Thursday, 28 July 2016

Γυναίκες μεγαλύτερες από τους συντρόφους τους…



Η διαφορά στην φάση ζωής μεταξύ ενός άνδρα μικρότερου από μία γυναίκα είναι εμφανής σε πολλά σημεία της καθημερινότητας. Η επαγγελματική και οικονομική πορεία της γυναίκας έχει φτάσει σε ένα σημείο αναγνώρισης, επιτυχίας και κέρδους. Μένει μόνη, είναι ανεξάρτητη και το πρόγραμμά της έχει εκείνη ως βασικό ρυθμιστή. Από την άλλη όμως, ένας άνδρας που ξεκινά τώρα να εδραιώνεται στον επαγγελματικό χώρο, χωρίς μεγάλη σιγουριά και με ένα έντονο αίσθημα αβεβαιότητας δεν μοιάζει να μπορεί να την καταλάβει πλήρως. Είναι όμως εκεί που αυτοί οι δύο, επειδή το επιθυμούν, θα αναζητήσουν και τον τρόπο να κάνουν τις διαφορές τους σημεία ένωσης. Στην περίπτωση που αυτό δεν λειτουργήσει ευνουχιστικά προς τον άνδρα, η επαγγελματική πείρα της μπορεί να γίνει οδηγός και βοηθός στην έναρξη της καριέρας του.
Οι γονείς και οι συγγενείς περιμένουν έναν γάμο, ένα παιδί, μία σοβαρή και ώριμη δέσμευση που να συμβαδίζει με τη ηλικία της. Είναι οι άγραφοι κοινωνικοί κανόνες που θέτουν ηλικιακά όρια. Σημασία όμως έχει το κατά πόσο η σχέση ανεξαρτήτως ηλικίας και συνθηκών, προσφέρει όλα αυτά που αναζητά και χρειάζεται η γυναίκα. Υπάρχει όμως πίεση από το γονεικό περιβάλλον και τον δύο συντρόφων. Οι γονείς της να της λένε πως πρέπει να γίνει μητέρα γιατί δεν έχει ακόμη πολύ καιρό και οι γονείς του συντρόφου της, εμμέσως, να επικρίνουν την επιλογή του παιδιού τους και την θεωρούν ακατάλληλη. Κοινός τους φόβος είναι πως η απειρία του άντρα, θα παγιδεύσει την έμπειρη γυναίκα που θα της δώσει ξανά μία ανεμελιά και έναν ενθουσιασμό που δεν έχει πια. Και την ίδια στιγμή, η εμπειρία της θα ‘παγιδεύσει’ τον ‘αθώο’ και νεαρό της σύντροφο που μοιάζει να είναι έρμαιο των επιθυμιών της. Η δική της προσωπική ανησυχία όμως, μπορεί να είναι πως τελικά η σχέση αυτή ίσως να είναι μία περιπέτεια για εκείνον, πως ίσως η ηλικιακή τους απόσταση στην πραγματικότητα είναι και απόσταση ζωής.
Καθώς το σώμα της γυναίκας αρχίζει να μεγαλώνει, τα πρώτα άγχη σχετικά με την ηλικία και την μητρότητα μπορεί να κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι η στιγμή που αφού οι συνομήλικες γυναίκες του περιβάλλοντός της έχουν αποκτήσει ή περιμένουν ένα μωρό, εκείνη μπορεί να σκεφτεί πως αυτό δεν είναι πιθανό για εκείνη, αφού για την ώρα κάτι τέτοιο δεν είναι μέσα στις επιθυμίες του συντρόφου της. Υπακούοντας το κοινωνικό στερεότυπο που ο άντρας είναι μεγαλύτερος από την γόνιμη σύντροφό του, ένα ακόμη βάρος μοιάζει να προστίθεται για την γυναίκα. Η σκέψη της κλιμακτηρίου αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται ένας φόβος που θα της απαγορέψει την απόκτηση παιδιού.
Βιολογικά και κοινωνικά είναι σημαντικοί οι παράγοντες που μπορούν να κρατήσουν μακριά αυτούς του δύο συντρόφους. Τι έχει όμως σημασία στο τέλος της ημέρας; Αυτός που θέλουμε να ξαπλώνει δίπλα μας στο κρεβάτι μας και να μοιραζόμαστε στιγμές έρωτα, πάθους, αγάπης και στοργής πρέπει να έχει χαρακτηριστικά που να ταιριάζουν με εμάς ή με τους κανόνες; Η πιο ουσιαστική παράμετρος στη σχέση είναι η αποδοχή των συναισθημάτων που της δημιουργεί ο σύντροφός της, η χημεία που υπάρχει ανάμεσά τους και τα κοινά αυτά σημεία που τους έφεραν και τους κρατούν κοντά.


ΠΗΓΗ:
http://www.askitis.gr/relations/view/ginaikes_megaliteres_apo_tois_sintrophois_tois(accessed 28.7.16)

Facial expressions of intense joy and pain are indistinguishable


Eyes shut tight, face contorted into a grimace. Are they ecstatic or anguished? Ignorant of the context, it can be hard to tell. Recent research that involved participants looking at images of the facial expressions of professional tennis players supported this intuition – participants naive to the context were unable to tell the difference between the winners and losers.

From a scientific perspective, the problem with the tennis study is that the findings might have been affected by the players' physical exertion or their awareness of being on public display. To test the similarity of facial expressions of joy and pain more robustly, a new study in the journal Emotion has used videos taken from a much wider range of contexts.

Sofia Wenzler and her colleagues began by finding online videos of the ecstatic relatives of soldiers who'd just made a surprise return home. For comparison they found videos of witnesses caught up in real life terror attacks who were expressing intense negative emotion (none were actually harmed themselves).



Example stimuli taken from Wenzler et al 2016.
1=positive 2=negative.
The researchers took stills of the moment of peak emotional facial expression from the joyful and negative videos and presented them to 28 undergrad students. Naive to the context of the facial expressions, the students' task was to rate them from 1 "most negative" to 9 "most positive". On average, they rated the intense joy and intense anguish facial expressions negatively and to a similar extent. In other words, the students couldn't tell the difference between the facial displays of intense pleasure and pain.

A second experiment involving children's facial expressions produced largely similar results. This time, for the negative emotional displays, the researchers took stills from pranks shown on the Jimmy Kimmel late-night TV show, such as when children woke to discover their parents had eaten all their sweets earned through trick-or-treating. For children's facial expressions of intense joy, the researchers found online videos of children receiving surprise treats, such as tickets to see their favourite pop star in concert.

Again, students naive to the context looked at and rated still images of the children's facial expressions and again they rated intense joy negatively, although in this case not as negatively as intense pain (this might be because the contexts used in this experiment were not as momentous as those used in the first experiment that featured adults).

The findings from the two experiments contradict mainstream psychological theories of emotion, which predict that facial expressions of emotion should be most distinguishable at the opposite ends of the positive/negative spectrum. One explanation for this contradiction considered by the researchers is that in moments of extreme joy, people are actually experiencing negative emotion, for example through the evocation of negative memories. Another is that extreme joy prompts the expression of negative emotion as a way to restore emotional equilibrium. However, Wenzler and her team find both these possibilities unconvincing – for one thing, the equilibrium account predicts incorrectly that negative emotion should manifest in facial expressions of joy.

A matter on which the researchers remain silent is why, from an evolutionary perspective, humans have developed a tendency to express intense joy in a way that is perceived as indistinguishable from intense pain. This is pure speculation, but perhaps it is because for our ancestors, intense joy, like pain, was typically a moment of vulnerability, and it was adaptive for its facial expression to signal a need for support and protection.

_________________________________ 

SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2016/07/facial-expressions-of-intense-joy-and.html(accessed 28.7.16)


Wenzler, S., Levine, S., van Dick, R., Oertel-Knöchel, V., & Aviezer, H. (2016). Beyond Pleasure and Pain: Facial Expression Ambiguity in Adults and Children During Intense Situations. Emotion DOI: 10.1037/emo0000185

Wednesday, 20 July 2016

Κατασκήνωση…ένα διαφορετικό «σχολείο»



Η βαλίτσα είναι έτοιμη και γεμάτη…ζυγίζει περισσότερο από το ίδιο το παιδί και θα χρειαστεί βοήθεια για να την κουβαλήσει. Είναι η στιγμή του αποχωρισμού…οι γονείς πιθανώς νιώθουν ανάμικτα συναισθήματα…φόβο και αγωνία για το αν το παιδί τους θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτής της περιόδου ανεξαρτησίας αλλά και περηφάνια που το παιδί μοιάζει έτοιμο να ζήσει αυτή την εμπειρία. Το παιδί, από την άλλη, νιώθει έναν γλυκόπικρο ενθουσιασμό για αυτή την ελευθερία που του δίνεται αλλά και λίγη ανασφάλεια και αγωνία για το τι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει. Ακόμα και αν το παιδί έχει ξαναπάει κατασκήνωση, αρκετές μπορεί να είναι οι ανησυχίες του… «θα έχω καλό ομαδάρχη;», «θα είμαι στην ίδια ομάδα με τους φίλους μου;», «πώς θα κάνω καινούριους φίλους;», «τι θα κάνω αν κάποια παιδιά με ενοχλούν;», «τι θα κάνω αν δεν μπορώ να κάνω κάτι μόνος/η μου;» και πολλές άλλες που σχετίζονται με την αυτοεξυπηρέτησή του και την ένταξή του στην ομάδα. Αγαπητέ γονέα, μην σπεύσεις να απαντήσεις σε όλα τα πιθανά ερωτήματα του παιδιού αλλά και να προβλέψεις τα πάντα, σίγουρα προετοίμασέ το για αυτά που ήδη ξέρεις για την κατασκήνωση και δώστου μια κατεύθυνση για το πώς να αντιμετωπίσει αυτά που γνωρίζεις πως το δυσκολεύουν…η κατασκήνωση σίγουρα είναι ένα σχολείο που θα του μάθει πολλά.

Το παιδί φτάνει με τη βαριά βαλίτσα του στην κατασκήνωση. Συνειδητοποιεί ότι δεν νιώθει την ασφάλεια που βιώνει στα οικεία του πλαίσια, όπως στο σπίτι και το σχολείο και αυτό μπορεί αρχικά να το κάνει να μοιάζει διστακτικό, ντροπαλό, ίσως και μελαγχολικό. Αγαπητέ γονέα, μην αφήσεις το άγχος σου να σε κυριεύσει και δώσε χρόνο στο παιδί να προσαρμοστεί και να νιώσει ασφάλεια και σε αυτό το πλαίσιο. Το παιδί γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η κατασκήνωση είναι ένας καινούριος κόσμος έτοιμος να τον εξερευνήσει μαζί με τους συνοδοιπόρους συνομηλίκους του. Και ναι μπορεί το παιδί αρχικά να «πειραματιστεί», να δοκιμάσει τα όρια και τις αντοχές των καινούριων ανθρώπων με τους οποίους καλείται να συναναστραφεί αλλά και να παραβεί κάποιους κανόνες στον ενθουσιασμό του για την ελευθερία του από το δομημένο πρόγραμμα, τα καθορισμένα όρια και την πίεση της σχολικής χρονιάς. Αγαπητέ γονέα, μπορεί να σκέφτεσαι ότι «αυτό δεν είναι το παιδί μου» και να αναρωτιέσαι αν το έχεις διαπαιδαγωγήσει σωστά, σκέψου όμως ότι το παιδί ίσως έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο με αυτό το αίσθημα ελευθερίας. Όπως και στο σχολείο, έτσι και στην κατασκήνωση δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ποιοι είναι οι ξεκάθαροι και ποιοι οι «άγραφοι» κανόνες, ποιες είναι οι συνέπειες των πράξεών του και τι χρειάζεται να κάνει για να ενταχθεί στην ομάδα των συνομηλίκων του.

Η κατασκήνωση αποτελεί ένα διαφορετικό σχολείο για το παιδί που του δίνει καθημερινά μαθήματα ζωής. Κάθε στιγμή της ημέρας είναι μια ευκαιρία για το παιδί να βελτιώσει και να αξιοποιήσει τις κοινωνικές και επικοινωνιακές του δεξιότητες…μαθαίνει να εκφράζει τις επιθυμίες και ανάγκες του, να προσεγγίζει καινούριους ανθρώπους, να συνεργάζεται με τους συνομηλίκους του, να παρέχει υποστήριξη και βοήθεια στους φίλους του, να επιλύει διαφωνίες και συγκρούσεις, να βρίσκει λύσεις σε προβλήματά του, να δοκιμάζει καινούρια πράγματα που μπορεί να πίστευε ότι δεν θα τα κατάφερνε…Αγαπητέ γονέα, μην φοβάσαι ότι το παιδί καλείται να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις προκλήσεις μόνο του…αναμφισβήτητα χρειάζεται την καθοδήγηση και την υποστήριξη από κάποιον μεγαλύτερο. Το θετικό στην κατασκήνωση είναι ότι το παιδί δεν νιώθει απαραίτητα ότι περιτριγυρίζεται και πάλι από γονείς ή δασκάλους αλλά από ανθρώπους μεγαλύτερους που αποτελούν για αυτό ένα σημείο αναφοράς και με τους οποίους αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση. Επομένως, το παιδί νιώθει ότι μπορεί να ζήσει αυτή την εμπειρία ανεξαρτησίας μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο.

Και όταν έρχεται η στιγμή να φύγει από την κατασκήνωση, νιώθει ενθουσιασμό που επιστρέφει στην ασφάλεια και άνεση του σπιτιού αλλά παράλληλα νιώθει ότι αποχωρίζεται ένα πλέον οικείο μέρος για το ίδιο. Μπορεί η βαλίτσα τώρα να μην είναι γεμάτη καθαρά ρούχα αλλά σίγουρα είναι γεμάτη αναμνήσεις…Αγαπητέ γονέα, ενθάρρυνε το παιδί να τις μοιραστεί μαζί σου!

ΠΗΓΗ:

http://www.nflorentin.gr/blog/summercamp/(accessed 20.7.16)

Tuesday, 19 July 2016

Ενδειξη σοβαρού προβλήματος συμπεριφοράς η αναβλητικότητα, υποστηρίζουν ειδικοί





Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, μια συμμαθήτρια είχε κολλήσει στο ντοσιέ μου ένα αυτοκόλλητο που με παρότρυνε: «Ποτέ μην κάνεις σήμερα αυτό που μπορείς να αναβάλεις για αύριο». Μου φαινόταν πολύ απελευθερωτικό ως στάση ζωής, έως τη στιγμή που προσπάθησα να ακολουθήσω τη συμβουλή. Διαπίστωσα ότι η καθημερινότητά μου έμοιαζε απλούστερη, ψυχολογικά όμως άρχισα να συσσωρεύω άγχος και αισθανόμουν αναποτελεσματική.

Αυτό το «προσωπικό πείραμα» κατέληξε προφανώς σε αποτυχία, υπάρχουν ωστόσο άνθρωποι που υποφέρουν εγκλωβισμένοι σε έναν ανάλογο τρόπο ζωής. Οσο και αν μοιάζει φυσιολογικό μερικές φορές, λόγω φόρτου εργασίας ή έλλειψης χρόνου, να μεταφέρουμε κάποιες δουλειές μας για επόμενες ημέρες, η συστηματική αποφυγή των υποχρεώσεών μας είναι ενδεικτική ενός σοβαρού προβλήματος συμπεριφοράς.

Η αναβλητικότητα ή, αλλιώς, η συστηματική μετάθεση σε μελλοντικό χρόνο εργασιών και άλλων υποχρεώσεων χαρακτηρίζεται αγχώδης διαταραχή. Παρότι δεν συγκαταλέγεται, προς το παρόν, στις ψυχιατρικές παθήσεις, χρήζει ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης, για την ανακούφιση και τη βελτίωση της καθημερινότητας των ανθρώπων που υποφέρουν από αυτήν. «Ενας αναβλητικός άνθρωπος δημιουργεί δυσλειτουργικές προσωπικές, φιλικές, επαγγελματικές, ερωτικές σχέσεις», υποστηρίζει ο ψυχίατρος Στάθης Μπαρτζώκας. «Επειδή δεν είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του και λέει ψέματα για να καλύψει τις αστοχίες του, γίνεται αναξιόπιστος. Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του προκαλεί επαγγελματικά και προσωπικά προβλήματα. Εχει επίσης κακή κοινωνική ζωή. Φυσικά, όλο αυτό του προκαλεί επιπρόσθετο άγχος, λόγω του οποίου μπορεί να υποφέρει από αϋπνίες», καταλήγει.

Ο τρόπος για να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο που εμφανίζει τη διαταραχή από κάποιον που απλώς δεν προλαβαίνει είναι η διάρκεια και η συστηματικότητα της αναβλητικής συμπεριφοράς, αλλά και το γεγονός ότι ο «ασθενής» δεν ενημερώνει ή δεν προειδοποιεί για το ότι δεν θα ανταποκριθεί σε κάποια δέσμευση ή ραντεβού. Στην άλλη περίπτωση, πρόκειται απλώς για έναν άνθρωπο που συγκυριακά, περιστασιακά, για συγκεκριμένους λόγους αναγκάζεται να είναι ασυνεπής.

Οι αιτίες

Η αναβλητικότητα συχνότερα έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς των γονιών. «Το πρόβλημα δημιουργείται από τους έντονα παρεμβατικούς γονείς», εξηγεί ο κύριος Μπαρτζώκας, «οι οποίοι δεν επιτρέπουν στο παιδί τους να πάρει πρωτοβουλίες ή αναλαμβάνουν οι ίδιοι να φέρουν εις πέρας τις υποχρεώσεις του». Στην περίπτωση των ενηλίκων, η αιτία της αναβλητικής συμπεριφοράς μπορεί να εντοπιστεί στην έλλειψη αυτοπεποίθησης και στη χαμηλή αυτοεκτίμηση• αυτός που θεωρεί ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μεταφέρει για το μέλλον την «ώρα της κρίσης». Συχνά αναβάλλει πράγματα λόγω κακής συναισθηματικής κατάστασης, με την ελπίδα ότι σε μελλοντικό χρόνο θα αισθάνεται καλύτερα και έτοιμος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς ή της κοινωνικής ζωής. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει, φυσικά, και ο φόβος της αποτυχίας ή η αδυναμία διαχείρισης της συναισθηματικής πίεσης. Ο αναβλητικός άνθρωπος θα καταλήξει ότι είναι πολύ πιο εύκολο να απέχει από όσα δυνητικά θα τον πιέσουν σωματικά ή συναισθηματικά ή στα οποία κινδυνεύει να αποτύχει.

«Ευάλωτοι» στην αναβλητικότητα είναι οι εσωστρεφείς άνθρωποι, ενώ οι ηλικίες κατά τις οποίες εμφανίζεται συχνότερα είναι η παιδική-εφηβική (κυρίως τα χρόνια του σχολείου) και γύρω στα 30, οπότε ξεκινά η επαγγελματική δραστηριότητα.

Το προϋπάρχον πρόβλημα μπορεί να επιτείνουν η κατάθλιψη και καταστάσεις έντονου στρες. Οπως είναι αναμενόμενο δε, οι δραματικές αλλαγές στο ρυθμό της ζωής που έχουν σημειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες ευθύνονται επίσης σε μεγάλο βαθμό για την εμφάνιση αυτής της διαταραχής σε ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. «Οι υποχρεώσεις των ανθρώπων των πόλεων είναι πια πάρα πολλές, δεν συγκρίνονται με αυτές προηγούμενων ετών ή όσες έχουν οι άνθρωποι της υπαίθρου, ενώ έχουν πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή τους», διαπιστώνει ο κύριος Μπαρτζώκας, με αποτέλεσμα «να επιστρατεύουν ως άμυνες αφενός μεν την άρνηση της πραγματικότητας, την άρνηση ανάληψης των ευθυνών τους και αφετέρου τη μετάθεση των όσων έχουν να κάνουν».

Οπως είναι αναμενόμενο, και η οικονομική κρίση οδηγεί πολλούς ανθρώπους στην αναβλητικότητα, κυρίως όσους αισθάνονται ότι έχει τρωθεί η επάρκειά τους ως οικογενειαρχών και η αξία τους ως εργαζομένων και παραγωγικών μελών της κοινωνίας.

Πώς αντιμετωπίζεται
Η διαδικασία αντιμετώπισης της αναβλητικότητας περιλαμβάνει βραχυπρόθεσμα βήματα αλλά και μακροπρόθεσμη προσπάθεια. «Ενας πολύ βασικός τρόπος για να ξεπεραστεί το πρόβλημα είναι η δημιουργία ημερολογίου και η γραπτή λίστα, αλλά και ο προγραμματισμός ανάλογα με τη βαρύτητα των υποχρεώσεων, που μπορεί να είναι πολλές, δεν είναι όμως όλες το ίδιο πιεστικές ή σοβαρές», τονίζει ο κύριος Μπαρτζώκας. Η καταγραφή των υποχρεώσεων σε λίστα βοηθά στην καλύτερη οργάνωσή τους αλλά και λειτουργεί υπενθυμιστικά. Η ιεράρχησή τους θα εξασφαλίσει ότι θα υλοποιηθούν οι πιο σημαντικές εργασίες, μειώνοντας ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο το άγχος και το αίσθημα της ανεπάρκειας. Φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει μια δέσμευση ότι ο προγραμματισμός θα τηρηθεί αλλά και μια αποτίμηση του τι έγινε και τι όχι.

Σημαντική είναι επίσης και η προσέγγιση των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν στην εμφάνιση της διαταραχής, είτε πρόκειται για προβληματικές καταστάσεις του παρελθόντος είτε για δυσλειτουργική καθημερινότητα στο παρόν. Ο κύριος Μπαρτζώκας είναι κατηγορηματικός στο ότι οι ψυχίατροι, εξειδικευμένοι στη γνωσιακή - συμπεριφορική ψυχοθεραπεία, μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά. «Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, είναι ο ασθενής να μην... αναβάλλει την επίσκεψη στον ειδικό», καταλήγει.

ΠΗΓΗ:
http://www.kathimerini.gr/866997/article/epikairothta/ygeia/endei3h-sovaroy-provlhmatos-symperiforas-h-anavlhtikothta-yposthrizoyn-eidikoi(accessed 19.7.16)


Friday, 15 July 2016

Τα παιδιά που κοιμούνται νωρίς προστατεύονται από την παχυσαρκία


Ο ύπνος πριν από τις 21:00 συνοδεύεται από τα περισσότερα οφέλη για την υγεία τους, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη



Οχάιο
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας θα πρέπει να πέφτουν για ύπνο νωρίς καθώς έτσι αποτρέπεται ο κίνδυνος να εξελιχθούν σε παχύσαρκους εφήβους, υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο «The Journal of Pediatrics».

Οι ερευνητές του Κολεγίου Δημόσιας Υγείας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο, υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που κοιμούνται μετά τις εννέα το βράδυ έχουν διπλάσιο κίνδυνο παχυσαρκίας μετέπειτα στη ζωή τους.

Ελα ύπνε πάρε το...

Η δρ Σάρα Αντερσον και οι συνεργάτες της μελέτησαν στοιχεία για 977 παιδιά που είχαν λάβει μέρος στη μελέτη Study of Early Child Care and Youth Development και περιελάμβανε υγιή βρέφη που είχαν γεννηθεί σε 10 αμερικανικές πόλεις το 1991.

Οι επιστήμονες χώρισαν το ωράριο ύπνου για παιδιά προσχολικής ηλικίας σε τρεις κατηγορίες: 20:00 ή νωρίτερα, μεταξύ 20:00-21:00 και μετά τις 21:00. Τα παιδιά ήταν περίπου τεσσεράμισι ετών όταν ξεκίνησε η καταγραφή του προγράμματος ύπνου τους μια συνηθισμένη ημέρα της εβδομάδας, με τη βοήθεια των μητέρων.

Όταν πια τα παιδιά έγιναν έφηβοι - κατά μέσο όρο 15 ετών - οι ειδικοί συνέκριναν το ωράριο ύπνου που είχαν κατά την προσχολική τους ηλικία με τις περιπτώσεις εφηβικής παχυσαρκίας που είχαν πλέον στα χέρια τους.

Μόνο ένα στα δέκα παιδιά που κοιμόταν νωρίς ήταν παχύσαρκος έφηβος, συγκριτικά με το 16% των παιδιών της ενδιάμεσης ομάδας και το 23% όσων έπεφταν για ύπνο μετά τις 21:00. Τα μισά παιδιά κοιμόντουσαν μεταξύ 20:00-21:00, ενώ το 25% αυτών κοιμόταν πριν τις 20:00 και τα υπόλοιπα αργά.

Η σχέση με τη μητέρα καθοριστικός παράγοντας

Όπως εξηγεί η δρ Αντερσον, για την καλύτερη αξιολόγηση των δεδομένων, οι επιστήμονες επίσης εξέτασαν την αλληλεπίδραση μητέρας και παιδιών στο σπίτι, μέσω βιντεοσκοπημένου υλικού. Ανεξαρτήτως της ποιότητας της σχέσης μητέρας-παιδιού, υπήρχε ισχυρή σχέση μεταξύ του ωραρίου που έπεφταν για ύπνο τα παιδιά και της παχυσαρκίας. Φυσικά, τα παιδιά που κοιμόντουσαν αργά και είχαν τη χειρότερη αλληλεπίδραση με την μητέρα τους, είχαν και το χειρότερο σκορ κινδύνου παχυσαρκίας.

Οι ειδικοί παρατήρησαν επίσης ότι, τα παιδιά που κοιμόντουσαν πιο αργά προέρχονταν από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, οι μητέρες ήταν λιγότερο μορφωμένες και δεν άνηκαν στην καυκάσια φυλή.

«Το να βάζεις το παιδί νωρίς στο κρεβάτι δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα κοιμηθεί νωρίς, αλλά του δημιουργείς τις συνθήκες ώστε να είναι πιθανό τελικά να κοιμηθεί όσο χρειάζεται για να ξεκουραστεί» σημειώνει η δρ Αντερσον.

Και προσθέτει ότι η σύσταση για ένα σωστό ωράριο ύπνου των παιδιών προσχολικής ηλικίας μπορεί να γίνει το «όπλο» για την πρόληψη της παχυσαρκίας και μια γενικότερα καλή υγεία δια βίου.

Να σημειωθεί ότι προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει πως τα μικρά παιδιά είναι βιολογικά προγραμματισμένα για να πέφτουν για ύπνο πριν τις 21:00.

ΠΗΓΗ:

http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=815343(accessed 15.7.16)

Students of today are more afraid of growing up than in previous generations

In Western democracies, young adults are living with their parents for longer, spending more time in education and delaying having children. So much so that some commentators have suggested that we need a new term, such as "emerging adulthood", to describe the phase of life between late adolescence and true adulthood. Adding to this picture, a new cross-generational study in International Journal of Behavioural Development of hundreds of undergrads at two US universities finds that students today are more anxious about growing up and maturing than students from previous generations.

April Smith and her colleagues took advantage of data collected from male and female students at a northeastern private university in 1982, 1992, 2002 and 2012 when they were aged around 20, that included their answers to four statements about "fears of maturity". Specifically, the students rated their agreement with items like "I wish that I could return to the security of childhood" and disagreement with items like "I feel happy that I am not a child anymore" (the questions were part of a larger investigation into eating disorders). The researchers also had access to similar data from female students at a large public university in southeastern USA collected in 2001, 2003, 2009 and 2012.

The results from both universities revealed a clear trend – students today have more fears about maturing than students of the same age in previous generations. The researchers said this was a worrying result because fear of maturity is associated with negative outcomes including poorer psychological wellbeing.

Quite why today's students have an increased reluctance to leave their childhoods behind remains open to speculation because as the researchers put it: "empirical studies on adolescents' and young adults' fears related to the natural ageing process are almost entirely absent from the literature." Smith and her team suggest that these fears might in some ways be a realistic response to changing circumstances, including the recent global economic recession. Also contemporary students' reluctance to grow up might be related to changes to parenting styles – for instance, research from the UK shows that parents today are less willing to take risks, as revealed by the drastic reduction in the number of children permitted to walk to school on their own.

It's not clear how far we can generalise these results beyond US undergrads to non-students or young adults in other cultures. It's also worth noting that it's possible that all age groups today (not just young adults) are more anxious about ageing than were people of a similar age in previous eras. Still, as Smith and her colleagues put it, the new findings certainly suggest that "today's emerging adults seem reluctant to take on life's next chapter" and that we perhaps need to do more to remind them that "maturity's wisdom, knowledge and experience are precious, hard-won and nothing to fear."

SOURCE:

http://digest.bps.org.uk/2016/07/students-of-today-are-more-afraid-of.html(accessed 15.7.16)

Wednesday, 13 July 2016

Οι ψυχολόγοι προειδοποιούν: «Το καλοκαίρι, αφήστε τα παιδιά να βαριούνται!»





Μήπως ανήκετε σ’ εκείνους τους γονείς που αισθάνονται σαν… το ψάρι έξω από την γυάλα κάθε φορά που το παιδί τους αρθρώνει την λέξη «Βαριέμαι…»; Μήπως έχετε φροντίσει για το παιδί σας, να παρακολουθήσει, κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, μαθήματα μαγειρικής, κηπουρικής, τένις και αγγλικών; Μήπως το έχετε ήδη γράψει σε κάποιο θερινό camp υπό τον τρόμο της πλήξης;




«Μέγα λάθος!», υποστηρίζουν ψυχολόγοι και οι ειδικοί τονίζοντας ότι ο υπερβολικός προγραμματισμός κατά την διάρκεια του καλοκαιριού καθυστερεί την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, καθώς το απομακρύνει από το να ανακαλύψει αυτά που πραγματικά το ενδιαφέρουν.

‘’Ο ρόλος σας ως γονιός είναι να προετοιμάσετε τα παιδιά για να πάρουν τη θέση τους στην κοινωνία. Το να είσαι ενήλικας σημαίνει «καταλαμβάνω» τον εαυτό μου για να γεμίσω τον ελεύθερο χρόνο μου με έναν τρόπο που θα με κάνει ευτυχισμένο’’, λέει ο βρετανός παιδοψυχολόγος Lyn Fry. ‘’Αν οι γονείς ξοδεύουν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους στο να γεμίζουν τον ελεύθερο χρόνο του παιδιού τους, τότε τα παιδιά δε θα μάθουν ποτέ να το κάνουν αυτό για τον εαυτό τους!

Ο Fry δεν είναι ο μόνος που επισημαίνει τα οφέλη της πλήξης. Η δόκτωρ Teresa Belton σε μία επίσκεψή της στο Πανεπιστήμιο του East Anglia , έδωσε έμφαση ανάμεσα στη σχέση της πλήξης με τη φαντασία, δηλώνοντας στο BBC ότι η πλήξη είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του ‘’εσωτερικού ερεθίσματος’’ το οποίο επιτρέπει στη συνέχεια την έκφραση της αληθινής δημιουργικότητας.

Το 1993, ο ψυχαναλυτής Adam Phillips έγραφε επίσης ότι ‘’η ικανότητα του να βαριέται ένα παιδί αποτελεί στάδιο της ανάπτυξής του και η πλήξη αποτελεί μία ευκαιρία ώστε να συλλογιστεί τη ζωή. Η άποψη των ενηλίκων ότι το παιδί θα πρέπει διαρκώς να απασχολείται είναι πέρα για πέρα λανθασμένη και απόλυτα καταπιεστική».

Ο Fry προτείνει στους γονείς, κατά την έναρξη του καλοκαιριού, να καθίσουν με τα παιδιά τους και να γράψουν μαζί μία λίστα με όλα αυτά που θα μπορούσαν να κάνουν κατά τη διάρκεια των διακοπών. Αυτά, μπορούν να είναι βασικές δραστηριότητες, όπως το να παίξουν χαρτιά, να διαβάσουν ένα βιβλίο , να πάνε μία βόλτα με το ποδήλατο, να μαγειρέψουν ένα γεύμα, να παίξουν ένα παιχνίδι ή να ασχοληθούν με τη φωτογραφία. Αν το παιδί σας παραπονιέται διαρκώς ότι πλήττει δεν έχετε να κάνετε τίποτε παραπάνω από το να του πείτε να ρίξει μια ματιά στη λίστα που ετοιμάσατε μαζί κι ύστερα να ρίξετε το «βάρος» της απόφασης σε εκείνο μέχρι να το ακούσετε να λέει «αυτό θέλω να κάνω!»

Όπως επισημαίνει ο βρετανός ψυχολόγος «Υπάρχει μία πιθανότητα, τα παιδιά, ν’ αρχίσουν να μελαγχολούν και μετά να αρχίσουν να βαριούνται. Εμείς οι γονείς πρέπει ωστόσο να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό δεν είναι χαμένος χρόνος, ούτε αμαρτία. Τα παιδιά πρέπει να βαριούνται με σκοπό να παρακινούν τον εαυτό τους για να κάνουν πράγματα. Η πλήξη είναι ένα ένας τρόπος ώστε να νιώσουν τα παιδιά αυτάρκη.»

Η θεωρία του Fry δεν είναι καινούρια. Ήταν το 1930 όταν ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ, αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο από το βιβλίο του ‘’Η κατάκτηση της ευτυχίας’’, στη δυνητική αξία της πλήξης: ‘’Ένα παιδί αναπτύσσεται καλύτερα όταν, όπως ένα νεαρό φυτό, μένει ανενόχλητο στο έδαφος. Η τεράστια ποικιλία ερεθισμάτων δεν είναι καλή για τα μικρά παιδιά καθώς μπορεί στην ενήλικη ζωή τους να τους προκαλέσει ανικανότητα στο να διαχειριστούν τη γόνιμη μονοτονία την αφόρητη πλήξη και τον ίδιο τους τον εαυτό…’’

ΠΗΓΗ:
https://www.alfavita.gr/arthron/oi-psyhologoi-proeidopoioyn-kalokairi-afiste-ta-paidia-na-varioyntai(accessed 13.7.16)


Friday, 8 July 2016

The Most Memorable Female Body Shape For Men





Men had better memory for a woman’s hobbies, education, age, job — even her name — when she had this body shape.

Women with a waist-to-hip ratio of 0.7 are most memorable to men, new research finds.


Men remembered the most number of details about women who had this curvy shape.

They were better at recalling her hobbies, education, age, job — even her name!

The study’s authors write:


“Many studies have shown that a female’s waist to hip ratio influences men’s perceptions of her attractiveness.

However, our studies provide the first evidence to our knowledge that an attractive waist to hip ratio leads men to have superior overall memory for her appearance and biographical background.”

In the US and Europe a waist-to-hip ratio of 0.7 is considered, on average, the most attractive shape.

Examples of women with this ratio include both Marilyn Monroe and Kate Moss.

For the research 218 men took part in two studies.

They were shown pictures of one women whose waist-to-hip ratio was digitally manipulated to increase and lower it.

They were also presented with biographical information about her.

Across the two studies, men could recall more information about the woman when her waist-to-hip ratio was between 0.6 and 0.8.


The evolutionary explanation for why this ratio is attractive is that it signals high ‘reproductive potential’.

The study’s authors write:


“It has been theorized that human memory evolved to serve our survival and reproductive goals.

Attractive target cues, in particular, may trigger superior episodic processing in perceivers because they can signal the quality of the target’s genes or reproductive potential.

Indeed, an attractive female face and waist to hip ratio appear to stimulate brain regions in males linked to the processing of rewarding stimuli.

Our results are consistent with previous research showing that the perceivers’ memory may be superior for information of greater adaptive value to them.

However, our findings extend this research by showing that males’ enhanced memory extends beyond the specific cue of high adaptive value to other cues of potentially adaptive value that are also linked to the female target who possesses the desirable waist to hip ratio.”

SOURCE:
http://www.spring.org.uk/2016/07/female-shape-men-remember-best.php(accessed 8.7.16)

The study was published in the journal Evolution and Human Behavior (Fitzgerald et al., 2016)
.

What makes our work meaningful? Do bosses really make it meaningless?




The media has used the findings to demonise bosses, but such coverage forgets an important point, writes Alex Fradera
There have been times in my life where work seemed pretty pointless, on occasion because the position was a prime example of what anthropologist David Graeber calls bullshit jobs – those that give no real value back to oneself or society. But I’ve more frequently experienced the sense that a job was at some times meaningless, and at others very worthwhile. That’s a theme picked up in Catherine Bailey and Adrian Madden’s new study published in MIT Sloan Management Review, where interviews with 135 people within 10 different occupations explored times when work was meaningful or meaningless.

Like myself, interviewees didn’t consider meaningfulness as a fixed property of their job. They described it arising in episodes, highly intense and memorable peaks separated by unremarkable lulls. Some cases exemplified what the work was all about, such as an academic giving what they knew to be a superb lecture, whereas others were quite outside the norm, such as a shop assistant tending to a critically ill customer.

Often, these episodes had a personal flavour, such as the participant who recalled the first music recital attended by her parents. Many involved recognising the impact their work had had on people besides themselves, whether their students’ graduation or when their engineering innovation had been translated into products used by others. These personal and transcendent aspects were easily fused, such as in the example given by a refuse collector, where, during a crisis triggered by contamination of the local water supply, he visited one neighbour after another providing clean water.

It’s tempting to assume valuable work experiences should be positive – euphoric, air-punching highs – but the interviews teemed with examples that were heavy and challenging. Nurses described end-of-life situations; lawyers, toiling through a heavy, hard case; workers, pushing together against a seemingly intractable problem. Bailey and Madden suggest that organisations and researchers both may be neglecting such poignant experiences, which don’t tally with a superficial account of positive psychology, but may be very important in making work meaningful.

Times that meant something often involved contact with family and friends, peers and particularly the people served by the job. In contrast, managers were mentioned in accounts of meaningless work: times when the interviewee felt treated unfairly, disempowered or taken for granted, or when managerial priorities separated from important relationships with peers, or disconnected them from the values that mattered most to them, such as when the bottom line was placed over the quality of work. It’s for this reason that Bailey and Madden concluded that managerial meddling is often to blame when our work feels meaningless – a claim that has attracted boss-bashing headlines in the mainstream media, such asMoneyWeb’s Bosses destroy meaningful work.

But this media coverage, while fun, forgets an important point – in all but the most dysfunctional organisations, managers have a role in determining the conditions around work, which means – as Bailey and Madden themselves note – that a deft manager can be of benefit.

How does the work have a bigger meaning; for example, how does recycled waste actually lead to the creation of new objects? How can people devoted to their work get opportunities to interact with each other, and with the people their work benefits? How can the difficult times at work – like the eventual loss of a resident at your hospice – be met with appropriate support, but also recognised as valuable? And how can grey tasks like filling out forms be reduced, or at the least, be joined up with the important stuff? Should management solve such problems, they’d fade into the background, and in all likelihood, stay unsung in interviews about meaningful work. But that won’t mean that their efforts didn’t matter, and hopefully they can take pride – and meaning – in that.

SOURCE:
http://digest.bps.org.uk/2016/06/do-bosses-really-make-our-work-feel.html(accessed 8.7.16)

Friday, 1 July 2016

Πως μπορεί ένας άνδρας να διατηρήσει την σεξουαλική του ζωή και την υγεία του μεγαλώνοντας;




Κάθε μέρα πολλές πληροφορίες μας βομβαρδίζουν για τα προβλήματα που έρχονται με τον …χρόνο. Προβλήματα όχι μόνο στη υγεία μας αλλά και στη σεξουαλική μας ζωή. Αρκετοί από εμάς αρχίζουμε να ανησυχούμε καθώς μεγαλώνουμε για το τι θα πρέπει να κάνουμε, πως μπορούμε να μείνουμε "πιο νέοι" και λαμπεροί.


Την ίδια όμως ανησυχία ακούμε στο γραφείο μας και από νέους ανθρώπους που παρουσιάζουν ήδη κάποια σεξουαλικά προβλήματα, καθώς αναρωτιούνται τι πρέπει να προσέξουν για να είναι σεξουαλικά ενεργοί μετά από κάποια χρόνια. Γιατί ναι, όσον αφορά την υγεία μας, ισχύει η παροιμία: "Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν!"

Η διατήρηση λοιπόν μία καλής σεξουαλικής λειτουργίας μεγαλώνοντας είναι ένα σημαντικό κριτήριο της ποιότητας ζωής, της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας και της καλής βιολογικής μας υγείας.




Για να διατηρήσουμε λοιπόν, μία καλή σεξουαλική λειτουργία είναι καλό να εφαρμόσουμε τους εξής κανόνες:
Διακόπτουμε το κάπνισμα. Η διακοπή του καπνίσματος βοηθά σημαντικά στην καλή σωματική υγεία. Μάλιστα υπάρχουν μελέτες που μιλάνε για βελτίωση στις νυκτερινές στύσεις ακόμα και 24 ώρες μετά την διακοπή του.
Μειώνουμε την κατανάλωση αλκοόλ. Η υπερβολική και μακροχρόνια κατανάλωση αλκοόλ, έχει συνδεθεί με βλαβερές επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα και στη στυτική λειτουργία.
Ελέγχουμε το σωματικό μας βάρος. Ο έλεγχος του σωματικού βάρους μπορεί επίσης να συμβάλλει σημαντικά στην πρόληψη ενός στυτικού προβλήματος, καθώς σχετίζεται με ασθένειες που προκαλούν στυτική δυσλειτουργία όπως η χοληστερίνη, ο διαβήτης και άλλες.
Ξεκινάμε φυσική άσκηση. Η φυσική άσκηση ενισχύει τη στυτική λειτουργία καθώς συμβάλλει στην σωστή λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος.
Μειώνουμε το στρες. Όλο και περισσότερες έρευνες συνδέουν την εμφάνιση της στυτικής δυσλειτουργίας με το έντονο άγχος.
Είμαστε συνεπείς στην ιατρική παρακολούθηση. Η συχνή παρακολούθηση από το γιατρό και οι κατάλληλες ιατρικές εξετάσεις έχουν μεγάλη σημασία όχι μόνο για τη σεξουαλική υγεία αλλά και για τη γενικότερη υγεία του ατόμου.
Επικοινωνούμε με το σύντροφό μας. Όσο πιο ανοιχτά και αληθινά επικοινωνούμε μέσα στη σχέση μας, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να μοιραστούμε τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας στα διάφορα στάδια της ζωής μας. Η συντροφικότητα είναι σημαντική προκειμένου να διατηρήσουμε μια καλή σεξουαλική ζωή με το σύντροφό μας!


ΠΗΓΗ:

http://www.askitis.gr/sexualhealth/view/%CF%80%CF%89%CF%82-%CE%BC%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%82-%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%83%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CF%8E%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82(accessed 1.7.16)

Η νόσος Alzheimer απαιτεί άμεσα παρεμβάσεις






Η άνοια (α στερητικό + νους) αποτελεί πλέον μία σύγχρονη επιδημία στον αναπτυγμένο κόσμο. Μία επιδημία με ποιο συχνή μορφή τη νόσο Alzheimer, που ήρθε στο προσκήνιο με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης. Δεν πρόκειται μόνο για ένα μείζον ιατρικό πρόβλημα αλλά έχει αναδειχθεί πλέον και σε ένα άκρως κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα .

Τα στατιστικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους ως προ την οικονομική διάσταση: Στην Ευρώπη τα άτομα με άνοια είναι σήμερα 10 εκατομμύρια, στην Ελλάδα 200.000 και παγκοσμίως 44 εκατομμύρια και αναμένεται να φτάσουν τα 135 εκατομμύρια μέχρι το 2050. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η νόσος Alzheimer απορροφά αυτή τη στιγμή το 25% του συνόλου των δαπανών για την υγεία. Το ετήσιο κόστος της Άνοιας στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 3 έως 6 δισεκατομμύρια ευρώ.

Τα στοιχεία αυτά καθιστούν από μόνα τους επιβεβλημένη περισσότερο από ποτέ τόσο την αλλαγή του τρόπου ζωής ως μέτρο πρόληψης. Οι σημαντικότερες αιτίες της νόσου είναι η γενετική προδιάθεση και η αύξηση της ηλικίας, παράγοντες μη τροποποιήσιμοι. Οι τροποποιήσιμοι ωστόσο παράγοντες είναι αγγειακοί (διαβήτης, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία), το κάπνισμα, οι κακώσεις της κεφαλής, η κατάθλιψη και διατροφικοί παράγοντες (η Μεσογειακή Δίαιτα βοηθά στην πρόληψη). Αντιθέτως άνθρωποι με πολλά χρόνια εκπαίδευσης, απαιτητικά επαγγέλματα και περισσότερες δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου (συμπεριλαμβανομένων πνευματικών, κοινωνικών, αλλά και φυσικών-σωματικών δραστηριοτήτων) έχουν μικρότερες πιθανότητες ανάπτυξης νόσου Alzheimer. Γι αυτό όλοι καλούμαστε να τροποποιήσουμε τον τρόπο ζωής μας για να μειώσουμε τις πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου.

Υπάρχει όμως και το «αόρατο» κόστος της νόσου Alzheimer που αφορά στην ψυχολογική επιβάρυνση των φροντιστών που συχνά μεταφράζεται σε σωματικά συμπτώματα και αυξημένη χρήση υπηρεσιών υγείας, αυξημένη χρήση φαρμάκων και απώλεια της παραγωγικότητας. Η αναγνώριση και η ανακούφιση του φορτίου των φροντιστών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της νόσου. Στην Ελλάδα, είναι τραγικές οι ελλείψεις σε υπηρεσίες και δομές τόσο για τα άτομα με άνοια, όσο και για τις οικογένειές τους. Αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την άνοια και τη νόσο Alzheimer.

Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την άνοια έχει ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής. Το σημερινό Υπουργείο Υγείας έχει τη βούληση να προχωρήσει στην εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης, το οποίο μεταξύ άλλων προβλέπει την αναγνώριση της άνοιας ως αναπηρία και τη θεσμοθέτηση οικονομικών βοηθημάτων για τα άτομα με άνοια και τους φροντιστές τους».

ΠΗΓΗ:

http://www.kathimerini.gr/865805/article/epikairothta/ygeia/h-nosos-alzheimer-apaitei-amesa-paremvaseis(accessed 1.7.16)