Wednesday, 24 February 2021

«Ώρα για ύπνο»: Μέχρι πότε πρέπει να το λέμε στο παιδί – Πολύ αργότερα από όσο νομίζετε






Ακόμα και οι 18χρονοι χρειάζονται αυστηρό πρόγραμμα ύπνου, καθώς ο ύπνος είναι εξαιρετικά σημαντικός για την ψυχική και σωματική τους ανάπτυξη, προειδοποιούν οι επιστήμονες


Οι γονείς θα πρέπει να ορίζουν αυστηρά την ώρα του ύπνου για τα παιδιά τους έως και την ηλικία των 18 ετών, καθώς ο επαρκής ύπνος κατά τη διάρκεια της εφηβείας είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική και σωματική ανάπτυξη του ατόμου.

Παρόλα αυτά, η ραγδαία ανεξαρτητοποίηση των εφήβων, με τα smartphones και τα βιντεοπαιχνίδια να τους κρατούν ξάγρυπνους μέχρι και αργά το βράδυ, είναι αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «επιδημία του ανεπαρκούς ύπνου στην εφηβεία».


Τα ερευνητικά στοιχεία έχουν δείξει ότι από τη στιγμή που τα παιδιά μπαίνουν στην περίοδο της εφηβείας, οι περισσότεροι γονείς σταματούν να τους λένε πότε να πάνε για ύπνο ή αν πρέπει να περιορίσουν τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών το απόγευμα.

Μια νέα μελέτη, όμως, που δημοσιεύθηκε στο Sleep, υποδεικνύει τώρα ότι η διατήρηση των αυστηρών κανόνων στον ύπνο ακόμα και για τους μεγαλύτερους εφήβους μπορεί να έχει σημαντική επίδραση.

Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Rochester βρήκαν ότι οι έφηβοι ηλικίας 14-17 ετών κοιμούνταν περισσότερο όταν οι γονείς τους συνέχιζαν να ορίζουν την ώρα που θα πρέπει να πάνε για ύπνο. Ως αποτέλεσμα, οι έφηβοι ανέφεραν πως είχαν περισσότερη ενέργεια κατά τη διάρκεια της ημέρας και λιγότερες καταθλιπτικής σκέψεις.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν 193 εφήβους και τους γονείς τους για επτά νύχτες. «Στο 74% των βραδιών που εξετάσαμε, δεν υπήρχε συγκεκριμένο όριο για την ώρα ύπνου. Το 1/3 των γονιών δεν εφάρμοζε κανόνες ούτε για το χρόνο χρήσης ηλεκτρονικών συσκευών πριν τον ύπνο, ενώ το 48% δεν είχε κανένα κανόνα σχετικά με την κατανάλωση καφεΐνης το απόγευμα.

Τα οφέλη παρατηρήθηκαν έμπρακτα στις οικογένειες που έβαζαν τέτοιους κανόνες, με το 16% των γονιών που εφάρμοζαν με συνέπεια τους κανόνες στην ώρα ύπνου να βλέπει τα παιδιά τους να κοιμούνται περίπου έξι λεπτά περισσότερο κάθε βράδυ, αύξηση που μπορεί μεν να φαίνεται μικρή, είναι όμως υπεύθυνη για την περισσότερη ενέργεια και τα λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης μέσα στην ημέρα.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν, επίσης, ότι όταν το σχολείο ξεκινούσε αργότερα, οι έφηβοι κοιμούνταν περισσότερο. «Οι γονείς που δημιουργούν σωστά και διατηρούν τις καθορισμένες ώρες ύπνου για τα έφηβα παιδιά τους αυξάνουν όχι μόνο τις ευκαιρίες για περισσότερο ύπνο, αλλά και την επαγρύπνηση και ψυχική κατάσταση κατά τη διάρκεια της ημέρας», σχολιάζουν σχετικά οι επιστήμονες.

Η αλήθεια είναι πως, ειδικά στη σύγχρονη εποχή με τα ερεθίσματα που προσφέρουν οι ηλεκτρονικές συσκευές να μη σταματούν καμία στιγμή της ημέρας, είναι δύσκολο για έναν γονιό να ελέγξει και να ορίσει την ώρα που το (αντιδραστικό λόγω εφηβείας) παιδί του θα κλείσει το κινητό ή το tablet και θα πέσει για ύπνο.

Παρά τις προκλήσεις, όμως, οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι γονείς μπορούν ακόμα να επηρεάσουν θετικά τα έφηβα παιδιά τους και να δημιουργήσουν τις συνθήκες έτσι ώστε αυτά να κοιμούνται τις 8-9 ώρες που έχει ανάγκη ο εφηβικός οργανισμός για να αναπτυχθεί σωστά.

ΠΗΓΗ:

Κοροναϊός : «Πανδημία» προβλημάτων ψυχικής υγείας με θύματα τους νέους – Σε απόγνωση οι νεαροί Ευρωπαίοι




Δραματικά στοιχεία έρχονται στο φως για την κατάσταση της ψυχολογίας των νέων της Ευρώπης μετά από ένα χρόνο πανδημίας και σκληρών lockdown


Πέρσι, την ίδια εποχή, η 22χρονη Φιλέ Λασώ, που σπουδάζει διοίκηση επιχειρήσεων στη Γαλλία, ήταν γεμάτη ελπίδα, καθώς ονειρευόταν μια καριέρα στη μουσική βιομηχανία. Μετά ήρθε η πανδημία και η νεαρή κοπέλα έχασε τη δουλειά της ως σερβιτόρα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σπίτι των γονιών της.

Τώρα παλεύει να ονειρευτεί ένα μέλλον μετά από μήνες περιορισμών. Όπως εξηγεί στους Times της Νέας Υόρκης, η μοναξιά και η απόγνωση την κρατούν ξύπνια τις νύχτες: «Κοιτάζω το ταβάνι και αισθάνομαι έναν κόμπο στο λαιμό μου. Ποτέ στο παρελθόν δεν σκεφτόμουν τόσο συχνά την αυτοκτονία».
«Η πανδημία μοιάζει με ένα απότομο τέλος των ζωών μας», προσθέτει. «Μας κάνει να αισθανόμαστε τόσο άσχημα, που πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται, τι νόημα έχει;»

Καθώς όλα δείχνουν ότι οι περιορισμοί, τα κλειστά καταστήματα και τα lockdown θα συνεχίσουν να αποτελούν την ευρωπαϊκή πραγματικότητα μέχρι και την άνοιξη -αν όχι και μέχρι το καλοκαίρι- οι ειδικοί ψυχικής υγείας εκφράζουν όλο και μεγαλύτερες ανησυχίες για την ψυχολογία των νεαρών ατόμων που, όπως λένε, ανήκουν στους σφοδρότερα πληγέντες από την αίσθηση της αβεβαιότητας που έχει επιφέρει η πανδημία.

Όντες τελευταίοι στη σειρά για το εμβόλιο και με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να παραμένοθυν κλειστά, οι νέοι έχουν κάνει τις μεγαλύτερες θυσίες για την προστασία των ηλικιωμένων και των ευπαθών, που κινδυνεύουν περισσότερο σε περίπτωση λοίμωξης. Ίσως, όμως, έχουμε υπερεκτιμήσει τις αντοχές των νέων, τονίζουν οι ψυχολόγοι.

Αντιμέτωποι με τους περιορισμούς της κοινωνικής τους ζωής και την αυξημένη αβεβαιότητα σε ένα στάδιο της ζωής τους στο οποίο το μέλλον ήδη φαντάζει θολό και επικίνδυνο, πολλοί νέοι υποφέρουν από την ολοένα και εντεινόμενη αίσθηση ότι χάνουν τα πολύτιμα -και «καλύτερά»- τους χρόνια.
Σε όλο τον κόσμο, οι νέοι έχουν χάσει οικονομικές ευκαιρίες, παραδοσιακά ορόσημα ενηλικίωσης και έχουν ξεχάσει τις σχέσεις τους, σε μια περίοδο κατά την οποία ακόμη διαμορφώνουν την προσωπικότητά τους

«Πολλοί αισθάνονται ότι δεν πληρώνουν το τίμημα της πανδημίας, αλλά των μέτρων για την αντιμετώπισή της», τονίζει ο Δρ. Νίκολας Φτρανκ επικεφαλής ψυχιατρικού δικτύου στη Λυόν της Γαλλίας, μιλώντας στους Times της Νέας Υόρκης. Σε έρευνα που εκπονήθηκε σε δείγμα 30.000 ατόμων στη διάρκεια της άνοιξης, οι νέοι βρίσκονταν στη χειρότερη κατάσταση από όλους σε ό,τι αφορά την ψυχική τους υγεία, σημείωσε.

Στην Ιταλία και την Ολλανδία, ορισμένες παιδοψυχιατρικές κλινικές έχουν αγγίξει την πληρότητά τους. Στη Γαλλία, όπου το τίμημα της πανδημίας επί της ψυχικής υγείας των πολιτών έχει γίνει θέμα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, οι ειδικοί παροτρύνουν τις αρχές να ανοίξουν και πάλι τα σχολεία προκειμένου να καταπολεμηθεί η μοναξιά. Και στη Βρετανία, ορισμένοι ψυχολόγοι δηλώνουν ότι έχουν συστήσει σε πελάτες τους να παραβιάσουν τα μέτρα του lockdown για να μην καταρρεύσουν.

Στις ΗΠΑ, το 25% των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών αναφέρουν ότι έχουν σκεφτεί σοβαρά την αυτοκτονία, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση. Στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, έρευνα της UNISEF σε δείγμα 8.000 νέων διαπίστωσε ότι πάνω από το 25% έχει βιώσει άγχος και το 15% κατάθλιψη.
Και σε μια μελέτη που εκπόνησε φέτος ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας σε 112 χώρες, ανακάλυψε ότι τα δύο τρίτα των ατόμων 18-29 ετών υποφέρουν από άγχος και κατάθλιψη.

Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις επί των ποσοστών αυτοκτονίας, της κατάθλιψης και του άγχους παραμένουν προς το παρόν άγνωστες, όμως σε συνεντεύξεις, δέκα ειδικοί υγείας από ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάζουν μια σκοτεινή εικόνα μιας κρίσης που, όπως λένε, θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με αντίστοιχη σοβαρότητα με εκείνη που επιφυλάσσουμε στον ιό.

«Βρισκόμαστε εν μέσω μιας πανδημίας ψυχικής υγείας και δεν πιστεύω ότι πλησιάζουμε καν στο να την αντιμετωπίσουμε με τον αρμόζοντα σεβασμό», τονίζει ο Αρκέιντιους Κίλενταλ, ένας ψυχοθεραπευτής από το Λονδίνο που είδε τους νεαρούς πελάτες του να διπλασιάζονται στη διάρκεια των τελευταίων μηνών.
Μια παρατεταμένη παύση

Πολλές ευρωπαϊκές χώρες τέθηκαν το φθινόπωρο σε lockdown, έχοντας μέχρι λίγο καιρό πριν την ψευδαίσθηση ότι νίκησαν τις εξάρσεις του ιού, μόνο και μόνο για να έρθουν αντιμέτωπες με ένα ακόμη σφοδρότερο κύμα λοιμώξεων το χειμώνα. Αυτό δημιούργησε εσφαλμένες προσδοκίες ότι τα νέα μέτρα θα είχαν περιορισμένη διάρκεια, όπως τονίζουν οι νέοι που μίλησαν στους Times.

Τα lockdown πρόσφεραν σε ορισμένους μια ανακούφιση από το άγχος του σχολείου ή της εργασίας, γεγονός που τους κατέστησε πιο ανθεκτικούς, σημειώνουν οι ψυχολόγοι. Όμως για άλλους, και ιδιαιτέρως για εκείνους που ήδη αντιμετώπιζαν προβλήματα ψυχικής υγείας ή είχαν περιορισμένη πρόσβαση στην κατάλληλη περίθαλψη, η πανδημία ήρθε για να εντείνει την ευαλωτότητά τους.

«Η απώλεια του ελέγχου ή κάτι τέτοιο, προκαλεί άγχος», επισημαίνει η 21χρονη Ντάλια Αλ-Ντουτζαϊλί, φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Καθώς η πανδημία συνεχίζεται, το ίδιο συμβαίνει και με την αίσθηση της παύσης, εξηγεί, γεγονός που την οδήγησε στην πρώτη της διαδικτυακή συνεδρία με ψυχολόγο στη διάρκεια της περσινής χρονιάς. «Τι κάνω; Γιατί σπουδάζω, αν όταν τελειώσω δεν υπάρχουν δουλειές;», αναρωτιέται.
Το θετικό, τονίζει, είναι ότι οι νέοι είναι πιο ανοιχτοί σε συζητήσεις για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. «Όλοι μιλούν για τους ψυχολόγους και τα φάρμακά τους», εξηγεί.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και αρκετοί που αισθάνονται ενοχές, σκεπτόμενοι ότι η πανδημία έχει επηρεάσει τους πάντες.

«Υπάρχουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα: Άνθρωποι που έχουν χάσει τις δουλειές τους ή κάποιο συγγενή τους εξαιτίας της ασθένειας», λέει στους Times ο Μαρτσέλο Αντρεγκουέτι, ένας βραζιλιάνος γραφίστας που σπουδάζει στην Κολωνία της Γερμανίας. Όπως σημειώνει, άρχισε να παίρνει αντικαταθλιπτικά όταν έλαβε διάγνωση κατάθλιψης και ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής στη διάρκεια της χρονιάς.
Η μοναξιά τους προκαλεί απελπισία

Ο χειμώνας έχει επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση, σύμφωνα με ψυχολόγους και ψυχιάτρους, που αναφέρουν ότι οι νέοι παρουσιάζουν όλο και εντονότερα συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης, διατροφικών διαταραχών και εθισμών.

Στην Ολλανδία, ο Δρ. Ρόμπερτ Βερμάιερ, καθηγητής παιδοψυχιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Λάιντεν, αναφέρει ότι ο θάλαμος σοβαρών περιστατικών, του οποίου είναι επικεφαλής, είναι γεμάτος εδώ και εβδομάδες -κάτι που ο ίδιος δεν έχει δει να συμβαίνει ποτέ στο παρελθόν.

Η κατάσταση, όπως εξηγεί στους Times, είναι τόσο σοβαρή, που η ομάδα του δεν έστειλε τους μικρούς ασθενείς στο σπίτι τους ούτε για τα Χριστούγεννα, όπως συνέβαινε συνήθως στο παρελθόν. Η απομόνωση έχει διαταράξει και τη μετάβαση των εφήβων, δηλαδή τη διαδικασία κατά την οποία οι νέοι παύουν να αισθάνονται ότι ανήκουν στην οικογένειά τους για να αρχίσουν να νιώθουν ότι ανήκουν στους συνομήλικούς τους, προσθέτει. «Αισθάνονται άδειοι, μόνοι και αυτή η μοναξιά τους προκαλεί απελπισία».

Στην Ιταλία, στη διάρκεια της περσινής χρονιάς διπλασιάστηκαν οι κλήσεις προς τη γραμμή βοήθειας για νέους που σκέφτονται ή έχουν αποπειραθεί να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Οι κλίνες της μονάδας παιδοψυχιατρικών περιστατικών στην παιδιατρική κλινική Bambino Gesù της Ρώμης είναι γεμάτες από τον Οκτώβριο, τονίζει ο Δρ. Στέφανο Βικάρι, επικεφαλής της μονάδας.
Οι νοσηλείες νεαρών Ιταλών που έχουν κάνει κακό στον εαυτό τους ή έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν έχουν αυξηθεί κατά 30% στη διάρκεια του δεύτερου πανδημικού κύματος, προσθέτει μιλώντας στους Times.

«Για εκείνους που υποστηρίζουν ότι στο κάτω-κάτω αυτές τις προκλήσεις τις αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι νέοι και ότι στο τέλος θα βγουν από αυτές πιο δυνατοί, θέλω να πω ότι αυτό ισχύει μόνο για ορισμένους -για εκείνους που έχουν περισσότερους πόρους», προειδοποιεί ο Βικάρι.

Η Κάθριν Σέιμουρ, επικεφαλής ερευνήτρια στο Ίδρυμα Ψυχικής Υγείας, μια φιλανθρωπική οργάνωση με έδρα τη Βρετανία, αναφέρει ότι οι νέοι που ζουν σε φτωχότερα νοικοκυριά διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο άγχους και κατάθλιψης, όπως έδειξε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 2.400 εφήβων.

«Ίσως εκείνοι που ζουν σε πιο φτωχά νοικοκυριά να μην έχουν αρκετό χώρο και πρόσβαση στο internet για να κάνουν τα μαθήματά τους και να επικοινωνήσουν με τους φίλους τους», εξηγεί στους Times. «Ίσως επηρεάζονται και από τις οικονομικές αγωνίες και το άγχος των γονιών τους».
Μελέτες που εκπονήθηκαν στη διάρκεια του πρώτου lockdown δείχνουν ότι η πανδημία ίσως ήδη έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια.

Στη Γαλλία, έρευνα που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 70.000 μαθητών διαπίστωσε ότι το 10% είχε σκεφτεί την αυτοκτονία στη διάρκεια των πρώτων μηνών της πανδημίας, ενώ πάνω από το 25% είχε βιώσει κατάθλιψη.

Στην Ισπανία, που επέβαλε ένα από τα αυστηρότερα lockdown του πλανήτη πέρσι την άνοιξη, οι επιπτώσεις ήταν βαρύτερες -ιδιαιτέρως για τα κορίτσια, που είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να βιώνουν στρες, άγχος και κατάθλιψη, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο της Βαλένθια σε δείγμα 523 ατόμων.

Η Κοστάνθε Σεπς, μια από τις συγγραφείς της μελέτης, ανέφερε: «Ανέπτυσσαν την αυτονομία και τον χώρο τους και στη διάρκεια του lockdown έχασαν ό,τι είχαν μόλις αρχίσει να βιώνουν».

«Έτσι, κατέληξαν σε μια διαδικασία πένθους», καταλήγει.
Ψάχνοντας για τις κατάλληλες λύσεις

Η κατάσταση είναι τόσο δύσκολη, που μαθητές και ακτιβιστές για την ψυχική υγεία έχουν ζητήσει από τις αρχές τη χαλάρωση ορισμένων μέτρων, καλώντας μεταξύ άλλων και σε άνοιγμα των σχολείων και των πανεπιστημίων, παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί φοβούνται ότι η πρόωρη χαλάρωση των περιορισμών θα επιδεινώσει την εξάπλωση των νέων μεταλλάξεων.

«Η οικοδόμηση κοινωνικών σχέσεων βρίσκεται στο κέντρο των ζωών μας και τώρα έχει χαθεί», επισημαίνει στους Times η 19χρονη Αϊντί Σουπόλτ, που παρότρυνε μέσα από μια ανοιχτή επιστολή τον πρόεδρο της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν να ανοίξει τα πανεπιστήμια. Η επιστολή της σύντομα έγινε viral.

Από αυτό το μήνα, οι γάλλοι φοιτητές θα επιστρέψουν στα πανεπιστήμια για μια ημέρα ανά εβδομάδα. Επιπλέον, έχουν πρόσβαση σε δωρεάν συνεδρίες με ειδικούς ψυχικής υγείας.

Στη Βρετανία, όπου οργανισμοί και ειδικοί ψυχικής υγείας ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τις προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος στα σχολεία, οι αρχές έχουν δηλώσει ότι επεξεργάζονται το ενδεχόμενο της ένταξης προγραμμάτων ψυχικής υποστήριξης στο πλαίσιο του σχεδίου άρσης των περιορισμών. Στην Ολλανδία, η κεντρική κυβέρνηση πιέζει τις τοπικές αρχές να επενδύσουν περισσότερο στην ψυχική υγεία των νέων.

Η Δρ. Σίλβια Σνάιντερ, ψυχολόγος για παιδιά και εφήβους στο Μπόχουμ της Γερμανίας, σημειώνει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βεβαιώνονται ότι τα μηνύματά τους στην τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα είναι ξεκάθαρα.
«Θα πρέπει να προσφέρουμε πολύ απλές και προσβάσιμες πληροφορίες για να τους κάνουμε να αισθανθούν ότι δεν είναι μόνοι τους απέναντι σε αυτή την πρόκληση», τονίζει μιλώντας στους Times. «Και ότι υπάρχουν πράγματα που μπορούν να τους βοηθήσουν».

Για να καταπολεμήσουν τα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης, ορισμένοι ψυχολόγοι όπως ο Κίλενταλ στο Λονδίνο, συμβουλεύουν τους πελάτες τους να βγαίνουν από το σπίτι όσο περισσότερο μπορούν -ακόμη και αν πρέπει να παραβιάσουν τα μέτρα για να το κάνουν.

Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένοι νέοι που διακρίνουν μια θετική πλευρά: «Τουλάχιστον η πανδημία μας έδωσε τον χρόνο να είμαστε λυπημένοι», υποστηρίζει η Λασώ. «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δείχνουμε διαρκώς δυνατοί».

ΠΗΓΗ:

Saturday, 20 February 2021

Ελπίδες καταπολέμησης της παχυσαρκίας







ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ελπίδες για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας γεννά η ανακοίνωση πως για πρώτη φορά φάρμακο αποδείχθηκε αποτελεσματικό για την αντιμετώπισή της, σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times. Πρόκειται για το αντιδιαβητικό φάρμακο σεμαγλουτίδη, το οποίο δοκιμάστηκε σε κλινική μελέτη σε 16 χώρες και οδήγησε σε 15% απώλεια βάρους κατά μέσον όρο.


Το φάρμακο παράγεται από την εταιρεία Novo Nordisk και ήδη κυκλοφορεί ως θεραπεία για τον διαβήτη τύπου 2. Στην κλινική δοκιμή, που παρουσιάστηκε στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine, με επικεφαλής τον δρα Ρόμπερτ Κούσνερ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν του Σικάγου, οι ερευνητές δοκίμασαν τη σεμαγλουτίδη σε μεγάλες δόσεις ως φάρμακο κατά της παχυσαρκίας.

Στη μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 129 ιατρικά κέντρα, οι σχεδόν 2.000 συμμετέχοντες λάμβαναν κάθε εβδομάδα είτε σεμαγλουτίδη είτε εικονικό φάρμακο επί 68 εβδομάδες.

Οσοι έπαιρναν το πραγματικό φάρμακο είχαν μέση απώλεια βάρους της τάξης του 15%, έναντι 2,4% της ομάδας ελέγχου του εικονικού. Πάνω από ένα τρίτο της ομάδας της σεμαγλουτίδης έχασαν περισσότερο από το 20% του βάρους τους, ενώ τα συμπτώματα διαβήτη και προδιαβήτη σε πολλούς ασθενείς βελτιώθηκαν. Σε αντίθεση με παλαιότερα φάρμακα, οι γαστρεντερικές παρενέργειες της σεμαγλουτίδης ήταν μικρές.


Το πιο αποτελεσματικό μέχρι σήμερα φάρμακο για την παχυσαρκία είναι η φεντερμίνη, που επιφέρει απώλεια βάρους 7,5% κατά μέσον όρο, αλλά μπορεί να χορηγηθεί για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ μετά τη διακοπή της συνήθως το χαμένο βάρος ανακτάται.

Η σεμαγλουτίδη είναι η συνθετική εκδοχή φυσικής ορμόνης που δρα στα κέντρα της όρεξης στον εγκέφαλο και στο έντερο, δημιουργώντας αίσθηση κορεσμού. Η σεμαγλουτίδη πιθανώς θα είναι ακριβή λύση για την απώλεια βάρους, καθώς η χαμηλότερη δόση της για τη θεραπεία του διαβήτη έχει μέση τιμή 1.000 δολάρια τον μήνα.

ΠΗΓΗ:

Thursday, 18 February 2021

Πώς διαμορφώνονται οι αναμνήσεις μας



nsplash.com



Ακόμα κι όταν δυο άνθρωποι βιώνουν το ίδιο φυσικό γεγονός, οι υποκειμενικές εμπειρίες τους αρχίζουν να αποκλίνουν από τη στιγμή που ο εγκέφαλος τους αρχίζει να κατανοεί τι συνέβη και να διυλίζει το γεγονός σε αναμνήσεις.

Ο εγκέφαλος συνεχώς αξιολογεί ποιες πτυχές των εμπειριών μας να κρατήσει στη μνήμη για αργότερα, να αγνοήσει ή να ξεχάσει. Ερευνητές του πανεπιστημίου Ντάρτμουθ ανέπτυξαν μια νέα προσέγγιση για να μελετήσουν αυτές τις πλευρές της μνήμης, έχοντας δημιουργήσει ένα υπολογιστικό πρόγραμμα που μετατρέπει αλληλουχίες γεγονότων από ένα βίντεο σε μοναδικά γεωμετρικά σχήματα. Αυτά τα σχήματα μπορούν μετά να συγκριθούν με τα σχήματα που απεικονίζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι αφηγήθηκαν αυτά τα γεγονότα.

Η μελέτη αποσαφηνίζει το πώς οι εμπειρίες καταγράφονται στη μνήμη και εξιστορούνται στους άλλους. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο Nature Human Behavior και είναι βασισμένα στο πώς οι άνθρωποι θυμούνταν την εμπειρία παρακολούθησης ενός επεισοδίου της τηλεοπτικής σειράς του BBC Σέρλοκ.

Όταν αναπαριστούμε εμπειρίες και αναμνήσεις ως σχήματα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία που μας παρέχει το πεδίο της γεωμετρίας για να εξερευνήσουμε πώς θυμόμαστε τις εμπειρίες μας και να εξετάσουμε θεωρίες για το πώς σκεφτόμαστε, μαθαίνουμε, θυμόμαστε και επικοινωνούμε, εξηγεί ο Τζέρεμι Μάνινγκ, επίκουρος καθηγητής Ψυχολογίας και Επιστημών του Εγκεφάλου και διευθυντής του Contextual Dynamics Lab στο Ντάρτμουθ.

Όταν έχεις μια εμπειρία, το σχήμα της είναι σαν δαχτυλικό αποτύπωμα που αντανακλά το μοναδικό της νόημα, και το πώς θυμάσαι ή συλλαμβάνεις αυτή την εμπειρία μπορεί να μετατραπεί σε ένα άλλο σχήμα. Μπορούμε να σκεφτούμε τις αναμνήσεις μας ως διαστρεβλωμένες εκδοχές των αρχικών εμπειριών μας. Μέσα από την έρευνά μας, θέλαμε να ανακαλύψουμε πότε και πού συμβαίνουν αυτές οι διαστρεβλώσεις (δηλαδή τι θυμούνται σωστά και τι λάθος οι άνθρωποι), και να εξετάσουμε πόσο ακριβείς είναι οι αναμνήσεις των εμπειριών μας, προσθέτει.

Η ερευνητική ομάδα εξέτασε μια σειρά δημόσιων δεδομένων με καταγραφές εγκεφάλου από 17 άτομα που παρακολούθησαν το επεισόδιο του Σέρλοκ και οι οποίοι, στη συνέχεια, περιέγραψαν με δικά τους λόγια τι διαδραματίστηκε. Τα δεδομένα επίσης περιείχαν λεπτομερή σχόλια για κάθε σκηνή του επεισοδίου. Η ομάδα πέρασε αυτά τα σχόλια στο υπολογιστικό πρόγραμμα και αναγνωρίστηκαν 32 μοναδικά θέματα που υπήρχαν σε κάθε χρονική στιγμή του επεισοδίου.


Μέσω μοντελοποίησης σε υπολογιστή, οι ερευνητές δημιούργησαν ένα «θεματικό μοντέλο» του επεισοδίου, που αποτελούνταν από 32 διαστάσεις που αντανακλούσαν κάθε θεματική περιοχή. Διαφορετικές στιγμές του επεισοδίου που αντανακλούσαν παρόμοια θέματα τοποθετήθηκαν σε κοντινές περιοχές στον χώρο των 32 διαστάσεων. Όταν αυτά τα αποτελέσματα οπτικοποιούνται σε δύο διαστάσεις, εμφανίζεται μια αναπαράσταση διαδοχικών γεγονότων με μορφή ένωσε-τις-τελείες.

Το σχήμα αυτής της αναπαράστασης αντανακλά πώς το θεματικό περιεχόμενο του επεισοδίου αλλάζει με τον χρόνο, και πώς διαφορετικές στιγμές σχετίζονται μεταξύ τους. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια ανάλογη διαδικασία για να δημιουργήσουν σχήματα για το πώς καθένας από τους 17 συμμετέχοντες αφηγήθηκε τα γεγονότα του επεισοδίου.

Όταν τα σχήματα που αναπαριστούσαν το επεισόδιο συγκρίθηκαν με τα σχήματα που αντιστοιχούσαν στην εξιστόρησή του από έναν συμμετέχοντα, οι ερευνητές μπόρεσαν να αναγνωρίσουν ποιες πλευρές του επεισοδίου οι άνθρωποι έτειναν να θυμούνται με ακρίβεια, να ξεχνούν ή να διαστρεβλώνουν.

Η αδρή χωρική δομή του σχήματος του επεισοδίου αντανακλά τα σημαντικά σημεία της πλοκής και λειτουργεί σαν σκαλωσιά. Το σχήμα της διήγησης του κάθε συμμετέχοντα αναπαρήγαγε αυτή τη σκαλωσιά, δείχνοντας ότι κάθε συμμετέχοντας θυμόταν με ακρίβεια τα σημαντικά σημεία της πλοκής.

Το σχήμα του επεισοδίου επίσης περιλαμβάνει και μια δομή μικρότερης κλίμακας, ανάλογη με τα διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, η οποία αντανακλά συγκεκριμένες χαμηλού επιπέδου λεπτομέρειες. Κάποιοι συμμετέχοντες διηγήθηκαν με ακρίβεια πολλές από αυτές τις χαμηλού επιπέδου λεπτομέρειες, ενώ άλλοι ανέφεραν μόνο τα υψηλού επιπέδου σημεία της πλοκής.

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα ήταν ότι καθώς οι άνθρωποι παρακολουθούσαν το επεισόδιο, μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε τα μοτίβα της εγκεφαλικής λειτουργίας τους για να προβλέψουμε τα διαστρεβλωμένα σχήματα που θα έπαιρναν οι αναμνήσεις τους όταν θα τις διηγούνταν αργότερα, εξήγησε ο Μάνινγκ. Αυτό υποδεικνύει ότι κάποιες λεπτομέρειες των εν εξελίξει εμπειριών μας διαστρεβλώνονται στο μυαλό μας από τη στιγμή που αποθηκεύονται ως νέες αναμνήσεις.

Ακόμα κι όταν δυο άνθρωποι βιώνουν το ίδιο φυσικό γεγονός, οι υποκειμενικές εμπειρίες τους από αυτό το γεγονός αρχίζουν να αποκλίνουν από τη στιγμή που ο εγκέφαλος τους αρχίζει να κατανοεί τι συνέβη και να διυλίζει το γεγονός σε αναμνήσεις.

Η ερευνητική ομάδα σχεδιάζει να εφαρμόσει αυτή την προσέγγιση και σε άλλους τομείς, όπως στην υγεία και στην εκπαίδευση, καθώς οι μέθοδοι μοντελοποίησης των σχημάτων των αναμνήσεων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να προσφέρουν έναν πιο λεπτομερή τρόπο αξιολόγησης για το αν ένας ασθενής θα καταλάβει ή θα θυμηθεί τι του λέει ο γιατρός του, ή αν ένας φοιτητής κατανοεί συγκεκριμένες έννοιες κατά τη διάλεξη ενός μαθήματος.


Πηγή

Έρευνα: Geometric models reveal behavioural and neural signatures of transforming experiences into memories, Nature Human Behavior (2021).

https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/prosopikotita/mnimi/10142-pos-diamorfonontai-oi-anamniseis-mas.html(accessed 18.2.21)




We Prefer To Experience Good — And Bad — Events On The Same Day As A Friend




By Emma Young

You rub off the panels on a scratch card and find that you’re the lucky winner of £100. If you could choose when the same thing should happen to a good friend, would you rather it was the same day as your win — or a different day? And what if we’re talking negative, rather than positive, experiences — when you’ve both been issued with parking tickets, say, or both suffered a bereavement?

Earlier work shows that we tend to prefer to get through a series of negative experiences as quickly as possible, while we like to space out multiple personal positive experiences, so as to receive the most pleasure from each joy. A new study in Social Psychological and Personality Science finds that when we’re thinking about shared experiences, though, this doesn’t hold. The participants in this study preferred to experience both negative and positive events on the same day as a friend, rather than on different days — as long as those events weren’t powerfully emotional. Franklin Shaddy at the University of California, Los Angeles and his colleagues think we have this “preference for integration” because it increases our feelings of connection with others. This could have implications for how we arrange our lives during lockdown.

In the first of five studies, the team found that the vast majority of a group of student participants wanted to receive a surprise friendly message (in this case from the head coach of UCLA’s basketball team) on the same day as a friend, rather than a different day. In a second study, the majority of 304 online participants said that they’d feel happier about winning a moderate amount of money on a lottery — or being issued with a tax demand for a similar amount — if a similar financial win or loss happened to a friend on the same day than if it happened on another day shortly before or afterwards.

In further studies, the researchers found that people preferred to “integrate” — or “coordinate” — an event such as receiving a first-class flight upgrade or missing a flight with someone whom they liked. But when it came to someone they didn’t like, they had no strong feelings about the timing of the event. The same was true for another group of participants who were asked to think of imaginary people who they were told had similar political beliefs to their own, or opposite beliefs. The team thinks that people like the idea of coordinating positive or negative experiences with friends (or people they think they would get on with) because they feel that this will boost their feelings of social connection with the other person.

However a final study found that there are limits to this preference for integration: we prefer more extreme wins — and especially losses (such as getting divorced or totalling a car) — not to happen at the same time to us as to a friend. The team interpret this as reflecting a limited human capacity to savour gains and buffer losses, with shared extreme losses being harder to handle.

There are other potential interpretations of the results, though. If you won money, might you worry that telling a friend could make them a little jealous, or even resentful or self-pitying — or might you even feel guilty about your own good luck? How much better it would be, then, for you both to win money on the same day. Also, we could be averse to experiencing strongly upsetting events on the same day as a friend simply because a friend who’s also suffering is less likely to be able to help us to cope with our own distress.

Still, there are potential practical implications of the finding that we prefer to share experience of pleasant events. “Past research has shown that people underestimate their enjoyment of, and thus hesitate to engage in, hedonic activities alone,” the team writes. That resistance might be overcome if we were to share a positive experience with someone else if not in space, at least in time. During lockdown, we can’t meet a group of friends to go for a walk in a pleasant spot near our home, for example — but a group of friends could arrange to go individually for a walk in different uplifting places at the same time, and hopefully benefit from the feeling of enhanced social connection that this could bring.

SOURCE:


Monday, 15 February 2021

Saying That Girls Are “Just As Good” As Boys At Maths Can Inadvertently Perpetuate Gender Stereotypes



By Emma Young

Though girls and boys do equally well on maths tests, the stereotype that girls aren’t as naturally able at maths — or as likely to be extremely smart — is adopted early; even 6-year-olds in the US endorse it. Of course, these stereotypes harm women in an educational setting and in their professional lives, point out the authors of a new study in Developmental Psychology. So it’s important to understand what gives rise to them. Eleanor Chestnut at Stanford University and her colleagues now report that one common and well-intentioned way of attempting to convey girls’ equality with boys actually backfires: saying that girls are “just as good” as boys at something leads the listener to conclude that boys are naturally better, and girls must work harder to equal them.

Earlier work has shown that we use the syntax of a sentence to make inferences about the relative status of objects and social groups. Typically, we view the thing or person that is being compared to as the more typical or superior reference example. So, if you were to read “Molly’s cake is as good as Jessica’s”, you’d be likely to infer that Jessica’s is the exemplar that Molly is striving to equal.

“Girls are just as good at boys at maths” is something that family members, caregivers, teachers and public figures all say to try to promote gender equality, note the researchers. And in 2018, Chestnut and her colleague Ellen M Markman reported that adults who hear that statement infer that boys are more skilled at maths and have more natural ability. Unfortunately, then, it seems to perpetuate the very stereotype that it seeks to counteract. In the new study, the team set out to discover whether stereotypes can not only be perpetuated but learned, based on syntax alone.

First, the team studied 288 adults, who were recruited online. These participants read sentences that incorporated nonsense words for abilities or traits. The team found that people who read that girls are “as good as boys” at “thrupping”, say, or “trewting”, inferred more natural skill to the boys, and that girls had to work harder to be “trewtic”, and so on. When the boys were reported to be “as good as girls”, though, the girls were perceived to be superior — showing the influence of syntax in the participant’s judgements. When the sentence read, “Suppose someone tells you that boys and girls [or girls and boys] are equally good at thrupping”, and so on, neither gender was perceived to be naturally superior.

The team then ran a similar study with 337 children, aged 7 to 11, who were recruited from museums in the San Francisco Bay area. This time, the researchers used puppets (who said they wanted to tell the children about boys and girls on their planet) as well as written statements. And instead of using nonsense words, the researchers referred to activities that the children would understand but which the team didn’t think they’d have a strong pre-existing gender bias about — whistling, hopping on one foot, doing handstands and snapping.

When these children were told that boys [or girls] are “as good as” girls [or boys] at one of these things, the children more likely to report that the gender in the reference position, at the end of the sentence, was naturally better, and would have to work less hard to be skilled at it. Also in line with the findings from adults, when the boys and girls on the alien planet were presented as being “equally as good” at an activity, the children didn’t view either gender as being naturally superior. The children’s age made no difference; they all made similar inferences.

“We conclude that is critically important to consider how we frame equality when talking to children,” the researchers write. The work suggests that if a child does not already hold the stereotype that boys are better than girls at maths, or more likely to be extremely smart, hearing that girls are “as good as boys” in these spheres could actually teach it. Public figures, websites, statements on Twitter, and even psychological research articles readily equate girls’ abilities with boys’ or women’s with men’s, the team notes.

Their work suggests that presenting girls and boys, and men and women, as being “equally as good” at something is a far better strategy. “Until women and men are on equal syntactic footing, they will not be on equal social footing,” they conclude.

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/(accessed 15.2.21)

Monday, 8 February 2021

Ενας θυμωμένος γιος...



Η οικονομική κρίση ξανάφερε την οικογένεια και τα μέλη της κάτω από την ίδια στέγη, αφού η οικονομική συμπίεση των νέων ανθρώπων δεν επιτρέπει την απογαλάκτιση και το άνοιγμα των φτερών που κουρνιάζουν μέσα στο γονεϊκό περιβάλλον. Μάλιστα όσα περισσότερα έχει ο γονιός, τόσα ίσως και παραπάνω ζητάει πολλές φορές το παιδί που βολεύεται σε αυτή την αμφίδρομη σχέση με βασικό δρώμενο την περεταίρω καθήλωση του στο οικογενειακό περιβάλλον και την αδυναμία του να αποκτήσει μαχητικότητα, διεκδικώντας το δικό του ξεπέταγμα και το άνοιγμα του τρόπου ζωής που θα έπρεπε να έχει αναζητήσει μετά τα 25 του χρόνια. Εκεί οριοθετήθηκε η πραγματική ανεξαρτησία ειδικά του άνδρα που ουσιαστικά, μετά το στρατό δεν επέστρεφε στην οικογένειά του. Όσο και αν η μάνα αλλά και ο πατέρας ένιωθαν τον αποχωρισμό, η πραγματικότητα οδηγούσε τον νέο άνθρωπο στο δικό του ταξίδι και στην προσπάθεια να τα καταφέρει από μόνος του. Εάν παρέμενε στο σπίτι, οι γονείς αύξαναν τις παροχές από το γάλα το ζεστό που ερχόταν στο κρεβάτι κυρίως του γιού που ξύπναγε μετά τις δώδεκα, κουρασμένος, μέχρι τα χρήματα που έπεφταν για να μην του λείψει κάτι ή ακόμη καλύτερα για να νιώθει πιο άνετα και χαλαρά στην εφησυχασμένη ζωή του. Φυσικά μετά τα 30-35, ο νέος άρχισε να πνίγεται από την γονεϊκή υπερπροστασία και οι τσακωμοί ήταν το καθημερινό πήγαινε-έλα του παιδιού που δεν μεγάλωνε και του γονιού που καταλάβαινε τον φαύλο κύκλο που έμπαινε μέσα, ενώ όλη η οικογένεια ζούσε μια νοσηρή κατάσταση.

Το σήμερα ξαναφέρνει το χθες. Ο νέος δεν φεύγει, γιατί δεν μπορεί και ο γονιός δεν του ανοίγει την πόρτα γιατί δεν θέλει. Ποια είναι όμως τα όρια μίας ενίσχυσης του παιδιού μας, μπροστά στο δικό του αύριο; Άρα πότε ο γονιός αποδεσμεύεται εν μέρει από αυτούς τους ρόλους και το παιδί παίρνει τη ζωή στα χέρια του; Το σενάριο μάλιστα γίνεται πιο τραγικό όταν ο γονιός δεχτεί πίσω το χωρισμένο παιδί του, πιθανά και με το εγγόνι του, κάνοντάς τον να φορτώνεται και τα στόματα που πρέπει να θρέψει και τις ψυχικές φορτίσεις που κουβαλάει ο χωρισμένος γιος ή κόρηκαι το παιδί που έχει γεννηθεί μέσα από αυτόν τον διαλυμένο γάμο. Πάντα οι γονείς στη χώρα αυτή που ζούμε κουβαλάνε τα λάθη των παιδιών τους, αλλά και τα παιδιά πληρώνουν τις κακές πολιτικές της οικογένειας και φυσικά και της ίδιας της πολιτείας που τους απέλπισε και τους καθήλωσε στο έδαφος όταν η απογείωση ξεκινούσε με το πέρας των σπουδών. Για αυτό και ο γονιός, κουβαλώντας το σύνδρομο του μυρμηγκιού, στο να μαζεύει στερώντας και από τον εαυτό του υλικά αγαθά αλλά και κτίζοντας σπίτια και φτιάχνοντας προίκες (σήμερα περισσότερο για το αγόρι…), παγιδεύεται σε μια συνεχή ανακύκλωση της αγωνίας του, τι θα γίνει το παιδί του όταν αυτός πεθάνει και πως θα ζήσει αν ο ίδιος δεν του εξασφαλίσει το μέλλον του και τη συνέχειά του. Αυτή η εικόνα παίζει σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια που μάλιστα αν υπάρχει ένας ισχυρός, δημιουργικός γονιός, η πλάτη του φορτώνεται παραπάνω όλα αυτά που οφείλει να δώσει στο παιδί του. Και ίσως το πιο τραγικό απ όλα είναι ότι όσα παραπάνω του δώσει, τόσα λιγότερα φαίνονται στο παιδί του και πιθανά στον τάφο του πατέρα του να του θυμίζει ότι θα έπρεπε να του έχει αφήσει περισσότερα. Ας αφήσουμε δε το θέατρο του παραλόγου που οι κληρονόμοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις μετρούν και ξαναμετρούν πόσα πήρε ο άλλος και δεν πήρε αυτός. Αλήθεια, ο γονιός χρωστάει στο παιδί του χρήματα, ακίνητα, οικόπεδα και ό,τι άλλο κατάφερε να φτιάξει και σε πολλές περιπτώσεις μην απολαμβάνοντας τίποτα ο ίδιος από όλα αυτά που απέκτησε;

Είμαι βέβαιος ότι θα αναρωτιέστε που το πάει το άρθρο μου; Είμαι ακόμη πιο σίγουρος ότι θα απορείτε σαν να κατηγορώ έναν πατέρα που θέλει να βοηθήσει το παιδί του προσφέροντάς του τη δυνατότητα μιας πιο εύκολης και πιο εύπορης, «στρωμένης» ζωής. Προτού αναφερθώ παρακάτω σε αυτό το θέμα που κλήθηκα να πάρω θέση μεταξύ πατέρα και γιού, θυμάμαι τον 65χρονο πολύ εύπορο και επιτυχημένο άνδρα που με επισκέφτηκε για τον εαυτό του, αλλά εγώ τον ρώτησα και για το γιό του, που ήταν φοιτητής σε μια πόλη της χώρας μας. Μεταξύ των άλλων, τον ρώτησα πόσα χρήματα του στέλνει κάθε μήνα και μου απάντησε πολύ φυσικά «Περίπου 5.000 ευρώ». Αισθάνθηκα ότι η καρέκλα μου κουνήθηκε ή εγώ κουνήθηκα πάνω στην καρέκλα, σκεπτόμενος και το περίπου και τις 5.000 ευρώ, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε ποσό συγκεκριμένο που λάμβανε αυτός ο «περίλαμπρος» φοιτητής. Όταν του είπα ότι είναι πάρα πολλά τα χρήματα, έκπληκτος μου αντιγύρισε και με ελαφρό θυμό το σχόλιό του «μα εγώ έχω πάρα πολλά χρήματα, που κάθονται στην τράπεζα, ο γιός μου δεν δικαιούται μια καλύτερη ζωή που μπορώ να του προσφέρω;» Ήμουν εντελώς οριοθετημένος αρνητικά απέναντί του, λέγοντάς του ότι τα δικά του χρήματα δεν θα κάνουν το γιό του πιο δυνατό και δημιουργικό και αν αύριο τελειώσουν, αυτό το παιδί θα πρέπει να μάθει να ζει με 600-800 ευρώ μηνιαίως. Άλλαξε τη συζήτηση ενοχλημένος και μου είπε με αυστηρό ύφος ότι δεν ήρθε για αυτό στο γραφείο μου. Ήξερα ότι συνέχεια στα λόγια αυτά δεν υπάρχει…

Χαρακτηριστική όμως, είναι και η περίπτωση τουπατέρα που με επισκέφτηκε συνοδευόμενος από τονγιό του. Ο γιός 35 χρονών, είχε παντρευτεί, εργαζόταν και έμενε σε ένα σπίτι το οποίο ο πατέρας τους πλήρωνε το ενοίκιο που ήταν 500 ευρώ. Ο 75χρονος πατέρας, έχοντας ένα χρηματικό ποσό το οποίο κρατούσε, ήταν το έρισμα της σχέσης με το παιδί του. Μάλιστα, ο γιος διαμαρτυρόταν για την οικονομική κατάσταση που βρισκόταν ο γάμος του, δεδομένου ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει πρόσφατα ένα κοριτσάκι που βρισκόταν στον όγδοο μήνα της ζωής του. Η γυναίκα του δεν δούλευε, αλλά και ο ίδιος από αυτά που κατάλαβα, πιο πολύ στηριζόταν στο βιβλιάριο της τραπέζης του πατέρα του, παρά στη δική του προσπάθεια να βελτιώσει την οικονομική του πορεία. Ιδιωτικός υπάλληλος που δεν έδειχνε φιλοδοξία και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Το σενάριο της οικονομικής βοήθειας του πατέρα περιείχε και τα πρόσωπα της μάνας, αλλά και της γυναίκας του, που «εν χορώ» σαν αρχαία τραγωδία, κατηγορούσαν τον πατέρα ότι κρατάει τα χρήματα του, για προσωπική του ικανοποίηση και απόλαυση και δεν τα δίνει όπως πρέπει στον μονάκριβο γιό του! Η οικογένεια αυτή δεν είχε άλλο παιδί και έτσι ο νιόπαντρος γιος ένιωθε πως ό,τι υπήρχε στην οικογένειά του είναι δικό του και του ανήκει!

Η στάση μου ως γιατρός ήταν πικρή προς το γιο και σαφώς υποστηρικτική προς τον πατέρα. Ο γονιός γεννάει, μεγαλώνει το παιδί, το σπουδάζει και το παραδίδει στην κοινωνία με ένα πολύ απλό σκεπτικό: Ότι ο ίδιος όταν φύγει από την ζωή να μπορεί το παιδί του να ζήσει και να πάρει ότι έχει η οικογένειά του ως φυσική συνέχεια της κληρονομιάς. Κανένας γονιός δεν χρωστάει στο παιδί του. Το παιδί πρέπει να το ξέρει αυτό. Άρα ο θυμός του γιού είναι το έλλειμμα της αυτοπεποίθησής του.

Θα κλείσω με μία φράση ενός νέου ανάλογου με αυτόν που περιέγραψα, που ο θυμός για τον πατέρα του έβγαινε έξω από τα παράθυρα του γραφείου μου, λέγοντας μου χαρακτηριστικά μπροστά στη γυναίκα του: «Να πάει να δανειστεί, να μην με γένναγε, πρέπει να μου δώσει, γιατί εγώ δεν έχω και γιατί εκείνος οφείλει να με στηρίξει σαν πατέρας». Άραγε τι να λεγα σε αυτόν τον αχάριστο νέο που αντί να βλέπει τα χέρια του και τα πόδια του πως θα τα χρησιμοποιήσει μαζί με το μυαλό του, μάλλον έβλεπε τον «κακό» γονιό του…

Θάνος Ε. Ασκητής


Πηγή:

Students Enjoy Classes More And Get Better Grades If They Feel Their Professor Has Faith In Their Ability To Change And Improve





By Emily Reynolds

As anyone who’s ever flunked a test will tell you, doing well at school or university isn’t just a simple matter of intelligence, ability, or even of how hard you’ve worked. In fact, there are plenty of things that can affect the way we perform, from the way we take notes to how we revise to how much sleep we get while we’re studying.

And according to a new study published in the Journal of Experimental Psychology: General, something else might have an impact on our educational achievements: our assumptions about our professors. If we believe they have faith in our ability to change and improve, suggest Katherine Muenks from the University of Texas at Austin and colleagues, we’re likely to enjoy classes more, as well as achieve higher grades.

The research focused on participants’ beliefs about mindset. Those with a fixed mindset believe that intelligence or ability is innate and can’t be changed; those with a growth mindset believe that ability is malleable, and that if we work hard or adopt new strategies we will grow and learn.

Research has shown that our own mindset is likely to have an impact on how we behave, how motivated we feel, and what we achieve. But the new study looked at how students’ perceptions of their STEM professors’ mindset affected their experience and engagement in classes.

In the first experiment, participants watched a short video clip from the first day of a university calculus course in which a professor expressed his beliefs about what it took to do well in the class. In one condition, the professor expressed beliefs suggesting a fixed mindset (“You either have the skills or you don’t”), in another expressed growth mindset beliefs (“The assignments are designed to help you improve your skills”), and in the third expressed no mindset beliefs.

Those who watched the fixed mindset video anticipated feeling significantly less belonging and less engagement in the class than those who were shown the growth mindset video, and expressed more concerns about being evaluated negatively. Meanwhile, those who watched the growth mindset video anticipated higher engagement in and effort towards the class than either the fixed mindset group or the control group, and expected to perform significantly better than their fixed mindset group counterparts. In a second study, replicating the first, growth mindset group participants also reported lower levels of impostor feelings and less likelihood of dropping the course.

The third study looked at how students felt about their professors’ mindset beliefs in the real world. Participants who were enrolled in STEM courses at three US universities completed a survey reporting their perceptions of their professors’ mindset beliefs, and provided their personal mindset beliefs and SAT scores. They then completed surveys measuring engagement and psychological experiences as in the previous two studies. As expected, those who saw their professors as having fixed mindset beliefs had greater concerns about the course, greater feelings of being an impostor, and increased negative affect in classes.

A final longitudinal study replicated these results, also finding that participants who felt their professor had fixed mindset beliefs were more likely to skip class than those who felt their professor had a growth mindset. There was also an indirect effect on actual performance in class: those who believed their professor had a fixed mindset felt less of a sense of belonging, which in turn predicted lower grades.

Mindset beliefs are clearly hugely important, both in terms of how people experience the classroom and their outcomes at the end of a course. But while changing student mindset beliefs may go some way to improving learning, it’s not enough — as the team suggests, the learning environment itself might need to change. Staff could be informed of the potential impact of their mindset beliefs, for instance, and be encouraged to help students adapt to particular courses or new skills.

Other studies have also suggested that women and first-generation university students are at greater risk of experiencing impostor syndrome, particularly within STEM courses. Building confidence and reducing impostor feelings and psychological vulnerability could therefore improve not only student outcomes but diversity in STEM fields more generally — a serious incentive for teaching staff to think about their mindsets.

SOURCE:

Thursday, 4 February 2021

Πώς επηρεάζει ο φόβος την κοινωνική μας ζωή;





Κάποιες φορές ο φόβος συσπειρώνει τους ανθρώπους, ωστόσο, άλλες φορές τους απομακρύνει. Τείνουμε να απομακρυνόμαστε από όσους φοβόμαστε και συχνά φοβόμαστε αυτούς που δεν γνωρίζουμε.

Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με το πως η σωματική απόσταση και η απομόνωση, μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ για τη μείωση μετάδοσης του COVID-19, έχουν αυξήσει το αίσθημα της μοναξιάς. Παρ’ όλο που αυτός είναι αναμφισβήτητα ένας σημαντικός παράγοντας, μέσω του οποίου η πανδημία επηρεάζει την κοινωνική μας ζωή, υπάρχουν και άλλοι που αξίζει να εξετάσουμε.

Ένας από αυτούς αφορά στην επίδραση του φόβου στις κοινωνικές σχέσεις. Για πολλούς από μας, η πανδημία έχει συσχετιστεί με το φόβο ότι εμείς ή κάποια από τα αγαπημένα μας πρόσωπα θα κολλήσουμε τον ιό ή ότι οι άλλοι θα τον μεταδώσουν σε μας ή ότι δεν θα μπορούμε να βιοποριστούμε ή ότι, άθελά μας, θα αποτύχουμε να εφαρμόσουμε κοινωνικούς κανόνες, όπως η τήρηση των κατάλληλων αποστάσεων και η αποφυγή χειραψιών. Πράγματι, εθνικές μελέτες επιβεβαιώνουν πως τα αισθήματα φόβου ή άγχους είναι ασυνήθιστα υψηλά και διάχυτα τον τελευταίο χρόνο.
Πώς μπορεί ο φόβος να επηρεάσει την κοινωνική μας ζωή;

Οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν επισημάνει εδώ και καιρό, πως ο φόβος μπορεί να ωθήσει τους ανθρώπους στη συσπείρωση σε μια προσπάθεια να αντλήσουν δύναμη και πόρους για να πολεμήσουν ή για να ξεπεράσουν όσα τους φοβίζουν. Οι έρευνες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι οι επιζώντες των βομβιστικών επιθέσεων του Λονδίνου το 2005 επέδειξαν εντυπωσιακή αλληλεγγύη, βοηθώντας τους άλλους, παρά τον έντονο φόβο και τη δυσφορία που βίωναν.

Ομοίως, έχουμε δει πολλά παραδείγματα κοινωνιών που συσπειρώθηκαν προκειμένου να στηρίξουν τα μέλη τους να αντιμετωπίσουν την απειλή του COVID-19. Οι ιστότοποι αλληλοβοήθειας, που δημιουργήθηκαν για να διευκολύνουν την κοινωνική υποστήριξη αυτών που βρίσκονται σε ανάγκη εν μέσω πανδημίας, μετρούν ήδη 2.060 ομάδες αλληλοβοήθειας, μόνο στην Αγγλία.

Αυτός ο τύπος συμπεριφοράς είναι ευεργετικός για όσους δέχονται αλλά και για όσους παρέχουν βοήθεια και όντως η παροχή βοήθειας ή η αίσθηση σύνδεσης και αποτελεσματικότητας που εμπεριέχει, είναι ένας συνετός τρόπος αντιμετώπισης του άγχους.



Ενώ είναι παρηγορητικό να αναλογιστούμε τις θετικές κοινωνικές συνέπειες ενός τόσο δυσφορικού συναισθήματος όπως ο φόβος ή το άγχος, είναι επίσης σημαντικό να λάβουμε υπόψη τα όρια αυτής της σχέσης. Αν και ο φόβος μπορεί να συσπειρώσει τους ανθρώπους, μπορεί επίσης και να τους απομακρύνει. Όπως φαίνεται, προσπαθούμε να απομακρυνθούμε από όσους φοβόμαστε και συχνά φοβόμαστε αυτούς που δεν γνωρίζουμε.

Για παράδειγμα, άνθρωποι διαφορετικής φυλής, θρησκείας ή εθνικότητας συχνά φοβούνται ο ένας τον άλλον. Ο φόβος μπορεί επίσης να μάς κάνει να απαξιώνουμε ανθρώπους τους οποίους, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα φοβόμασταν, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικοί ή ασυνήθιστοι.Λιγότερο εμφανής είναι και ο συμπτωματικός φόβος ή ο φόβος που δεν συνδέεται άμεσα με τις κρίσεις που κάνουμε, ο οποίος μπορεί να αυξήσει την κοινωνική απόσταση ή να μειώσει την ενσυναίσθηση για τους άλλους.

Για παράδειγμα, το άκουσμα ενός τρομακτικού θορύβου ή η θέαση τρομακτικών εικόνων ή ίσως και η σκέψη σχετικά με την απειλή του COVID-19, μπορεί να μειώσει την ενσυναίσθηση για τον πόνο που βιώνει κάποιος άνθρωπος εκτός ομάδας, οδηγώντας σε μια μεροληπτική ενσυναίσθηση. Με άλλα λόγια, η ικανότητά μας να ενωνόμαστε με άλλους, ενόψει απειλών, βασίζεται και στην αίσθηση της κοινής μοίρας και της ταυτότητας και η οποία περιορίζεται από τα όρια της ομάδας.

Πολλοί πολιτικοί, ενστικτωδώς, το γνωρίζουν και ενσωματώνουν τον φόβο στη ρητορική τους για να ενθαρρύνουν το φυλετισμό. Πρόκειται για μια «έξυπνη» τακτική, καθώς τα μηνύματα που υποκινούν τον φόβο είναι δύο φορές πιο αποτελεσματικά στην πόλωση ψήφων, συγκριτικά με τα μηνύματα που δεν εμπεριέχουν φόβο.

Ωστόσο, οι συνέπειες της μεροληπτικής ενσυναίσθησης σχετικά με την κοινωνική πολιτική δεν είναι πάντα κατανοητές, ιδίως όταν πρόκειται για τους περιορισμούς που βασίζονται στην καλή θέληση των κοινοτήτων για την αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε τόσα πολλά καλά και εθελοντικά έργα να γίνονται από κοινότητες, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, και μπορεί κάποιος να μπει στον πειρασμό να τα ερμηνεύσει ως μια καθαρή επίδειξη ανθρώπινης καλοσύνης.

Ωστόσο, όπου υπάρχουν κοινότητες, συνυπάρχουν τόσο «ενταγμένοι» όσο και «αποκλεισμένοι». Ως εκ τούτου, οι αποκρίσεις στην απειλή είναι αναπόφευκτο να ευνοούν κάποιους και να παραμελούν ή ακόμη και να βλάπτουν κάποιους άλλους, συχνά τους λιγότερο προνομιούχους. Η αναγνώριση αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την αποτροπή περαιτέρω ανισότητας.

Η καλή θέληση φέρνει αποτελέσματα, ωστόσο, εάν θέλουμε όντως να είμαστε ευγενικοί, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τη διείσδυση των προκαταλήψεων μας και να αναπτύξουμε μέτρα τα οποία προληπτικά αποτρέπουν, παρακολουθούν και αντιμετωπίζουν τις κοινωνικές ανισότητες και τα οποία επίσης επηρεάζουν τις φαινομενικά αλτρουιστικές προσπάθειές μας για την παροχή βοήθειας σε άλλους.



Συγγραφέας: Manuela Barreto, Ph.D.
Απόδοση: Μαρίλια Γιακουμή - Φιλόλογος - Ειδική παιδαγωγός
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr




Supposed Benefits Of Psychedelic Microdosing To Mental Health May Actually Reflect Strong Placebo Response



By Matthew Warren

An increasingly large body of work suggests that many illicit psychoactive drugs could be useful as treatments for certain mental health problems. Studies have found, for instance, that the psychedelics psilocybin (from magic mushrooms) and LSD can reduce symptoms of anxiety and depression, while MDMA may be useful in treating PTSD.

It’s a different story for a practice known as “microdosing”, however. This involves taking a small quantity of a psychedelic substance — normally too little to produce any perceptible effects — repeatedly over a period of time (every few days for several weeks, say). And as we reported in 2019, although results from some surveys or poorly-controlled trials suggest that microdosing can improve people’s mood or certain aspects of cognition, more rigorous placebo-controlled trials have failed to find any such effects.

A new study in Scientific Reports could explain why. The team, led by Laura Kartner from Imperial College London, finds that people who plan on microdosing do go on to experience a boost to wellbeing and a reduction in anxiety and depression. But the level of improvement depends on how much they expect to improve in the first place, suggesting that any effects on wellbeing may be the result of a strong placebo response.

The researchers recruited 253 people who were planning on microdosing a psychedelic drug such as psilocybin, LSD, or ayahuasca. In the week before the participants began microdosing, they completed a survey about their expectations, indicating how confident they were that the experience would have a positive effect, for instance, and how successful they thought it would be in improving their wellbeing. They also completed a number of other scales, including measures of wellbeing, depressive symptoms, anxiety, and personality traits. Then, once they began microdosing, participants completed weekly measures of wellbeing, depression, and anxiety, and recorded how much of the drug they had taken and whether they had experienced any psychoactive effects.

The team found that after participants started microdosing, their wellbeing increased and symptoms of depression and anxiety decreased. Most of these effects emerged in the first week of taking the drugs, then remained at a similar level for the rest of the four week period. But, importantly, their expectations in the week before beginning to take the drug predict the extent of these changes: those who had a greater expectation that microdosing would produce positive effects tended to show more positive changes in all three measures.

At first glance, it might seem like the study supports the use of microdosing. But the fact that people’s expectations were tied to their response suggests that what seems like a useful therapeutic effect might actually be a placebo effect, driven by what participants want or expect to occur. That could explain why previous placebo-controlled studies have found that microdosing doesn’t produce any beneficial response beyond that of a placebo. Of course, in this case there was no placebo arm of the study, so it’s impossible to tell for sure.

The authors also posit one other intriguing possibility: that the drugs do produce a pharmacological effect in the brain at this low dose, but this doesn’t boost wellbeing — instead, it actually accentuates the placebo response. For instance, microdosing might promote “plasticity” in the brain — the ability to reorganise networks and form new pathways — and this could potentially make any expectation effects even more pronounced. Again, only well-controlled trials will be able to determine whether that’s the case.

Whatever’s going on in the brain during microdosing, it’s clearly worth further examination. But as this study shows, in the absence of more rigorous research, there’s good reason to be sceptical of bold claims about the benefits of microdosing to people’s mental health.


SOURCE:

Monday, 1 February 2021

Study Suggests There Is Not A “Sensitive Period” For Developing Musical Skills




By Emma Young

Mozart famously started playing the piano and composing while still a young child. But if he hadn’t started musical practice then, would his future achievements have been as impressive? Is there, in other words, a “sensitive period” in which the brain is especially susceptible to musical stimulation, and during which a person must start to acquire musical skills in order to achieve their full potential — as is the case for visual perception, say, or language acquisition? There has been a lot of debate about this, but now a major new study of professional musicians and identical and non-identical twins in Sweden suggests not.

The 310 musicians studied by Laura Wesseldijk at the Karolinska Institute and colleagues were all either professionally active or students at a music college. They were aged between 27 and 54 (to match the age range of the twin sample) and had started musical training between the ages of two and 18. These participants reported on when they started that training and how many hours a week they had spent in music practice up to the age of 18, as well as in adulthood. Their musical aptitude was measured using an online test of ability to discriminate pitch, melody and rhythm. They also reported on their level of musical achievement, giving details of how many works they had composed and had performed, any radio or TV recordings, and any music awards, for example.

The twin data came from the Swedish Twin Registry. Some 7,786 twins reported having played music at some point in their lives, and of these, 4,814 had taken the same musical discrimination test, and 4,887 had provided information on their musical achievement (giving details of any compositions and amateur performances, or awards, for instance).

The team did indeed find that for both the professionals and twins, those who’d started their musical training before the age of 8 went on to develop greater musical aptitude and higher levels of achievement.

However, when the researchers took total lifetime hours of practice into account, only the link with musical aptitude remained — and it became limited. Starting training at a younger age was associated with better pitch — but not rhythm — discrimination. (This tallies with some recent work finding that children who received musical training before the age of 7 did better on melody, but not rhythm, tests than children who’d started their training later.)

And when the researchers looked more closely at the twin data (by considering, for example, pairs of identical twins who had started musical training at different ages, and data for identical vs nonidentical twins), they found that the association between starting training earlier and doing better later could be fully explained by shared genetic and environmental factors . That is, there was no need to invoke a “sensitive period” to explain why kids who start musical training in early childhood tend to do better later, but instead musicians (professional or amateur) who start tuition earlier and do better on the tests later may have benefitted from inheriting “musical” genes from their parents and from growing up in a musical environment at home. Their parents may have been better able to spot and foster musical talent in the children, and organised tuition for these children at a younger age, which made for more lifetime practice hours.

In fact, the new results “provide little direct support that early training has a specific, causal effect on later performance and achievement,” the researchers write.

There are other fields — notably sport — in which it’s also been suggested that there’s a sensitive period for training in childhood, to maximise later performance. However, findings in this area have been mixed, too. Some studies that have found a benefit to starting early have failed to take into account total lifetime hours of practice, the researchers point out. One 2017 study of athletes even found that those who’d won medals had specialised in their main sport significantly later than non-medallists (though they had been involved in other sports for longer).

In the field of music, starting early is clearly associated with better later performance. But if you’re worrying that perhaps you’ve missed a critical window of greater brain responsiveness for your own child to start musical training, the lesson from the new work seems to be: don’t.


ΠΗΓΗ: