Saturday, 24 April 2021

Η σημασία της ευγνωμοσύνης στη ζωή μας



Πολλοί από εμάς εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας λέγοντας «ευχαριστώ» σε κάποιον που μας βοήθησε ή μας έδωσε κάτι που επιθυμούσαμε. Σύμφωνα με την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ ως ευγνωμοσύνη ορίζεται «η εκτίμηση για το τι έρχεται στη ζωή ενός ατόμου ανεξάρτητα αν πρόκειται για κάτι απτό ή όχι. Μέσα από την ευγνωμοσύνη, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν το καλό που υπάρχει στη ζωή τους. Ως εκ τούτου, η ευγνωμοσύνη βοηθά τους ανθρώπους να συνδεθούν με κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους ως άτομα, είτε πρόκειται για άλλους ανθρώπους, τη φύση ή μια ανώτερη δύναμη, όπως είναι η έννοια του Θεού».

Σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα το αίσθημα της ευγνωμοσύνης αποτελείται από δύο βασικά στάδια συνειδητοποίησης:
Πρώτα έρχεται η αναγνώριση των «καλών» πραγμάτων στη ζωή μας. Όντας ευγνώμονες για όσα έχουμε, λιγότερα ή περισσότερα, λέμε ναι στη ζωή και ενισχύουμε την αίσθηση ότι η καθημερινότητά μας αποτελείται και από στοιχεία που αξίζουν και μας γεμίζουν ουσιαστικά. Η αναγνώριση αυτή μας γεμίζει τόσο ως προς την ικανοποίηση που προσφέρει η ύπαρξή τους στη ζωή μας όσο και από την αίσθηση εκπλήρωσης της προσπάθειάς μας να τα φέρουμε πιο κοντά μας.
Στη συνέχεια, μέσα από την αναγνώριση των πραγμάτων για τα οποία αισθάνεται ευγνωμοσύνη το άτομο αντιλαμβάνεται ότι ορισμένα από τα «καλά» πράγματα στη ζωή του προέρχονται από άλλες παραμέτρους εκτός του εαυτού του. Η σημασία του σταδίου αυτού έγκειται στο ότι το άτομο μπαίνει στη διαδικασία να αναγνωρίσει από που προήλθε το καλό στη ζωή του και ποιον πρέπει να ευχαριστήσει έξω από τον εαυτό του.

Ας δούμε όμως ορισμένα από τα οφέλη της ευγνωμοσύνης για το άτομο που την αναγνωρίζει, την βιώνει και την εκφράζει:
Βοηθά το άτομο να συγκεντρώνεται στο παρόν, μέσα από την αναζήτηση και αναγνώριση των πραγμάτων που υπάρχουν στη ζωή του, τα οποία σταματά να εκλαμβάνει ως κάτι δεδομένο που δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Μπορεί να πρόκειται για τη συντροφιά ενός ανθρώπου ή ενός ζώου, την καλή βιολογική υγεία του ατόμου, την ύπαρξη καλών συνθηκών διαβίωσης ή ακόμα και για το πιάτο φαΐ που έχει μπροστά του.
Έχει τη δύναμη να βελτιώνει άμεσα τη διάθεσή μας, ακόμα και όταν βρισκόμαστε σε μια δύσκολη μέρα απαιτητική για τις συναισθηματικές μας αντοχές. Είναι γεγονός που έχει καταγραφεί και ερευνητικά, εξάλλου, ότι η αναγνώριση των πραγμάτων για τα οποία είμαστε ευγνώμονες στη ζωή μας, μας προκαλεί θετικά συναισθήματα.
Βελτιώνει την ποιότητα της ζωής μας. Από την ψυχική υγεία και την ευεξία, μέχρι τη συναισθηματική μας σταθερότητα, την ψυχική ανθεκτικότητα και τη σωματική μας υγεία, η συνολική μας λειτουργικότητα επηρεάζεται άμεσα από την έμφυτη ικανότητά μας να νιώθουμε ευγνώμονες για ορισμένα πράγματα στη ζωή μας.

Μην ξεχνάτε, λοιπόν, να είστε ευγνώμονες στο κάθε μέρα της ζωής σας για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα καλά που μπορείτε να αναγνωρίσετε ως θετικά στην καθημερινότητά σας. Είναι εύκολο να ξεχάσουμε όλα τα πράγματα που μας έχουν δοθεί όταν αισθανόμαστε απαισιόδοξοι, μελαγχολικοί ή απογοητευμένοι. Ωστόσο, αν είμαστε ευγνώμονες, μπορούμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια πιο λειτουργική προοπτική και να εκτιμήσουμε τη ζωή που έχουμε τώρα, φτιάχνοντας τα σχέδιά μας για το αύριο που ξημερώνει…




Βασιλειάδης Ηλίας
M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
Ψυχολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης ΙΨΣΥ

ΠΗΓΗ:

Thursday, 22 April 2021

Γιατί κάποιες φορές νιώθουμε να έχουμε βαλτώσει;




Μερικές φορές χάνουμε κάθε κίνητρο ή σαμποτάρουμε τον εαυτό μας όταν τα πράγματα πάνε καλά. Πέφτουμε σε τέλμα. Αυτές οι καταστάσεις συνδέονται με τις εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας και η ψυχοθεραπεία μπορεί να μας βοηθήσει να τις ξεπεράσουμε.

Πολλοί άνθρωποι μπορεί να νιώθουν κολλημένοι σε έναν αρνητικό τρόπο σκέψης, είτε πρόκειται για τις σχέσεις, τη δουλειά ή κάποια άλλη πτυχή της ζωής τους. Είναι δύσκολο να βρουν τρόπο να απαλλαγούν από τη στενοχώρια που τους κυριεύει. Μπορεί να θέλουν να προχωρήσουν στη ζωή, αλλά κάτι τους εμποδίζει και τους κάνει να νιώθουν ότι έχουν κολλήσει. Ένα μέρος τους θέλει να απελευθερωθεί, αλλά ένα άλλο τους τραβά πάλι πίσω, κάνοντάς τους να νιώθουν στάσιμοι και παγιδευμένοι.

Για παράδειγμα, μπορεί να θέλουμε να αφήσουμε τη δουλειά μας, αλλά μην μπορούμε να κάνουμε το βήμα και να βρούμε μια άλλη που να μας ταιριάζει καλύτερα. Μπορεί να είμαστε σε μια καταστροφική σχέση, αλλά να δυσκολευόμαστε να την αφήσουμε και να προχωρήσουμε. Μπορεί να είμαστε κολλημένοι σε εθιστικές συμπεριφορές, όπως αλκοόλ, τζόγο κτλ.

Παρά την αίσθηση ότι είμαστε εγκλωβισμένοι, έχουμε την τάση να προβάλλουμε αντίσταση σε νέες εμπειρίες και αλλαγές που θα μας κάνουν να δούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Αυτό προκαλεί συναισθήματα πικρίας και απογοήτευσης προς τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Μπορεί να νιώθουμε θλίψη, απελπισία και παράλυση.

Η αίσθηση ότι είμαστε κολλημένοι μπορεί να συνδέεται με τον φόβο της επιτυχίας και τον επακόλουθο φόβο της αποτυχίας, τον φόβο της απόρριψης και πάνω απ’ όλα με τον φόβο της απώλειας και της εγκατάλειψης. Ίσως η αίσθηση ότι έχουμε κολλήσει είναι πιο βολική από το να προχωρήσουμε προς μια αλλαγή που μπορεί να είναι δύσκολη για μας. Έτσι, όταν πρόκειται να κάνουμε αλλαγές, παγώνουμε.

Πώς οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας συμβάλλουν στην αίσθηση ότι έχουμε κολλήσει;

Οι άνθρωποι που νιώθουν ότι έχουν βαλτώσει και που ασυνείδητα αντιστέκονται στην αλλαγή ή την εξέλιξη τείνουν να έχουν κοινό υπόβαθρο. Έχουν μεγαλώσει σε οικογένειες όπου τα συναισθήματά τους συχνά παραμελούνταν.

Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους: κάποιοι γονείς δυσκολεύονται να δώσουν προσοχή στα συναισθήματα του παιδιού τους, κάποιοι χρειάζονται το παιδί να φροντίσει συναισθηματικά τους ίδιους, κάποιοι θέλουν το παιδί τους να γίνει αυτό που θέλουν εκείνοι, κάποιοι είναι συναισθηματικά απόντες, κάποιοι είναι εκφοβιστικοί.

Ό,τι και να συνέβη στην οικογένειά τους, ένιωσαν είτε ότι έπρεπε να συμμορφωθούν με τον τρόπο ζωής των γονιών τους είτε ότι βρίσκονταν υπό την απειλή εγκατάλειψης.

Σε ένα ασυνείδητο επίπεδο, αυτά τα παιδιά νιώθουν απογοητευμένα και εγκαταλελειμμένα. Ως ενήλικοι, συνειδητά επιθυμούν περισσότερα από τη ζωή και θέλουν να βελτιωθούν και να προοδεύσουν. Ωστόσο, σε ασυνείδητο επίπεδο βαλτώνουν, γιατί έχουν πειστεί ότι οτιδήποτε καλό, όπως μια επιτυχία ή μια καλή σχέση, θα οδηγήσει σε αποτυχία και απογοήτευση.

Επομένως είναι καλύτερα να μείνουν κολλημένοι και να υποφέρουν από το άγχος και την απόγνωση που αυτό συνεπάγεται από το να προσπαθήσουν να βελτιωθούν ή να καταφέρουν κάτι καλό και μετά να αποτύχουν και να νιώσουν απογοήτευση.

Ο φόβος της επιτυχίας έχει διάφορες αιτίες:

1. Ασυνείδητη ενοχή

Ο Τομ έμοιαζε να τα πηγαίνει πολύ καλά στη δουλειά του και μπορούσε να πάρει προαγωγή και να ακολουθήσει επιτυχημένη καριέρα. Ωστόσο, ξαφνικά ένιωσε ότι κάτι είχε κολλήσει και όλα άρχισαν να καταρρέουν. Έχασε το κίνητρό του, ένιωθε καταθλιμμένος και παραλυμένος και έφτασε σε σημείο σχεδόν να χάσει τη δουλειά του. Μετά την ανάλυση του παρελθόντος του, αποκαλύφθηκε ότι ο Τομ είχε έναν πατέρα με κατάθλιψη που ένιωθε στάσιμος και ανεπαρκής, και δεν μπορούσε να νιώσει ικανοποίηση με τον εαυτό του.

Ίσως πρόβαλλε τα δικά του συναισθήματα ανεπάρκειας στον γιο του, μην πιστεύοντας ότι θα επιτύχει ή ίσως μη θέλοντας να επιτύχει. Ο Τομ μεγάλωσε με ένα διαρκές κρυφό συναίσθημα ενοχής ότι αν ποτέ είχε επιτυχία, θα πρόδιδε τον πατέρα του.
2. Φόβος απώλειας, εγκατάλειψης ή τιμωρίας

Μερικοί άνθρωποι που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να επιτύχει μπορεί ασυνείδητα να φοβούνται την απόρριψη και την εγκατάλειψη από αγαπημένα πρόσωπα. Είναι επικίνδυνο να φαίνεσαι άπληστος καθώς αυτό μπορεί να κάνει τους άλλους να ζηλέψουν και αυτό να οδηγήσει σε απόρριψη και απομόνωση.
Μπορεί η ψυχοθεραπεία να μας βοηθήσει να ξεκολλήσουμε;

Οι άνθρωποι συνήθως παραμένουν «παγωμένοι» εκτός κι αν συνειδητοποιήσουν ότι αυτό πάει ενάντια στα συμφέροντά τους. Εκείνοι που αναζητούν θεραπεία έχουν την υποψία ότι μπορεί οι ίδιοι να παίζουν κάποιο ρόλο στην κατάστασή τους. Η θεραπεία μπορεί να τους βοηθήσει να αναλύσουν εμπειρίες της παιδικής τους ηλικίας και συγκρούσεις που μπορεί να οδήγησαν στο άγχος και στη στασιμότητά τους.

Είναι ο ρόλος του θεραπευτή να παρατηρήσει και να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να καταλάβει πώς υπονομεύει ασυνείδητα τη θεραπεία του και την αφήνει νωρίτερα από το αναμενόμενο. Ο θεραπευόμενος μπορεί να επιλέξει να φύγει γιατί είναι επώδυνο να αντιμετωπίσει δύσκολα συναισθήματα ή επειδή μπορεί η θεραπεία να οδηγήσει σε κάτι καλό το οποίο να φοβάται.


Απόδοση: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxikis-ygeias/proagogi-psyxikis-ygeias/prosopiki-anaptyksi/10493-giati-kapoies-fores-niothoume-na-exoume-valtosei.html(22.4.21)





Wednesday, 21 April 2021

Describing Groups To Children Using Generic Language Can Accidentally Teach Them Social Stereotypes




By Matthew Warren

When we talk to children about the characteristics of boys and girls, our word choice and syntax can profoundly shape what they take away from the conversation. Even attempts to dispel stereotypes can backfire: as we recently reported, telling kids that girls are “as good as” boys at maths can actually leave them believing that boys are naturally better at the subject and that girls have to work harder.

Other work has shown that “generic” language can also perpetuate stereotypes: saying that boys “like to play football”, for instance, can make children believe that all boys like to play football, or that liking football is a fundamental part of being a boy.

Now a study in Psychological Science shows that when kids hear this kind of generic language, they don’t just make assumptions about the group that is mentioned — they also make inferences about unmentioned groups. That is, if children hear that boys like to play football, they might deduce that girls do not.

To examine these kinds of inferences, Kelsey Moty and Marjorie Rhodes from New York University first asked 287 kids aged 4 to 6 to watch a video about a town that is home to two groups of people: “zarpies” and “gorps”. First, a narrator introduced these groups, outlining a few of their characteristics (zarpies, for instance, “like to climb tall fences”, while gorps “like to draw stars on their knees”).

The kids then saw more zarpies and gorps, while hearing either generic or specific statements about them. A generic statement, for instance, would be “zarpies are good at baking pizza”, while a specific statement would be “this zarpie is good at baking pizza”.

Finally, the participants saw another zarpie and another gorp, and were asked whether each of these were good at baking pizza (or whatever activity the statement had been about).

Consistent with past work, kids who had heard the generic statement were more likely than those who had heard the specific statement to infer that the new zarpie was good at baking pizza. But these participants were also more likely to infer that the new gorp was not good at baking pizza. That is, generic language seemed to lead the children to make assumptions even about members of the unmentioned group.

Interestingly, these inferences were made by kids as young as 4-and-a-half. And as the children got older, the more likely they were to make them: almost all 7-year-olds who had heard the generic statement said that the new zarpie was good at baking pizza and that the new gorp was not good at baking pizza (a group of adults also made near unanimous judgements along these lines).

Could it simply be that the children had been shown two apparently contrasting groups, so just assume that a gorp must be the opposite of a zarpie in all ways? A later study suggests that this isn’t the case. In this experiment, the video was presented either by a knowledgeable narrator who lived in the neighbourhood, or an unknowledgeable one who was visiting for the first time. The children again made inferences about the unmentioned group based on generic statements — but only when the speaker was knowledgeable. This suggests that children actually reason about what a speaker knows and what information they intend to convey, in order to make their inferences.

Overall, then the work suggests that children (like adults) do make inferences about unmentioned categories when they hear generic statements — particularly if they think that the speaker knows what they’re talking about. So it’s easy to see how generic language could inadvertently perpetuate gender stereotypes.

Of course, the researchers didn’t explicitly test the kids’ beliefs about boys and girls: they used the fictional groups of zarpies and gorps instead, precisely so the kids wouldn’t be influenced by existing stereotypes. But it would still be interesting to know whether children make similar inferences about boys and girls — perhaps researchers could try and minimise the influence of existing stereotypes by using fictional activities instead (for instance, if kids were told that girls were good at “plarping”, what would they think about a boy’s plarping skills?). Still, the study provides yet another striking example of how the way we speak to children shapes their beliefs about social groups.

SOURCE:

Thursday, 15 April 2021

The Medical Self: why doctors make bad patients


Professor Dame Clare Gerada explores the reasons why doctors find it so hard to seek help when needed.

For the last decade, I have been caring for mentally ill doctors. Some have referred to me as a ‘doctors-doctor’. Over this time nearly 14,000 individuals have self-presented, with numbers increasing during the Covid pandemic what has puzzled me, is why, given their many protective factors, doctors have high rates of mental illness, but more so, why they find it so difficult to seek care when unwell (often only presenting late, in a crisis or after a drink-drive offence) (Brooks et al., 2011).

The jobs doctors do; the high intensity of work, the closeness to suffering and the expectations for perfection, can sap resilience and increase rates of burn out, anxiety and depression. In addition, individuals are chosen for traits which outwardly make for good doctors (perfectionism, altruism, obsessional) but when pushed, can predispose to mental illness. However, whilst these factors might explain high rates, they do not explain the reluctance to seek help. To understand this, I am been drawn to the literature on identity (Elias & Scotson, 2008) (Cruess et al., 2014), especially professional identity (Jarvis-Selinger et al., 2012), a popular theme for study for decades and defined in different ways in different discourses.

Most theories propose, in one way or another, that individuals proceed through life continuously organising their experiences into a meaningful whole that incorporates their personal, private, public and professional ‘selves’ (Goffman, 1990). Of course, doctors, like everyone else, have conflicting identities for different times and contexts; being at work or at home, with family or with patients, being a carer or being a patient. But for doctors, their professional self is particularly ingrained due to their vocation, long training and the elevated status of the ‘healer’ which has historic roots dating back to antiquity.

These all contribute to the personal (the ‘I’) and the group identity (the ‘We’) becoming merged to create the medical self’ (Wessely & Gerada, 2013). A doctor is something you are, not something that you do. I can no more take the doctor out of myself than an artist can cast off their creativity; the two are inextricably linked. Part of this identity, moulded during medical school and beyond, dictates that it is patients who become unwell, and we, doctors wear magic white coats which protect us. Clearly, this cannot be true but does explain why as a group, doctors find it so hard to adopt the patient role.
Recording of the talk



Having first trained in psychiatry at the Maudsley Hospital, Professor Dame Clare Gerada followed her father’s footsteps and became a general practitioner, working in her practice in South London for thirty years. Over this time, alongside her clinical practice, she has held a number of national leadership positions including in 2010, Chair of the Royal College of General Practitioners, only the second women in its 55-year history to hold this position. She has led the way in reforming how drug users are managed in general practice and was awarded an MBE for her services to medicine and substance misuse in the 2000 Birthday honours. Since then she has led the way in developing services for doctors and dentists with mental health problems, establishing and leading NHS Practitioner Health since 2008. This has been, not only a world first, but massively impactful, particularly on young doctors and consequently on the patients they look after and the teams in which they work.

The service was awarded Outstanding by CQC rating in March 2019. Currently, Dame Clare not only still leads NHS Practitioner Health but has, in 2020 established a service for problem gamblers; Chairs the newly formed registered charity, Doctors in Distress, is now co-chair of the NHS Assembly and was made a Dame in the queen’s birthday honours, making her the first Maltese person to ever be knighted. She is a highly respected NHS professional, whose views are listened to by NHS professionals and patients alike.

Professor Dame Clare Gerada has also published ‘Beneath the White Coat Doctors, Their Minds and Mental Health‘, published by Routledge. Royalties from the book are being donated to Doctors in Distress.

The Medical Self: why doctors make bad patients was presented as part of the Tavistock Institute’s Food For Thought series.


SOURCE:

Wednesday, 14 April 2021

People Who Identify With Humanity As A Whole Are More Likely To Say They’d Follow Pandemic Guidelines And Help Others






By Emily Reynolds

The ever-changing public health measures rolled out during the coronavirus pandemic haven’t always been crystal clear. But several instructions have remained the same throughout: wear a mask, wash your hands, and stay two metres apart.

Despite the strength and frequency of this messaging, however, the public hasn’t always complied. Though the exact reason for this non-compliance is clearly complex, researchers from the University of Washington have proposed one factor that could influence people’s behaviour: the extent to which they identify with other human beings. Writing in PLOS One, they suggest that a connection with and moral commitment to other humans may be linked to greater willingness to follow COVID-related guidelines.

Participants were 2537 adults from across the world, based in countries in North and South America, Europe and Asia. First, they were asked how likely they were to comply with the health behaviours recommended by the World Health Organization (WHO) at the start of 2020, when the pandemic begun to spread across the world. The four key behaviours the WHO recommended were thoroughly washing hands, covering the mouth when coughing or sneezing, social distancing, and not touching the face.

They were then asked how likely they were to engage in four prosocial behaviours: donating masks to a hospital, picking up someone with COVID-19 from the side of the road, going grocery shopping for a family that needed food despite stay-at-home guidelines, and calling an ambulance for someone afflicted with the virus.

Participants then indicated how strict their country or area’s lockdown was at the time, how available tests were in their area, and how much they perceived themselves at personal risk of contracting the virus. They also reported how much they identified with their own community and their own nation, and finally how much they identified with all humanity (e.g. responding to statements like “how much do you believe in being loyal to all humanity?”).

Those who identified more strongly with all of humanity were significantly more likely to say they’d engage both in prosocial behaviours, such as donating masks and going grocery shopping for others, and in the WHO health behaviours designed to stop the spread of the virus. Other factors also had an impact on prosocial behaviours — identification with one’s community was strongly linked with several outcomes, for instance. But identification with all of humanity was the only variable that significantly predicted all five outcomes, and had a much larger effect than any of the other variables.

The results are positive news for those who reject nationalism — participants who identified more closely both with their own community and humanity as a whole were more likely to engage in prosocial and health behaviours than those who strongly identified with their nation alone. As the team puts it, the strongest prosocial behaviour is seen in those who feel connected to “the larger family of humanity” than to a specific nation.

But how, exactly, does identification with humanity develop? Further research could look at the genesis of such ideas, as well as looking at a wider demographic sample (72% of this sample were university educated, for example). Ascertaining whether certain personality types or traits are linked to such beliefs could also be illuminating.

It’s also unclear how far these findings go in explaining not just non-compliance but outright rejection of guidelines. Finding out what makes anti-lockdown groups tick may also be necessary when it comes to increasing uptake of public health measures.

SOURCE:



Thursday, 8 April 2021

When People Hold Morally-Based Attitudes, Two-Sided Messages Can Encourage Them To Consider Opposing Viewpoints




By Emma Young

Where do you stand on pheasant shooting? Or single-religion schools? Or abortion? However you feel, your attitudes probably have a strong moral basis. This makes them especially resistant to change. And since anyone who holds an opposing view, based on their own moral stance, is unlikely to be easily swayed by your arguments, these kinds of disputes tend to lead to blow-outs within families and workplaces, as well, of course, as online.

So, anything that can encourage people to be more open to at least thinking about an alternative point of view could be helpful, reasoned Mengran Xu and Richard E. Petty at The Ohio State University, US. And in a new paper in Personality and Social Psychology Bulletin, they reveal a potentially promising method for doing just this.

In the first pair of studies, the researchers looked at how various messages about gun control and freedom of speech for Nazis went down with a total of 375 US-based participants. The participants first reported on their attitudes to these topics, and the extent to which those attitudes had a moral basis. Then, those who felt that Nazis should not be allowed to speak in US high schools read a statement that concluded with the argument that, in fact, they should be allowed to. There were two variations, however: this conclusion was preceded either with strong arguments in its favour (a one-sided message), or with these arguments plus an acknowledgement that some people might find this “too much” for high school students (a two-sided message). A similar procedure was used with those who’d initially reported support for gun control.

Next, the participants used a simple scale to indicate how open they were to reconsidering their position. The researchers’ analysis revealed that as the moral basis of a participant’s attitudes increased, their openness to the opposing view decreased. However, for those who’d read the two-sided message, this effect disappeared: that is, morally-based attitudes no longer seemed to make people less open to opposing views.

A follow-up study found that when a two-sided argument did not really respect the opposing argument, in that it offered only weak counter-arguments — such as claiming that gun ownership is bad because guns make upsetting loud noises — this was no more effective at influencing the participants than single-sided messages.

A final study attempted to get closer to examining people’s actual behaviour. The participants in this study had all reported being unsupportive of the idea that masks should always be worn outside during the Covid-19 pandemic. The team found that a two-sided message had a bigger impact than a one-sided message on the participants’ reported openness towards more mask-wearing, and on their reported intention to wear masks more often.

With respect to the findings overall, the researchers write, “the relative benefit of a two-sided message over a one-sided communication is enhanced as the attitude’s moral basis increases.”

Conflict and misunderstanding between people with different views does seem to have grown worse in recent decades, they add. This work suggests that one way to tackle this — and to advance your or your organisation’s point of view on a topic with a strong moral underpinning — is to clearly respect the reasons for an alternative viewpoint at the same time as advocating your own position. This is hardly a radical argument. But given the often vitriolic debates that develop around morally based attitudes, it’s surely worth bearing in mind.

SOURCE:

Saturday, 3 April 2021

Εικονικός κόσμος, κίνδυνοι και ψευδαισθήσεις.

Ντοκιμαντέρ στο Netflix: Social Dilemma.

Εικονικός κόσμος, κίνδυνοι και ψευδαισθήσεις.

Ταινία για την εικονική πραγματικότητα


Ταινία για την εικονική πραγματικότητα, τη μοναξιά και την ψευδαίσθηση της φυσιολογικότητας. 

'Her' 


https://www.youtube.com/watch?v=ne6p6MfLBxc

Thursday, 1 April 2021

Η σωματική τιμωρία οδηγεί σε προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά και όχι η κληρονομικότη





Πρόσφατη έρευνα σε δίδυμα παιδιά, δείχνει ότι η αυταρχική ανατροφή συνδέεται με περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά.

Οι τιμωρητικές πρακτικές ανατροφής, και όχι η κληρονομικότητα, συνδέονται με υψηλότερα επίπεδα προβλημάτων συμπεριφοράς στα παιδιά, σύμφωνα με νέα μελέτη που εξέτασε ζευγάρια διδύμων των οποίων οι γονείς πειθαρχούσαν το κάθε παιδί με διαφορετικό τρόπο. Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Psychological Science τον Μάρτιο του 2021.

Μεταξύ μονοζυγωτικών διδύμων, που έχουν ίδια γονίδια αλλά οι γονείς τους τιμωρούσαν το καθένα διαφορετικά, τα παιδιά που δέχονταν περισσότερες φωνές ή ξυλιές ήταν πιο πιθανό να εμφανίσουν αντικοινωνική συμπεριφορά.

Μελέτες για τις επιπτώσεις της σωματικής τιμωρίας οδήγησαν την Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία να κάνει σύσταση κατά αυτής της πρακτικής και πολλές χώρες να την απαγορεύσουν, δήλωσαν οι ψυχολόγοι ερευνητές. Αυτή είναι η πιο πρόσφατη έρευνα που δείχνει ότι η σκληρή τιμωρία συνδέεται άμεσα με περισσότερα, όχι λιγότερα, προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά.


Δεκάδες ερευνητικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι η χρήση σκληρής τιμωρίας, ειδικά σωματικής τιμωρίας όπως οι ξυλιές, συνδέεται με αυξημένα αρνητικά αποτελέσματα για τα παιδιά, κυρίως με υψηλότερα επίπεδα προβλημάτων συμπεριφοράς.

Η ερευνητική ομάδα ξεκίνησε με σκοπό να εξετάσει το κοινό αντεπιχείρημα ότι η γενετική πρέπει να παίζει κάποιο ρόλο. Με αυτή τη λογική, οι γονείς που έχουν τάση για σκληρή και επιθετική συμπεριφορά θα έχουν παιδιά με πιο προβληματική συμπεριφορά επειδή περνούν γονίδια που σχετίζονται με επιθετικότητα.

Επειδή θα ήταν ανήθικο να πάρουν οικογένειες με παρόμοια γονίδια και τυχαία να βάλουν κάποιες να χτυπούν ή να φωνάζουν στα παιδιά τους, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Μίτσιγκαν Στέιτ, το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν και το Πανεπιστήμιο του Τέξας μελέτησαν δίδυμα παιδιά. Η έρευνα περιλάμβανε 1.030 ζευγάρια διδύμων, συμπεριλαμβανομένων 426 ζευγαριών γενετικά πανομοιότυπων διδύμων, πολλά από τα οποία είχαν γονείς που φέρονταν στο καθένα διαφορετικά.


Οι ερευνητές βρήκαν ότι σε οικογένειες που οι γονείς τιμωρούσαν αυστηρά το ένα από τα δίδυμα αλλά όχι το άλλο υπήρχε μια προβλεπόμενη αύξηση στη μικροπαραβατικότητα και στη σωματική επιθετικότητα του παιδιού που το χτυπούσαν ή του φώναζαν περισσότερο.

Αυτός ο ερευνητικός σχεδιασμός είναι χρήσιμος στην περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων, που έχουν ίδια γονίδια. Έτσι, οι διαφορές που μπορεί να υπάρχουν πρέπει να προέρχονται από το περιβάλλον, δήλωσε η κύρια συγγραφέας Αλεξάντρα Μπερτ, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Μίτσιγκαν Στέιτ.

Δεν βρέθηκαν ευρήματα που να υποστηρίζουν μια γενετική εξήγηση. Οι διαφορές στην τιμωρία που έλαβε το κάθε παιδί προέβλεψαν διαφορές στην αντικοινωνική συμπεριφορά ανάμεσα στα δίδυμα, ακόμα και όταν μοιράζονταν 100% τα ίδια γονίδια.

1. S. Alexandra Burt et al. Twin Differences in Harsh Parenting Predict Youth's Antisocial Behavior, Psychological Science (2021).


Απόδοση: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων


People With Depression Show Hints Of Distorted Thinking In The Language They Use On Social Media




By Emily Reynolds

A key facet of cognitive behavioural therapy is challenging “cognitive distortions”, inaccurate thought patterns that often affect those with depression. Such distortions could include jumping to conclusions, catastrophising, black and white thinking, or self-blame — and can cause sincere distress to those experiencing them.

But how do we track cognitive distortion in those with depression outside of self-reporting? A new study, published in Nature Human Behaviour, explores cognitive distortions online, finding that those with depression have higher levels of distortion in the language they use on social media.

Krishna Bathina from Indiana University Bloomington and colleagues looked at the language of over 6 million tweets from 7,349 Twitter accounts, some who had previously tweeted that they had a diagnosis of depression and some who were randomly selected. The researchers were specifically interested in how often these tweets contained 241 phrases which they considered to be the “building blocks” of various cognitive distortions associated with depression. For instance, the phrase “everyone believes” was taken to be part of the “mindreading” distortion, in which people think that they know what others are thinking. Other cognitive distortions include catastrophising, overgeneralisation, and discounting positive experiences.

Results showed that those who had tweeted about a diagnosis of depression used significantly more of the cognitive distortion phrases than those in the random condition. This was true for nearly all of the 12 cognitive distortion types, except for fortune-telling (predicting a negative outcome), mind reading and catastrophising, which were not significantly different between the two groups. The distortion types that were most prevalent in the depression cohort compared to the control group were personalising (taking things personally) and emotional reasoning (mistaking a feeling for a fact).

This could mean that depression could be tracked via language — particularly online, where people may be more open about what they’re thinking and feeling. The team also suggests that the findings could have an impact on the way cognitive behavioural therapy is actually delivered: how certain types of language are used can reflect specific cognitive distortions and therefore give better insight for targeted, relevant treatment.

But although all data was anonymised, the team acknowledges that scraping data on mental health from users of social platforms throws up tricky ethical issues; some users have expressed serious discomfort at their personal information being used without consent. The team suggests that in the future “automated interventions” for depression could target people using such language on social media — but when so many people use social platforms to express themselves and find a space and community to support them, such interventions may be unwanted.

There are also questions about the self-disclosure of those in the depression condition. Firstly, there was no way for researchers to verify the diagnoses; secondly, there may have been many in the random condition with diagnoses they just never thought or wanted to share. Although jokey tweets were filtered out (e.g. “That Game of Thrones episode has given me a diagnosis of depression”), the language of mental illness is often co-opted or used in an exaggerated fashion — after political defeats, for example. Looking at the subtlety of online communications may also provide different and interesting answers.

SOURCE: