Wednesday, 28 September 2022

Autism Stories: Με όνειρο μια ενημερωμένη και συμπεριληπτική κοινωνία ανθρώπων



Το UniquAll πραγματοποίησε αυτόν τον Ιούνιο τις πρώτες Δράσεις Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τον Αυτισμό, μαθητών ηλικίας 10-12 ετών, μέσα σε τυπικά σχολεία της πρωτεύουσας



Πηγή: nevronas.gr/ της Ειρήνης Συνανίδου – Παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας – Μητέρα ΑμεΑ


Το UniquAll πραγματοποίησε αυτόν τον Ιούνιο τις πρώτες Δράσεις Ενημέρωσης και Ευαισθητοποίησης για τον Αυτισμό, μαθητών ηλικίας 10-12 ετών, μέσα σε τυπικά σχολεία της πρωτεύουσας.

Έγινε η αρχή… με όνειρο μια ενημερωμένη και συμπεριληπτική κοινωνία ανθρώπων, στην οποία χωράνε όλοι…

«Όλοι μοναδικοί, όλοι ίσοι»


Η δράση οργανώθηκε από το UniquAll και η ομάδα του nevronas.gr ανέλαβε την διαμόρφωση του περιεχομένου και την παρουσίαση της δράσης. Η ομάδα αποτελούνταν από:τον Νίκο Παγίδα, Eργοθεραπευτής, διαχειριστής και ιδρυτικό μέλος
την Γιώτα Ευσταθίου, Ηθοποιός και Θεατρολόγος, υπεύθυνη του τομέα Διασκέδασης – Ψυχαγωγίας της ομάδας
τη Ζωή Νικολόπουλου, ενήλικη αυτιστική, ωφελούμενη στη Στέγη Υποστηριζόμενης Διαβίωσης της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας ΜοιαΖΩ
την Ειρήνη Συνανίδου, Παιδαγωγός προσχολικής ηλικίας, μητέρα ενήλικα αυτιστικού, αρθρογράφου της στήλης Autism Stories
την Πόπη Μάλεση, Ψυχολόγος, αρχισυντάκτρια και ιδρυτικό μέλος
την Ελισάβετ Λάτσιου, υπεύθυνη Επικοινωνίας και Marketing




Την Παρασκευή, 3 Ιουνίου και την Τρίτη, 7 Ιουνίου, μπήκαμε μαζί με τον Δημήτρη Παπανικολάου– εμπνευστή και δημιουργό του UniquAll- μέσα σε δύο τυπικά δημοτικά σχολεία (στο κέντρο της Αθήνας και στο Γουδί). Παιδιά και εκπαιδευτικοί μας υποδέχτηκαν με θέρμη και η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ξεπέρασε τις προσδοκίες όλων μας.

Έγινε προβολή προσεκτικά επιλεγμένων βίντεο από το εξωτερικό, επιμελημένων από την Ψυχολόγο και αρχισυντάκτρια Πόπη Μαλεση, υποτιτλισμένων με την βοήθεια του Γκίκα Μελαχροινού (Φωτογράφος-Βιντεογράφος του nevronas.gr) και με σπικάζ της Γιώτας Ευσταθίου, που τείνει να γίνει η επίσημη «φωνή» του nevronas, καθώς «ντύνει» φωνητικά τα περισσότερα βίντεο της διαδικτυακής πλατφόρμας.


Προέκυψαν απορίες στις οποίες αναλάβαμε να απαντήσουμε, με συντονιστή της συζήτησης τον Εργοθεραπευτή Νίκο Παγίδα.

Ήταν ευχάριστη έκπληξη η πολυμορφία των ερωτήσεων, ήταν απρόσμενη η διάθεση όλων των παιδιών να μιλήσουν, να καταθέσουν εμπειρίες ακόμα και να προτείνουν λύσεις και να δώσουν τη δική τους πολύτιμη συνεισφορά στους προβληματισμούς που γεννήθηκαν.

Στο τέλος βγήκαμε όλοι μαζί στον προαύλιο χώρο των σχολείων στον οποίο χώρο προαυλίζονται, στα διαλείμματα, μαζί και τα παιδιά των όμορων ειδικών Δημοτικών σχολείων (και αυτό έπαιξε ρόλο στην αρχική επιλογή, χωρίς να είναι βέβαια απαραίτητη προϋπόθεση). Εκεί κάναμε το θεατρικό παιχνίδι, υπό τις οδηγίες της καταπληκτικής Γιώτας Ευσταθίου.

Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ομάδες, τους δόθηκαν συνθήκες και οδηγίες, τους δόθηκε χρόνος προετοιμασίας, έκαναν προθέρμανση σώματος και φωνής και στη συνέχεια κάθε ομάδα, μας παρουσίασε το θεατρικό της δρώμενο.

Τι μου έκανε εντύπωση σε προσωπικό επίπεδο;

Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα. Από τα πολλά σηκωμένα χέρια όταν ρωτήσαμε: «Ξέρετε γιατί είμαστε σήμερα εδώ;» Από τα λόγια της δασκάλας που μας ευχαριστούσε και θέλησε να συμμετέχει ενεργά και η ίδια στα θεατρικά δρώμενα. Από τις αυτοσχέδιες προτάσεις των παιδιών για στήριξη και βοήθεια σε αυτιστικούς συμμαθητές τους.

Ένιωσα ότι συντελέστηκε κάτι όμορφο…

Φεύγοντας αισθάνθηκα πλήρης και ότι συμμετείχα σε κάτι ουσιαστικό και ελπιδοφόρο. Κάτι που είναι καινοτόμο για τα ελληνικά σχολεία: η δυνατότητα να αλληλεπιδράσουν οι μικροί μαθητές με ενήλικες αυτιστικούς, στους οποίους δίνεται πρώτη φορά δυνατότητα να ακουστεί η φωνή τους στο σχολικό περιβάλλον.

Η Ζωή, η νεαρή αυτιστική, μίλησε με τα παιδιά και εξήγησε το πώς αισθάνεται και δρα. Και αυτό ήταν κάτι που φάνηκε ότι άρεσε πολύ τόσο στην ίδια όσο και στα παιδιά που συζήτησαν μαζί της.

Οι δύο πρώτες αυτές δράσεις έγιναν στο πλαίσιο της πιλοτικής εφαρμογής του προγράμματος. Ζητήθηκε ανατροφοδότηση (feedback) από παιδιά κι εκπαιδευτικούς, την οποία και θα αξιοποιήσουμε ως ομάδα για να αναπροσαρμόσουμε σημεία που ενδεχομένως επιδέχονται βελτίωσης, να εξελίξουμε την δράση και να επιστρέψουμε δυναμικά από τον Σεπτέμβριο και σε άλλα σχολεία της επικράτειας… με το καλό!

Με τις καλύτερες προθέσεις, με κέφι, με όρεξη για δουλειά, με όραμα, και (γιατί να το κρύψουμε;) με όνειρο μια ενημερωμένη και συμπεριληπτική κοινωνία ανθρώπων, στην οποία χωράνε ΟΛΟΙ…

Σημείωση: Οι δυο πρώτες πιλοτικές δράσεις ενημέρωσης για τον Αυτισμό έγιναν 3/6/22 3θέσιο Πειραματικό ΜΑΡΑΣΛΕΙΟ, Αθήνα και 7/6/22, 8ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών Αθήνα – Γουδί.

Πηγή:

Έρευνα: Ο καφές σχετίζεται με αυξημένο προσδόκιμο ζωής και καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία







Η κατανάλωση δύο έως τριών καφέδων την ημέρα συνδέεται με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, όπως δείχνει μία νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα. Το όφελος αφορά όλα τα είδη καφέ, καθώς επίσης με ή χωρίς καφεΐνη.


Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Πίτερ Κίστλερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης και του Ινστιτούτου Ερευνών Baker Heart & Diabetes, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «European Journal of Preventive Cardiology» της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 450.000 ανθρώπους με μέση ηλικία 58 ετών.

Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για περίπου 12 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων οι 27.809 (το 6,2%) πέθαναν, ενώ οι 43.173 (9,6%) διαγνώστηκαν με καρδιαγγειακή νόσο και οι 30.100 (6,7%) με αρρυθμία, έδωσαν αναλυτικές πληροφορίες για το αν έπιναν καφέ, τι είδους και πόσο συχνά. Οι περισσότεροι έπιναν συνήθως αλεσμένο (44%), ενώ το 18% έπιναν στιγμιαίο και το το 15% χωρίς καφεΐνη, ενώ το 22% (η ομάδα ελέγχου) δεν έπιναν καθόλου καφέ.

Διαπιστώθηκε ότι τη μεγαλύτερη μείωση κινδύνου πρόωρου θανάτου από οποιαδήποτε αιτία είχαν όσοι έπιναν δύο έως τρεις καφέδες καθημερινά, σε σχέση με όσους δεν έπιναν καθόλου καφέ: Ποσοστά 27%, 14% και 11% μικρότερη πιθανότητα θανάτου υπήρχε για όσους έπιναν αλεσμένο καφέ, χωρίς καφεΐνη και στιγμιαίο αντίστοιχα.


Όσον αφορά την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου, όλοι οι τύποι καφέ οδηγούσαν σε μείωση του σχετικού κινδύνου, πάλι με τον χαμηλότερο κίνδυνο να σχετίζεται με την κατανάλωση δύο έως τριών καφέδων ημερησίως: Η μείωση της πιθανότητας καρδιαγγειακής νόσου ήταν 20% για τον αλεσμένο καφέ, 9% τον στιγμιαίο και 6% τον ντεκαφεϊνέ.

Τέλος, αναφορικά με τη διάγνωση καρδιακής αρρυθμίας, ο καφές με καφεΐνη, αλλά όχι εκείνος χωρίς καφεΐνη, σχετιζόταν με μείωση του κινδύνου. Ο μικρότερος κίνδυνος -κατά 17% και 12% αντίστοιχα -αφορούσε όσους έπιναν τέσσερις έως πέντε αλεσμένους καφέδες και δύο έως τρεις στιγμιαίους.

«Η καφεΐνη είναι το πιο γνωστό συστατικό του καφέ, ο οποίος όμως περιέχει, επίσης, περισσότερες από 100 βιολογικά δραστικές ουσίες. Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι η κατανάλωση μέτριων ποσοτήτων καφέ όλων των τύπων δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, αλλά μπορεί να απολαμβάνεται ως μία συμπεριφορά υγιής για την καρδιά», δήλωσε ο δρ Κίστλερ.

Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://academic.oup.com/eurjpc/advance-article/doi/10.1093/eurjpc/zwac189/6704995?login=false


Πηγή:

Thursday, 22 September 2022

This cognitive bias can push people into more extreme ideological positions


"Selective exposure bias" among people with negative attitudes towards refugees led to even less support for diversity over time.

21 September 2022

By Matthew Warren


Numerous psychological studies have found that we seek out information that supports our pre-existing views – and avoid information that might contradict them. This is particularly true for politicised issues: for instance, people will choose to forgo cash in order to avoid reading opposing views on topics like same-sex marriage and gun control.

The implication of these studies is that this so-called “selective exposure bias” may be pushing us into more polarised positions. After all, if we ignore evidence that could contradict our beliefs, we may end up feeling even more strongly that our own view is the correct one. Yet, as the authors of a new study in Psychonomic Bulletin & Review point out, although plenty of research has shown that this bias exists, there hasn’t actually been much work on how it affects our beliefs and behaviours. Now the researchers find that the bias can indeed shape people’s beliefs in at least one area: their attitudes towards diversity.

Jonas De keersmaecker and Katharina Schmid from Universitat Ramon Llull recruited more than 2,000 Spanish citizens to participate in the study. First, participants responded to three questions measuring pro-diversity beliefs – essentially, how much they believed that cultural or ethnic diversity is good for a society. They also indicated whether they were for or against increasing Spain’s support for refugees from North Africa.

Participants then had to choose between two options for a task that would take place a few months later. One option was to read eight arguments about refugees from the opposite perspective to their own (i.e. people in favour of more refugee support would read arguments against helping refugees, and vice versa); if they picked this option they would enter a lottery for a €10 payment. The other option was to read eight arguments consistent with their own beliefs, and to enter a lottery for a smaller payment of €7. People who settled for the lower payment to read arguments consistent with their own beliefs were classified as showing selective exposure bias.

Five months later, the participants completed the second part of the study – but they didn’t actually have to read the arguments at all. Instead, they simply completed the scale measuring pro-diversity beliefs once again.

The team found that 58.6% of people showed selective exposure bias, choosing to read arguments consistent with their own beliefs for less money. And this bias seemed to influence participants’ beliefs about diversity – at least among those who were against increasing support for refugees. Within this group, those who had chosen to read arguments against helping refugees had less favourable attitudes towards diversity five months down the line, compared to those who were willing to read pro-refugee arguments. (The researchers took into account participants’ baseline attitudes towards diversity in this analysis).

In other words, people who were against helping refugees and who were also not receptive to information that might challenge their beliefs had more negative opinions about diversity over time, compared to others who were similarly against helping refugees but who were open to hearing other arguments. And remember that participants never in fact saw any arguments, so this effect wasn’t caused by actually reading information in the study that contradicted or supported their beliefs. Instead, the researchers write, “[t]he present study suggests that negative opinions about diversity might partly originate from one’s bias to avoid positive information about diversity over time”.

Interestingly, people who were in favour of increasing support to refugees didn’t show this effect: they had similar attitudes towards diversity whether or not they were receptive to reading opposing arguments. Why is this the case? Only future research will tell. But, as the authors point out, this shows why it’s important to study how the selective exposure bias might affect the behaviours and attitudes of different groups.

The results aren’t great news for attempts to increase support for diversity. If people who are against diversity in the first place also avoid any initiatives that might challenge their beliefs – such as opportunities to have positive interactions with people from another culture or ethnicity – they may become more entrenched in their position. The researchers propose one solution: “prodiversity initiatives should be tailored in such a way to avoid positive intergroup experiences being optional, but to make them inevitable.”

SOURCE:

Monday, 19 September 2022

Women bear the brunt of unpaid labour - and it may be affecting their mental health



Review finds that unpaid labour is related to worse mental health among women, with effects less clear in men.

16 September 2022

By Emily Reynolds


We know that unpaid labour impacts millions of people across the world – and women tend to bear the brunt. In the UK alone, women carry out around 60% more unpaid work than men, spending more time on cooking, cleaning, and childcare. What we know less about, however, is the impact this work has on people’s mental health.

A new review in The Lancet Public Health by a team from the University of Melbourne explores the research conducted so far in this area. It finds that unpaid labour has a clearer negative impact on women’s mental health than men’s, suggesting that this gendered divide could be causing serious problems for women.

The team conducted a review of literature reporting associations between unpaid labour and mental health. Unpaid labour was defined as “housework, domestic work, childcare, other care, or a combination”, with volunteer work excluded from analysis. Studies were only eligible if participants were employed, in order to explore the additional strain unpaid labour places on people on top of their daily job, and only studies in which gender was differentiated were included in the review.

The paper included studies that measured mental health outcomes in terms of either participants’ symptoms or formal diagnoses, though studies with stress as their main outcome were excluded (although stress is linked to poor mental health, it is not considered a diagnosis in and of itself.) Overall, 19 studies were included with over 70,000 participants.

Of the nine studies that looked specifically at housework as a form of unpaid labour, six reported a relationship between increased housework and poor mental health in women (three found no association). For men, this number was lower: three studies reported this association, and six no association. Four of these studies also looked at childcare as a separate element of unpaid labour, but only one of these reported a link between increased childcare and poorer mental health (none reported a similar link in men).

Of the five studies that examined total unpaid labour, three looked at both genders and two women only. Of those looking at men and women, two found that unpaid labour was linked to worse mental health for women, but not men. Both studies exploring the impact just on women found a link between unpaid labour and poorer mental health.

While most of the studies were cross-sectional, two used a longitudinal design to explore the relationship between unpaid labour and mental health at a later time point, in order to track the relationship over time. Both of these only included women participants. And, following the pattern from the other studies, both reported worse mental health the longer women spent engaging in unpaid labour.

So, overall, the review suggests that unpaid labour is associated with worse mental health for employed women. This is unsurprising, considering what we already know about women doing significantly more unpaid labour. How people respond to different kinds of unpaid labour is also relevant here – the studies found that men were doing unpaid labour, but did not experience the same negative impact on their mental health. The team points out that women’s unpaid labour is frequently overlooked, while men get actively praised for doing things like childcare or housework. This could partly explain the differences in mental health outcomes.

The team also suggests that policies should be put into place to better spread the division of labour – for instance more equal parental leave, flexible working arrangements, and the promotion of paternal involvement in childcare. However, there will also be more immaterial cultural shifts that need to happen: social and interpersonal expectations that women perform certain tasks are not going to change overnight. Unpaid work is also frequently unrecognised, so ensuring that everyone is aware of the toll of unpaid labour is also crucial.

Future research could explore the differences between various kinds of unpaid work – cleaning, caring, childcare may all have different effects on people’s mental health, and may have different impacts based on gender.

SOURCE:

Να διαβάζει μόνο του το παιδί για το σχολείο ή μαζί με τον γονιό;


Η ερώτηση αυτή προκαλεί από μόνη της τεράστιο άγχος σε πολλούς γονείς – Δύο ειδικοί απαντούν στην «Κ»



«Να διαβάζει ένα παιδί εντελώς μόνο του;»: Η ερώτηση αυτή προκαλεί από μόνη της τεράστιο άγχος σε μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων γονιών. Γιατί ακόμα και αν σε πολλά ζητήματα ανατροφής οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει πλήρως, στο θέμα του «διαβάσματος για το σπίτι», η πίεση για τους γονείς παραμένει μεγάλη.


Το κατά γενική ομολογία βαθμοθηρικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και οι Πανελλαδικές εξετάσεις που παραμένουν το «χρυσό εισιτήριο» για την είσοδο στα Πανεπιστήμια, κάνουν τους γονείς να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σε αυτές με το που μπαίνουν τα παιδιά τους στον «χορό» της εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότεροι εκπαιδευτικοί αλλά και παιδοψυχολόγοι διατυπώνουν την άποψη πως τα παιδιά πρέπει να μάθουν να διαβάζουν μόνα τους, χωρίς τους γονείς να τα εξετάζουν στην προπαίδεια και στο μάθημα της ιστορίας καθώς και να ελέγχουν τις ασκήσεις τους, όπως συνέβαινε με γενιές και γενιές Ελλήνων μαθητών.

«Να διαβάζουν μόνα τους από την Α΄δημοτικού κιόλας!» υποστηρίζει η Ανθή Δοξιάδη, επιστημονική υπεύθυνη του πρότυπου κέντρου για παιδιά με σοβαρές συναισθηματικές διαταραχές «Περιβολάκι», ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων και συγγραφέας βιβλίων για παιδιά και γονείς.

Όπως εξηγεί η έμπειρη παιδαγωγός: «Αν πρόκειται να εφαρμοστεί αυτή η τακτική καλό είναι να συμβεί από την αρχή και να μην αλλάζει στη συνέχεια. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα παιδιά στην Α’ δημοτικού δεν θα έπρεπε να έχουν καθόλου δουλειά για το σπίτι, αλλά δεδομένου ότι έχουν, αυτή δεν θα έπρεπε να διαρκεί περισσότερο από 20 λεπτά. Μιλάμε άλλωστε για παιδιά που φεύγουν από την ελευθερία του νηπιαγωγείου και βρίσκονται ξαφνικά να κάθονται σε ένα θρανίο επί 6 ώρες. Είναι μεγάλο το σοκ.


»Και ναι, η Α’ δημοτικού είναι μια πολύ σημαντική τάξη, όμως στην ουσία, ακόμα και αν τα παιδιά δυσκολεύονται πολύ με τη νέα αρχή, οι γονείς δεν θα έπρεπε να αγχώνονται– το τρένο της εκπαίδευσης δεν ”χάνεται” εύκολα».

Για την κ. Δοξιάδη «διαβάζω μόνος/η μου» δεν σημαίνει έκπτωση στις απαιτήσεις ούτε και συμβιβασμός με την ιδέα ότι το παιδί δεν θα είναι καλός μαθητής. «Μια χαρά συνδυάζονται και τα δύο» σημειώνει και εξηγεί τον τρόπο που μπορεί να ξεκινήσει αυτή η αυτονομία στο διάβασμα.

«Ξεκινάμε στην Α’ δημοτικού βοηθώντας καταρχήν το παιδί να οργανωθεί. Σε αυτή την ηλικία μπορεί η παρουσία του γονιού να έχει την εξής μορφή- να λέμε στο παιδί να κάθεται στον ίδιο χώρο όπου κάνουμε και εμείς μια δουλειά, μαγείρεμα για παράδειγμα, και αν χρειαστεί κάποια βοήθεια να μας τη ζητήσει. Σταδιακά, η παρουσία μας θα μειώνεται. Ποτέ δεν πρέπει πάντως να μιλάμε σε Α΄πληθυντικό: “τι έχουμε για διάβασμα σήμερα;” ή “μάθαμε την ιστορία;” Είναι δική τους αυτή η δουλειά, η δική τους υποχρέωση μέσα στην καθημερινότητα. Οι γονείς έχουν τις δικές τους».

«Πρέπει να ελέγχουμε αν έχουν γίνει οι ασκήσεις;»


«Ιδανικά μιλώντας, όχι. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η δημιουργία μιας σχέσης απόλυτης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε γονιό και παιδί. Αν κερδηθεί, αυτή η εμπιστοσύνη θα είναι και το στοιχείο “κλειδί” για μια στέρεα σχέση ανάμεσά τους κατά την περίοδο της εφηβείας. Αν ένα παιδί μας πει ότι έκανε τις ασκήσεις του και μετά διαπιστώσουμε ότι είπε ψέματα είτε γιατί μας το είπε η δασκάλα είτε γιατί το ανακαλύψαμε μόνοι μας, τότε θα πρέπει να περάσουμε σε μια περίοδο ελέγχου και επιτήρησης μέχρι να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη. Στην Α’ δημοτικού πάντως που τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για τα παιδιά, μπορούν οι γονείς να ρωτούν στο τέλος: “Θες να ρίξουμε και μια ματιά μαζί;” για να αισθάνονται πως ο γονιός είναι εκεί και να νιώθουν ασφάλεια».

«Τι κερδίζουν τα παιδιά διαβάζοντας μόνα τους από πολύ μικρή ηλικία;»

«Μαθαίνουν να πατούν στα πόδια τους από νωρίς, να νιώθουν δυνατά, να χαίρονται με τις επιτυχίες τους που είναι αποκλειστικά δικές τους και κανενός άλλου. Ειδικά τα σημερινά παιδιά, θα κληθούν όταν έρθει η ώρα να εργαστούν, να το κάνουν σε έναν κόσμο που θα αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς. Θα πρέπει να μαθαίνουν διαρκώς νέες έννοιες, νέες μηχανές, νέες ταχύτητες. Θα πρέπει να είναι ευέλικτα και δυνατά».




Σε ποιες περιπτώσεις χρειάζονται βοήθεια τα παιδιά;

Όσο ξεκάθαρη είναι η θέση της κ. Δοξιάδη για το «αυτόνομο» διάβασμα των παιδιών ακόμα και από την Α’ δημοτικού, άλλο τόσο σίγουρη είναι ότι η συμπεριφορά των γονιών θα πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική στις περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακές διαταραχές.



«Για παράδειγμα, σε ένα παιδί με διαγνωσμένη δυσλεξία, ένας γονιός δεν πρέπει ποτέ να προσπαθεί να το βοηθήσει με τα μαθήματά του. Τα έντονα συναισθήματα των γονιών για το πρόβλημα του παιδιού τους – με κυρίαρχη την απελπισία – καθιστούν αδύνατη την οποιαδήποτε βοήθεια.

»Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρειάζεται εξειδικευμένη και συστηματική βοήθεια – ακόμα και τους καλοκαιρινούς μήνες, σε πιο χαλαρή μόρφη βέβαια – από παιδαγωγούς που έχουν την ειδική γνώση να σταθούν δίπλα σε παιδιά με τέτοια προβλήματα. Τα συγκεκριμένα παιδιά έχουν μάλιστα και κακή εικόνα/άποψη για τον εαυτό τους και αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δίνεται μεγάλη προσοχή. Είναι πάντως άδικο, γιατί η πραγματική δυσλεξία, είναι σε πάμπολλες περιπτώσεις χαρακτηριστικό πολύ έξυπνων ανθρώπων».
«Δύσκολο για τα μικρά παιδιά να διαβάζουν εντελώς μόνα τους»

H κ. Χριστίνα Ρασιδάκη, Ψυχοθεραπεύτρια, Σύμβουλος Γονέων και Σύμβουλος Εκπαιδευτικών, παιδί με δυσλεξία και η ίδια κάποτε, πιστεύει πως το να μαθαίνει κανείς να διαβάζει είναι μια διαδικασία διαρκής, η οποία συνεχίζεται μέχρι και στο Πανεπιστήμιο. «Στο δημοτικό πολλά παιδιά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν» σημειώνει η ίδια και συνεχίζει: «Τα μικρά παιδιά δύσκολα κάθονται να διαβάσουν μόνα τους και αυτό είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας. Τα παιδιά που τελικά χρειάζονται βοήθεια σε αυτό που αποκαλούμε “διάβασμα στο σπίτι” είναι πολλά. Για μια μεγάλη ομάδα παιδιών, το να διαβάζουν μόνα τους είναι αρκετά δύσκολο και κάτι που καταφέρνουν να κατακτήσουν σταδιακά».

Για την κ. Ρασιδάκη λοιπόν, ο γονιός πρέπει να πλαισιώνει ένα παιδί στη διαδικασία του διαβάσματος με καλή διάθεση και με θετικό τρόπο. «Πρέπει να ενθαρρύνουμε τα παιδιά, τονίζοντας παράλληλα πως αυτή είναι η δουλειά τους αλλά αυτό να γίνεται με έναν τρόπο που να μην τους το κάνει μαρτύριο. Μπορούμε να κάτσουμε δίπλα τους, να δούμε τι έχουν να κάνουν, να δώσουμε μια κατεύθυνση, από πού να αρχίσουν και πώς να συνεχίσουν και να δώσουμε ραντεβού σε λίγη ώρα για να δούμε πώς τα έχουν πάει».
Η αγωνία των γονιών σε ένα βαθμοθηρικό σύστημα

Η κ. Ρασιδάκη σημειώνει επίσης ότι ο δάσκαλος του σχολείου έχει και εκείνος ευθύνη για να μην γίνεται «βασανιστήριο» η δουλειά για το σπίτι.

«Αυτή βέβαια είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα» συνεχίζει η ίδια. «Ας σκεφτούμε λίγο και το ελληνικό εκπαιδευτικό πλαίσιο. Δεν νομίζω ότι τα νεύρα του Έλληνα γονιού αντέχουν αυτό που προτείνουν κάποιοι δάσκαλοι: “Αφήστε τα παιδιά σας εντελώς μόνα τους στο διάβασμα”. Δεν ξέρω πού και πώς έχει λειτουργήσει αυτή η ιδέα. Οι Έλληνες γονείς πάντως έχουν τρομερό άγχος να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο.

Καταστάσεις όπως αυτή των Πανελληνίων, μια σκληρή συνθήκη με τελεσίδικο χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την πίεση που που ασκούν οι γονείς από την αγωνία τους για αυτές τις εξετάσεις αλλά και με την κακή χρήση του διαδικτύου, μας έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση στις ψυχικές διαταραχές στους εφήβους στη χώρα μας.

Κι όλα αυτά, μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα βαρετό, γεμάτο απαιτήσεις και με δύσκολα και αναχρονιστικά βιβλία. Οι γονείς θα έπρεπε λοιπόν να απαιτούν περισσότερο την αλλαγή αυτών των συνθηκών και ποιότητα στην εκπαίδευση, αντί να πιέζουν τρομερά τα παιδιά τους. Οι γονείς αποτελούν άλλωστε και οι ίδιοι παράγωγα αυτού του προβληματικού συστήματος».

Συμπυκνώνοντας πάντως την ουσία του θέματος, η κ. Ρασιδάκη θεωρεί πως οι γονείς πρέπει να διατηρούν μια ισορροπία ανάμεσα στο πώς να βοηθούν το παιδί τους να οργανώνεται, δίνοντάς του ελευθερία και στο να διατηρούν ταυτόχρονα έναν ρόλο σοβαρής επιτήρησης, με σεβασμό στο παιδί και στις αντοχές του.

«Πέρα και πάνω από το διάβασμα και την αγωνία για το αν τα παιδιά μας θα πετύχουν μέσα σε ένα σύστημα που δεν επιτρέπει την αποτυχία, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι να είναι ψυχικά και πνευματικά υγιή αλλά και χαρούμενα», καταλήγει.

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 14 September 2022

Learning a musical instrument may confer lifelong cognitive benefits




But study can't conclusively prove cause-and-effect.


By Emma Young


Musical training has long been linked to better general cognitive functioning. Studies investigating everything from the cognitive skills of adult musicians vs non-musicians to the effects of instrument lessons on children’s cognition has come out in support of the idea.

However, relatively few studies have explored whether the benefits last — if, as a child, you have piano lessons, for example, does this have any impact on your cognitive abilities in later life? The results of a new longitudinal study, in Psychological Science, which tested the same people at the ages of 11 and 70, suggest that it does. Cognitive benefits of musical training seem to be evident even decades later.

Judith A. Okely at the University of Edinburgh and her team analysed data on 366 participants in the Lothian Birth Cohort 1936 study. At the ages of about 11 and also 70, these people completed the same test of general cognitive ability. The test required them to decode cyphers, do arithmetic, classify words, and perform spatial tasks, for example. At 82, these participants reported on their lifetime musical experience.

The team looked at the differences between the cognitive test scores at 11 and 70. On average, there was a net increase — the participants generally did better on the test at the age of 70, compared with 11.

Of the 366 participants, 117 reported musical instrument experience. Most of these had reached a beginner or intermediate level. For this group, the team also looked at the number of years of formal musical training and the number of years of regular practice (as well as hours of practice per week during those years).

Okely and her colleagues found that even when they took into account other factors that might influence the results (childhood and adult socioeconomic status, years of education and history of disease), people who had more musical instrument experience tended to show greater gains in general cognitive ability by age 70. “These findings suggest that playing a musical instrument is associated with long-term cognitive advantage,” the researchers write.

A strength of this study — in terms of its general applicability — is that it looked at a sample of the general population, rather than professional musicians vs people with no musical experience, say. Indeed, most of the participants with musical experience reported having played just one instrument, having had only two to five years of formal lessons, up to five years of practice and two to three hours of practice per week during those years, and to have reached only a beginner level. So the level of musical training wasn’t that really that high. Also, the median age for starting to play a musical instrument was 10 and the median age for stopping was 18. And yet, more than 50 years later, the team found evidence of a persistent cognitive benefit.

Given that most of the participants’ musical experience happened during childhood, this might suggest that the main positive impacts on cognitive ability happen then. But, as the team points out, it’s also been suggested that musical training could contribute to a person’s ‘cognitive reserve’ — their buffer against decline in cognitive ability in older age. Perhaps, then, musical training in childhood acts as an immediate extra boost to cognitive abilities, and also protects against later declines.

The study cannot conclusively show that musical training itself drove the cognitive advantage that the team found in this group (it’s possible that an underlying factor facilitated both learning to play an instrument and greater improvements in cognitive abilities). But given other work suggesting that the multi-sensory challenge of musical training leads to broader cognitive benefits while certain other activities (such as art and drama training) do not, it does seem at least plausible. I, for one, am taking it as another reason to keep on encouraging my kids to regularly practice their instruments.

SOURCE:


Wednesday, 7 September 2022

Οι γονείς απαντούν για τις ομάδες υποστήριξης και ψυχοεκπαίδευσης


Μια μορφή υποστήριξης, εμψύχωσης και εκπαίδευσης, σε όλη αυτήν την διαδρομή του γονιού, είναι και οι ομάδες που μπορεί να συμμετέχει
Οι γονείς απαντούν για τις ομάδες υποστήριξης και ψυχοεκπαίδευσης


της Πόπης Μάλεση – B.A, M.A Psychology/ nevronas.gr


H αλήθεια είναι ότι όταν γινόμαστε γονείς, αναλαμβάνουμε ένα ρόλο που ποτέ, κανείς μας δεν έχει προετοιμαστεί (θεωρητικά ή πρακτικά) γι’ αυτόν. Όταν δε, το παιδί μας παρουσιάσει μια ευπάθεια ή μια αναπηρία, ο ρόλος αυτός γίνεται ακόμα πιο απαιτητικός και πιο δύσκολος.


Καλούμαστε (και είναι αναγκαίο)…


να γνωρίσουμε καλά την φύση της αναπηρίας του παιδιού μας,
να αναγνωρίζουμε και να διαχειριζόμαστε τα δικά μας (και όχι μόνον) συναισθήματα, κατά την διάρκεια της ανάπτυξής του.
να σχεδιάζουμε τη ζωή του παιδιού μας σε θέματα υγείας/ εκπαίδευσης/ ψυχαγωγίας/κοινωνικοποίησης/ ένταξη σε Στέγη Υποστηριζόμενης Διαβίωσης (ΣΥΔ) κλπ.
να ισορροπούμε πάντα τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια (αδέλφια, σύζυγοι, παππούδες, θείοι/ες) και…
να αναπτύσσουμε σχέσεις με την κοινωνία στην οποία ζούμε και η οποία συχνά είναι αποστασιοποιημένη γιατί απλά δεν γνωρίζει την κατάσταση που αντιμετωπίζουμε.
Όλα αυτά μοιάζουν (και είναι επί της ουσίας) μια πολύ δύσκολη καθημερινότητα, με πολλά εμπόδια που συχνά μοιάζουν να είναι ανυπέρβλητα.


Ναι, είναι αγχογόνα και τα αισθανόμαστε σαν ανυπέρβλητα. Όμως, μόνον όταν είμαστε μόνοι, χωρίς δίκτυα παροχών και υποστήριξης, είτε από φορείς (κρατικούς ή άλλους) είτε από την ίδια την κοινωνία μας.


Μια τέτοια στήριξη των γονιών σε όλα τα επίπεδα, με δυο φράσεις σημαίνει ότι από το: «είμαι μόνος/η, σε όλο αυτό που αντιμετωπίζω», καταλήγω να γνωρίζω ότι: «μπορώ να τα καταφέρω, για το παιδί μου, για εμένα και την οικογένειά μου».


Μια μορφή υποστήριξης, εμψύχωσης και εκπαίδευσης, σε όλη αυτήν την διαδρομή του γονιού, είναι και οι ομάδες που μπορεί να συμμετέχει, γνωστές ως Ομάδες Γονέων. Στην προκειμένη περίπτωση… Ομάδες Γονέων ΑμεΑ.


Οι γονείς απαντούν…
ΚΙΟΥΓΛΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ


Πότε ήταν η στιγμή που θέλησες να αναζητήσεις στήριξη, σε Ομάδα υποστήριξης Γονέων ΑμεΑ;


Κατά την διάρκεια του εγκλεισμού, λόγω πανδημίας, ένοιωσα την ανάγκη να συνδεθώ με γονείς που βιώνουν τις ίδιες δυσκολίες με την δική μου οικογένεια.


Αν μπήκες σε ομάδα, τι προσδοκούσες αρχικά απ΄ αυτήν την συμμετοχή σου;


Την επικοινωνία, την κατανόηση, την συμπαράσταση.


Από την συμμετοχή σου, ποια ήταν η γενική αίσθηση γι’ αυτό;


Γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους! Άντλησα δύναμη, ανταλλάξαμε απόψεις και ιδέες.


Τι σκεφτόσουν για αυτές τις ομάδες, πριν αποφασίσεις να συμμετέχεις κι εσύ σε αυτές;


Ότι μόνο κάτι καλό μπορώ να αποκομίσω. Και έτσι έγινε!


Βρίσκεις ότι υπήρξαν οφέλη για εσένα; …και με ποια σειρά θα τα κατέτασσες;


Ναι, φυσικά! Η ώρα της ομάδας, ήταν για μένα μια ώρα εξομολόγησης, ώρα χαλάρωσης και αποφόρτισης. Ήταν η δική μου ώρα.


Είχατε μπαμπάδες στην ομάδα σας; Αν όχι, γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;


Όχι, δεν είχαμε. Πιστεύω ότι οι μπαμπάδες δυσκολεύονται περισσότερο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους σε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν.


Μέσα στην ομάδα σου, πέραν της ψυχολογικής υποστήριξης, υπάρχει η ανάγκη των γονιών για ενημέρωση και διεκδίκηση δικαιωμάτων των παιδιών τους για θέματα προσβασιμότητας σε υγεία, εκπαίδευση και εργασία; (πχ. Θέματα επιτροπών, Ειδικά σχολεία, Προσωπικός Βοηθός, υποστηριζόμενη εργασία, προσβάσιμη εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της κλπ).


Ναι, βεβαίως. Όλοι οι γονείς ψάχνουμε τρόπους να ενημερωθούμε. Η ομάδα βοηθάει πολύ σε αυτό.


Από τις ευρύτερες επαφές σου με άλλους γονείς, πώς θεωρείς ότι βλέπουν αυτές τις ομάδες υποστήριξης; Θέλουν να συμμετέχουν; Έχουν ενδοιασμούς; Χρειάζονται κάποιο κίνητρο;


Δεν γνωρίζω άλλους γονείς με παιδιά ΑμεΑ. Αν όμως αυτό συμβεί, σίγουρα θα τους το προτείνω.
Αν ήταν να περιγράψεις με μια φράση ή μια λέξη τις Ομάδες Γονέων ΑμεΑ, τι θα έλεγες;


Αγκαλιά… και μάλιστα σφιχτή!





ΟΛΥΜΠΙΑ ΛΙΑΣΚΑ


Πότε ήταν η στιγμή που θέλησες να αναζητήσεις στήριξη, σε Ομάδα υποστήριξης Γονέων ΑμεΑ;


Ήταν ένα μεγάλο διάστημα που ένιωθα μόνη κι ότι κανένας από τον περίγυρό μου δε μπορεί να καταλάβει πραγματικά αυτό που ζούμε σαν οικογένεια. Όταν είδα την ανάρτηση στο facebook μου φάνηκε σαν όαση στην έρημο και αμέσως δήλωσα συμμετοχή.


Αν μπήκες σε ομάδα, τι προσδοκούσες αρχικά απ΄ αυτήν την συμμετοχή σου;


Μπήκα σε ομάδα γονέων του nevronas.gr. Προσδοκούσα να ακουστώ, να νιώσω αποδοχή, ότι ανήκω σε μία όμαδα που με καταλαβαίνει και δε με κρίνει κι ότι μπορώ να μιλήσω ελεύθερα για το πρόβλημά μου.


Από την συμμετοχή σου, ποια ήταν η γενική αίσθηση γι’ αυτό;


Ήταν αίσθηση ανακούφισης, αρχικά. Ένιωσα πάρα πολύ άνετα στην ομάδα, ζεστά, φιλικά και αγαπησιάρικα. Δέσαμε πολύ σαν ομάδα και σίγουρα βοήθησε πολύ και η ψυχολόγος-συντονίστρια σε αυτό, με την απλότητα, την καλοσύνη της, την αγκαλιά της και σίγουρα την εμπειρία της πάνω στο κομμάτι του αυτισμού.


Τι σκεφτόσουν γι’ αυτές τις ομάδες, πριν αποφασίσεις να συμμετέχεις κι εσύ σε αυτές;


Σκεφτόμουν αν είναι όντως βοηθητικές ή αν απλά οι γονείς που συμμετέχουν αναπαράγουν δυσάρεστες στιγμές και θρηνούν.


Βρίσκεις ότι υπήρξαν οφέλη για εσένα; …και με ποια σειρά θα τα κατέτασσες;


Φυσικά υπήρξαν οφέλη και νιώθω ευγνώμων γι’ αυτά. Ένιωσα… δημιουργική, δυνατή, ικανή, αποδεκτή, ευχάριστη, χρήσιμη.


Είχατε μπαμπάδες στην ομάδα σας; Αν όχι, γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό;


Είχαμε, τους συζύγους μας, σαν «guests», όποτε μπορούσαν γιατί τα ωράρια εργασίας τους ήταν λίγο περίεργα. Συγκεκριμένα στη δική μου οικογένεια, ο μπαμπάς μας θα έπρεπε να κρατάει τη μικρή, για να μπορώ εγώ να είμαι στην ομάδα.


Μέσα στην ομάδα σου, πέραν της ψυχολογικής υποστήριξης, υπάρχει η ανάγκη των γονιών για ενημέρωση και διεκδίκηση δικαιωμάτων των παιδιών τους για θέματα προσβασιμότητας σε υγεία,εκπαίδευση και εργασία; ( πχ. Θέματα επιτροπών, Ειδικά σχολεία, Προσωπικός Βοηθός, υποστηριζόμενη εργασία, προσβάσιμη εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της κλπ).


Φυσικά και υπάρχει. Θέλουμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για τα παιδιά μας.


Από τις ευρύτερες επαφές σου με άλλους γονείς, πώς θεωρείς ότι βλέπουν αυτές τις ομάδες υποστήριξης; Θέλουν να συμμετέχουν; Έχουν ενδοιασμούς; Χρειάζονται κάποιο κίνητρο;


Σίγουρα υπάρχουν ενδοιασμοί. Καλώς ή κακώς, εμείς οι «ειδικοί» γονείς, κάποιες φορές, έχουμε την τάση να κλεινόμαστε πολύ στον εαυτό μας και να δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να βγούμε. Έχει τύχει να γνωρίσω μια μαμά παιδιού με πολλές δυσκολίες που πολύ θαυμάζω για τη δύναμή της, η οποία όταν της ανέφερα για ομάδα μου λέει: «μπα… εγώ δε θέλω θα γίνω σίγουρα χειρότερα». Οπότε, μπορεί κάπως έτσι να σκέφτονται κι άλλοι γονείς. Ίσως να χρειάζονται κάποιο κίνητρο για να βρουν τη δύναμη να βγουν από το τέλμα τους.


Αν ήταν να περιγράψεις με μια φράση ή μια λέξη τις Ομάδες Γονέων ΑμεΑ, τι θα έλεγες;


Χα! Χα!… «Άγγελοι του Τσάρλι»… και για να το διευκρινίσω… έτσι ονόμασε την ομάδα μας η συντονίστρια-ψυχολόγος. Γιατί, όπως διαπιστώσαμε τελικά και οι ίδιες, έχουμε πολλή δύναμη, αγάπη και χαρά μέσα μας, να εκπληρώσουμε την αποστολή μας, δηλαδή να στηρίξουμε τα παιδιά μας και την οικογένειά μας.

ΠΗΓΗ¨:


Monday, 5 September 2022

Would you notice if a gorilla started grunting during Beethoven’s Fifth?



“Inattentional deafness” occurs during music processing, and even for stimuli which seem completely out of place.

By Matthew Warren


Imagine listening intently to your favourite piece of music – counting to the beat, say, or trying to play close attention to the lyrics – when suddenly a gorilla starts grunting on the track. You’d definitely notice that, right?

Don’t be so sure. In a recent paper in Attention, Perception, & Psychophysics, when people were busy counting the beats or words in popular and classical pieces, they regularly failed to notice animal sounds that the researchers had snuck into the music.

The new paper has its roots in a classic 1999 study on “inattentional blindness”, which – on the small chance you haven’t already heard of it - you can try for yourself here before you read on.

In this study, participants counted how many times basketball players passed a ball between themselves. A full 46% of participants didn’t notice that, part-way through the video, a person dressed as a gorilla walks on, pounds their chest, then walks off again. In short, the study showed that when our attentional resources are occupied – in this case by counting the basketball passes – we can easily become “blind” to other, bizarre things going on.

A similar phenomenon also occurs when listening to, rather than watching, a scene. In a 2012 study, participants heard a recording of two conversations occurring simultaneously, one between a pair of men and one between a pair of women. When concentrating on the women’s conversation, most participants failed to hear a new male voice that appeared part-way through the recording, repeating the phrase “I’m a gorilla”.

In the new paper, Sandra Utz and colleagues from the University of Bamberg wondered whether this “inattentional deafness” also occurs when we’re listening to music. They asked 36 participants to listen to 20 snippets of music, each around 46 seconds long on average. These included both classical pieces like O Fortuna and pop and rock songs, such as Nothing Else Matters. Unbeknownst to participants, however, half of these pieces had brief animal sounds inserted into them: for instance, Ain’t No Sunshine included a wolf howl, while Beethoven’s 5th symphony contained a gorilla sound.

Participants listened to each piece while performing a counting task relating to an aspect of the music. For Nothing Else Matters, for instance, they had to count the number of bass drum beats, while for Ain’t No Sunshine they had to count how many times the phrase “I know” appeared. After each piece of music, they reported this number, and also indicated whether they had noticed anything odd in the piece. They also stated whether they knew the music, and rated how difficult the counting task was and how much they had concentrated on the task. Finally, they listened to all the pieces again, without counting, and again reported whether they heard anything odd in each one.

The researchers found that when doing the counting task, participants failed to notice about 30% of the animal sounds. These rates differed for different people: some heard every single animal sound, while others missed more than 80%.

You might expect that once participants had noticed an animal sound for the first time, they would realise what was going on in the task and would catch all of the animals in subsequent songs. Yet this wasn’t the case: a third of animal sounds missed by participants occurred after they had already noticed an animal in an earlier song.

The study shows that inattentional deafness can indeed occur during music processing, and even for stimuli which seem completely out of place (you don’t normally hear lions or geese in the middle of a song, after all).

The idea of a gorilla grunting away, unnoticed, during Beethoven’s 5th is at least mildly amusing. But why does any of this matter? Well, there are cases where inattention to auditory stimuli can have drastic consequences. The researchers point to the example of pilots in a flight simulator study, who failed to hear an alarm going off while they were busy dealing with another crisis. It’s clearly useful to figure out the situations in which people may be unaware of important stimuli – and what can be done to counteract this inattention.

One important factor seems to be how much of our attentional resources we are using for the task: in the new paper, the team found that when participants made more errors in the counting task (and so were presumably concentrating on it less), they had a greater chance of noticing the animal sound. However, people were no better at spotting the animals when they said they were concentrating less or when they felt the task was easier, so further research is needed to better understand how these kinds of things can influence inattentional deafness. And given that some people spotted every single animal sound while others missed almost all of them, it would be interesting to know why some people are more predisposed to the phenomenon than others.

SOURCE:

Thursday, 1 September 2022

Expressions of shame tell other people how (not) to behave



Shame doesn’t just affect the person who’s feeling it, but also broadcasts social norms to other people.



By Emma Young


We all know that shame feels bad. There’s an evolutionary reason for this. Breaking the rules of your social group puts you at risk of exclusion — so feeling bad for breaking those rules encourages you not to do so again. Now a new paper in Psychological Science reports that when we see someone else looking ashamed, this influences our behaviour, too. It seems, then, that shame doesn’t just affect the person who’s feeling it, but other people in the group as well.

Rebecca L. Schaumberg and Samuel E. Skowronek at the University of Pennsylvania ran a series of studies on a total of 3,726 adults who lived in the US. In an initial study, participants read about something that an employee had purportedly done at work, such as getting help from a colleague to write a report. Then they viewed a photo of that person (in fact, an actor) expressing either anger or shame, or holding a neutral expression. When the participants were asked how common and acceptable they thought this behaviour was at this company, and whether they’d do it themselves if they worked there, the shame expression was associated with the lowest ratings. This study suggests that expressions of shame carry signals about social norms, which then influence behaviour.

In a further study, also involving workplace behaviour, the team found that a shame expression acted as a stronger signal of workplace norms than expressions of anxiety or sadness.

Next, the team turned to tests of actual behaviour. In one study, participants were required to come up with rhyming words, and were told that the top performer in their group would get a small cash bonus. They were all told that they could choose to use a "rhyme booster", which would help them. Before they made that choice, though, they watched what they thought was a video of an earlier participant competing the same challenge. Participants who saw that person looking ashamed (rather than neutral) after using the rhyme booster were less likely to choose to use it themselves. It is worth noting, though, that the difference was small: 48% of those who saw the neutral expression opted to use the booster vs 37% of those in the shame condition. Still, this study did suggest that witnessing shame in others influences actual behaviour even when there is a financial cost.

Taking the results from these and further studies into account, the researchers write: “These findings show that shame broadcasts strong signals of normatively appropriate behaviour, providing the first evidence of how one person’s shame affects the normative behaviour of others.” They argue that the work shows that we learn from other people’s expressions of shame about a group’s rules, and how to behave in that group to fit in.

However, it is worth noting that participants didn’t always correctly interpret the actor’s ‘shame’ expression as shame. In one study, for instance, a substantial minority thought it was sadness (although an analysis using only those who identified the expression correctly got the same result). Clearly, more work is needed to tease apart the impacts of different negative emotional expressions. Another obvious limitation is that all the participants were based in the US, so findings in other cultures may be different.

Still, the research does suggest that shame has impacts on other people’s behaviour. And the researchers also pose some interesting questions about how changing ideas of what is shameful could alter social norms. “For instance, if people stop conveying shame in response to violating a social norm, does this diminish the strength of the social norm? Conversely, if people start expressing shame in response to what was previously considered an innocuous behaviour, does this create a new norm?” Shame may have a broader, more powerful role in shaping group behaviour than we tend to think.

SOURCE: