Tuesday, 29 May 2018

Ευρωπαϊκός Χάρτης Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων των Ηλικιωμένων που χρειάζονται Μακροχρόνια Φροντίδα και Βοήθεια


Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι απαραβίαστη. Η ηλικία και η ανάγκη υποστήριξης δεν μπορούν ποτέ να είναι η αφορμή για επιβολή περιορισμών και αφαίρεσης αναφαίρετων ανθρώπινων δικαιωμάτων και αρχών ελευθερίας του ατόμου που ορίζονται από ένα δημοκρατικό σύνταγμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται τα δικαιώματα των ηλικιωμένων οι οποίοι έχουν ανάγκη φροντίδας και στηρίζει το δικαίωμά τους να ζουν με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία και να έχουν παράλληλα το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή (κεφ. Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε, άρθρο 25). Οποιοσδήποτε περιορισμός αυτών των δικαιωμάτων, με αφορμή την ηλικία και την ανάγκη υποστήριξης, πρέπει να γνωστοποιείται στα αρμόδια νομικά όργανα και να αντιμετωπίζεται με νομικές διαφανής διαδικασίες και με το μέγιστο ενδιαφέρον από όλους τους αρμόδιους φορείς. Η αδιαφορία και η περιφρόνηση αυτών των δικαιωμάτων θεωρούνται παραβατικές.

Η μεγάλη πλειοψηφία ευπαθών και ευπρόσβλητων σε κακοποίηση ηλικιωμένων είναι γυναίκες: 2 στους 3 ηλικιωμένους άνω των 80 ετών στην Ευρώπη είναι γυναίκες. Περισσότερο από το ένα τρίτο αυτών των γυναικών υποφέρει από την νόσο του Αλτσχάιμερ ή από άνοια, γεγονός που τις καθιστά ακόμα περισσότερο ευπρόσβλητες σε κακοποίηση.

Οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι, οι οικογένειές τους, οι επαγγελματίες και οι εθελοντές που φροντίζουν ηλικιωμένους θα πρέπει να σέβονται τα δικαιώματά τους όπως αυτά ορίζονται από την Πολιτεία.

Ο Ευρωπαϊκός χάρτης δικαιωμάτων σκοπό έχει να διευκολύνει και να προωθήσει την πρόσβαση όλων των ηλικιωμένων ανθρώπων σε αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Ο οδηγός Ευρωπαϊκός Χάρτης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των ηλικιωμένων που χρειάζονται μακροχρόνια φροντίδα και βοήθεια απο το EUSTaCEA project, Daphne III programme ακολουθεί και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διευκρινίζει με πολλαπλά παραδείγματα και εμπειρίες από διάφορους οργανισμούς που πήραν μέρος στην σύνταξή του, τα αναφαίρετα δικαιώματα όλων των ηλικιωμένων ανθρώπων ανεξάρτητα από χώρα και κοινωνική




www.lifelinehellas.gr/τι-κάνουμε/γραμμή-sos-1065/


SOURCE:

How Being In A Group Affects Your IQ




Being in a group can have a dramatic effect on cognitive functioning, especially in women.



Meetings really can make people more stupid, research confirms.

People trying to solve problems in a group lost around 15% of their IQ.


The drop seems to come from the subtle social signals that people send and receive in groups.

Women are particularly vulnerable to an IQ drop from being in a group, the researchers found.

The study had people working in a group after they had received feedback about an earlier IQ test.

Professor Read Montague, who led the research, explained:



“We started with individuals who were matched for their IQ.

Yet when we placed them in small groups, ranked their performance on cognitive tasks against their peers, and broadcast those rankings to them, we saw dramatic drops in the ability of some study subjects to solve problems.

The social feedback had a significant effect.”

While IQ was used to send social signals in this study, in the real world it could be how people speak and what they say.


Or, it could simply be the social hierarchy in an organisation that is known to everyone, whether consciously or not.

Whatever the method, people get the signal about their social standing and this can affect their IQ.

And feeling lower status lowers your IQ.

Dr Kenneth Kishida, the study’s first author, said:



“Our study highlights the unexpected and dramatic consequences even subtle social signals in group settings may have on individual cognitive functioning.

And, through neuroimaging, we were able to document the very strong neural responses that those social cues can elicit.”

Professor Montague concluded:


“You may joke about how committee meetings make you feel brain dead, but our findings suggest that they may make you act brain dead as well.”

SOURCE:


Friday, 25 May 2018

Why we all need to practice emotional first aid

Στη Νορβηγία ανοίγει το πρώτο παγκοσμίως ψυχιατρικό νοσοκομείο που δεν επιτρέπει καθόλου φάρμακα


Αν δούμε τη δυτική ιατρική θα διαπιστώσουμε ότι σχεδόν για κάθε ασθένεια -είτε αυτή είναι σωματική είτε είναι ψυχική- συνταγογραφεί αμέσως φάρμακα. Όταν ένας άνθρωπος υποφέρει απο κατάθλιψη, όταν κάποιος άλλος υποφέρει απο κάποια αγχώδη διαταραχή, οι γιατροί συνιστούν σχεδόν πάντα τη λήψη φαρμάκων. Στη Νορβηγία θέλουν τώρα να φέρουν επανάσταση στο μοντέλο αυτό. Εκεί θα ανοίξει το πρώτο ψυχιατρικό νοσοκομείο στο οποίο η θεραπεία θα γίνεται χωρίς φάρμακα.



Όλα ξεκινούν απο τη σκανδιναβική κωμόπολη Asgard, στην οποία ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο κάνει πρωτοποριακή δουλειά στη θεραπεία χωρίς φάρμακα. Το νοσοκομείο βρίσκεται στο Tromso, 350 χλμ βορειότερα του αρκτικού πολικού κύκλου και δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά απο τα δυτικά κέντρα της ψυχιατρικής.

Σε αυτήν την απομακρυσμένη περιοχή, στο νοσοκομείο που ήταν κλειστό αλλά πρόσφατα ανακαινίστηκε και ξανάνοιξε, μπορείς να διαβάσεις μια επιγραφή στην πόρτα που λέει: "Θεραπεία χωρίς φάρμακα". Είναι μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε το νορβηγικό Υπουργείο Υγείας σε 4 περιφερειακά Κέντρα Υγείας.

Η θεραπεία συνίσταται στο να καλωσορίζουν τους ασθενείς σε ένα δωμάτιο με 6 κρεβάτια. Κάθε κρεβάτι προορίζεται για έναν ασθενή που υποφέρει απο βαριές ψυχικές διαταραχές. Ο στόχος είναι να προσφέρουν στους ασθενείς μια δυνατότητα. Μια εναλλακτική που δεν προβλέπει αναγκαστικά τη χρήση ψυχοφαρμάκων και που θα τους βοηθήσει να διακόψουν σταδιακά τα φάρμακα που μέχρι τώρα έπαιρναν.

Οι ειδικοί προσπαθούν να επενδύσουν στη σωματική δραστηριότητα, στην καλλιτεχνική ενασχόληση και κυρίως στον διάλογο και στην επανένταξη στην καθημερινή ζωή. Αυτά είναι τα συστατικά του εβδομαδιαίου προγράμματος μιας ψυχιατρικής θεραπευτικής προσέγγισης για την οποία ελπίζουμε ότι θα διαδοθεί σε ολόκληρο τον κόσμο.

ΠΗΓΗ:

Theatre as therapy


All the world’s a stage,
And all the men and women merely players:
They have their exits and their entrances;
And one man in his time plays many parts…

-William Shakespeare

Theatre is a unique gift to us in that it allows us to temporarily immerse ourselves in another world. While watching a play, you feel what the characters on stage are feeling and think the way they do. Their joys and sorrows also become ours for that short period of time. It stimulates all our senses in a way which is more personal and immediate than movies or music. Human emotions are the same world over and even if we experience them over different situations and people, we can all relate to someone in pain, angry, jealous, guilty, contented or happy. Theatre allows us the opportunity to experience these emotions and achieve catharsis for our own pent up emotions vicariously by watching the lives of the characters.

Theatre has always been practiced in some form or the other in India for hundreds of years. It seems to have regained popularity in the last few decades in Bangalore. More people are choosing theatre as a form of recreation, not only to watch plays but to enter theatre workshops and act in theatre productions. The number of amateur and professional theatre groups has increased accordingly. Theatre is an art which simultaneously relaxes the viewer while still capturing his/her attention completely (if the play is good!) and stimulating his/her thought and emotional process.
Consider taking this one step further. What if one’s love for theatre could be used creatively to deal with one’s problems? Drama Therapy has been developed for just such a purpose. Due to the unique properties of theatre, it is being used very successfully as a form of counseling. Generally, counseling is purely talk therapy consisting of thought-provoking conversations aimed at increasing the client’s self-awareness. However, just talking about your thoughts and emotions might not always be enough. All those emotions we experience require a physical outlet which Drama Therapy can provide. The key premise on which this therapy rests is that creative art is a force that has the power to heal. It assumes that people are intrinsically “dramatic” in their development.

Drama therapy grew out of a therapeutic technique called ‘Pyschodrama’ developed by J. L. Moreno in which the individual acts out certain roles or incidents in the presence of a therapist and, often, other persons who are part of a therapy group. Drama therapy uses the various techniques, products and associations of theatre to help people solve problems, express and experience suppressed emotions, explore and act out unhealthy interactions to gain greater understanding and achieve personal growth. It can involve role-plays, miming, puppetry, using theatre games and group games. It can be used with individuals, families or groups to help achieve their goals in therapy.

The two main processes that are used in Drama Therapy are projective identification and dramatic distancing. Projective identification is the process whereby a person identifies with a character in a story and uses hypothetical situations and fantasy to work out his/her real-life problems. Sometimes, we avoid dealing with certain feelings, desires or problems because it is too painful. Instead, we avoid them and remain in denial. By projecting such feelings, attitudes and opinions through masks, puppets, objects or art, the individual creates a distance between himself and his problems and can deal with them more easily. This is known as dramatic distancing.

Drama therapy has been found to be useful with many different problems and people and. One the main benefits of using drama therapy is the ability to adapt it to the population which needs help. There have been many instances of drama therapists working successfully through the medium of theatre to help juvenile delinquents and adult prisoners deal with their aggression and other negative emotions. It can help those of us who have social phobia or are unable to express ourselves the way we want to in the presence of others. By slipping into a role, you can leave your own inhibitions behind and try out new ways of behaving without any consequences. It has also been successfully used with children and special populations like the mentally and physically disabled, children with autism, drug addicts and so on.

SOURCE:

Monday, 21 May 2018

The Allergic Conditions Associated With Depression And Anxiety








The risk of developing a psychiatric disorder is 66% higher.



People who have asthma, hay fever and eczema are at an increased risk of developing psychiatric disorders, new research finds.

The Taiwanese study of 46,647 people with allergic diseases and 139,941 without allergies, found a 66% higher risk in those with conditions known as the three ‘A’s.


These are asthma, allergic rhinitis (hay fever) and atopic dermatitis (eczema).

Scientists have speculated that the link could be down to inflammation.

Inflammation is a critical component of allergies and is also linked to psychiatric disorders like depression and anxiety.

Some studies have even suggested that asthma medications can lower the risk of psychiatric disorders.

It could also be that conditions like depression and anxiety set off allergic diseases.

Dr Nian-Sheng Tzeng, the study’s lead author, said:


“As a clinician, I observed that some patients with the three ‘A’s appeared to suffer emotionally.

Therefore, I wanted to clarify whether these allergic diseases are associated with psychiatric disorders.”

The study — which covered a 15-year period — found the rate at which people without allergies developed mental health problems was 6.7%

Among those with allergies, though, 10.8% developed a psychiatric disorder.


Dr Tzeng said:


“We would like to let clinicians who care for patients with allergic diseases know that their risk for psychiatric diseases may be higher.

Assessing their emotional condition and monitoring their mental health could help to avoid later psychiatric problems.”

SOURCE:

Σεξ: από το χθες… στο αύριο!


Το «Πρώτο Θέμα» κλείνοντας 13 χρόνια ενεργούς ζωντανής δημοσιογραφικής παρουσίας, μου προκάλεσε το ερέθισμα να αφιερώσω στο επετειακό του τεύχος, ένα άρθρο για την σεξουαλικότητα, ευχόμενος στην εφημερίδα να κρατάει για πολλά ακόμα χρόνια την πρωτιά της, με τον αναγνώστη της, να διεκδικεί την σεξουαλικότητα και την πληροφορία ως μέρος της ύπαρξής του, «ενεργός» στην ποιότητα της ζωής του!

Ελάτε λοιπόν μαζί μου, να περπατήσουμε με αυτό το άρθρο στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα, από το χθες στο αύριο, ζώντας το σήμερα!

Σύμφωνα με τον S. Freud, δύο είναι οι βασικές κινητήριες δυνάμεις στη ζωή του ανθρώπου, που αντιμάχονται και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του: ο έρωτας και ο φόβος του θανάτου. Σε ένα πιο βαθύ και υποσυνείδητο επίπεδο, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η σεξουαλική επαφή ως πράξη σύνδεσης, συμφιλίωσης και δημιουργίας ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα (ανδρόγυνο), καταπατά το θάνατο, επιβεβαιώνοντας τη ζωή. Ακόμη και ο Αδάμ την «πάτησε» με το μήλο από την καλή του, σηματοδότησε την δέσμευση της σχέσης τους, χάνοντας και δυο τους τον Παράδεισο, μπαίνοντας στη σκληρή πραγματικότητα.

Το 1861 ο διάσημος Ελβετός ανθρωπολόγος και νομικός Johann Jakob Bachofen, μέσα από τη δημιουργία ενός αναλυτικού βιβλίου για τη μητριαρχία στον αρχαίο κόσμο, χαρακτήρισε για πρώτη φορά τη σεξουαλική συμπεριφορά των προϊστορικών ανθρώπων ως «αχαλιναγώγητη» και «χαοτική», με το μοντέλο της πολυγαμίας να κυριαρχεί. Μερικά χρόνια αργότερα και με τον καταμερισμό της εργασίας, καθιερώθηκε ο ρόλος του κυνηγού για τους άνδρες, ενώ οι γυναίκες επιφορτίστηκαν με τη φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού τους. Το γεγονός αυτό, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του πρώτου μοντέλου «πυρηνικής» οικογένειας, το οποίο θεωρούνταν ασφαλέστερο για την επιβίωση του ανθρώπου.

Από τότε μέχρι σήμερα, οι θεωρίες για την προέλευση και την έκφραση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας έχουν εξελιχθεί μέσα στους αιώνες (Αρχαία Αίγυπτος, Ελλάδα, Ινδία), δίνοντας έμφαση όχι μόνο στην εξελικτική και την οικολογική προοπτική, που θέλουν το σεξ ως «εργαλείο» για την επικράτηση του είδους μας, αλλά και στις πολιτιστικές και θρησκευτικές επιδράσεις, που διαμορφώνουν τη σεξουαλική συμπεριφορά, τον ηθικό κώδικα και την νομοτελειακή οριοθέτηση των κοινωνιών. Μάλιστα, σύμφωνα με τους πιο σύγχρονους μελετητές στην επιστήμη της σεξολογίας, η σεξουαλικότητα, όπως τη βιώνουμε σήμερα, είναι ένα «μίγμα» βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών μεταλλάξεων, που δύσκολα μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους.

Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1800 και μετά τη βιομηχανική επανάσταση, όπου οι άνθρωποι αναγκάζονται να διαμείνουν πλέον μόνιμα σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, η κοινωνική στάση απέναντι στο σεξ γίνεται για πρώτη φορά περισσότερο «φιλελεύθερη». Τη δεκαετία του 1950, ο Αμερικανός καθηγητής βιολογίας και σεξολόγος Alfred Kinsey, φέρνει στο φως πρωτοπόρες έρευνες για τη σεξουαλικότητα και προκαλεί αναταραχή με τα ευρήματά του στον μέχρι πρότινος «συντηρητικόμορφο» Δυτικό πολιτισμό.

Μεταξύ των δεκαετιών 1960 και 1970, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι συντελείται η πλέον καθοριστική για την εξέλιξη της ανθρωπότητας «σεξουαλική επανάσταση», ενώ οι πρώτες ουσιαστικές θεωρίες της συμπεριφοράς για τη σεξουαλικότητα με τις θεραπείες των σεξουαλικών προβλημάτων, σφραγίζονται από τους Masters και Johnson. Η εμφάνιση των πρώτων αντισυλληπτικών χαπιών και η νομιμοποίηση των αμβλώσεων σε αρκετές χώρες, οδήγησαν σε άνοδο του φεμινισμού και σηματοδότησαν τη «σεξουαλική απελευθέρωση» των γυναικών. Παράλληλα, το 1973 η ομοφυλοφιλία αφαιρείται από το Αμερικάνικο διαγνωστικό εγχειρίδιο για τις ψυχικές διαταραχές (DSM-II), ενώ το ξέσπασμα της επιδημίας του AIDS στην Αμερική, το 1981, ανοίγει το δρόμο για την κατοχύρωση της «σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης» ως θεσμού υγείας και παιδείας στις Δυτικές κοινωνίες.

Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι προγαμιαίες σχέσεις και η συμβίωση εκτός γάμου μετατρέπονται σε κυρίαρχη τάση, ενώ ο παραδοσιακός θεσμός της «παρθενιάς» γίνεται μία πεπερασμένη αντίληψη για τις περισσότερες γυναίκες. Η σεξουαλική πράξη αντιπροσωπεύει πλέον μία συμπεριφορά ευκαιριακής άντλησης ηδονής, χωρίς τη μονογαμία, τη δέσμευση και το γάμο να αποτελούν κυρίαρχες προϋποθέσεις της ύπαρξης της. Το γεγονός αυτό, επιτρέπει και στα δύο φύλα - αλλά κυρίως στις γυναίκες - να αναβάλλουν επ’ αόριστο τη δημιουργία οικογένειας και να μπορέσουν να ανελιχθούν τόσο στον ακαδημαϊκό, όσο και στον επαγγελματικό στίβο. Λίγο αργότερα, η εμφάνιση των νέων αναπαραγωγικών τεχνολογιών, δίνει τη δυνατότητα σε αρκετά ζευγάρια να τεκνοποιήσουν σε πιο ώριμες ηλικίες και συμβάλλει στην καταπολέμηση αρκετών μορφών στειρότητας.

Μετά το 1990, οι γεννήσεις παρουσιάζουν αξιοσημείωτη μείωση και ο αριθμός των διαζυγίων πολλαπλασιάζεται, με αποτέλεσμα οι μονογονεϊκές οικογένειες ανά τον κόσμο να αυξηθούν. Το διαδίκτυο απλώνει τα πλοκάμια του , ενώ έρχεται να επισφραγίσει αυτές τις αλλαγές και για να μετασχηματίσει -σχεδόν ολοκληρωτικά- τον τρόπο σκέψης και δράσης των ανθρώπων, τόσο σε επίπεδο σεξουαλικότητας, όσο και σε επίπεδο συντροφικότητας. Γίνεται το εργαλείο μιας ανοιχτής κοινωνίας που περιχαρακώνεται μπροστά σε μια οθόνη, αυξάνοντας τους χρήστες που ζητούν πληροφορία και γνώση μπαίνοντας όλο πιο μέσα σε αυτό, αλλά και τους πολέμιους που το κατηγορούν ως διαβολικό μέσο διαφθοράς και επιρροής της κοινωνικής μάζας.

Μετά το 2000, η κοινωνία αρχίζει να γίνεται όλο και πιο «ανεκτική» απέναντι στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων του ιδίου φύλου, την ίδια ώρα που το διαδίκτυο ενισχύει την κοινωνική ορατότητα και την αποδοχή των ατόμων με εναλλακτική σεξουαλική ταυτότητα και προσανατολισμό. Προβάλλεται έντονα το στοιχείο της σεξουαλικής διαφορετικότητας και της διεμφυλικότητας που ταράζει τα νερά των συντηρητικών, ενώ απελευθερώνει την έκφραση όλων εκείνων που αρχίζουν να μιλούν πιο ανοιχτά μέσα από αυτό, για το τρίτο φύλο, την ανάγκη αλλαγής εκείνου που ζει σε λάθος σώμα, εκφράζοντας όλο και πιο πολύ την trans συμπεριφορά μέσα από οργανώσεις που στιγματίζουν τον «ρατσισμό» της κοινωνίας. Οργανώσεις που μιλούν για την διαφορετικότητα, διαμορφώνουν τους LGBTQIA (Lesbian, Gay, Bisexual, Transgender, Queer, Intersex, Asexual) που περιγράφουν όλες τις τάσεις και συμπεριφορικές επιλογές της σεξουαλικής μας ζωής.

Η ραγδαία εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μετά το 2005, αυξάνει το κίνητρο για τη δημιουργία εξωσυζυγικών σχέσεων, καθώς ο άνθρωπος περνά από την «εποχή της αλληλογραφίας» στην «εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας και εικόνας», όπου έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει πολυάριθμους υποψήφιους ερωτικούς συντρόφους, μέσα σε λίγα μόλις λεπτά (Hi5 (2004), Facebook (2006), Tinder (2012)). Ωστόσο, μολονότι, εκ πρώτης όψεως, το διαδίκτυο φαίνεται να δίνει στον άνθρωπο περισσότερες ευκαιρίες για να γνωρίσει τον «ιδανικό σύντροφο», οι ερευνητές λένε ότι η «υπέρμετρη προσφορά» μπορεί να επιφέρει και αντίθετα αποτελέσματα, καθώς ορισμένοι αποφεύγουν τη σύναψη σχέσεων, με το σκεπτικό ότι «πάντα θα μπορώ να βρω κάτι καλύτερο μέσα από το ίντερνετ». Άλλωστε, η απιστία κερδίζει έδαφος στις σχέσεις που είναι καταδικασμένες στην πίστη και οδηγούνται οι άπιστοι στην πρόκληση του καινούργιου και του διαφορετικού και οι «κερατωμένοι» στο θυμό της προδοσίας.

Και ενώ πριν το 2000, η πορνογραφία ήταν διαθέσιμη μόνο σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών και διαδίδονταν κυρίως μέσω της αγοράς ερωτικών ταινιών και περιοδικών από ειδικά καταστήματα, μετά το 2008, το διαδικτυακό πορνό αρχίζει να μπαίνει στα σπίτια όλο και περισσότερων χρηστών, ανεξαρτήτου ηλικίας, οι οποίοι μπορούν να έχουν πλέον πρόσβαση ανά πάσα στιγμή και με πολύ χαμηλό κόστος εως και δωρεάν. Άνδρες και γυναίκες ανά τον κόσμο, συγκρινόμενοι με τους πρωταγωνιστές των ερωτικών ταινιών, ξεκινούν να διαμορφώνουν μη ρεαλιστικά πρότυπα για το σώμα και τις επιδόσεις τους, με αποτέλεσμα η αυτοεκτίμηση τους να κλονίζεται και πολλοί από αυτούς, είτε να φοβούνται να «εκτεθούν» σεξουαλικά, σε βάθος χρόνου και στα πλαίσια μίας πραγματικής ερωτικής σχέσης, είτε να καταφεύγουν καταναγκαστικά σε παρεμβάσεις αισθητικής βελτίωσης με αυστηρές δίαιτες και προγράμματα γυμναστικής, χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων και προτροπή σε πλαστικές χειρουργικές επεμβάσεις (lifestyle).

Ευρύτερα, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η ταχύτατη διάδοση της πορνογραφίας στις μέρες μας, κατάφερε να αλλάξει με ριζικό τρόπο τις προσδοκίες για τους ρόλους των δύο φύλων, αποδίδοντας υπερβολική έμφαση στις «σεξουαλικές επιδόσεις», κυρίως στην εφηβική ηλικία που αυξάνεται ραγδαία η επισκεψιμότητά της στις πορνοσελίδες. Αν παρατηρήσει κανείς τα ερωτικά βίντεο, θα διαπιστώσει, ότι η εικόνα που δίνεται, είναι συνήθως αυτή ενός διαρκώς εναλλασσόμενου μοτίβου σεξουαλικών πράξεων, με ελάχιστα προκαταρκτικά παιχνίδια και μηδενική συναισθηματική εμπλοκή. Μάλιστα, αρκετοί μελετητές πιστεύουν, ότι εξαιτίας αυτού, οι εγκέφαλοι των ανθρώπων -και κυρίως των ανδρών- σήμερα, προγραμματίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να απαιτούν περισσότερη «καινοτομία» στο σεξ. Έτσι, πολλοί άνδρες χάνουν εύκολα τον ενθουσιασμό και την υπομονή τους με τις πραγματικές ερωτικές τους συντρόφους, εθίζονται στην αυτοϊκανοποίηση και εμφανίζουν σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Συγχρόνως, η διάδοση και η επικράτηση του σεξισμού στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, φαίνεται ότι ενισχύει τη «σεξουαλική αντικειμενοποίηση» των γυναικών, οι οποίες μαθαίνουν να χρησιμοποιούν το σεξ αποκλειστικά ως μέσο απόλαυσης και πολλές φορές ως μέσο βιοπορισμού, που ευνοεί την ανεξαρτησία τους.

Το «Sexting» (ανταλλαγή γυμνών φωτογραφιών) και το «Camming» (ανταλλαγή σεξουαλικών βίντεο), αποτελούν δύο πιο πρόσφατες μορφές διαδικτυακής σεξουαλικής συμπεριφοράς, που έκαναν την εμφάνιση τους μετά το 2012, προκειμένου να ενσωματώσουν τα «οφέλη» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της διακίνησης πορνογραφικού υλικού. Σήμερα, ωστόσο, η τεχνολογία της πορνογραφίας έχει εξελιχθεί ακόμα περισσότερο, αφού το cyber sex άνοιξε την πόρτα στους γυμνούς διαδικτυακούς παρτενέρς, ενώ ήρθε και η δυνατότητα της τρισδιάστατης συμμετοχής (avatar) για τους πιο «απαιτητικούς» της χρήστες. Η σεξουαλικότητα στο διαδίκτυο ενισχύθηκε και με την επιλογή της αισθητηριακής ολοκλήρωσης, μέσα από την χρήση έξυπνων «sex toys» (ομοιώματα γεννητικών οργάνων και αισθητηριακών περιοχών), τα οποία δίνουν μία εμπειρία ψηφιακής σεξουαλικής επαφής στα άτομα που βρίσκονται online. Μάλιστα, μέχρι το 2030 εκτιμάται, ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων ανά τον κόσμο θα έχει εμπλακεί σε τουλάχιστον μία συμπεριφορά εικονικού σεξ (Ian Pearson, 2015).

Παρ’ όλα αυτά, το πιο αξιοσημείωτο επίτευγμα των επόμενων δεκαετιών στο πεδίο της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, αναμένεται να είναι η διάδοση των «sex robots» (ανθρωπόμορφες κούκλες προγραμματισμένες να προσφέρουν σεξουαλική ηδονή). Μάλιστα, ορισμένα μη αυτοματοποιημένα «sex robots» κυκλοφορούν ήδη στην αγορά, όπου ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το σωματότυπο και το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών, το μέγεθος και το χρώμα της θηλής, στέλνοντας τους δονητές και τις φουσκωτές κούκλες… στο μουσείο της σεξουαλικότητας. Πολύ κοντά βρίσκεται και η κυκλοφορία «sex robots» με τεχνητή νοημοσύνη, που θα μπορούν να διδάσκονται συμπεριφορές από τον ανθρώπινο παρτενέρ και να αντιγράφουν τεχνητά την «ανθρώπινη αγάπη».

Τι θα εμποδίζει λοιπόν κάποιον από το να απορρίψει τη σχέση του με έναν «ατελή» άνθρωπο μπροστά σε ένα φανταστικό «avatar» ή σε ένα άψογο «sex robot»; Μάλιστα, ο πρωτοπόρος ειδικός σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης David Levy, υποστηρίζει πως σύντομα η τεχνολογία των ρομπότ θα είναι τόσο εξελιγμένη που θα τα ερωτευόμαστε και θα μας «ερωτεύονται», θα κάνουμε μαζί τους μακροχρόνιες σχέσεις, ακόμα και θα τα παντρευόμαστε, ανεξάρτητα αν εμείς θα γερνάμε και αυτά θα μένουν νέα (κλάψτα Χαράλαμπε…).

Πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύτηκε πριν από μερικούς μήνες στο επιστημονικό περιοδικό «Archives of Sexual Behavior» ήρθε για να μας προβληματίσει ακόμα περισσότερο, αφού ένα από τα βασικά ευρήματα της ήταν ότι η νέα γενιά των ανθρώπων επιλέγει την «αποχή» από το σεξ. Μάλιστα, ορισμένοι από τους πιο βασικούς λόγους φάνηκε να είναι οι ακόλουθοι: 1) το κυνήγι της επαγγελματικής σταδιοδρομίας, 2) ο φόβος της συναισθηματικής επένδυσης και της απώλειας του ελέγχου, 3) η έμφαση των μέσων ενημέρωσης και δικτύωσης στην φυσική εμφάνιση και 4) η αύξηση της χρήσης των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, που οδηγούν σε μείωση της λίμπιντο (Twenge, Sherman & Wells, 2017).

Και όσο η κοινωνία «δαιμονοποιεί» τη δέσμευση και το γάμο σε μία σταθερή σχέση και ο κόσμος μας ενθαρρύνει την κατασκευή νέων σεξουαλικών ταυτοτήτων με την σεξουαλική πράξη να «χάνεται», η άνοδος των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η τεχνητή γονιμοποίηση και η παρένθετη μητρότητα, έρχονται θετικά για να μας προβληματίσουν σχετικά με την πρόοδο της επιστήμης, μπροστά στην ανθρώπινη ανάγκη να διαιωνιστεί και να αναπαραχθεί, αφήνοντας τα γονίδιά του εγωιστικά και απόλυτα όπως η φύση ορίζει και το ανθρώπινο γένος απαιτεί.

Παρόλο που σήμερα η σεξουαλικότητα παρουσιάζεται πολύ πιο «ανεξέλεγκτη» από ότι ξεκίνησε πριν από 150 χρόνια, μέσα από τα έργα του Bachofen και των μελετητών της εποχής του, η γονιμότητα αποτελεί έναν φάρο ζωής για τα ζευγάρια που παλεύουν με τις σύγχρονες ιατρικές προσπάθειες, για την απόκτηση ενός πολυπόθητου παιδιού. Ακόμη και η υπερβολή της επιστήμης που άφησε ανοιχτή την υπόθεση της «ανδρικής εγκυμοσύνης», υπόσχεται την ανατροπή της γυναικείας αναπαραγωγής ως ανάγκη να κυοφορήσουν και τα δύο φύλα. Πολλοί βέβαια θα σκεφτούν ότι η βαρβαρότητα της τεχνολογίας δεν έχει όρια και έλεος. Ας θυμηθούμε την κωμωδία του 1994 με τον Arnold Schwarzenegger…

Η σεξολογία με την ιατρική της υπόσταση ήδη μας έχει εκπλήξει θετικά, τόσο με τα χάπια που μετά το 1998 έκαναν τον άνδρα να καμαρώνει για τη στύση του σαν «γύφτικο σκερπάνι», ενώ οι υδραυλικές πεϊκές προθέσεις επιτρέπουν στον άνδρα που δεν μπορεί μέσα στα χρόνια της ζωής του, να εξακολουθεί να είναι ζωηρός και «σκληρός». Εξάλλου έρχεται και το τηλεκοντρόλ που θα σηκώνει το κουρασμένο πέος, προσοχή όμως να μην έχουν λήξει οι μπαταρίες του.

Ως προς τη γυναίκα, η σεξολογία έχει ακόμη πολλά ερωτηματικά που δεν έχουν απαντηθεί, τόσο για την σεξουαλική της επιθυμία, όσο και για τον οργασμό της, που δεν έχουν κουραστεί οι σεξολόγοι να διαφωνούν και να τσακώνονται στην προσπάθεια να ξεκλειδώσουν τα μυστικά της. Βλέπετε, ο εγκέφαλός της πολυπλοκότερος και πιο απαιτητικός, δεν μας επιτρέπει να ανοίξουμε την πόρτα που κρατάει κρυφά όλα αυτά που σκέφτεται, κάνοντας την μοιραία αλλά και μυστηριώδη, δημιουργώντας περισσότερο άγχος στον άνδρα που οπλίζεται όλο και πιο πολύ με φάρμακα, ουσίες, αυτοκίνητα και ακριβά ρολόγια για να την πείσει… ότι μπορεί να την ικανοποιήσει. Ο άνδρας ψάχνοντας τα μυστικά της, σκέφτεται τον προηγούμενο εραστή της και φοβάται τον επόμενο που θα τον αντικαταστήσει.Μάλιστα, πριν από μερικά χρόνια κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα φάρμακο (φλιμπανσερίνη) που φάνηκε πολλά υποσχόμενο στην ερωτική της διάθεση, για να ξεφουσκώσει όμως αρκετά γρήγορα, απογοητεύοντας τις γυναίκες κυρίως της μέσης ηλικίας, που υποτίθεται ήταν αφιερωμένο. Όσο για τον οργασμό της… πολλοί δρόμοι δεν οδηγούν στη Ρώμη!!

Ο χρόνος τρέχει και το σεξ ακολουθεί. Αν εντρυφήσει κανείς στις νέες ερευνητικές προσεγγίσεις της ιατρικής σεξολογίας, θα καταλάβει πως το ανθρώπινο σεξ, από το σήμερα στο αύριο, χάνει το ρόλο του και εξελίσσεται σε πιο δυναμικό και κυρίαρχο, αισθησιογόνο, εγωπαθές, που η φαντασίωση και η ηδονή χοροπηδούν μπροστά στην αχαλίνωτη ανάγκη μιας υπερσεξουαλικής δραστηριότητας. Ο κορεσμός του σεξ απαντά στο συναίσθημα που λείπει και στο κενό που γεφυρώνεται από τις νέες τεχνολογίες και τις προσωπικές επιλογές που ο καθένας διψασμένα και ανώνυμα ψάχνει. Τι ψάχνει άραγε; Να βρει έναν σύντροφο; Να ικανοποιήσει τα γεννητικά του όργανα, εκσπερματώνοντας μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του; Να πάρει το μπράβο του καταναγκαστικού μυαλού του και του εθισμού του, κυνηγώντας τα σεξουαλικά «εργαλεία» που θα του τρελάνουν το μυαλό και το σώμα του;

Όλα αυτά απογυμνώνουν την ανθρώπινη αλήθεια και τον κάνουν να εμπλέκεται με μια μηχανή, μια συσκευή, μια ουσία, ένα υποκατάστατο υπόδουλο του «τέλειου», του υποταγμένου και του προσφερόμενου στην υπηρεσία της οργασμικής χαράς.

Η δυστυχία της μοναξιάς και η κατάθλιψη της ανθρώπινης επικοινωνίας, προσφέρουν την αντικατάσταση του θυμού, του κενού, δίνοντας ρόλο στην αξία ενός τιμήματος που μετράει χρήματα, πουλάει συναισθήματα και αγοράζει ηδονή. «Μόνος μου καλύτερα», «μαζί σου χειρότερα», «με το μηχάνημα τέλεια»!

Άνθρωπε, γυμνώσου γιατί σε χρειάζομαι. Θέλω να σε αισθανθώ, για αυτό που είσαι, αυτό που έχεις και αυτό που μου δίνεις…

Πρώτο Θέμα, χρόνια πολλά, γεμάτα σημασία και νόημα στην ανθρώπινη μοναδικότητα!

ΠΗΓΗ:

Tuesday, 15 May 2018

An over-abundance of toys may stifle toddler creativity




When my kids were toddlers, there were caches of easily-accessible toys in most rooms of our house. But perhaps I should have kept most of them stored away, and brought just a few out at a time, on rotation – because the results of a new study in Infant Behaviour and Development suggest that a toddler with few toy options not only spends longer playing with each one – presumably developing their attentional skills – but is also more creative in their play.



Carly Dauch at the University of Toledo, US, and her colleagues studied 36 toddlers, aged between 18 and 30 months. The researchers drew from a pool of 32 toys of four types: educational toys (that teach colours, for example), “pretend” toys (that suggested themed scenarios – perhaps playing a being a doctor, for instance), action toys (that required an action such as stacking or building from the toddler, for example) and vehicles. The researchers videoed the toddlers taking part in two, 15-minute supervised play sessions: in one, they were in a room with one toy from each category (so four toys in total) and in the other, there were four from each category (so 16 in total).

The researchers found that when they presented the toddlers with 16 toys, the toddlers played on average with half of them during the assessment. In contrast, when they presented them with just four toys, the kids played on average with three.

Most importantly, the amount of toys available seemed to affect the way the toddlers played. When only four toys were on offer, each of the, on average, 10 play “incidents” lasted longer – around two minutes – compared with about a minute each for the, on average, 20 play incidents in the 16-toy condition. With fewer toys, the children also came up with about 60 per cent more different ways of interacting with each toy (such as “pretending”, “inserting”, “stacking”, etc).

Sixteen toys are more distracting than four, the authors conclude. Fewer available toys allow a child to focus more on a toy, to explore it more thoroughly, and to discover different ways of using it. Given evidence that young children can benefit from attention training, “an environment that presents fewer distractions may provide toddlers [with] the opportunity to exercise their intrinsic attention capabilities,” the researchers write.

Certainly, many kids in the US and the UK, for example, are not exactly short on toys. In the UK, the toy market is worth around £3.5 billion annually, while in the US, around US$3.1 billion is spent on toys specifically for infants and pre-schoolers every year. One study of American middle class family homes reported that, on average, 139 toys were visible, with most homes having at least 100 and some as many as 250. Given these numbers, “potential disruption in play created by an abundance of toys may be even more apparent within a naturalistic environment,” the researchers write.

However, the toys used in this study did not belong to the children involved. As anyone who’s ever taken a young child to the house of another – and witnessed the subsequent play frenzy – knows, unfamiliar toys are far more exciting, and distracting than familiar ones. It isn’t very surprising that the toddlers in the 16-toy condition checked out as many as they could, as quickly as they could.

Of course, one way to stop young kids getting quickly bored of their toys is to restrict access to them. If hiding away most toys and making only a few available at any one time helps toddlers to develop their attentional skills – and be more creative in their play – and increases the odds that you’ll be able to walk through the living room without tripping over – surely it’s the way to go.

SOURCE:


A radical new theory proposes that facial expressions are not emotional displays, but “tools for social influence”


Expressing sadness or seeking protection?


You’re at a ten-pin bowling alley with some friends, you bowl your first ball – and it’s a strike. Do you instantly grin with delight? Not according to a study of bowlers, who smiled not at a moment of triumph but rather when they pivoted in their lanes, to look at their fellow bowlers.

That study provided the earliest evidence for a controversial hypothesis, the Behavioural Ecology View (BECV) of facial displays, outlined in detail in a new opinion piece in Trends in Cognitive Sciences. Carlos Crivelli at De Montfort University, Leicester, UK and Alan Fridlund at the University of California, Santa Barbara, put forward the case that facial displays are not universal, “pre-wired” expressions of emotion – a concept supported by 80 per cent of emotion researchers in a recent poll – but are flexible tools for influencing the behaviour of other people.



The same range of specific facial displays have been associated with anger, disgust, fear, joy, sadness and surprise in many different cultures. As Paul Ekman at the University of California, San Francisco – the best-known proponent of the “basic emotions theory” or BET – writes in a blog post: “The capacity for humans in radically different cultures to label facial expressions with terms from a list of emotion terms has replicated nearly 200 hundred times.”

However, Crivelli and Fridlund write in their paper: “Despite its popularity, the assumptions and prescriptions of BET are meeting unprecedented challenges.” They argue that there are “serious methodological problems” in the initial studies on indigenous societies, and point to “countervailing” data from more recent studies, also conducted on small-scale indigenous societies, one Melanesian (the Trobrianders of Papua New Guinea) and two African (the Himba of Namibia and the Mwani of Mozambique).

Data gathered in the past five years from these societies are “inconsistent with the universality thesis”, the pair write. For instance, when Trobrianders are presented with the “gasping face”, which is usually taken as expressing fear, they perceive it as a “threatening” face.

According to the BET, this is an example of an unusual local cultural influence. But Crivelli and Fridlund aren’t convinced. They point to data showing that the gasping face is used as a threat display also in several African, Amazonian and Pacific small-scale indigenous societies.

“Mismatches on the original face studies were always attributed to thin, cultural rule-governed overlays,” they write. But, they argue “Those deviations, just like the new evidence found in African and Melanesian populations may indicate fundamental [my italics] human diversity.”

It’s true that people from many different countries associate smiles with happiness (the Trobrianders are, in fact, a notable exception), but this has more to do with convergent genetic and cultural evolution, Crivelli and Fridlund argue, than to do with smiles being some kind of involuntary, hard-wired read-out of positive emotion.

How does what we know about babies’ facial displays and emotions feed into this debate? Babies often smile when they see a family member or pet. They wrinkle their nose and protrude their tongue when given food they don’t like. Their eyes open wide at loud noises. And their mouths turn down when they cry. But according to BECV, this doesn’t necessarily mean that these are expressions of the emotions of happiness, disgust, fear or sadness.

For the BECV, which holds that these displays have not evolved to provide a fixed read-out of internal states but rather to influence the behaviour of other people, common facial displays are seen as having the following communicative functions – in adults, as well (the more traditional BET interpretation of the corresponding felt emotion is in brackets):
Smile – (Happiness) – Influence interactant to play or affiliate
Pouting – (Sadness) – Recruit interactant’s succour or protection
Scowling – (Anger) – Influence interactant to submit
Gasping – (Fear) – Deflect interactant’s attack via one’s own submission or incipient retreat
Nose scrunching – (Disgust) – Reject current interaction trajectory
Neutral – (“Suppressed emotion” or no emotion) – Lead the interactant nowhere in interaction trajectory

It may well be that when we’re in a positive mood state, we’re more open to interacting and affiliating with others – and more likely to smile. But we all sometimes – or even often – smile when we’re not feeling happy. According to the BET, these are insincere smiles. But if the purpose of a smile is to encourage other people to interact and affiliate (when meeting new people for the first time, say, or walking into an important meeting), they aren’t insincere at all.

In their paper, Fridlund and Crivelli also point to a re-conceiving of animal facial (and postural) displays as an “ecology of signalling”, based on the interests of the displayers and the receivers, who all have their own histories of interaction and who must negotiate for advantages within their group and their environment.

There is some research (such as the bowling study) that finds we are more likely to use facial displays – or that the displays are more pronounced – when we’re with other people. But one criticism of the BECV approach is that we do smile, grimace and frown when we are alone. Crivelli and Fridlund argue that while we may be alone physically we are never “psychologically alone”. “Our cast of interactants may include fantasised humans, real non-humans, humans who are not proximal, or any nearby objects”, they write.

But this won’t be the BECV argument that doubters will find hardest to accept. BECV will always be a tough sell, Crivelli and Fridlund note, in part because it’s more demanding to investigate experimentally than BET, and also, they argue, because “BECV requires shaking off a romanticised view of human nature…that makes the face a battleground between an interior ‘authentic self’ and an external, impression-managed ‘social self’…Within BECV both ‘selves’ are illusory. We are unified organisms, and like our words, voices and gestures, our facial displays are part of our plans of action in social commerce.”

But it isn’t only the BET itself that BECV challenges. What about the body of work on the role of facial displays in triggering emotion contagion? Or in empathy, for that matter. The BECV is fascinating. But to call it “controversial” is probably an understatement.

SOURCE:

Tuesday, 8 May 2018

Πώς θα σταματήσει το παιδί να κοιμάται στο κρεβάτι των γονιών

|


Πολλοί νέοι γονείς επιλέγουν να φέρουν το μωρό τους στο κρεβάτι μαζί τους αφού γεννηθεί. Ενώ υπάρχουν και υποστηρικτές και αντίπαλοι αυτής της συνήθειας, κάθε οικογένεια παίρνει αυτή την απόφαση για την ίδια. Το σημαντικό είναι να μπορείτε να κάνετε το μικρό παιδί σας να κοιμηθεί στο κρεβάτι του μετά από τον ύπνο μαζί σας. Οι παρακάτω ιδέες μπορεί να κάνουν τη μετάβαση λίγο πιο ομαλή.

Μιλήστε με το σύντροφό σας

Είναι έτοιμος να μετακινήσει το μικρό σας στο κρεβάτι του ήδη ή θέλει να αφήσει τα πράγματα όπως είναι προς το παρόν; Σε πολλές περιπτώσεις όπου ένα μικρό παιδί ακόμα κοιμάται μαζί σας, ο σύντροφός σας μπορεί να αισθάνεται ότι έχει παραμεληθεί. Θέλει να έχει την προσοχή σας και πολλά άλλα, αντί να σας μοιράζεται. Παρόλο που μπορεί να είναι δύσκολο για όλους τους εμπλεκόμενους, ο στόχος είναι το παιδί σας να μπορεί να κοιμάται στο κρεβάτι του αντί να παραμείνει στο δικό σας.

Μιλήστε με το παιδί σας


Αυτό θα πρέπει να ξεκινήσει περίπου μια εβδομάδα πριν από την πραγματική κίνηση. Μιλήστε για το πόσο μεγαλώνει και πώς σύντομα θα είναι ένα «μεγάλο παιδί» μόλις κοιμηθεί στο δικό του κρεβάτι και στο δικό του δωμάτιο. Παρουσιάστε το ως περιπέτεια και ως κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ανυπομονεί αντί να φοβάται.


Κάντε εξάσκηση

Ξεκινήστε να παίρνετε μικρούς ύπνους στο κρεβάτι του. Έτσι, θα αρχίσει να συνηθίζει σε αυτό. Εάν δεν έχετε πάρει ακόμα ένα κρεβάτι, ζητήστε τη βοήθεια του παιδιού σας για να διαλέξετε ένα. Μπορεί να θέλετε να επιλέξετε ένα κρεβάτι διπλού μεγέθους αντί για ένα παιδικό κρεβάτι, αφού έχει ήδη συνηθίσει τον ύπνο σε μεγαλύτερο κρεβάτι.

Αφήστε το να επιλέξει τα σεντόνια του

Το παιδί σας έχει έναν αγαπημένο χαρακτήρα καρτούν; Πιθανότατα θα μπορείτε να διαλέξετε κλινοσκεπάσματα με αυτόν τον χαρακτήρα πάνω. Εάν είναι ενθουσιασμένο για το σεντόνια του, θα υπάρχει λιγότερη αντίσταση στη μετακίνηση στο δικό του κρεβάτι.

Ακολουθήστε την ίδια τακτική ρουτίνας

Το μπάνιο, το βούρτσισμα των δοντιών, η αλλαγή σε πυτζάμες και η αφήγηση μιας ιστορίας θα επιτρέψουν στο παιδί σας να γνωρίζει ότι η ώρα για ύπνο πλησιάζει. Πηγαίνετε στο κρεβάτι του παιδιού σας και χαλαρώστε μαζί του ενώ διαβάζετε μια ιστορία για ύπνο. Καθώς αρχίζει να νυστάζει, θα είναι ήδη στο κρεβάτι του, έτοιμο να κοιμηθεί.

Μείνετε μαζί του μέχρι να κοιμηθεί

Αυτό είναι πολύ πιο εύκολο να γίνει αν το κρεβάτι του είναι διπλό. Βγείτε έξω από το δωμάτιο αφού κοιμηθεί. Αν βγει από το κρεβάτι του και ανέβει στο δικό σας κατά τη διάρκεια της νύχτας, δοκιμάστε ξανά την επόμενη νύχτα.

Ακολουθήστε ένα σταδιακό πρόγραμμα. Αρχικά, ξαπλώνετε μαζί του στο κρεβάτι του. Έπειτα, καθίστε στο κρεβάτι του. Στη συνέχεια, καθίστε σε μια καρέκλα δίπλα του και τέλος, αφήστε το να κοιμάται μόνο του. Να είστε έτοιμοι για περιστασιακές επισκέψεις από το μικρό σας, αλλά σύντομα θα κοιμάται σταθερά στο κρεβάτι του. Μπορεί να χρειαστεί χρόνος, αλλά μπορείτε να βάλετε το μικρό παιδί σας για ύπνο στο κρεβάτι του, αφού πρώτα έχει συνηθίσει να κοιμάται μαζί σας.

ΠΗΓΗ:

Monday, 7 May 2018

The Personality Type Most Likely To Steal Your Partner






People already in relationships are generally seen as more attractive.



Narcissists are more likely to steal another person’s partner, research finds.

They don’t care whether a potential partner is single or not.


Dr Amy Brunell, the study’s first author, said:


“They seem to not discriminate between those in relationships and those who are single.

It could be that they just go after whoever appeals to them without regard for relationship status.”

Narcissists are typically arrogant, selfish, extroverted and have an inflated sense of their own importance.

They also believe their they are special.

They experience less guilt and so have fewer qualms about taking advantage of others.

In a survey of 247 college students, narcissists were more likely to report sexual relationships with people already in other relationships.

A second similar study found that only narcissistic women were more likely to mate poach.

Two other studies suggested narcissists were not preferentially interested in people in relationships.

Dr Brunell said:



“It is likely people are simply interested in the target and not necessarily as concerned that the target is in a relationship.”

Dr Brunell concluded:


“Understanding the behavior of narcissists is important because it helps us better understand the people who are in our lives — and the types of people we don’t necessarily want in our lives.”

SOURCE:



Taking a mere five-day break from Facebook will lower your physiological stress levels, researchers claim



Does the prospect of taking a “Facebook holiday” fill you with dread as you picture a life of social isolation, or does it sound like an appealing and refreshing chance to change priorities?

A new paper in the Journal of Social Psychology has investigated the psychological effects of taking time off from using Facebook. Given that Facebook helps keep us connected but can also expose us to many social stressors, like envy and gossip, the researchers, led by Eric Vanman at the University of Queensland, expected to find a Facebook break would be associated with a drop in life-satisfaction, but also a reduction in stress levels. Their findings are largely in line with their predictions “[and] consistent with the general ambivalent feelings that may typify most active users about Facebook”. However, the study also features ambiguities and limitations that may leave sceptical readers unconvinced.



Vanman and his colleagues invited 138 active Facebook users (they averaged 2.8 hours daily use) to the psych lab where they provided a saliva cortisol sample and completed psychological questionnaires tapping their Facebook use, life-satisfaction, stress, mood and loneliness. This initial data showed that more active Facebook users reported higher life-satisfaction and less loneliness.

Critically, half of the participants learned at this time that they would be required to take a five-day hiatus from Facebook (they knew from the study advert that this might be a possibility). All the participants then wrote about what they thought the ensuing days would be like and they gave another saliva sample. Finally, all participants returned to the lab five days later, to repeat the questionnaires, report their social movements during the intervening Sunday, and provide one further saliva cortisol sample.

Nearly all the participants in the Facebook-hiatus condition wrote that they expected it to be a pretty miserable time. “I will probably feel … upset as my social life will be totally stopped if I cannot used Facebook and cannot find my friends in Facebook, I will also feel like left behind as I will not be able to know what has happened with my Facebook friends in the coming five days,” wrote one participant.

The results matched these expectations in that the No-Facebook group reported lower life satisfaction at the end of the study than those in the Facebook-as-normal condition (the average life satisfaction for the Facebook-as-normal group had increased during the study whereas the No-Facebook group’s had not). There were no group differences in mood through the study.

The No-Facebook group experienced this hit to their life-satisfaction despite the fact they reported an average of more than two hours extra face-to-face socialising on the Sunday during the study period compared to the Facebook-as-normal group.

However, on the positive side, the No-Facebook group showed a reduction in their cortisol levels over the course of the study. Cortisol is often described as a stress hormone and it may provide a physiological marker of stress levels. However, cortisol fluctuates a lot and it’s difficult to interpret the meaning of this change, especially based on so few measures. Indeed, the No-Facebook group didn’t actually report a decrease in their stress levels on the questionnaires (and cortisol levels within the group didn’t correlate with self-reported stress levels). It’s worth noting too that across all participants, cortisol levels at baseline were not associated with any of the study’s other measures, such as intensity of Facebook use.

The researchers said that their study is “the first to demonstrate the effects of Facebook use on a physiological measure associated with health outcomes” and they interpreted their results as showing that “taking short breaks from Facebook could be beneficial to one’s health, as any prolonged stress could contribute to mental and physical disorders.”

Such a conclusion may be premature, or at least overly specific. Other than the diary reports of the Sunday, we do not know if or how the participants in the No-Facebook group supplemented their usual time on Facebook with different activities, whether online or offline. Might the cortisol reduction have been linked to less time on the internet, and more time going for walks or chatting face-to-face, for instance, rather than taking a break from Facebook specifically? And just how meaningful is the cortisol result when the participants didn’t report feeling any less stressed, and considering that the cortisol levels for both groups were in the “normal range” at the start of the study?

It is difficult to interpret the hit to life satisfaction too. As the researchers acknowledged, there is a big difference between choosing to take a break from Facebook and having one partly imposed, as was the situation in the current study.

Despite these ambiguities the results certainly provide food for thought and will surely inspire more research on the psychological effects of taking breaks from Facebook and other online social networks. In the wake of the Cambridge Analytica scandal and the ensuing “delete Facebook” campaign, it would be particularly interesting to find out the psychological effects of a permanent break from Facebook rather than a mere five-day holiday.

SOURCE:

Friday, 4 May 2018

Η σωματική δραστηριότητα αποτρέπει την κατάθλιψη





Η σωματική δραστηριότητα μπορεί να προστατεύσει τον άνθρωπο από την εκδήλωση της κατάθλιψης, υποστηρίζει πολυεθνική ομάδα ειδικών που δημοσίευσε μια νέα ανασκόπηση, στο επιστημονικό έντυπο American Journal of Psychiatry.

Οι ερευνητές από τη Βραζιλία, το Βέλγιο, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Σουηδία εξέτασαν στοιχεία από μελέτες που είχαν γίνει σε άτομα χωρίς ψυχικές παθήσεις, συσχετίζοντας τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας με την εμφάνιση κατάθλιψης.

Στο δείγμα είχαν ενταχθεί συνολικά 266.939 άτομα, με το 47% να είναι άνδρες. Οι εθελοντές είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση κατά μέσο όρο 7,4 χρόνια.


Από την ανάλυση των στοιχείων προέκυψε ότι τα άτομα με χαμηλά επίπεδα σωματικής άσκησης είχαν υψηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης κατάθλιψης, συγκριτικά με εκείνους που είχαν υψηλά επίπεδα δραστηριότητας.

Επιπλέον, η σωματική δραστηριότητα είχε προστατευτική επίδραση έναντι της εμφάνισης κατάθλιψης σε νεαρά, ενήλικα και ηλικιωμένα άτομα σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές (Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Ωκεανία).

Όπως σχολιάζει ο καθηγητής Φελιπε Μπαρέττο Σους από το Πανεπιστήμιο La Salle της Βραζιλίας «πρόκειται για την πρώτη παγκόσμια μετα-ανάλυση που εδραιώνει την επωφελή δράση της φυσικής δραστηριότητας στον γενικό πληθυσμό έναντι της κατάθλιψης. Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα, λοιπόν, όσο πιο δραστήριος είναι κάποιος τόσο πιο καλά προστατευμένος είναι από την κατάθλιψη. Ανεξαρτήτως ηλικίας, ή τόπου κατοικίας, η άσκηση μειώνει τον μελλοντικό κίνδυνο κατάθλιψης».

ΠΗΓΗ:


Motivation Increased 35% By One Simple Goal-Setting Instruction, Study Finds




Men and women respond differently to setting goals, fascinating study finds.



Goal-setting is one of the tasks in my motivation ebook: “Spark: 17 Steps That Will Boost Your Motivation For Anything”

Goals are frequently found to boost people’s motivation, and so their performance.


A recent study, however, reveals a fascinating kink in that oft-quoted research.

Men, it seems, respond to goals better than women, the study found.

While goal-setting may work less well for women in some circumstances, it is still effective to some extent for both sexes.

Mr Samuel Smithers, the author of the research, said:



“The focus of this research was to determine how to motivate people.

When we are given a goal, we feel a sense of purpose to achieve it; it naturally helps to focus us.

The findings demonstrate that setting a goal induces higher effort.

For the study people had to do a simple addition task.


They were challenged to achieve 10 correct answers in one group and 15 correct answers in another group.

Both were compared with a control group who were given no goal.

The results showed that goal-setting had similar effects to monetary incentives.

People with goals focused more and increased their speed to complete the task.

Mr Smithers said:


“My research found that women perform better than men in the no goal setting, but men thrive in both of the goal treatments, suggesting that men are more responsive to goals than women.

I also found a 20 per cent and 35 per cent increase in correct number of additions for the medium and challenging goal groups over the control group.

This is an incredible increase in output without the need for extra monetary incentives.

The increase was due to an increase in both the speed and accuracy of the participants in the goal groups.”

SOURCE: