Friday, 28 December 2018

«Χριστούγεννα» σημαίνει αναμνήσεις




Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν.. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος, οι πόλεις έχουν φορέσει τα γιορτινά τους, οι πλατείες και οι γειτονιές έχουν φωτιστεί και οι γονείς με τα παιδιά επισκέπτονται γιορτινές εκδηλώσεις και πολυκαταστήματα, για να βιώσουν το χαρμόσυνο πνεύμα των ημερών. Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το γιορτινό πνεύμα ο καθένας μας βιώνει τα Χριστούγεννα με διαφορετικό τρόπο και αυτή η χαρμόσυνη γιορτή έχει άλλη σημασία για τον καθένα από εμάς.

Τα Χριστούγεννα μοιάζουν να είναι μια παράξενη γιορτή. Όσο είμαστε παιδιά, ανυπομονούμε να έρθουν κι ευχόμαστε να κρατήσουν για πάντα. Έπειτα μπαίνουμε στην εφηβεία και επαναστατούμε στις οικογενειακές συνήθειες, σε μια προσπάθεια να είμαστε διαφορετικοί, ενώ παράλληλα το παιδί μέσα μας τα λαχταρά κρυφά. Αργότερα ενηλικιωνόμαστε, ζούμε σε διαφορετικούς ρυθμούς και σταδιακά πολλές χαρές της παιδικής μας ηλικίας παίρνουν τη μορφή στερεοτύπων και μοιάζουν να εξασθενούν.Ώσπου έρχεται κάποτε εκείνη η στιγμή που μπαίνουν στη ζωή μας τα παιδιά, τα δικά μας παιδιά ή των οικείων μας. Κάποιοι γινόμαστε γονείς, κάποιοι νονοί, κάποιοι θείοι. Είναι τότε που γινόμαστε πιο ώριμοι και ταυτόχρονα βιώνουμε το παράδοξο να νιώθουμε κάτι το πολύ παιδικό μέσα μας, καθώς σιγά – σιγά τα Χριστούγεννα ξαναμπαίνουν στη ζωή μας. Κι έτσι, μέσα από τα παιδικά μάτια, τα χαιρόμαστε, τα θυμόμαστε και θέλουμε το ίδιο και για αυτά. Ωστόσο, τι θυμούνται τα παιδιά από τα Χριστούγεννα;

Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι τα παιδιά δεν έχουν καμία συνειδητή ανάμνηση πριν την ηλικία των τριών ετών. Αυτό σχετίζεται με τρεις παράγοντες: την κατάκτηση της γλώσσας, απαραίτητη για την καταχώρηση των βιωμάτων στον εγκέφαλο, τη νευρολογική ωρίμανση του εγκεφάλου, απαραίτητη για την αποθήκευση των βιωμάτων στον εγκέφαλο, και την ανάπτυξη του εαυτού, απαραίτητη για να αντιλαμβάνεται το άτομο την έννοια του χρόνου και την ύπαρξή του ως ξεχωριστή οντότητα από το περιβάλλον. Σε συνειδητό επίπεδο, λοιπόν, φαίνεται να μη θυμόμαστε κάτι από τα πρώιμα παιδικά μας χρόνια. Σε ασυνείδητο επίπεδο, όμως, τι συμβαίνει;

Σύμφωνα με τη Γνωσιακή Προσέγγιση, το παιδί επεξεργάζεται τις πληροφορίες που δέχεται μέσω των αισθήσεων, των εικόνων και των λέξεων. Αρχικά οι πληροφορίες επεξεργάζονται μέσω των αισθήσεων σε ένα πιο πρωτόγονο επίπεδο. Αργότερα η επεξεργασία των πληροφοριών γίνεται οπτικά μέσω εικόνων, που μπορεί να έχουν τη μορφή φωτογραφίας ή κινηματογραφικής σκηνής. Τέλος, το παιδί της επεξεργάζεται με λεκτικό τρόπο, μέσω λέξεων και αφηρημένων εννοιών. Επομένως, τις πιο πρώιμες αναμνήσεις αδυνατούμε να τις θυμηθούμε όπως και όποτε θέλουμε. Ωστόσο κάποια γεγονότα έχουν καταγραφεί στη μνήμη μας ως αισθήσεις ή εικόνες συνυφασμένες με συναισθήματα.

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι τα συναισθήματα μοιάζουν να αποτελούν τον συνδετικό κρίκο με τις παιδικές μας αναμνήσεις, καθώς δείχνουν το πόσο έντονη ήταν συναισθηματικά για μας μία κατάσταση. Έτσι, ένα παιδί μπορεί να αισθάνεται ευχάριστα με ένα τραγούδι ή μυρωδιά, αν η ανάμνηση τους έχει συνδεθεί με μια στιγμή που αισθανόταν ευτυχισμένο και ασφαλές με τους γονείς του. Συνεπώς, ακόμη κι αν δεν θυμόμαστε συνειδητά συγκεκριμένα γεγονότα, οι θετικές ή αρνητικές καταγραφές είναι απολύτως και σαφώς συσχετισμένες με τα συναισθήματα που βιώσαμε μια ορισμένη στιγμή. Και είναι αυτές οι καταγραφές, οι αναμνήσεις που μας καθορίζουν και μας διαμορφώνουν. Ως παιδιά κρατάμε τις αναμνήσεις από τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα, αλλά και κάθε ευτυχισμένη στιγμή, για όλη μας τη ζωή, αναμνήσεις που μας στηρίζουν σε δύσκολες στιγμές και χρωματίζουν άλλες χαρούμενες. Τι μπορεί να κάνει, όμως, τα Χριστούγεννα ενός παιδιού ευτυχισμένα;

Όσον αφορά τους γονείς, τα Χριστούγεννα είναι ιδιαίτερες μέρες για τα παιδιά τους, γι’ αυτό και προσπαθούν να γεμίσουν τις μέρες τους με ξεχωριστές δραστηριότητες και να τους αγοράσουν πολλά δώρα. Ωστόσο, ως επί το πλείστον φαίνεται πως κινούνται σε ένα πλαίσιο καταναλωτισμού, πιστεύοντας ότι με πολλά δώρα και εξόδους προσφέρουν στα παιδιά τους υπέροχα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα είναι γιορτή αγάπης, συντροφικότητας και προσφοράς, κι ίσως η καταλληλότερη εποχή για να αναπληρώσουμε όλο τον χρόνο που χάσαμε με τα παιδιά λόγω των υποχρεώσεων μας και της καθημερινότητας. Ίσως θα ήταν καλύτερα να δούμε τα Χριστούγεννα σαν μία ευκαιρία να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στα παιδιά μέσα σε πιο χαλαρούς ρυθμούς, να παίξουμε και να επικοινωνήσουμε πιο ουσιαστικά, να τα ακούσουμε και να τους μιλήσουμε. Κι επιπλέον, οφείλουμε να τους δείξουμε ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων είναι το πνεύμα της αγάπης και της προσφοράς, και όχι της κατανάλωσης και της απαίτησης για πολλά και φανταχτερά δώρα.


ΚΑΘΩΣ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΜΕ, ΚΑΛΟΥΜΑΣΤΕ ΝΑ ΑΝΤΑΠΕΞΕΛΘΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΓΡΗΓΟΡΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΝΑΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ.

Ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα φετινά Χριστούγεννα, που τα βιώνουμε εν μέσω οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, αλλαγές που μας κατακλύζουν καθημερινά, δυσάρεστες καταστάσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιλαμβάνονται και τα παιδιά. Τα Χριστούγεννα είναι μία εποχή που μας δίνει τη δυνατότητα να αισθανθούμε και πάλι παιδιά μ’ έναν ξέγνοιαστο και αθώο τρόπο, να ξεφύγουμε από τους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας και να ξαναθυμηθούμε το πνεύμα αγάπης και αλληλεγγύης αυτών των ημερών. Έτσι, λοιπόν, το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνεισφέρουμε, ώστε να μείνουν στα παιδιά ωραίες αναμνήσεις, ακόμα κι αν αυτές δεν μπορούν να απαθανατιστούν με μία κάμερα ή φωτογραφική μηχανή. Αναμνήσεις που θα είναι ολότελα δικές τους, αναμνήσεις που θα λαχταρούν αργότερα να ζήσουν και τα δικά τους παιδιά.

ΠΗΓΗ:


Όσα δεν θέλω να κάνω φέτος τα Χριστούγεννα




Είναι η εποχή της λίστας: Λίστα για τα δώρα, για τις ευχετήριες κάρτες, για τις κοινωνικές υποχρεώσεις και για όλα όσα έχουμε να κάνουμε. Το πρόγραμμά μας υπερφορτώνεται και φαίνεται ατέλειωτο. Θα ήθελα να σας εξομολογηθώ κάτι: μερικές φορές ξαναβάζω στη λίστα μου πράγματα που έχω ήδη κάνει μόνο και μόνο για να τα ξαναδιαγράψω και με αυτό τον τρόπο να νιώσω ότι έχω επιτύχει κάτι.

Οι λίστες μας βοηθούν να προγραμματίζουμε τις υποχρεώσεις των γιορτών που προστίθενται στην πολυάσχολη καθημερινότητα. Όμως σήμερα οι απαιτήσεις και τα καθήκοντα που χρειάζεται να αναλάβω για να είναι και οι φετινές γιορτές λαμπερές κι αξέχαστες με κουράζουν. Σε μια στιγμή επαναστατικότητας, σχεδίασα μια λίστα «Μην το κάνεις». Ναι, είναι ακόμα μια λίστα. Αλλά μου υπενθύμισε κάποια πράγματα που δε χρειάζεται να κάνω προκειμένου να είμαι ευχαριστημένη κι ευχάριστη βλέποντας τα πράγματα με κάποια άλλη προοπτική.

Προκειμένου να μειώσω το άγχος και να αυξήσω τη γιορτινή μου διάθεση φέτος, υπόσχομαι (με τυχαία σειρά):
Να μην ψήσω δώδεκα είδη από κουλουράκια, δυο είναι αρκετά. Πράγματι, είναι όμορφο για τα παιδιά να επιστρέφουν σε ένα σπίτι που μοσχομυρίζει φρεσκοψημένα κουλουράκια. Είναι όμως ακόμα πιο όμορφο τα παιδιά να επιστρέφουν σε μια μαμά που δε αγχώνεται για το αν πέτυχαν ή όχι τα κουλουράκια της.
Να μην σπαταλήσω χρήματα. Είναι πολύ δελεαστικό να κακομαθαίνει κανείς τα παιδιά του, αλλά η υπερφόρτωση της πιστωτικής μας κάρτας, μπορεί να χαλάσει τη διάθεση των έξι επόμενων μηνών.
Να μην αγχωθώ και υποκύψω στο περιττό έξοδο και στείλω ευχετήριες γιορτινές κάρτες στους ανθρώπους που συναντώ κάθε μέρα. Οι κάρτες είναι υπέροχες όταν απευθύνονται σε φίλους και συγγενείς που μένουν μακριά και για τους οποίους η κάρτα είναι ένας από τους τρόπους να μένουμε σε επαφή. Όμως για τους γείτονες, τους φίλους και τους συνεργάτες που συναντώ συχνά, ένα εγκάρδιο «χρόνια πολλά» αρκεί.
Να μην υποκύψω στα παρακάλια των παιδιών να αγοράσουμε το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Δεν το αποφεύγουμε εύκολα αυτό, παρά το γεγονός ότι όταν φτάνουμε σπίτι κόβουμε 1 μέτρο δέντρο για να χωρέσει. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι μπορεί τα δίμετρα δέντρα να σας φαίνονται καχεκτικά στα σημεία πώλησής τους, αλλά στο σαλόνι μας δείχνουν εντυπωσιακά.
Να μην βάλω κάθε παιδί που γνωρίζω στην αγκαλιά του Αϊ – Βασίλη για να βγάλει την καθιερωμένη φωτογραφία εκτός αν μου ζητήσει το ίδιο το παιδί. Από τη μια συμβουλεύουμε τα παιδιά να μη μιλάνε σε αγνώστους όλο τον υπόλοιπο χρόνο και στις γιορτές τα προτρέπω να νιώσουν άνετα με αυτό το μεγαλόσωμο ντυμένο στα κόκκινα άντρα που καμιά φορά τους φαίνεται και λιγάκι τρομακτικός; Όχι. Όσο χαριτωμένες και αν είναι οι φωτογραφίες δεν αξίζουν τον κόπο να τραυματιστεί ψυχικά κανένα παιδί.
Να μην ξεκινήσω δίαιτα. Έχω υπόψη μου ότι πρέπει να τρώω υγιεινά και ισορροπημένα γεύματα, αλλά αυτή δεν είναι η στιγμή να βασανίσω εμένα και όλους τους άλλους γύρω μου προσπαθώντας να χάσω 4 κιλά μέχρι την Πρωτοχρονιά. Η αυστηρότητα στα θέματα διατροφής τις γιορτινές μέρες συχνά είναι μια άσκηση στη ματαίωση και μπορεί να πυροδοτήσει δυσάρεστα συναισθήματα και σε άλλους ανθρώπους. Έτσι κι αλλιώς η πρωτομηνιά του καινούργιου χρόνου και οι αποφάσεις που τη συνοδεύουν έρχεται σύντομα!
Να μην σπαταλήσω όλο μου το χρόνο ψάχνοντας τα τέλεια δώρα όταν το πιο σημαντικό πράγμα είναι ο χρόνος που μπορώ να διαθέσω σε φίλους και συγγενείς. Οι περισσότεροι ενήλικες που γνωρίζω δεν έχουν ανάγκη από περισσότερα υλικά πράγματα. Μας λείπουν οι γεμάτες νόημα συζητήσεις, ο χρόνος να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας ή απλά η θαλπωρή του να είμαστε όλοι συγκεντρωμένοι στο ίδιο μέρος πού και πού.
Να μην ζητήσω από το σύζυγό μου να με συνοδεύσει στο πάρτυ της δουλειάς. Ας το παραδεχτούμε είναι βαρετό για τον οποιοδήποτε να ακούει ανθρώπους να συζητούν για πράγματα για τα οποία δεν έχει ιδέα για ένα ολόκληρο βράδυ. Εγώ θα πάω να περάσω κάποιες χαλαρωτικές στιγμές με τους συναδέλφους κι εκείνος μπορεί να βγει για ψώνια ή για βόλτα με τα παιδιά μας.
Να μην παραμελήσω το σύζυγο στην προσπάθειά μου να χαροποιήσω τα παιδιά μας. Κατά τη διάρκεια των διακοπών ας βγούμε ένα βράδυ τουλάχιστον οι δυο μας. Μπορούμε απλά να κάνουμε μια βόλτα στη γειτονιά ή να πάμε για ένα ρομαντικό δείπνο σ’ ένα εστιατόριο. Το θέμα είναι να είναι η σχέση μας πρώτη στη λίστα με τις προτεραιότητές μας.
Να μην ακολουθήσω ευλαβικά καμία λίστα –ούτε καν αυτή. Υπόσχομαι να είμαι πιο ευέλικτη, ν’ αφήσω στην άκρη πράγματα που δε θέλω να κάνω, δεν προλαβαίνω να κάνω ή δεν ξέρω να κάνω. Νομίζω θα διαγράψω ακόμα περισσότερα πράγματα από τη λίστα μου για καλό και για κακό. Να, έτσι. Ήδη νιώθω καλύτερα.

ΠΗΓΗ:

The Extremely Popular Drink Linked To Brain Damage







It can damage memory, problem-solving skills and the ability to read emotions.



Alcohol consumption is regularly linked to long-term brain damage by research.

It can damage memory, problem-solving skills and the ability to read emotions.


Even moderate alcohol intake is linked to brain damage and worse mental skills.

There is little or no evidence that even low levels of alcohol are beneficial for the brain.

Dr Ksenija Marinkovic, the study’s first author, said:


“Like most body organs, the brain is vulnerable to injury from excessive alcohol consumption.

Most common deficits include difficulties with memory, reduced reasoning and problem solving abilities, and emotional abnormalities.”

Naturally, alcoholics are at a much higher risk of brain damage.


One aspect of this is a deficit in reading facial emotions, said Dr Marinkovic:



“Alcoholics have problems in judging the emotional expressions on people’s faces.

This can result in miscommunication during emotionally charged situations and lead to unnecessary conflicts and difficulties in interpersonal relationships.

The resulting negative repercussions can, in turn, contribute to increased drinking.”

The study involved 30 people, half of whom were recovering alcoholics.

Their brains were scanned while they were given a test of how good they were at reading emotions from faces.

The results showed that recovering alcoholics did worse.

The area of the brain important for processing emotions — the amygdala — did not respond as strongly in recovering alcoholics.

Dr Marinkovic explained:



“…deficient activation of limbic structures inside the temporal lobes – the amygdala and hippocampus – may underlie emotional difficulties in abstinent long-term alcoholics.

Whereas nonalcoholic adult men showed stronger activation in the amygdala and hippocampus when viewing faces with emotional expressions, the alcoholics showed decreased activation in these brain areas, and furthermore responded in an undifferentiated manner to all facial expressions.”

Professor Edith V. Sullivan, study co-author, said:


“…alcoholics may be at a special disadvantage in detecting emotion-filled facial expression, which we all naturally use to convey information, such as warnings, love, anger, and defense, among others, and assume that the intended message is accurately perceived.”

SOURCE:

Friday, 21 December 2018

Η ψυχολογία των γιορτών: Οικογένεια, προσδοκίες, εντάσεις και φόβοι


Ανέκαθεν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς χαρακτηρίζονταν από έντονη συναισθηματική φόρτιση. Οι περισσότεροι τις ταυτίζουν με συναισθήματα χαράς, ελπίδας, αγάπης, ζεστασιάς, αισιοδοξίας, γιατί θα έρθουν κοντά με αγαπημένα πρόσωπα, θα προσφέρουν και θα πάρουν φροντίδα και αναγνώριση, θα διασκεδάσουν, θα απολαύσουν αγαπημένα φαγητά και γλυκά. Τα Χριστούγεννα ασφαλώς είναι μια σπουδαία οικογενειακή γιορτή, αφιερωμένη περισσότερο στα παιδιά. Οι μέρες των σχολικών διακοπών, η μαγεία του στολισμού και όλες αυτές οι προετοιμασίες, τα ήθη και τα έθιμα, σημαδεύουν ανεξίτηλα την παιδική ζωή με υπέροχες, νοσταλγικές αναμνήσεις. Παραδόσεις, λοιπόν, χριστουγεννιάτικες, αν και εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους και συνήθειες, έχουν μια παγκόσμια κυρίαρχη τελετουργική έκφραση: τη συνάντηση των περισσότερων μελών της ευρείας οικογένειας γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Υπάρχει, όμως, και μία μεγάλη αριθμητικά μερίδα ανθρώπων, που οι συγκεκριμένες γιορτές τους δυσκολεύουν πολύ και τους φορτίζουν με άγχος, νεύρα, θλίψη και μελαγχολία. Γιατί; Η απάντηση είναι πολυδιάστατη. Βρίσκεται στον συμβολισμό της γιορτής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, και στους τρόπους με τους οποίους υποδεχόμαστε ψυχικά αυτές τις γιορτές. Στις προσδοκίες που έχουμε από τον εαυτό μας και τους άλλους. Στα πρακτικά, ψυχικά και υπαρξιακά κωλύματα που μας συνδέουν με τα Χριστούγεννα, αλλά κυρίως στις γνωστές και στις λιγότερο γνωστές και σε μας τους ίδιους, στάσεις που έχουμε απέναντι στα παραπάνω.

Οι προσδοκίες των άλλων από μας, η κυριαρχία των «πρέπει» και τα ανεπίγνωστα «θέλω»

Οι γιορτές συνοδεύονται από αρκετές τελετουργικές εκδηλώσεις και συνήθειες. Από εσωτερικευμένες «φωνές» και επιταγές. («Τι πρέπει να κάνω για να περάσω καλά; Τι πρέπει να κάνω για να περάσουν καλά οι άλλοι; Τι περιμένουν τα μέλη της οικογένειάς μου από μένα; Τι οφείλω να αγοράσω στα παιδιά, στους γονείς, στα αδέρφια; Τι πρέπει να φορέσω για ξεχωρίσω;/ να περάσω απαρατήρητη;/ πως πρεπει να φερθώ στο πάρτι; Πως θα τα καταφέρω να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι; Θέλω να είμαι σωστή απέναντι σε όλους, κ.λ.π.)

Όταν τις γιορτές τις συνδέουμε με αμέτρητα «πρέπει» και καταναγκασμούς, όταν υπερφορτώνουμε το πρόγραμμα μας με πάρα πολλές υποχρεώσεις και δεν φροντίζουμε καθόλου τον εαυτό μας, όταν δεν ακούμε τα προσωπικά μας «θέλω» και τις πραγματικές μας ανάγκες, είναι αναμενόμενο να θέλουμε να περάσουν σαν νερό αυτές οι δύο εορταστικές εβδομάδες, για να «γλυτώσουμε από τα βασανιστήρια». Ακόμα κι αν κάποιος είναι αποφασισμένος ότι δεν τον αφορά το κυνήγι του υπερκαταναλωτισμού των γιορτών, και δεν επιθυμεί να ενδώσει σ αυτόν, είναι πολύ δύσκολο να μην επηρεαστεί από την μαζική προσδοκία των γιορτινών ημερών.


ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΑΥΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ: ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ.

Και ακόμα και η άρνηση του εορτασμού ή και η θλίψη και η μελαγχολία που προκύπτει συχνά από αυτές, δεν παύουν να είναι μια αντίδραση στην ασφυκτική πίεση που μας ασκούν οι εσωτερικευμένες φωνές. Οι προσδοκίες που έχουμε «καταπιεί» από τότε που ήμασταν μικρά παιδιά, ορίζουν τι χρειάζεται να γίνει μέσα στις γιορτές για να πάνε τα πράγματα «όπως πρέπει», αλλά όχι κατ’ ανάγκη όπως χρειάζεται για είμαστε χαρούμενοι.

Οικογενειακές παρεξηγήσεις

Συχνά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις μέσα στις γιορτές (ειδικά αυτές που γίνονται «κατ’ ανάγκην», και όταν οι άνθρωποι έχουν να βρεθούν καιρό) αναδύονται δυσάρεστα συναισθήματα για άλλα πρόσωπα της οικογένειας και πολλές φορές μέσα από κουβέντες προκύπτουν παρεξηγήσεις που καταλήγουν και σε τσακωμούς.

Οι άνθρωποι που έχοντας οι ίδιοι «χαθεί» μέσα στην καθημερινότητα του χρόνου που τελειώνει, κι έχοντας χαθεί -σχεσιακά μιλώντας- και με τους δικούς τους, περιμένουν τις γιορτές για να συσφίξουν τις σχέσεις τους. Ελπίζουν ότι θα αποκαταστήσουν μέσα σε λίγες μέρες ό,τι έχασαν, παρασυρμένοι στην λήθη της καθημερινότητας, όλες τις προηγούμενες μέρες του χρόνου. Ελπίζουν πως η μονότονη και άδεια τους ζωή θα γεμίσει, θα αλλάξει, θα μεταμορφωθεί, όπως μεταμορφώνονται οι δρόμοι και οι πλατείες που στολίζονται με φώτα και λαμπιόνια. Η ελπίδα όμως δημιουργεί άγχος. Ο φόβος για αποτυχία και για -ακόμα μεγαλύτερη- μοναξιά μεγαλώνει, μαζί με τις προσδοκίες που έχουμε «να είναι φέτος όλα διαφορετικά…». Γι’ αυτό μεγαλώνει και η ένταση στις διαπροσωπικές σχέσεις, και κυρίως στις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, αφού σε αυτές τις σχέσεις μας εναπόκεινται οι μεγαλύτερες προσδοκίες μας για ψυχική αποκατάσταση κι ευτυχία.

Απ’ την μια, συχνά, άτομα, μέλη μιας οικογένειας, περιμένοντας υποσυνείδητα ότι θα απογοητευτούν και δεν θα βρουν την θαλπωρή και την φροντίδα που επιθυμούν στο οικείο τους περιβάλλον και στις κοντινές φιλικές τους σχέσεις, δημιουργούν εντάσεις και τσακωμούς, ώστε να επαληθευτεί η προϋπάρχουσα αίσθηση απογοήτευσης και ματαίωσης. Από την άλλη, όσο κανείς, επιθυμώντας την διαπροσωπική συνεύρεση, κι έχοντας την ανάγκη της αγκαλιάς -συμβολικής και φυσικής- του άλλου, προσπαθεί να τον πλησιάσει, μέσα στο κλίμα της «ζεστασιάς» των γιορτινών ημερών, τόσο μπορεί να αισθάνεται αυτό το πλησίασμα σαν κάτι επικίνδυνο, αφού ενέχει την πιθανότητα της ματαίωσης και μπορεί να ανατρέψει την -ούτως ή άλλως- προβληματική του ψυχική ισορροπία. Το βασικό πρόβλημα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι πως συνήθως δεν έχει επίγνωση των συναισθημάτων του ο άνθρωπος που φοβάται την εγγύτητα. Κι έτσι, βιώνει το κάλεσμα στην εγγύτητα -που ούτως ή άλλως εμπεριέχουν αυτές οι γιορτές- ως ασφυκτικό και απαιτητικό, ιδιαίτερα αν προϋπάρχει σύγχυση στην δομή της προσωπικότητας του και της οικογένειάς του.

Στο τέλος της ημέρας, ακόμα κι αν ο άνθρωπος βρει την ιδανική κατάσταση που ψάχνει στο εορταστικό περιβάλλον της οικογένειάς του, της συντροφικής ή της φιλικής του σχέσης υπάρχει πάντοτε ο υποσυνείδητος φόβος ότι θα την χάσει, και θα βρεθεί πάλι απογοητευμένος και μόνος. Έτσι, συχνά πολλά άτομα έχουν την τάση να δημιουργούν διαπροσωπικές εντάσεις αυτήν την περίοδο. Εντάσεις που λειτουργούν στην συνείδηση τους ως «ζώνη ασφαλείας», η οποία θέτει μια εσωτερική απόσταση ανάμεσα στον εαυτό τους και τον άλλον άνθρωπο. Ώστε να μην απογοητευτούν σε περίπτωση που το πλησίασμα δεν πετύχει.

ΠΗΓΗ:

Psychology research is still fixated on a tiny fraction of humans – here’s how to fix that


Nearly 95 per cent of participant samples in a leading psychology journal were from Western countries


For a long time, some psychologists have understood that their field has an issue with WEIRDness. That is, psychology experiments disproportionately involve participants who are Western, Educated, and hail from Industrialised, Rich Democracies, which means many findings may not generalise to other populations, such as, say, rural Samoan villagers.

In a new paper in PNAS, a team of researchers led by Mostafa Salari Rad decided to zoom in on a leading psychology journal to better understand the field’s WEIRD problem, evaluate whether things are improving, and come up with some possible changes in practice that could help spur things along.

For their paper, nicely titled, “Toward a psychology of Homo sapiens: Making psychological science more representative of the human population,” Rad and his colleagues pulled two samples of articles published in Psychological Science: all articles published in 2014, and the last three issues from 2017. Unfortunately for the field of psychology, they found little evidence to suggest that Psychological Science, published by the US-based Association for Psychological Science, has addressed the WEIRD problem.

Looking at the participant groups in the subset of the 2014 articles in which authors included demographic information, “57.76% were drawn from the US, 71.25% were drawn from English-speaking countries (including the US and UK), and 94.15% … sampled Western countries (including English-speaking countries, Europe, and Israel).” The 2017 numbers weren’t much better.

So there’s clearly a problem. But, Rad’s team added, “[p]erhaps the most disturbing aspect of our analysis was the lack of information given about WEIRDness of samples, and the lack of consideration given to issues of cultural diversity in bounding the conclusions”. That is, the articles they examined all too often omitted information that could help other researchers note WEIRDness when it occurs, and all too often explicitly over-extrapolated findings drawn from WEIRD samples. Summing up these problems in the 2014 sample, Rad and his colleagues said: “Over 72% of abstracts contained no information about the population sampled, 83% of studies did not report analysis of any effects of the diversity of their sample (e.g., gender effects), over 85% of studies neglected to discuss the possible effects of culture and context on their findings, and 84% failed to simply recommend studying the phenomena concerned in other cultures, implying that the results indicated something generalizable to humans outside specific cultural contexts.”

SOURCE:

Wednesday, 19 December 2018

Είναι απλώς εμμηνόπαυση… όχι σεξόπαυση!

Η ανθρώπινη ζωή δημιουργείται, αναπτύσσεται και προχωρά στο χρόνο, βιώνοντας τις σωματικές αλλαγές της εκάστοτε ηλικιακής ομάδας στην οποία βρίσκεται. Ο χρόνος είναι μία έννοια την οποία έχουμε μάθει να φοβόμαστε, βλέποντας σε αυτόν ένα αναπόφευκτο τέλος, που η δίψα για ζωή δεν είναι αρκετή για να το ανατρέψει. Κάθε ηλικιακό στάδιο όμως χαρακτηρίζεται από διαφορετική ομορφιά, εμπειρίες και ουσία. Στο άκουσμα της εμμηνόπαυσης πολλές γυναίκες σοκάρονται, καθώς ο όρος αυτός έχει συνδεθεί ανά τα χρόνια με την εμφάνιση του γήρατος και στερεότυπους ρόλους που θεωρούν την γυναικεία σεξουαλική έκφραση περιορισμένη και με την πάροδο του χρόνου μειούμενη. Αυτές οι στάσεις συνοδευόμενες από τις ορμονολογικές μεταβολές που υφίσταται το σώμα που εισέρχεται στη εμμηνόπαυση, δημιουργώντας αγωνία και ανασφάλεια στην γυναίκα της μέσης ηλικίας σε σχέση με την εικόνα της και την σεξουαλική της ζωή.

Η γυναίκα περνώντας το σκαλοπάτι της μέσης ηλικίας, δηλαδή από τα 50 και μετά, δεχόμενη τις μεγάλες ορμονικές μεταβολές που ζει, περνάει από διάφορα ψυχικά και σωματικά στάδια που μεταβάλλουν προοδευτικά την σεξουαλική της συμμετοχή και κυρίως την επιθυμία και τον οργασμό ως κορυφαία μέρη του σεξουαλικού της ρόλου. Οι ορμόνες και κυρίως η οιστραδιόλη σιγά – σιγά χάνεται, ο κόλπος της γίνεται πιο στεγνός και άκαμπτος και η επαφή της με τον ερωτικό της σύντροφο, δυσκολεύεται στη διείσδυση και τον οργασμό. Ο πόνος από τη μία και η δυσκολία να φτάσει στην κορύφωση από την άλλη, την αγχώνουν και την κάνουν να νιώθει ότι μειονεκτεί, ενώ παράλληλα βομβαρδίζεται από ψυχικά και ψυχοσωματικά φαινόμενα, όπως είναι η κατάθλιψη, η έντονη νευρικότητα, οι εξάψεις αλλά και ολλές άλλες σωματικές εκδηλώσεις που την ακολουθούν με υφέσεις και εξάρσεις.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι γυναίκες που περνούν στην εμμηνόπαυση είναι πιο ευάλωτες στις σεξουαλικές δυσλειτουργίες εφόσον οι ενδοκρινολογικές αλλαγές που βιώνουν επισκιάσουν την φύση τους, την εικόνα το σώματός τους και την αυτοεκτίμισή τους. Μάλιστα μια πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2017 στο Health Care for Women International, όπου συμμετείχαν 282 γυναίκες στην κλιμακτήριο, έδειξε πως το 79,4% εμφάνιζε κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία (30.5% μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, 30.5% πόνο κατά την σεξουαλική επαφή, 27.3% δυσκολία επίτευξης οργασμού, 25.2% μειωμένη κολπική εφύγραση, 24.1% δυσκολία στην διέγερση, 9.9% δυσκολία σεξουαλικής ικανοποίησης). Όσο τα παράπονα για τα συμπτώματα αυξάνονται, τόσο πτωτική τάση έχουν οι σεξουαλικές λειτουργίες και η ικανοποίηση από την σεξουαλική δραστηριότητα.


Βασικό κομμάτι της ζωής της είναι η προσωπική της συναισθηματική ικανοποίηση, η συντροφική της αναγνώριση και ο βαθμός επικοινωνίας που έχει με τον σύντροφό της. Το κάθε μέρα της, εμπλουτίζεται με ανάγκες που προκύπτουν με σκοπό να της προσδώσουν αξία, αλλά και ερωτική επιβεβαίωση, αισθανόμενη δεδομένη στο σύντροφο, νέα όμως στα κοινωνικά δρώμενα της εποχής και επιθυμητή από άλλους άνδρες μεγαλύτερους και μικρότερους από αυτήν. Άλλωστε δεν είναι σήμερα η γιαγιά και η γερασμένη γυναίκα που υπηρετεί τις ανάγκες των παιδιών της, που πλέον στην εποχή μας δεν έχει εγγόνια, αφού τα παιδιά της παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να διατηρήσει την εικόνα της και τον εαυτό της, πιο νεανικό και ενδιαφέρον για το περιβάλλον της. Η μεγάλη αλλαγή της είναι ότι έχει έντονη κοινωνική παρουσία και δεν μαραζώνει μέσα στο σπίτι, περιμένοντας τους δικούς της ανθρώπους για να την επισκεφτούν και να γευτούν «την κατσαρόλα της» όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. Παλεύει στα γυμναστήρια και μάχεται με τον χρόνο, που όντως είναι σκληρός μαζί της, σε σχέση με τον άνδρα που φαίνεται πιο εύκολα νεανικός από εκείνη.

Έτσι λοιπόν, αυτός ο «χειμώνας» που φέρνει η εμμηνόπαυση στη σεξουαλικότητα της γυναίκας δεν διαρκεί για πάντα. Κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια μετά την είσοδο στην εμμηνοπαυσιακή περίοδο, η σεξουαλική επιθυμία επανέρχεται και το σεξ μπορεί να «ανθίσει». Σαφώς όμως η ύπαρξη συντρόφου, η στήριξη και κατανόηση από μέρος του παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξομάλυνση αυτών των ψυχοσυναισθηματικών διακυμάνσεων. Για αυτό το λόγο, η σωστή ενημέρωση για το τι πραγματικά συμβαίνει στο σώμα και την ψυχολογία σε αυτή τη φάση θα βοηθήσει την κάθε γυναίκα να δεχθεί τις αλλαγές που υφίσταται και να απολαύσει μια εξίσου όμορφη χρονική περίοδο της ζωής της που μπορεί να της δώσει πολλές χαρές και απολαύσεις.

Η εμμηνόπαυση για την γυναίκα σηματοδοτεί πολλές αλήθειες και ψέματα. Κυνηγάει τον εαυτό της, συναντάει τον σύντροφό της, διαλύει τον γάμο της, δημιουργεί καινούργιες σχέσεις και βρίσκεται στο δρόμο της συνεχούς αναζήτησης, περνώντας τα χρόνια της μέσης ηλικίας με χαρές και λύπες, αλλά κυρίως με τον μήνυμα ότι δεν υπάρχει μαρασμός και παραίτηση και ούτε ασθένεια που θα την νικήσει εάν η ίδια ξέρει να πολεμήσει. Το σεξ μέσα σε όλα αυτά είναι η πιο δυνατή φωτογραφία του άλμπουμ που γράφει απέξω εμμηνόπαυση αλλά μέσα είναι γεμάτο από φωτογραφίες γοητείας, έλξης και νιότης που η γυναίκα εξακολουθεί να αισθάνεται και να διεκδικεί. Όσο για τον σύντροφό της, καλό θα κάνει να την δει προτού την δει κάποιος άλλος…

ΠΗΓΗ:

Αναλγητικό για τα μωρά το απαλό χάδι




Ευεργετικά είναι τα χάδια για το νεογνό, καθώς συμβάλλουν στην απομάκρυνση του στρες, στο δέσιμο με τον γονιό και στην ανακούφισή τους.

Μπορεί εμπειρικά να το γνωρίζαμε, αλλά τώρα διαθέτουμε και εκείνες τις επιστημονικές αποδείξεις που το επαληθεύουν. Το απαλό χάιδεμα των μωρών, με την ιδανική ταχύτητα των τριών εκατοστών το δευτερόλεπτο, ανακουφίζει τους πόνους τους. Ειδικότερα το απαλό και αργό χάιδεμα ενός μωρού όχι μόνο το ηρεμεί, αλλά μειώνει στον εγκέφαλό του τη δραστηριότητα που σχετίζεται με τον πόνο, όπως τουλάχιστον δείχνει νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, σύμφωνα με την οποία η ιδανική ταχύτητα χαϊδέματος, που επιφέρει το μεγαλύτερο παυσίπονο αποτέλεσμα, είναι περίπου τρία εκατοστά το δευτερόλεπτο.

Και φυσικά αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο, αλλά η έρευνα ουσιαστικά συνιστά μια επιστημονική επιβεβαίωση αυτού που οι γονείς γνωρίζουν από προσωπική εμπειρία με τα μωρά τους όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με αντίξοες καταστάσεις, ιδίως όταν αυτά πρόκειται να υποβληθούν σε κάποια επώδυνη ιατρική εξέταση όπως η λήψη αίματος.

Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Λίβερπουλ, με επικεφαλής την καθηγήτρια Παιδιατρικής Ρεμπέκα Σλέιτερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Current Biology», σύμφωνα με το BBC και τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», κατέγραψαν με τη βοήθεια ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος την εγκεφαλική δραστηριότητα σε 32 μωρά ενώ τους έκαναν αιμοληψία.

Τα μισά από αυτά, τα οποία τα χάιδευαν με μια μαλακή βούρτσα, εμφάνισαν όπως αποδείχθηκε κατά μέσον όρο 40% λιγότερα νευρωνικά αποτυπώματα πόνου στον εγκέφαλό τους, σε σχέση με τα υπόλοιπα μισά που δεν τα είχαν χαϊδέψει.

«Το άγγιγμα φαίνεται να έχει αναλγητικό αποτέλεσμα, χωρίς μάλιστα, όπως άλλωστε όλοι γνωρίζουμε, να έχει κάποια παρενέργεια», δήλωσε η δρ Σλέιτερ, η οποία είπε ότι «ενστικτωδώς οι γονείς χαϊδεύουν τα μωρά τους με την ιδανική ταχύτητα».

«Αν μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις βιολογικές βάσεις τεχνικών όπως είναι το μωρουδιακό μασάζ, θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε τις συμβουλές που δίνουμε στους γονείς σχετικά με το πώς μπορούν να παρηγορήσουν τα παιδιά τους», λέει η καθηγήτρια Σλέιτερ.

Δερματικά κύτταρα

Σε αυτήν την ταχύτητα χαϊδέματος ενεργοποιούνται κάποια δερματικά κύτταρα, που έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τον πόνο στους ενηλίκους. Ωστόσο, ήταν άγνωστο αν τα βρέφη εκ γενετής είχαν την ίδια αντίδραση ή αν αυτή αναπτυσσόταν με το πέρασμα του χρόνου.

«Τώρα επαληθεύεται ότι τα ίδια δερματικά κύτταρα ενεργοποιούνται και στα βρέφη και ότι το αργό και μαλακό άγγιγμα μπορεί να επιφέρει αλλαγές στην εγκεφαλική δραστηριότητα των νεογνών», εξηγεί η καθηγήτρια Σλέτερ. «Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι το άγγιγμα μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση του δεσίματος με τον γονέα, στη μείωση του στρες τόσο για τους γονείς όσο και για το βρέφος, αλλά και μπορεί να περιορίσει σημαντικά τη διάρκεια της νοσηλείας σε νοσοκομείο», δήλωσε η καθηγήτρια Σλέιτερ.

Ομως η έρευνα δεν ολοκληρώθηκε εδώ. Τώρα οι επιστήμονες σκοπεύουν να επαναλάβουν το πείραμα με πρόωρα μωρά, των οποίων τα αισθητήρια όργανα ακόμα αναπτύσσονται.

ΠΗΓΗ:


The Simplest Sign of Attraction





Both sexes unconsciously do the same thing when they meet someone they are attracted to.



Both men and women unconsciously lower their voices when they are attracted to someone, new research finds.

Men, in particular, keep their voices low to indicate their interest.


Surprisingly, women also lower their voices when speaking to the most attractive men.

For the study, 30 speed daters met in a cafe, half men, half women.

The researchers monitored voice pitch and asked everyone who they were attracted to.

The study’s authors explain that men lowered their voice when attracted to a woman:


“…men lowered the minimum pitch of their voices when interacting with women who were overall highly desired by other men.

Men also lowered their mean voice pitch on dates with women they selected as potential mates, particularly those who indicated a mutual preference (matches).

Women also lowered their voice when attracted to a man:



“…although women spoke with a higher and more variable voice pitch toward men they selected as potential mates, women lowered both voice pitch parameters toward men who were most desired by other women and whom they also personally preferred.”

Women, though, were more discerning in their choice: only lowering their voice for the most attractive men.



SOURCE:


Thursday, 13 December 2018

Self-explanation is a powerful learning technique, according to meta-analysis of 64 studies involving 6000 participants




It is better to ask a student to see if they can explain something to themselves, than for a teacher or book to always explain it to them. That’s according to a new meta-analysis of the findings from 64 prior studies involving nearly 6000 participants that compared learning outcomes from prompted self-explanation compared to instructor explanation, or compared to time spent using other study techniques such as taking notes, summarising, thinking out loud (without the reflection and elaboration involved in self-explanation), or solving more problems.

The authors of the meta-analysis, published recently in Educational Psychology Review, say that self-explanation is a powerful learning strategy because learners “generate inferences about causal connections and conceptual relationships that enhance understanding”. The process of self-explanation also helps the learner realise what they don’t know, “to fill in missing information, monitor understanding, and modify fusions of new information with prior knowledge when discrepancies or deficiencies are detected”.



Past research already established that more effective learners are more inclined to self-explain spontaneously. The meta-analysis confirms that, importantly, prompted self-explanation is also beneficial. Overall, Kiran Bisra and her team at Simon Fraser University found that when students are prompted to self-explain (usually this is in written form, though a few studies involved spoken self-explanation) this improves their learning outcomes with an average effect size of 0.55 (using Hedge’s g), which in a learning context is impressive – “a potentially powerful” intervention in the authors’ words, similar in effectiveness to “mastery learning” and “peer tutoring”.

Self-explanation was more effective than instructor explanation (explanation given by a teacher or teaching materials), but instructor explanation was better than no explanation, which suggests that part of the benefit of self-explanation comes from the content (which could be provided elsewhere) while a second aspect comes from the unique process of generating an explanation oneself (prompting the student to recognise links between the knowledge or skills they’ve learned, and allowing them to identity and address gaps in their understanding).

The researchers checked and the benefits of self-explanation are not due to the technique simply leading to more time being spent in study, though the researchers said more investigations do need to do a better job of controlling for this confound.

The researchers also looked to see if any particular aspects of the practice of self-explanation make a difference to its effectiveness. They found some limited evidence that a multiple-choice format (in which the student chooses a range of explanations from a list) to be the least effective, perhaps because it lacks the self-generated elaboration that is usually involved in more open-ended self-explanation.

On this last point, the researchers suggested that the ideal degree of guidance and prompting (such as whether learners are cued to self-explain specific concepts or left to choose) may depend on their proficiency: as students develop their knowledge and skill, the more freedom to choose what and how they self-explain, the better.

Regarding other factors – such as, the timing of the self-explanation in the learning process; the kind of self-explanation that was elicited (such as justifying an argument or explaining a concept); the nature of the to-be-learned material; the subject matter; and how knowledge was subsequently tested – the researchers found little evidence that any of this made much difference to the benefit of self-explanation. One exception was that it was generally less effective when students were asked to self-explain their own state of knowledge and understanding (a form of so-called “meta-cognitive explanation”), which is logical because this would not involve the student elaborating on and forming connections among the to-be-learned material.

Bisra and her colleagues said that a “major implication” of their findings was that “…beneficial effects of inducing self-explanation seem to be available for most subject areas studied in school, and for both conceptual (declarative) and procedural knowledge.”

The results of this meta-analysis provide an encouraging and straightforward take-away for learners and teachers alike. Just one gripe: I would have liked to see more detailed discussion of the exact kinds of other study technique that self-explanation was compared against, to better identify any unique “ingredients” that make self-explanation apparently so effective. In fairness, Bisra and her colleagues recognise this knowledge gap, concluding: “There is now a need for clearer mapping of the unique cognitive benefits self-explanation may promote, the specific effects of different types of self-explanations and prompts, and how self-explanation might be optimally combined and sequenced with other instructional features such as extended practice, explanation modeling, and inquiry-based learning.”

SOURCE:

“An additional reason to abandon learning styles” – teachers and pupils do not agree on the pupils’ preferred learning style




“Learning styles” – there can be few ideas that have created such a stark disconnect between the experts on the ground and the evidence published in scholarly journals. Endorsed by the overwhelming majority of teachers, yet dismissed by most psychologists and educational neuroscientists as a “neuromyth”, the basis of learning styles is that people learn better when taught via their preferred learning modality, usually (but not always) described as either visual, auditory or kinaesthetic.

Many studies have already uncovered serious problems with the learning styles concept, such as that measures of learning styles are invalid and that students do not in fact learn better via their preferred modality. Now further evidence against learning styles comes from Greece, in one of the first investigations on the topic to involve primary school pupils.

Writing in Frontiers in Education, Marietta Papadatou-Pastou and her colleagues report that teachers and pupils did not agree on the pupils’ preferred learning modality – a significant blow for the learning styles concept since “teachers typically adopt learning styles within a classroom context by relying on their own assessment of students’ learning styles.”



The study was simple enough – nearly 200 fifth- and sixth-grade pupils (average age 11 years) from five schools chose which was their preferred learning style out of visual, auditory or kinaesthetic. They also completed a short IQ test (the Raven’s matrices). Next, their teachers – 19 took part – first provided an open-ended answer to the question “Does teaching that is tailor-made to the students’ learning style reinforce the students’ performance?”, then they were asked to identify each of their pupils’ favoured style (such that each child was rated by one teacher).

All of the participating teachers endorsed the concept of learning styles. However, there was not a statistically significant correlation between the teachers’ judgments of their pupils’ favoured learning style and the pupils’ own declaration of their preference. “We posit that identifying preferred learning style can be a hit-and-miss process, with no agreement between the assessment made by teachers and students,” the researchers said.

There was also no association between the teachers’ judgments of pupils’ learning style and the pupils’ IQ, suggesting the teachers were not using IQ as a proxy for learning style.

A weakness of the study was that the teachers were not asked specifically about the kind of learning styles approach they used or favoured, so it’s possible they were not familiar with the visual, auditory, kinaesthetic breakdown, though this seems unlikely since this so-called VARK model is the most popular.

Papadatou-Pastou and her team concluded that “… if the identification of learning styles … is unreliable, as evidence by the findings of the present study, this should constitute an additional reason why teachers should abandon the use of learning styles in instruction.”

SOURCE:

Friday, 7 December 2018

New findings suggest post-traumatic growth may often be illusory




After a trauma many people have the sense it has changed them for the better, such as granting them a new appreciation for life or improving their relationships. This has given rise to the appealing notion that there is such a thing as “post-traumatic growth”. However, the majority of investigations into this phenomenon have relied on asking people whether they believe they have changed; very few have assessed people prior to a trauma and then re-assessed them afterwards to see if positive changes have actually occurred.

A new study in the Journal of Social and Personal Relationships is the first to apply this kind of “prospective design” in the context of relationship breakups in young adults, and – unfortunately for anyone who found comfort and inspiration in the principle of post-traumatic growth – the authors Meghan Owenz and Blaine Fowers say their findings are more consistent with the idea that such growth is mostly illusory, the result of a positive re-appraisal of the breakup and one’s current situation.



The researchers recruited 599 undergrads currently in a romantic relationship and assessed them twice on a range of measures: at the beginning, and near the end of the semester. During that time, 100 of them lived through their relationship breaking up, an experience that, typically for their age group, they found extremely distressing (in fact, on a formal scale they rated their feelings of distress on a par with those reported by survivors of natural disasters and cardiac surgery).

At the start of the semester, all the participants completed a version of the commonly used “post-traumatic growth inventory” that had been slightly reworked to refer to their feelings over the last couple of weeks – such as whether they had experienced a sense of closeness with others over that time or had an appreciation for each day.

Near the end of the semester, all the participants re-took this same revamped version of the growth inventory, thus providing a before and after measure of their general outlook and behaviour. Importantly, the 100 students who’d been through a breakup also took the classic version of the inventory, rating how much they felt they had changed for the better in the same domains (such as closeness to others and life appreciation, among others) but specifically as a result of their relationship trauma.

Comparing early- and late-semester scores on the revamped growth inventory, there was no evidence for positive change, and no evidence that the students who’d been through a break-up showed any more improvement than the students who had not. In contrast, the break-up students did report feeling that the trauma had changed them for the better. Moreover, this perception of growth was higher for students who previously described themselves as more optimistic and who found their breakup more distressing.

Owenz and Fowers believe these findings are consistent with the idea that the perception of growth after trauma is illusory, arising from a (positive) re-appraisal of the situation. Colloquially we might invoke Freud and call this a defence mechanism – looking on the bright side as a way to cope (something that the more optimistic students, and more distressed students, were more inclined to do). More generally, the researchers acknowledge that actualpositive growth may be a reality for some people, but they think it unlikely for most.

Future research might paint a different picture. The current findings pertain to young people in a specific culture going through a specific kind of trauma, and they were tested over a relatively short time frame. For now, though, these authors and others believe the burden is on advocates of the existence of post-traumatic growth to provide more robust evidence for their claims, especially using study designs that do not rely purely on people’s subjective and retrospective reports of change. The current situation – where post-traumatic growth is considered a reality based on limited research – Owenz and Fowers find “…particularly worrisome, given the rapid move from research ‘documenting’ post-traumatic growth to interventions and self-help books designed to promote an approach to trauma that remains questionable.”


SOURCE:

Explaining the power of curiosity – to your brain, hunger for knowledge is much the same as hunger for food



Curiosity is a welcome trait in many respects and is the fuel that powers science. Yet literature is filled with fables that warn of the seductive danger of curiosity (think of how Orpheus loses his wife Eurydice forever after he succumbs to the temptation to glimpse at the underworld). In real life too, we all know the regret that can follow if we give in to curiosity – glancing at a private message that we shouldn’t have, for instance, reading a TV review when we know it contains spoilers, or trying out what happens if you put metal in a microwave (tip: don’t).

From whence does curiosity derive such power over us? One answer lies in the brain. In a pair of brain-imaging studies published as a preprint at bioRxiv – aptly titled Hunger For Knowledge: How The Irresistible Lure of Curiosity Is Generated In the Brain – Johnny King Lau and his colleagues have shown that curiosity appears to be driven by the same neurobiological process as physical hunger.



The researchers laid the groundwork for their brain-scan research with a small behavioural experiment in which hungry volunteers were shown either magic tricks or pictures of tempting food, and then presented with a lottery wheel. This wheel provided a visual presentation of the odds of a gamble (which varied from trial to trial) – if they won, they would have an increased chance at the end of the experiment to learn how the trick was done or to eat the food; if they lost, it was more likely they would suffer a mild but unpleasant electric shock at the end of the experiment. Each trial the volunteers rated their curiosity about the trick or the desirability of the food, and then chose whether to take the gamble or not.

The main finding here was that curiosity and hunger both swayed the volunteers’ decision-making. Above and beyond the actual odds on any trial, the volunteers were more likely to take gambles when they were more curious about the magic or more tempted by the food, even at the risk of suffering an electric shock.

This led Lau and his colleagues to hypothesise that curiosity fuels a physiological wanting or craving, similar to hunger. To test this, they repeated the set-up with more volunteers and this time scanned their brains too. The results showed that, whether influenced by hunger or curiosity, when their participants opted to take the gamble, activity was greater in a key region of the brain known as the striatum, which is known to be associated with motivation and reward. Moreover, when driven to make the gamble, the participants showed a greater disconnect between the striatum and the sensorimotor cortex, indicative perhaps of a discounting of the physical risks of their decision (I would add a caveat: it is always difficult to interpret the functional meaning of brain activity, especially in exploratory work of this kind, so this interpretation should probably be considered tentative).

Similar findings emerged from a second brain-imaging study in which curiosity was provoked by obscure, intriguing trivia quiz questions rather than by magic (a typical question was “What is the only food that never spoils?”). In this case, if the participants opted to gamble, and won, then they increased their chance of finding out the answer later. Again, opting to gamble to satisfy curiosity, or hunger, was associated with greater activity in the striatum, and a greater disconnect between striatum and sensorimotor cortex.
s
Lau’s team said their findings show that “curiosity biases our decision-making by recruiting the same incentive motivation process as extrinsic rewards (e.g. foods).”

SOURCE:


Wednesday, 5 December 2018

Σεξουαλικός Προσανατολισμός






Ο Σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί μια πτυχή των 2 φύλων που προκύπτει από την προγεννητική σεξουαλική διαφοροποίηση του εγκεφάλου.

Η Σεξουαλική συμπεριφορά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πώς αυτή η διαδικασία της βιολογικής διαφοροποίησης προχωρά, με κεντρικούς παράγοντες τα γονίδια, τις σεξουαλικές ορμόνες και τα συστήματα του εγκεφάλου που επηρεάζονται.

Η βιολογική προοπτική για τον σεξουαλικό προσανατολισμό έρχεται ίσως σε αντίθεση με τις άλλες πεποιθήσεις, οι οποίες παρέμειναν σιωπηλές σχετικά με την προέλευση της ετεροφυλοφιλίας, ενώ αποδίδουν την ομοφυλοφιλία στη δυναμική της οικογένειας, στην εκπαίδευση, στην πρόωρη σεξουαλική εμπειρία, ή στην ελεύθερη επιλογή. Χωρίς, φυσικά, να μπορεί να αποκλειστεί όλα αυτά να παίζουν ρόλο.



Παρά τις διαφορετικές και αντικρουόμενες ερμηνείες για τους μηχανισμούς που οδηγούν στον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό, σήμερα, η απόλυτη επιστημονική βεβαιότητα είναι ότι η ομοφυλοφιλία δεν αποτελεί ασθένεια.



Ίσως, αυτή η βεβαιότητα να φαντάζει κοινότοπη, όμως, εκτός του ότι επιτεύχθηκε με μεγάλες προσπάθειες, προάγει ένα σημαντικό συμπερασμό:

αφού η ομοφυλοφιλία δεν είναι ασθένεια, δε μπορεί και δε χρειάζεται να θεραπευτεί.

Η δεοντολογική απαγόρευση στη θεραπεία δεν πρέπει να ληφθεί όμως ως φρένο στην επιστημονική έρευνα των μηχανισμών που ελέγχουν το σεξουαλικό προσανατολισμό των ανθρώπων.

Η μελέτη της επιστημονικής αλήθειας μπορεί να αποβάλει απεχθείς καταδιώξεις καθώς και προκαταλήψεις.



«Όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές έχουν αίτια και λόγους, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά καθορίζεται ως φυσιολογική ή όχι.

Η ομοφυλοφιλία γίνεται καλύτερα αντιληπτή ως ένα τελικό κοινό μονοπάτι σεξουαλικής δραστηριότητας, που παρουσιάζει πολλές διαφορετικές πηγές, μερικές συγκρουόμενες, μερικές μη συγκρουόμενες και αρκετές όπου μονάχα υποθέσεις είναι δυνατές»

Βαϊδάκης Ν. Η Σεξουαλική Συμπεριφορά του Ανθρώπου. Κεφ. 5ο, σελ.177. Εκδ. ΒΗΤΑ, 2005



Η ανάπτυξη της σεξουαλικής ταυτότητας: από την παιδική ηλικία και την εφηβεία έως την ενήλικη ζωή



Ο συνδυασμός των χρωμοσωμάτων δεν είναι αρκετός, από μόνος του, για να προσδιορίσει τη σεξουαλική συμπεριφορά ενός ατόμου ως αντρική ή ως γυναικεία.

Για να καταστεί δυνατή η προσέγγιση αυτού του θέματος επινοήθηκαν πολλά χρόνια πριν η έννοια της ταυτότητας και του ρόλου του φύλου.



Με τον όρο «ταυτότητα φύλου» εννοούμε το να αισθάνεται κανείς ως άνδρας ή ως γυναίκα και με τον όρο «ρόλος του φύλου» εννοούμε πώς αυτό εκφράζεται προς τα έξω, προς τους άλλους.

Από την παιδική ταυτότητα του φύλου μεσολαβεί μια λανθάνουσα περίοδος μέχρι την εφηβεία, που αποτελεί το μεγάλο σταθμό της σεξουαλικότητας.

Συνεπώς η νεανική ταυτότητα φύλου, η εφηβική σεξουαλικότητα και η εφηβική μορφολογία του σώματος συμβάλλουν, κάτω από συνεχείς περιβαλλοντικές επιδράσεις, ώστε να φθάσει κανείς στην τελική έκφραση της ταυτότητας και του ρόλου του φύλου.

Φαίνεται ότι η ανάπτυξη της σεξουαλικής ταυτότητας είναι πολυπαραγοντική και διαχρονική, αρχίζει από την ενδομήτρια ζωή και συνεχίζεται μετά τη γέννηση, όπως γίνεται και με την ανάπτυξη του σώματος μας.

Από τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, η κοινωνική μάθηση παίζει σημαντικό ρόλο στην εδραίωση και ενίσχυση μιας συμπεριφοράς που καθορίζεται από βιολογικούς παράγοντες.



Πολλές είναι οι θεωρίες που έχουν προσπαθήσει, από πάρα πολλά χρόνια, να μελετήσουν το σεξουαλικό προσανατολισμό και να εξηγήσουν τη σεξουαλική συμπεριφορά.

Έτσι υπάρχουν μη βιολογικές θεωρίες, όπως οι ψυχαναλυτικές, οι θεωρίες της συμπεριφοράς και της κοινωνικής προσαρμογής, αυτή των πρώιμων σεξουαλικών εμπειριών, οι θεωρίες της κοινωνικής μάθησης (κοινωνικός κονστρουξιονισμός).

Ανάμεσα στις βιολογικές ερμηνείες ξεχωρίζουν η γονιδιακή υπόθεση, οι ορμονικοί παράγοντες, μελέτες σχετικές με την ανατομία του σώματος, την ανατομία του εγκεφάλου και διαφόρων λειτουργιών του εγκεφάλου.

Τέλος, υπάρχουν γνωσιακές μελέτες που στηρίζονται σε διάφορες θεωρίες (ανοσοβιολογική θεωρία κ.ά.).



Σίγουρο είναι πως όλες αυτές οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί μέσα από πολλές μελέτες, συμβάλλουν στη διερεύνηση των μηχανισμών που ελέγχουν τη σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων και, ταυτόχρονα, στην κατανόηση της ανάπτυξης της σεξουαλικής ταυτότητας και του ρόλου του φύλου, τα οποία αποτελούν κεντρικό κομμάτι της προσωπικότητας του ατόμου.

ΠΗΓΗ:

The Surprising Effects Of Stress On Your Brain





“When we are afraid, when we are threatened in any way, our cortisol levels go up.”



Stress can literally shrink your brain, new research suggests.

Middle-aged people with high levels of the ‘stress hormone’ cortisol also perform worse on memory tests than those with average levels of the hormone.


Common approaches such as mindfulness, moderate exercise and better sleep can all help reduce stress.

Professor Sudha Seshadri, who led the study, said:


“In our quest to understand cognitive aging, one of the factors attracting significant interest and concern is the increasing stress of modern life.

One of the things we know in animals is that stress can lead to cognitive decline.

In this study, higher morning cortisol levels in a large sample of people were associated with worse brain structure and cognition.”

The study involved brain scans of 2,231 people who also had their cortisol levels tested.

Cortisol is a hormone that rises in the body with stress levels.


The tests revealed that those with higher levels of cortisol had smaller brain volumes and worse memory.


However, no one in the study had signs of dementia.

Dr Justin B. Echouffo-Tcheugui, the study’s lead author, said:



“Cortisol affects many different functions, so it is important to fully investigate how high levels of the hormone may affect the brain.

While other studies have examined cortisol and memory, we believe our large, community-based study is the first to explore, in middle-aged people, fasting blood cortisol levels and brain volume, as well as memory and thinking skills.”

Professor Seshadri said:


“The faster pace of life today probably means more stress, and when we are stressed, cortisol levels increase because that is our fight-or-flight response.

When we are afraid, when we are threatened in any way, our cortisol levels go up.

This study adds to the prevailing wisdom that it’s never too early to be mindful of reducing stress.”

SOURCE: