Tuesday, 23 July 2013

Η πολύμορφη βία και η δυσλειτουργία της δημοκρατίας



Καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics, πρώην υπουργός


Αν η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου το βράδυ της Τετάρτης από τη Βουλή δεν συνοδεύτηκε από πράξεις υλικής βίας στην πρωτεύουσα, κάτι που είχε δυστυχώς γίνει αρκετές φορές τα προηγούμενα χρόνια σε ανάλογες περιπτώσεις, συνοδεύτηκε ωστόσο από εκφράσεις έντονης λεκτικής βίας μέσα στη Βουλή. Τα «γουναράδικα», οι «κρεμάλες», το «να έρθει ένας χρυσαυγίτης να επιβάλει την τάξη» ήταν βέβαια οι κορυφαίες περιπτώσεις, αλλά δεν ήταν οι μόνες. Με αφορμή λοιπόν τη συζήτηση, αναδιατυπώνω εδώ μερικές σκέψεις για το ζήτημα της βίας.

Υπάρχει ένας βέβαιος δρόμος για να καταρρεύσουν οι κοινωνίες, ακόμα και αυτές που δεν αντιμετωπίζουν έντονα οικονομικά προβλήματα, όπως αυτά που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Αυτός είναι ο δρόμος της άρνησης εφαρμογής των νόμων.

Καθώς οι νόμοι στο σύνολό τους εκφράζουν, ταυτόχρονα, δικαιώματα και υποχρεώσεις, ελευθερίες και απαγορεύσεις, οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι υποχρεωμένες να αναζητούν τις απαραίτητες ισορροπίες. Αυτός είναι ο δρόμος που καλούνται να ακολουθήσουν οι κρατικοί μηχανισμοί, συμπεριλαμβανομένων και των μηχανισμών προστασίας της ασφάλειας του πολίτη, αλλά και τα κοινωνικά κινήματα. Έτσι, οι πάντες γνωρίζουν, ακόμα και εμπειρικά, ότι δουλειά του κράτους είναι να εξασφαλίζει μια σταθερή βάση για τη λειτουργία των θεσμών, να μην παραβιάζει τις πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες των πολιτών, ούτε των συλλογικών φορέων τους, καθώς και να παραπέμπει στη Δικαιοσύνη όσους παραβιάζουν τις παραπάνω αρχές.

Αλλά το ελληνικό κράτος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχουν δείξει ιδιαίτερη αδράνεια, πολλές φορές προκλητική, στην εφαρμογή αυτών των αρχών. Για να αλλάξει αυτό, είναι βέβαια πολύ σημαντικό το πολιτικό σύστημα να παραδεχτεί τις ευθύνες του και να μετασχηματιστεί. Παράλληλα όμως, η προσπάθεια αυτή πρέπει να στηριχτεί και στις ενέργειες των ίδιων των πολιτών. Οι πολίτες δικαιούνται και οφείλουν να διαμαρτύρονται όταν βλέπουν περιπτώσεις κοινωνικής αδικίας, ανισότητας, προκλητικής συμπεριφοράς και υποτίμησης των νόμων.

Αντί ορισμένοι να ακολουθούν πρακτικές παραβίασης των νόμων, να προπηλακίζουν όσους δεν σκέφτονται όπως αυτοί ή να απειλούν ευθέως πως θα χυθεί αίμα (τι άλλο σημαίνουν οι φράσεις που σταχυολόγησα πιο πάνω από τη συζήτηση στη Βουλή;), ίσως θα ήταν καλύτερο να αρχίσουν αυτοί πρώτοι να εφαρμόζουν τους νόμους. Οι πολίτες που εμπνέονταν από τα κινήματα ανυπακοής, όπως αυτά που αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ του ΄60 από τους αρνητές στράτευσης στον πόλεμο του Βιετνάμ και από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, επεδίωκαν με τη εθελούσια παράδοσή τους στη Δικαιοσύνη να κινητοποιήσουν τις νομικές διαδικασίες, ώστε οι όποιοι άδικοι νόμοι να καταπέσουν στα δικαστήρια, όχι στο δρόμο.

Αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν έχουν καμία σχέση με τα γνήσια και ελπιδοφόρα κινήματα των πολιτών για αλλαγή των νόμων. Σ' αυτά, οι συμμετέχοντες πολίτες συνειδητοποιούν πως αποτελούν μέλη μιας οργανωμένης κοινότητας. Αυτό σημαίνει πως οι πολίτες δεν εξαρτούν τη νόμιμη συμπεριφορά τους από τη συμπεριφορά των άλλων, αλλά θεωρούν πως η τήρηση των νόμων αποτελεί πρωτίστως δική τους υποχρέωση. Όπως, επίσης, υποχρέωση και δικαίωμά τους είναι να αγωνίζονται με νόμιμο τρόπο κατά όλων των συμπεριφορών που παραβιάζουν το δηµόσιο συμφέρον, όπως είναι το «φακελάκι», το «γρηγορόσημο» και η φοροδιαφυγή. Όπως έχω γράψει και παλιότερα, αν αναπτυσσόταν ένα τέτοιο «κίνημα ανυπακοής κατά της διαφθοράς», τότε θα αναγκαζόταν το ίδιο το πολιτικό σύστημα να αναλάβει τις ευθύνες του. Αντιθέτως, τα φαινόμενα ανομίας συμβάλλουν στη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν. Αυτό σίγουρα δεν ωφελεί τη δημοκρατία, ούτε τους Έλληνες πολίτες.

Στην ελληνική κοινωνία παρατηρείται, επίσης, αυτό που η Χάνα Άρεντ είχε ονομάσει «αλληλεγγύη με βάση τον οίκτο». Όταν μια κοινωνική ομάδα έχει κάποιο αίτημα, τότε ορισμένα κόμματα τάσσονται υπέρ του, χωρίς να εξετάζουν τις επιπτώσεις στην ευρύτερη κοινωνία. Όλα ομαδοποιούνται στη λογική του οίκτου. Παράδειγμα: υιοθετούνται και προβάλλονται τα αιτήματα και των χαμηλοσυνταξιούχων και των μεγαλογιατρών, ισοπεδωτικά, ισότιμα και ταυτόχρονα. Αυτό τουλάχιστον κάνει ένα μέρος της Αριστεράς. Αντιλαμβάνονται τη Δικαιοσύνη ως προστασία συγκεκριμένων κοινωνικών συμφερόντων. Το ζήτημα όμως είναι πώς η διασφάλιση της λειτουργίας του κράτους δικαίου, καθώς και η ισότητα στις ευκαιρίες και στις δυνατότητες, θα τεθούν στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας μας.

Η άρνηση των νόμων, η ανομία και η αδιάκριτη στήριξη κάθε αιτήματος δεν είναι προς όφελος των αδύναμων, αλλά σε βάρος τους. Ισχυροί είναι αυτοί που έχουν έτσι κι αλλιώς προσβάσεις και δυνατότητες, είναι όσοι τα καταφέρνουν καλύτερα με την ανομία και τη γενικευμένη αντίληψη ότι όλες οι διεκδικήσεις είναι ισότιμες. Αντίθετα, οι αδύναμοι έχουν μόνο το κράτος δικαίου ως προστάτη τους και μπορούν να αναπτυχθούν στοιχειωδώς ισότιμα μόνο εφόσον τηρούνται οι νόμοι.

Καθώς η βία και η ανομία ολοένα αυξάνονται γύρω μας, είναι επιτακτική ανάγκη να πάρουν ξεκάθαρη θέση όλα τα κόμματα και οι κοινωνικοί φορείς ενάντια στα φαινόμενα αυτά. Η βία και η ανομία είναι ό,τι πιο οπισθοδρομικό και συντηρητικό υπάρχει στην κοινωνία μας, γιατί περιορίζει την ελευθερία επιλογών. Και καμιά μορφή βίας δεν θα πρέπει να γίνεται ανεκτή, όχι μόνο από το πολιτικό σύστημα, αλλά κυρίως από την κοινωνία μας και τους πολίτες.

Υπό αυτή την έννοια, ούτε καν η λεκτική βία δε θα έπρεπε να «περνάει», ούτε να τη συνηθίζουμε, πολύ περισσότερο σε χώρους όπως η Βουλή. Γιατί ο εθισμός της ακοής στη βία σπάνια μένει εκεί: συνήθως ακολουθεί η υλική / σωματική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα κοινωνικά μας ήθη και τη λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.


ΠΗΓΗ: Athens voice


Monday, 22 July 2013

Female genital mutilation: 30 million girls 'at risk'



The challenge is to let people - men and women - have their voices heard on the issue, Unicef says


More than 30 million girls are at risk of being subjected to female genital mutilation (FGM) over the next decade, a study by Unicef has found.

It said more than 125 million girls and women alive today had undergone a procedure now opposed by the majority in countries where it was practised.

Ritual cutting of girls' genitals is practised by some African, Middle Eastern and Asian communities in the belief it protects a woman's virginity.

Unicef wants action to end FGM.

The UN Children Fund survey, described as the most comprehensive to date on the issue, found that support for FGM was declining amongst both men and women.

FGM "is a violation of a girl's rights to health, well-being and self-determination," said Unicef deputy executive director Geeta Rao Gupta,

"What is clear from this report is that legislation alone is not enough."


Meaza's story

Ethiopian teenager Meaza Garedu was subjected to female genital mutilation when she was 10 years old, and now campaigns against the practice.

"In my village there is one girl who is younger than I am who has not been cut because I discussed the issue with her parents," the 14-year-old said.

"I told them how much the operation had hurt me, how it had traumatised me and made me not trust my own parents.

"They decided that they did not want this to happen to their daughter."

The report, 'Female Genital Mutilation/Cutting: A statistical overview and exploration of the dynamics of change', was released in Washington DC.

The study, which pulled together 20 years of data from the 29 countries in Africa and the Middle East where FGM is still practised, found girls were less likely to be cut than they were some 30 years ago.

They were three times less likely than their mothers to have been cut in Kenya and Tanzania, and rates had dropped by almost half in Benin, the Central African Republic, Iraq, Liberia and Nigeria.

But FGM remains almost universal in Somalia, Guinea, Djibouti and Egypt and there was little discernible decline in Chad, Gambia, Mali, Senegal, Sudan or Yemen, the study found.

However, it did find that most girls and women, and a significant number of boys and men, opposed the practice. In Chad, Guinea and Sierra Leone more men than women wanted to see an end to the practice.

"The challenge now is to let girls and women, boys and men speak out loudly and clearly and announce they want this harmful practice abandoned," said Ms Rao Gupta.

The report recommends opening up the practice to greater public scrutiny so that entrenched social attitudes to it can be challenged.

In some communities FGM, also known as female circumcision, is seen as a traditional ritual used culturally to ensure virginity and to make a woman marriageable.

It typically involves procedures that alter or injure female genital organs and is often carried out by traditional circumcisers, who play other central roles in communities.

The dangers of FGM include severe bleeding, problems urinating, infections, infertility and increased risk of newborn deaths in childbirth.

CountryPrevalenceCountryPrevalence

NOTE: DATA FROM THE REPUBLIC OF THE SUDAN ONLY. DATA NOT COLLECTED FROM SOUTH SUDAN. SOURCE: UNICEF



SOURCE:



Ενα ρομπότ για την τρίτη ηλικία με τη συμμετοχή του ΑΠΘ



Θα φροντίζει για την ασφάλεια των ηλικιωμένων και να παραμένουν σωματικά και πνευματικά δραστήριοι.

Του Κώστα Δεληγιάννη



Το ρομπότ κατά τις δοκιμές του στην Ολλανδία και στην Αγγλία. 





Περίπου σε μία δεκαετία από σήμερα, οι ηλικιωμένοι με αρχόμενη άνοια θα έχουν τη δυνατότητα να… συγκατοικήσουν με ένα «κοινωνικό ρομπότ», το οποίο θα φροντίζει 24 ώρες το 24ωρο για την ασφάλειά τους, αλλά και για να παραμένουν σωματικά, κοινωνικά και πνευματικά δραστήριοι. Οσο κι αν ακούγεται σενάριο επιστημονικής φαντασίας, ένας τέτοιος πρωτότυπος «ρομποτικός φροντιστής» έχει κατασκευαστεί ήδη από Ευρωπαίους επιστήμονες, στο πλαίσιο του πρότζεκτ Mobiserv, στο οποίο συμμετέχει και το Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.



Με συντονιστή τον κ. Ιωάννη Πήτα, διευθυντή του εργαστηρίου και καθηγητή Πληροφορικής στο ΑΠΘ, οι Ελληνες ερευνητές έχουν αναπτύξει τους αλγόριθμους τεχνητής όρασης, οι οποίοι επιτρέπουν στο ρομπότ να καταλαβαίνει όσα «βλέπει» τόσο με τα «μάτια» του όσο και μέσω των καμερών που ενδεχομένως έχουν εγκατασταθεί στο σπίτι. Επομένως, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες τεχνολογίες αιχμής που δημιουργήθηκαν μέσα από το Mobiserv, το μηχάνημα μπορεί να υπενθυμίσει στον ηλικιωμένο να πάρει τα φάρμακά του ή να φάει και να πιει νερό, αν το έχει ξεχάσει.

Επίσης, του προτείνει ασκήσεις γυμναστικής και τον ενθαρρύνει να παίξει ηλεκτρονικά παιχνίδια στην οθόνη αφής του μηχανήματος, ώστε να εξασκήσει τη μνήμη και την προσοχή του. Παράλληλα, το ρομπότ θα συμβουλεύσει τον ηλικιωμένο να μιλήσει τηλεφωνικά με κάποιον συγγενή του ή να βγει μια βόλτα, στην περίπτωση που δεν έχει επικοινωνήσει με κανέναν για μεγάλο χρονικό διάστημα.


Στο σπίτι

«Ο στόχος είναι τα άτομα της τρίτης ηλικίας που ζουν μόνα τους να μη χρειάζεται να μπουν σε κάποια ειδική μονάδα φροντίδας μόλις εμφανίσουν τα πρώτα συμπτώματα άνοιας. Αντίθετα, με τη βοήθεια του ρομπότ, θα μπορούν να ζήσουν για αρκετά ακόμη χρόνια στο σπίτι τους», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Πήτας. Σύμφωνα με τον καθηγητή, η παράταση της ανεξάρτητης διαβίωσης θα σημαίνει κατ’ αρχάς βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. «Επιπλέον, μακροπρόθεσμα προβλέπεται να μειώσουν τις δαπάνες των συστημάτων υγείας, αφού, όταν ελαττωθεί το κόστος των τεχνολογιών και είναι έτοιμες να διατεθούν εμπορικά, η χρήση τους θα στοιχίζει λιγότερο από την περίθαλψη στις μονάδες φροντίδας», συμπληρώνει.

Το ρομπότ κατασκευάστηκε από τη γαλλική εταιρεία Robosoft και για να υποστηρίξει όλες τις λειτουργίες του, συνεργάζεται με άλλα ηλεκτρονικά συστήματα τα οποία έχουν αναπτύξει επιχειρήσεις και ιδρύματα που παίρνουν μέρος στο Mobiserv. Για παράδειγμα, στην ιταλική Smartex και το ερευνητικό κέντρο CSEM στην Ελβετία ανήκει το «έξυπνο γιλέκο» που φοράει ο ηλικιωμένος και το οποίο καταγράφει τον σφυγμό, την αναπνοή, τη θερμοκρασία και τη στάση του σώματος. Επίσης, στο σπίτι εγκαθίστανται αισθητήρες και άλλοι αυτοματισμοί, με την επικοινωνία όλων αυτών των υποσυστημάτων να γίνεται μέσω αλγορίθμων του τεχνολογικού πανεπιστημίου της Λαπεράντα στη Φινλανδία.

Ο ρόλος του ΑΠΘ έχει να κάνει με την τεχνητή όραση του ρομπότ, έναν τομέα στον οποίο το Εργαστήριο Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών θεωρείται από τα κορυφαία στην Ευρώπη. «Οι αλγόριθμοί μας επιτρέπουν στο ρομπότ να αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται ο ηλικιωμένος και, από τις κινήσεις του, να αναγνωρίζει τη συμπεριφορά του, δηλαδή αν εκείνη τη στιγμή παίρνει τα φάρμακά του ή αν καταναλώνει κάποιο φαγητό ή ποτό. Επίσης, μπορεί να καταλάβει αν έχει πέσει, για να ειδοποιήσει τους οικείους του», σημειώνει ο επιστήμονας. Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι αλγόριθμοι αναλύουν τις εκφράσεις του προσώπου, ώστε το μηχάνημα να συμπεραίνει σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρίσκεται ο χρήστης του και να δρα ανάλογα.


Αυτή την περίοδο, πραγματοποιείται η δεύτερη φάση δοκιμής του μηχανήματος, σε ηλικιωμένους στην Ολλανδία και στην Αγγλία. «Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι αισιόδοξα και δείχνουν πως τα άτομα της τρίτης ηλικίας εξοικειώνονται πολύ γρήγορα με την αλληλεπίδραση με το ρομπότ, κάτι που δεν ήταν εξαρχής δεδομένο», επισημαίνει ο κ. Πήτας. Ετσι, το πρότζεκτ, που τελειώνει τον Αύγουστο, μας έχει φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην εποχή που τέτοια ρομπότ θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας με αρχόμενη άνοια.


«Θεωρώ πως μέσα σε μία δεκαετία, οι τεχνολογίες του Mobiserv θα είναι πλέον ώριμες για να χρησιμοποιηθούν σε πραγματικές συνθήκες. Στην περίπτωση της τεχνητής όρασης, αυτό θα σημαίνει πως οι αλγόριθμοι θα έχουν εξελιχθεί ακόμη περισσότερο, ώστε να «αποκωδικοποιούν» επαρκέστερα την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία δεν είναι εύκολο να τυποποιηθεί», λέει ο καθηγητής. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, εκτιμά πως το κόστος του ρομπότ και των υπόλοιπων συστημάτων θα έχει μειωθεί αισθητά (κάτω από τα 10.000 ευρώ), ώστε να είναι πολύ πιο οικονομικό από την περίθαλψη σε εξειδικευμένους οίκους ευγηρίας.




Ειδοποιεί άμεσα όταν πέφτουν οι ηλικιωμένοι και κινδυνεύουν

Το «κοινωνικό» ρομπότ του Mobiserv ανήκει στην κατηγορία των συστημάτων ανεξάρτητης διαβίωσης, η οποία αποτελεί μία από τις βασικές περιοχές ερευνητικού ενδιαφέροντος για την Ευρωπαϊκή Ενωση. «Ενας λόγος είναι ότι τεχνολογίες σαν κι αυτές που δημιουργήσαμε στο πρότζεκτ μπορούν να περιορίσουν την ιδρυματοποίηση των ατόμων με ειδικές ανάγκες (π.χ. ηλικιωμένων ή ανθρώπων με κινητικά προβλήματα), μειώνοντας έτσι τις δαπάνες των συστημάτων υγείας. Επίσης, η Ευρώπη θέλει να αναπτύξει εμπορικά προϊόντα, τα οποία θα μπορεί να εξάγει σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου, που κι αυτές αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα», υπογραμμίζει ο κ. Λέκκας από το ΑΠΘ.


Μάλιστα, ορισμένες τέτοιες τεχνολογίες μπορεί να είναι άμεσα εφαρμόσιμες, όπως η συσκευή Vigi’Fall που αναπτύχθηκε μέσα από το πρόγραμμα FallWatch και η οποία μπορεί να ανιχνεύει τις πτώσεις των ηλικιωμένων μέσα στο σπίτι. Η συσκευή μοιάζει με ένα τριγωνικό επίθεμα που φοριέται από τον χρήστη. Ετσι, αν αυτός πέσει, οι αισθητήρες που έχουν εγκατασταθεί στην κατοικία θα ανιχνεύσουν την έλλειψη κίνησης και, μέσω του κέντρου ελέγχου, θα ειδοποιηθούν οι προεπιλεγμένοι τηλεφωνικοί αριθμοί. Με το ποσοστό σφάλματός της να είναι μικρότερο από 10%, η συσκευή από τον περασμένο Νοέμβριο πωλείται σε ιδρύματα και ομίλους υγειονομικής περίθαλψης, ενώ στα τέλη της χρονιάς θα κυκλοφορήσει στο εμπόριο και μια οικιακή εκδοχή της.


Το Vigi’Fall μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή 500.000 νοσηλειών και 40.000 πρόωρων θανάτων που προκαλούνται από πτώσεις κάθε χρόνο μόνο στην Ευρώπη. Ηδη έχει ξεκινήσει το επόμενο πρότζεκτ FallWatch DEMO, για τη δημιουργία του Vigi’Fall «δεύτερης γενιάς», το οποίο θα μετράει και τους καρδιακούς παλμούς.


ΠΗΓΗ:

H KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 



Tuesday, 16 July 2013

Fat-boosting gene mystery 'solved'



By James GallagherHealth and science reporter, BBC News

Why some people find fatty foods irresistible could be hidden in their genes.


The mystery of a genetic flaw which greatly increases the risk of obesity in one in six people has been solved by an international group of scientists.

A version of an obesity gene, called FTO, had been linked to a bigger belly, but the reason why was uncertain.

A study, published in The Journal of Clinical Investigation, showed it made fatty foods more tempting and altered levels of the hunger hormone, ghrelin.

Obesity experts said drugs targeting ghrelin might reduce weight gain.

There is a strong family link with obesity, and a person's genetic code is thought to play a major role in the risk of them becoming overweight.

People have two copies of the FTO gene - one from each parent - and each copy comes in a high and a low-risk form. Those with two-high risk copies of the FTO gene are thought to be70% more likely to become obese than those with low-risk genes.

But no-one knew why.

Hormonal

A team, led by researchers at University College London, tested two groups of men. All were a normal weight, but one group had the high-risk FTO genes and the other was low risk.

The first tests looked at levels of the hormone ghrelin either side of a meal in 10 men from each group.

Levels of the hormone, which makes people hungry, did not fall as far in the high-risk patients after the meal. Their ghrelin levels also began to climb more quickly.

In separate tests, a series of brain scans after a meal showed further differences between the two groups. Men with the high-risk genes found pictures of high-fat foods more appealing than the low-risk men.

Dr Rachel Batterham, the head of the centre for obesity research at University College London, told the BBC News website: "Their brain is set up to be particularly interested in anything to do with high-calorie food."

She said they were "biologically programmed to eat more".

Help?

Dr Batterham said understanding how FTO affected the odds of becoming overweight would help patients.

She said exercise such as cycling was an excellent way to lower ghrelin levels and there was a significant amount of research from pharmaceutical companies working on the hormone.

She added: "Also protein meals do lower ghrelin more, so anything that suppresses ghrelin is more likely to be effective in FTO patients."

The FTO mutations were probably life-saving at one point in human history when piling on the pounds in the summer would help people survive the winter.

Commenting on the findings, Prof Steve Bloom, from Imperial College London, said: "We know the tendency to overeat in a society with too much food and no need for exercise is inherited.

"Slowly we are discovering the factors which make us overweight and this study, encompassing not only demonstration of a higher level of hunger hormone, ghrelin, but also changes in the brain associated with ghrelin's action, is an important step forward."

The study was funded by the Rosetrees Trust and the Medical Research Council.


SOURCE:
BBC NEWS:http://www.bbc.co.uk/news/health-23312712 (accessed 16/07/13)


Girls' and boys' brains respond differently to funny videos


----------------------------------------

When exposed to humour, women's brains exhibit more activity than men's in reward-related regions. Some experts say this is consistent with an idea derived from evolutionary theory that women are predisposed to be humour appreciators whereas men are humour producers. According to this view, women use a man's comedic skills as a way to appraise his genetic fitness.

An obvious objection here is with the word "predisposed". Who's to say whether these gender differences are innate or if they're a result of cultural influences? A new study has started to answer this question by scanning the brains of girls and boys as they viewed funny videos - the first time that gender-related brain differences in response to humour have been examined in children.

Pascal Vrticka and his colleagues showed the funny clips, including people falling over and animals performing tricks, to 22 healthy children - 13 girls, 9 boys - aged from six to thirteen (data from a further ten children was lost because they moved about too much in the scanner). For comparison, the children also watched "positive" clips, featuring dancers and snowboarders among other things, and neutral clips, which featured nature videos and kids riding bikes. As they watched the clips the children's brains were scanned with fMRI. The children also said how much they enjoyed the clips and how funny they found them.

In response to funny clips (versus positive clips) the girls' brains showed more heightened activity than the boys' in a range of areas including bilateral tempero-occipital cortex, midbrain and amygdala. What does this mean? "This finding indicates that girls more readily engaged in incongruity resolution and experienced stronger mirth, positive feeling state, and/or reward representation during humour appreciation," said the researchers. This shows, they added, that the humour-related gender differences found in adult brains already exist in young children.

In contrast to the situation for funny clips, the boys' brains showed a stronger response than girls' brains to the positive clips, including in ventromedial prefrontal cortex and amygdala. The researchers said this shows the boys expected reward, not just in the funny clips but in the positive unfunny clips. Because they anticipated reward, Vrticka's team said the boys' experience of mirth was diminished when a joke actually came. Girls, by contrast, were more surprised by the humour in the funny clips, which therefore brought them more reward.

The same results applied when analysis was restricted to the portion of participants who were opposite-sex siblings raised in the same homes. This strengthens the case that it is at least partly biological differences that lie behind the gender differences reported here (but this is far from conclusive: opposite sex siblings can be exposed to different environmental influences whether raised together or not).

The researchers said their findings support the idea that women have evolved to be humor appreciators: "... the extant neuroimaging data support the notion that mate selection by means of humor processing might be more effective in females than males because the female brain, and particularly the reward circuit, is biologically better prepared to respond accordingly."

There's one very important problem with all this. The girls didn't actually like or find the funny videos any funnier than the boys. Their super efficient joke-sensitive neural reward circuits were firing away, but this wasn't translated into actual amusement. Is this a classic case of researchers treating brain imaging evidence as somehow more true or fundamental than behavioural data?

Here's how they explained the lack of gender differences in the kids' ratings of the videos: "... differential brain activity for funny versus positive clips most likely reflects a sex bias for distinct processing mechanisms, rather than divergent subjective experience." OK, but how do they get from that interpretation to their conclusion that "our data for the first time disclose that sex differences in humour appreciation already exist in young children"?

Yes, this small study suggests girls' and boys' brains respond differently to funny videos. But there were no differences in subjective humour appreciation between the sexes and so, contrary to the researchers' interpretation, the study could be taken as another example of how the brains of men and women (and boys and girls) sometimes take a different route to the same end result.
_________________________________ 

SOURCE:

BPS RESEARCH DIGEST : http://www.researchdigest.org.uk/

Vrticka P, Neely M, Walter Shelly E, Black JM, and Reiss AL (2013). Sex differences during humor appreciation in child-sibling pairs. Social neuroscience, 8 (4), 291-304 PMID:http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/23672302



Further reading. Humour special issue of The Psychologist magazine:http://www.thepsychologist.org.uk/archive/archive_home.cfm?volumeID=26&editionID=224


Sunday, 7 July 2013

Χάσμα πολιτικών γνώσεων μεταξύ αντρών και γυναικών λόγω των ΜΜΕ


Σύμφωνα με βρετανική έρευνα, οι γυναίκες παγκοσμίως, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες και δημοκρατικές χώρες, γνωρίζουν λιγότερα πράγματα για την πολιτική από ό,τι οι άνδρες.



Αυτό διαπίστωσε μια νέα βρετανική έρευνα, που κάλυψε δέκα χώρες, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο χάσμα πολιτικών γνώσεων μεταξύ ανδρών-γυναικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Για αυτό ευθύνονται σημαντικά τα μέσα ενημέρωσης.



Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζέιμς Κιούραν, διευθυντή του Κέντρου Ερευνών Μέσων Ενημέρωσης Goldsmiths Leverhulme του πανεπιστημίου του Λονδίνου πραγματοποίησαν την έρευνα για λογαριασμό του Συμβουλίου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (ESRC) της Βρετανίας. Συνέκριναν τις πολιτικές γνώσεις των δύο φύλων σε δέκα χώρες: Βρετανία, ΗΠΑ, Καναδά, Αυστραλία, Ιαπωνία, Κορέα, Ελλάδα, Ιταλία, Νορβηγία και Κολομβία. Στην έρευνα από ελληνικής πλευράς συνέβαλε ο καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Στέλιος Παπαθανασόπουλος.

Το κεντρικό συμπέρασμα, σύμφωνα με τους ερευνητές, ήταν ότι οι γυναίκες ξέρουν λιγότερα για την πολιτική από τους άνδρες, άσχετα με το πόσο ανεπτυγμένη και προοδευμένη είναι μια χώρα στα θέματα ισότητας των δύο φύλων. Είναι εντυπωσιακό ότι σε μια χώρα «πρωταθλήτρια» στα δικαιώματα των γυναικών, τη Νορβηγία, το χάσμα πολιτικών γνώσεων μεταξύ ανδρών-γυναικών είναι μεγαλύτερο από ό,τι στη Νότια Κορέα, μια χώρα όπου η ισότητα των γυναικών δεν έχει προοδεύσει το ίδιο.

Σύμφωνα με τον Κιούραν, στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ η υστέρηση των γυναικών σε πολιτικές γνώσεις είναι μεγαλύτερη από ό,τι στην λιγότερο ανεπτυγμένη Κολομβία. Για εύρημα που προκαλεί «πραγματικά μεγάλη έκπληξη» έκανε λόγο ο Βρετανός καθηγητής.

Η έρευνα αφορούσε τις γνώσεις των δύο φύλων τόσο αναφορικά με τις εγχώριες, όσο και τις διεθνείς πολιτικές ειδήσεις. Όσον αφορά τις αιτίες για τις διαφορές γνώσεων, η έρευνα επισημαίνει σημαντικό ρόλο παίζει πως τα μέσα ενημέρωσης δίνουν μεγάλη προτεραιότητα στην κάλυψη των ειδήσεων μέσω πηγών του ανδρικού φύλου.

Επομένως, σύμφωνα με την έρευνα στις δέκα χώρες, κατά μέσο όρο οι γυναίκες δίνουν συνεντεύξεις ή χρησιμοποιούνται ως ειδησεογραφικές πηγές μόνο στο 30% των ειδήσεων στην τηλεόραση, ενώ το 70% αφορούν άνδρες. Επιπλέον, οι δημοσιογράφοι προτιμούν να τις χρησιμοποιούν ως ειδησεογραφικές πηγές όχι τόσο σε θέματα «σκληρής» πολιτικής ειδησεογραφίας, όσο σε θέματα όπως η οικογένεια, ο πολιτισμός, το «λάιφ-στάιλ», που θεωρούνται πιο «γυναικεία».

«Αυτή η ανεπαρκής παρουσίαση των γυναικών και η προκατάληψη σε βάρος τους με βάση τη θεματογραφία των ειδήσεων μπορεί να περιορίσει τα κίνητρα των γυναικών να αποκτήσουν πολιτικές γνώσεις με ενεργητικό τρόπο. Μπορεί επίσης να τις αποθαρρύνει από την πολιτική συμμετοχή, ακόμα και να εμποδίσει τις γυναίκες να εμπλακούν ως πολίτες στη δημοκρατική κοινωνία», δήλωσε ο Κιούραν.

Μεταξύ άλλων, η έρευνα διαπίστωσε ότι όσο περισσότερο οι θεατές παρακολουθούν ειδήσεις από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, και όχι από τα ιδιωτικά κανάλια, τόσο καλύτερα πληροφορημένοι είναι οι άνθρωποι για τα πολιτικά πράγματα. Από την άλλη, επιβεβαιώνεται ότι η παρακολούθηση, η ακρόαση και η ανάγνωση ειδήσεων παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια ανδρική ενασχόληση, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες χώρες.

Παντού οι γυναίκες βλέπουν σε μικρότερο ποσοστό έναντι των ανδρών ειδήσεις στην τηλεόραση, ακούν ειδήσεις στο ραδιόφωνο ή διαβάζουν ειδήσεις στις εφημερίδες. Ο λιγότερος χρόνος που τους αφήνουν οι δουλειές του νοικοκυριού και οι κοινωνικές προκαταλήψεις που συχνά έχουν κληρονομήσει από το παρελθόν, σε συνδυασμό με την αποθαρρυντική προκατάληψη στην παρουσίαση των ειδήσεων ευθύνονται για αυτό το χάσμα ενδιαφέροντος και γνώσεων για τα πολιτικά τεκταινόμενα.

Πηγή: AΠE-MΠΕ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Clinical psychology trainees outperform experienced therapists on knowledge and skills


----------------------------------------

Conducted in Germany, this study pitched undergrad psychology students, postgrad clinical psychology trainees and experienced psychological therapists against each other on tests of psychological knowledge and skills. The slightly worrying result is that the trainees aced it, outperforming not just the students (on most tests) but also the experienced therapists. "The picture is not so bright" for the seasoned therapists, the researchers said. "Our results point to a decrease in knowledge and variability in clinical competence."

The research led by Sabine Vollmer had two parts. The first involved 55 novice, intermediate and advanced students, 15 graduate trainee therapists, and 15 experienced therapists who'd been working in the profession for at least 10 years. In terms of basic psychological knowledge, it was the students who came out on top, presumably because they were currently immersed in learning the basics of the discipline. In applying psychological knowledge to clinical psychology, the intermediate students beat the novice students, and they matched the advanced students, trainees and seasoned therapists, all of whom performed at a similar level. On clinical knowledge, the trainee therapists came out tops, beating all the students and the experienced therapists.

Another challenge involved the participants reading about two client case studies (one was social phobia, the other was OCD), then they had to recall the important details, as well as explain and diagnose the disorder. Here, performance improved from novice to experienced students up to trainees. However things stalled at the level of trainees, with the experienced therapists actually showing a slight decrease in performance.

The second part of the research attempted to better capture the dynamic nature of therapeutic work. Five advanced students, five trainee therapists, and five veteran therapists with at least 10 years experience took part in a "case-based interview". While reading about a complex client, they were first asked to think out loud about the case, then they had to diagnose the client (major depression and borderline personality disorder) and recommend appropriate treatment (e.g. dialectical behavioural therapy).

The students struggled. The trainee therapists aced it. The experienced therapists were a mixed bag - two performed well, but three of them failed to "develop an individual case conceptualisation, their diagnoses were incomplete or wrong, and they didn't adapt their treatment plan to the patient's history."

The poor performance of the seasoned therapists is worrying but tricky to diagnose. Clinical psychology training in Germany has changed since the experienced therapists underwent their training. Today, as in the UK, German trainee clinical psychologists undertake a doctoral programme made up of research, study and clinical practice, whereas training in the past was much shorter (also true in the UK). This means it's impossible to know whether the disappointing performance of the experienced therapists was due to the nature of their training, or rather an adverse side-effect of expertise and time on the job - over-confidence perhaps, or a failure to keep up to date with the latest knowledge and theory.

It would have been useful to know more about the theoretical orientations of the therapists and the researchers. Would the veteran therapists have agreed with the way their performance was scored? Can we trust the expertise of the scorers who rated the performance of the participants? It is reassuring that we're told the research group comprised experts in cognitive science, clinical psychology and psychotherapy.

The good news from the study is that contemporary clinical psychology training seems to be equipping the next generation well (at least in Germany). A concern is that experienced therapists seem to need more support than they're getting to ensure their expertise is sustained and developed. Vollmer's team said this tallies with research in the medical profession suggesting that doctors are not very good at judging the holes in their own knowledge and skills.
_________________________________ 
SOURCE:


Vollmer, S., Spada, H., Caspar, F., and Burri, S. (2013). Expertise in Clinical Psychology. The Effects of University Training and Practical Experience on Expertise in Clinical Psychology. Frontiers in Psychology, 4 DOI: http://dx.doi.org/10.3389/fpsyg.2013.00141