αφορά μονάχα την καλή ιατρική φροντίδα αλλά και τη σωστή επικοινωνία σε περιεχόμενο, μορφή & ποιότητα (Tate, 1994). Η κακή επικοινωνία έχει ποικίλες δυσάρεστες συνέπειες. Η κακή επικοινωνία είναι μια από τις πιο συχνές αιτίες υποβολής παραπόνων από ασθενείς κατά των ιατρών (Hunt & Glucksman, 1991; Webb, 1995) και έχει αναγνωρισθεί ως αιτιολογικός παράγων σε περισσότερες από 25% των μηνύσεων εναντίον τους (Beckman et al., 1994). Ο ασθενής μπορεί να δυσανασχετήσει με τον γιατρό του & να απορρίψει τη διάγνωση ή τις οδηγίες του με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς η εξέλιξη της νόσου του (Παπαγιάννης, 2003). Τέλος, αποτελεί έναν από τους λόγους που κάνουν τους ασθενείς να στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές ιατρικής (Vincent & Furnham, 1996).



Η επικοινωνία γιατρού-ασθενούς οδηγεί στη δημιουργία μιας σχέσης μεταξύ τους το κύριο βάρος της οποίας φέρει ο επαγγελματίας, έτσι λοιπόν σύμφωνα με τον Tate, ο ιατρός οφείλει να βάζει τον εαυτό του στη θέση του ασθενή. Αν ήταν εκείνος άρρωστος τι θα ρωτούσε το γιατρό; Τι θα αισθανόταν; Τι σκέψεις θα έκανε για τη νόσο και τη ζωή του; Τι θα δυσκολευόταν ή ντρεπόταν να ρωτήσει;

Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στην επικοινωνία και την ενημέρωση (Charles et al., 2000). Η ‘από κοινού’ προσέγγιση θεωρείται πλέον η καλύτερη μορφή επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς καθώς σημαίνει οτι πλησιάσουμε τον ασθενή για να βρούμε μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε τη καλύτερη δυνατή συμμόρφωση του στη προτεινόμενη θεραπεία καθώς δεν παραβλέπουμε τις δικές του προσδοκίες και επιθυμίες.Για να πετύχουμε αυτή την προσέγγιση θα πρέπει να δώσουμε στον άρρωστο κάποιες πληροφορίες για την κατάστασή του κάτι που στη καθημερινότητα συχνά παραμελείται.

Ενημέρωση με άσχημες ειδήσεις σε ενήλικες ασθενείς και τα προβλήματά της:


Οι γιατροί όπως όλοι μας φοβούνται τα άσχημα νέα και πολλές φορές αποφεύγουν μια συζήτηση με διάφορες προφάσεις π.χ. ο άρρωστος δεν θα το αντέχει, θα αυτοκτονήσει. Η αληθινή αιτία της αποφυγής είναι συνήθως ότι οι ίδιοι δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουμε τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ασθενών οι οποίες είναι φυσιολογικές. Κ εδώ παρουσιάζεται το 1ο μεγάλο πρόβλημα κυρίως στη Ελληνική πραγματικότητα που είναι η έλλειψη εκπαίδευσης των ιατρών σε θέματα επικοινωνίας κ ψυχολογίας. Οι ασθενείς είναι άνθρωποι. Μπορεί να βουρκώσουν, να οργισθούν, να αμφισβητήσουν τις πληροφορίες. Πρέπει ο γιατρός αυτές τις αντιδράσεις να τις περιμένει, να είναι ψυχολογικά προετοιμασμένος για αυτές και να ανταποκριθεί σωστά, ώστε να βοηθήσει τον ασθενή να περάσει από τη φάση του αρχικού σοκ στη θετική αντιμετώπιση του προβλήματος.

Επιπλέον, πρέπει να προϋπάρχουν κάποιες βασικές αρχές επικοινωνίας που πολλές φορές αποτελούν πρόκληση για την Ελληνική πραγματικότητα όπως: άνεση χώρου και χρόνου για να μιλήσουν ασθενής κ γιατρός.



Πάμε να δούμε την ενημέρωση Στην πράξη:


Όταν πρόκειται να ανακοινώσουμε δυσάρεστες ειδήσεις θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε για τα ακόλουθα ζητήματα… Ξεκινώντας από το

Ποιος θα κάνει την ενημέρωση:

Γενικά η ευθύνη της ενημέρωσης ανήκει στον θεράποντα γιατρό δηλ. ο υπεύθυνος της θεραπευτικής ομάδας π.χ. διευθυντής ή επιμελητής.

Σε ποιον θα γίνει η ενημέρωση:

Με βάση τη δεοντολογική ‘αρχή της αυτονομίας’ η ενημέρωση πρέπει να γίνεται στον ίδιο τον ασθενή. Επειδή όμως το αρχικό ‘μούδιασμα’ από τη άσχημη είδηση εμποδίζει τον ασθενή να συλλάβει κ να θυμάται όλες τις πληροφορίες, είναι καλό να μιλήσουμε ταυτόχρονα και σε ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του που ο ίδιος έχει επιλέξει που θα ναι σε θέση στη συνέχεια να συμπληρώσει τα κενά. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις π.χ. όταν ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα, η αποκάλυψη μπορεί να περιοριστεί στο συγγενικό περιβάλλον.

Τι θα περιλαμβάνει η ενημέρωση :
Ο κάθε ασθενής θα πρέπει να ενημερώνεται για τη νόσο του, τις επιπτώσεις της κ τη θεραπεία αλλά πάλι με σεβασμό κ ευαισθησία. Ο ασθενής πρέπει να ενημερώνεται ακόμα κ όταν υπάρχει διαγνωστική αμφιβολία, για αυτήν την αμφιβολία ή όταν η διάγνωση δεν απαιτεί άμεση θεραπευτική παρέμβαση για την ανάγκη παρακολούθησης. Πριν ανακοινώσουμε το δυσάρεστο είναι καλό να διερευνήσουμε με τη συζήτηση πόσα γνωρίζει ο ασθενής με μια ανώδυνη ερώτηση του τύπου ‘τι νομίζετε ότι συμβαίνει με τον πνεύμονά σας; Ή τι σας έχουν πει για την όλη κατάσταση μέχρι τώρα;’. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον πάσχοντα να εξωτερικεύσει αυτά που κατάλαβε πράγμα που ελαφρύνει το βάρος της συζήτησης για το γιατρό ο οποίος μπορεί να ξεκινήσει από την απάντηση του αρρώστου να επιβεβαιώσει το πρόβλημα κ να προχωρήσει στη διευκρίνιση κ την αντιμετώπισή του.


Πόσα θα πούμε στον ασθενή:

Έρευνα (Papagiannis et al., 1995) υποστηρίζει ότι ο ασθενής θέλει να ενημερωθεί για 4 πράγματα: το όνομα της αρρώστιας, την εντόπισή της, την πιθανή πρόγνωση κ την απαραίτητη θεραπεία. Οι εξηγήσεις που συνήθως καθησυχάζουν τον ασθενή πρέπει να είναι σε απλή γλώσσα κ να συνοδεύονται με μια οπτική παράσταση για τη νόσο σαν σκίτσο για την καλύτερη κατανόησή της. Τέλος, πρέπει να δίνεται η ευκαιρία σε κάθε ασθενή να υποβάλει τυχόν ερωτήματα που μπορεί να έχει. Η παροχή πληροφοριών είναι μια συνεχιζόμενη διαδικασία. Ο βαθμός κ ο ρυθμός της αποκάλυψης πρέπει να εξατομικεύεται ανάλογα με τον ασθενή.

Πάμε να δούμε ένα κλινικό παράδειγμα:
Γιατρός: Νομίζω ότι ολοκληρώσαμε τις εξετάσεις σας πλέον.

Ασθενής: Τι βρήκατε γιατρέ;

Γιατρός: Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όπως νομίζαμε στην αρχή.

Ασθενής: Δηλαδή δεν ήταν πνευμονία;

Γιατρός: Η πνευμονία ήταν η αφορμή για την έρευνα που κάναμε. Η αιτία της ήταν ένα εμπόδιο σε έναν βρόγχο.

(Παύση. Ο ασθενής σιωπά αλλά φαίνεται ότι περιμένει να ακούσει κι άλλα)

Γιατρός: Ο δεξιός βρόγχος στην εξέταση που κάναμε φάνηκε να είναι πολύ στενός κι έτσι πήραμε δείγματα για βιοψία.

Ασθενής: Βγήκε τίποτε κακό;

Γιατρός: Το εργαστήριο ανακάλυψε κάποια κύτταρα που μοιάζουν να είναι κακοήθη.

Ασθενής: Δηλαδή, γιατρέ, μιλάμε για καρκίνο;

Γιατρός: Νομίζω ότι μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για ένα είδος όγκου.



Στον παραπάνω διάλογο η αλήθεια ξεσκεπάζεται σταδιακά, με άνετο χρόνο κ μικρές παύσεις που επιτρέπουν την αφομοίωση της. Ο άρρωστος έχει τον χρόνο να ακούσει, να σκεφτεί κ να ρωτήσει. Η χρησιμοποίηση προοδευτικά πιο συγκεκριμένων εκφράσεων εισάγει τον ασθενή στην υποψία του καρκίνου που σιγά σιγά γίνεται βεβαιότητα. Αν ο ασθενής διακόψει το γιατρό ‘Γιατρέ, χρειάζεται να κάνω καμιά θεραπεία;’ Σημαίνει πως υποσυνείδητα αμύνεται, απωθώντας την πραγματικότητα που υποπτεύεται μεν αλλά φοβάται να αντικρύσει κ οπότε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν θέλει να συνεχίσει. Οποιαδήποτε παραπέρα αποκάλυψη θα είναι άχρηστη κ μπορεί να αναβληθεί για άλλη φορά. Από την άλλη ο άρρωστος που επιμένει στις ερωτήσεις του ίσως έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για καρκίνο κ θέλει να έχει την επιβεβαίωση κ τη διαπραγμάτευση της νόσου με το γιατρό. Ακόμα κ σ αυτή την περίπτωση η προσέγγιση θα πρέπει να είναι προοδευτική κ να αφήνει περιθώρια για ενδεχόμενες αντιδράσεις.



Ύστερα από μία διάγνωση ο ασθενής πολλές φορές ‘μουδιάζει’ διανοητικά από το νέο κ δεν μπορεί να σκεφτεί ή να παρουσιάσει κάποια συναισθηματική αντίδραση. Ακριβώς εδώ είναι που ο ασθενής έχει ανάγκη να νιώσει ότι ο γιατρός είναι δίπλα του είτε ακούγοντάς το αυτό από το γιατρό ή λαμβάνοντας ένα άγγιγμα συμπαράστασης σε αντίθεση με την κοινή πρακτική όπου ο γιατρός βομβαρδίζει τον ασθενή με πληροφορίες στην προσπάθειά του να προσπεράσει όσο πιο γρήγορα τη δύσκολη στιγμή της αλήθειας. Πάντα πρέπει να τονίζεται ότι ο κάθε ασθενής είναι μια ιδιαίτεροι περίπτωση κ δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες για όλους κ πως θα είμαστε δίπλα του ότι κ αν συμβεί. Η ψυχοογκολογία είναι μια σχετικά νέα επιστήμη στο χώρο της ψυχοθεραπείας που θα μπορούσε πέρα από τη ψυχολογική στήριξη των ασθενών να παρέχει στήριξη αλλά κ εκπαίδευση στους ίδιους τους ιατρούς σε θέματα διαχείρισης συναισθηματικού φορτίου.

Η επικοινωνία με τους συγγενείς και τα προβλήματά της:

Μια αρρώστια διαταράσσει όχι μόνο τη ζωή του ασθενούς αλλά και των μελών της οικογένειας του. Έτσι, συγχρόνως πάσχουν και οι συγγενείς που συνήθως επωμίζονται τη φροντίδα των ασθενών. Στη μέριμνά μας λοιπόν δεν θα πρέπει να αγνοούμε κ τις ανάγκες των μελών της οικογένειας καθώς έχουν κ αυτοί τις ίδιες ανάγκες επικοινωνίας κ σκοπός μας θα πρέπει να είναι το να τους βοηθήσουμε να προσφέρουν με τον πιο σωστό τρόπο τις υπηρεσίες τους στον πάσχοντα.

Ένα μεγάλο πρόβλημα για τους γιατρούς είναι ότι συχνά έρχονται αντιμέτωποι με ‘συνωμοσίες σιωπής’ όταν δηλ. οι συγγενείς ζητούν από τον γιατρό να μην αποκαλύψει στον ασθενή την αλήθεια φοβούμενοι την κακή ψυχολογική αντίδρασή του. Οι συνέπειες μιας τέτοιας συνωμοσίας για τον ασθενή είναι πολύ άσχημες καθώς πολλές φορές εκείνος υποπτεύεται την αλήθεια αλλά σκέφτεται ότι αυτή θα είναι δυσβάστακτη για τους συγγενείς κ έτσι προσπαθεί να τους προστατεύσει προσποιούμενος ότι δε γνωρίζει τίποτα. Αποτέλεσμα είναι η απομόνωσή του που ενισχύει το φόβο, το άγχος κ τη σύγχυσή του. Αντίστοιχα, οι οικείοι αναγκάζονται να αντιμετωπίζουν με ψέματα την κατάσταση απώτερη συνέπεια αυτού είναι η ανάπτυξη ενοχής κ τύψεων των συγγενών διότι στο τέλος πιστεύουν ότι δεν στάθηκαν κοντά στον ασθενή. Ο γιατρός λοιπόν θα πρέπει να διερευνά τα κίνητρα των συγγενών όταν έρχεται αντιμέτωπος με τέτοιο αίτημα.

Άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο γιατρός είναι όταν ποικίλα συγγενικά πρόσωπα ζητούν ξεχωριστά ενημέρωση ή εκφράζουν διαφορετικές απόψεις. Αυτό κουράζει το γιατρό αλλά αποτελεί κ πρόσθετο φόρτο εργασίας που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση. Είναι σημαντικό λοιπόν από την αρχή να ορίσει ο ασθενής ένα συγκεκριμένο αντιπρόσωπο που θα μπορεί να μεταβιβάζει την πληροφόρηση κ στους υπόλοιπους. Κάτι τέτοιο είναι σύμφωνο κ με την αρχή της αυτονομίας του ασθενούς όσο κ την υποχρέωση για την τήρηση του ιατρικού απορρήτου.

Άλλη δυσκολία για τον γιατρό είναι ότι μπορεί να βρεθεί μπροστά σε συγγενείς που εκδηλώνουν θυμό, οργή ή παράπονα εναντίον του ή άλλων. Ο θυμωμένος συγγενής σπάνια έχει προσωπικές διαφορές με τον γιατρό. Εάν δεν υπάρχει ιατρικό σφάλμα ή κακή ιατρική συμπεριφορά, συνήθως εκδηλώνει την προσωπική του σύγχυση κ αμηχανία μπροστά σε μια βασανιστική αρρώστια που δεν μπορεί να εξηγήσει ή να καταπολεμήσει. Όταν δεν υπάρχει κάποια δικαιολογημένη λοιπόν αιτία θα πρέπει να επιτρέψουμε στον οργισμένο συνομιλητή μας να εκτονωθεί κ αφού κατανοήσουμε την πραγματική αιτία του ξεσπάσματος να τον οδηγήσουμε στη λήψη κατάλληλης στήριξης κ φροντίδας που απευθύνεται στους ίδιους τους φροντιστές.

Η αναγγελία της δυσάρεστης είδησης αποτελεί μια από τις πιο δύσκολες μορφές διαπροσωπικής επικοινωνίας καθώς εμφανίζει ποικίλες προκλήσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να την αποφεύγουμε. Η επικοινωνία είναι μια τέχνη. Μια τέχνη που δε βασίζεται τόσο σε έμφυτο χάρισμα όσο σε κατάλληλη εκπαίδευση και κυρίως σε συστηματική καλλιέργεια.



ΠΗΓΗ:



Ομιλία στο ΣΥΝΕΔΡΙΟ: ΠΡΟΛΗΨΗ & ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ, Ξενοδοχείο Limneon, Καστοριά, 19.12.15

Μπορείτε να παρακολουθήσετε τα video και τις φωτογραφίες από την Ημερίδα στο διαδικτυακό κανάλιwww.livemedia.gr πατώντας το παρακάτω link:




Η Ψυχολογία των Γιορτών: οικογένεια, προσδοκίες, εντάσεις και φόβοι




Ανέκαθεν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς χαρακτηρίζονταν από έντονη συναισθηματική φόρτιση. Οι περισσότεροι τις ταυτίζουν με συναισθήματα χαράς, ελπίδας, αγάπης, ζεστασιάς, αισιοδοξίας, γιατί θα έρθουν κοντά με αγαπημένα πρόσωπα, θα προσφέρουν και θα πάρουν φροντίδα και αναγνώριση, θα διασκεδάσουν, θα απολαύσουν αγαπημένα φαγητά και γλυκά.

Τα Χριστούγεννα ασφαλώς είναι μια σπουδαία οικογενειακή γιορτή, αφιερωμένη περισσότερο στα παιδιά. Οι μέρες των σχολικών διακοπών, η μαγεία του στολισμού και όλες αυτές οι προετοιμασίες, τα ήθη και τα έθιμα, σημαδεύουν ανεξίτηλα την παιδική ζωή με υπέροχες, νοσταλγικές αναμνήσεις.

Παραδόσεις, λοιπόν, χριστουγεννιάτικες, αν και εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους και συνήθειες, έχουν μια παγκόσμια κυρίαρχη τελετουργική έκφραση: τη συνάντηση των περισσότερων μελών της ευρείας οικογένειας γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Υπάρχει, όμως, και μία μεγάλη αριθμητικά μερίδα ανθρώπων, που οι συγκεκριμένες γιορτές τους δυσκολεύουν πολύ και τους φορτίζουν με άγχος, νεύρα, θλίψη και μελαγχολία. Γιατί;

Η απάντηση είναι πολυδιάστατη.
Βρίσκεται στον συμβολισμό της γιορτής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και στους τρόπους με τους οποίους υποδεχόμαστε ψυχικά αυτές τις γιορτές.

Στις προσδοκίες που έχουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους.
Στα πρακτικά, ψυχικά, και υπαρξιακά κωλύματα που μας συνδέουν με τα Χριστούγεννα, αλλά κυρίως στις γνωστές, και στις λιγότερο γνωστές και σε μας τους ίδιους, στάσεις που έχουμε απέναντι στα παραπάνω.

Οι προσδοκίες των άλλων από μας, η κυριαρχία των «πρέπει» και τα ανεπίγνωστα «θέλω»

Οι γιορτές συνοδεύονται από αρκετές τελετουργικές εκδηλώσεις και συνήθειες. Από εσωτερικευμένες «φωνές» και επιταγές.

(«Τι πρέπει να κάνω για να περάσω καλά; Τι πρέπει να κάνω για να περάσουν καλά οι άλλοι; Τι περιμένουν τα μέλη της οικογένειάς μου από μένα; Τι οφείλω να αγοράσω στα παιδιά, στους γονείς, στα αδέρφια; Τι πρέπει να φορέσω για ξεχωρίσω;/ να περάσω απαρατήρητη;/ πως πρεπει να φερθώ στο πάρτι; Πως θα τα καταφέρω να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι; Θέλω να είμαι σωστή απέναντι σε όλους… κ.λ.π.)

Όταν τις γιορτές τις συνδέουμε με αμέτρητα «πρέπει» και καταναγκασμούς, όταν υπερφορτώνουμε το πρόγραμμα μας με πάρα πολλές υποχρεώσεις και δεν φροντίζουμε καθόλου τον εαυτό μας, όταν δεν ακούμε τα προσωπικά μας «θέλω» και τις πραγματικές μας ανάγκες, είναι αναμενόμενο να θέλουμε να περάσουν σαν νερό αυτές οι δύο εορταστικές εβδομάδες, για να «γλυτώσουμε από τα βασανιστήρια».

Ακόμα κι αν κάποιος είναι αποφασισμένος ότι δεν τον αφορά το κυνήγι του υπερκαταναλωτισμού των γιορτών, και δεν επιθυμεί να ενδώσει σ αυτόν, είναι πολύ δύσκολο να μην επηρεαστεί από την μαζική προσδοκία των γιορτινών ημερών.

Γιατί οι γιορτές αυτό δημιουργούν: προσδοκίες. Και ακόμα και η άρνηση του εορτασμού ή και η θλίψη και η μελαγχολία που προκύπτει συχνά από αυτές δεν παύουν να είναι μια αντί-δραση στην ασφυκτική πίεση που μας ασκούν οι εσωτερικευμένες φωνές, οι προσδοκίες που έχουμε από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά «καταπιεί» και ορίζουν τι χρειάζεται να γίνει μέσα στις γιορτές για να πάνε τα πράγματα «όπως πρέπει», αλλά όχι κατ’ ανάγκη όπως χρειάζεται για είμαστε χαρούμενοι…

Οι οικογενειακές παρεξηγήσεις
Συχνά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις μέσα στις γιορτές (ειδικά αυτές που γίνονται «κατ’ ανάγκην», και όταν οι άνθρωποι έχουν να βρεθούν καιρό) αναδύονται δυσάρεστα συναισθήματα για άλλα πρόσωπα της οικογένειας και πολλές φορές μέσα από κουβέντες προκύπτουν παρεξηγήσεις που καταλήγουν και σε τσακωμούς.

Οι άνθρωποι που έχοντας οι ίδιοι «χαθεί» μέσα στην καθημερινότητα του χρόνου που τελειώνει, κι έχοντας χαθεί -σχεσιακά μιλώντας- και με τους δικούς τους, περιμένουν τις γιορτές για να συσφίξουν τις σχέσεις τους.

Ελπίζουν ότι θα αποκαταστήσουν μέσα σε λίγες μέρες ό,τι έχασαν, παρασυρμένοι στην λήθη της καθημερινότητας, όλες τις προηγούμενες μέρες του χρόνου.

Ελπίζουν πως η μονότονη και άδεια τους ζωή θα γεμίσει, θα αλλάξει, θα μεταμορφωθεί, όπως μεταμορφώνονται οι δρόμοι και οι πλατείες που στολίζονται με φώτα και λαμπιόνια..

Η ελπίδα όμως δημιουργεί άγχος. Ο φόβος για αποτυχία και για -ακόμα μεγαλύτερη- μοναξιά μεγαλώνει, μαζί με τις προσδοκίες που έχουμε «να είναι φέτος όλα διαφορετικά…». Γι αυτό μεγαλώνει και η ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις, και κυρίως στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, αφού σε αυτές τις σχέσεις μας εναπόκεινται οι μεγαλύτερες προσδοκίες μας για ψυχική αποκατάσταση κι ευτυχία.

Απ’ την μια, συχνά άτομα, μέλη μιας οικογένειας, περιμένοντας υποσυνείδητα ότι θα απογοητευτούν και δεν θα βρουν την θαλπωρή και την φροντίδα που επιθυμούν στο οικείο τους περιβάλλον και στις κοντινές φιλικές τους σχέσεις, δημιουργούν εντάσεις και τσακωμούς, ώστε να επαληθευτεί η προϋπάρχουσα αίσθηση απογοήτευσης και ματαίωσης.

Από την άλλη, όσο κανείς επιθυμώντας την διαπροσωπική συνεύρεση, κι έχοντας την ανάγκη της αγκαλιάς –συμβολικής και φυσικής- του άλλου, προσπαθεί να τον πλησιάσει, μέσα στο κλίμα της «ζεστασιάς» των γιορτινών ημερών, τόσο μπορεί να αισθάνεται αυτό το πλησίασμα σαν κάτι επικίνδυνο, αφού ενέχει την πιθανότητα της ματαίωσης, και μπορεί να ανατρέψει την –ούτως ή άλλως- προβληματική του ψυχική ισορροπία.

Το βασικό πρόβλημα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι πως συνήθως δεν έχει επίγνωση των συναισθημάτων του ο άνθρωπος που φοβάται την εγγύτητα.

Κι έτσι, βιώνει το κάλεσμα στην εγγύτητα -που ούτως ή άλλως εμπεριέχουν αυτές οι γιορτές- ως ασφυκτικό και απαιτητικό, ιδιαίτερα αν προϋπάρχει σύγχυση στην δομή της προσωπικότητας του, και της οικογένειάς του.

Στο τέλος της ημέρας, ακόμα κι αν ο άνθρωπος βρει την ιδανική κατάσταση που ψάχνει στο εορταστικό περιβάλλον της οικογένειάς του, της συντροφικής ή της φιλικής του σχέσης υπάρχει πάντοτε ο υποσυνείδητος φόβος ότι θα την χάσει, και θα βρεθεί πάλι απογοητευμένος και μόνος.

Έτσι, συχνά πολλά άτομα έχουν την τάση να δημιουργούν διαπροσωπικές εντάσεις αυτήν την περίοδο. Εντάσεις που λειτουργούν στην συνείδηση τους ως «ζώνη ασφαλείας», η οποία θέτει μια εσωτερική απόσταση ανάμεσα στον εαυτό τους και τον άλλον άνθρωπο. Ώστε να μην απογοητευτούν σε περίπτωση που το πλησίασμα δεν πετύχει.

ΠΗΓΗ:

http://www.aftognosia.gr/psychology-katathlipsi/155-i-psychologia-ton-xristougennon-oikogeneia-prosdokies-fovoi-entaseis.html(accessed 23.12.15)

Thursday, 17 December 2015

Ο γάμος …παχαίνει!


Γάμος! Πόσοι και πόσες δεν τον ονειρεύονται, δεν φαντάζονται τη μετά γάμο ζωή γεμάτη από αναγνώριση, αποδοχή, θαλπωρή, ασφάλεια και σταθερότητα!

Μάλιστα, έρχονται και έρευνες που επιβεβαιώνουν ότι οι παντρεμένοι έχουν μεγαλύτερη δι­άρκεια ζωής από τους ελεύθερους λόγω της συντροφικό­τητας, του μοιράσματος των δύσκολων και αγχωτικών στιγμών όπως οι απογοητεύσεις, το καθημερινό άγχος, δυσκολίες στον εργασιακό τομέα, οικονομικές δυσκολίες, κλπ.

Πέρα όμως από "τα καλά του γάμου" έρχεται και άλλη μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Social Science & Medicine και που υποστηρίζει ότι ο γάμος παχαίνει!

Οι ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας στην Ελβετία και το Ινστιτούτο Ανθρώπινης Ανάπτυξης Μαξ Πλανκ, σύγκριναν το δείκτη μάζας σώματος (Δ.Μ.Σ.) των έγγαμων με των εργένηδων σε 9 ευρωπαϊκές χώρες καταλήγοντας στα παρακάτω:
τα παντρεμένα ζευγάρια και τα ζευγάρια που συζούν έχουν μεγαλύτερο δείκτη μάζας σώματος από τους εργένηδες.
τα παντρεμένα ζευγάρια και τα ζευγάρια που συζούν, αν και έχουν καλύτερες διατροφικές συνήθειες και πιο ποιοτική διατροφή, ζυγίζουν αρκετά περισσότερο (προφανώς τρώνε μεγαλύτερες ποσότητες) ενώ παράλληλα αθλούνται λιγότερο.

Πιο συγκεκριμένα, μελέτησαν 10.226 ανθρώπους (παντρεμένους και ανύπαντρους) από την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία, τις Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, και τη Ρωσία.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο μέσος δείκτης μάζας σώματος για τους παντρεμένους άνδρες ήταν 26,3, ενώ για τους εργένηδες ήταν 25,7 και για τις παντρεμένες γυναίκες ήταν 25,6 ενώ για τις αδέσμευτες 25,1.







Να τονίσουμε ότι ο φυσιολογικός δείκτης σωματικής μάζας κυμαίνεται από 18,5 έως 25. Όταν ο δείκτης αυτός κυμαίνεται από 25 έως 30 θεωρείται ότι κάποιος είναι υπέρβαρος, ενώ όταν είναι πάνω από 30 θεωρείται ότι είναι παχύσαρκος. Αντίθετα όταν ο Δ.Μ.Σ. είναι κάτω από 18,5 θεωρείται λιποβαρής.

Είναι η πρώτη έρευνα που συγκρίνει την οικογενειακή κατάσταση με το δείκτη μάζας σώματος (Δ.Μ.Σ.) σε 9 χώρες στην Ευρώπη. Μάλιστα, δεν μελέτησαν οι ερευνητές μόνο τα παντρεμένα ζευγάρια, αλλά και όσα συζούν. Μελέτησαν τις διατροφικές τους συνήθειες αλλά και τη σχέση τους με την γυμναστική.

Ο Ralph Hertwig (διευθυντής στο Ινστιτούτο Max Planck) δήλωσε: «Τα ευρήματά μας δείχνουν πώς οι κοινωνικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν την υγεία. Σε αυτήν την περίπτωση, ο θεσμός του γάμου και συγκεκριμένες αλλαγές στη συμπεριφορά εντός αυτού του πλαισίου, συνδέονται άμεσα με τη διατροφή και το σωματικό βάρος»

Πιθανή αιτιολογία:

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Daily Mail, τα ζευγάρια ανέφεραν ότι αγόραζαν περισσότερα τοπικά και μη επεξεργασμένα τρόφιμα. Ακόμη, οι παντρεμένοι άντρες ήταν πιο πιθανό να αγοράζουν βιολογικά προϊόντα και προϊόντα δίκαιου εμπορίου. Μπορεί τα ζευγάρια να επιλέγουν συνειδητά πιο υγιεινές διατροφικές συνήθειες, δεν αθλούνται όμως όπως οι αδέσμευτοι και οι αδέσμευτες με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο δείκτης μάζας στο σώμα τους. Ειδικότερα οι άντρες σε μακροχρόνιες σχέσεις είναι πιο πιθανό να τρώνε πιο συνειδητά και, κατά συνέπεια, πιο υγιεινά, όπως αναφέρει η επικεφαλής ερευνήτρια και επίκουρος καθηγήτρια Ψυχολογίας της Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, Jutta Mata.

ΠΗΓΗ:
http://www.askitis.gr/health/view/o_gamos_pachainei(accessed 17.12.15)

What we've been getting wrong about choosing gifts



Buying a gift can feel like a test. You want the gift to show how thoughtful you've been, and how you've taken the recipient's interests and personality into account. Yet according to the authors of a new psychology paper, this isn't the optimal approach. You and the recipient will likely feel closer to one another if you buy them a gift that says something about you, not them.

Lara Aknin and Lauren Human began by confirming their suspicions: hundreds of people surveyed online said that when buying gifts, they prefer to choose an item or experience that reflects the personality and interests of the person they are giving to. Similarly, people mostly said that they preferred receiving gifts that were tailored to their tastes and personality. Other survey participants were asked to recall recent gift-giving and receiving experiences, and in line with the findings for preferences, they said that, yes, they mostly gave and received gifts that were recipient-centric.

However, contrary to this received wisdom, Aknin and Human reasoned that giving a gift that reveals something of your own true self could be more effective at increasing relationship closeness because it's an act of personal disclosure. We already know from past research that sharing intimacies with others – our private thoughts and feelings – is a powerful relationship catalyst. The researchers are suggesting that giving a gift that reveals something of your self can have a similar effect.

They put this to the test by recruiting 78 participants at a shopping mall before Mother's Day. Half the participants agreed to buy a card for their mother that "reveals your true self", the other half bought a card that "reveals your knowledge of the recipient". After they'd bought the card, the participants who'd chosen one that reflected their true self said they felt closer to their mother than the control participants who did the conventional thing and bought a card that reflected their knowledge of their mother.

Next, the researchers recruited over a hundred students to choose a musical track on iTunes to give to a friend, relative or romantic partner. Half of them were instructed to choose a track that "reveals your true self"; the others did the conventional thing and chose a track that "reveals your knowledge of the recipient". This time the choice strategy didn't make any difference to how close the gift-givers felt to the recipient. But when the researchers contacted the recipients, those who received a track that revealed something of the giver's interests and passions, said they felt closer to the giver, as compared to the control participants who'd received a track that was supposed to reveal something about themselves.

The researchers said their findings have practical implications. "... [P]eople may well be advised to offer more self-reflective gifts if building stronger social connections is the underlying goal," they wrote. Further analysis showed that recipient-centric music tracks could be as effective as giver-centric tracks at promoting feelings of closeness, but this seemed partly to depend on the giver's success at choosing an appropriate track.

This last detail may help explain the mismatch between folk wisdom and the findings of this study. There's a cultural expectation and preference for giving recipient-centric gifts, but it's often not easy to choose a gift that accurately reflects the recipient's true self, and a mistaken choice can go awry if it signals how little you actually know the recipient, especially if you're giving to a man.

You could try simply asking what the recipient would like, but if that's not possible or appealing, these new results show the effectiveness of choosing a gift that reflects your own self. By doing so you are showing the courage to share a slice of yourself with the recipient. The researchers acknowledged that more research is needed to confirm the truth of this. In particular, be warned their data say nothing of the long-term effects of repeatedly giving giver-centric gifts! In fact, they warned that doing so could backfire "because it could signal self-obsession or narcissism!"

_________________________________
SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2015/07/what-weve-all-been-getting-wrong-about.html(accessed 17.12.15)

Aknin, L., & Human, L. (2015). Give a piece of you: Gifts that reflect givers promote closeness Journal of Experimental Social Psychology, 60, 8-16 DOI:10.1016/j.jesp.2015.04.006


Saturday, 12 December 2015

Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού







Η Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού γιορτάζεται στις 20 Νοεμβρίου κάθε χρόνο. Είναι η ημέρα όπου ο ΟΗΕ κατοχύρωσε την Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που περιλαμβάνει τους παρακάτω τομείς:
Τομέας Επιβίωσης,
Τομέας Ανάπτυξης,
Τομέας Προστασίας
Τομέας Συμμετοχής.

Δυστυχώς ακόμα και σήμερα, παρόλο που γίνεται τόσος ντόρος για τα δικαιώματα των παιδιών, εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να περνούν μέσα από διάφορες μορφές κακοποίησης. Εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από τη φτώχεια και την ασιτία, ακρωτηριάζονται, σκοτώνονται και μένουν ορφανά λόγω ασθενειών και πολέμων, στερούνται από τη στοιχειώδη βασική εκπαίδευση, βάλλονται καθημερινά από απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης.

Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού

Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 20 Νοεμβρίου του 1989. Είναι επικυρωμένη σε όλα τα κράτη του κόσμου, εκτός των ΗΠΑ και της Σομαλίας, ενώ στη χώρα μας επικυρώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1992 με τον νόμο 2101. Πρόκειται για το πλέον αποδεκτό κείμενο για τα ανθρώπινα δικαιώματα παγκοσμίως.

Τα δικαιώματα αυτά αναφέρονται σε κάθε παιδί μέχρι την ηλικία των 18 ετών, χωρίς να διαχωρίζει τον τόπο που ζει, το χρώμα του, την κουλτούρα του, την γλώσσα που μιλάει, τις παραδόσεις και την θρησκεία του, το φύλο του, το αν έχει και τους δύο γονείς του ή είναι ορφανό, αν έχει κάποια αναπηρία, αν είναι φτωχό ή πλούσιο. Στη σύμβαση υποστηρίζεται ότι όποιος έχει την φροντίδα του αλλά και το ίδιο το κράτος είναι υπεύθυνοι και υποχρεωμένοι εξίσου να το βοηθήσουν και να το διευκολύνουν να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί, να μάθει τα δικαιώματά του και να τα διεκδικεί, καθώς και το πώς μεγαλώνοντας θα γίνει ένας ευαισθητοποιημένος στα κοινωνικά θέματα και ελεύθερος πολίτης.



Κάθε παιδί:
Έχει δικαίωμα στη ζωή.
Έχει δικαίωμα να έχει ένα όνομα – μία ταυτότητα και αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται επίσημα από το κράτος. Έχει δικαίωμα σε μια εθνικότητα (να ανήκει σε μια χώρα).
Έχει το δικαίωμα να μένει με τους γονείς (ή γονέα) του, εκτός και αν αυτό είναι κακό για εκείνο. Έχει πάντως το δικαίωμα να ζει με μια οικογένεια που νοιάζεται για εκείνο.
Έχει το δικαίωμα να λέει τη γνώμη του και οι μεγάλοι να την ακούν και να την παίρνουν σοβαρά.
Έχει το δικαίωμα να ανακαλύπτει πράγματα και να μοιράζεται τις σκέψεις του με άλλους, μιλώντας, ζωγραφίζοντας, γράφοντας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εκτός και αν αυτός βλάπτει ή προσβάλλει άλλους ανθρώπους.
Έχει το δικαίωμα να επιλέξει τη δική του θρησκεία και τα πιστεύω. Οι γονείς του θα πρέπει να το βοηθήσουν να αποφασίσει τι είναι σωστό και τι λάθος και ποιο είναι το καλύτερο για εκείνο.
Έχει το δικαίωμα να διαλέξει τους φίλους του και να συμμετέχει ή να φτιάξει ομάδες, φτάνει αυτό να μην βλάπτει άλλους.
Έχει δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική του ζωή.
Έχει το δικαίωμα να λαμβάνει πληροφορίες που είναι σημαντικές για την ευημερία του, από το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες, βιβλία, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλες πηγές. Οι ενήλικες πρέπει να βεβαιωθούν πως οι πληροφορίες που λαμβάνει το παιδί δεν είναι βλαβερές και να το βοηθήσουν να βρει και να καταλάβει τις πληροφορίες που χρειάζεται.
Έχει το δικαίωμα να προστατεύεται από το να πάθει κακό ή να το κακομεταχειριστούν, στο σώμα ή το μυαλό.
Έχει το δικαίωμα σε ειδική φροντίδα και βοήθεια αν δεν μπορεί να ζήσει με τους γονείς του, αλλά και σε φροντίδα και προστασία αν το υιοθετήσουν ή το αναλάβει ανάδοχη οικογένεια.
Έχει δικαίωμα σε ειδική φροντίδα και βοήθεια αν είναι πρόσφυγας (εάν εξαναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι του και ζει σε άλλη χώρα), όπως και σε όλα τα άλλα δικαιώματα αυτής της Σύμβασης.
Έχει δικαίωμα σε ειδική εκπαίδευση και φροντίδα αν έχει κάποια αναπηρία, καθώς και σε όλα τα άλλα δικαιώματα αυτής της Σύμβασης, ώστε να μπορεί να ζήσει μια ολοκληρωμένη ζωή.
Έχει δικαίωμα στην καλύτερη δυνατή φροντίδα για την υγεία του, καθαρό νερό να πιει, θρεπτικό φαγητό, ένα καθαρό και ασφαλές περιβάλλον και τις πληροφορίες που θα το βοηθήσουν να μείνει υγιές.
Έχει δικαίωμα για βοήθεια από το κράτος αν είναι φτωχό ή βρίσκεται σε ανάγκη.
Έχει δικαίωμα σε φαγητό, ρούχα, ένα ασφαλές μέρος να ζήσει και να ικανοποιούνται οι βασικές του ανάγκες. Δεν πρέπει να μειονεκτεί με τρόπο που να μην μπορεί να κάνει πολλά από τα πράγματα που κάνουν τα άλλα τα παιδιά.
Έχεις δικαίωμα σε εκπαίδευση καλής ποιότητας. Πρέπει να ενθαρρύνεται να πηγαίνει στο σχολείο μέχρι την υψηλότερη τάξη που μπορεί. Η δε εκπαίδευσή του πρέπει να το βοηθά να χρησιμοποιεί και να αναπτύσσει το ταλέντο και τις ικανότητές του. Πρέπει επίσης να το βοηθάει να μάθει να ζει με ειρήνη, να προστατεύει το περιβάλλον και να σέβεται τους άλλους ανθρώπους.
Έχει το δικαίωμα να εξασκεί τις παραδόσεις του, τη γλώσσα και τη θρησκεία του - ή όποια άλλη επιλέξει. Μειονότητες και ιθαγενείς ομάδες χρειάζονται ιδιαίτερη προστασία αυτού του δικαιώματος.
Έχει δικαίωμα στο παιχνίδι και την ξεκούραση.
Έχει δικαίωμα προστασίας από εργασία που το βλάπτει και που είναι επιβλαβής για την υγεία και την εκπαίδευσή του. Εάν εργάζεται, έχει το δικαίωμα να είναι ασφαλές και να πληρώνεται ικανοποιητικά.
Έχει δικαίωμα προστασίας από επιβλαβή ναρκωτικά και από το εμπόριο ναρκωτικών.
Έχει δικαίωμα σε μια ζωή ελεύθερη από σεξουαλική κακοποίηση.
Έχει δικαίωμα προστασίας από κάθε μορφή εκμετάλλευσης.
Κανείς δεν επιτρέπεται να το τιμωρεί με σκληρό ή επιβλαβή τρόπο.
Έχει δικαίωμα σε προστασία και ελευθερία από τον πόλεμο. Παιδιά κάτω των 15 ετών δεν μπορούν να αναγκαστούν να πάνε στο στρατό ή να συμμετέχουν σε πολέμους.
Έχει δικαίωμα σε βοήθεια αν πληγωθεί, αν παραμεληθεί ή αν το κακομεταχειρισθούν.





Στατιστικά στοιχεία

Στοιχεία από το Χαμόγελο του Παιδιού για το 2015

Η «Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056», έλαβε συνολικά 784 καταγγελίες σοβαρών περιστατικών κακοποίησης παιδιών, εκ των οποίων 98% ανώνυμες και μόνο 2 % επώνυμες.

Οι καταγγελίες αφορούσαν στο σύνολο τους 1.545 παιδιά, εκ των οποίων τα 728 (47%) αγόρια, τα 663 (43%) κορίτσια, ενώ για 154 (10%) παιδιά δεν ήξεραν το φύλο τους.

Το 40% των παιδιών ήταν ηλικίας από 0 έως 6 ετών, ενώ το 48% του συνόλου των παιδιών υφίσταντο σωματική κακοποίηση. Σε ποσοστό 92% θύτες είναι οι γονείς, και οι δύο ή ένας από τους δύο.

«Το Χαμόγελο του Παιδιού» πραγματοποίησε 95 επιτόπιες παρεμβάσεις για 137 παιδιά. Μετά την παρέμβαση και τη διενέργεια κοινωνικής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι από τα 137 παιδιά τα 112 (82%) είχαν ανάγκη άμεσης απομάκρυνσης από το οικογενειακό περιβάλλον, τα 14 (10%) υποστηρικτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών και τα 11 (8%) χρειάζονταν άλλη εξειδικευμένη υπηρεσία.

Από το σύνολο των παιδιών που είχαν ανάγκη απομάκρυνσης από το οικογενειακό περιβάλλον 7 (5%) παιδιά μένουν σε Σπίτια του Οργανισμού.

Στους 9 μήνες λειτουργίας του, «Το Σπίτι του Παιδιού» στήριξε 189 παιδιά, καθώς και τους γονείς ή φροντιστές τους.

Παραπομπές περιπτώσεων ή αιτήματα για θεραπεία υπήρχαν από κρατικούς και εθελοντικούς φορείς, αλλά και απευθείας από γονείς που αναζητούν βοήθεια για τα παιδιά τους και έμαθαν για το Κέντρο Ημέρας είτε από πηγές ενημέρωσης είτε από τον κοινωνικό τους περίγυρο.

Κακοποίηση των Παιδιών-Διεθνή Στατιστικά Στοιχεία για το 2015

Τουλάχιστον 1 στα 5 κορίτσια και 1 στα 10 αγόρια πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης πριν την ηλικία των 18, αλλά μόνο 1 στα 3 περιστατικά καταγγέλλεται (ICMEC).

Το 1% του ανδρικού πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο αναπτύσσει παιδοφιλικά κίνητρα. Με παγκόσμιο ανδρικό πληθυσμό στα 3,5 δισ. το 1% συνεπάγεται 35 εκατ. άνδρες. Ακόμα και αν αποκλείσουμε τα παιδιά από αυτό τον αριθμό, το νούμερο είναι τρομακτικό. (ICMEC Global Health Coalition). 20,9 εκατομμύρια είναι θύματα καταναγκαστικής εργασίας εκ των οποίων 4,5 εκατ. (22%) καταναγκαστικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης (Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας). 2 εκατομμύρια παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με τη σεξουαλική κακοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε χρόνο (ICMEC).



Στοιχεία από την έκθεση της Unicef για τους μήνες Μάρτιο - Οκτώβριο 2014

Από το 2008 μέχρι σήμερα η Ελλάδα παρουσιάζει σχεδόν διπλάσια αύξηση στο ποσοστό παιδική φτώχειας. Πιο συγκεκριμένα:
Το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες φτώχειας έχει τριπλασιαστεί. Το 1/3 του ελληνικού πληθυσμού που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας αποτελείται από παιδιά κάτω των 18 ετών.
Σημαντικό ποσοστό μη προνομιούχων παιδιών δεν έχουν καν πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική κάλυψη.
Το ποσοστό των παιδιών και νέων, από 15 έως 24 ετών, που δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση ή την εργασία έχει διπλασιαστεί, αγγίζοντας το 20%.
Η Ελλάδα βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως στη σωματική κακοποίηση και το σχολικό bullying, στις ηλικίες 11-15 ετών.

Στοιχεία από το Χαμόγελο του Παιδιού για το 2014

Από 1/1/2014 έως και 31/10/2014 «Το Χαμόγελο του Παιδιού» δέχτηκε 629 καταγγελίες σοβαρών περιστατικών κακοποίησης παιδιών:
Το 98,5% των καταγγελιών ήταν ανώνυμες
Οι καταγγελίες αφορούσαν συνολικά 1.254 παιδιά, από τα οποία τα 597 (47%) ήταν αγόρια, 503 (40%) κορίτσια και 157 (13%) παιδιά για τα οποία δεν ήταν γνωστό το φύλο ή η ηλικία τους.
Το 42% των παιδιών ήταν 0-6 ετών
Το 43% των καταγγελιών αφορούσε σε σωματική κακοποίηση και σε ποσοστό 91% θύτες είναι οι γονείς, και οι δύο ή ένας από τους δύο.

Στο ίδιο διάστημα, το «Το Χαμόγελο του Παιδιού» χειρίστηκε 92 περιστατικά στα οποία χρειάστηκε η επιτόπια παρέμβαση των κοινωνικών λειτουργών και ψυχολόγων του Οργανισμού.

Τα περιστατικά αφορούσαν 151 παιδιά από τα οποία:
Το 91% είχαν ανάγκη άμεσης απομάκρυνσης από το οικογενειακό τους περιβάλλον, Το 8% είχαν ανάγκη υποστηρικτικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών και
Το 1% είχε ανάγκη άλλης εξειδικευμένης υπηρεσίας.

Από το σύνολο των παιδιών που είχαν ανάγκη απομάκρυνσης από το οικογενειακό περιβάλλον, τα 17 παιδιά (11%) μεγαλώνουν στα Σπίτια του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού».

Παγκόσμια στοιχεία
1 στα 5 κορίτσια και 1 στα 10 αγόρια πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης πριν την ηλικία των 18, αλλά μόνο 1 στα 3 περιστατικά καταγγέλλεται (ICMEC).
20.9 εκατομμύρια παιδιά είναι θύματα καταναγκαστικής εργασίας, από τα οποία 4.5 εκ (22%) είναι θύματα καταναγκαστικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εργασίας.
2 εκατομμύρια παιδιά έρχονται αντιμέτωπα με τη σεξουαλική κακοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο κάθε χρόνο (ICMEC).

Που μπορεί να απευθυνθεί ένα παιδί ή και ένας γονιός για να ενημερωθεί ή ακόμη και να ζητήσει βοήθεια;

Στους παρακάτω φορείς μπορούν να απευθύνονται παιδιά και γονείς, που θέλουν να ενημερωθούν ή και να ζητήσουν βοήθεια γύρω από την ασφάλεια, την προστασία και την ευημερία των παιδιών.

Unicef: 210 - 72.55.555, 210 - 72.52.555, info@unicef.gr

Χαμόγελο του Παιδιού: Εθνική τηλεφωνική γραμμή για τα παιδιά SOS 1056

Συνήγορος του Παιδιού: cr@synigoros.gr, 213 - 13.06.703 (Γραμματεία), 800.11.32000 (γραμμή για παιδιά)

Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού: 210 - 88.46.590


ΠΗΓΗ:
http://www.askitis.gr/educational/view/pagkosmia_imera_gia_ta_dikaiomata_toi_paidioi(accessed 12.12.15)

The reason why ‘everyday heroes’ emerge in atrocities



Despite the horror of events such as the Paris attack, it is common to hear stories of extreme, selfless bravery. What makes people risk their lives to save others?


Ludovico Boumbas was meant to be enjoying a friend’s quiet birthday meal when the shooting began at the Belle Equipe in Paris on Friday. He could have just dived for cover in terror, but when he saw a gunman take fire at a woman nearby, some other instinct took over. Friends say that he dived in front of the oncoming bullet, saving her life while ending his own.

The day before, almost 2,000 miles to the east, Adel Termos in Beirut had shown similarly selfless bravery. Seeing a man in an explosive vest approaching a crowd of people, he tackled him to the ground, detonating the bomb, a move that undoubtedly saved lives.

Two ordinary men, who showed extraordinary courage when atrocity struck. As the world comes to terms with the events of the last few days, we may hear many other tales of everyday heroism.

Why do some people show such amazing bravery? For those who give their lives, we can never know what was going through their minds, but David Rand at Yale University has examined many similar cases of everyday heroism to try to understand the thinking behind these kinds of selfless acts – and his findings should offer a chink of light in these dark times.





While remembering the victims, we can also learn from their courage (Credit: Getty Images)




When forced to make rapid, intuitive decisions, we tend to act the most selflessly

Rand’s previous studies had examined a more fundamental question: are we naturally predisposed to being selfish, or selfless? One idea was that our automatic response to any event would be to get what we can for ourselves, and we will only perform good deeds when we have calculated that there will be a greater reward later on. Being good, those psychologists said, takes a conscious, deliberate effort to suppress our worst impulses.

Yet in his experiments in the lab, Rand found the opposite: the less time people had to deliberate in his tests, the most selflessly they acted. He asked participants to play simple games for money, for instance. He found that they were more likely to share their cash with other players if they were rushed, so that they had to act intuitively rather than analytically. Equally, asking people to memorise a number – suppressing their conscious thought – while they played the games also made them more generous. There was some variation between people, of course, but on average, it seemed that they werenaturally predisposed to being cooperative and kind. They didn’t have to think about it; they just intuitively acted fairly. “Our default is to cooperate,” Rand says.

That’s not to say that the behaviour doesn’t have its benefits in the long-term; people who are cooperative may be more likely to reap a reward in the future, so perhaps we’ve all just learnt that it pays to be nice. But the idea that humans are naturally, intuitively generous is still somewhat more optimistic than the idea that our selfish desires are only suppressed by a calculating, rational mind.





Survivors of traumatic events - such as the 2005 Tube bombings in London pictured here - often report of the extraordinary kindness of strangers (Credit: Getty Images)




I had only two thoughts: one, I have to get him out of the door, and two, ‘Oh my God, this guy could kill me’ – Kermit Kubitz

Rand was interested in more than just sharing money, however. “I was curious whether the pattern extended when the stakes were higher,” he says, so he went on to study the jaw-dropping examples of “extreme altruism”, the kind we are now hearing from Paris and Beirut. For material, he looked to people who had won a Carnegie Hero Medal, ordinary civilians who had risked their own life to save another. He points to Christine Marty, for instance, who swam across deep floodwater in Pennsylvania to save a pensioner from drowning in his car. Or Kermit Kubitz, who saw a stabbing in his local bakery. “I had only two thoughts: one, ‘I have to get him out of the door,’ and two, ‘Oh my God, this guy could kill me, too,’” he later said. “I ended up on my back with the knife in my ribs.”

Using media reports from around the time of their heroism, Rand gathered statements from around 50 of the medal-winners about their good deeds. An independent team then rated the descriptions across various psychological factors to see whether they appeared to reflect intuitive decisions or whether their bravery was the result of deliberation, in which they had to persuade themselves it was the right thing to do.


I just did what I felt like I needed to do. You don't think about someone making that big a deal out of it – Daryl Starnes

In total, the vast majority – around 90% ­– of the acts appeared to be based on gut instinct. Importantly, they made these decisions even when they would have had enough time to hesitate and deliberate, and perhaps even persuade themselves not to help. Yet in most cases, those doubts don’t seem to have entered their heads: within a split-second, they knew they had to act for the good of another, even if it meant risking their own life. “Almost across the board, it was a highly automatic, intuitive response,” he says.

Consider Daryl Starnes, for instance – a 70-year-old man who dived into a burning vehicle to save the woman inside. “I just did what I felt like I needed to do. You don't think about someone making that big a deal out of it,” he later said. Marty’s response was similarly spontaneous as she saved the drowning man. “I'm thankful I was able to act and not think about it,” she said.





After the attacks in Paris, citizens across the world have come together to remember the lives of the victims (Credit: Getty Images)




Being kind and selfless was part of their autopilot

Rand explains it like this. The brain has two operating modes, he says, that could broadly be called fast and slow-thinking. Slow-thinking is conscious, analytical and logical, while fast-thinking is the autopilot, built from habit, which can react at a moment’s notice. Although the heroism may seem to come out of the blue, Rand thinks the extreme altruists had been incubating their selfless tendencies throughout their daily lives, so that helping others was part of that “fast-thinking” autopilot. This may be combined with a general impulsiveness, and heightened capacity for empathy – evidence from other extreme altruists suggest that their brains respond very strongly to emotional expressions of fear, and distress. “Emotion is the force that drives you when you have these intuitions,” Rand says. The result is that when they faced their crisis, this fast-thinking took over, leading them to act before doubt had taken over.

Importantly, Rand thinks we could all learn from their good actions. “If you get into habit of being cooperative, that becomes the default, and it will mean that you more likely to act that way in other contexts,” he says. “You cultivate the habits of virtue.”

When faced with terrorism, it is natural to take a dark view of humanity – for fear and suspicion to dominate our thoughts. But the stories of Boumbas, Termos and the Carnegie Heroes reminds us altruism and heroism can become our second nature too – an instinct that cannot be quenched even in the direst circumstances.

SOURCE:
http://www.bbc.com/future/story/20151117-the-reason-why-everyday-heroes-emerge-in-atrocities(accessed 12.12.15)

Monday, 7 December 2015

Intergenerational trauma - Mechanisms of transmission



Mechanisms of transmission - Historical trauma
There is some difficulty in isolating transmission mechanisms because the current context that is the result of historical events (for example the boarding school catastrophe in American Indians) can continue to affect traumatised populations (Whitbeck et al 2004). With that in mind, Kellerman (2001a) has identified four pathways of transmission, each corresponding to a different theoretical model: Sociocultural and socialisation models, family systems models, psychodynamic models and biological models.

Sociocultural and socialisation models of transmission are based on social learning theories and focus on the child's learning certain behaviours by observing the parents and the social environment. According to Kellerman, the earliest psychoanalytic conceptualisations of "survivor syndrome" following the holocaust (Barocas 1975) led to the identification of a number of symptoms in the parents that included anxiety, depression, guilt, nightmares, and numbing. All of these can be detected by children. Yehuda et al. (2008) found that the presence of post-traumatic symptoms in the offspring of Holocaust survivors was related to the children's perception of their parents' symptoms. Research has also demonstrated that children of survivors may feel that their parents pass a burden on to them (Letzter-Pouw & Werner 2013, Letzter-Pouw et al.2014, Kellerman 2001b).

Writing about Native Americans, Duran and Duran (1995) suggested that because historical trauma becomes part of the cultural memory of a community, it is transmitted by the same mechanisms as all cultural memory and is therefore normalised.

The family systems model focuses on communication between generations, what is talked about or kept a secret, the blurring of boundaries between generations, and the reconfiguration of roles within the family. The parents' fear that children may fall under threat means that they will often become overprotective, and the children themselves over dependent, as was reported in research with Holocaust survivors (Barocas & Barocas 1980, cited in Kellerman 2001b). Additionally, research has suggested that adolescence is a particularly difficult period for such parents to manage because of their own historical problems (Krell 1997, cited in Kellerman 2001b). Communication problems (Trossman 1968, cited in Kellerman 2001b), and difficulties expressing and managing emotions (Nadler et al. 1985, cited in Kellerman 2001b) have also been identified.

The psychoanalytic perspective which pioneered single case study research from the 1960's made a significant contribution to the understanding of pathogenic transmission mechanisms. Judith Kestenberg (1970, 1980, 1982) wrote of a "time tunnel" to describe the transmission of trauma in Holocaust survivors. She described the process as a resurrection of dead objects that have not been sufficiently mourned by the parent in the mind of the child. The child's own psychic centre is dislocated to accommodate the "transposed" context.

Haydee Freyberg similarly wrote of "a telescoping of generations", a "tyrannical intrusion of history" (1980, p. 99). Ilse Grubrich-Simitis (1984), also working with children of Holocaust survivors, put forward the concept of "concretism" to describe the child's ego's lack of capacity to use metaphor to structure time, as a result of the parent's failure to support the child's developing ego. A particularly eloquent account of aspects of the above authors' work is offered by Connolly (2011, p. 612).

Thus the death of time creates a dissociation between history and memory with the result of the creation of a history without memory, history as abstract dead facts, and a memory without history, purely subjective, mythical and therefore ineffective for the creation of meaningful narratives.

Dr Aileen Alleyne (2004, 2005) has focused on the passing of a "legacy of pain" in Afro-Caribbean descendants of slaves, leading to a preoccupation with this pain in what she calls "the cycle of events". The various ways that black individuals communicate with others and themselves, their values and belief systems, their parenting styles and life choices, and their drive, determination and self-worth are partially affected by the intergenerational transmission of the "enemy within". This involves the transmission of scripts detailing anxieties and the ensuing defences/adaptations about relationships with white people. Splits in the ego and paranoid-schizoid processes lead to self-hatred, hypervigilance, and the anticipation of conflict. A significant part of black identity, Dr Alleyne suggests, is structured in relation and in contrast to whiteness.

Volkan (1998, no date), writing from his experience with primarily Eastern European populations affected by armed conflict, writes of "chosen traumas" and the "depositing" (Volkan 2011) of an already formed self or object image in the child's developing self-representation that acts as a "psychological gene" and impels the child to perform tasks such as to repair the mother's psychological well-being or to represent an opportunity for dealing with the trauma in the future. Many more papers are available at Dr Volkan's website.


Mechanisms of transmission - Familial trauma

A particular approach to understanding the intergenerational transmission of familial trauma has been put forward by Susan Berger (2014). In this psychodynamic account, which implicitly also contains a family systems component, the main route of transmission is through changes in family structures. She attempts to understand this by conceptualising the family as a working group (Bion 1960). She argues that tolerating aggression is a central task in a family in order to manage the tasks of individuation and separation faced by the next generation. However, the parent's identification with the aggressor, a common outcome of abuse, is often transmitted to the child resulting in confusion and complication of these developmental tasks as aggression cannot be appropriately localised to present circumstances. Additionally, in the case where the family becomes isolated due to the use of unusual adaptations in the community, there is a risk that an "us and them" mentality develops that is organised around the fight or flight basic assumption (Bion 1960).

Fonagy's model of mentalization (Fonagy et al. 2002) was originally developed to explain early abuse or neglect but, given the ambition of the mentalizing model, (see below), its explanatory potential is not limited to overt early trauma. In an attempt to explain dissociation in the absence of discernible early trauma, Fonagy (1999) focuses on the mechanism by which dissociative defences can be directly transmitted from caregiver to offspring. This model expands on Winnicott's views on the risk of the parent mirroring his or her own mental state to the infant, resulting in the absorption of the parent's self-structure by the infant's self-representation. This can include the parent's dissociative defence. Fonagy explains that this process differs from identification in that a space is created in the infant's mind in which traumatic content can be directly transmitted. This model can be applied to both historical and familial trauma depending on the content that has become dissociated.


Mechanisms of transmission - Attachment trauma

An understanding of how attachment trauma is transmitted from parent to infant arguably dates back to the work of Sandor Ferenczi. Ferenczi's (1949) theorised the installation of an "alien transplant" in the psyche of the child when "adult passions" (particularly around sexuality and aggression) breached the "tenderness" of the child. The parent's own denied traumas would find a way in the child's psyche that would introject the childhood guilt of the adult aggressor, leading to a chronic sense of feeling bad and unworthy.

There have been numerous recent contributions from the relational perspective (particularly American intersubjective and relational psychoanalysis). Brothers (2008) and Storolow (2007) emphasise that trauma shatters familiarity and leads to a loss of meaning and loss of a coherent and recognisable sense of self. Brothers argued that trauma destroys what she calls Systemic Emergent Certainties (SEC) which are replaced by "trauma generated certitudes". The latter rely on dissociation to exclude affecting knowledge and experience which threatens to disrupt the continuity of the traumatised self. The effect of dissociation is a loss in context sensitivity so that the same expectations come to be generalised across a vast range of situations. The traumatised parent feels under threat from the affective expressions of the infant, because the complexity of these presents a threat to the rigid and simplistic trauma generated certitudes, resulting from the restriction of affective experience by dissociation.

There is probably a general agreement in developmental psychology, intersubjective/ relational psychoanalysis, and British psychoanalysis that the effects of trauma are transmitted through moment to moment exchanges between an infant and his or her primary caregiver, a process which is largely nonverbal. The traumatised parent is unable to offer attunement and affective synchronisation to the infant. Allan Schore has studied this process in depth (Schore 2003a, 2003b).

In a British context, Fonagy's theory of mentalizing (Bateman & Fonagy 2004, 2006, Fonagy et al. 2002) is a useful framework to understand the intergenerational transmission of attachment trauma. It is not the particular early relational templates that are transmitted, but the parent's own mentalizing difficulties that complicate the parent's capacity to hold the child in mind. This process inevitably results in the child's emergent mentalizing capacities being undermined. Additionally, the parent's own split off experiences of trauma become communicated to the child in the form of an installation of an alien self which then needs to be projected in order to restore the coherence of the self.


Bibliography

Alleyne, A 2004, December, 'The internal oppressor and black identity wounding', Race andCulture, [online] available at: http://www.confer.uk.com/modules/intergenerational/pdf/aileen-alleyne-paper2.pdf [Accessed 17 Oct. 2014].

Alleyne, A 2005, 'Invisible injuries and silent witnesses: the shadow of racial oppression in workplace contexts', Psychodynamic Practice, [online] vol. 11, no. 3, pp. 283-299, available at: http://dx.doi.org/ 10.1080/14753630500232222 [Accessed 17 Oct. 2014].

Barocas, H 1975, 'Children of purgatory: reflections on the concentration camp survivalsyndrome', International Journal of Social Psychiatry, [online] vol. 21, pp. 87-92, available at:http://dx.doi.org/10.1177/002076407502100202 [Accessed 17 Oct. 2014].

Barocas, H & Barocas C 1980, 'Separation and individuation conflict in children of Holocaust survivors' Journal of Contemporary Psychotherapy, vol. 11, pp. 6-14.

Bateman, A & Fonagy, P 2004, Psychotherapy for borderline personality disorder, Oxford University Press, Oxford, England.

Bateman, A & Fonagy, P 2006, Mentalization-based treatment for borderline personality disorder, Oxford University Press, Oxford England.

Berger, S 2014, 'Whose trauma is it anyway? Furthering our understanding of its intergenerational transmission', Journal of Infant, Child, and Adolescent Psychotherapy, [online] vol. 13, no. 3, pp. 169-181, Available at: http://dx.doi.org/10.1080/15289168.2014.937975 [Accessed 1 Nov. 2014].

Bion, WR (1960), Experiences in groups, Routledge, London, England, 1968.

Brothers, D 2008, Toward a psychology of uncertainty, Analytic Press, New York, NY.

Connolly, A (2011), 'Healing the wounds of our fathers: intergenerational trauma, memory, symbolization and narrative', Journal of Analytical Psychology, [online] vol. 56, pp. 607-626, available at:http://dx.doi.org/10.1111/j.1468-5922.2011.01936.x [Accessed 17th Oct. 2014].

Danieli, Y 1998, International handbook of multigenerational legacies of trauma, Plenum Press, New York, NY.

Duran, E & Duran, B 1995, Native American post-colonial psychology, State University of New York Press, Albany, NY.

Ferenczi, S 1949, 'Confusion of the tongues between the adults and the child: the language of tenderness and of passion', International Journal of Psychoanalysis, [online] vol. 30. Pp. 225-230, available at:http://kevinsartain.com/aps/confusion-of-the-tongues-between-the-adults-and-the-childe28094the-language-of-tenderness-and-of-passion.pdf [Accessed 17 Oct. 2014].

Fonagy, P. (1999). The transgenerational transmission of holocaust trauma. Attachment & Human Development, [online] vol. 1, no. 1, pp. 92-114, available at: http://dx.doi.org/10.1080/14616739900134041[Accessed 17 Oct. 2014].

Fonagy, P, Gyorgy, G, Jurist EL & Target, M 2002, Affect regulation, mentalization, and the development of the self, Other Press, New York, NY.

Freyberg, J 1980, 'Difficulties in separation-individuation as experienced by offspring ofNazi Holocaust survivors', American Journal of Orthopsychiatry, vol. 50, no. 1, pp. 87-95, available at:http://dx.doi.org/10.1111/j.1939-0025.1980.tb03265.x [Accessed 19 Oct. 2014].

Grubrich-Simitis, I 1984, 'From concretism to metaphor: thoughts on some theoretical and technical aspects of the psychoanalytical work with children of Holocaust survivors'. Psychoanalytic Study of the Child, vol. 39, p. 301ff.

Kellerman, NPF 2001a, 'Transmission of Holocaust trauma: an integrative view', Psychiatry, vol. 64, no. 3, pp. 256-267.

Kellerman, NPF 2001b, 'Perceived parental rearing behavior in children of Holocaust survivors', Israel Journal of Psychiatry and Related Sciences, vol. 38, pp. 58-68.

Kestenberg, J 1972, 'Psychoanalytic contributions to the problem of children of survivors from Nazi persecution', Israel Annals of Psychiatry, vol. 10, pp. 311-325.

Kestenberg, J 1980, 'Psychoanalysis of children of survivors from the Holocaust: case presentations and assessment', in M Bergmann & M Jucovy (eds), Generations of Holocaust, Basic Books, New York, NY, pp. 137-158.

Kestenberg, J 1982, 'A metapsychological assessment based on an analysis of a survivor's child', in M Bergmann & M Jucovy (eds), Generations of Holocaust, Basic Books, New York, NY, pp. 137-158.

Krell, R 1997, 'Psychological reverberations of the Holocaust in the lives of child survivors', [online] available at: http://www.ushmm.org/m/pdfs/20040908-krell.pdf [Accessed 17 Oct. 2014].

LeGruy, J 2005, Post traumatic slave syndrome, Joy DeGruy Publications, Portland, OR.

Letzter-Pouw, SE, Shrira, A, Ben-Ezra, M & Palgi, Y 2014, 'Trauma transmission through perceived parental burden among Holocaust survivors' offspring and grandchildren', Psychological Trauma: Theory, Research, Practice, and Policy, [online] vol. 6, no. 4, pp. 420-429, available at: http://dx.doi.org/10.1037/a0033741[Accessed 17 Oct. 2014].

Letzter-Pouw, SE & Werner, P 2013, 'The relationship between female Holocaust childsurvivors' unresolved losses and their offspring's emotional wellbeing', Journal of Loss and Trauma, [online] vol. 18, pp. 396-408, available at: http://dx.doi.org/10.1080/15325024.2012.701126 [Accessed 17 Oct. 2014].

Nadler, A, Kav-Venaki, S & Gleitman, B 1985, 'Transgenerational effects of the Holocaust: externalization of aggression second generation of Holocaust survivors', Journal of Clinical and Consulting Psychology, [online] vol. 53, pp. 365-369, available at: http://dx.doi.org/10.1037/0022-006X.53.3.365 [Accessed 17 Oct. 2014].

Schore, A 2003a, Affect regulation & the repair of the self, WW Norton Publishing Inc, New York, NY.

Schore, A 2003b, Affect dysregulation & disorders of the self, WW Norton Publishing Inc, New York, NY.

Stolorow, RD 2007, Trauma and human existence: autobiographical, psychoanalytic, and philosophical reflections, The Analytic Press, Hillsdale, NJ.

Trossman, B 1968, 'Adolescent children of concentration camp survivors', Canadian Psychiatric Association Journal, vol. 12, pp. 370-377.

Volkan, VD 1998, August, 'Tansgenerational transmissions and chosen traumas', Opening address XIII International Congress International Association of Group Psychotherapy [online] available at:http://www.vamikvolkan.com/Transgenerational-Transmissions-and-Chosen-Traumas.php [Accessed 17 Oct. 2014].

Volkan, VD no date, 'Bosnia-Herzegovina: chosen trauma and its transgenerational transmission, [online] available at: http://www.vamikvolkan.com/Bosnia-Herzegovina%3A-Chosen-Trauma-and-Its-Transgenerational-Transmision.php [Accessed 17 Oct. 2014].

Whitbeck, LB, Adams, GW, Hoyt, DR & Chen, X 2004, 'Conceptualizing and measuring historical trauma among American Indian people', American Journal of Community Psychology, vol. 33, no. 3-4, pp. 119-30.

Yehuda, R, Bell, A, Bierer, LM & Schmeidler, J 2008, 'Maternal, not paternal PTSD is related to increased risk for PTSD in offspring of Holocaust survivors', Journal of Psychiatric Research, [online] vol. 42, pp. 1104-1111, available at: http://dx.doi.org/ 10.1016/j.jpsychires.2008.01.002 [Accessed 17 Oct. 2014].

Yehuda, R, Halligan, SL & Bierer, ML 2001, 'Relationship of parental trauma exposure and PTSD to PTSD depressive and anxiety disorders in offspring', Journal of Psychiatric Research, [online] vol. 35, pp. 261-270, available at: http://dx.doi.org/10.1016/S00223956(01)000322 [Accessed 17 Oct. 2014].

Treatment approaches to intergenerational trauma


Historical trauma

One of the challenges common to the various treatments of historical trauma is the difficulty in forming an alliance with the survivors. This should be kept in mind when reflecting on the protocols listed below.

Holocaust survivors: According to Kellerman (2001), Holocaust survivors in Israel do not want to be treated as psychiatric patients. Whilst acknowledging that there is a dearth of research in treating Holocaust trauma he discusses a number of aspects of treatment as offered by the AMCHA, 'National Israeli Center for Psychosocial Support of Survivors of the Holocaust and the Second Generation'. Treatment approaches and techniques vary according to age, status as an adult or child survivor etc. A draft of this paper can be foundhere.

Native Americans: Brave Heart (1998) conducted research on a 4-day psychoeducational intervention aimed at 45 Lakota human service providers. She found that as individuals became more informed about the nature of historical trauma, they became better able to understand its impact and association with emotions such as grief. Contexts such as the one provided by Dr Brave Heart can function as fora where powerful stories, songs, histories and strategies for resilience can also be shared, initiating or reinforcing the intergenerational transmission of resilience (Denham 2008).

Aboriginal communities: Atkinson and Ober (1995) established the We-Al-Li Workshops. Their treatment protocol involves equipping a core group of members of the community with the skills to assist vulnerable people in overcoming violent, unlawful or self-destructive behaviours. These authors highlight the difficulty in establishing a working relationship between a potentially distant indigenous community and a service provider who may be initially treated in a mistrustful way. A summary of the tasks and activities of such a group can be found in Atkinson et al. (2010) and also here and here.


Afro-Caribbean communities

Dr Aileen Alleyne (2004, 2005) emphasises treating the "enemy within", which she defines as an intergenerationally transmitted ego structure that prioritises pathological relationships with white people as a potentially primary determinant of self-organisation. She recommends that when working with individuals or communities there is a need to recognise pathogenic scripts emanating from the enemy and their effects, reframing these self-defeating scripts, exploring personal agency, and making space for personal rights. She stresses highlighting strengths and defining identity in ways unrelated to white people. Differentiation between what belongs to the self and the other can heal ego-splits and prevent acting out based on projected aggression.

Joy Angela LeGruy (2005) introduced the concept of post-traumatic slave syndrome. She explores in depth adaptive behaviours prior to slavery and analyses current maladaptive behaviours of contemporary African Americans. A core aspect of her treatment recommendations involves the healing of "vacant esteem" (associated with feelings of hopelessness, anger and manifests outwards in destructive and self-destructive behaviours) through the adoption of pre-slavery values.

Omar Reid, Sekou Mims and Larry Higginbottom (no date) in the USA recommend a holistic treatment program for post-traumatic slave syndrome that is specifically designed to be sensitive to the cultural needs of African-American individuals. This package involves a group-based stage-approach to treatment starting with abstinence from substances and the teaching of a meditation that includes a ritual commemoration of the individual's ancestry. The next stage, as in LeGruy's work, involves drawing from pre-slavery coping mechanisms to build a repertoire of healthy personal and relational strategies.


Familial trauma

Family therapy / Family systems approach

When thinking about familial trauma we are attempting as much as possible to restrict the definition to families where there has not been a history of disorganised attachment, but that a reasonably secure attached family contains a traumatic pocket due loss, or separation that has not been talked about. As such the specific nature of the unspoken content it is likely to reveal itself only during the course of therapy.

A family systems approach is described by Dyregrov (2014) and includes managing secrets and handling traumatic reminders amongst other interventions. Psychoeducation (for instance gender differences in managing trauma or parent and child differences) involving helpful practices on fact sharing, managing traumatic reminders and accessing to support groups is also a part of this intervention.


Psychodynamic therapy

Psychoanalytic views would generally converge on the hypothesis that something which cannot be thought or talked about is likely to be acted. Like attachment trauma below, working with enactments is likely to be a significant part of the work. These may reveal dissociated interpersonal scenarios that have been "transposed" into the mind of the child and are subsequently played out in the relationship with the adult client. Prophecy Coles (2011) discusses a number of cases involving familial trauma where the unmetabolised content was enacted between therapist and client.


Relational psychoanalysis

Relational Psychoanalysis is a broad church consisting particularly of US clinicians. However, in the UK it has become associated with attachment work and this model has found a home at the Bowlby Centre in London. Some prominent US clinicians who are well known to write about trauma and enactment already mentioned are Bromberg (2006, 2011), Brothers (2008), and Stern (2010). The work of the intersubjectivist Robert Stolorow (2007) combines his evolution of self-psychology with continental psychoanalysis. In terms of applying their work to the area of familial trauma we could hypothesise that the "not me"/dissociated parts of the client related to familial trauma are not as extensive as in early attachment trauma (see below) and enactment not the most habitual occurrence in therapy. However, it is only through enactment that these parts can be known according to these clinicians. The family's idiosyncratic post-trauma relationship amongst its members and with the community, as well the absences created by death or loss, are only likely to become understood once they are contextualised in the therapeutic relationship. The attachment lens can illuminate how the trauma is expressed in the client's movement to and fro the therapist, and the client's own approach or avoidance of ideational content in his or her own mind.


Parent infant psychotherapy (also see in attachment trauma) can be used in a manner of prevention when there is sufficient diagnostic information that the parent has been affected by familial trauma.


Attachment trauma

When we speak of intergenerational transmitted attachment trauma find ourselves in the territory of work with disorganised attachment resulting from significant neglect or abuse due to the caregiver's own disorganisation of attachment (Main & Hesse 1990). The result is usually a global difficulty in thinking, feeling, and forming and maintaining relationships, rather than the more localised or domain specific impairments seen in neurosis. Such work with adults is likely to involve addressing personality difficulties or personality disorder. Therefore, the principles of Mentalization Based Therapy (Bateman & Fonagy 2004, 2006) or Transference Focused Therapy (Yeomans et al. 2002, Clarkin et al. 2015) may be helpful frameworks for clinicians working with individual clients.

Family therapies are likely to be particularly helpful for assisting traumatised children or adolescents. One such example is the Intergenerational Trauma Treatment Model (ITTM) developed in California, USA. Read the protocol here.

For children clients, the Child Trauma Academy in Texas, USA has developed the he Neurosequential Model which translates neuroscientific principles into play therapy. Please find relevant information and papers here.

Another intervention aimed at children is Dyadic Developmental Psychotherapy (DDP), a form of attachment informed therapy developed by Dan Hughes to help children affected by abuse or neglect. It involves both therapy with the child and parenting assistance provided to parents. More information can be located here.

Last but not least, parent infant psychotherapy can be very helpful to mothers who have experienced trauma shortly before or after birth. The advantage of this approach is that it allows for early intervention that can disrupt the possibility of trauma transmission. One such case can be found in the work of Belt et al. 2011, who describe the treatment of a woman affected by the loss of her partner during pregnancy.

Bibliography

Atkinson, J. & Ober, C. 1995, 'We Al-li-fie and water: a process of healing', in K Hazelhurst (ed.), Popular justice and community regeneration: pathways to Indigenous reform (pp. 201-18), Praeger Press, Westport, CN.

Bateman, A & Fonagy, P 2004, Psychotherapy for borderline personality disorder, Oxford University Press, Oxford, England.

Bateman, A & Fonagy, P 2006, Mentalization-based treatment for borderline personality disorder, Oxford University Press, Oxford England.

Belt, R, Kouvo, A, Flykt, M, Punamaki, R, Haltigan, J, Biringen, Z & Tamminen, T 2012, 'Intercepting the intergenerational cycle of maternal trauma and loss through mother-infant psychotherapy: a case study using attachment-derived methods', Clinical Child Psychology and Psychiatry, [online] vol. 18, no. 1, pp. 100-120, available at: [Accessed 19 Oct. 2014].

Brave Heart, M. (1998). The return to the sacred path: Healing the historical trauma and historical unresolved grief response among the Lakota through a psychoeducational group intervention. Smith College Studies in Social Work, [online] 68(3), pp.287-305, available at: http://dx.doi.org/10.1080/00377319809517532[Accessed 19 Oct. 2014].



Bibliography 


Clarkin, J, by Yeomans, FE & Kernberg, OF 2015, Transference-focused psychotherapy for borderline personality disorder, American Psychiatric Publishing, Arlington, VA.

Coles, P 2011, The uninvited guest from the unremembered past, Karnac Books, London, England.

Denham, A. (2008). Rethinking historical trauma: Narratives of resilience. Transcultural Psychiatry, [online] 45(3), pp.391-414, available at: http://dx.doi.org/10.1177/1363461508094673 [Accessed 19 Oct. 2014].

Dyregrov, A (2014), 'Family recovery from terror, grief and trauma', available at:http://earlytraumagrief.anu.edu.au/files/Family%20Recovery%20from%20Terror%2C%20Grief%20%26%20Trauma.pdf

Iyengar, U, Kim, S, Martinez, S, Fonagy, P. & Strathearn, L 2014, 'Unresolved trauma in mothers: intergenerational effects and the role of reorganization', Frontiers in Psychology, [online] vol. 5, available at:[Accessed 19 Oct. 2014].

Kellerman, NPF 2001, 'The long-term psychological effects and treatment of Holocaust trauma', Journal of Loss and Trauma, [online] vol. 6 no. 3, pp. 197-218, available at:http://dx.doi.org/10.1080/108114401753201660 [Accessed 19 Oct. 2014].

LeGruy, J 2005, Post traumatic slave syndrome, Joy DeGruy Publications, Portland, OR.

Schechter, D, Kaminer, T, Grienenberger, J & Amat, J 2003, 'Fits and starts: a mother-infant case-study involving intergenerational violent trauma and pseudoseizures across three generations', [online] Infant Mental Health Journal, vol. 24, no. 5, pp. 510-528, available at: http://dx.doi.org/10.1002/imhj.10070 [Accessed 19 Oct. 2014].

Yeomans, F, Clarkin, J & Kernberg, OF 2002, A primer on transference-focused psychotherapy for the borderline patient, J. Aronson, Northvale, NJ.