Saturday, 26 February 2022

Επιτρέπεται το παιδί μου να φορά smartwatch μέσα στην τάξη; Η απάντηση του Υπ. Παιδείας






Τα smartphone και τα smartwatch έχουν μπει δυναμικά στη ζωή μικρών και μεγάλων που τα χρησιμοποιούν ανελλιπώς καθημερινά. Τι γίνεται όμως όταν τα παιδιά πρέπει να πάνε το πρωί στο σχολείο;


Η απαγόρευση χρήσης και κατοχής οποιουδήποτε κινητού τηλεφωνού εντός του σχολείου είναι γνωστή όμως με αφορμή το τηλεφώνημα που δεχθήκαμε από γονέα καθώς το παιδί του δέχθηκε επίπληξη για το γεγονός ότι φορά ένα έξυπνο ρολόι μέσα στη τάξη και όπως – μας διαβεβαίωσε ο μπαμπάς – το παιδί δεν το χρησιμοποιεί καθόλου ως τηλέφωνο παρά μόνο για να βλέπει την ώρα , ανατρέξαμε στην εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΑΥΣΤΗΡΑ Η ΧΡΗΣΗ SMARTPHONE ΚΑΙ SMARTWATCH ΣΤΙΣ ΤΑΞΕΙΣ

Ειδικότερα, η εγκύκλιος ορίζει τα εξής:

1. Οι μαθητές δεν επιτρέπεται να έχουν στην κατοχή τους κινητά τηλέφωνα εντός του σχολικού χώρου.

2. Οι μαθητές δεν επιτρέπεται να έχουν στην κατοχή τους εκτός από κινητά τηλέφωνα και οποιαδήποτε άλλη ηλεκτρονική συσκευή ή παιχνίδι που διαθέτει σύστημα επεξεργασίας εικόνας και ήχου εντός του σχολικού χώρου. Ο ανάλογος εξοπλισμός που τους διαθέτει το σχολείο στο οποίο φοιτούν, χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της διδακτικής πράξης και της εκπαιδευτικής διαδικασίας γενικότερα και μόνο υπό την εποπτεία/επίβλεψη του εκπαιδευτικού.



3. Οι εκπαιδευτικοί εκτός από τις διαθέσιμες από το σχολείο ηλεκτρονικές συσκευές (H/Y, laptops, tablets, διαδραστικούς πίνακες κτλ), δύνανται να χρησιμοποιήσουν και το δικό τους προσωπικό ηλεκτρονικό εξοπλισμό κατά τη διάρκεια της διδακτικής πράξης και για τις ανάγκες αυτής, αλλά και στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας γενικότερα, τηρώντας τους κανόνες ασφάλειας και τις σχετικές διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων των μαθητών και των εκπαιδευτικών (νόμοι 2472/1997 (ΦΕΚ 50/τ.Α’/1997) και 3471/2006 (ΦΕΚ 133/τ. Α’/2006).

4. Επισημαίνεται ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η ανάρτηση φωτογραφιών και βίντεο με μαθητές στους δικτυακούς τόπους των σχολικών μονάδων. Οι φωτογραφίες αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. α ́ του ν.2472/1997, στο μέτρο που από αυτές δύνανται να προσδιοριστούν, άμεσα ή έμμεσα, τα υποκείμενα των δεδομένων.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, η επεξεργασία και κατά συνέπεια η ανάρτηση, η αποθήκευση σε ψηφιακά μέσα (πχ αναμνηστικού τύπου φωτογραφίες, βίντεο και δραστηριότητες της σχολικής ζωής) δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων (οι κηδεμόνες των μαθητριών-μαθητών) έχει δώσει τη συγκατάθεσή του.


Πρότυπο έντυπο γονικής συναίνεσης όσον αφορά στη γονική συγκατάθεση πριν από την αποθήκευση σε ψηφιακά μέσα και την ανάρτηση, εικόνων και βίντεο με μαθητές στις ιστοσελίδες και ιστολόγια του σχολείου, καθώς και άλλο χρήσιμο υλικό που αφορά στην ασφάλεια των μαθητών στο διαδίκτυο και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων των μαθητών μπορείτε να βρείτε στον ενημερωτικό κόμβο του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου «Ασφάλεια στο Διαδίκτυο»: http://internet-safety.sch.gr/).

5. Δεν επιτρέπεται η χρήση – λειτουργία καμερών ασφαλείας στους σχολικούς χώρους κατά τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου, σύμφωνα και με την υπ’ αρ. Γ/ΕΞ/2274/31.3.2011 (ΦΕΚ 548/τ. Β ́/7-4-2011) οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ειδικότερα το άρθρο 18, παρ. 2, που ορίζει επιπλέον ότι οι ώρες λειτουργίας του συστήματος θα πρέπει να αναγράφονται με σαφήνεια σε σχετικές ενημερωτικές πινακίδες έτσι ώστε να γνωρίζουν όλοι οι μαθητές και φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο σχολείο δεν παρακολουθούνται.

Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο «Χρήση Κινητών Τηλεφώνων και Ηλεκτρονικών Συσκευών στις σχολικές μονάδες»

ΠΗΓΗ:

Άνοια: «Είμαι ακόμα εδώ»


Παρά τις σοβαρές διαταραχές της μνήμης, για πολλά άτομα με άνοια, η συνέχιση της έννοιας του εαυτού παραμένει παρούσα σε ποικίλες βαθμίδες




Παρά τις σοβαρές διαταραχές της μνήμης, για πολλά άτομα με άνοια, η συνέχιση της έννοιας του εαυτού παραμένει παρούσα σε ποικίλες βαθμίδες.


Στο παρελθόν, όταν οι επιστήμονες σκέπτονταν και εξέταζαν την ψυχολογική επίδραση της άνοιας, συχνά αναφέρονταν «στην απώλεια του εαυτού» με δραματικούς και «καταστροφικούς» όρους, όπως η «ανυπαρξία του εαυτού» ή η «αποσύνθεση» του εαυτού.

Σε μια νέα ανασκόπηση που κυκλοφόρησε, ως πρότυπο, στο PsyArXiv, μια διεθνής ομάδα ψυχολόγων με επικεφαλής την Muireann Irish (Μιούριαν Άιρις), στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, αμφισβητεί αυτή τη ζοφερή εικόνα την οποία αποδίδουν στην κοινή, αλλά λανθασμένη, υπόθεση ότι: «χωρίς μνήμη, δεν μπορεί να υπάρχει ο εαυτός».

Στην ανασκόπησή τους (κείμενο αναθεώρησης), η Irish και οι συνεργάτες της, παρουσιάζουν μια πιο αισιόδοξη προοπτική με βάση την ανάλυση της ερευνητικής βιβλιογραφίας που έκαναν, πάνω στην απώλεια αυτοβιογραφικής μνήμης σε άτομα με νόσο του Alzheimer, άτομα με «Σημασιολογική-εννοιολογική άνοια» (Semantic Dementia) και άλλα με Mετωποκροταφική άνοια (Frontotemporal Dementia).


Όπως γράφουν, «συνολικά, ο εαυτός δεν χάνεται εντελώς στην άνοια. Υπάρχουν διακριτά στοιχεία διατήρησης που αναδύονται, πάντοτε σε απόλυτη εξάρτηση από την συγκεκριμένη εποχιακή φάση της ζωής του ανθρώπου και τον τύπο άνοιας που έχει».

Βασικό στοιχείο της διαφωνίας αυτής των συγγραφέων είναι ότι οι αυτοβιογραφικές μας μνήμες, πάνω στις οποίες βασίζεται η αίσθηση του εαυτού μας, αποτελούνται από δύο αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία: την υποκειμενική αίσθηση της ύπαρξης προηγούμενων εμπειριών μας (επεισοδιακή μνήμη) και την σημασιολογική μνήμη (μια πραγματική γνώση του τι συνέβη). Ορισμένες πτυχές των οποίων διατηρούνται, σε κάποιο βαθμό, σε διαφορετικούς τύπους άνοιας και σε διαφορετικές εποχές της ζωής κάποιου.

Συχνά, σε άτομα με άνοια τύπου Alzheimer (ιδιαίτερα στα πρώιμα έως μεσαία στάδια της ασθένειας) υπάρχει μια εξοικονόμηση αυτοβιογραφικής γνώσης, ιδιαίτερα από τα πρώτα χρόνια της ζωής. Συγκεκριμένα, σώζονται οι αποκαλούμενες «γενικές μνήμες γεγονότων», όπως οι μνήμες: «θυμάμαι ότι πήγαινα να χορεύω τις Παρασκευές» ή « εργαζόμουν ως χημικός, στις δεκαετίες του ’20 και ’30» – παρόλο που η υποκειμενική αίσθηση ότι έζησαν εκείνες τις εμπειρίες του παρελθόντος, χάνεται.

Η Irish και οι συνεργάτες της λένε ότι αυτή η συντηρημένη σημασιολογική γνώση, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των προτιμήσεων του ατόμου, μπορεί να εξηγήσει γιατί οι κοινωνικές ικανότητες μπορούν να παραμείνουν σχετικά άθικτες για πολλά χρόνια, μετά τη διάγνωση του Αλτσχάιμερ.


Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα με την αίσθηση του εαυτού: «τα άτομα με Αλτσχάιμερ μπορεί να παρουσιάσουν ένα ξεπερασμένο ‘σχήμα του εαυτού’, στο ότι, το «ποιος ήμουν» γίνεται «ποιος είμαι», και αυτό το μη ενημερωμένο πλαίσιο σκέψης και μνήμης, κυβερνά την καθημερινή συμπεριφορά τους», γράφουν οι συγγραφείς και επισημαίνουν περιστατικά ανθρώπων με νόσο του Αλτσχάιμερ οι οποίοι πιστεύουν π.χ ότι εργάζονται και σήμερα ως νοσοκόμοι ενώ είναι συνταξιούχοι νοσοκόμοι ή σε άλλες περιπτώσεις λένε και πιστεύουν ότι είναι οι γονείς των εγγονών τους, ενώ είναι οι γιαγιάδες ή οι παππούδες.

H Irish και οι συνεργάτες της εξηγούν πως τα άτομα με Σημασιολογική Άνοια χάνουν πολλά από τα πραγματικά στοιχεία για τον εαυτό τους, ειδικά από το πιο μακρινό παρελθόν τους, ενώ διατηρούν τις μνήμες από τις πιο πρόσφατες βιωματικές εμπειρίες τους, ειδικά για τον τελευταίο χρόνο περίπου. Αυτές οι βιωματικές μνήμες από τις πρόσφατες εμπειρίες που έζησαν – μαζί με μια γενική, χρονικά απροσδιόριστη γνώση για το είδος των γεγονότων που βιώνουν συχνά – μπορούν να αποτελέσουν μια βάση για μια σταθερή αίσθηση του εαυτού, μολονότι αυτή είναι, σε μεγάλο βαθμό, ριζωμένη στο παρόν και το πρόσφατο το παρελθόν.

Αυτή η χρονικά περιορισμένη αίσθηση του εαυτού μπορεί να βοηθήσει να εξηγήσει τις άκαμπτες συμπεριφορές και τις ρουτίνες που παρατηρούνται συχνά σε άτομα με Σημασιολογική Άνοια _ για παράδειγμα, μια προτίμηση να φορούν τα ίδια ρούχα, και πάντα να θέλουν να πηγαίνουν στα ίδια μέρη, την ίδια μέρα και ώρα κάθε εβδομάδα.

Για να δώσει και μια άλλη προοπτική, η επιστημονική αυτή ομάδα επισημαίνει τις πιο σοβαρές βλάβες του εαυτού που παρουσιάζονται από άτομα με Μετωποκροταφική Άνοια, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη αλλαγή προσωπικότητας, μαζί με διάφορες βαθμίδες χαμένης σημασιολογικής και επεισοδιακής αυτοβιογραφικής μνήμης..

Ενώ τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, το χιούμορ, η ηθική και η συμπεριφορά των ανθρώπων με αυτή τη μορφή άνοιας μεταβάλλονται ριζικά από την ασθένειά τους (και θεωρούνται ως τέτοια από τους στενούς φίλους και την οικογένεια), οι ίδιοι οι ασθενείς δεν αναγνωρίζουν αυτές τις αλλαγές, κάτι που είναι μεν αγχογόνο για τους αγαπημένους τους, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει στο άτομο, με αυτή τη μορφή άνοιας, κάποια συναισθηματική προστασία από την κατάστασή του.

Υπάρχουν πολλά ακόμα που οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν για το πώς οι διαφορετικές μορφές άνοιας επηρεάζουν την «αίσθηση του εαυτού». Ιδιαίτερα, υπάρχει ελάχιστη έρευνα σχετικά με τη «μελλοντική σκέψη» δηλαδή,την ικανότητα να φανταστεί κανείς τον εαυτό του στο μέλλον και την ικανότητα του μυαλού να περιπλανηθεί νοερά σε αυτές τις υποθετικές συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά, η περιορισμένη έρευνα που έχει γίνει μέχρι τώρα, έχει δείξει μερικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα – για παράδειγμα, ενώ τα άτομα με Αλτσχάιμερ έχουν μειωμένη ικανότητα να φανταστούν μελλοντικά γεγονότα, περιγράφουν όμως τέτοιες φαντασιώσεις (μελλοντικές) τόσο «ζωντανά» και ζωηρά όσο οι υγιείς άνθρωποι.

Η Ιrish και οι συνεργάτες της πιστεύουν ότι έρευνες, σχετικές με την περιπλάνηση του μυαλού στο παρελθόν και στο μέλλον, μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τον τρόπο που ο εαυτός επηρεάζεται από την άνοια και να παράσχουν σημαντικές πληροφορίες για την δημιουργία κατάλληλων παρεμβάσεων που θα βελτιώνουν συνολικά την ποιότητα ζωής των ατόμων με άνοια.

Ένα μήνυμα που τονίζεται επανειλημμένα σε αυτήν την αναθεώρηση, είναι ότι «παρά τις σοβαρές διαταραχές της μνήμης, [για πολλά άτομα με άνοια] η διατήρηση της έννοιας του εαυτού παραμένει παρούσα σε ποικίλες βαθμίδες, σε σχέση με το παρελθόν και το μέλλον». Και αυτό είναι κάτι που έχει όχι μόνο φιλοσοφική αλλά και κλινική αξία_ δηλαδή, η προσέγγιση αυτή υπογραμμίζει την πολύπλευρη και δυναμική φύση στην οποία ο εαυτός μπορεί να αλλάξει, τόσο κατά την υγιή όσο και την παθολογική γήρανση, με σημαντικές και θετικές προεκτάσεις για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών τρόπων φροντίδας, σε ατομικό επίπεδο και την καλύτερη στήριξη και ενδυνάμωση των Φροντιστών.

Οι φροντιστές (οικογενειακοί ή επαγγελματίες), μπορούν και πρέπει να εστιάζουν περισσότερο σε όσες και όποιες ικανότητες συνεχίζουν να διατηρούν τα άτομα με άνοια και όχι τόσο στα λειτουργικά τους ελλείμματα. Έτσι θα υπάρχουν πάντα στοχευμένες προσεγγίσεις, δραστηριότητες και καλύτερη διάθεση σαν αντίβαρο στα αισθήματα ματαίωσης, λύπης και θυμού στις δύσκολες φάσεις του ασθενούς με άνοια.

Η αισιόδοξη αντίληψη ότι η «αίσθηση του εαυτού» μπορεί, σε κάποιο βαθμό, να επιβιώσει από την άνοια – τουλάχιστον στα πρώιμα έως μεσαία στάδια της ασθένειας – μπορεί να υποστηριχτεί από μια άλλη παράλληλη έρευνα, σχετική με τις «αισθητικές» απόψεις και ικανότητες των ανθρώπων με άνοια τύπου-Αλτσχάιμερ που δείχνει ότι η αισθητική τους άποψη, συχνά διατηρείται για πολλά χρόνια. Και αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό για τους φροντιστές τους (είτε αυτοί είναι μέλη της οικογένειάς τους ή επαγγελματίες).

Κλείνοντας και σε ένα γενικότερο πιο αισιόδοξο πλαίσιο σκέψης και έρευνας, ας θυμηθούμε τα λόγια του John Zeisel – συγγραφέα του «I‘m Still Here – Είμαι ακόμα εδώ»: «είναι δυνατόν να έχουμε μια αξιοπρεπή ζωή με τη νόσο του Αλτσχάιμερ, παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το πιστεύουν… Στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι, κατά τα πρώτα δέκα χρόνια αυτής της κατάστασης, ζουν τη ζωή τους κανονικά, ανανεώνοντας και εμβαθύνοντας τις σχέσεις τους, με εκείνους που αγαπούν και που τους αγαπούν».

Πόπη Μάλεση – B.A, M.A Psychology

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 23 February 2022

The downwards head tilt seems to be a universal signal of dominance




By Emma Young

One of the best-known but also most contentious ideas in psychology has to be that there are “universal” expressions of at least some human emotions. According to this idea, which was pioneered by Paul Ekman, particular patterns of facial muscular movements are reliable indicators of anger, disgust, fear, surprise, happiness, sadness and contempt, no matter where you are in the world. In other words, these expressions are a fundamental part of being human.

The idea of universal emotional expressions has been challenged, however. Some psychologists argue that even within the US or UK, say, facial movements that we routinely associate with certain emotions — such as a smile with feeling happy — don’t reliably match in that way. Others think that facial “expressions” are better understood as social signals. According to this model, when someone smiles, it doesn’t mean that they’re happy but rather that they want to be sociable and cooperative, while a frown doesn’t mean “I’m angry” but rather “I want you to bend to my will”. Physical social signals, beyond facial movements, have been identified, too. And now a new paper in Scientific Reports enters this field, with the claim that a downwards head-tilt is a “possibly universal” signal of dominance.

Zachary Witkower at the University of Toronto and colleagues studied members of a remote community in the forested Bosawas Biosphere Reserve in Mayangna, Nicaragua. Relatively few of the 119 adults (aged 18-75) were fluent in Spanish, most had never seen a US TV programme, their knowledge of global celebrities was paltry, and 94% had never used the internet. So, the team argues, they are unlikely to have learned particular ways of responding or behaving from Western culture.

Each participant was shown two pairs of images. The first pair showed just the eyebrow/eye/nose bridge regions of two computer-generated male heads. These heads, which had neutral facial expressions, were identical, except that one was upright and the other was tilted forwards 10 degrees. An experimenter said: “Please select the image in which the person is likely to be a leader because he is willing to use aggression and intimidation to get his way” and the participants made a choice. Then they were shown the same two heads, but in full this time, and were asked the same question.Upright (left) and tilted (right) faces used in the experiment. From Witkower et al (2022)

When American participants were given this task, they tended to choose the head-tilted image. This was true whether they saw the eye region or the full head. And Witkover and colleagues found the same thing for this remote population. When only the facial strip was shown, the head-tilted version was chosen as the likely aggressive leader 72% of the time. When full faces were shown, the head-tilted version was chosen 84% of the time. A forwards head tilt was clearly associated with dominance/aggression.

As the effect was stronger for full faces, it might be that the whole face gives more anger/dominance information than the eye region alone. However, as the researchers note, because the full-face pair always followed the eye-region pair, participants might just have become more confident in their perceptions of anger/dominance on the second viewing.

A big question is: what explains the finding?

The researchers argue that when the head is tilted down a little, this gives the illusion that the brow has been lowered. Numerous studies have linked a lowered, frowning brow with anger, dominance and threat. This new research “provides the first evidence to suggest that humans across highly diverse cultural contexts perceive dominance from a downwards head tilt alone,” the team writes. And because they think it’s due to the illusion that the brow has been lowered, signalling anger/threat, they argue that “this visual illusion might therefore be a universal feature of human cognition”.

Why should a lowered brow signal threat/anger? The team suggests that we evolved to automatically associate angles in our environment with threat and danger. According to this idea, sharp, angular things (like rocks) would generally have been dangerous — and the angular V-shape that forms when the brow is lowered might have come to signify threat, too.

But there are other potential explanations for their findings. Their theory could even be flipped on its head. Picture someone about to run at you, to attack. Their head will be tilted forwards, not straight upright. So a downward tilted head could itself be a signal of threat. And a frown may give the illusion that this is happening — rather than a downward head tilt giving the illusion of a scowl.

Claims of human “universals” are always subject to strong scrutiny. The team’s claims will be no different. It will take more research, especially on more non-WEIRD populations, to rule out other possibilities and firm up their ideas.

SOURCE:

Monday, 21 February 2022

People think they’re less likely to get Covid from friends than from strangers




By Matthew Warren

Social distancing has been a key part of the pandemic response: we all know that our chance of infection is reduced if we minimise the contact we have with others. Yet there are countless stories of people covertly meeting up with friends and family even at the height of lockdown.

Clearly many of those who disregarded the rules did so because of a desire for social interaction and support. But a new study in Humanities & Social Sciences Communications suggests there may be another reason too: we simply underestimate the risk of contracting Covid-19 from friends.

Across a series of five studies, Tobias Schlager from the University of Lausanne and Ashley V Whillans from Harvard Business School found that people consistently feel that friends are less of a Covid risk than strangers.

In the first study, participants assessed the likelihood of catching Covid from a friend, family member, stranger, work colleague, or acquaintance, rating the risk of each “compared to any other person”. The team found that participants actually believed most of these people posed lower risk than the average person, but crucially they rated friends the lowest risk and strangers the highest.

If participants had been around strangers more than friends during the pandemic, it would make sense that they’d rate strangers as higher risk. So in the next study the team asked participants to imagine they had gone to the supermarket and met a friend, family member, cashier, stranger, and colleague. They rated the likelihood of contracting Covid from each of these people using the same scale as before, and also indicated how long they’d expect to talk to them.

Participants rated friends and family as posing significantly lower risk than the average person. They also rated the cashier as significantly higher risk than the average person, followed by the stranger. These results held even when the team controlled for the expected length of time interacting with each person, so it wasn’t simply that participants saw strangers as a higher risk due to spending more time around them.

In another experiment, participants imagined they were out to dinner and were approached either by a friend they hadn’t seen in a while or a stranger, who invited the participant to join them. People were more likely to say they’d join a friend’s table than a stranger’s. Perhaps unsurprisingly, the team’s analysis showed that this was partly because participants were more interested in having dinner with the friend, and also because they thought the friend more likely to follow social distancing rules. But there was another reason too: participants rated the stranger as a greater Covid threat (believing they were more likely to be infected, for example), and this belief also contributed to their decision.

Finally, the team also found some evidence that people may physically distance themselves more from strangers than friends. Participants positioned a figure on their screen to indicate how close they would stand next to someone else in a park; those who read they were meeting a friend placed the figures closer than those who read they were meeting a distant colleague. However, participants who were also reminded about the dangers associated with spending time in close proximity to others put a greater distance between themselves and the friend.

Overall, then, the work provides quite convincing evidence that people underestimate the risk posed by friends. And yet, the authors note, close contacts actually play a key role in spreading the disease. Counteracting the perception that our friends are less of a risk to us could therefore be an important part of pandemic communication strategies.

The results are consistent with other work finding that familiarity and trust is related to reduced perceptions of risk, the team notes. They are also reminiscent of the illusory superiority bias, in which we think of ourselves as “better than average” in various ways. Some work has found that we also believe that our friends or partners are superior to other peers — so perhaps this is a similar effect, where we see our friends as “better” than average at not spreading disease.

There are some limitations. In particular, all of the studies are based on self-report data and imaginary scenarios. The authors note that in the middle of the pandemic it would not have been possible to conduct a real-world experiment; still, it would be interesting to use other methods such as virtual reality to look at how people behave towards friends and strangers.

SOURCE:

Tuesday, 15 February 2022

Γιατί δεν μας «φτιάχνουν» οι ρομαντικές ταινίε




Οι επιστήμονες δικαιώνουν την αλλεργία μας στους Τιτανικούς και τα Ημερολόγια.


Οι άντρες που συμμετείχαν στην έρευνα διεγέρθηκαν περισσότερο από ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Αγγλίας.

Υπάρχει λόγος που αισθάνεσαι πονοκέφαλο κάθε φορά που στην τηλεόραση παίζει το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος». Και για την αναγούλα που σου προκαλεί ο «Τιτανικός» υπάρχει αιτία. Μια επιστημονική έρευνα απέδειξε ότι υπάρχει πραγματική - οργανική - εξήγηση για την αντιπάθειά μας προς τις ρομαντικές ταινίες: δεν μας «φτιάχνουν» σεξουαλικά.


Remaining Time-0:00
Fullscreen
Mute

Στην έρευνα με τίτλο Archives of Sexual Behavior, συμμετείχαν 86 άντρες και 78 γυναίκες με στόχο να μελετηθούν οι αντιδράσεις τους ύστερα από προβολή γνωστών ρομαντικών ταινιών. Πιο συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες παρατήρησαν clips από τις ταινίες «Τιτανικός» και «Ανήθικη Πρόταση», ένα βίντεο πορνό και ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της Αγγλίας. Όπως προέκυψε από τα αποτελέσματα, οι γυναίκες ένιωσαν σεξουαλική διέγερση από τα clips των δύο ταινιών, ενώ οι άντρες από το ερωτικό βίντεο. Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης, είναι πως οι άντρες όχι μόνο βρήκαν τα clips των δύο ταινιών βαρετά, αλλά και πως το ντοκιμαντέρ τους διέγειρε πολύ περισσότερο.

Τα αποτελέσματα της έρευνας προειδοποιούν πως μια ρομαντική ταινία είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί στην σεξουαλική επιθυμία ενός άντρα. Για την ακρίβεια, μπορεί να τη σκοτώσει.

Αυτή η ουσιαστική διαφορά στις σεξουαλικές προτιμήσεις εκπορεύεται από μια διαδικασία που ονομάζεται «μοντέλο κινήτρου και υποκίνησης». Η βίντεο πορνό ξεκινάει με απλά ερεθίσματα του οργανισμού, τα οποία οδηγούν στην αυξημένη ροή του αίματος. Το επόμενο στάδιο στη διέγερση, είναι η ταύτιση του μυαλού με τις αντιδράσεις του σώματος. Με λίγα λόγια, το μυαλό αντιδρά στην σεξουαλική επιθυμία και συμμετέχει οξύνοντάς τη. Και ακριβώς σε αυτό το σημείο, εντοπίζεται η διαφορά μας με τις γυναίκες.

Για τις γυναίκες, ένα βίντεο πορνό, μπορεί να διεγείρει το σώμα, αλλά δεν είναι ικανό ερέθισμα για τον εγκέφαλο. Αντιθέτως, ο αρσενικός εγκέφαλος ενεργοποιεί τη διαδικασία της διέγερσης από την πρώτη στιγμή της οπτικής επαφής. Εννοείται ότι η συγκεκριμένη έρευνα σε καμμία περίπτωση δεν υποβαθμίζει ή «κατακρίνει» τη σεξουαλική επιθυμία των γυναικών - οι γυναίκες αγαπούν το σεξ όσο και οι άντρες. Απλώς, η πληροφόρηση του εγκεφάλου τους απαιτεί διαφορετική (και σίγουρα πιο περίπλοκη) μεθοδολογία.

Κατά τ' άλλα, η έρευνα δεν έδωσε μόνο απαντήσεις. Γέννησε κι ένα σουρεαλιστικό αλλά φλέγον ερώτημα: μήπως - τελικά - να το ρίξουμε στα ντοκιμαντέρ;

ΠΗΓΗ:

Monday, 14 February 2022

When we see ourselves as mere mortal animals, creative pursuits may help to assuage a fear of death




By Emma Young

How similar do you think humans are to other animals? The answer might reveal more than you think: according to new research, people who perceive themselves as being more similar to other animals are more likely to care about being creative, and to engage with the arts. Why? It’s all to do with how we manage death anxiety, argue Uri Lifshin at Reichman University, Israel, and colleagues, in Personality and Social Psychology Bulletin.

We all know that at some point, sooner or later, we are going to die. It’s not exactly an uplifting thought. According to Terror Management Theory, to assuage death anxiety, we created cultural belief systems that allow us to see ourselves as more than mortal animals. Belief in an afterlife and a strong identification with one’s national culture are two such systems. But there are also other ways to get a sense of immortality: by becoming famous, say, or via creative pursuits, which might leave a lasting mark.

To explore individual differences in feeling that people are more than mortal animals, the team used a four-item “perceived similarity of the self to animals” (PSSA) scale. (Participants had to rate “how similar you think you are to other animals”, for example.) And in an initial study on almost 900 American students, they found a correlation between higher PSSA scores and scores on other measures, including being less invested in national identity and feeling that “being creative” was important. Another study on a broader range of American adults found a link between higher PSSA scores and greater engagement with and enjoyment of the arts.

In a subsequent online experiment on 189 Jewish Israeli participants, one group was asked to reflect on their own death, while a control group was asked to think about experiences of physical pain instead. The researchers found that among those with relatively high PSSA scores, those who got the death reminder reported caring more about being creative (about “thinking outside the box”, for example) than those in the control group. They interpret this as supporting the idea that people who think they are more similar to other animals are more motivated to use creativity as a way to manage their death anxiety. I have to note, though, that within the control group, people with low PSSA scores actually reported caring more about creativity than those with higher PSSA scores — contrary to the team’s expectations. And indeed, other results from some further studies were mixed, too.

The researchers maintain that data from their total of six studies support the idea that seeing ourselves as similar to other animals is directly linked with death anxiety and the pursuit of creativity. This link can’t be explained by other variables including religiosity, personality factors, belief in human evolution and political orientation.

However, statistical trends and marginally significant results do feature pretty heavily in their paper. And in one study, people with higher PSSA scores also scored higher on the personality trait of Openness. More open people are more interested in the arts (among other things), more creative and less conventional — so less likely to adopt a nationalistic or religious belief system. Are high PSSA scores just tapping into Openness, then?

The team thinks that people’s perceived similarity to animals is important in and of itself. “Our findings suggest that PSSA may be an important factor in understanding investment in creativity,” they write. But while it’s an interesting idea, it’s also one that certainly needs more work.


SOURCE:

Thursday, 10 February 2022

Offenders feel like victims when their victims don’t forgive them



By Emily Reynolds

Forgiveness is not always easy. Forgiving someone who has wronged you can lead to a decreased likelihood of repeat offending and increased likelihood that the perpetrator will engage in conciliatory behaviour — just some of the reasons restorative justice has become more popular. But victims of transgressions often find it hard to move on.

A study published in Personality and Social Psychology Bulletin looks at what happens when victims don’t forgive and forget — and specifically how this makes offenders feel. The team finds that, if not offered forgiveness, those who have committed transgressions end up feeling like victims too.

In the first study, Michael Thai from The University of Queensland and colleagues asked participants to recall a situation in which they had wronged somebody and had subsequently given a sincere apology. Half of the participants were asked to recall a situation in which they were forgiven, and the other half a situation in which they weren’t.

All participants described the situation in writing, before indicating how much their victim’s response constituted a violation of norms; how much it threatened their sense of power, control, and dignity; how much they felt like a victim in the situation; how much they regretted their apology; and how willing they were to reconcile with the person to whom they had given the apology.

Those who were not forgiven saw the victim’s response as a greater violation of norms than those who had been forgiven. They also saw this response as a greater threat to their sense of power. As a result, these participants also felt more like victims themselves than those who had been forgiven, and this made them less willing to reconcile and to feel more regret about making the apology.

This pattern of results was replicated in a second study. This time, participants read a scenario in which they had let down a fellow student and had to write a letter of apology, receiving either a response that expressed forgiveness or was non-forgiving.

The third study looked at neutral or ambiguous responses alongside forgiveness and non-forgiveness. As in study two, participants were asked to imagine that they had wronged somebody and wrote a message to this person to apologise. Some participants received a reply forgiving them; some not forgiving them; and some containing a more ambivalent statement where forgiveness was not clear.

Non-forgiveness, again, was more likely to be seen as a violation of norms, reduced the likelihood of reconciliation, impacted on power and control, and made participants feel like victims, compared to both a forgiving response and a more ambiguous one. Those who saw ambiguous replies did not feel like victims and did not see any norm violation compared to those who were forgiven, suggesting that a lack of forgiveness isn’t quite the same as explicitly refusing to forgive someone. However, people who read an ambiguous reply did still feel less power and control. The team suggests that an apology “puts power back in the hands of victims” — they can choose whether to forgive or bear a grudge, representing a loss of control for offenders that is only regained once forgiveness has been granted overtly.

So, overall, not being forgiven for a transgression was seen as a violation of norms, a threat to power and control, leading to a sense of oneself as the victim of the situation. This also led to poorer outcomes — a smaller likelihood of reconciliation, for example. This could be useful information when considering restorative or transformative justice — if a victim is unlikely to forgive a perpetrator, then the process may not work as hoped, or other strategies may need to be exercised to mitigate chances of non-reconciliation.

The team points to previous research that suggests victims are often socially pressured into accepting apologies; future work could look at the motivations behind non-forgiveness. Non-forgiveness presumably has a relationship to severity of transgression — if someone’s forgotten to text you back and you don’t forgive them, there’s probably more at play than not forgiving someone for greater wrongdoing. There are also more nuanced examples of victim-transgressor relationships: dynamics where both parties have, across the course of their relationship, played both roles. These, too, are worth exploring.


SOURCE:

Monday, 7 February 2022

Feelings of awe may motivate us to become our “authentic” selves



By Emma Young

Awe has to be one of the hottest emotions in psychological research. Here at the Digest, we’ve covered all kinds of recent work on everything from the benefits of awe walks to the mixed emotion of threat-awe. Now a new paper argues that awe “awakens self-transcendence”, helping people to get closer to their true, “authentic” self.

Awe is often defined as the feeling you get when you’re in the presence of something vast that challenges your view of the world, and your place in it. The “authentic self” is who you truly are — taking into account your goals, aspirations and values.

Tonglin Jiang at Peking University and Constantine Sedikides report no fewer than 14 studies on a total of more than 4,400 people in the Journal of Personality and Social Psychology: Interpersonal Relations and Group Processes. In early studies, they found that a person’s level of predisposition to feeling awe (to “feeling wonder” almost every day, for example) was linked to how much they wanted to get closer to their authentic self. This was assessed using a scale that measured “authentic-self pursuit”.

In another study, the pair tried encouraging feelings of awe in some of their participants, by using images of the Northern Lights, for example, as well as by getting them to remember times in their lives when they perceived vastness and adjusted their worldview as a result. They found that people in this group had higher scores on the authentic-self pursuit scale than a control group who had seen scenes of daily life. They interpret this as suggesting that the experience of awe encourages a desire to get closer to the authentic self.

Jiang and Sedikides then explored potential links with self-transcendence — feeling an expansion or dissolution of the hard boundary of the self, and a sense of unity with the wider world; this can have spiritual connotations, though it does not have to. In studies on Chinese and also American participants, the pair found that people with higher dispositional awe also had greater self-transcendence scores — and this helped to explain why these people showed a stronger pursuit of the authentic self. (This was especially true for the Chinese participants, they note.)

In their final set of studies, the researchers found that, as before, feelings of awe were linked to higher authentic-self pursuit scores, but also that these scores were in turn linked to stronger pro-social feelings. These were assessed using a scale that asked participants about feelings of wanting to take care of people in need, for example.

Earlier research has linked feeling awe to all kinds of benefits, both for the individual person, and society — such as greater wellbeing and reduced daily stress, as well as increased compassion, gratitude and love. Based on their new findings, “self-transcendence or self-transcendence followed by authentic-self pursuit may be the underlying mechanisms,” Jiang and Sedikides write.

They also reference recent work finding that not all types of awe are positive, however. It’s possible that threat-awe works differently — and wouldn’t encourage self-transcendence and more prosocial feelings.

A lot of this new work is suggestive, rather than conclusive, it has to be said. But if positive types of awe do motivate people to be more in touch with who they “are” — with all the benefits that brings — this would fit with an endeavour that had become a cliché even by the time I was a student. People who take gap years or sabbaticals to “find themselves” are likely to find themselves the butt of some ribbing… but if that travel gives them awe-inspiring experiences, then this work suggests that it really could bring them closer to their true selves.

SOURCE:

Tuesday, 1 February 2022

Conversations with strangers remain enjoyable for much longer than we expect




By Emma Young

For such a social species, we are surprisingly bad at judging conversations. Now a new misapprehension can be added to the list: even after striking up a conversation with a stranger, we underestimate how much we’ll continue to enjoy it. There are potentially important implications, point out Michael Kardas at Northwestern University and colleagues: if we mistakenly avoid longer conversations, we could miss out not just on the chance to connect with someone, but even to gain a new friend.

In the Journal of Personality and Social Psychology, Interpersonal Relations and Group Processes, the team reports on five studies involving a total of more than 1,000 participants and almost 1,000 spoken conversations, conducted face-to-face or via private video conferencing. In one study, the team asked pairs of strangers to chat face-to-face for a few minutes and rate their enjoyment of the conversation so far — and predict how much they’d enjoy further conversations with their partner. The researchers found that even though the participants enjoyed the initial conversation, they consistently underestimated how much they’d enjoy continuing to chat, with their actual enjoyment often remaining high in subsequent conversations. Their responses to a questionnaire suggested that this was because they didn’t appreciate how much they’d actually have to talk about. Or, as the researchers put it, “Conversation remained replete with material for longer than participants imagined.” Another study also found that people expected to become tired of conversing more quickly than they actually did.

The team did find an intervention that helped, however. Participants who were asked, after five minutes of chat, to think about and note down some topics for further conversations were less likely to underestimate their actual enjoyment of those sessions.

In the final study, the team found that when people got to choose the conversation duration that they thought they’d enjoy most, they were often wrong. Those who didn’t get to follow their preferred duration, but were instructed to keep talking to their partner for a full 25 minutes, reported greater enjoyment than those who’d been allowed to go for their own chosen shorter durations. The participants had been told that if they opted for a shorter chat, they’d have to then sit in silence, without other distractions, for the rest of the 25 minutes — something that other studies have found that many people really dislike. Those who chose short conversations apparently didn’t appreciate that further conversation would actually be better for their wellbeing.

Sometimes, we do have to make a choice in the real world between talking to a stranger and keeping to ourselves. Public transport is an obvious setting for this. Rarely do we have no alternative source of entertainment, however. Perhaps if those who’d said they preferred a short conversation had been given access to their phone after chatting, they would have enjoyed the 25 minutes more overall than those who had to keep talking.

It’s also worth noting that if the team did gather personality data, it wasn’t reported in this paper. Perhaps extraverts are better at judging their likely enjoyment of a longer conversation with a stranger. Perhaps introverts enjoy longer conversations less. However, some of the earlier work on conversation has found that talking to strangers makes not only extraverts but also introverts feel better, so perhaps this isn’t the case. Only further research will tell.

For now, though, “The current findings mark one of the first attempts to unpack the time course of enjoyment in conversation,” the team writes. And while we tend to think that conversations with strangers will quickly grow dull, if, as these studies suggest, this isn’t the case, there are immediate practical lessons.

Still, not all the participants who expected to enjoy a conversation less and less were wrong. And earlier work has found that conversations rarely end when we’d like them to. So if you’re thinking that you might take these new findings to heart, and throw yourself into longer conversations with strangers, but are worried about how to get out of them, if necessary, you might also bear in mind tips on how to cut a conversation short.

SOURCE: