Monday, 27 October 2014

Are sweet-toothed people also sweet by nature?




Three years ago psychologists reported that we assume people who like sweet food are also sweet natured. More surprisingly perhaps, Brian Meier and his colleagues also found that the sweet-toothed really do have more agreeable personalities and are more inclined to behave altruistically.

How far can we trust these eye-catching results? There is a growing recognition in psychology of the need to attempt replications of past findings. In that spirit, a new paper led by Michael Ashton has attempted to replicate the specific finding that people who like sweet things are also more sweet natured.

Over 600 student participants completed personality and taste preference tests in pairs; a much larger sample than in the earlier research. In each pair both parties had known each other for at least six months. They scored their own personality and taste preferences, and in private they scored the personality of their friend. This is an advantage over the research from three years ago, which relied solely on people's self-reports of their own personality. Another advantage of the new study is that the researchers used two different personality scales - a measure of the Big Five factors used previously and also a measure of the so-called HEXACO personality dimensions, including honesty and humility.

A preference for sweet tasting foods did correlate with having more agreeable or prosocial personality traits using the HEXACO dimensions, but only weakly: 0.15 based on self-reports of personality and less than 0.10 based on the personality scores given by a friend. This rose to 0.19 and dropped to 0.06 using measures of the Big Five factor of agreeableness. These are modest associations and they're less than half the strength reported by Brian Meier and his colleagues three years ago.

Ashton and his colleagues aren't surprised that with a larger sample and more comprehensive personality measures they found a greatly reduced association between preference for sweet foods and having a sweet personality. They believe there's no compelling psychological explanation for why sweet-natured people should prefer sweet foods. After all, you could just as easily reason that a sweet-natured person doesn't need to seek out sweet tastes because they're sweet enough already, as reason that a sweet natured person is drawn to sweet tastes (this reminds me of a tea-shop waitress I encountered recently who asked every table "Would you like sugar or are you sweet enough already?").

If there isn't really a link between being sweet-natured and sweet-toothed (or only a very weak link), why is it our convention to describe altruistic, kind people as "sweet"? Ashton's team have a simple explanation: "... because sweet foods are generally liked very much, people may use 'sweet' and related words to describe anything - or anyone - that is especially appreciated or enjoyed."

_________________________________ 

SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2014/10/are-sweet-toothed-people-really-sweet.html?utm_source=BPS_Lyris_email&utm_medium=email&utm_campaign=Newsletter(accessed 27/10/14)

Ashton, M., Pilkington, A., & Lee, K. (2014). Do prosocial people prefer sweet-tasting foods? An attempted replication of Meier, Moeller, Riemer-Peltz, and Robinson (2012) Journal of Research in Personality, 52, 42-46 DOI: 10.1016/j.jrp.2014.06.006


Saturday, 25 October 2014

Ακούγοντας Φωνές


Βασικές πληροφορίες για τις Φωνές



Πολλοί άνθρωποι ακούνε φωνές, οι οποίες δε γίνονται αντιληπτές ως σκέψη, σκέψη που εκφράζεται δυνατά ή κάτι που προέρχεται από τους ανθρώπους γύρω τους. Ωστόσο, οι «φωνές» (που ιατρικά ορίζονται ως ακουστικές ψευδαισθήσεις) που ακούνε τα άτομα είναι αληθινές εμπειρίες και όχι φανταστικές, παρά το γεγονός ότι οι άλλοι δεν μπορούν να τις ακούσουν.

Οι άνθρωποι που ακούνε φωνές μπορεί να ακούνε μία φωνή ή πολλές φωνές. Η φωνή ή οι φωνές μπορεί να είναι ευχάριστες και «καλές» ή μπορεί να είναι δυσάρεστες και «κακές». Μερικοί άνθρωποι μπορεί να ακούνε ένα μίγμα «καλών» και «κακών» φωνών. Μερικές φορές οι «καλές» φωνές μπορεί να γίνουν στην πορεία «κακές» και το αντίστροφο.

Υπάρχει συνήθως ένα πρότυπο σχετικά με το πότε εμφανίζονται οι φωνές, πότε σταματούν, πότε επιδεινώνονται και πότε βελτιώνονται. Οι φωνές συχνά εμφανίζονται ή επιδεινώνονται όταν το άτομο που τις ακούει αισθάνεται πιεσμένο από διάφορες καθημερινές έγνοιες. Οι εντάσεις μπορεί να προέρχονται από γεγονότα της ζωής, όπως η απώλεια ενός συγγενή, συντρόφου ή φίλου ή η επέτειος αυτού του συμβάντος. Άλλα άγχη μπορεί να προέρχονται από τη μετακόμιση σε ένα καινούριο μέρος ή την αλλαγή της δουλειάς, ή όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια άγνωστη κατάσταση, όπως μία συνέντευξη.

Το περιεχόμενο του τι λένε οι φωνές μπορεί να σχετίζεται με αυτό που συμβαίνει στο άτομο που ακούει τις φωνές τώρα (ή πρόσφατα) ή με κάτι που συνέβη στο παρελθόν του. Τα άτομα που ακούνε φωνές μπορεί να βρουν ότι το να μοιράζονται την εμπειρία τους με ένα άτομο το οποίο έχει ήδη βρει τρόπους να αντιμετωπίζει τις φωνές, με ένα φίλο ή με ένα εκπαιδευμένο άτομο μπορεί να είναι βοηθητικό.

Το να γνωρίζει κάποιος ότι οι φωνές έχουν ένα συγκεκριμένο τρόπο να έρχονται και να φεύγουν και ότι μερικές φορές υπάρχουν τρόποι να τις κάνει να μοιάζουν λιγότερο δυνατές ή ενοχλητικές μπορεί να είναι πολύ βοηθητικό.

Έρευνες έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα ψυχιατρικά φάρμακα μπορεί να είναι αποτελεσματικά στο να σταματούν τις φωνές ή στο να τις κάνουν λιγότερο δυνατές ή ενοχλητικές. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι το να μιλάει κάποιος για τις φωνές μπορεί επίσης να βοηθήσει. Ο καλύτερος συνδυασμός για κάποιους ανθρώπους μπορεί να είναι να παίρνουν φάρμακα και να μιλούν με κάποιον για τις φωνές τους.

Έρευνα σχετικά με την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»

Οι περισσότερες γνώσεις μας και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» βασίζονται κυρίως σε άτομα που ακούνε φωνές, τα οποία έχουν, ή είχαν, μία ψυχική ασθένεια. Ιατρικές έρευνες για τα φυσικά αίτια των «φωνών» δείχνουν ότι υπάρχουν ομοιότητες στις περιοχές του εγκεφάλου που χρησιμοποιούνται όταν ένα άτομο που ακούει φωνές ακούει μία «φωνή» και όταν πραγματικά ακούει κάποιον να του μιλά (McGuire et al, 1993).

Μελέτες από ψυχολόγους έχουν δείξει ότι, ακόμη και σε συνθήκες εργαστηρίου, πολλοί άνθρωποι αναφέρουν ότι ακούνε ήχους που δεν υφίστανται εκεί! Τέτοιοι ήχοι (ακουστικές ψευδαισθήσεις) μπορεί να είναι ένας θόρυβος, μουσική, απλές λέξεις, μία σύντομη φράση ή μία ολόκληρη συζήτηση (Chadwick et al, 1996). Συγκεκριμένες καταστάσεις μπορεί να κάνουν τον εγκέφαλο να είναι σε υπερ-εγρήγορση σε σχέση με έναν ήχο που μπορεί να αποφασίσουμε ότι είναι σημαντικός για μας. Σε αυτή την κατάσταση, η υπερ-εγρήγορση του εγκεφάλου σημαίνει ότι μπορεί περιστασιακά να παρερμηνεύουμε έναν ήχο από κάπου αλλού (κάποιο περιβαλλοντικό θόρυβο) ως τον ήχο που περιμένουμε να ακούσουμε.

Για παράδειγμα, ένας ήχος μπορεί να παρερμηνευθεί ως κάποιος που μας αποκαλεί με το όνομά μας, το θρόισμα των φύλλων στο σκοτάδι ως κάποιος που μας ακολουθεί ή, για τους γονείς, οι ήχοι στο δρόμο ή των γειτόνων στο διπλανό σπίτι ως το κλάμα του μωρού τους, όταν το μωρό στην πραγματικότητα κοιμάται βαθιά!

Υπάρχουν λίγες έρευνες σε άτομα στο γενικό πληθυσμό που «ακούνε φωνές» αλλά δεν έχουν διαγνωστεί ως ψυχικά ασθενείς (Leudar & Thomas, 2000). Αρκετές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης μιας Αμερικανικής επισκόπησης 15.000 ατόμων, δείχνουν ότι «…τουλάχιστον 55% των ανθρώπων είχαν την εμπειρία του να ακούνε φωνές σε κάποια στιγμή στη ζωή τους, συχνά μετά από…[πολύ δυσάρεστα]…γεγονότα, όπως η απώλεια κάποιου κοντινού τους προσώπου ή άλλες κρίσιμες αλλαγές στη ζωή τους».

Οι ίδιες έρευνες δείχνουν επίσης ότι πάνω από 4% του γενικού πληθυσμού μπορεί να ακούει «φωνές» τακτικά. Αποτελέσματα άλλων ερευνών δίνουν χαμηλότερα ποσοστά, περίπου 1-2%, για τα άτομα στο γενικό πληθυσμό που «ακούνε φωνές» τακτικά (Leudar & Thomas, 2000). Όλο και περισσότερο ερευνητές και επαγγελματίες στο χώρο της ψυχικής υγείας αρχίζουν να δέχονται ότι υπάρχουν άνθρωποι που «ακούνε φωνές» οι οποίοι δε φαίνεται να έχουν κάποια ψυχική ασθένεια.

Έρευνα σε παιδιά που «ακούνε φωνές»

Το άκουσμα φωνών είναι ένα σχετικά συνηθισμένο φαινόμενο στα παιδιά και, δυστυχώς, κάτι που συχνά δεν αναφέρεται. Ωστόσο, σε μία καινοτόμα τετραετή μελέτη με επικεφαλής τη Sandra Escher, τον Alex Buiks (ψυχολόγο) και τον Marius Romme, έναν από τους διαπρεπέστερους Ευρωπαίους ψυχιάτρους του Πανεπιστημίου του Maastricht στην Ολλανδία, ογδόντα παιδιά ηλικίας περίπου οκτώ ετών και δεκαοκτώ ερευνητές συμμετείχαν σε μια μελέτη, η οποία πρότεινε ότι οι φωνές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αληθινές εμπειρίες παρά ως παραληρητικές ιδέες.

Σε συνέχεια άλλων μελετών με ενήλικες, οι οποίες βρήκαν ότι οι φωνές πολλών ανθρώπων εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην παιδική τους ηλικία, οι ερευνητές αποφάσισαν να εξετάσουν την εμπειρία του να ακούει κάποιος φωνές σε παιδιά. Ο σκοπός ήταν να δούνε αν η πρώιμη θεραπευτική παρέμβαση θα μπορούσε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να τους «κολληθεί η ετικέτα» μιας διάγνωσης και από το να καταδικαστούν να περάσουν χρόνια στο ψυχιατρικό σύστημα. Παρόλο που σαράντα από τα παιδιά λάμβαναν ψυχιατρική φροντίδα όταν άρχισε η έρευνα, αυτός ο αριθμός περιορίστηκε περισσότερο από το μισό στα δεκαοκτώ παιδιά μετά από τέσσερα χρόνια – αμφισβητώντας την παραδοσιακή αντίληψη ότι οι φωνές είναι ένδειξη μακροχρόνιας νόσου.

Σύμφωνα με την Escher, είναι φυσιολογικό τα παιδιά να έχουν φανταστικούς φίλους, αλλά όχι αν αυτό συνεχίζεται πολύ πέρα από την ηλικία των οχτώ ετών. Όπως και με τους ενήλικες που ακούνε φωνές, το 21% των παιδιών στην έρευνα άκουσαν για πρώτη φορά φωνές αφού βίωσαν κάποιου είδους ψυχικό τραύμα, όπως σεξουαλική κακοποίηση, πένθος ή ασθένεια. Το 37% των παιδιών άρχισε να ακούει φωνές μετά από οικογενειακά προβλήματα, όπως διαζύγιο, και το 25% εξαιτίας δυσκολιών στο χώρο της εκπαίδευσης όπως αλλαγή σχολείων και σχολικός εκφοβισμός.

Μερικές φωνές οι φωνές παρενέβαιναν στις σχολικές τους εργασίες, δίνοντάς τους λανθασμένες απαντήσεις κατά τη διάρκεια εξετάσεων. Κάποιες έκαναν συγκινητικά σχόλια για τους φίλους ή την οικογένειά τους, ενώ άλλες έκαναν τόσο πολύ θόρυβο που απλά τα παιδιά δε μπορούσαν να συγκεντρωθούν. Οι πιο ενοχλητικές φωνές αναστάτωναν τα παιδιά λέγοντάς τους ότι θα πέθαιναν ή ότι μέλη της οικογένειάς τους θα πάθαιναν κάτι κακό αν τα ίδια δεν πειθαρχούσαν.

Ενώ η ερευνητική ομάδα βρήκε ότι οι περισσότερες φωνές ήταν αρχικά τρομακτικές και διασπαστικές, μερικές αποδείχθηκαν ευεργετικές και η εμπειρία ήταν σχεδόν πάντα πρόσκαιρη. Στο τέλος της μελέτης, το 60% των παιδιών δεν άκουγε πια φωνές – και τα περισσότερα σταμάτησαν να τις ακούνε έκτοτε – και αυτά που ακόμη τις άκουγαν, τις άκουγαν λιγότερο συχνά και τις φοβόταν λιγότερο. Οι συμμετέχοντες επίσης ανέφεραν πολύ λιγότερα προβλήματα στο σπίτι και στο σχολείο.

Η έρευνα βρήκε ότι τα παιδιά μπορούν να μάθουν να αντιμετωπίζουν τις φωνές τους υπό την προϋπόθεση ότι δε μαθαίνουν να τις φοβούνται. Η στάση τους απέναντι στις φωνές, όπως επίσης και αυτή των γονιών τους και του θεραπευτή τους ή του ιατρικού προσωπικού, είναι πολύ σημαντική. Όπως και στην έρευνά τους με ενήλικες, ο Romme και η Escher βρήκαν ότι τα παιδιά μπορούσαν να δώσουν μια λογική εξήγηση για την εμπειρία τους με το να μιλούν με τις φωνές τους. Μπορούν είτε να τους πουν να φύγουν ή να ενθαρρύνουν όποιες θετικές φωνές ακούνε, οι οποίες μπορούν να τα βοηθήσουν να ελέγξουν τις πιο ενοχλητικές φωνές, αλλά το βασικό είναι να τα βοηθήσουμε να καταλάβουν τι προκάλεσε αρχικά τις φωνές.

Πολλά από τα παιδιά στη μελέτη είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι εφήβων. Η Wendy, από το Άμστερνταμ, είναι μία φανατική θαυμάστρια του μουσικού συγκροτήματος Α1. Όταν τη βλέπεις καθισμένη στο σαλόνι του διαμερίσματός της με θέα τα κανάλια είναι δύσκολο να φανταστείς πώς κάποιος θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει ως ψυχικά ασθενή. Αλλά οι φωνές που άκουγε ήταν πολύ χειριστικές και ενοχλητικές.

«Στην αρχή υπήρχε μία κακιά φωνή – ούτε ανδρική ούτε γυναικεία» θυμάται η δεκαεξάχρονη. «Με διέταζε να κάνω πράγματα ή έλεγε ότι δε μπορούσα να τα κάνω. Αν υπήρχε ένα παιχνίδι γνώσεων στην τηλεόραση μου έλεγε ότι θα έπρεπε να έχω τουλάχιστον δέκα σωστές απαντήσεις, διαφορετικά θα με τρόμαζε με σκελετούς. Φοβόμουν να είμαι στο δωμάτιό μου τη νύχτα, όταν η φωνή ήταν δυνατότερη». Η Wendy παραπέμφθηκε σε έναν ψυχολόγο που της είπε να φαντάζεται ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της, ώστε να κρατάει τις φωνές σε απόσταση. Επίσης λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για να περιορίσει το άγχος της και να τη βοηθήσει να κοιμηθεί. Ο ψυχολόγος τη βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι οι φωνές είχαν εμφανιστεί μετά από μία σειρά γεγονότων που την αναστάτωσαν: η μητέρα της έπαθε καρδιακή προσβολή, ο πατέρας της έχασε τη δουλειά του, η γιαγιά της πέθανε και τρία κορίτσια άρχισαν να την εκφοβίζουν στο σχολείο.

Η Escher πιστεύει ότι το να ακούει κάποιος φωνές είναι μία διαφοροποίηση από τον κανόνα, όπως το να είναι κανείς αριστερόχειρας, παρά μία ανωμαλία. «Μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν την εμπειρία του να ακούνε φωνές σαν κατάρα, ενώ άλλοι τη βλέπουν σαν ένα δώρο, κάτι που τους κάνει ξεχωριστούς».

H Julie Downs, εθελόντρια συντονίστρια στο Βρετανικό Δίκτυο Αυτών που Ακούνε Φωνές, λέει ότι τα ευρήματα θα καθησυχάσουν σε μεγάλο βαθμό τους γονείς. «Αυτή η έρευνα δείχνει ότι η πρόγνωση για τα παιδιά είναι καλή και ότι μπορούν να λειτουργούν κανονικά, ακόμα και αν συνεχίσουν να ακούνε φωνές. Είχαμε περισσότερες από 400 κλήσεις από γονείς και επαγγελματίες τα τελευταία τέσσερα χρόνια – οι περισσότερες αφορούσαν το αν τα παιδιά τους θα χαρακτηριστούν ψυχικά ασθενή».

Η μη-κερδοσκοπική οργάνωση για την ψυχική υγεία MIND λέει ότι η μελέτη δείχνει πως με τη σωστή θεραπευτική προσέγγιση τα φάρμακα για να κατασταλούν οι φωνές δεν είναι η μόνη λύση και ότι οι επιτυχημένες τεχνικές που προσδιορίστηκαν από αυτή την έρευνα χρειάζεται να εφαρμοστούν στην πράξη, ώστε οι άνθρωποι που ακούνε φωνές να έχουν μεγαλύτερο φάσμα θεραπευτικών δυνατοτήτων και την ευκαιρία να επωφεληθούν από αυτή την εντυπωσιακή ανακάλυψη.

Οι φωνές των παιδιών εξαφανίζονται, όπως ακριβώς συμβαίνει και με των ενηλίκων, όταν τα βαθύτερα προβλήματα, όπως η θλίψη ή ο σχολικός εκφοβισμός, λύνονται. Είναι ξεκάθαρο ότι το να έχει κανείς επίγνωση της σύνδεσης που υπάρχει μεταξύ τέτοιων προβλημάτων και της εμπειρίας του να ακούει φωνές μπορεί να αλλάξει τη στάση του απέναντι στα συμπτώματα και να μειώσει τις καταστροφικές τους συνέπειες. Οι φωνές μπορεί να είναι πρόβλημα, αλλά κάθε πρόβλημα δεν είναι νόσος. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με παιδιά που ακούνε φωνές επισκεφθείτε το:www.society.guardian.co.uk

Εξηγώντας την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές»

Η εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» δεν μπορεί να οριστεί εύκολα. Όταν συμβαίνει, αυτός που ακούει τις φωνές «αισθάνεται» ή «βλέπει» αυτού του είδους τις «φωνές» ως διαφορετικές. Η «φωνή» ή οι «φωνές» μπορεί να έχουν τη μορφή ψιθύρων, μουρμουρητών, παράξενων θορύβων ή απλής ομιλίας. Μπορεί να ηχούν πολύ ξένες σε αυτόν που τις ακούει και μπορεί να είναι αρσενικού γένους, θηλυκού ή μία μίξη. Αρκετά συχνά οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσδιορίσουν το φύλο των φωνών.

Μερικές φωνές μπορεί να ακούγονται σα να προέρχονται από ένα μικρό παιδί ή παιδιά, άλλες από ενήλικες ή από μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους. Κατά καιρούς οι φωνές μπορεί να έχουν χροιά μηχανήματος, κάτι που περιγράφεται λιγότερο εύκολα. Για κάποιους ανθρώπους οι «φωνές» μπορεί να έχουν τόνο πολύ παρόμοιο με ανθρώπους που γνωρίζουν ή έχουν γνωρίσει.

Μερικές φορές οι φωνές λένε καλά ή ευχάριστα πράγματα, ακόμα και σοφά πράγματα, σε άλλες στιγμές οι «φωνές» μπορεί να λένε κακά πράγματα, να βρίζουν ή να κάνουν άσχημα σχόλια σε αυτόν που τις ακούει ή σχετικά με αυτόν. Οι «φωνές» μπορούν ακόμη, κατά καιρούς, να «διατάζουν» αυτόν που τις ακούει να κάνει πράγματα ή να μην κάνει πράγματα που ο ίδιος μπορεί να θέλει ή να μη θέλει να κάνει. Συχνά αυτές οι «φωνές» απλώς έρχονται, ή εμφανίζονται, καθώς το άτομο κάνει κάτι, μιλάει ή απλά σκέφτεται.

Η περιγραφή που δίνουν οι άνθρωποι που ακούνε φωνές για τις «φωνές» τους συχνά αντανακλά τις προσωπικές τους εμπειρίες με τις «φωνές». Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να περιγράψουν την εμπειρία τους σε άτομα που δεν ακούνε φωνές. Στην ιατρική, οι «φωνές» ταξινομούνται γενικά σε τρεις κύριες μορφές:
«Φωνές» που λένε δυνατά τις σκέψεις σου
Το να ακούς δύο ή περισσότερες «φωνές» να καυγαδίζουν ή να συζητούν για σένα ή για άλλα άτομα
Το να ακούς μία «φωνή» να μιλά συνεχώς για σένα και/ή για τις πράξεις σου, για άλλους ανθρώπους και/ή για τις πράξεις τους, τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν ή να σου λέει συνεχώς τι να κάνεις (Leudar & Thomas, 2000)

Υπάρχουν επίσης «φωνές» οι οποίες μπορεί να επαναλαμβάνουν συνεχώς λέξεις ή φράσεις. Αυτές οι «φωνές» μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από το χώρο γύρω από το κεφάλι ενός ανθρώπου ή μέσα από το κεφάλι του.

Για πολλούς ανθρώπους οι φωνές μπορεί να προέρχονται από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, τη διερχόμενη κυκλοφορία, από πουλιά ή άλλα ζώα, από το θρόισμα των φύλλων ή το θόρυβο που παράγεται από κάποια μηχανή. Ακούγοντας πώς περιγράφουν τις εμπειρίες τους οι άνθρωποι που ακούνε φωνές γίνεται φανερό ότι οι «φωνές» μπορούν να εμφανιστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και όχι πάντοτε σύμφωνα με τις αυστηρές ιατρικές κατηγορίες.

Το ότι «ακούμε φωνές» σημαίνει ότι είμαστε ψυχικά ασθενείς;

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι μόνο οι άνθρωποι που πάσχουν από κάποια ψυχική νόσο «ακούνε φωνές». Η αλήθεια είναι ότι μόνο ένα μέρος των ανθρώπων που «ακούνε φωνές» είναι ψυχικά ασθενείς. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι που παίρνουν συγκεκριμένα είδη ναρκωτικών ή έχουν ιστορικό υπερβολικής χρήσης αλκοόλ, μπορούν επίσης να αρχίσουν να ακούνε φωνές. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακούνε φωνές, οι οποίοι δεν έχουν ιστορικό ασθένειας, ούτε καταναλώνουν ναρκωτικά ή αλκοόλ. Σε ορισμένες περιπτώσεις συγκεκριμένα είδη σωματικών ασθενειών ή η γήρανση μπορούν να γίνουν η αιτία κάποιοι άνθρωποι να «ακούνε φωνές» (Tien, 1991).

Δικαιολογημένα, η συχνή σύνδεση που γίνεται μεταξύ της εμπειρίας του να «ακούει κάποιος φωνές» και της ψυχικής νόσου σημαίνει ότι μερικοί άνθρωποι θα είναι απρόθυμοι να μιλήσουν για τις «φωνές» τους σε ένα γιατρό ή ακόμη και σε κοντινούς τους ανθρώπους.

Οι τρεις φάσεις της εμπειρίας του να ακούς φωνές

Για πολλούς ανθρώπους η αρχή αυτού που ονομάζουμε «ακούω φωνές» μπορεί κυριολεκτικά να είναι μία τρομακτική εμπειρία, γι’ αυτό κάποιοι ερευνητές την ονομάζουν φάση ξαφνιάσματος. Μόλις το άτομο που ακούει τις φωνές ξεπεράσει το σοκ αυτό, το επόμενο στάδιο είναι να προσπαθήσει να δώσει νόημα στις φωνές, και αυτή είναι η φάση αντιμετώπισης ή οργάνωσης. Η φάση αντιμετώπισης είναι μία δύσκολη περίοδος, κατά την οποία το άτομο που ακούει τις φωνές ίσως θελήσει να αποδράσει ή να αρνηθεί τις φωνές με κάποιο τρόπο. Σε μερικούς ανθρώπους μπορεί να πάρει μήνες ή χρόνια μέχρι να αναγνωρίσουν την ύπαρξη των φωνών.

Η επόμενη φάση είναι η φάση σταθεροποίησης. Αυτή είναι η περίοδος που το άτομο που ακούει φωνές προσαρμόζει αυτή του την εμπειρία στην καθημερινή ζωή του, μπορεί να επιλέξει τι θέλει να κάνει, αντί του να υπακούει τις φωνές. Αναφορές ανθρώπων που ακούν φωνές προτείνουν πως η πρώιμη αποδοχή της ύπαρξης των φωνών είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς την αντιμετώπισή τους (Romme & Escher, 1993: pp 17-20).

Φάση Ξαφνιάσματος Οι φωνές συχνά ξεκινούν από ένα σοβαρό ψυχικό τραύμα, σε μία περίοδο μεγάλων δεινών, όταν η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή για να την αντέξεις. Σ’ αυτή την περίοδο οι φωνές βιώνονται συχνά ως επιθετικές και αρνητικές, και οι άνθρωποι είναι φοβισμένοι και μπερδεμένοι. Οι φωνές μερικές φορές προκαλούν τέτοιο χάος ή απαιτούν τόση πολλή προσοχή που παρεμβαίνουν σοβαρά στις ζωές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα με τις καθημερινές τους δραστηριότητες και με τις σχέσεις τους. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι χρειάζονται καθησύχαση και κάποια θεραπεία για το άγχος.

Φάση οργάνωσης Όταν το αρχικό άγχος και η σύγχυση έχουν μειωθεί ή έχουν σταδιακά ανασταλεί, τότε το άτομο μπορεί να επικεντρωθεί στην οργάνωση των φωνών και της σχέσης του με αυτές. Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου, λεπτομερής προσοχή θα πρέπει να δοθεί σε θέματα όπως:
Η ανάλυση της πιθανής σημαντικότητας των φωνών για το άτομο που τις ακούει σε σχέση με το παρελθόν και το παρόν. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της διερεύνησης της προσωπικής ιστορίας του ατόμου.
Το νόημα των φωνών στην καθημερινή ζωή του ατόμου. Η επιρροή της στάσης της οικογένειας απέναντι στις φωνές.
Τα συνοδά συμπτώματα διάσχισης και απώθησης συναισθημάτων.
Οι συγκεκριμένες περιστάσεις στις οποίες ακούγονται οι φωνές.
Τι έχουν να πουν οι φωνές, ποια είναι η φύση οποιουδήποτε εναύσματος και ποιες οι αντιλήψεις που συνοδεύουν τις φωνές.
Προσοχή πρέπει να δοθεί στην κοινωνική θέση του ατόμου και το βαθμό ανεξαρτησίας του/της.
Οι απαραίτητες κοινωνικές παροχές.
Οι διαθέσιμες ευκαιρίες να αναπτύξει και να παρουσιάσει το άτομο μια ολοκληρωμένη ταυτότητα ως ένας άνθρωπος που ακούει φωνές.

Φάση σταθεροποίησης Σ’ αυτή τη φάση η εστίαση βρίσκεται πρωταρχικά στη διεύρυνση της γνώσης και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσω της χρήσης διάφορων θεραπευτικών τεχνικών. Αυτή είναι η περίοδος που οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να μαθαίνουν να ζουν σε ισορροπία με τις φωνές τους, αφού τις βλέπουν ως τμήμα τους. Η σχέση με τις φωνές είναι πιο λογική, οι φωνές έχουν τώρα πιο θετική επιρροή και είναι λιγότερο ελεγκτικές, ενώ τα άτομα μπορούν να επιλέξουν να ακολουθήσουν τη συμβουλή τους, εφόσον οι ίδιοι το επιθυμούν. Σ’ αυτή τη φάση οι άνθρωποι είναι λιγότερο αγχωμένοι για τις φωνές τους.

Πλαίσια αναφοράς / Συστήματα πεποιθήσεων

Τα πλαίσια αναφοράς ή συστήματα πεποιθήσεων αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο το κάθε άτομο εξηγεί την εμπειρία του. Η αναζήτηση ερμηνείας συνήθως συμβαίνει στο στάδιο της οργάνωσης. Αποτελεί σημαντικό μέρος του «χτισίματος» μιας σχέσης με τα φαινόμενα που έχουν πλέον γίνει μέρος της ζωής του ατόμου.

Οι πιο αποτελεσματικές μορφές αντιμετώπισης έχουν αναπτυχθεί από το εξελισσόμενο πλαίσιο αναφοράς των ατόμων αυτών σχετικά με την εμπειρία τους. Τα πλαίσια αναφοράς επηρεάζουν σημαντικά την ικανότητα αντιμετώπισης της εμπειρίας, και μπορεί να είναι δύσκολη η μετάβαση στο να αισθάνεται κανείς άνετα με την εμπειρία αυτή χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς.

Όταν κάποιος ακούει φωνές για πρώτη φορά συνήθως ψάχνει για κάποια εξήγηση, ένα τρόπο να δώσει νόημα στην εμπειρία αυτή, τόσο για τον ίδιο του τον εαυτό όσο και για τους άλλους ανθρώπους. Αυτό αποτελεί μία προσπάθεια να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει στον ίδιο, με το να εξηγεί στον εαυτό του το νόημα της εμπειρίας του. Οι άνθρωποι έχουν διάφορες ερμηνείες για την πηγή της εμπειρίας τους. Η έρευνα των Romme & Escher σε ανθρώπους που ακούν φωνές έδειξε ότι από τα άτομα που ρωτήθηκαν
76 θεωρούσαν τις φωνές θεούς ή πνεύματα
30 ερμήνευαν τις φωνές ως ένα καλοπροαίρετο καθοδηγητή
45 θεωρούσαν το γεγονός ότι άκουγαν φωνές ως ένα εξαιρετικό δώρο
48 αναγνώριζαν στη φωνή που άκουγαν ως τη φωνή ενός ατόμου που γνώριζαν από την καθημερινή τους ζωή

Η αντιμετώπιση της εμπειρίας μοιάζει να συνεπάγεται το να φτάσει κανείς σε μία γαλήνια προσαρμογή και αποδοχή της εμπειρίας ως μέρος του ατόμου. Κάθε εμπειρία είναι μοναδική για το άτομο και τα πλαίσια αναφοράς είναι κι αυτά ξεχωριστά, ακόμα κι αν ανήκουν σε κάποιο αποδεκτό σύστημα αξιών, όπως οι πνευματικές ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Συχνά δεν είναι βοηθητικό να λειτουργεί κανείς με ένα πλαίσιο αναφοράς, το οποίο καθιστά αδύνατη την απόκτηση ελέγχου πάνω στην εμπειρία. Μ’ αυτό τον τρόπο, για παράδειγμα, η εξήγηση που προσφέρεται από τη βιολογική ψυχιατρική μερικές φορές δεν είναι βοηθητική για άτομα που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους, επειδή τοποθετεί τα φαινόμενα εκτός του ελέγχου τους.

Όσον αφορά τους επαγγελματίες, για να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη στη θεραπευτική σχέση είναι απαραίτητο να είναι ειλικρινείς για τα δικά τους πιστεύω και, ενώ μπορεί να μη μοιράζονται τις ίδιες ιδέες σε προσωπικό επίπεδο, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να αναζητήσουν λύσεις, οι οποίες ίσως είναι κατάλληλες για την αντιμετώπιση μιας δεδομένης κατάστασης.



Πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τις φωνές

Το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις «φωνές» εξαρτάται από πολλά πράγματα:
Την ηλικία στην οποία άρχισαν να ακούν «φωνές»
Τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι «φωνές»
Από πού φαίνεται να προέρχονται οι «φωνές»
Τι λένε οι «φωνές»
Πώς ακούγονται οι «φωνές» και σε ποια ένταση
Αν στους ανθρώπους αρέσουν ή δεν αρέσουν οι «φωνές»
Αν οι «φωνές» μοιάζουν να παρεμβαίνουν στη σκέψη ή στη συμπεριφορά του ατόμου
Αν οι άνθρωποι αισθάνονται πως οι «φωνές» κυριαρχούν επάνω τους
Αυτό που κάνουν οι άνθρωποι για τις «φωνές» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτά που πιστεύουν γι’ αυτές (Chadwick, Birchwood, & Trower, 1996).

Κάποιοι άνθρωποι είχαν φωνές από την παιδική τους ηλικία, έχοντας ξεκινήσει ίσως ως «φανταστικοί φίλοι», ενώ για άλλους οι φωνές ξεκίνησαν αργότερα, στα εφηβικά χρόνια ή στην αρχή της ενήλικης ζωής. Γενικά, η λιγότερο πιθανή εμπειρία είναι να αρχίσουν οι άνθρωποι να ακούνε φωνές στη μέση ηλικία (45-65).

Είναι συνηθισμένο να μη θυμούνται οι άνθρωποι απαραιτήτως τις ακριβείς περιστάσεις κάτω από τις οποίες ξεκίνησαν οι φωνές, αλλά η έρευνα δείχνει ότι 75 % των ατόμων που ακούνε φωνές συχνά είχαν βιώσει κάποιο σημαντικό και τραυματικό γεγονός ή γεγονότα στη ζωή τους. Σε αυτά τα γεγονότα περιλαμβάνονται η πρώιμη απώλεια των γονέων ή κοντινών προσώπων και σωματικό και/ή συναισθηματικό σοκ από κάποια κακοποίηση ή κακομεταχείριση, στην οποία πολύ συχνά περιλαμβάνεται σεξουαλική κακοποίηση.

Πληροφόρηση

Η συγκέντρωση πληροφοριών για την εμπειρία του να «ακούει κάποιος φωνές» μέσω ανάγνωσης άρθρων και βιβλίων μπορεί να βοηθήσει τα άτομα που ακούνε «φωνές» να αποφασίσουν αν θα ήταν χρήσιμο να το πουν σε κάποιον άλλο, όπως σε ένα σύντροφο, συγγενή, στενό φίλο, σε κάποιον που τους παρέχει φροντίδα ή σε κάποιον επαγγελματία. Το να μιλήσεις με κάποιον που ξέρει για τις «φωνές» μπορεί επίσης να σε βοηθήσει να αποφασίσεις τι να κάνεις. Τα περισσότερα άτομα που ακούν «φωνές» αισθάνονται πως όσα περισσότερα μπορούν να μάθουν και να πουν για τις «φωνές», ειδικά με άτομα που έχουν κάποια κατανόηση, τόσο καλύτερα είναι συνήθως για τους ίδιους.

Συμβουλευτική για τις φωνές

Παραδοσιακά, η μόνη απάντηση που έχει να προσφέρει η ψυχιατρική στους ανθρώπους που ακούνε φωνές είναι τα φάρμακα, αλλά αυτή η τάση έχει αρχίσει να αλλάζει τελευταία. Έχει αναγνωριστεί από τη Βρετανική Ψυχολογική Εταιρία (2000) πως οι θεραπείες μέσω ομιλίας μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την εμπειρία τους. Μπορεί να σου προσφέρουν γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, που είναι το μόνο είδος θεραπείας ομιλίας που συνήθως προσφέρεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Αν δε σου προσφερθεί, θα μπορούσες να το ζητήσεις. Η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία λειτουργεί μέσω της εξέτασης των πεποιθήσεων και των πράξεών σου και προσπαθεί να τις τροποποιήσει κάνοντάς τες πιο «ρεαλιστικές». Όμως, πολλοί άνθρωποι ακούν φωνές εξαιτίας τραυματικών γεγονότων του παρελθόντος τους και μπορεί να νιώθουν πως χρειάζονται την ευκαιρία να μιλήσουν σε μεγαλύτερο βάθος για τη ζωή, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις τους.

Όταν η εμπειρία είναι οδυνηρή, το Κίνημα των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές (βασισμένο σε 15 χρόνια εμπειρίας και έρευνας) αναγνωρίζει πως ο καλύτερος τρόπος να τις αντιμετωπίσει κάποιος είναι να τις θεωρεί μια πραγματική και φυσιολογική εμπειρία, η οποία σημαίνει κάτι για το άτομο που τις έχει, να ακούει κανείς το άτομο και να μιλά για το περιεχόμενο των φωνών, των οραμάτων κ.ά., να προσπαθήσει να καταλάβει τι σημαίνουν οι φωνές για το ίδιο το άτομο μέσα στα πλαίσια αναφοράς των πεποιθήσεών του και να προσπαθήσει να τις εντάξει στην ιστορία ζωής του ατόμου. Πράγματι, είναι συχνά δυνατόν να ακούσει κανείς τις ίδιες τις φωνές, ώστε να καταλάβει τι εννοούν.

Δε θεωρούμε πως είναι βοηθητικό να προσπαθήσει κάποιος να επιβάλει σε κάποιον άλλον οποιαδήποτε θεωρία, επιστημονική ή άλλη. Δυστυχώς, πολλοί σύμβουλοι και ψυχοθεραπευτές είναι επιφυλακτικοί στο να δουλέψουν με ανθρώπους που βρίσκονται σε φαρμακοθεραπεία ή έχουν «ψυχωτικά συμπτώματα» και θεωρούν αυτά τα συμπτώματα ως ψυχολογικά ελλείμματα του ατόμου. Το Δίκτυο των Ανθρώπων που Ακούνε Φωνές ελπίζει να βοηθήσει ώστε να αλλάξει αυτή η οπτική και να προωθήσει τρόπους δουλειάς με τους ανθρώπους που ακούν φωνές που θα τους βοηθήσουν να δουν τη δυσφορία τους στο πλαίσιο της ζωής τους. Αυτό μπορεί να μην κάνει τις φωνές να σταματήσουν αλλά μπορεί να αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την εμπειρία του.

Συχνές ερωτήσεις

1. Είναι οι «φωνές» αληθινές ή όχι;

Αν οι «φωνές» που ακούς είναι αληθινές για σένα, τότε αποδέξου τις ως αληθινές. Ο κύριος λόγος που προσδιορίζεις τις «φωνές» ως την εμπειρία του να «ακούς φωνές» (ακουστικές ψευδαισθήσεις) είναι ότι αυτές κατά κανόνα έρχονται και φεύγουν, σα να είχαν μία δική τους ζωή ΚΑΙ όταν έρχονται κανένας άλλος δεν τις ακούει, ακόμη και αν κάθεται δίπλα σου.

Αυτό σημαίνει ότι οι «φωνές» είναι μία αντιληπτική εμπειρία «που δεν μπορείς να μοιραστείς». Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πεις ότι οι άνθρωποι γύρω σου δεν αντιλαμβάνονται (δεν ακούνε) την εμπειρία της «φωνής» ή των «φωνών» όπως εσύ. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν οι «φωνές» μοιάζει να προέρχονται από έξω από εσένα ή από μέσα σου.

Δεν έχει σημασία αν οι «φωνές» μοιάζει να προέρχονται από άτομα που γνωρίζεις στο παρόν ή από το παρελθόν. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εσύ τις ακούς και γενικά τις βλέπεις ως κάτι που δεν είναι ο εαυτός σου (ως συζήτηση με τον εαυτό σου ή το να σκέφτεσαι δυνατά), ακόμη και αν μπορεί να συμφωνείς με ανθρώπους που λένε ότι αυτές προέρχονται από μέσα σου.

Μερικοί άνθρωποι μπορούν να προκαλέσουν την εμφάνιση των «φωνών» με τη θέλησή τους κι επίσης να τις κάνουν να φύγουν όταν το θέλουν. Αυτό τον τρόπο ελέγχου των «φωνών», αν και δεν είναι συνηθισμένος, μπορεί κάποιος να τον μάθει.

Κάποιοι άνθρωποι μπορούν μερικές φορές με τον τρόπο τους να απαλλαγούν από τις φωνές, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ή να τις βάλουν με κάποιον τρόπο στο πίσω μέρος του μυαλού τους με το να συγκεντρώνονται σε κάτι άλλο ή με το να κάνουν κάποια δραστηριότητα.

Το να αποδεχτείς ότι ακούς φωνές είναι το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισής τους και της απόκτησης ελέγχου της εμπειρίας. Είναι σημαντικό οι άνθρωποι που είναι κοντά σου ή που δουλεύουν μαζί σου να αποδεχθούν επίσης ότι οι φωνές είναι αληθινές για το άτομο που τις ακούει, ότι δεν είναι απλά «φαντασία» και δεν μπορεί κάποιος να τις αγνοήσει. Αν μπορούσε απλά κάποιος να τις αγνοήσει, δε θα υπήρχε πρόβλημα.

2. Πόσοι τύποι «φωνών» υπάρχουν;

Οι φωνές μπορούν να πάρουν πολλές μορφές
Μπορεί να ακούγονται σαν αληθινοί άνθρωποι.
Οι φωνές μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από άλλους ανθρώπους.
Μπορεί να ακούγονται σαν φωνές που προέρχονται από μηχάνημα (ρομπότ).
Μπορεί απλά να μουρμουρίζουν.
Μπορεί να είναι ασαφείς αλλά διακριτές από άλλους θορύβους.
Οι φωνές μπορεί να ακούγονται σαν τους ήχους που προέρχονται από ένα κοχύλι της θάλασσας, όταν το φέρνεις κοντά στο αυτί σου (Casino & Adam, 1986).
Οι φωνές μπορεί να είναι σαν μηχανικοί θόρυβοι: για παράδειγμα ένα ρολόι που κάνει «τικ-τακ» ή το «κλικ» των διακοπτών.
Μπορεί να ακούγονται σαν ένα ραδιόφωνο, του οποίου έχουμε χαμηλώσει κατά πολύ την ένταση.
Οι φωνές μπορεί να έχουν τη μορφή μουσικής, η οποία μάλλον μοιάζει να έρχεται από κάπου αλλού, η μουσική μπορεί να αποτελείται από πολύ ή καθόλου αναγνωρίσιμες μελωδίες (Sacks, 1985).
Οι φωνές μπορεί να εμφανίζονται με τη μορφή ήχων που θα θεωρούνταν σωματικοί ήχοι.

Οι φωνές μπορεί να βιώνονται με διαφορετικούς τρόπους

Μπορεί κάποιος να αισθάνεται ότι λαμβάνουν χώρα:
Στο κεφάλι
Στα αυτιά
Σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος
Μπορεί να είναι εσωτερικές
Μπορεί να είναι εξωτερικές

Μπορεί να είναι:
Αρσενικού γένους
Θηλυκού γένους
Χωρίς γένος (Ακόμα και μετά από πολλά χρόνια τα άτομα μπορεί να μη μπορούν να πουν αν είναι αρσενικού ή θηλυκού γένους)
Να είναι και των δύο φύλων
Να ανήκουν σε άτομα γνωστά σε αυτόν που τις ακούει
Να είναι άγνωστες σε αυτόν που τις ακούει
Να είναι μία φωνή ή αρκετές

Μπορεί:
Να μουρμουρίζουν κάτι ακατάληπτο
Να ψιθυρίζουν
Να μιλούν σε μία ξένη γλώσσα
Να είναι επικριτικές
Να είναι ενθαρρυντικές

Μπορεί:
Να λένε στους ανθρώπους τι να κάνουν
Να σχολιάζουν διαρκώς αυτό που κάνει το άτομο που τις ακούει τη συγκεκριμένη στιγμή
Να επαναλαμβάνουν τις σκέψεις του ατόμου
Να καθοδηγούν

Έλεγχος και απώλεια

Μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι οι φωνές προσπαθούν να ελέγξουν τη ζωή τους. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να βιώσουν την εμπειρία μίας απώλειας, αν οι φωνές εξαφανιστούν.

3. Από πού προέρχονται οι φωνές;

Οι φωνές μπορεί να φαίνεται ότι προέρχονται από πολλές πηγές: πουλιά ή άλλα ζώα, το θρόισμα των φύλλων, θόρυβος από διερχόμενη κυκλοφορία, θόρυβος από σωλήνες ύδρευσης, θόρυβος από πλήθος ατόμων, θόρυβος από μηχάνημα, ακόμα και από κλιματιστικό. Ίσως να μπορείς να προσθέσεις σε αυτή τη λίστα από τη δική σου εμπειρία. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τις «φωνές». Οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες από άτομα που ακούνε «φωνές» είναι ότι οι φωνές είναι:
Πνεύματα νεκρών ανθρώπων
Δαίμονες
Άγγελοι
Τηλεπάθεια
Θεότητες
Άγνωστης ταυτότητας αόρατα όντα
Από άλλες διαστάσεις ή πλανήτες
Από τον εγκέφαλο, λόγω κάποιας δυσλειτουργίας

Ερμηνείες των φωνών από επαγγελματίες ή γιατρούς σε αυτό το χώρο είναι ότι οι φωνές προέρχονται:
Από τον εγκέφαλο
Από τα κόλπα του μυαλού όταν βαριέται ή υπό την επίδραση κάποιας υποβολής
Όταν ο εγκέφαλος αποκοιμιέται ή όταν ξυπνάει

Οι φωνές μπορεί να προέρχονται από σωματικές αλλαγές, όπως αλλαγές λόγω ηλικίας που επηρεάζουν την ακοή των ανθρώπων, επίσης από ήχους που κουδουνίζουν στο αυτί π.χ. βούισμα των αυτιών. Οι φωνές μπορεί να προέρχονται από συγκεκριμένες και σπάνιες δυσλειτουργίες του εγκεφάλου, όπως μία ειδική μορφή επιληψίας που επηρεάζει μία ή δύο μικρές περιοχές του εγκεφάλου, η οποία ονομάζεται επιληψία του κροταφικού λοβού. Οι κροταφικοί λοβοί είναι συγκεκριμένες περιοχές της κάθε πλευράς του εγκεφάλου που περιέχουν εξειδικευμένα κύτταρα, τα οποία ονομάζονται «ακουστικά κέντρα».

Οι φωνές μπορεί να εμφανίζονται σε ανθρώπους που είχαν αυτοκινητιστικά ατυχήματα ή ένα ατύχημα κατά το οποίο έπεσαν με αποτέλεσμα να προκληθεί τραυματισμός στο κεφάλι. Μερικές φορές αυτοί οι τραυματισμοί μπορεί να συνέβησαν στην παιδική ηλικία και να έχουν ξεχαστεί. Πιο σπάνια μπορεί να εμφανίζονται εξαιτίας αλλαγών στον εγκέφαλο που προκλήθηκαν από μικρές περιοχές που παρουσιάζουν κάποια βλάβη εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων (συνήθως σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας) ή λόγω πολύ σπάνιων παθήσεων, όπως για παράδειγμα σε ανθρώπους που πάσχουν από κάποια μορφή άνοιας.

Οι φωνές (καθώς και οι ψευδαισθητικές εμπειρίες που επηρεάζουν άλλες αισθήσεις) μπορεί επίσης να προκαλούνται από ποικίλες ουσίες, συμπεριλαμβανομένης της κάνναβης και άλλων «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών, όπως το κρακ και οι αμφεταμίνες, από μακροχρόνια κατάχρηση αλκοόλ ή, πιο σπάνια, από ουσίες όπως η πενικιλίνη (Cummings et al, 1986-7).

4. Υπάρχουν ειδικά τεστ για τις φωνές;

Αν πας σε κάποιον επαγγελματία, όπως για παράδειγμα σε κάποιο γιατρό ή σε κάποιον άλλο ειδικό, αυτός συνήθως θα ζητήσει λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό σου. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και κάποιες άλλες χώρες ο ψυχίατρος θα επιχειρήσει να κάνει μία εξέταση της παρούσας κατάστασής σου. Αυτό είναι μία ειδική ή τυπική συνέντευξη, κατά την οποία σου κάνει συγκεκριμένες ερωτήσεις, οι οποίες καθιστούν το γιατρό ικανό να δει αν οι απαντήσεις σου εμπίπτουν σε ορισμένες κατηγορίες ψυχικής ή μερικές φορές και σωματικής ασθένειας.

Στη Δύση (και σε πολλές μη-δυτικές χώρες), η διάγνωση (ταμπέλα της αρρώστιας) που δίνει ο γιατρός με βάση τις απαντήσεις σου στηρίζεται είτε στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM), που προέρχεται από τις ΗΠΑ, ή στη Διεθνή Ταξινόμηση των Ασθενειών (ICD) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με αποδεκτούς ορισμούς ψυχικών ασθενειών. Και τα δύο διαγνωστικά εγχειρίδια (ένα είδος λεξικού των ασθενειών για γιατρούς) έχουν αριθμούς, όπως για παράδειγμα DSM IV, ώστε να γνωρίζει ο επαγγελματίας πόσο ενημερωμένα είναι.

Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως ο γιατρός ή όποιος άλλος επαγγελματίας βλέπεις λαμβάνει συνήθως επίσης υπόψη του την κοινωνική σου θέση, το πού ζεις, τη δουλειά σου, την υποστήριξη από την οικογένεια και τους φίλους σου και τα συνταιριάζει με τις περιστάσεις, πριν καταλήξει σε ένα συμπέρασμα για τη διάγνωσή σου. Ο γιατρός, με βάση τις απαντήσεις σου (και την ιστορία που έχει αποκαλυφθεί), θα αποφασίσει τότε για την κατεύθυνση της θεραπείας, την οποία θα πρέπει να συζητήσει διεξοδικά μαζί σου. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει μία προσέγγιση του τύπου «περιμένουμε και βλέπουμε», για να δούμε αν τα πράγματα βελτιώνονται ή χειροτερεύουν. Μπορεί να περιλαμβάνει κάποιο είδος φαρμακευτικής αγωγής για να αντιμετωπιστούν οι «φωνές». Ή μπορεί ο γιατρός να σε παραπέμψει σε κάποιο ψυχολόγο ή εξειδικευμένο σύμβουλο, που μπορεί να είναι και ειδικευμένος νοσηλευτής.

Μερικοί γιατροί ίσως θελήσουν να σε στείλουν για άλλα είδη εξετάσεων, ειδικά αν δεν είναι βέβαιοι αν οι «φωνές» προέρχονται από κάποια ψυχική νόσο ή από κάποια σωματική πάθηση. Υπάρχουν σωματικές εξετάσεις και τεστ που μπορούν να βοηθήσουν ώστε να προσδιοριστεί αν υπάρχουν συγκεκριμένα προβλήματα στον εγκέφαλό σου. Ίσως θα ήταν αναγκαίο να δεις ένα γιατρό, ο οποίος να σε παραπέμψει σε συγκεκριμένους ειδικούς για να υποβληθείς σε διάφορους τύπους εξετάσεων του εγκεφάλου ή τεστ εγκεφαλικής λειτουργίας.

Υπάρχουν διάφορα είδη εξετάσεων που ίσως να έχουν διαφορετικά ονόματα σε διαφορετικές χώρες. Υπάρχουν ειδικές ακτινογραφίες, ηλεκτρονικοί τομογράφοι, τομογράφοι εκπομπής ποζιτρονίων και μαγνητικοί τομογράφοι. Αυτές οι εξετάσεις είναι συχνά πολύ ακριβές, γι’ αυτό ο γιατρός σου είναι πιο πιθανό να σου ζητήσει να κάνεις ένα ηλεκτρο-εγκεφαλογράφημα, το οποίο ενώ είναι πολύ φθηνότερο μπορεί συχνά να είναι χρήσιμο για τον εντοπισμό πραγμάτων που δεν είναι όπως θα έπρεπε στον εγκέφαλό σου.

Έρευνες σχετικά με τις «φωνές» που χρησιμοποίησαν κάποια από αυτά τα τεστ (για παράδειγμα, μαγνητικές τομογραφίες) έχουν βρει πως, όταν οι φωνές είναι παρούσες ή εν δράσει, ενεργοποιούνται συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ακοή, ακόμη κι αν αυτοί που είναι μαζί με το άτομο που ακούει φωνές κατά τη διάρκεια της εξέτασης δεν ακούν τίποτα. Αυτού του είδους οι εξετάσεις φαίνεται να αποκαλύπτουν τουλάχιστον το τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται σε λειτουργία όταν οι «φωνές» είναι σε δράση. Αλλά οι ερευνητές που έχουν τόσες ιδέες ακόμη δε γνωρίζουν τι ακριβώς προκαλεί τις «φωνές».

5. Το ότι ακούς φωνές σημαίνει πως είσαι ψυχικά άρρωστος ή τρελός;

Η απλούστερη απάντηση είναι Όχι. Το να ακούς φωνές από μόνο του δε σε κάνει ψυχικά άρρωστο. Οι συμπεριφορές που εντάσσονται στη ψυχική ασθένεια περιλαμβάνουν πολλά πράγματα και όχι ένα μόνο. Πολλοί επαγγελματίες (συμπεριλαμβανομένων των γιατρών) θα διαφωνούσαν με τις δύο πρώτες απαντήσεις.

Όμως, σήμερα υπάρχει ένα μεγαλύτερο εύρος απόψεων γι’ αυτό το θέμα απ’ ό,τι υπήρχε 40 χρόνια πριν. Ένας καλός τρόπος να το δεις είναι να καταλάβεις πως υπάρχουν άτομα που ακούν «φωνές» και παρ’ όλα αυτά δεν έχουν προβλήματα που να υποδεικνύουν κάποιο είδος ψυχικής ασθένειας. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που έχουν κάποια ψυχική ασθένεια αλλά δεν ακούν φωνές, και σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί άνθρωποι στους οποίους έχει δοθεί ψυχιατρική διάγνωση ψυχικής ασθένειας (Romme & Escher 1993 & 2000).

Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι με άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας που δεν έχουν διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια αλλά που ακούνε «φωνές». Για παράδειγμα, άτομα που έχουν ιστορία μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ ή «ψυχαγωγικών» ναρκωτικών (κρακ, κοκαΐνη) ίσως μερικές φορές αρχίσουν να ακούν «φωνές».

Άλλοι άνθρωποι που μπορεί να ακούνε «φωνές» είναι αυτοί που υποφέρουν από μανιοκατάθλιψη και από αυτό που ονομάζεται «διασχιστικές διαταραχές» (ένα παράδειγμα αποτελεί αυτό που ορίζεται ως «διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρες»).

Ο Robin Murray, καθηγητής ψυχιατρικής του Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, υποστηρίζει ότι:

«Έρευνες του Ινστιτούτου έχουν δείξει ότι περίπου 4% του γενικού πληθυσμού ακούει φωνές και ότι τις φωνές αυτές μπορούμε να τις δούμε σε σαρωτές εγκεφάλου να απορρέουν από το μέρος του εγκεφάλου στο οποίο κανονικά παράγονται οι λεκτικές σκέψεις ή ο «εσωτερικός λόγος». Ωστόσο, πολλά άτομα που ακούν φωνές βασανίζονται από αυτές. Έτσι, μαζί με το Νοσοκομείο Maudsleyλειτουργούμε μία Κλινική για Άτομα που Ακούν Φωνές είτε αυτοί πιστεύουν ότι υποφέρουν από κάποια ασθένεια είτε όχι .Ωστόσο, τα φάρμακα σπάνια είναι αρκετά, και η γνωστικοσυμπεριφορική θεραπεία, μια θεραπεία μέσω ομιλίας, συχνά διευκολύνει την κατανόηση της ψυχολογικής προέλευσης των φωνών και του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισής τους .Εν ολίγοις, πολλοί άνθρωποι χωρίς διάγνωση σχιζοφρένειας ακούνε φωνές, ενώ πολλοί άνθρωποι διαχειρίζονται την εμπειρία τους καλά με την κατάλληλη βοήθεια. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτών που θεωρούνται φυσιολογικοί και αυτών που θεωρούνται διαταραγμένοι δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο συνήθως πιστεύουμε».

(Guardian, Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2002)

Παραπομπές και περαιτέρω αναγνώσματα

Όπου ήταν δυνατό, έχουν καταγραφεί οι αριθμοί ISBN και τα πλήρη ονόματα των συγγραφέων, ώστε να είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς που θα ήθελαν να παραγγείλουν αυτά τα βιβλία. Παρακαλώ σημειώστε πως κάποια βιβλία που βρίσκονται στον κατάλογο των παραπομπών ίσως έχουν εξαντληθεί, ωστόσο μπορεί να είναι διαθέσιμα σε βιβλιοθήκες. Άρθρα δημοσιευμένα σε περιοδικά μπορούν επίσης να αποκτηθούν μέσω των βιβλιοθηκών.

Richard P. Bentall (1990). The illusion of reality: A review and integration of psychological research on hallucinations. Psychological Bulletin, 107(1), 82-95.

M. Boyle (1990). Schizophrenia: Αscientific delusion. London: Routledge.

British Psychological Society, Division of Clinical Psychology (2000). Recent advances in understanding mental illness and psychotic experiences.

G.D. Casino & D. Adams (1986). Brainstem auditory hallucinosis. Neurology, 36, 1042-1047.

Peter Chadwick (1995). Understanding paranoia: What causes it, how it feels and what to do about it. Thorson, ISBN 0 7225 3023 4.

Peter Chadwick, M. Birchwood & P. Trower (1996). Cognitive therapy for delusions, voices and paranoia. Chichester: Wiley

J.L. Cummings, C.F. Barrit & M. Horan (1986-7). Delusions induced by procaine penicillin: Case report and review of the syndrome. International Journal of Psychiatry in Medicine, 16(2), 163-164.

J. Downs, Ed. Coping with voices and visions. Manchester: HVN Publications.

J. Downs, Ed. Starting and supporting voices groups. Manchester: HVN Publications.

G. Haddock (1995). Stress and hearing voices. Hearing Voices Network Journal (Winter edition).

Ivan Leudar & Phil Thomas (2000). Voices of reason, voices of insanity. London: Routledge, ISBN 0-415-14787-5

P.K. McGuire, G.M.S. Shah & R.M. Murray (1993) Increased blood flow in Broca’s area during auditory hallucinations in schizophrenia. The Lancet, 342, 703-706.

Marius Romme & Sandra Escher (1993). Accepting voices. UK: Mind Publications, ISBN 1 874690 13 8

Marius Romme & Sandra Escher (2000) Making sense of voices. UK: Mind Publications, ISBN 1874690 86 3

Oliver Sacks (1985). The man who mistook his wife for a hat. Picador, ISBN 0 330 29491 1

S. Smith (1997). Addict, ISBN 0-952-921502 (ένας απολογισμός της προσωπικής ιστορίας του συγγραφέα)

P. Thomas, (1997). Thedialecticsofschizophrenia. London: Free Association Books.

Tien, A.Y (1991). Distributions of hallucinations in the population. Social Psychology and Psychiatric Epidemiology, 26, 287-292.



ΠΗΓΗ:

http://www.hearingvoices.gr/index.php/el/2012-07-18-09-34-04/2012-07-18-09-34-49/item/38(accessed 25.10.14)


The Psychology Behind Our Collective Ebola Freak-Out


A protester stands outside the White House asking President Barack Obama to ban flights in effort to stop Ebola on Oct. 17, 2014 in Washington, DC.Olivier Douliery—dpa/Corbis
The almost-zero probability of acquiring Ebola in the U.S. often doesn’t register at a time of mass fear. It’s human nature

In Hazlehurst, Miss., parentspulled their children out of middle school last week after learning that the principal had recently visited southern Africa.

At Syracuse University, a Pulitzer Prize–winning photojournalist who had planned to speak about public health crises was banned from campus after working in Liberia.

An office building in Brecksville, Ohio, closed where almost 1,000 people work over fears that an employee had been exposed to Ebola.

A high school in Oregon canceled a visit from nine students from Africa — even though none of them hailed from countries containing the deadly disease.

All over the U.S., fear of contracting Ebola has prompted a collective, nationwide freak-out. Schools have emptied; businesses have temporarily shuttered; Americans who have merely traveled to Africa are being blackballed.


As the federal government works to contain the deadly disease’s spread under a newly appointed “Ebola czar,” and as others remain quarantined, the actual number of confirmed cases in the U.S. can still be counted on one hand: three. And they’ve all centered on the case of Thomas Eric Duncan, who died Oct. 8 in a Dallas hospital after traveling to Liberia; two nurses who treated him are the only other CDC-confirmed cases in the U.S.

The almost-zero probability of acquiring something like Ebola, given the virus’s very real and terrifying symptoms, often doesn’t register at a time of mass paranoia. Rationality disappears; irrational inclinations take over. It’s human nature, and we’ve been acting this way basically since we found out there were mysterious things out there that could kill us.

“There are documented cases of people misunderstanding and fearing infectious diseases going back through history,” says Andrew Noymer, an associate professor of public health at the University of California at Irvine. “Stigmatization is an old game.”

While there was widespread stigma surrounding diseases like the Black Death in Europe in the 1300s (which killed tens of millions) and more recently tuberculosis in the U.S. (patients’ family members often couldn’t get life-insurance policies, for example), our current overreaction seems more akin to collective responses in the last half of the 20th century to two other diseases: polio and HIV/AIDS.

Concern over polio in the 1950s led to widespread bans on children swimming in lakes and pools after it was discovered that they could catch the virus in the water. Thirty years later, the scare over HIV and AIDS led to many refusing to even get near those believed to have the disease. (Think of the hostile reaction from fellow players over Magic Johnson deciding to play in the 1992 NBA All-Star Game.)


Like the first cases of polio and HIV/AIDS, Ebola is something novel in the U.S. It is uncommon, unknown, its foreign origins alone often leading to fearful reactions. The fatality rate for those who do contract it is incredibly high, and the often gruesome symptoms — including bleeding from the eyes and possible bleeding from the ears, nose and rectum — provoke incredibly strong and often instinctual responses in attempts to avoid it or contain it.


“It hits all the risk-perception hot buttons,” says University of Oregon psychology professor Paul Slovic.

Humans essentially respond to risk in two ways: either through gut feeling or longer gestating, more reflective decisionmaking based on information and analysis. Before the era of Big Data, or data at all, we had to use our gut. Does that look like it’s going to kill us? Then stay away. Is that person ill? Well, probably best to avoid them.

“We didn’t have science and analysis to guide us,” Slovic says. “We just went with our gut feelings, and we survived.”

But even though we know today that things like the flu will likely kill tens of thousands of people this year, or that heart disease is the leading cause of death in the U.S. every year, we’re more likely to spend time worrying about the infinitesimal chances that we’re going to contract a disease that has only affected a handful of people, thanks in part to its frightening outcomes.

“When the consequences are perceived as dreadful, probability goes out the window,” Slovic says. “Our feelings aren’t moderated by the fact that it’s unlikely.”

Slovic compares it to the threat from terrorism, something that is also unlikely to kill us yet its consequences lead to massive amounts of government resources and calls for continued vigilance from the American people.

“Statistics are human beings with the tears dried off,” he says. “We often tend to react much less to the big picture.”

And that overreaction is often counterproductive. Gene Beresin, a Harvard Medical School psychiatry professor, says that fear is causing unnecessary reactions, oftentimes by parents and school officials, and a social rejection of those who in no way could have caught Ebola.

“It’s totally ridiculous to close these schools,” Beresin says. “It’s very difficult to catch. People need to step back, calm down and look at the actual facts, because we do have the capacity to use our rationality to prevent hysterical reactions.”


SOURCE:
http://time.com/3525666/ebola-psychology-fear-symptoms/?xid=newsletter-brief(accessed 25.10.14)



Sunday, 19 October 2014

Students learn better when they think they're going to have to teach the material




Researchers say they've uncovered a simple technique that improves students' memory for passages of text. All that's required is to tell the students that they're going to have to teach the material to someone else.

Fifty-six undergrads were split into two groups. One group were told that they had 10 minutes to study a 1500-word passage about fictional depictions of The Charge of The Light Brigade, and that they would be tested on it afterwards. The other group were similarly given 10 minutes to study the text, but they were told that afterwards they would have to teach the content to another student. Neither group was allowed to take notes.

In fact, 25 minutes after the study period was over, both groups were tested on the passage. Specifically they had to recall as much information as possible from the article, and then they faced specific questions about the content. The students who thought they were going to teach the material recalled more facts from the text, and they did so more quickly. They showed a specific advantage for the main points in the text, and their recall was also better organised, tending to reflect the structure of the original text. 

A second study was similar but this time two groups of students studied an article about neurobiology and the test that followed took the form of "fill in the blank" questions based on verbatim quotes from the article. This time the students who thought they were going to have to teach the article showed a slight advantage for recalling the main points, although they didn't recall more information overall.

John Nestojko and his colleagues acknowledge that more research is needed to confirm and expand on these results (especially given the more equivocal second study), but they said their findings hint at a simple strategy for improving students' learning. They think that cultivating in learners the expectation of having to teach the material leads them to adopt strategies "such as organising and weighing the importance of different concepts in the to-be-taught material, focusing on main points, and thinking about how information fits together" that are known to boost memory performance.

In a school situation it probably wouldn't be practical for every student to go through the process of teaching learned material, but the expectation of having to teach the material could easily be fostered by announcing that one or more randomly chosen students will play the teaching role. "We hope the present findings encourage future researchers to discover other such potentially easy-to-implement ways of leading students to adopt more effective learning strategies," the researchers said. 

_________________________________ 


SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2014/10/students-learn-better-when-they-think.html?utm_source=BPS_Lyris_email&utm_medium=email&utm_campaign=Newsletter(accessed 19.10.14)

Nestojko JF, Bui DC, Kornell N, & Bjork EL (2014). Expecting to teach enhances learning and organization of knowledge in free recall of text passages. Memory & cognition, 42 (7), 1038-48 PMID:24845756


Friday, 10 October 2014

Our sense of humour may vary as you age



A person's age can influence how receptive they are to certain types of humour, a new study has found.

According to research by the University of Akron, young and middle-aged adults often find aggressive humour - jokes at someone else's expense - on TV sitcoms funny.

However, the study revealed that older people do not find these kinds of jokes amusing, instead preferring humour when characters have to overcome a difficult situation together.

Scientists behind the research believe the findings, published in Psychology and Aging, raise some "intriguing questions about our concept of what is funny".

For instance, they said some might interpret the findings to believe people's concept of what is funny is based on factors specific to their generation.

However, they suggested it could also mean people's sense of humour evolves over a period of time.

The research involved measuring participants' reactions to clips on TV sitcoms including The Office, Mr Bean and Curb Your Enthusiasm.

Dr Michael Apter, a Fellow of the British Psychological Society, comments:

"According to one theory of humour (Reversal Theory), the things that people find most funny are the very things that worry them the most. Humour is one of a number of mechanisms identified in the theory that convert the anxiety caused by threat into pleasurably high arousal. It is not surprising therefore that people in different age groups find different things funny, given that different aspects of life are likely to be troublesome for them.

"Thus young men and women trying to establish themselves and their careers frequently find themselves in highly competitive situations in which they have to act aggressively, or react to the aggression of others. Middle-aged and elderly people are more concerned with being parts of social and family networks, and feel threatened above all by the possibility of a loss of caring and love.

"This is what seems to be reflected in the contrasting kinds of humour enjoyed at these two age levels. Each converts its particular worries into its preferred form of humor. (Exactly how it does this is elucidated in Reversal Theory. See my forthcoming book 'Zigzag'.)"


SOURCE:
http://www.bps.org.uk/news/our-sense-humour-varies-age(accessed 10.10.14)


Thursday, 9 October 2014

Theatre as therapy


All the world’s a stage,
And all the men and women merely players:
They have their exits and their entrances;
And one man in his time plays many parts…

-William Shakespeare

Theatre is a unique gift to us in that it allows us to temporarily immerse ourselves in another world. While watching a play, you feel what the characters on stage are feeling and think the way they do. Their joys and sorrows also become ours for that short period of time. It stimulates all our senses in a way which is more personal and immediate than movies or music. Human emotions are the same world over and even if we experience them over different situations and people, we can all relate to someone in pain, angry, jealous, guilty, contented or happy. Theatre allows us the opportunity to experience these emotions and achieve catharsis for our own pent up emotions vicariously by watching the lives of the characters.

Theatre has always been practiced in some form or the other in India for hundreds of years. It seems to have regained popularity in the last few decades in Bangalore. More people are choosing theatre as a form of recreation, not only to watch plays but to enter theatre workshops and act in theatre productions. The number of amateur and professional theatre groups has increased accordingly. Theatre is an art which simultaneously relaxes the viewer while still capturing his/her attention completely (if the play is good!) and stimulating his/her thought and emotional process.
Consider taking this one step further. What if one’s love for theatre could be used creatively to deal with one’s problems? Drama Therapy has been developed for just such a purpose. Due to the unique properties of theatre, it is being used very successfully as a form of counseling. Generally, counseling is purely talk therapy consisting of thought-provoking conversations aimed at increasing the client’s self-awareness. However, just talking about your thoughts and emotions might not always be enough. All those emotions we experience require a physical outlet which Drama Therapy can provide. The key premise on which this therapy rests is that creative art is a force that has the power to heal. It assumes that people are intrinsically “dramatic” in their development.

Drama therapy grew out of a therapeutic technique called ‘Pyschodrama’ developed by J. L. Moreno in which the individual acts out certain roles or incidents in the presence of a therapist and, often, other persons who are part of a therapy group. Drama therapy uses the various techniques, products and associations of theatre to help people solve problems, express and experience suppressed emotions, explore and act out unhealthy interactions to gain greater understanding and achieve personal growth. It can involve role-plays, miming, puppetry, using theatre games and group games. It can be used with individuals, families or groups to help achieve their goals in therapy.

The two main processes that are used in Drama Therapy are projective identification and dramatic distancing. Projective identification is the process whereby a person identifies with a character in a story and uses hypothetical situations and fantasy to work out his/her real-life problems. Sometimes, we avoid dealing with certain feelings, desires or problems because it is too painful. Instead, we avoid them and remain in denial. By projecting such feelings, attitudes and opinions through masks, puppets, objects or art, the individual creates a distance between himself and his problems and can deal with them more easily. This is known as dramatic distancing.

Drama therapy has been found to be useful with many different problems and people and. One the main benefits of using drama therapy is the ability to adapt it to the population which needs help. There have been many instances of drama therapists working successfully through the medium of theatre to help juvenile delinquents and adult prisoners deal with their aggression and other negative emotions. It can help those of us who have social phobia or are unable to express ourselves the way we want to in the presence of others. By slipping into a role, you can leave your own inhibitions behind and try out new ways of behaving without any consequences. It has also been successfully used with children and special populations like the mentally and physically disabled, children with autism, drug addicts and so on.

SOURCE:
http://www.talkitover.in/leisure-hobbies/theatre-as-therapy/(accessed 9.10.14)


The Stress Test - Results


By Peter KindermanProfessor of Clinical Psychology

The study examined how people react to stressful situations - did they blame others, for example?

What causes stress? Why do some people suffer from depression and anxiety more than others?

Biological, social, circumstantial and psychological factors are all important triggers when it comes to mental health problems, but how does the relationship between these different elements work?

In June 2011, BBC Lab UK, with assistance from Radio 4's All in the Mind launched a groundbreaking experiment designed to look at this very issue.

More than 30,000 of you completed the survey, making it one of the largest studies of mental health ever.
What did we discover?

We anticipated that a family history of mental health difficulties, social deprivation and traumatic or abusive life experiences were more likely to lead to higher levels of anxiety and depression - and we were proved right.



Negative life events such as abuse and bullying, in early years or adulthood, were the strongest factors when predicting those who were prone to depression and anxiety.

A family history of mental health problems, low levels of income, poorer education and relationship problems also played a significant role.

But the journey from these causes to mental health problems involved a person's psychological functioning - specifically whether they were able to cope with life's difficulties, known as 'adaptive coping', how much they dwelled on their problems, known as 'rumination' and how much they blamed themselves - determined, to a very large extent, how depressed or anxious they became.
Why is it a new finding?
“Start Quote


Life events, abusive events in childhood, social circumstances and a family history of mental illness can all lead to mental health problems”Prof Peter Kinderman


The results suggest that these thinking styles - especially rumination and self-blame - play a very specific role in the development of mental health problems and are not just consequences of those problems.

One previous model suggested that biological, social and circumstantial factors cause mental illnesses, and it is only after that happens that psychological changes appear - so people start to 'ruminate' when they've become ill.

But our results don't support this.

Instead, they suggest that psychological factors actually play a causal - or, more precisely, mediating - role.

Life events, abusive events in childhood, social circumstances and a family history of mental illness can all lead to mental health problems.

But our results show that they lead to these problems if they cause people to ruminate or to blame themselves for the bad things that happen. They are much less likely to cause mental distress if people don't ruminate or self-blame.
What did we measure?

Visitors to the BBC's Lab UK Stress Test filled in a 20-minute questionnaire online.

We collected lots of demographic data, including:
Age
Gender
Ethnic group
Occupation
Gross annual or weekly household earnings
Highest level of formal schooling
Occupational status
Parents' income
Relationship status
Number of children

People were also asked about their family history of mental health diagnoses, how often they saw their family and friends and participated in social activities, childhood experiences of abuse and bullying and any negative life events they had experienced in the last year.


The psychology of stress

The human brain has been described as the most complex object in the universe. And, because we all have unique experiences from which we develop our personalities, the complexity of human emotional life is immense.

The word "stress" is an unusual one. It is used to describe negative or difficult emotions, or even mental ill-health. It's useful to think about three broad groups of causes of emotional difficulties - biological factors, social factors and life events.

Biological factors are very important. The structure and functioning of the brain - the nerves, synapses, and neurotransmitters - are vital to mental health. But human beings are much more than their biology...



They were also asked how they responded to stressful situations.

This measured their tendency to use either positive coping strategies (e.g. talking to others, problem solving), rumination (continually dwelling on problems) or dangerous activities (e.g. drinking alcohol) in response to stress.

In addition, those who took part were asked how they decided who or what would take credit or blame when they had to deal with events or challenging situations. Did they look to chance, blame others or see themselves as the source of the solution or problem?

The Stress Test used clinical measures of anxiety and depression and asked respondents about their general wellbeing.

The researchers then analysed the data using sophisticated statistical techniques, which helped them build a model of how family history, life circumstances and thinking styles all contribute to causing stress in a person's life.
Who took part?

A total of 32,827 respondents aged 18-85 took part in the online Stress Test.

The average age was 40 and a half years, 61.4% were female and 92.5% white British or white other.

Although the test was accessible from all over the world, the majority of respondents - 82.7% - were from the UK.

Most of those taking part were also in a relationship, had children and were employed.
What does it mean for the future?

These findings are important as they suggest that psychological factors play an important role in the journey towards mental health problems.

Life events and other biological risk factors can lead to depression and anxiety if they cause changes to our psychological functioning - so if we ruminate or blame ourselves rather than find positive ways to cope.


WHAT IS CBT?

Cognitive behavioural therapy is:
a way of talking about how you think about yourself, the world and other people
the way your actions affect your thoughts and feelings

CBT can help you to change how you think (cognitive) and what you do (behaviour).

Unlike some other talking treatments, it focuses on the 'here and now' instead of the causes of distress or past symptoms.

That's important, theoretically - especially for clinical psychologists - as it suggests that psychological phenomena are not just a consequence of mental illnesses but they have real roles when it comes to the causes of mental health issues.

More importantly, it means we can do something to help.

These results suggest that if we can interrupt our psychological processes, we might be able to help people recover from - or never develop - mental health problems.

Of course, evidence-based psychological therapies such as cognitive behavioural therapy (CBT) do exactly this - they help a person learn how to identify and then change these kinds of unhelpful styles of thinking.

Some of the techniques that help people spot when they are 'stuck' and then shift their attention - approaches such as 'mindfulness' - are also very successful.

This study helps us make sense of the complicated links between events, how we think about those events, and then the emotional consequences.

It also leads us to reconsider our own thinking styles... and that could help both prevent and treat any possible stress or mental health problems.


SOURCE:
http://www.bbc.co.uk/science/0/24451567(accessed 9.10.14)


Η βαρηκοΐα οδηγεί στην αποξένωση


ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 05/10/2014 05:45




Ενα από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν κυρίως άνθρωποι της τρίτης ηλικίας είναι η μείωση της ακουστικής ικανότητας. Κατάσταση η οποία προκαλεί προβλήματα στην επικοινωνία τους, οδηγώντας τους σε αποξένωση. Οι άνθρωποι με βαρηκοΐα αποφεύγουν τις κοινωνικές επαφές, καθώς δυσκολεύονται να αντιληφθούν τα όσα συζητούν οι συνομιλητές τους.

Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, ένας βαρήκοος δεν είναι κωφός. Ο βαρήκοος αντιλαμβάνεται το πρόβλημα περίπου τρία χρόνια μετά την έναρξή του. Βέβαια, το κοντινό περιβάλλον του αντιλαμβάνεται το πρόβλημα νωρίτερα, καθώς ο βαρήκοος ζητεί από τους άλλους να μιλούν δυνατότερα, αργότερα και καθαρότερα, ενώ έχει την ανάγκη να αυξάνει την ένταση στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.

Η βαρηκοΐα μπορεί να οφείλεται σε πολλά αίτια. Η συνήθης αιτία που προσβάλλει τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας είναι η ωτοσκλήρυνση.

ΠΗΓΗ:
http://www.tovima.gr/health-fitness/article/?aid=638136(accessed 9.10.14)



Wednesday, 8 October 2014

Όταν η εργασία μας εξουθενώνει...




1. Η εργασία μας είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την προσωπικότητά μας αλλά και τη γνώμη των άλλων για εμάς. Γι' αυτό και όταν μας ζητούν να περιγράψουμε τον εαυτό μας με λίγα λόγια είναι από τις πρώτες πληροφορίες που δίνουμε. Πηγή χαρούμενων αλλά και πολύ οδυνηρών στιγμών βοηθά στην αυτοπραγμάτωση και στην αυτοπεποίθησή μας. Μήπως όμως, στο τέλος της ημέρας, η δουλειά μας μας "δίνει" λιγότερα από όσα μας "παίρνει";

Η επαγγελματική ανάπτυξη, δηλαδή ο προσανατολισμός του ατόμου στο χώρο της εργασίας, διαμορφώνεται από έναν συνδυασμό παραγόντων όπως τις ικανότητες και δεξιότητές του, τα ενδιαφέροντά του, το σύστημα (εργασιακών) αξιών του και σαφώς την προσωπικότητά του, η οποία συνεχίζει να διαμορφώνεται καθώς το άτομο εξελίσσεται επαγγελματικά. Μέσα από την εργασία το άτομο αναδεικνύει τόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τα οποία το κάνουν να ξεχωρίζει, όσο και τις αδυναμίες του. Αυτή η διαδικασία παίζει σημαντικό ρόλο στην γνώση του εαυτού του, επιδρώντας, συχνά, στην αυτοπεποίθηση του ατόμου, θετικά ή αρνητικά.

Σύμφωνα με τον Freud, βασικοί παράμετροι για την φυσιολογική λειτουργία του ατόμου είναι η ικανότητά του να αγαπά, ικανοποιώντας την μέγιστη συναισθηματική του ανάγκη, και την ικανότητά του να εργάζεται, επιτυγχάνοντας, έτσι, τις προϋποθέσεις που θα το οδηγήσουν στην αυτοπραγμάτωση.

Συνεπώς η εργασιακή ζωή είναι άμεσα συνδεδεμένη τόσο με την εικόνα του εαυτού μας όσο και με την προσωπική μας εξέλιξη. Η εργασία μπορεί να αποτελέσει στόχο, να δώσει νόημα για την ζωή και να προσδώσει στο άτομο ταυτότητα, αυτό-σεβασμό, κοινωνική στήριξη και υλικές αμοιβές. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές έχουν σημαντικές επιρροές στην εργασιακή μας ζωή, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου, όσο και στην εργασιακή του απόδοσή.

2. Το νέο πλαίσιο εργασίας που γίνεται όλο και πιο διαδεδομένο στην ελληνική κοινωνία (εξαντλητικά ωράρια, περικοπές μισθών, δυσμενείς συνθήκες εργασίας, έλλειψη επαγγελματικής αναγνώρισης, σε συνδυασμό με την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία εναλλακτικών επιλογών) έχει αναγάγει τον εργασιακό τομέα ως την κύρια πηγή άγχους και απογοήτευσης των ανθρώπων. Οι συνεχώς αυξανόμενες αυτοκτονίες καταδεικνύουν το γεγονός με τον χειρότερο τρόπο. Θα έλεγε κανείς ότι όλα γύρω μας είναι έτσι δομημένα ώστε να υπερ-επενδύουμε στη δουλειά μας με κίνδυνο, τελικά να εξουθενωθούμε. Συμφωνείτε; Πώς το σχολιάζετε; Οφείλουμε να αντισταθούμε ή απλώς να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες;

Συνέπεια των οικονομικοκοινωνικών αλλαγών αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης είναι οι καινούργιες συνθήκες εργασίας, στις οποίες καλούμαστε να αποδώσουμε επαγγελματικά. Οι δυσμενείς εργασιακές συνθήκες, με εξαντλητικά ωράρια, περικοπές μισθών, έλλειψη επαγγελματικής αναγνώρισης καθώς και αναγνώρισης προσόντων σε συνδυασμό με την ολοκληρωτική απουσία εναλλακτικών επιλογών προκαλούν το γνωστό, σε όλους πλέον, «εργασιακό άγχος», το οποίο έχει άμεσες επιπτώσεις τόσο στη σωματική όσο και στη ψυχική υγεία του ατόμου, και κατά συνέπεια στην εργασιακή του απόδοσή. Ακραία εκδήλωση και κατάληξη του εργασιακού άγχους είναι το "Σύνδρομο της Επαγγελματικής Εξουθένωσης" , γνωστό και ως "Burn out Syndrome". Το άτομο δηλαδή αισθάνεται σωματική εξάντληση και χάνει το ενδιαφέρον του για την εργασία ενώ σταδιακά προκαλούνται σωματικές, ψυχικές, γνωστικές και συμπεριφορικές φθορές πλήττοντας έτσι την ποιότητα ζωής του ατόμου.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τις καταστροφικές συνέπειες των δυσκολιών της εποχής είναι καλό να τις προλάβουμε. Άλλωστε πάντα η πρόληψη είναι καλύτερη της θεραπείας!

Έτσι, μία καλή πρόταση αντιμετώπισης της κατάστασης είναι αρχικά η «διάγνωση του προβλήματος». Ο καθένας από εμάς χρειάζεται να αναγνωρίσει το πρόβλημα, το οποίο αντιμετωπίζει και ενδεχομένως και εκείνο που διαγράφεται στο εγγύς μέλλον. Συχνά, είμαστε αντιμέτωποι με κάποια προβλήματα, τα οποία εντάσσουμε στην καθημερινότητά μας ως ρουτίνα, με αποτέλεσμα να τα αγνοούμε χωρίς να τα αντιμετωπίζουμε κι εκείνα να δημιουργούν κι επιπρόσθετα. Εστιάζοντας όμως στο πρόβλημά μας εγκαίρως, είναι δυνατόν να βρούμε λύσεις προσαρμοσμένες τόσο στις ανάγκες μας όσο και τις ικανότητές μας. Αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα, αν καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε τις δυσκολίες μας – για παράδειγμα αγχώδης προσωπικότητα, τάση προς απαισιοδοξία, έλλειψη αυτοπεποίθησης, κτλ – αλλά και τα «δυνατά» μας σημεία. Τα δυνατά στοιχεία δεν είναι μονάχα προσωπικά (προτερήματα προσωπικότητας, ικανότητες, κτλ) αλλά και κοινωνικά (οικογένεια, φίλοι, συνεργάτες, κτλ), τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως στήριγμα, ή ακόμα και υλικά ή πνευματικά (εκπαίδευση, ειδίκευση), που μας τροφοδοτούν με εμπειρίες κι εναλλακτικές. Τέλος, το μόνο που μένει είναι η δράση!

3. Πολλές φορές, ακόμη και ασυναίσθητα, καταφεύγουμε στη δουλειά μας στην προσπάθειά μας να "ξεχαστούμε" από άλλα προβλήματα που μας απασχολούν (π.χ. πένθος, χωρισμός, κακή προσωπική ή οικογενειακή κατάσταση). Το φαινόμενο είναι γνωστό και ως "εργασιοθεραπεία". Μπορεί όντως η δουλειά μας να μας βοηθήσει να ξεπερνούμε άλλα προβλήματα στην προσωπική ζωή και με ποιες προϋποθέσεις; Υπάρχει κίνδυνος;

Αρκετοί άνθρωποι χρησιμοποιούν την εργασία τους για να ξεχαστούν ή και να αντιμετωπίσουν καταστάσεις από άλλους τομείς της ζωής τους. Είναι μία διαδικασία η οποία συμβαίνει σχεδόν αυτόματα καθώς στην εργασιακή ζωή το άτομο συναναστρέφεται και επικοινωνεί με άλλα άτομα (ικανοποιώντας τις κοινωνικές του ανάγκες), αναλαμβάνει καθήκοντα και πρωτοβουλίες, αισθάνεται ικανό και δραστήριο και αποστασιοποιείται από την πηγή του προβλήματος, οπότε ηρεμεί ψυχικά κάνοντας πιο αποτελεσματική την αντιμετώπιση των άλλων προβλημάτων. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον με λειτουργικές εργασιακές σχέσεις ώστε να μπορέσει να δώσει στο άτομο την θετική ανατροφοδότηση που χρειάζεται.

Συνήθως, ο κίνδυνος σε αυτή την τάση του ανθρώπου βρίσκεται στις μη ιδανικές/επιθυμητές εργασιακές συνθήκες, στις δυσλειτουργικές σχέσεις με συναδέλφους ή και την απουσία επαγγελματικής ικανοποίησης. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο δεν μπορεί να πάρει θετικά συναισθήματα από την εργασία του με αποτέλεσμα να φορτίζεται διπλά, να έχει συναισθήματα απογοήτευσης και τελικά να πλήττεται η αυτό-εικόνα του. Ένας ακόμη κίνδυνος είναι ότι το άτομο μπορεί με αυτό τον τρόπο να «κρύβεται» πίσω από την εργασία του και να αναβάλει την επίλυση των περεταίρω προβλημάτων του. Αυτό σαφώς έχει καταστροφικές συνέπειες και μπορεί να καταλήξει σε έναν φαύλο κύκλο καταστρέφοντας την ποιότητα ζωής του ατόμου.

4. Πολλοί άνθρωποι δείχνουν μια αδυναμία να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προσωπική και την επαγγελματική τους ζωή με αποτέλεσμα να αδυνατούν να "βγουν από τη μπρίζα". Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι μπορεί να κρύβει αυτή η συμπεριφορά;

Το ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον και οι εξουθενωτικοί ρυθμοί εργασίας κάνουν ένα μεγάλο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού να μην μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τα εργασιακά του θέματα ακόμα και κατά τις προσωπικές ώρες ή ακόμη χειρότερα να μην μπορεί να αποκοπεί από τις εργασιακές υποχρεώσεις. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα μίας προσωπικότητας με χαρακτηριστικά τελειομανίας, εργασιομανίας ή ακόμη προσπάθεια διαφυγής από προβλήματα εκτός εργασιακού περιβάλλοντος.

Ωστόσο είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για την υγεία μας. Σε οργανικό επίπεδο, παρατηρούμε Πόνους στην πλάτη, στα πόδια, στη μέση, έλκος, ημικρανίες, διαταραχές ύπνου, σίτισης κ.α. Σε συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο, παρατηρούμε Κατάθλιψη, θυμό, ενοχές, απογοήτευση, δυσλειτουργικές σχέσεις, προβλήματα στην επικοινωνία κ.α. Σε επίπεδο συμπεριφοράς, παρατηρούμε συγκρούσεις με συναδέλφους, συχνές απουσίες, αδιαφορία, υπεραπασχόληση με άλλα θέματα, παραιτήσεις, χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη μείωση της παραγωγικότητας

5. Πόσο καλό είναι να επενδύει κάποιος υπερβολικά στη δουλειά του και πώς στοιχειοθετείται αυτό το "υπερβολικά";

Η εργασία ενισχύει την προσωπική μας ταυτότητα, συχνά μας προσδίδει ένα ρόλο, κύρος, ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και τα λοιπά. Σε συνδυασμό με την εργασιακή ανασφάλεια των ημερών πολλοί είναι εκείνοι που ταυτίζουν τη ζωή/ύπαρξή τους με την εργασία με αποτέλεσμα να επενδύουν υπερβολικά σε εκείνη. Όπως σε όλους τους τομείς της ζωής μας, έτσι και στον εργασιακό χρειάζονται όρια.

Το να ταυτίζει κανείς την ύπαρξη του με την εργασία κρύβει ρίσκο καθώς τον ωθεί στο να επικεντρώνεται σε αυτή αφήνοντας πίσω την προσωπική ζωή, η οποία χρειάζεται ώστε να καλύψει άλλες ανθρώπινες ανάγκες (π.χ. αγάπη, συντροφικότητα, φιλία, ενδιαφέροντα, κτλ) αλλά και στην σωστή ανατροφοδότηση δυνάμεων ώστε να συνεχίσει να είναι παραγωγικός στην εργασία του. Όπως ήδη έχω αναφέρει, αυτή η κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης με όλες τις ακόλουθες αρνητικές συνέπειες τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.

6. Πολλές φορές όταν εισπράττουμε απογοήτευση από την εργασία μας υποσχόμαστε στον εαυτό μας ότι στο εξής θα διεκπεραιώνουμε απλώς την εργασία μας χωρίς περαιτέρω συναισθηματική εμπλοκή. Γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο να τηρήσουμε αυτήν την απόφαση;

Τα συναισθήματα συχνά προκαλούνται από τις ερμηνείες που δίνουν οι άνθρωποι σε διάφορα γεγονότα. Τα εργασιακά συναισθήματα μπορεί να είναι θετικής φύσης και να ενισχύουν την εργασιακή προσπάθεια και εξέλιξη του ατόμου. Μπορεί όμως να είναι και αρνητικά, προκαλώντας προβλήματα στην παραγωγικότητα του ατόμου, στις εργασιακές σχέσεις και στα εργασιακά του κίνητρα.

Τα αρνητικά συναισθήματα κάνουν συχνά το άτομο να σκέφτεται ότι χρειάζεται να εκτελεί τα εργασιακά του καθήκοντα χωρίς άλλη συναισθηματική εμπλοκή. Κάτι τέτοιο ωστόσο είναι αδύνατο εφόσον οι εργασιακοί χώροι επιδρούν στις σκέψεις, στα συναισθήματά και στις πράξεις τους. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή οι εργασιακοί χώροι στελεχώνονται από άτομα με διαφορετικές προσωπικότητες, ανάγκες, αξίες, πιστεύω και στόχους, με αποτέλεσμα να είναι δεδομένη η υπαρξη συναισθήματος. Δεύτερον, το άτομο μέσα από την εργασία του καλύπτει κάποιες ανάγκες του (π.χ. το αίσθημα της παραγωγικότητας, της αποδοχής, της εκπλήρωσης στόχων, του «ανήκειν», κτλ) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δει την εργασία του αποστασιοποιημένος από συναισθήματα.

7. Όλο και πιο συχνά ακούμε για το περίφημο "σύνδρομο burn – out", το σύνδρομο της εργασιακής εξουθένωσης. Ποια είναι τα συμπτώματά του; Πώς μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αγγίζει τα όριά του;

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ BURN-OUT

Η επαγγελματική εξουθένωση αποτελείται από τρεις επιμέρους διαστάσεις: τη συναισθηματική εξάντληση, την αποπροσωποποίηση και την αναποτελεσματικότητα.
Η συναισθηματική εξάντληση (emotional exhaustion), αναφέρεται στη μείωση των συναισθημάτων του ατόμου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να προσφέρει συναισθηματικά στον εργασιακό του τομέα. Το άτομο δεν έχει όρεξη να πάει στην εργασία του και να απόδωσει. Προσπαθώντας να προστατευτεί απέναντι στην εξάντληση, τείνει να απομονώνεται και να έχει δυσλειτουργικές σχέσεις με άλλα άτομο τόσο του εργασιακού του περιβάλλοντος όσο και του φιλικού ή οικογενειακού.
Η αποπροσωποποίηση (depersonalization), αναφέρεται στην αρνητική και συχνά κυνική, αντιμετώπιση των πελατών ή και συνεργατών του ατόμου. Η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός του ατόμου μειώνονται σημαντικά και μπορεί να οδηγηθεί σε προσωπική κατάρρευση.
Η αναποτελεσματικότητα, αναφέρεται στην μειωμένη προσωπική επίτευξη και έλλειψη προσωπικών επιτευγμάτων (reduced feeling of personal accomplishment). Πρόκειται για την τάση του ατόμου να κάνει αρνητική αξιολόγηση του εαυτού του, ιδίως όσον αφορά στις επαγγελματικές του ικανότητες και σ' ένα γενικότερο αίσθημα δυστυχίας και δυσαρέσκειας, σχετικό με τα αποτελέσματα και το περιεχόμενο της εργασίας του.

ΤΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗΣ ΕΚΔΗΛΩΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ:
Σε οργανικό επίπεδο: Μυϊκοί πόνοι, υπερένταση, γαστρεντερικά προβλήματα, σωματική κόπωση, εξάντληση, αυξημένη αρτηριακή πίεση, ημικρανίες, διαταραχές ύπνου, σίτισης κ.α.
Σε συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο: Κατάθλιψη, ανία, ανησυχία, αποθάρρυνση, θυμός, σύγχυση, έλλειψη ελαστικότητας, απογοήτευση, έλλειψη ενδιαφέροντος για την εργασία, αποτυχία διεκπεραίωσης καθηκόντων, συναισθήματα ανεπάρκειας, έλλειψη βοήθειας και ενοχές, αδιέξοδη κατάσταση αίσθημα αποτυχίας, επιδείνωση των προσωπικών σχέσεων κ.α.
Σε επίπεδο συμπεριφοράς: Συγκρούσεις με συναδέλφους, συναισθηματικές εκρήξεις, συχνές απουσίες, χαμηλή απόδοση, χαμηλή ικανοποίηση, αδιαφορία, υπεραπασχόληση με άλλα θέματα, παραιτήσεις, ροπή σε ατυχήματα, δυσκολία συγκέντρωσης, ενδεχόμενη χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών, χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη μείωση της παραγωγικότητας

8. Ποιες κατηγορίες ανθρώπων είναι πιο επιρρεπείς στο να υποστούν εργασιακή εξάντληση;

Κάποια προσωπικά χαρακτηριστικά που ευνοούν την ανάπτυξη της επαγγελματικής εξουθένωσης είναι:
Ηλικία (νεαρά άτομα εκτίθενται περισσότερο σε συναισθηματική εξάντληση). Αυτό συμβαίνει διότι συνήθως τα νεαρά άτομα αρχίζουν με υψηλές προσδοκίες για την εργασία και το επαγγελματικό τους μέλλον και συχνά αυτές διαψεύδονται και τα άτομα οδηγούνται σε απογοήτευση.
Άτομα με ισχυρό επαγγελματικό ήθος που επικεντρώνονται στην προσφορά, καθώς δεν λαμβάνουν πάντα της ίδιας συμπεριφοράς από συναδέλφους με αποτέλεσμα να αναλαμβάνουν περισσότερα καθήκοντα από όσα αντέχουν και να οδηγούνται τόσο σε απογοήτευση όσο και εξάντληση.
Έλλειψη ικανότητας επίλυσης προβλημάτων/αδυναμία αντιμετώπισης του προβλήματος
Πολύ υψηλές ατομικές προσδοκίες
Υψηλές απαιτήσεις εμπλοκής, εγωισμός και ιδεαλισμός
Άτομα με τάση τελειομανίας
Άτομα τα οποία έχουν δυσκολία να αρνηθούν με αποτέλεσμα, πάλι, να αναλαμβάνουν περισσότερα καθήκοντα από τα προγραμματισμένα γι' αυτά
Άτομα με δυσκολίες στη λήψη ευθύνης
Αδυναμία διατήρησης μίας προσωπικής ψυχολογικής ισορροπίας
Τα άτομα εκείνα που αντιμετωπίζουν το άγχος στην εργασία τους ως αποτυχία
Άτομα που διακατέχονται από αισθήματα ενοχής
Άτομα με ανεπαρκή εκπαιδευτική προετοιμασία
Άτομα τα οποία είναι υπό συνεχή πίεση για να παράγουν αποτελέσματα σε ένα μη ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα
Άτομα που δέχονται πληθώρα επικρίσεων και αισθάνονται την απουσία υποστήριξης από συναδέλφους / άτομα που δεν έχουν κοινωνική στήριξη είτε από το εργασιακό είτε από το οικογενειακό περιβάλλον
Άτομα που δεν έχουν την ευκαιρία να λάβουν νέες κατευθύνσεις, να αναπτύξουν ή να πειραματιστούν με τα νέα μοντέλα της εργασίας
Άτομα που έχουν προβλήματα υγείας, οικογενειακά
Όσοι ασχολούνται με επαγγέλματα που πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων (κοινωνικά, εκπαιδευτικά, διευθυντικά).
Όσοι εργάζονται πολλές ώρες, για μεγάλο χρονικό διάστημα και πολύ εντατικά.
Τα άτομα που νιώθουν παρατεταμένα την ανάγκη της προσφοράς.
Άτομα τα οποία αισθάνονται πλήξη, ρουτίνα και η μονοτονία στην εργασία τους
Άτομα με μειωμένη ψυχική υγεία είναι πιο ευάλωτα στα αποτελέσματα του στρες

Μελέτες δείχνουν ότι οι παράγοντες καταστάσεων έχουν ισχυρότερη επίδραση στην πνευματική εξουθένωση σε σχέση με τα ατομικά χαρακτηριστικά.

9. Η βελτίωση των ανθρώπινων σχέσεων στους χώρους εργασίας μπορεί να είναι μια λύση ώστε να νιώσει εργαζόμενος καλύτερα μέσα στο εργασιακό του περιβάλλον; Και πόσο ρεαλιστικό είναι να μιλάμε για κάτι τέτοιο τη στιγμή που ο ανταγωνισμός αυξάνεται συνεχώς, καθώς οι εργαζόμενοι πασχίζουν να κρατήσουν τις θέσεις εργασίας τους έναντι των άλλων;

Η καλή σχέση με τους συναδέλφους διευκολύνει τη λειτουργία της ομάδας, δημιουργεί ξεκάθαρη κρίση, κάνει πιο εύκολη τη λήψη αποφάσεων και δημιουργεί μία καλή αυτό-εικόνα, αυξάνοντας την αυτοπεποίθηση του ατόμου. Ωστόσο, η έντονη ανταγωνιστικότητα, οι γρήγοροι ρυθμοί, τα υψηλά επίπεδα μόρφωσης, οι μικροί εργασιακοί χώροι, οι υψηλές απαιτήσεις και η πιεστική ανάγκη για επίτευξη καλών αποτελεσμάτων, συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στη γένεση διαπροσωπικών διαφορών και συγκρούσεων. Οι διαφορές νοοτροπίας, θέσης, επιπέδου μόρφωσης στις διάφορες ιεραρχικές βαθμίδες, μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία καταστάσεων που οδηγούν σε κακές σχέσεις με αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα. Οι σχέσεις που έχουμε με τους συναδέλφους μας στο χώρο εργασίας, επηρεάζουν τη ψυχολογική μας κατάσταση, την παραγωγικότητα και την ποιότητα της ζωής μας γενικά.

Αποδεχόμενοι ότι οι προσωπικές αντιπαραθέσεις, διαφορές, διαμάχες ή και συγκρούσεις, είναι αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας, μπορούμε να λάβουμε μέτρα και να ενεργοποιήσουμε μηχανισμούς που να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις.

Τέτοιοι μηχανισμοί που μπορούν να υιοθετηθούν από τα μέλη μιας ομάδας που εργάζονται μαζί με στόχο να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι μιας δυσλειτουργίας λόγω διαπροσωπικών προβλημάτων είναι:
Οι σχέσεις με τα άλλα άτομα που εργάζονται στον ίδιο χώρο πρέπει να χαρακτηρίζονται από επαγγελματισμό, σεβασμό και εκτίμηση προς τον άλλον
Τα άτομα χρειάζεται να ακούν και να έχουν διάθεση κατανόησης των άλλων ατόμων, ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις δημιουργώντας ένα κλίμα εμπιστοσύνης το οποίο συντείνει στην λύση των προβλημάτων.
Να προωθείται η συνεργασία για την επίλυση προβλημάτων ή για την επίτευξη κοινών στόχων
Χρήση λέξεων όπως "αισθάνομαι", "νομίζω" αποφεύγοντας την κριτική ή τις κατηγορίες.
Πριν μπείτε στη διαδικασία της συζήτησης θα πρέπει να καθορίσετε το τι πραγματικά θέλετε. Επίσης θα πρέπει να ξέρετε για το τι είσαστε έτοιμοι να χάσετε και τι συμβιβασμούς μπορείτε να κάνετε για να πετύχετε αυτό που θέλετε.
Ο χειρισμός και επίλυση μιας αντιπαράθεσης είναι μια διαδικασία σταδιακή. Οι συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις δεν λύονται με μια μόνο αλληλεπίδραση. Χρειάζονται επαναπροσεγγίσεις, επανατοποθετήσεις με συζήτηση των θεμάτων σε διάφορα επίπεδα. Μπορεί να υπάρξουν οπισθοδρομήσεις και μετά με σταδιακό τρόπο πρόοδος για την επίτευξη μιας αποδεκτής λύσης από όλα τα μέρη.

Λόγω ανταγωνισμού, ενδεχομένως, να φαίνεται ουτοπική μία τέτοια προσέγγιση, ωστόσο, είναι καλό, οι εργαζόμενοι να αναγνωρίσουν τον σημαντικό ρόλο της ομάδας και να συνειδητοποιήσουν πως όταν λειτουργήσουν αρμονικά μέσα σε αυτή τότε αυξάνονται οι πιθανότητες να παραμείνουν στην εργασιακή τους θέση εφόσον θα γίνουν πιο παραγωγικοί βοηθώντας τον οργανισμό στον οποίο εργάζονται αλλά και την προσωπική τους εξέλιξη.

10. Με ποιους πρακτικούς τρόπους (σκέψεις/ ασκήσεις / πράξεις) μπορεί ένας άνθρωπος να προλάβει ή να αντιμετωπίσει την εργασιακή εξουθένωση και τι πρέπει να κάνει όταν θεωρεί ότι το πράγμα έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του;

Έχει γίνει πολύς λόγος για το θέμα της επαγγελματικής εξουθένωσης και του εργασιακού άγχους. Πλέον θεωρώ ότι ο κόσμος είναι πλήρως ενημερωμένος για τα συμπτώματα, σε ποιους τομείς εκδηλώνονται και τι χρειάζεται να προσέξουν. Αρχίζω από τα συμπτώματα, διότι η έγκαιρη αναγνώριση αυτών είναι σημαντική εφόσον μπορούμε να προλάβουμε τις, καταστροφικές, συνέπειές που αυτά φέρουν. Έπειτα, χρειάζεται να επανεκτιμήσουμε τους προσωπικούς στόχους και τις προσδοκίες, ώστε να είναι ρεαλιστικές χωρίς να καταλήγουν σε απογοήτευση. Όπου τα παραπάνω δεν είναι εφικτά, είναι καλό να αναζητήσουμε κάποια υποστήριξη, από το άμεσο περιβάλλον ή ακόμα και από κάποιον ειδικό επαγγελματία.

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να μην ξεχνάμε τον εαυτό μας και να προσπαθούμε να τον τροφοδοτήσουμε με διάφορες ψυχαγωγικές δραστηριότητες ώστε να μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε από τα εργασιακά προβλήματα και να λειτουργήσουμε πιο αποτελεσματικά. Η διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης του οργανισμού μας θα βοηθήσει στην αποφυγή των δυσάρεστων συνεπειών του άγχους, όπως αυξημένη αρτηριακή πίεση, μυϊκούς πόνους, κτλ.

Επίσης μία καλή τακτική είναι η βελτίωση της διαχείρισης χρόνου και των οργανωτικών μας ικανοτήτων, η οποία, μεταξύ άλλων περιλαμβάνει την καταγραφή υποχρεώσεων/ δραστηριοτήτων, τον καθορισμό προτεραιοτήτων, την τμηματοποίηση και ανάθεση εργασιών όπου είναι εφικτό, τη δημιουργία ισορροπημένου χρονικού προγράμματος, κ.ά. Αυτό θα βοηθήσει στον καλύτερο προσδιορισμό των στόχων αποφεύγοντας τις αστοχίες, αποτυχίες και κατά συνέπεια την απογοήτευση.

Τέλος, ένα σταθερό πρόγραμμα ύπνου, σωστές διατροφικές συνήθειες (ισορροπημένη διατροφή, στις σωστές ποσότητες και πλούσια σε βιταμίνες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και άλλα θρεπτικά στοιχεία), θα βοηθήσουν στην καλή λειτουργία του οργανισμού αποφεύγοντας περαιτέρω λόγους για εξάντληση. Καθώς το άτομο θα αισθάνεται καλά οργανικά, θα είναι σε θέση να επικοινωνήσει σωστά και εποικοδομητικά με συναδέλφους και φιλικά άτομα, τον/την σύντροφο ή την οικογένεια, ικανοποιώντας έτσι την ανάγκη του για κοινωνικότητα και αποφεύγοντας προβλήματα, τα οποία θα μπορούσαν να είναι τροχοπέδη στην επαγγελματική του απόδοση.



*Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέντευξη που παραχωρήθηκε, από την Κα Κελλυ Ψυλλάκη, στο περιοδικό Psychologies και αναμένεται να εκδοθεί μελλοντικά.


ΠΗΓΗhttp://www.skepsy.gr/index.php/el/articles/139-2013-06-21-12-59-38(accessed 8.10.14)