Monday, 29 January 2024

Wanting to be More Horny




Following from our ‘horny all the time’ podcast, this podcast explores what we might do if we are wanting to be more horny.



The first big question if you feel this way is ‘why?’ There’s so much pressure in wider culture to be horny and sexual that it’s really hard to step outside that cultural script and decide whether it’s something you really want for yourself, or more something you feel you should be. Also it’s easy for people in our lives to put pressure on us to be as horny as they are – especially if we have a sexual relationship.

The most important thing here is that it is really okay not to be horny ever. It’s also okay to only be horny some of the time, or only a bit horny. There is so much to be learnt from asexual communities here about the fact it is fine not to experience sexual attraction or sexual desire, or to only experience them very occasionally, or only in certain situations.

Consent is vital. It’s really important not to do anything sexual that we don’t want to do because we feel like we should. Not only is it damaging to be treated – or to treat ourselves – non-consensually, it will most likely leave us feeling even less horny or interested in sex than we were before.

If you are aware of all of that and would still like to feel horny more of the time, then you might want to reflect on horniness as a biopsychosocial thing. What aspects of your body and brain (bio), your experiences through life (psycho), and the culture around you (social) contribute to your horniness – and your experiences of erotic stuff more generally? What might you do on all of those levels to invite more horniness? For example, for bio you might think about times of day you feel more relaxed or available for horniness and focus on those times, or situations your body feels most comfortable in – or in less pain. You might get your hormone levels checked out or find toys that stimulate you most. For psycho you might reflect on good and bad past sexual experiences and find ways to incorporate the better ones into your current sexual times. You might do our Make Your Own Sex Manual zine to tune into your sexual desires. For social you might cultivate friendships and community where you can talk about this stuff with likeminded people, or go to events or workshops where you can learn in a culture that invites consent and horniness.

Being present to flickers of horniness is important: cultivating micro-moments of horniness when you have them and fanning the flame by allowing yourself to explore them. You might invite more erotica, porn, fantasy, or playing with bodily sensations into your solo sex, or sex with other people. It’s also important not to be aiming at a certain kind of sex/bodily experience like erection or orgasm. Again this makes those things – and horniness itself – less likely to happen.

If you’re sexual with another person it’s important to remember that it’s fine and normal to have discrepancies and fluctuations in your levels of horniness. There’s lots about how to navigate that in our book and zines.

© Meg-John Barker & Justin Hancock, 2019

SOURCE:

Όταν αναγνωρίζουμε τα λάθη μας, μαθαίνουμε πολλά στα παιδιά μας: Οι φράσεις που μπορούμε να πούμε μετά τη “συγγνώμη”
THE MAMAGERS TEAM25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2024

×



Όταν ζητάμε συγγνώμη, χτίζουμε την εμπιστοσύνη που έχουμε σε μια σχέση. Αυτή είναι η βάση κάθε υγιούς σχέση. Γιατί να μην το κάνουμε και με τα παιδιά μας;

Αναγνωρίζοντας τα λάθη μας, μαθαίνουμε πολλά στα παιδιά μας. Τους δείχνουμε ότι μετά από κάθε λάθος, μπορούμε να διορθώσουμε τα πράγματα. Δείχνουμε ότι κι εμείς κάνουμε λάθη, κανείς δεν είναι τέλειος. Και δείχνουμε ότι αν πληγώσαμε τα συναισθήματά μας, έχει αξία για εμάς να τα βοηθήσουμε.

Αναλαμβάνοντας την ευθύνη, μαθαίνουμε τα παιδιά μας να είναι υπεύθυνα και δημιουργούμε μια σύνδεση μαζί τους. Έτσι μαθαίνουν να επικοινωνούν, να έχουν ενσυναίσθηση, ώστε μια μέρα ως ενήλικες να μπορούν να δημιουργήσουν υγιείς σχέσεις.

Μετά τη “συγγνώμη” μπορούμε να τους πούμε:



“Δεν το χειρίστηκα καλά. Την επόμενη φορά θα προσπαθήσω να ηρεμήσω πριν αντιδράσω”
“Σε ευχαριστώ που με βοήθησες να καταλάβω πόσο σε πλήγωσε η συμπεριφορά μου. Συγγνώμη”.
“Θέλεις να μιλήσουμε για αυτό που έγινε;Τα συναισθήματά σου είναι σημαντικά για μένα”
“Μπορείς να μου μιλήσεις για ό,τι έγινε. Είσαι ασφαλής μαζί μου”


ΠΗΓΗ:

Thursday, 25 January 2024

Οι 10 φάσεις κρίσης από τις οποίες περνά κάθε οικογένεια


THE MAMAGERS TEAM21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2024

×


Θα ήθελα να περιγράψω τις κύριες φυσιολογικές φάσεις κρίσεως απ’τις οποίες περνάει μια οικογένεια, καθώς ωριμάζουν τα μέλη της. Όλες αυτές οι φάσεις σημαίνουν κρίση και παροδική ανησυχία και έχουν ανάγκη μιας περιόδου προσαρμογής και αφομοιώσεων.
Η πρώτη κρίση είναι η σύλληψη, η εγκυμοσύνη και η γέννηση ενός παιδιού.
Η δεύτερη κρίση έρχεται, όταν το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί τον ευνόητο λόγο.

Λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν πόσο μεγάλη προσαρμογή απαιτείται γι’αυτό.
Η τρίτη κρίση έρχεται, όταν το παιδί συνδέεται για πρώτη φορά επίσημα με τον κόσμο έξω απ’το σπίτι, δηλαδή με το σχολείο.

Μπαίνει ο κόσμος του σχολείου στην οικογένεια, φέρνοντας ένα στοιχείο ολότελα καινούριο, τόσο για τους γονείς, όσο και για τα παιδιά. Οι δάσκαλοι γενικά, αποτελούν γονικές προεκτάσεις, γεγονός που, όσο πρόθυμα κι αν το παραδέχεσαι, απαιτεί ωστόσο μια περίοδο προσαρμογής.
Η τέταρτη κρίση, που είναι κι εξαιρετικά μεγάλη, έρχεται, όταν το παιδί μπαίνει στην εφηβεία.
Η πέμπτη κρίση είναι όταν το παιδί ενηλικιώνεται και φεύγει απ’το σπίτι, γυρεύοντας την ανεξαρτησία του.

Αυτό συνοδεύεται συχνά από τη συναίσθηση κάποιας βαριάς απώλειας.


Η έκτη κρίση έρχεται, όταν ο νεαρός ενήλικος παντρεύεται και τα πεθερικά γίνονται τα ξένα εκείνα στοιχεία που πρέπει να τα δεχτεί η οικογένεια.
Η έβδομη είναι ο ερχομός της εμμηνόπαυσης στη γυναίκα.
Η όγδοη, που ονομάζεται κλιμακτήριος, περιλαμβάνει και τη μειωμένη ερωτική δραστηριότητα του αρσενικού.

Αυτό δεν είναι σωματικό πρόβλημα. Η κρίση στον άντρα φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τη συναίσθηση ότι χάνει τη σεξουαλική του δύναμη.

Η ένατη έρχεται με το ρόλο του παππού ή της γιαγιάς, που είναι γεμάτος προνόμια και παγίδες.
Τέλος, η δέκατη έρχεται, όταν ο θάνατος βρει τον έναν από τους συζύγους κι έπειτα τον άλλο.

Η οικογένεια είναι η μόνη απ’ όσες κοινωνικές ομάδες ξέρω, όπου συμβιβάζονται τόσες πολλές αλλαγές σε τόσο λίγο χώρο και χρόνο.

Όταν τρεις ή τέσσερις από αυτές τις κρίσεις συμβαίνουν συγχρόνως, η ζωή μπορεί να γίνει πραγματικά έντονη και περισσότερο “μπελαλίδικη” απ’ ό,τι συνήθως. Υπάρχουν όμως πολλές πιθανότητες, αν καταλάβεις τι συμβαίνει, να χαλαρώσεις λίγο. Μπορείς μάλιστα να διακρίνεις καθαρά ποιες κατευθύνσεις να ακολουθήσεις για να πετύχεις τις αλλαγές. Θέλω να τονίσω πως αυτές είναι φυσιολογικές, φυσικές πιέσεις και μπορούν κατά κανόνα να προβλεφτούν. Μην κάνεις το λάθος να τις θεωρήσεις ανώμαλες καταστάσεις.

Η αλλαγή και η διαφοροποίηση αποτελούν πάγιους, φυσιολογικούς και υγιείς παράγοντες σε κάθε οικογένεια. Αν τα μέλη της οικογένειας δεν περιμένουν αλλαγές ή δεν προετοιμάζονται για τις διαφορές που ξαφνικά εμφανίζονται, διατρέχουν τον κίνδυνο να σπάσουν τα μούτρα τους, γιατί περιμένουν ομοιογένεια εκεί που δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γεννιούνται, μεγαλώνουν, δουλεύουν, παντρεύονται, κάνουν παιδιά, γερνάνε και πεθαίνουν. Αυτή είναι η ανθρώπινη ζωή.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Βιρτζίνια Σατίρ Πλάθοντας ανθρώπους

lecturesbureau.gr

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 24 January 2024

Psychology is improving brain health and aging



Researchers are developing new interventions that can help prevent, identify, and manage cognitive decline
By Ashley AbramsonDate created: January 1, 20248 min read


Vol. 55 No. 1
Print version: page 84



[This article is part of the 2024 Trends Report]


With an increasing percentage of Americans aging into the over-65 category, there is a growing need for science-based therapies to help slow, prevent, and treat the cognitive changes that can affect people’s aging brains. At the same time, geropsychologists, who specialize in treating older adults, are in short supply: APA estimates that the United States will need nearly 6,000 more of these specialists by 2030.

To support the expanding need to maintain and improve brain health, researchers are developing interventions that can help prevent, recognize, and treat mild cognitive impairment, dementia, and Alzheimer’s disease.

Here are four recent developments in the field of brain health that carry the potential to dramatically improve our quality of life as we age.

Slow-paced breathing interventions


Sympathetic nervous system activity, associated with the stress response, tends to be higher in older adults—and it’s linked with an increased risk of dementia. Researchers are studying how to help adults flip the nervous system’s switch from stress to relaxation.

Biofeedback exercises involving slow-paced breathing are one way to modulate heart rate and potentially prevent the sympathetic system from negatively impacting the brain, according to Mara Mather, PhD, a professor of gerontology, psychology, and biomedical engineering at the University of Southern California.

In a clinical trial, Mather and her collaborators studied breathing interventions in adults between 65 and 80 years old with the goal of increasing heart rate variability, a measure of parasympathetic activity. Those who practiced slow-paced breathing to a metronome until they achieved deep relaxation had lower rates of anxiety and depression than the steady breathing group. In their blood, they also had lower levels of amyloid-beta, a small peptide that can accumulate in the brain to form the amyloid plaque which is one defining feature of Alzheimer’s disease (Scientific Reports, Vol. 13, 2023).

While manipulating heart rate variability clearly impacts Alzheimer’s biomarkers outside of the brain, researchers do not yet know how it affects the brain itself. Mather’s lab is working on a second clinical trial exploring how manipulating heart rate variability can impact the brain itself through examining MRIs.

In the same study, older adults who participated in the slow breathing intervention also showed increased volume in subregions of the hippocampus, a part of the brain that is critical for memory processes and shows declines early in the Alzheimer’s disease process (Neurobiology of Aging, 2023). Mather’s work suggests that focusing on reducing stress through breathing could be an intervention to prevent or slow Alzheimer’s progression—and it’s something anyone can do.

“Slow-paced breathing may be able to slow the early stages of Alzheimer’s disease in adults who are still cognitively healthy,” said Mather. “If so, this simple relaxing technique could be a low-cost and low-risk way to reduce risk of the disease.”


Smartphone tools and training


As technology advances, so does evidence that effectively using it can help people cope with the impact of cognitive decline—and even help prevent it. Michael K. Scullin, PhD, associate professor of psychology and neuroscience at Baylor University in Waco, Texas, helped develop a behavioral randomized controlled trial to train people between 55 to 92 years old with mild dementia to use smartphones.

The researchers focused on helping participants set recurring appointment reminders as a way to improve quality of life. “People affected by dementia often have a challenge with prospective memory, or the ability to remember to do things in the future,” Scullin said. In his study, care partners—such as the participant’s spouse, adult child, younger relative, or hired nurse—reported that participants with cognitive decline had improved independent functioning across a month timespan (Journal of the American Geriatrics Society, Vol. 70, 2022).

Scullin’s team recently received funding for a Phase 2 trial of 200 participants over 6 months. Half of the participants are from digitally disadvantaged backgrounds, such as rural areas without internet access or homes without computers. “We want to know how to use these devices in a way that’s most effective at preserving daily functioning and overall health in individuals living with diseases,” said Scullin.

While Scullin’s work focuses on improving quality of life in those with impaired cognition, he theorizes using digital devices can also be a protective factor in cognitive health, contributing to a cognitive reserve in aging people—the more mentally active someone is, the more likely their cognitive abilities will be preserved (Wolff, J. L, et al., Journal of the American Geriatrics Society, Vol. 69, No. 7, 2021). Technology also encourages social connection, which can promote better cognition, and provides ways to better cope with daily difficulties, such as forgetting about appointments or medication.

Andrew Kiselica, PhD, assistant professor of health psychology at the University of Missouri, also studies smartphone use among aging people with cognitive impairment. He received a career development award from the National Institute on Aging to develop an intervention that helps patients and their caregivers access affordable technology and implement individualized technology-based solutions to reach care goals. To do so, the intervention includes occupational therapy strategies to help people choose, set up, and troubleshoot their technologies. In this way, caretakers can choose the technologies that best work for them. For example, caretakers might use a shared calendar with their loved ones to remind them of appointments, lightening their own caregiving load. The intervention can be delivered by any master’s-level behavioral or occupational health provider.

Kiselica is seeking funding for a feasibility trial to take place through the broader University of Missouri health system. He’s also working on a pilot study with collaborators from the University of Missouri Extension’s health and wellness program for older adults involving a tech-focused intervention that helps people glean cognitive benefits from smart technologies before they develop symptoms of cognitive impairment.

Virtual brain games


Adam Gazzaley, MD, PhD, founder of Neuroscape, a translational neuroscience center for technology creation and scientific research, sees technology as a form of medicine for cognitive decline. “We don’t have perfect drugs; some people don’t respond and they have side effects. My goal is to come up with [effective technologies] and validate them,” he said.

Gazzaley, a professor in neurology, physiology, and psychiatry at the University of California, San Francisco, focuses on creating and studying therapeutic tablet-based and virtual reality games that improve attention ability. Some studies focus on older adults, homing in on the evidence that games can improve cognitive function that often declines with age (Nature Aging, Vol. 2, 2022). The video games Neuroscape creates are adaptive, closed-loop games, which means the challenges and rewards adjust in real time based on ability according to user data, unlike most consumer games. If someone answers questions slowly, the games start out easier and progressively get more difficult. If someone needs more of a challenge, the game follows suit.

One game developed and studied at Neuroscape is Neuroracer, a video game that was shown to improve attention in older adults (Nature, Vol. 501, 2013). It is the first and only FDA-authorized treatment delivered through a video game experience. Some of Neuroscape’s games are in the research phase, but Gazzaley hopes to eventually scale them so medical providers can either prescribe them or patients can use them over the counter in tandem with psychological treatment. “We’ll have a whole set of technological tools that will complement standard approaches, like pharmaceuticals and behavioral therapy,” he said.

Digital cognitive assessments


Games can be useful to help preserve cognition, but some people may benefit more from nongamified cognition tasks. “For some people, games can provide motivational structure,” said Aaron Seitz, PhD, professor of psychology at Northeastern University in Boston and director of the Brain Game Center for Mental Fitness and Well-Being at the University of California, Riverside. “But for others, it may be overwhelming or distracting to see all these things happening on a screen, and then the game isn’t as helpful,” he added.

Seitz’s work focuses on creating digital apps that measure individual differences in cognition—for example, how well someone can accomplish tasks that involve distractions—and suggesting potentially beneficial interventions, games, or otherwise. His goal is to better understand how factors like cognition, lifestyle, cultural experiences, and overall health affect how people interact with different interventions. That way, he and his team can better predict the most useful individual treatments.

Seitz’s lab has created several games designed to address individual needs. One memory app he is currently studying is called Recollect, available for free in the Apple and Android app stores. Recollect requires users to employ their working memory to recall a series of colors presented on the screen. Another version of Recollect has the same premise, but it uses an astronaut collecting colored gems in space.

The lab has also created digital assessments that could be useful to psychologists and other clinicians, such as an app called PART (portable adaptive rapid testing) that evaluates focused attention and working memory. Rather than going to a clinic or hospital, people will be able to participate in cognitive testing at home on their devices. Currently, the app is available for free to researchers studying cognition, but Seitz hopes to share it publicly in the future.

This type of testing also allows clinicians to gain a deeper understanding of a person’s cognition because it tracks how long it takes for someone to answer a question and whether they change their response. “Digitizing assessments doesn’t just get rid of paper but also helps the clinician collect more useful data to help the person on an individual level,” said Seitz.

Given all the progress in research about cognition and the aging brain, there is reason to be hopeful about the future. These and other brain researchers are looking forward to fine tuning and scaling up their interventions so that more people can access resources that benefit their brain function before they develop cognitive impairment.

“Alzheimer’s pathology accumulates in a person’s brain for many decades, so it’s important to slow that down as much as possible,” said Mather. “Interventions that healthy people can do in their 50s or even earlier could be really beneficial and exciting.”

Further reading


Digital methods for performing daily tasks among older adults: An initial report of frequency of use and perceived utility
Benge, J. F., et al., Experimental Aging Research, 2023

Does ‘brain training’ actually work?
Jaeggi, S. M., et al., Scientific American, 2020

Integrated cognitive and physical fitness training enhances attention abilities in older adults
Anguera, J. A., et al., NPJ Aging, 2022

Leisure-time sedentary behaviors are differentially associated with all-cause dementia regardless of engagement in physical activity
Raichlen, D. A., et al., PNAS Psychological and Cognitive Sciences, 2022

The integrity of dopaminergic and noradrenergic brain regions is associated with different aspects of late-life memory performance
Dahl, M. J., et al., Nature Aging, 2023


SOURCE:

12 emerging trends for 2024


What’s ahead for psychologists in the coming year?


In 2024, psychology will play a major role in pointing the way toward a healthier, more just society




2024 will be a pivotal year for psychology. The U.S. presidential campaign, already infected with misinformation, needs psychological science’s debunking and prebunking strategies. Generative artificial intelligence—unleashed upon society with few guardrails—will desperately require social science insights as it progresses along its exciting and uncertain trajectory.

The ongoing crisis in mental health care access, the trauma for women and LGBTQ+ individuals whose bodily autonomy is threatened by ongoing legislation, and the backlash against racial equity work present unprecedented challenges and opportunities over the next year. There is hope though as mental health technology enters a second wave of investment, clinicians continue to innovate to reach more patients, new strategies to end addiction make promising headway, and neuroscience helps us to discover ways to protect brain health and treat brutal afflictions like Alzheimer’s.

Join us in exploring these 12 trends.

SOURCE:


Βιβλίο: Συγκρουσιακότητα και αλλαγή στις ομάδες και τους θεσμούς



Οι ομάδες και οι θεσμοί βρίσκονται σε μία διαρκή συγκρουσιακή ταλάντωση μεταξύ επανάληψης και αλλαγής. Το παλιό, όταν επαναλαμβάνεται, προσφέρει την ασφάλεια του οικείου, παρόλο που αυτό που επαναλαμβάνεται μπορεί να προκαλεί πόνο. Από το άλλο μέρος, η αλλαγή, παρά το γεγονός ότι -ιδιαίτερα στις κοινωνίες και στους Θεσμούς- ενδυναμώνεται συχνά από ουτοπίες, μπορεί να προκαλεί άγχος.
Μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης, η συγκρουσιακότητα, τόσο στην ενδο-ψυχική όσο και στην δι-υποκειμενική της διάσταση, είναι η κατεξοχήν συνθήκη κάθε αλλαγής: Από τις πρώτες καταστατικές αλλαγές στη ζωή, όπως η γέννηση, το μεγάλωμα, ή οι αποχωρισμοί από τη μητέρα ή το σπίτι, μέχρι τις αλλαγές που έρχονται στη συνέχεια.
Αλλαγές που φέρνει η σύναψη και η δυναμική των δι-υποκειμενικών δεσμών, η σύνδεση και η απο-σύνδεση μέσα σε ομάδες και θεσμούς, στα ζευγάρια ή στις οικογένειες, στα ιδρύματα ή στη θεραπεία, οι οποίες προκαλούν συγκρούσεις.
Συγκρούσεις ενορμητικές, συγκρούσεις δι-υποκειμενικές, συγκρούσεις ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, ανάμεσα στο οικείο και στο ανοίκειο, ανάμεσα στο ψυχικό και το δι-υποκειμενικό, το κοινωνικό και θεσμικό, ανάμεσα στην επιθυμία και την πραγματικότητα, στην πραγματικότητα του ενός και τις πραγματικότητες των άλλων. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).



ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Κλήμης Ναυρίδης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΙΣ ΟΜΑΔΕΣ
Σωτήρης Μανωλόπουλος, Αναστασία Τόλιου, Guy Gimenez, Μαρία Τζινιέρη-Κοκκώση
ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ
Jean-Pierre Pinel, Νίκος Γκουγκουλής, Katryn Driffield, Στέλιος Στυλιανίδης, Vincent Di Rocco, Georges Gaillard
ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ
Ειρήνη Ιωάννοβιτς, Ελένη Βεϊνόγλου-Νέγρη, Claudine Compier
ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ
Philippe Robert, Γρηγόρης Αμπατζόγλου, Nadine Vander Elst, Anne Brun
ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ
Ιωάννης Ακριβάκης, Magali Ravit, Bernard Duez
ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: ΤΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Antonio d’ Angio, Jaak Le Roy, Claudine Vacheret
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Λίλα-Αγλαΐα Μητσοπούλου-Σόντα, Ελεάνα Παπαγεωργίου



Συγγραφέας: Συλλογικό
Εκδόσεις: Παπαζήσης
Έτος έκδοσης: 2024
Σελίδες: 358

Monday, 22 January 2024

Neurodivergence Change, complexity and challenge .


An introduction from the editors 



Welcome to this special edition of The Psychologist. We are a small group of guest editors; we have never done this before, so please bear with us, but we are so excited about this issue and delighted to have you here. What brought us here? We are a mixed group: Clinical Psychologists who are qualified, in training or embarking on their career, and an advocate, educator and expert by experience. We all reside in the neurodivergence field, with most of us meeting around a Community Paediatrics service in the South of England. It was here that our ideas began to germinate. We had seen and experienced – as service users and providers – the national crisis which is referral numbers for neurodevelopmental diagnoses, for adults and children alike. 

We were familiar with the crises in education, health, mental health and social care, producing compounding disabling factors for children and families. We heard similar stories across related areas of practitioner psychology, including forensics, eating disorders and gender identity services. Services cannot meet need, compounded by familiar struggles to recruit and retain staff across disciplines, not least in the psychological professions. But, from the inside, we began to ask bigger questions. Will we ever be able to meet this level of need within the systems we currently have, and should we just keep referring more and more people for assessment, knowing such limited support awaits them at the other end? Where are we now? The neurodiversity movement and what it means for neurodivergent individuals has been changing fast, with broadening acceptance beginning to be seen in the public eye and self-identification becoming more prevalent. In parallel to this, neurodevelopmental diagnostic criteria have widened and shifted with concurrent diagnoses no longer contraindicated, the ‘autism spectrum’ broadening and updating, foetal alcohol spectrum entering wider consciousness and the differing presentations of neurodevelopmental profiles across genders and other protected characteristics finally beginning to be recognised. Led by members of the neurodivergent communities, ‘neuroaffirmative practice’ has emerged and research has begun involving and being held accountable by neurodivergent people. Despite this, diagnostic practice, assessment methods, many areas of research practice, support and professional attitudes have seemed to move much more slowly. For 

Psychologists across spheres, we have observed how this pattern increasingly challenges our own sense of identity. As psychologists working practically, we find ourselves simultaneously inhabiting a society coming around to acceptance of neurodiversity and self-identification, alongside a clinical world which holds tightly to diagnostic practice and a deficit-centric, medicalised model of assessment. Many of us hold neuroaffirmative and strengths-focused values but work in systems not meeting neurodivergent needs as people fall between the gaps in evidence-based practice and provision, with the evidence base as fragmented as practice itself. As experts by experience, we fight to be recognised as whole individuals with complex, intersectional identities whilst relying on rigid pathways and fragmented, impairment-centred descriptors to access support across domains. As researchers, we struggle to support our neurodivergent participants to have their voices heard, facing huge barriers in getting co-produced, experience-driven and transdiagnostic research into the public domain. Where do we go from here? Having read with interest articles published in The Psychologist about neurodiversity over the last couple of years, we could not help but feel the issue was more complex than what we had seen captured in these pages so far. 

This field is in huge flux, enormous challenges call for paradigm-shifting change. And change is already happening out there. Several of us attended a fantastic recent virtual conference hosted by the community interest group ‘Everything is Connected’, entitled ‘Autism and Systemic Practice’. Here, with neurodivergent practitioners outnumbering those who identified as neurotypical, we were led to consider how ableism impacts so much of our thinking, how practice and research could thrive from being meaningfully coproduced, the psychologist january/february 2024 from the guest editors and how intersectionality should be central to our understanding of neurodiversity. So, we felt that now was the time; to write, to talk, to debate and to collaborate. 

We aimed to unite Psychologists and the community of experts by experience (of which, of course, many psychologists are members too) and stakeholders to explore the landscape of neurodiversity, examining disparities between views while keeping neurodivergent communities and voices at the centre of our work. We want to inspire forward-thinking and empowering practice where those who need support are served by sustainable, evidence-based models and services by grappling with complexity, challenge and change. A note on language and a deeper delve into neurodiversity Readers might be wondering why we have chosen to title our edition with the term ‘neurodivergence’ rather than ‘neurodiversity’. 

We have noted recent commentary suggesting this term may contribute to the very othering the movement seeks to avoid. We will revisit this important point through a more personal reflection below, but first let us highlight some of the important aspects of neurodiversity this edition does seek to cover. Neurodiversity is a frequently confused term; we have been most informed by the definition from Dr Nick Walker, of Neuroqueer (see https://neuroqueer. com/neurodiversity-terms-and-definitions/). Neurodiversity can be broadly considered to reflect three separate things. Neurodiversity itself is an observation of the variation across humanity of neurocognitive functioning and traits. The neurodiversity paradigm goes further, in highlighting the inherent value in this variation, noting the social and cultural construction of ideas of ‘normal’ and ‘right’ ways of functioning, and emphasising the power imbalances and potential for discrimination intrinsic to this. 

Finally, the neurodiversity movement describes the social justice movement campaigning for full inclusion and rights for all who are neurodivergent. However, throughout this edition we have not provided our contributors with prescriptive definitions, as we hoped to capture a snapshot of the differences and debate within the field, which might act as a time capsule as we move forward with change together. Sometimes it is easier to define what a concept is not. Neither neurodiversity nor neurodivergence are euphemisms for autism. However, this edition has ended up unintentionally, but consciously, privileging autism over other aspects of neurodivergence, and some of the reasons for this may help frame this edition. 

One reason is that the autistic community has for some time been a more vocal community than others from within this world. With enormous credit due to the many fantastic autistic advocates, together we must consider whose voices are being heard and are having influence. To truly consider neurodiversity we must include the voices of those who find it harder to use the language we hear. This includes those with a learning disability, those with high support needs and those who are non-speaking. It is, undoubtedly, more challenging to capture this part of the neurodiversity spectrum, but it would be self-defeating not to try. People are dedicating themselves to authentically capturing these views, and in this edition we have Kyah Sisulu (she/her) is a Trainee Clinical Psychologist with lived and professional experience of neurodivergence. After 12 years as a support worker, Kyah led an autism diagnostic pathway for children and developed a therapeutic group for children with ADHD. Interests include activism and developing diverse, decolonised, inclusive practice and research. Dr Sarah Glew (she/her) is a Clinical Psychologist and Lecturer and Clinical Tutor. She is passionate about getting neurodivergent young people and their families the right support through teaching, consultation, child-centred neuroaffirmative diagnosis, therapy and working with parents. Sarah has research interests in using the arts and community projects to support mental health. 

Aishling Dempsey (she/her) is a Senior Assistant Psychologist working with neurodivergent young people and their families. She has a special interest in fostering positive experiences of being identified as autistic and neuroaffirmative therapy supporting positive autistic identity development. Aishling enjoys researching and sharing knowledge in an accessible, in-depth way. Jennifer Law (she/her) is an Autistic, ADHD & PDA parent of neurodivergent children, educator and advocate. She has trained healthcare professionals in communication, informed decision making, parenting and LGBTQI+ awareness. She works directly with members of the community, which in turn supports meaningful strategic development of services, education and clinical guidelines. 

Dr Anita Marsden (she/her) is a Clinical Psychologist who has been supporting neurodivergent children and their families for over 20 years. She has been developing a clinical psychology service within a community paediatric team, bringing neuroaffirmative practice into the NHS. Anita loves teaching, training and collaboratively writing, to share knowledge and have deep conversations. 4 “we know this edition continues to include oversight, elements of privilege and gaps in knowledge. We hope we have offered a starting point for ongoing conversations…” included an article considering how and if the neurodiversity movement might be relevant to the research field of learning disability. We have also filled the pages with the wonderful artwork of the Project Artworks artists, many of whom are non-speaking and whose art tells us something of their experience. We also must hear the voices of those who are oppressed or suppressed by society on account of other aspects of their intersectional identities outside of their neurodivergence. 
A recurring theme in this edition addresses the systemic barriers and highlights the discrimination experienced by multiply-marginalised neurodivergent people. But we also need to own who we are as a group. Through circumstance, four of us came together to begin this journey in a town on the South coast, but there are also deep-rooted systemic reasons why as a group we were four, white, cis-gender, heteronormative women. We recognise that as a weakness, because the agenda that gets set and, concretely, the articles that get commissioned, depends on who is around the table. Our table was limited, and this is not good enough. We wanted to be able to address that authentically, and discussed doing that from the outset. We were able to onboard the final member of our editorial team, a Mixed Black British Queer Woman, and importantly, but not surprisingly, we found that through improving the diversity and inclusion within our editorial team, we were able to improve the representation of a wider range of voices throughout the edition. 

However, this in no way addresses the systemic failings that mean privileged voices are always centred in this field. One person from a marginalised group does not represent that entire population. This conversation is, and needs to be, part of the conversation about neurodivergence, because there are additional barriers for minority groups to access services, diagnoses, communities of experts by experience and, indeed, psychology as a career. It remained a challenge to find those who could share their experience of these intersecting identities and we know this edition continues to include oversight, elements of privilege and gaps in knowledge. We hope we have offered a starting point for ongoing conversations and thought. Another reason neurodivergence may often be used to describe autism is because of the public shifts in autism diagnostic practice, which moved from separate categories to one, diverse spectrum which suddenly included a far broader section of society. Some of the debates around this shift have been public and at times angry; and while many of us will be aware of conversations about Aspergers, pathological demand avoidance (PDA) and, more recently, the concept of ‘profound autism’, these issues have ended up not being directly confronted in this issue, privileging a more holistic view of neurodiversity and neurodivergence. Often as psychologists, we seem to have the privilege of pragmatism, something which the neurodiversity paradigm lends itself to very well. For example, we were faced with fierce debate about what, if anything, PDA might be. However, in our practice several of us were able to consider that, quite aside from diagnosis, people were coming to us describing their experience and their ‘neurotype’, which might diverge from others’ and might benefit from a different type of thinking and support. Through the neurodiversity lens, this kind of thinking, which is not blind to difference, might offer one way of moving forward, and practical approaches (such as the Portsmouth Profiling tool, described in this edition) are in the early stages of offering us support to do so. As well as debates around ‘profound autism’ and the problematic association of neurodiversity or neurodivergence with ‘deficit’, there have equally been professional debates about what are ostensibly more positive functioning labels, such as ‘high functioning’, ‘differently abled’ or ‘superpowers’. 

These often wellmeant and strength-focussed turns of phrases might be considered equally inconsistent and ableist, as they apply neuro-normative standards, where ‘success’ is no longer subjective. As one of our authors so astutely writes in this edition, ‘This undermines the potential of a paradigm shift since it retains the underlying notion of value only being applied to ability, and risks neglecting the needs of neurodivergent individuals. The real strength of neurodiversity is that it values differences between people and accepts and supports individuals without judgement or normalisation’. A final reason why neurodiversity is so often used as a euphemism for autism might be the relative plethora of research in this field, and recent drives to involve more autistic individuals in research about themselves, alongside occasions where the autistic and research communities have seemed to be at odds. If the neurodiversity movement is to be seen as a driver for change, and an ownership of labels previously in the hands of diagnosticians, then true coproduction of research, and research aligned with the preferences of experts by experience must be key across the neurodiversity spectrum, while holding in mind whose voices we hear in this sphere too. 

However, the neurodiversity movement also provides a call for unification through research, interrupting the circular argument that we cannot clinically use terms such as ‘neurotype’ or ‘neurodivergent’ without an evidencebase, but we cannot research trans-diagnostically while diagnosis reigns supreme. This edition includes contributions from a vast array of researchers working the psychologist january/february 2024 from the guest editors at this cutting edge, summarising where we are and where we must move, offering suitable methods for neurodiversity informed research and championing transdiagnostic study. A final, more personal reflection To further answer the question of why we have used the word ‘neurodivergence’, however, you need to know a little more about us. Positioning is important and you will see that without prompting, many of our contributors have positioned themselves to provide a reflective context for their thoughts. We want to do the same, hoping as editors we can be authentic and human but also showing how our own identities may also help us return to the task of trying to define the language we have used. 

Our identities as an editing group include those with multiple intersectional diagnoses, those awaiting assessment, expecting diagnosis, or already self-identifying. And just one of us, just might, be ‘neurotypical’. But speaking for a moment as the neurotypical of the group, my discomfort sitting within that term brings me to the wonderful ideas of the ‘human spectrum’ several of our pieces refer to. Before the paradigm or political movement came to the fore, neurodiversity has been a fact of life. Like the biodiversity of our verges and meadows we all bring difference that supports, sustains and shakes the ecosystem of our world. But these lovely, granted, important, ideas do not capture the painful, complex reasons the neurodiversity movement continues to be so important now. While, yes, it goes without saying that ‘we are all neurodiverse’, what does it really mean to experience this world as ‘neurodivergent’? 

As a currently practising diagnostic clinician, this edition has been quite the journey. Diagnosis can be an act of empowerment, but it is so often an application of power. Perhaps to truly own the label ‘neurotypical’ is not to deny difference in my neurodevelopmental profile, but more to own my privilege. In our title and throughout this edition, we have used the word neurodivergent to describe divergence from the neuro-normative, to highlight boundaries and constraints throughout clinical, educational and research practice and to reclaim difference in an ableist society. 

We hope our attempts at broad, inclusive and first-person commissions, tentative positioning and curiosity might have supported psychologists to embrace a different way of thinking about neurodivergence, in all its complexity, with all the challenge it brings to every corner of our community. And as for change? We’ve certainly got a long way still to go, but here’s the pebble we are gently dropping into this pool, hoping the ripples might reach the wider psychological community. And to all those who identify with the construct of neurodivergence, we know we won’t have got everything right, but this edition is for you. 

SOURCE:

Thursday, 11 January 2024

Τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, γεννιέται μαζί και η μητέρα


10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2024

×





Όταν μια γυναίκα γίνεται μητέρα βιώνει μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές στη γυναικεία της ταυτότητα, τόσο σε βιολογικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο. Ένας νέος ρόλος γεννιέται και αυτή η “γέννα” μπορεί να είναι εξίσου απαιτητική με την γέννα ενός παιδιού. (Daniel Stern , “The Birth of a Mother,”) . Όμως παρότι έχουν γίνει πολλές μελέτες σχετικά με την εγκυμοσύνη, την ανάπτυξη του βρέφους, το θηλασμό , δεν έχει δοθεί αρκετή έμφαση στις συναισθηματικές αλλαγές που βιώνουν οι νέες μητέρες .

Πολλές φορές θεωρούμε δεδομένο ότι με το που θα γεννηθεί ένα παιδί η γυναίκα από ένστικτο θα αρχίσει να λειτουργεί σαν μια καλή μητέρα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο θα μπορέσει να φροντίσει τις ανάγκες του βρέφους. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι αλλαγές στις ορμόνες που βιώνει μια νέα μαμά μπορεί να βοηθήσουν έτσι ώστε να ανταποκρίνεται πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες του βρέφους – να είναι σε εγρήγορση, να ακούει το κλάμα του πιο εύκολα, να έχει μεγαλύτερη υπομονή μαζί του, να θέλει να το φροντίσει . Παράλληλα όμως μπορεί να υπάρχουν και πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις που έχουν να κάνουν με τις πολλές αλλαγές που φέρνει ένα νέο παιδί στη ζωή μιας γυναίκας και ενός ζευγαριού.

Επειδή γνωρίζουμε ότι όταν οι άνθρωποι μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα τα συναισθήματά τους , μπορούν και να ελέγξουν καλύτερα τη συμπεριφορά τους, θεωρούμε ότι η κατανόηση της ψυχολογίας της εγκυμονούσας και της λεχώνας μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του γονεϊκού ρόλου. Οι μητέρες που έχουν καλύτερη αντίληψη των συναισθηματικών αλλαγών που βιώνουν οι ίδιες, μπορούν να έχουν μεγαλύτερη κατανόηση για τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των παιδιών τους.

Γι αυτό το λόγο θέλουμε να εστιάσουμε σε τέσσερα βασικά σημεία που μία νέα μαμά βιώνει με τον ερχομό του παιδιού της στον κόσμο:


Πρώτον: Η δυναμική της οικογένειας αλλάζει

Η εγκυμοσύνη δεν είναι μόνο η δημιουργία ενός ανθρώπου, είναι και η δημιουργία μιας οικογένειας. Το μωρό λειτουργεί σαν καταλύτης στη ζωή μιας γυναίκας και αναπόφευκτα επηρεάζει τις σχέσεις με τους κοντινούς της ανθρώπους – τον σύντροφο, τους φίλους , τους γονείς της – από τη μία υπάρχει δυνατότητα για πιο βαθιές και οικείες σχέσεις, από την άλλη αυξάνεται το στρες. (Alexandra Sacks, M.D., The Birth of a Mother,2017)


Ανεξάρτητα με το αν μια γυναίκα μεγαλώνει το παιδί της με τον ίδιο τρόπο που την μεγάλωσε η μητέρα της ή υιοθετεί ένα δικό της διαφορετικό στιλ, το να γίνει μια γυναίκα μητέρα της δίνει τη δυνατότητα να ξαναζήσει τα πράγματα με έναν δικό της τρόπο. Κατά μια έννοια , μια γυναίκα- γονιός, έχει την ευκαιρία να αναβιώσει την παιδική της ηλικία , να επαναλάβει ότι ήταν καλό, και να προσπαθήσει να αλλάξει τα πράγματα που τη δυσκόλεψαν. Για παράδειγμα, αν μια γυναίκα έχει δύσκολη σχέση με την μητέρα της μπορεί να προσπαθήσει να γίνει η μητέρα που θα ήθελε να έχει. (Paola Mariotti, The Maternal Lineage,” )
Δεύτερον: Αμφιθυμία

Όταν μια γυναίκα γίνεται μητέρα πολλές φορές μπορεί να νιώθει ότι, ενώ θέλει να έχει το παιδί κοντά της, χρειάζεται και λίγο προσωπικό χώρο (τόσο βιολογικά όσο και συναισθηματικά) , κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό. Η αμφιθυμία είναι ένα συναίσθημα που πολλές φορές το νιώθουμε σε σχέσεις που είναι πολύ σημαντικές για μας, γιατί σε αυτές τις σχέσεις έχουμε να ανακαλύψουμε πόσα να δώσουμε στον άλλο χωρίς να χάσουμε τα προσωπικά μας όρια , και αυτή είναι μια πολύ λεπτή ισορροπία.

Μπορεί να έχουμε τύψεις σαν γονείς επειδή έχουμε συγκρουόμενα συναισθήματα. Είναι σημαντικό όμως να έχουμε κατά νου ότι η μητρότητα δεν έχει μόνο ωραίες ή μόνο δύσκολες στιγμές, έχει και ωραίες και δύσκολες στιγμές. Χρειάζεται να μάθουμε να αντέχουμε κάποιες καταστάσεις και να αποδεχτούμε ότι κάποιες φορές μπορεί να έχουμε αντικρουόμενα συναισθήματα. (Rozsika Parker , “Torn in Two: The Experience of Maternal Ambivalence” )
Τρίτον: Φαντασία και Πραγματικότητα

Καθώς προχωρά η εγκυμοσύνη η μελλοντική μαμά αρχίζει να φαντάζεται πώς θα είναι όταν θα γεννηθεί το παιδάκι της. Ονειρεύεται πράγματα που θέλει να κάνει μαζί του και αρχίζει να επενδύει πάνω σε αυτό το όνειρο.

Το όνειρο αυτό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σ΄αυτά που μια γυναίκα έχει βιώσει ως παιδί, σε αυτά που έχει δει από άλλες οικογένειες και σε επιρροές που μπορεί να έχει από την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Κάποιες φορές αυτά τα όνειρα είναι τόσο δυνατά που όταν γεννιέται τελικά το μωρό η γυναίκα απογοητεύεται συνειδητοποιώντας ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα ονειρεύτηκε. (Joan Raphael-Leff, Ψυχαναλυτής , επικεφαλής του University College London Anna Freud Centre academic)
Τέταρτο: Ενοχές και Ντροπή

Οι περισσότερες γυναίκες έχουν στο μυαλό τους την εικόνα της ιδανικής μητέρας, της μητέρας που πάντα είναι κεφάτη και πρόθυμη να θυσιαστεί για τα παιδιά της, που δεν φωνάζει ποτέ και πάντα λέει το σωστό πράγμα την κατάλληλη στιγμή. Πολλές γυναίκες συγκρίνουν τον εαυτό τους με αυτή την ιδέα της τέλειας μητέρας την οποία όμως ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν γιατί απλούστατα… Δεν υπάρχει.

Κάποιες γυναίκες πιστεύουν ότι πρέπει να είναι τέλειες σαν μητέρες και οτιδήποτε λιγότερο από το τέλειο είναι συμβιβασμός . Το να είναι όμως κανείς διαρκώς τέλειος δεν είναι εφικτό και έχει σαν συνέπεια αυτές οι γυναίκες να νιώθουν πολλές φορές ενοχές και ντροπή για πράγματα που έκαναν ή είπαν στα παιδιά τους.

Πολλές μητέρες νιώθουν ενοχές γιατί καλούνται διαρκώς να πάρουν πολύ δύσκολες και σημαντικές αποφάσεις . Δυστυχώς, συνήθως οι γυναίκες δεν συζητάνε για τις στιγμές που νιώθουν ντροπή γιατί αυτό είναι κάτι που δεν θέλουν να το γνωρίζουν οι άλλοι. Η ντροπή είναι η αίσθηση ότι “κάτι δεν πάει καλά μαζί μου”. Αυτή την αίσθηση συνήθως την έχουμε όταν βάζουμε κάποιον ανέφικτο, μη ρεαλιστικό στόχο.

Πολλές γυναίκες, επειδή φοβούνται να μην τις κρίνουν δεν συζητάνε ανοιχτά για την συμπλοκότητα της ζωής τους. Αυτός ο κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί κάποιες φορές να πυροδότησει και την επιλόχεια κατάθλιψη.

Λόγο της μεγάλης διαφοράς μεταξύ του ποιες ήταν πριν την μητρότητα και ποιες πιστεύουν ότι θα έπρεπε να είναι τώρα, πολλές νέες μαμάδες νιώθουν ότι έχουν χάσει τον εαυτό τους και ανησυχούν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η συναισθηματική αναστάτωση είναι πολύ συνηθισμένη.

Η επιλόχεια κατάθλιψη είναι μια πάθηση που πολλές φορές δεν έχει έγκυρη διάγνωση , δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς και επηρεάζει 10 με 15% των νέων μαμάδων. Όμως πολλές μαμάδες που δεν έχουν επιλόχεια κατάθλιψη , παλεύουν με την μετάβαση από τον παλιό τους ρόλο σε αυτό της μητρότητας.

Η σούπερμαμα που θρέφει, οργανώνει, είναι σέξι αλλά μετριόφρων, κάνει πολλά πράγματα μαζί και δείχνει να μην την επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι το στήθος της στάζει γάλα , τα άπλυτα μαζεύονται και δεν έχει καταφέρει να κοιμηθεί πολλά βράδια… δεν υπάρχει . Αυτό είναι ένα μη ρεαλιστικό παράδειγμα τελειότητας που κάνει τις άλλες γυναίκες να νιώθουν ανεπαρκείς όταν προσπαθούν και δεν καταφέρνουν να φτάσουν αυτά τα ανέφικτα στάνταρτ.

Οι γυναίκες συχνά δημιουργούν ένα “ψεύτικο δίλημμα” ότι ή έχουν επιλόχεια κατάθλιψη ή θα πρέπει να περνάνε τη μετάβαση στη ζωή ως μαμάδες , αναίμακτα, με χάρη και άνεση. Το να γνωρίζει κανείς τους λόγους για τους οποίους δυσκολεύεται να νιώθει άνετα και να μιλάει γι αυτά με άλλους είναι πολύ σημαντικό. Μιλώντας για τη δυσκολία της θα μπορέσει σταδιακά η νέα μαμά να προσαρμοστεί καλύτερα στον νέο της ρόλο. Είναι πολύ βοηθητικό για τις νέες μαμάδες και αυτούς που είναι γύρω τους να γνωρίζουν ότι παρότι η επιλόχεια κατάθλιψη είναι ένας ακραίος τρόπος αντίδρασης στη μετάβαση στο ρόλο της μητρότητας, ακόμη και αυτοί που δε βιώνουν κατάθλιψη περνάνε από σημαντικές συναισθηματικές αλλαγές.

Βασισμένο στο κείμενο της ψυχίατρου Alexandra Sacks, feel-pdc.gr

ΠΗΓΗ:

Τι να κάνεις όταν το παιδί αναζητά συνεχώς την προσοχή σου


0 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ, 2024

×





Είναι μία από τις πιο συνηθισμένες συμπεριφορές που παρατηρούνται σε μικρά παιδιά. Να προσπαθούν δηλαδή να τραβήξουν την προσοχή της μαμάς ή του μπαμπά τους με τον οποιοδήποτε τρόπο. Κάποιες φορές μπορεί να είναι κάπως χαριτωμένο, κάποιες φορές ωστόσο χρειάζεται την προσοχή σου ως γονέας, αφού μπορεί να φτάνει στην υπερβολή. Πώς θα ξεχωρίσεις αυτή τη συμπεριφορά και το σημαντικότερο πώς θα την αντιμετωπίσεις;
Γιατί θέλει να τραβήξει την προσοχή σου

Το παιδί ξεκινά να υιοθετεί μία συμπεριφορά που αναζητά την προσοχή της μαμάς ή του μπαμπά του όταν θέλει να λάβει περισσότερη φροντίδα από εκείνη που ήδη του παρέχεται. Είναι σαν μία μορφή συναισθηματικής εξάρτησης από τους γονείς του. Τι μπορεί να θέλει να κερδίσει; Μία ματιά, ένα μπράβο, ένα χάδι, μία αγκαλιά, λίγη στοργή. Όταν το παιδί αισθάνεται όμως πως δεν λαμβάνει την προσοχή που επιθυμεί ό,τι και να κάνει, ενδέχεται μελλοντικά να υιοθετήσει μία πιο τοξική συμπεριφορά προς τους γονείς του. Για παράδειγμα, ενδέχεται να παρουσιάσει ναρκισσιστική συμπεριφορά ή διαταραχή ιστριονικής προσωπικότητας, δηλαδή κραυγαλέα, δραματική, ευέξαπτη και υπερδραστήρια συμπεριφορά με σκοπό την προσέλκυση της προσοχής των γονιών του.
Τι μπορεί να προκαλέσει αυτή τη συμπεριφορά

Όταν τα παιδιά ξεκινούν να αναζητούν περισσότερη προσοχή από τους γονείς τους, αυτομάτως σημαίνει πως επιθυμούν να έχουν μεγαλύτερη σύνδεση μαζί τους. Η θεωρία προσκόλλησης του ψυχίατρου John Bowlby και της αναπτυξιακής ψυχολόγου Mary Ainsworth υποστηρίζει πως τα μωρά γεννιούνται με μια έμφυτη επιθυμία να δημιουργήσουν δεσμούς προσκόλλησης με τους φροντιστές τους, αφού έτσι νιώθουν πως θα εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Αυτή η συμπεριφορά για αναζήτηση προσοχής μοιάζει ακριβώς με εκείνη που έχουν τα βρέφη. Ένα μωρό μπορεί να κλαίει, να γκρινιάζει, να ταράζεται ή να κινείται προς τη μαμά ή τον μπαμπά του επειδή αναζητά εγγύτητα.

Όταν το μωρό δέχεται μία θετική ανταπόκριση σε αυτή την ανάγκη του είναι πιθανότερο να αναπτύξει μια ασφαλή προσκόλληση προς τους γονείς του, αφού ικανοποιούνται οι φυσιολογικές συναισθηματικές ανάγκες του. Συνεπώς, δεν είναι και τόσο πιθανό να εμφανίσει συμπεριφορά υπερβολικής προσκόλλησης στους γονείς του μελλοντικά. Τα παιδιά δηλαδή που έχουν αναπτύξει το αίσθημα της εμπιστοσύνης προς τους γονείς τους έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση και αναπτύσσουν ανεξαρτησία καθώς μεγαλώνουν.


Αντιθέτως, τα βρέφη των οποίων οι συναισθηματικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται ήδη από το πρώτο στάδιο της ζωής τους είναι πιο πιθανό να αναζητούν επίμονα την προσοχή και τη συνεχή επιβεβαίωση από τους γονείς τους μελλοντικά. Τείνουν μάλιστα να έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να βασίζονται κυρίως στην επιβεβαίωση τρίτων. Περισσότερη προσοχή για αυτά τα παιδιά σημαίνει καλύτερη σχέση με τους γονείς. Το πρόβλημα λοιπόν ξεκινά όταν αυτή η προσκόλληση του παιδιού στους γονείς ξεκινά να γίνεται ενοχλητική ή ακόμα και επικίνδυνη.

Ποια μπορεί να είναι τα συμπτώματα;Εκρήξεις θυμού για μικρά πράγματα.
Γκρίνια ή κλάμα.
Να ζητά βοήθεια για εργασίες ή δραστηριότητες που στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται.
Αναζήτηση συμπάθειες ή επαίνου.
Ψέματα ή τσακωμοί
Να αφηγείται ιστορίες, λέγοντας υπερβολές.
Να δείχνουν συνεχώς τα επιτεύγματά τους.
Να λειτουργούν συνεχώς σαν κωμικοί, θέλοντας να προκαλέσουν γέλιο στους γύρω τους.
Επικίνδυνη συμπεριφορά που μπορεί να το τραυματίσει, όπως το να ανεβαίνει σε ψηλά σημεία.
Να χαλάει ή να σπάει πράγματα

Ποιος είναι ο στόχος του; Να πάρει την επιβεβαίωση από τους γύρω του ή να προκαλέσει το ενδιαφέρον του, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα βλάψει τον εαυτό του.
Πώς θα το αντιμετωπίσεις;
Μην αγνοείς το παιδί

Ένα παιδί που εκρήγνυται ή κλαίει εύκολα είναι πιθανότερο να αναζητά τη σύνδεση με τον γονέα του και όχι τόσο αυτό για το οποίο κλαίει. Με το να το αγνοήσεις, να το μαλώσεις ή να το τιμωρήσεις για την εν λόγω συμπεριφορά, απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα και την επόμενη φορά η αντίδρασή του θα είναι ακόμα χειρότερη. Υπάρχουν κάποια παιδιά που θα σταματήσουν αυτή την τόσο έντονη έκφραση των συναισθημάτων τους όταν ο γονεάς τους τα αγνοήσει. Αυτό ωστόσο θα διορθώσει για λίγο το συγκεκριμένο σύμπτωμα και όχι το πρόβλημα εν γένει. Η ανάγκη για ουσιαστικότερη σύνδεση με τη μητέρα ή τον πατέρα του δεν θα έχει ικανοποιηθεί, συνεπώς η άσχημη συμπεριφορά θα επιστρέψει στο μέλλον.

Είναι ζωτικής σημασίας για τους γονείς να αναγνωρίσουν τι χρειάζονται τα παιδιά τους και να ξεπεράσουν τον φόβο που δημιουργείται από παρωχημένες θεωρίες.
Μίλησέ του

Το να δίνεις προσοχή εν τέλει στο παιδί σου όταν τη ζητά δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως το συγχωρείς που συμπεριφέρεται με αυτόν τον τόσο έντονο τρόπο. Χρειάζεται να του μιλήσεις και να του εξηγήσεις πως ο τρόπος του δεν είναι ευγενικός και εν γένει προσπάθησε να του μιλήσεις με ενσυναίσθηση. Για παράδειγμα μπορείς να του πεις “Παρατηρώ πως είσαι πολύ ταραγμένος που δεν έφαγες σοκολάτα. Υπάρχει κάποιος λόγος ή απλώς είσαι θυμωμένος μαζί μου;”. Με αυτόν τον τρόπο θα καταλάβει πως έχει την προσοχή σου. Εξίσου σημαντικό είναι να το συμβουλεύσεις την επόμενη φορά που θα αισθάνεται ταραχή για κάτι, να έρθει να σου εκφράσει τα συναισθήματά του με λέξεις. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί θα μάθει να εκφράζεται, αλλά και να αντιμετωπίζει με έναν πιο ώριμο τρόπο τα συναισθήματά του.
Βοήθησέ το να κατανοήσει το πρόβλημα

Κάποιες φορές μπορεί να ρωτήσεις το παιδί σου για ποιον λόγο αναζητά τόσο προσοχή από εσένα και να σου απαντήσει αμέσως. Υπάρχουν όμως και φορές, μάλλον οι περισσότερες, που δεν μπορεί να εντοπίσει την αιτία που νιώθει αυτά τα συναισθήματα. Ιδίως, εάν πρόκειται για παιδί μικρής ηλικίας. Σε αυτή την περίπτωση, θα χρειαστεί να το βοηθήσεις ώστε να καταλάβει τον λόγο που αισθάνεται τόσο ταραγμένος. Επίσης, αναρωτήσου εάν την εβδομάδα που πέρασε κατάφερες να περάσεις αρκετό ποιοτικό χρόνο μαζί του. Μήπως ήρθε να σου μιλήσει και εσύ δούλευες στον υπολογιστή ή συνομιλούσες με κάποιον άλλον ενήλικο; Αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να σημαίνουν απόρριψη για το παιδί, το οποίο νιώθει πως δεν είναι προτεραιότητά σου. Μέσα από τη συζήτηση, θα μπορέσεις να εντοπίσεις την αιτία αυτής της έντασης.
Κάνε ένα πλάνο

Αφού εντοπίσεις το πρόβλημα, στη συνέχεια θα χρειαστεί να αναζητήσεις τη λύση. Για παράδειγμα μπορείς να του δηλώσεις πως η μαμά εργάζεται από το σπίτι και ενδέχεται να μην μπορεί πάντα να παίζει μαζί του, ωστόσο μόλις τελειώσει θα έχει ελεύθερο χρόνο για να κάνει πράγματα μόνο μαζί του.
Αντιμετώπισε την προβληματική συμπεριφορά

Η αναζήτηση της προσοχής από τους γονείς και εάν δεν αντιμετωπιστεί πρόκειται να επηρεάσει τη ζωή του παιδιού μελλοντικά. Συνεπώς, θα πρέπει να βρεθεί μία λύση, ώστε να ξεπεράσει αυτό το στάδιο το παιδί σου. Αφού λοιπόν έχετε ξεκινήσει να αναπτύσσεται μία πιο ουσιαστική σχέση με το παιδί, θα πρέπει να εξηγήσεις πως ο τρόπος συμπεριφοράς του είναι απαράδεκτος, αλλά και να το αιτιολογήσεις με επιχειρήματα.
Δίδαξέ του εναλλακτικές συμπεριφορές

Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Εξήγησε στο παιδί πως αντί να αντιδρά με άσχημο τρόπο όταν αισθάνεται πως δεν έχει την προσοχή που επιθυμεί, μπορεί να το δηλώνει με λόγια. Προέτρεψέ το δηλαδή να εκφράζει με λέξεις τα συναισθήματά του.
Η πρόληψη είναι καλύτερη από την αντιμετώπιση

Ο άνθρωπος γεννιέται και καλείται να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και αυτό είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό μάθημα για το παιδί. Δίδαξέ του δεν είναι μόνος του, αλλά μέρος μίας κοινωνίας και πως σχέσεις όπως η φιλία, η συντροφικότητα, η οικογένεια βασίζονται στην αγάπη, την αμοιβαία κατανόηση και την έκφραση των συναισθημάτων.
Ενθάρρυνε τη θετική συμπεριφορά

Μικρές φράσεις και πράξεις είναι αρκετές για να δείξεις στο παιδί σου πως είσαι υπερήφανη για αυτό. Εάν κάνει μία καλή πράξη ή εάν κάνει κάτι σωστά, επαίνεσε το. Έτσι, θα ξεκινήσει να αισθάνεται αυτοπεποίθηση, αλλά και πως όταν συμπεριφέρεται με σωστό τρόπο έχει θετικό feedback από εσένα.
Θέσε προτεραιότητες

Συχνά, οι γονείς δίνουν προσοχή σε αρνητικές συμπεριφορές αλλά και πάλι δεν μπορούν να τις σταματήσουν. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν δεν έχουν θέσει τις σωστές προτεραιότητες. Ξεκινούν δηλαδή να αντιμετωπίσουν αμέσως την αρνητική συμπεριφορά, επειδή θέλουν να σταματήσει. Επιπλήττουν το παιδί, θέτουν νέους πιο αυστηρούς κανόνες και ορίζουν κάποιες συνέπειες για τις ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Αυτή η σειρά ωστόσο δεν ικανοποιεί τις ανάγκες του παιδιού, αλλά τις δικές τους. Κατά συνέχεια, αυτή η τακτική των γονιών δείχνει πως προτεραιότητα δεν είναι το παιδί, αλλά οι ίδιοι και αυτή η τακτική σίγουρα δεν θα έχει θετικό αποτέλεσμα στο παιδί και την ψυχολογία του. Θα πρέπει λοιπόν να βάλεις ως προτεραιότητα το παιδί και στη συνέχεια να βρεις τον τρόπο αντιμετώπισης της εν λόγω κατάστασης.
Το συμπέρασμα

Για να αλλάξει η συμπεριφορά ενός παιδιού χρειάζεται χρόνος, επιμονή και υπομονή. Αυτό αυτομάτως σημαίνει πως δεν πρέπει να τα παρατήσεις με την πρώτη δυσκολία ή ακόμα κι αν παρατηρείς πως δεν υπάρχει βελτίωση. Οι προσδοκίες σου πρέπει να ανταποκρίνονται στην ηλικία του παιδιού. Δεν μπορείς δηλαδή να περιμένεις από ένα παιδί 5 ή 6 ετών να συμπεριφέρεται όπως ένας έφηβος ή μεγαλύτερος άνθρωπος. Εάν αυτή η περίπλοκη συμπεριφορά συνεχίσει χωρίς κάποια βελτίωση, είναι προτιμότερο να απευθυνθείς σε κάποιον παιδοψυχολόγο που θα σε βοηθήσει να την αντιμετωπίσεις.


ΠΗΓΗ:

Wednesday, 3 January 2024

«Όλοι μας είμαστε εν δυνάμει “χαρισματικοί” γονείς, εφόσον είναι στη φύση μας η αγάπη και η φροντίδα προς τα παιδιά μας»


Μιλήσαμε με την Ελένη Γαρυφαλάκη, με αφορμή το βιβλίο της «Χαρισματική εκπαίδευση – πώς οι δυσκολίες γίνονται πλεονέκτημα (θεωρία spin)»


Με αφορμή το βιβλίο της «Χαρισματική εκπαίδευση – πώς οι δυσκολίες γίνονται πλεονέκτημα (θεωρία spin)» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Brainfood, είχαμε μια ουσιαστική συζήτηση για τη γονεϊκότητα, την ανατροφή και την πολλαπλή νοημοσύνη, με τη συγγραφέα μαμά και εξειδικευμένη παιδαγωγό Ελένη Γαρυφαλάκη.


Πώς θα μπορούσαν οι γονείς να γίνουν πιο «χαρισματικοί»;

Είναι ενδιαφέρον να ξεκινά κανείς με μια τέτοια ερώτηση. Μιλάμε για χαρισματικά παιδιά, αναφερόμαστε σε «χαρισματική» εκπαίδευση με το νέο αυτό βιβλίο, αλλά κανείς δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα για «χαρισματικούς» γονείς. Υπάρχουν στ’ αλήθεια; Θα μπορούσε κάποιος να γίνει; Ποια είναι η συνταγή ή, μήπως, είναι ένα ταλέντο εκ γενετής;
Νομίζω πως όλοι μας είμαστε εν δυνάμει «χαρισματικοί» γονείς, εφόσον είναι στη φύση μας η αγάπη και η φροντίδα προς τα παιδιά μας, όπως, επίσης, μιλάμε για γονεϊκό ένστικτο, πολύ δυνατό μάλιστα. Στην πορεία κάπου χανόμαστε, είτε γιατί η «κασέτα» των βιωμάτων μας και του τρόπου που η κοινωνία μας μεγάλωσε είναι δυσλειτουργική, είτε γιατί ακούμε παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε τους «ειδικούς» και ό,τι διαβάζουμε στο Διαδίκτυο.

Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι γονείς να βοηθούν τα παιδιά να καλλιεργούν την πολλαπλή νοημοσύνη τους;

Πολλοί γονείς με ρωτούν «Πώς θα ανακαλύψω το ταλέντο του παιδιού μου;» και απαντώ «Είναι ανάγκη να του βάλεις από τώρα ταμπέλα;» και μετά με ξαναρωτά «Ναι, αλλά, αν βρει από τώρα πού είναι καλό, δεν θα γίνει έτσι ευτυχισμένο;». Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας, το να ανακαλύψεις, δηλαδή, νωρίς το ταλέντο σου, αλλά ξέρω σίγουρα ποιο είναι το μυστικό της δυστυχίας: να θεωρήσεις ότι σε κάποια πράγματα δεν είσαι καλός. Η θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης βοηθά πολύ και σ’ αυτό ακριβώς. Η επαφή με πολλά ερεθίσματα, ώστε το παιδί να αισθάνεται ότι μπορεί να είναι καλό σε πολλά πράγματα και να τα καταφέρνει σε διαφορετικούς τομείς είναι ένα μεγάλο δώρο που μπορούν να κάνουν οι γονείς στα παιδιά τους. Πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα, διαφορετικοί άνθρωποι που μπορούν να εμπνεύσουν πολύπλευρα το παιδί σας και ανοιχτό μυαλό σε νέες εμπειρίες είναι ένας σπουδαίος τρόπος να εξελιχθεί ένα παιδί νοητικά, συναισθηματικά και κοινωνικά.

Ποιες πιθανές ερωτήσεις/ανησυχίες έρχεται να απαντήσει το βιβλίο σας «Χαρισματική εκπαίδευση» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Brainfood;

Το βιβλίο αυτό είναι μια πρόταση για μια γενναία αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα του παρόντος, που πνέει τα λοίσθια και θα έπρεπε να έχει αλλάξει εδώ και πολύ πολύ καιρό, κατά τη γνώμη μου. Ένας σύγχρονος πολίτης χρειάζεται να σκέφτεται πρώτα απ’ όλα και όχι να αποστηθίζει, χρειάζεται να δημιουργεί και να συνδημιουργεί, να καινοτομεί και οραματίζεται, να αισθάνεται και να συναισθάνεται, να επικοινωνεί και να συνεργάζεται. Στο βιβλίο «Χαρισματική Εκπαίδευση» υπάρχουν και τα θεωρητικά εργαλεία που προσφέρουν οι νευροεπιστήμες στον τομέα της εκπαίδευσης, αλλά και πρακτικές ιδέες και προτάσεις για να δώσουν έμπνευση και κίνητρα για ένα συλλογικό βήμα παραπέρα.

Τι στάθηκε αφορμή για να γράψετε το νέο βιβλίο σας;

Πάντα τα παιδιά είναι η αφορμή για οποιοδήποτε βιβλίο έγραψα, γράφω και θα γράψω. Τα ζω καθημερινά τα παιδιά πώς ασφυκτιούν μέσα στο σχολείο και πώς αναζητούν διαφορετικές εμπειρίες και ερεθίσματα. Ο τρόπος που οργανώνεται πια ο εγκέφαλός τους είναι διαφορετικός, οι ανάγκες τους τελείως αλλιώτικες και ο σύγχρονος κόσμος, επίσης, έχει αλλάξει τόσο πολύ, που μοιάζει πια φυσικό επακόλουθο να ακούγονται περισσότερες φωνές για αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το βιβλίο αυτό είναι άλλος ένας «λίθος» στην παγκόσμια ιδέα μιας νέας εκπαίδευσης.



Πώς μπορούμε να ενθαρρύνουμε τα παιδιά να κάνουν μεγάλα όνειρα;

Πάντα το αντίθετο του φόβου ήταν το όνειρο. Όταν ήμαστε παιδιά, μας έλεγαν να φέρνουμε στο μυαλό μας ωραίες εικόνες, να ονειρευτούμε τον εαυτό μας όπως θα θέλαμε ή να κάνουμε μια προσευχή-όνειρο για να διώξουμε το φόβο.
Δυστυχώς, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια έχει γεμίσει τα παιδιά με φόβο και ανασφάλεια, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι, ακριβώς τέτοιες εποχές, έχουν δημιουργήσει ανθρώπους με σπουδαίο όραμα και νοημοσύνη. Δείτε, για παράδειγμα, τη Φλωρεντία της Αναγέννησης, η οποία προήλθε από μια πανδημία που είχε γεμίσει φόβο και θάνατο τους ανθρώπους της εποχής κι όμως ακολούθησαν σπουδαία μυαλά και αντίστοιχα διαχρονικές δημιουργίες.
Είναι στη φύση μας, λοιπόν, να ονειρευόμαστε πολύ και ο μόνος τρόπος για να ενθαρρύνουμε τα όνειρα, μεγάλα ή μικρά, είναι να ακούμε. Κι η αρχαιοελληνική ακριβής σημασία της λέξης «ακούω» είναι «αισθάνομαι».

Τι σας δίνει δύναμη να υλοποιείτε το εκπαιδευτικό σας όραμα;




Πάντα είχα μια βαθιά πίστη ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα δικό του μονοπάτι, στο οποίο βρίσκει τον εαυτό του μέσα στο σύνολο. Από μικρή ήξερα ότι η εκπαίδευση είναι το μονοπάτι μου. Είναι αυτή η πίστη που με κάνει να μην πτοούμαι σε αντιξοότητες και δυσκολίες, ούτε να εφησυχάζομαι σε επιτυχίες και ευκολίες. Χρειάζεται σταθερότητα στο βήμα για να κρατήσεις ισορροπία σε ένα μονοπάτι με γκρεμούς, θα μπορούσα να πω, μιλώντας αλληγορικά.

Ποιες είναι οι πιο σημαντικές προσωπικές εκπαιδευτικές σας αξίες;

Η πίστη, με όλες τις έννοιες που μπορεί να έχει, η εργασιακή ηθική, η συνέπεια, η αυθεντικότητα και η αίσθηση του «μαζί».

Οι γιορτές είναι η εποχή των δώρων, ποιες αρετές θα πρέπει να έχει ένα δώρο για να είναι «χαρισματικό» για τα παιδιά;

Παλιότερα πίστευα ότι ένα δώρο πρέπει να είναι πρακτικό και μάλλον ακριβό. Για παράδειγμα, θα πρέπει να αντέχει στον χρόνο, να έχει εκπαιδευτική αξία ή να έχει καλή ποιότητα. Τώρα πια απολαμβάνω τα ακριβά ποιοτικά δώρα το ίδιο με μια φτηνή πλαστική χαζομαρούλα, αρκεί να έχουν ένα χαρακτηριστικό: να κάνουν «κλικ» στην περιέργεια του παιδιού με πολλούς και ποικίλους τρόπους και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όχι μόνο για μια μέρα ή για μια εβδομάδα. Για παράδειγμα, αν αγοράσω το ακριβό κουκλόσπιτο μιας καλής μάρκας παιχνιδιών, ναι, είναι ένα ωραίο ποιοτικό δώρο, αλλά είναι όλα έτοιμα: έπιπλα, πιατάκια, χαλάκια, ζωάκια κ.ο.κ. Αν αγοράσω, όμως, δύο κούκλες και ένα απλό ξύλινο κουκλόσπιτο χωρίς κάτι έτοιμο και χαρίσω και στο παιδί τον χρόνο που χρειάζεται για να δημιουργήσουμε παρέα τα έπιπλα, τα χαλάκια, τα κουζινικά και όλα τα σχετικά, αυτό σίγουρα είναι πολύτιμο δώρο, είναι «χαρισματικό», γιατί το παρακινεί να φανταστεί και να δημιουργήσει. Πρόσφατα, έκανα δώρο ένα απλό ελατήριο σε ένα παιδάκι και έχουν περάσει δύο εβδομάδες και ακόμα το παίζει με χίλιους δύο τρόπους, που, προσωπικά, δεν είχα ποτέ φανταστεί.

Πώς καταφέρνετε να εφαρμόζετε τη θεωρία και την εμπειρία χρόνων στην πράξη ως γονιός και ποιες οι μεγαλύτερες γονεϊκές προκλήσεις που έχετε δεχθεί μέχρι σήμερα;

Αχ, είναι τόσο διαφορετικό να διαβάζεις και να μιλάς για γονεϊκότητα απ’ το να είσαι γονιός. Ξεκίνησα το ταξίδι της γονεϊκότητας, προσπαθώντας να εφαρμόσω όσα γνώριζα, ξεχνώντας το ένστικτό μου και υπακούοντας στις έτοιμες «συνταγές». Ευτυχώς, από νωρίς διαψεύστηκα, βρήκα «τοίχο» και πάλι καλά που συνειδητοποίησα εγκαίρως ότι έπρεπε να αφεθώ στο ένστικτό μου. Τουλάχιστον, έτσι βλέπω κατάματα τα λάθη, τα διορθώνω και πάω στα επόμενα με περισσότερη εμπειρία! Αστειεύομαι εν μέρει, αλλά υπάρχει και μια αλήθεια σ’ αυτό: το παιδί μας δε θέλει ένα γονιό-σούπερ ήρωα, αλλά ένα πρότυπο υγιούς αγωνιστή.

Τι δράσεις και τι σχέδια έχετε για τη νέα χρονιά στον Καλό Αγωγό;

Λόγω πανδημίας, τα πράγματα πάνε συντηρητικά, όπως στις περισσότερες επιχειρήσεις, λόγω χρεών και αλλαγών στις συνθήκες. Δυστυχώς, έχουμε αφήσει στον «πάγο» την ωραία ιδέα για τα οικογενειακά μας Φεστιβάλ για τις Έξυπνες Πόλεις, αλλά έχουν δοθεί και αφορμές για πιο καινοτόμα events. Οργανώνουμε πράγματα που δεν υπήρχαν στην πόλη μας, όπως λέσχη ανάγνωσης για μικρά και μεγάλα παιδιά, δραστηριότητες ενηλίκων για πολλαπλή νοημοσύνη, γιγάντιες ρομποτικές κατασκευές, επαγγελματικός προσανατολισμός βάσει της θεωρίας της πολλαπλής νοημοσύνης, αλλά και δημιουργία επιτραπεζίων με την ιστορία της πόλης μας. Πάντα ο στόχος παραμένει ο ίδιος: έμπνευση, γιατί η έμπνευση είναι η κινητήρια δύναμη της μάθησης.

Ποια παιδικά βιβλία έχετε διαβάσει περισσότερο ή σας αρέσει να επιστρέφετε σε αυτά;

Είναι εύστοχη η χρήση της λέξης «επιστροφή» για τα βιβλία. Μ’ αρέσει η κλασική παιδική λογοτεχνία, γιατί οι άνθρωποι παλιότερα έγραφαν από ανάγκη, μια ανάγκη και μια φαντασία που τους «έπνιγε» κι έπρεπε να βρει διέξοδο με μολύβι σε χαρτιά. Ήταν κάτι που προέκυπτε από μια βαθιά συναίσθηση και συνδιαλλαγή με τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους και λιγότερο από μια απλή εξαργύρωση ενός συγγραφικού ταλέντου, όπως, ίσως, συμβαίνει σήμερα. Βιβλία, όπως η «Μόμο», η «Ματίλντα», οι «Άθλιοι», ο «Κόμης Μοντεχρήστος», ο «Γύρος του Κόσμου σε 80 Ημέρες», ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», ο «ΜΦΓ», το «Βιβλίο της Ζούγκλας», ο «Φρανκενστάιν» είναι μερικά από τα πολύ αγαπημένα μου, που διαβάζω ξανά και ξανά, με κάθε ανάγνωση να είναι μια εκ νέου μαγική εμπειρία.

Μια ευχή για τη νέα χρονιά;

Υγεία και αγάπη για όλους! Δεν χρειαζόμαστε κάτι άλλο, είναι τα δύο καλύτερα δώρα που μπορούμε να έχουμε για μια εξαιρετική χρονιά!

ΠΗΓΗ: