Wednesday, 26 April 2023

Ξυπνώντας πλάι σε δαίμονες: Πώς η παράλυση ύπνου «ζωντανεύει» τους εφιάλτες


Η παράλυση ύπνου έχει αποτελέσει έμπνευση για πίνακες ζωγραφικής και ιστορίες τρόμου. Σήμερα, όμως, οι επιστήμονες αρχίζουν να την κατανοούν καλύτερα



Η παράλυση ύπνου έχει αποτελέσει έμπνευση για πίνακες ζωγραφικής και ιστορίες τρόμου. Σήμερα, όμως, οι επιστήμονες αρχίζουν να κατανοούν καλύτερα γιατί κάποιοι άνθρωποι ξυπνούν μετά από όνειρα, ανήμποροι να κουνηθούν και γιατί μερικές φορές οι παραισθήσεις επιμένουν.


Η παράλυση ύπνου μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή και τη καθημερινότητα κάποιου. Οπως δήλωσε στο BBC η 24χρονη Βικτόρια, αυτό ήταν κάτι που της συνέβη για πρώτη φορά στα 18 της. «Ξύπνησα και δεν μπορούσα να κουνηθώ», αναφέρει.
Εμπνευση για τον «Φρανκενστάιν»

«Είδα μια φιγούρα σαν γκρέμλιν να κρύβεται πίσω από την κουρτίνα μου. Πήδηξε πάνω στο στήθος μου. Νόμιζα πως είχα μπει σε άλλη διάσταση. Και το πιο τρομακτικό ήταν ότι δεν μπορούσα να ουρλιάξω. Ηταν τόσο έντονο, τόσο αληθινό…», αναφέρει η ίδια.

Οι επιστήμονες πιστεύουν πως η παράλυση ύπνου είναι κάτι που επηρέαζε πάντα τους ανθρώπους. Υπάρχουν αρκετές γλαφυρές περιγραφές τέτοιων περιστατικών στην ιστορία της λογοτεχνίας, ενώ φαίνεται πως η Μέρι Σέλεϊ άντλησε έμπνευση από έναν πίνακα που αναπαριστούσε ένα τέτοιο επεισόδιο για να γράψει μια σκηνή του «Φρανκενστάιν».


«Πρόκειται για ένα φαινόμενο που αγνοούσαμε… αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον», αναφέρει ο Μπάλαντ Τζάλαλ, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για ζητήματα που αφορούν τον ύπνο, ο οποίος το 2020 ολοκλήρωσε ίσως την πρώτη κλινική δοκιμή σχετικά με τους πιθανούς τρόπους θεραπείας της παράλυσης ύπνου.
Δαίμονες, άγγελοι και… κλώνοι

Σημειώνεται πως σε ένα περιστατικό παράλυσης ύπνου, πολλοί άνθρωποι έχουν παραισθήσεις με δαίμονες, φαντάσματα, εισβολείς ή νεκρούς συγγενείς. Βλέπουν μέλη του σώματός τους να αιωρούνται ή κλώνους των ίδιων να στέκονται δίπλα από το κρεβάτι τους. Αλλοι βλέπουν αγγέλους και μετά πιστεύουν πως βίωσαν κάποια εμπειρία που σχετίζεται με τη θρησκεία.

Οι ερευνητές πιστεύουν πως είναι πιθανό αυτές οι παραισθήσεις να οδήγησαν τον κόσμο στο να πιστεύει στις μάγισσες στην Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη, και ίσως να εξηγούν και κάποιους σύγχρονους ισχυρισμούς περί απαγωγών από εξωγήινους.

Μέχρι πρόσφατα, υπήρχαν διαφωνίες σχετικά με το πώς βιώνουν οι άνθρωποι την παράλυση ύπνου. Οι σχετικές μελέτες πραγματοποιήθηκαν σποραδικά και με μικρή συνέπεια σε ό,τι αφορά τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν.

«Δεν είναι και τόσο σπάνιο»

Το 2011, όμως, ο κλινικός ψυχολόγος Μπράιαν Σάρπλες, διεξήγαγε την πιο εκτεταμένη ανάλυση στοιχείων μέχρι σήμερα σχετικά με το πόσο διαδεδομένη είναι η παράλυση ύπνου. Ειδικότερα, η εν λόγω ανάλυση εξέταζε δεδομένα από 35 μελέτες που καλύπτουν μια περίοδο πέντε δεκαετιών.

Συνολικά, συμμετείχαν περισσότεροι από 36.000 εθελοντές. Ο Σάρπλες διαπίστωσε ότι η παράλυση ύπνου είναι πιο συχνό φαινόμενο από ό,τι πιστεύαμε παλαιότερα, με περίπου 8% των ενηλίκων να αναφέρουν ότι τους έχει συμβεί κάποια στιγμή στη ζωή τους. Το εν λόγω ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο μεταξύ των φοιτητών (28%) και των ατόμων με ψυχιατρικά προβλήματα (32%) «Δεν είναι και τόσο σπάνιο», αναφέρει ο ίδιος.

Σημειώνεται ότι σε πιο σοβαρά περιστατικά παράλυσης ύπνου, εξετάζεται μέχρι και η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, όπως εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη θεραπεία της κατάθλιψης.

Από την πλευρά του, πάντως, ο Μπάλαντ Τζάλαλ επισημαίνει και το γεγονός πως ο φόβος για το υπερφυσικό κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν περισσότερο απειλημένοι από την παράλυση ύπνου, και αυτό ακριβώς το άγχος καθιστά πιο πιθανό να βιώσουν όντως ένα τέτοιο περιστατικό – κάτι που αποτελεί παράδειγμα του πόσο αλληλένδετη είναι η λειτουργία του μυαλού και του σώματός μας.

Πηγή:

Anger


Anger



This time on the podcast we talked about anger. How can we be with anger and use it to help us to hold our boundaries and mobilize us towards justice? And how can we avoid reacting out of it in ways that manifest as aggression, violence, or hatred (whether turned inwards towards ourselves or outwards towards other people)?


(If the embed player isn’t showing up click here or just search for us in your podcast apps on your phones)


After a check-in about the situations which we – ourselves – are currently feeling anger about, we started by delineating between ‘non-reactive’ and ‘reactive’ anger…
Anger and reactivity

Non-reactive anger refers to being with the energy of the angry feeling but not acting out of it in ways that hurt us (repressing) or others (reacting). Reactive anger is when we react directly – often quickly – out of the angry feeling. Paradoxically, such a reaction is often an attempt to avoid really feeling the anger (or other tough emotions). If we can learn to feel safe-enough to stay with the anger, and allow the experience, we may well be less likely to engage in reactive anger responses.

Pretty much all conflict advice suggests taking time out in the first rush of anger, or when angry feelings are intense or overwhelming. We’re likely to be reactive at such times and it is best to refrain from doing anything out of it for 20-60 minutes at least, like pressing ‘send’ on that email! This gives an opportunity to return from our sympathetic nervous system to the parasympathetic one, if we can manage not to escalate or stoke the anger by rehearsing stories about the situation.

Don’t miss out on episodes and blogs! Every other podcast is for Patrons only. Sign up to our Patreon from just $1 per month.
Staying with anger

The feeling of anger – like all feelings – is valid and vital. If we try to avoid feeling anger – or attempt to eradicate our capacity for anger – then we’ll damage ourselves and our capacity to feel other emotions as well. This is well depicted in the film Inside Out. When we can feel all emotions then we’re able to flow through them more easily. When we only allow some we can become stuck in certain states, or cut off entirely. There’s more on how to stay with feelings in MJ’s zine on the topic, and our podcast here.

The risk of avoiding or eradicating anger is that it becomes cast out of us and ends up being turned back in on ourselves like some external voice who is angry at us. This is one way of understanding what’s been called the inner critic.

Without the capacity to be angry outwards we may well struggle to hold our boundaries, either letting people walk over us, or hiding behind brittle barriers, or swinging between the two extremes. We may also struggle so much with shame, inner criticism, and self-hatred that other people’s anger with us becomes unbearable, because it feels like it confirms those harsh and toxic beliefs we have about ourselves. This is part of why it’s important to embrace our inner critic and do the work of learning how to stay with feelings of anger-in and anger-out without reacting to avoid or eradicate them. Not that this is easy of course.
Anger and trauma

Reactive anger-in and anger-out can map onto the common trauma responses of fawn and flight, which can be seen as two ends of a spectrum. Those whose childhood survival strategy was fawn, or people-pleasing, often do whatever they can to ensure that people around them will not be angry with them (either in hot raging or cold withdrawing ways). Those whose childhood survival strategy was fight, tend to blame, override, and belittle others. Both are strategies which attempt to control others’ behaviours whether by objectifying yourself or objectifying them.

It can be useful to develop whichever of these strategies comes less habitually to you in order to get more intentional and bring them into more of a balance. Again becoming able to tolerate anger, shame, and other feelings can make it less likely that we’ll act out of our trauma responses.
Being with anger

So the aim with anger, as with all tough feelings, is to learn how to notice it and be with it, rather than repressing it or instantly acting out of it in a reactive way. It can be good to make it our business to really get to know it, and to practice giving it space and warm attention at the ‘flicker’ stage, before it becomes a flame or fire. The aim here is not to get rid of anger – or any other feeling – but rather to be with it as part of the whole of our experience, and to act from it – if and when we do – in ways that are compassionate and respectful both towards ourselves and others (not overriding one for the other).

Check out our ‘make your own user guides’ at our Publications page. Work zines with ideas and activities to help you with your relationships and sex lives. Just £2.50 for an instant download.

Under these circumstances anger has vital functions in helping us to clearly discern when we are being harmed, to hold our boundaries to protect ourselves, and to prevent that from continuing. It also helps us to see injustice on a wider scale, from feeling our own experiences. The energy of the anger can then be channelled into non-violent movements towards change.
Anger as a resource for fighting injustice

Audre Lorde’s essay on the uses of anger is a helpful resource to help us to use anger precisely, as a form of energy that we can tap into for empowerment and fighting injustice. She also speaks about how guilt and fear can block us from experiencing and expressing our anger, and how important it is to address this so we can fight injustice alongside each other as a symphony rather than a cacophony ‘We have to learn to orchestrate those furies so that they do not tear us apart’.

Anger is vital in all contexts where marginalised people are required to take on the burden of the shame of their oppressors. When people speak out about oppression or abuse, the culturally normative response is: denial that it even happened, minimisation of its impact, victim blame, and defending oneself against any culpability. Now the marginalised person – or survivor – bears the weight of both what they went through, and this reaction. In a gaslighting move, they now have to carry the shame of the oppressor or perpetrator, as well as the pain of the initial experience. Seeing how the most marginalised are scapegoated and shamed in this way can ignite our anger in ways that can drive movements for justice as we’ve seen with #BlackLivesMatter and #MeToo.
Intersectionality and anger

An intersectional understanding is important here also, because race, class, gender, sexuality, disability, survivor status, etc. all influence who is and is not comfortable around their own – and others’ – anger, and who has access to different modes of expressing anger. For example, #BlackLivesMatter highlights the huge dangers black men face if they express any anger towards authority, and how they may be assumed to be threatening – and killed for it – even if they don’t.

Members of most marginalised groups are easily dismissed as ‘the angry black person, trans person, lesbian, working class person, etc.’ if they speak out about oppression. People frequently respond with anger back towards those who have named oppression, rather than towards the oppression itself, for example being more angry at being labelled racist than at racism itself.

Survivors of all kinds of abuse, and disabled people, may have very real reasons to be highly fearful of anger in others, given what this has meant for them in the past, or how dependent they may be on that person for their survival.

Men are frequently socialised to express no emotions except anger, while women are frequently socialised to be pleasing to others and to hide any anger. However, such socialisation can manifest in different ways from person to person. For example, a boy who was encouraged – but always failed – to be ‘tough’ may struggle to be angry or assertive. A girl who survived by joining the ‘mean girls’ may default to anger and bullying. Class, culture – and other intersections – also have a part to play with anger being a more-or-less accepted part of masculinity or femininity in different places and different communities.

A discussion of your intersections and early survival strategies in relation to anger could be a great relationship conversation to have, to help guide who you develop relationships with and what containers you create for those relationships.
Anger, shame, and kindness

Getting in touch with our anger can be an antidote to the shame we’ve been burdened with, helping us to focus anger outwards towards unjust systems, rather than inwards towards ourselves. It can also help us to find compassion for all of us who are caught up in these oppressive systems and dynamics, which can help when these things play out in our interpersonal relationships. While people often see anger and kindness as polar opposites, we’d suggest that it’s possible – even vital – to find our way towards angry kindness and kind anger.

Resources

In addition to the Audre Lorde essay, we’d recommend:Pema Chodron on how to stay with anger with patience, refraining from reacting.
Judith Butler on rage and non-violence.

© Meg-John Barker and Justin Hancock, 2020



SOURCE:

Monday, 24 April 2023

Sadness





We talked about sadness, sorrow, grief, mourning and melancholia. How can we be with sadness and use it to help us to connect with ourselves and others, and mobilize us towards justice? And how can we avoid shutting down on sadness, or giving up in the face of overwhelming grief?

We recorded this podcast on Friday 29th May, after the death of George Floyd but before the wave of protests which followed. Much of what we cover in the podcast remains relevant – and will continue to be relevant whatever the world situation – but we wanted to state this up front so you can be aware of why we don’t go into detail about the role of grief in this current uprising during the episode. Our focus here was more on the Covid-19 situation, although we also touch on #BlackLivesMatter. There’s a list of resources which we’ve found helpful over the last week or two at the end of this post.
https://soundcloud.com/culturesexrelationships/sadness
Or click here to listen at SoundCloud

After a check-in about the situations which we – ourselves – are currently feeling sadness about, we covered what sadness – and related feelings – are, how to stay with them, how to connect with others through them, and how they can bring us towards justice.
What are sadness, sorrow, grief, etc.?

We’re talking here about sadness as a feeling we often get around loss or other kinds of suffering. It often feels tender, vulnerable, and soft, perhaps also low, heavy, and raw. Grief, grieving or mourning are ways we express sadness – alone or with others.

Depression and/or melancholia could be seen as when sadness becomes stuck, or takes us to a place where we need to give up or retreat from the world for some time. It can feel more heavy, fatigued, hopeless, and foggy than sadness. In medieval times there was a belief that mourning is brought on by a specific incidence of loss while melancholia was seen as an illness and to be “melancholic” was a temperament where you were more prone to melancholy.

Don’t miss out on episodes and blogs! Every other podcast is for Patrons only. Sign up to our Patreon from just $1 per month.

Mourning a sad event and feeling sad, sorrowful and tearful is important, otherwise we may become stuck in melancholia. Melancholia was seen by Freud as “A loss of a more ideal kind [than mourning]. The object has not perhaps actually died, but has been lost as an object of love.” (S. Freud). Or, as George Michael put it following a great loss: “And every single memory / has become a part of me / you will always be / my love”. Perhaps we go into melancholia or depression when it’s about losing things we’ve project onto others: the hope of a saviour or perfect One, the kinds of care and protection we lost young and now yearn for.

Winnicott’s ‘Value of Depression’ speaks about the ability to feel sadness as part of maturation. Sadness can help us to differentiate between our inside and outside, as we learn to feel sad about external situations and separation from others. Sadness is likened to a fog descending over a city and then lifting. Where sadness is allowed to work it’s way through without hindrance we can come out stronger as a result.

Trauma theorists talk of sobbing, sorrow and grief as important ways of releasing trauma. If we are discouraged from releasing it in this way when we are young it may become locked in the body, and we may need to return to grieve as an adult in order to release it in various ways.

Shame theorists suggest that having our emotions ‘regulated’ by those around us – who reassure us that it legitimate to feel them, and hold us through them in various ways – is vital. If we are not regulated in that way we may well feel shame about our feelings – and ourselves – and need to do that work of regulation when we’re older – through therapeutic support, with ourselves, and with our supportive people.
Staying with sadness

The feeling of sadness – like all feelings – is valid and vital. If we try to avoid feeling sadness – or attempt to eradicate our capacity for sadness – then we’ll damage ourselves and our capacity to feel other emotions as well. This is well depicted in the film Inside Out. When we can feel all emotions then we’re able to flow through them more easily. When we only allow some we can become stuck in certain states, or cut off entirely. There’s more on how to stay with feelings in MJ’s zine on the topic, and our podcast here.

The risk of avoiding or eradicating sadness is that we may not feel the grief necessary to process loss or trauma, so it becomes locked within us, making it hard to be present, or to look to the future. We may feel haunted by the sad times of our life and struggle to move forward. As in Inside Out, being unable to access sadness also means other feelings will become less available to us, and vital parts of our psyche may become cut off.
Grief is good: Sadness, connection, and compassion

Sadness is highly related to vulnerability and our capacity to connect with ourselves and others – and to feel compassion for them. Being able to express vulnerability, and be with others in their vulnerability, is a key component to intimate relationships, and showing when we’re sad is a key component of vulnerability.

Sadness and grief are often feelings we may finally get to when we manage to get underneath the emotions which are more related to reactivity, such as anger, fear, and shame. Generally we cover over our sadness and vulnerability by lashing out or controlling (fight), distracting (freeze), escaping (flight), and trying to appease others (fawn). When we can realise those strategies, and manage to refrain from falling into them unconsciously, we may end up feeling the sadness, vulnerability, and loss which resulted in us needing to employ those strategies in the first place.

When we can feel sad – and are helped to feel it – we often find it easier to feel compassion for ourselves and for others. It can crack us open to connect with others in this way. It’s useful to notice what blocks us from feeling sad – for example feeling overwhelmed by distress (of ourselves and/or others), or not wanting to recognise how we’re implicated in such distress.

Buddhist practices encourage feeling that ‘broken-heart’ feeling in the places where it comes easily, and then expanding out to people and situations where it is more challenging, both to notice where we become blocked, and to practice feeling sadness and compassion for all of us. It’s important to be gentle with ourselves, as it’s hard to undo patterns of not allowing sadness, and open to it. It’s also important to challenge ideas about what are, and are not, legitimate reasons to feel sad or legitimate ways of expressing sadness.
Sadness as a resource for fighting injustice

We spoke on our previous podcast about how anger could help motivate us to fight injustice, but what about sadness? Here we reached the conclusion that both are vital. Anger helps us to create the boundaries in which it is safe enough to feel vulnerable and to express sadness.

Anger and sadness together give us the combination of protection and connection so that we can be motivated to protect ourselves and others, while also connecting to the ways in which we’re all caught up in systems of oppression, intergenerational trauma, and attempts to avoid painful feelings. Sadness without the protection of anger can become overwhelming and inward focused. But anger without the connection of sadness can mean we act in reactive ways before releasing our feelings, and fail to connect with our own capacity to be both victims/survivors and perpetrators/oppressors – to feel the deep grief of that and to connect with others in ways that might result in change.

Sadness also gives us valuable information about the material conditions that are making us and others sad. It can be useful if sadness gives us the opportunity to be slow and introspective rather than reacting quickly: to consider what is making us sad but also being accurate about that information.

The difference between sadness and melancholia is also relevant here. Are we melancholic for a different kind of politics in the past that we can’t recreate, and is this stopping us from imagining a future? This would be a kind of left melancholia. The potentially destructive and conservative nature of holding on to and loving past ideologies rather than being here-and-now is neoliberal melancholia. This is why it is so important to mourn and to allow each other to mourn collectively and personally.
Intersectionality and sadness

Who gets to feel and express sadness? This is impacted by the messages we receive in wider culture, our place on the intersectional axes of oppression/privilege, our family/community norms, and intergenerational trauma and our responses to it – what felt safe, or even possible, for us to experience and express growing up.

As Iesha Small points out in her blog post on exposure to racism as trauma: ‘For a Black person in a predominantly white country the effects of racism are probably best compared to a form of PTSD. Which is why the Angry Black Person narrative is so reductive. Anger is some people’s response to trauma. Maybe they want to cry but vulnerability requires trust. And how are you going to trust if you don’t feel safe? Or if the things you know are very real aren’t even acknowledged as happening? The closest parallel here may be domestic violence or domestic abuse… Maybe it’s anger (which is entirely valid in the face of repeated dehumanisation) maybe it’s a safer way of expressing despair, fear, sadness, shame, disappointment or overwhelm.’

The concept of white woman tears highlights how sadness can be performative, distracting us away from other legitimate feelings that may be present, for example when a black person raises the presence of racism, and the focus becomes on the pain of the shire person being seen as racist, rather than pain of the person of colour being treated in a racist way.

The answer is not to avoid feeling sadness, but rather to allow ourselves to feel the sadness of having hurt another, leading us to a desire to be accountable and do better, rather than falling into defences of blame or shame which distances us from others. This can be easier said than done of course when experiences tap into old shame about not being good enough. Ring theory is a helpful concept whereby it is appropriate to go to those who are less impacted by whatever-has-happened than us for support, but not to expect support from those who are more impacted. For example, white people might go to other white people to grieve the impact of white privilege, or times they have acted in racist ways, rather than to people of colour.

Sadness is also highly gendered. Men crying is so rarely seen and it only ever seems to be okay in extremely limited circumstances coded by what it is that is okay to upset men such as sports or losses related to fatherhood. Justin has written more about the risks to everyone of men being socialised only to express anger – and not sadness – here.
Takeaways

The question is how can we stay with our fragility, vulnerability and sadness and connect with others’ pain and suffering – however this is expressed – through this, rather than shutting down on ourselves or focusing on our sadness and pain in ways that exclude others or disconnect us from them. We would suggest.Practice encouraging sad feelings when they arise and staying with them
Talk with close people about how you might share sad feelings with each other, and what your needs are when sad (e.g. solitude and/or support).
Consider therapy – or other – support to learn how to grieve and to grieve the past so it doesn’t overwhelm the present.
Consider sharing circles or similar formats where each person has chance to share and express their sadness.
Explore what safe-enough spaces would be – for you – to experience and express your sadness around what’s going on in the world. Who are the safe-enough people to go to for support? How might you nurture possibilities for more collective grief and mutual mourning?
Useful resources around Black Lives MatterJustin has a list of resources for learning about racism here.
We found this podcast very useful for the history and context of the BLM movement.
There are a couple of podcasts featuring Keeanga-Yamahtta Taylor which are really interesting about identity politics, intersectionality, solidarity, and BLM. This one and this one. Her book From Black Lives Matter to Black Liberation is excellent.
Reni Eddo-Lodge’s work is helpful for the British context, as is The Good Immigrant.
Layla Saad’d Me and White Supremacy is a great workbook for thinking through whiteness and how to be anti-racist.
Gary Younge’s article in the New Statesman is helpful in drawing together police violence and the disproportionate number of black people and people of colour dying of Covid-19.

© Meg-John Barker and Justin Hancock, 2020


SOURCE:

Thursday, 20 April 2023

To σύνδρομο χρονίου στρες και φλεγμονής


Η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία είναι ένα μεγάλο υποσύνολο του ΣΧΣΦ, το οποίο αποτελεί το αιτιολογικό υπόβαθρο σχεδόν όλης της σύγχρονης παθολογίας

H θεραπεία του συνδρόμου χρονίου στρες και φλεγμονής, ειδικά με συνοδό παχυσαρκία, απαιτεί αντιμετώπιση από ομάδα ειδικών.


Σήμερα, σωστά, η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία θεωρούνται νόσοι και, δυστυχώς, ο επιπολασμός τους σε όλες τις ηλικίες όχι μόνο δεν έχει σταθεροποιηθεί, αλλά αυξάνεται με τον χρόνο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολόγισε ότι το 2035, πάνω από 50% της ανθρωπότητας θα αποτελείται από υπέρβαρους και παχύσαρκους ανθρώπους και αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε στον πλανήτη πάνω από 4 δισεκατομμύρια ανθρώπους με σοβαρή νοσηρότητα, η οποία θα χειροτερεύει με την ηλικία και θα μεγεθύνεται προοδευτικά. Δεδομένου ότι, σήμερα, πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών και εφήβων στον ανεπτυγμένο και αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, και με τη γνώση ότι η νοσηρότητα της παχυσαρκίας αυξάνεται ιδιαίτερα όταν η έναρξή της είναι στην παιδική και εφηβική ηλικία, αναμένουμε όχι μόνο πρώιμη νοσηρότητα –που εμφανίζεται ακόμη και σε παιδιά–, αλλά και αυξημένη νοσηρότητα σε όλες τις ηλικίες. Αυτή η πρόβλεψη, συνεπώς, είναι ταυτόχρονα λογική, αλλά και πολύ απογοητευτική.


Εάν τα παραπάνω ευρήματα –που βασίζονται στον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ)– είναι άκρως ανησυχητικά, η πραγματικότητα είναι ότι, ήδη, σήμερα, το 2023, η επιδημιολογική υγειονομική κατάσταση της ανθρωπότητας είναι πολύ χειρότερη από αυτή που προβλέπεται για το 2035, με τη χρόνια νοσηρότητα να αφορά ίσως τα δύο τρίτα του πληθυσμού, δηλαδή περί τα 6 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Φυσικά, αυτή περιλαμβάνει και τους σημερινούς υπέρβαρους/παχύσαρκους με τη νοσηρότητά τους, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους με φυσιολογικό ή και ελαττωμένο ΔΜΣ και αυξημένη νοσηρότητα. Ετσι, ενώ η παρουσία και ο βαθμός υπερβαρότητας/παχυσαρκίας είναι ένας εξαιρετικός βιοδείκτης πρoϊούσας νοσηρότητας, στην ουσία υποτιμά σημαντικά τον πραγματικό επιπολασμό της χρόνιας ολικής νοσηρότητας στην ανθρωπότητα.

Στην πραγματικότητα, η υπερβαρότητα και η παχυσαρκία και η νοσηρότητά τους δεν είναι παρά ένα μεγάλο υποσύνολο ενός ευρέως πανδημικού, πρωταρχικού «συνδρόμου χρονίου στρες και φλεγμονής», ή ΣΧΣΦ, το οποίο αποτελεί το αιτιολογικό υπόβαθρο σχεδόν όλης της σύγχρονης παθολογίας. Πράγματι, η γνωστή συστάδα της παθολογίας που συνοδεύει την υπερβαρότητα/παχυσαρκία και κυρίως την «κοιλιακή» ή «σπλαχνική» μορφή –δηλαδή το λεγόμενο «καρδιομεταβολικό σύνδρομο», που περιλαμβάνει κυρίως την αντίσταση στην ινσουλίνη, τη δυσλιπιδαιμία, την υπέρταση, τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, την υπερπηκτικότητα του αίματος, τη χρόνια συστηματική φλεγμονή, καθώς και τα καρδιαγγειακά νοσήματα–, είναι επίσης ένα υποσύνολο νοσηρότητας, και αυτό γιατί το φάσμα των παθολογικών εκδηλώσεων του πληθυσμού –ανεξαρτήτως του ΔΜΣ– είναι πολύ πιο ευρύ, με συχνές παθολογικές εκδηλώσεις που περιλαμβάνουν μεν αυτές του καρδιομεταβολικού συνδρόμου, αλλά και πολλές άλλες επιπρόσθετες, ψυχολογικές και σωματικές.

Συνολικά, αυτές αντιστοιχούν στα λεγόμενα «χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα», συμπεριλαμβανομένων του άγχους, της κατάθλιψης, της υπερβαρότητας/παχυσαρκίας, του καρδιομεταβολικού συνδρόμου, των αλλεργικών και αυτοάνοσων νόσων, των ψυχοσωματικών διαταραχών, της χρόνιας αποφρακτικής νόσου των πνευμόνων, των διαταραχών του ύπνου, του καρκίνου κ.λπ., και είναι, κατά κύριο λόγο, το αποτέλεσμα του χρόνιου ψυχο-κοινωνικο-οικονομικού στρες που υφιστάμεθα στη σύγχρονη εποχή, σε συνδυασμό βέβαια με την κακή διατροφή, την έλλειψη άσκησης, τον ανεπαρκή ύπνο και το ακανόνιστο πρόγραμμα της ημέρας.


Το χρόνιο στρες –που χαρακτηρίζεται από παθολογική ημερονύκτια έκκριση ορμονών του στρες και της φλεγμονής– προκαλεί το ως άνω «σύνδρομο χρονίου στρες και φλεγμονής» (ΣΧΣΦ), το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ σε επιπολασμό την υπερβαρότητα/παχυσαρκία και τη νοσηρότητά τους, εμπερικλείοντας αιτιολογικά και αυτήν. Το χρόνιο στρες έχει την ιδιότητα να αποκαλύπτει τις γενετικές, επιγενετικές και συμπεριφορικές αδυναμίες των ανθρώπων, που τους καθιστούν ευάλωτους σε διάφορες παθήσεις. Π.χ., εάν κάποιος έχει ένα πρόβλημα με γονίδιο ή γονίδια ή έκφραση γονιδίων το οποίο τον κάνει ευάλωτο/η στο άγχος, τότε το άτομο υποφέρει από άγχος, εάν έχει το αντίστοιχο για κατάθλιψη εμφανίζει κατάθλιψη, εάν για παχυσαρκία συσσωρεύει σωματικό λίπος, εάν για νευροεκφύλιση παθαίνει άνοια κ.λπ. Το χρόνιο στρες, συνεπώς, προκαλεί τα χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα σε ασθενείς που έχουν την προδιάθεση γι’ αυτά, ενώ, παράλληλα, ελαττώνει την αμυντική ικανότητα του οργανισμού κατά του καρκίνου και των λοιμώξεων (π.χ. COVID-19). Συνεπώς, το ΣΧΣΦ είναι η κυρία αιτία αναπηρίας και θανάτου στις μέρες μας.

Αν οι άνθρωποι δεν εξετίθεντο στο χρόνιο ψυχο-κοινωνικο-οικονομικό στρες και στις άλλες αντίξοες συνθήκες της μοντέρνας ζωής ή αν διαχειρίζονταν το στρες καλύτερα και ακολουθούσαν έναν καλό τρόπο ζωής, θα ήταν και θα παρέμεναν λεπτοί, υγιείς, με πολύ λιγότερη ψυχική, ψυχοσωματική και σωματική νοσηρότητα, με μακρότερο προσδόκιμο υγιούς ζωής και με μικρότερες ανάγκες ψυχολογικής, ψυχιατρικής, ιατρικής και φαρμακευτικής υποστήριξης. Βέβαια, μερικοί άνθρωποι είναι έμφυτα ικανοί να ανθίστανται στο στρες και να το κάνουν αυτό «αυτόματα». Αυτό το χάρισμα, να μπορεί κάποιος να ελέγχει το στρες του και να μην επηρεάζεται αρνητικά, δυστυχώς, δεν το έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Αλλά, ευτυχώς, η διαχείριση του στρες, που είναι καταλυτική, και διδάσκεται και μαθαίνεται. Να προσθέσω εδώ ότι η ουσιαστική γνώση και πρακτική σοφία είναι κλειδί της λύσης που αφορά και την πρόληψη και τη θεραπεία όλων των χρονίων μη μεταδιδόμενων, αλλά και μεταδιδόμενων νόσων.

Τι χρειάζεται, συνεπώς, για να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί το ΣΧΣΦ και η συχνά συνοδός παχυσαρκία ή υπερβαρότητα; Κατ’ αρχήν, επιβάλλεται η παιδεία όλων μας στον υγιεινό τρόπο ζωής και στην πρόληψη του ΣΧΣΦ και των εκδηλώσεών του, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας. Σήμερα, δυστυχώς, η θεραπεία του ΣΧΣΦ, ειδικά με συνοδό παχυσαρκία, είναι ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτεί αντιμετώπιση από ομάδα ειδικών, όπως ενδοκρινολόγος, διατροφολόγος, ψυχολόγος και εργοφυσιολόγος, καθώς και μεθόδους παρακολούθησης της θεραπείας πέραν της φυσικής εξέτασης και του υπολογισμού του ΔΜΣ. Η παρουσία συμπτωμάτων χρονίου στρες και φλεγμονής (τα λεγόμενα «λειτουργικά» ή «μη ειδικά συμπτώματα» ή «μη ιατρικά εξηγούμενα συμπτώματα», medically unexplained symptoms, MUS), όπως η χρόνια κόπωση και διάφοροι χρόνιοι πόνοι και η γνώση της σύστασης του σώματος –ιδιαίτερα της παρουσίας ελαττωμένης μυϊκής μάζας (σαρκοπενίας), αυξημένου σπλαχνικού λίπους (σπλαχνική ή κοιλιακή παχυσαρκία) και ελαττωμένης οστικής πυκνότητας (οστεοπενία ή οστεοπόρωση)–, η συστηματική φλεγμονή, η απώλεια του κιρκάδιου ρυθμού της αρτηριακής πίεσης και της κορτιζόλης και η ελάττωση της ποικιλότητας του καρδιακού ρυθμού, είναι ενδεικτικό χρόνιας νοσηρότητας και σηματοδοτεί την άμεση ανάγκη δραστικής αλλαγής του τρόπου ζωής: σωστή διατροφή, μέτρια σωματική άσκηση, επαρκής ύπνος, κανονικότητα ημερήσιας δραστηριότητας, γευμάτων και ύπνου, και, εκ των ων ουκ άνευ, διαχείριση του στρες.

Η ιατρική επιστήµη, ευτυχώς, μας έχει δωρίσει γνώσεις και φάρμακα, τα οποία έχουν αυξήσει το προσδόκιμο επιβίωσης παρά τον αντίξοο σύγχρονο τρόπο ζωής και τη συνεχώς αυξανόμενη παχυσαρκία. Είναι ενδιαφέρον ότι όλα τα φάρμακα που αποδεδειγμένα επιμηκύνουν τη ζωή ανταγωνίζονται τους μεσολαβητές του στρες και της φλεγμονής, όπως π.χ. οι ανταγωνιστές των κατεχολαμινών και της αγγειοτασίνης 2, τα ινσουλινο-ευαισθητοποιητικά, τα αντικαταθλιπτικά, τα αντιπηκτικά, τα ακόρεστα λίπη, τα ωμέγα 3 λιπίδια κ.ά. Ευτυχώς, πρόσφατα, η ανακάλυψη ορμονικών σκευασμάτων που αφορούν τις γαστρεντερικές ορμόνες GLIP-1, GIP και PYY, μας έχουν δώσει και ένα ακόμη ισχυρό συμπληρωματικό όπλο εναντίον της υπερβαρότητας/παχυσαρκίας και της νοσηρότητάς της. Δεδομένου, όμως, ότι «κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν», το καλύτερο όπλο μας παραμένει η χρήση της λογικής στη σωστή αγωγή της ζωής μας. Εξ ου και η ανάγκη για υψηλού επιπέδου και ευρέως διαδεδομένη παιδεία.


* Ο κ. Γεώργιος Π. Χρούσος είναι ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, διευθυντής στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής στην Εδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής.



Tuesday, 18 April 2023

The psychological challenges of putting humans on Mars


Missions like Artemis are getting our technology ready for the journey — but what about our astronauts?

13 April 2023

By Emma Barratt


Earlier this month, NASA named the four astronauts taking part in the Artemis II mission, which will be the first crewed flight to the Moon in more than half a century. The Artemis missions are part of a wider vision to take human exploration further into the solar system — space agencies hope that once they are able to sustain humans on a Moon base, they’ll be technologically equipped to continue on to Mars.

But this poses a question: these missions might get our technology ready for the journey, but what about our astronauts? Just how ready will we be for the psychological challenges of putting humans on Mars? Engineering challenges come with a certain amount of predictability, but humans, with all their complexities and foibles, introduce a huge amount of uncertainty into any mission.
Human after all

Despite being portrayed as ultra-professional scientists with ‘The Right Stuff’, there are instances that show astronauts are as human as the rest of us. One of the better known examples is the near mutiny during Apollo 7, when the three-man crew became openly hostile to the ground control team. The crew was still reeling from the death of their colleague, Gus Grissom, in the Apollo 1 fire. This was compounded by the frustrations of early spaceflight technology, awkward sleep schedules, and the physical discomfort of spaceflight. This resulted in the crew’s desire to impress that they were the ones in charge, which culminated in their refusal to wear their helmets upon re-entry, risking death from depressurisation. This mission ultimately ended their flight careers.

Examples such as these illustrate that crew members aren’t always the logical, rational, superhuman entities we imagine, and in many ways the leadership traits that make them excellent explorers can be those that predispose them to risks — both physical and psychological.

In efforts to reduce the impact of these kinds of threats on mission success, space agencies have identified swathes of physical and psychological risks which will be encountered on a Mars mission and made them top priorities for research. NASA has formalised this list in the form of their Human Research Roadmap. Within this wide variety of anticipated psychological impacts, the most widely cited risk is isolation.
The perils of working remotely

Prolonged isolation can bring about a wide variety of negative emotional and cognitive effects. Tensions between crew, disturbed sleep cycles, and depressive symptoms have been observed across several studies. In the life-or-death situations presented by a Mars mission, any one of these could mean the difference between mission success or failure. This makes it vital to figure out mitigation strategies through research.

Isolation is studied in a number of ways here on Earth. In a space exploration context, agencies typically use analogue missions — field tests in locations that have physical similarities to the extreme space environments. These artificial replications allow space agencies to test both new technology and crew.

One of the most significant analogue studies was Mars 500 — a simulated Martian mission involving six male crew that lasted 520 days. During this time in isolation, the crew’s behaviour and functioning was studied extensively.

On the whole, they lived and worked together remarkably well, with little significant conflict. However, it was clear that the constraints of the environment affected both their behaviour and biological functioning. The lack of natural light threw off four of the crew’s circadian rhythms, with one crew member shifting to a twenty-five-hour cycle, and others showing extensive daytime napping and chronic sleep deprivation. The majority of operational errors were attributed to lack of sleep, and it’s easy to imagine the conflicts that could result from sleep disturbances in a less-harmonious crew.

Of course, analogues like Mars 500 can’t adequately reproduce the challenging, dangerous environment of a real interplanetary mission. The additional stressors encountered on such a mission may well exacerbate problems caused by sleep or other effects of isolation. Many psychological researchers therefore prefer to study analogues that offer real consequences to crew members, should they fail their mission. For this, they conduct research in more extreme conditions.
Active antidotes

LUNARK was the first lunar analogue mission conducted in the Arctic. Performed in the remote environment of Northern Greenland, this study tested approaches for maintaining astronaut wellbeing, and explored factors which may reduce negative outcomes from isolation in a realistic setting.

During the 61-day mission, two participants lived and worked in a small, ergonomically designed habitat called the LUNARK. Given the perilous conditions outside, the two were constantly in close proximity, yet far from loved ones, with little to distract them from the situation. Communications with the outside world were very limited, comprising only daily 160-character messages sent via satellite phone to their “ground crew” in Denmark. Much like astronauts, their days were spent completing research in their tiny quarters, physically and socially isolated from the rest of the world.

To record their experiences during this simulated Moon mission, both participants kept daily diaries, full of self-report measures evaluating their daily activities and emotions. These measures probed feelings of loneliness, resignation, desire for social contact, and time perception.

Analysis of these diaries revealed several things. Firstly, desire for social contact increased over the duration of the mission. This is a desirable outcome, as previous studies have noted the tendency for crew to become depressed and socially withdrawn as lengthy missions progress. Talking about personal topics and exercising both strengthened this desire for social contact.

Feelings of resignation stayed relatively steady across the mission, and chatting about personal matters and taking leisure time protected against these negative feelings. And, as the old phrase "time flies when you’re having fun" suggests, leisure time was also associated with increases in the perceived speed of time.

The environments astronauts face off-planet will be harsh and unchanging. But this study suggests that even in such unforgiving situations, careful activity management may be an effective method for dampening particular mission-associated stressors.

Other such strategies are already in place in missions closer to home than the Moon. Astronauts on the International Space Station have regularly scheduled calls home, leisure time with internal cameras turned off, and even special treats to raise morale, such as calls with their favourite celebrities. As with Earth analogues, though, the knowledge they’ll be home soon remains, making it tricky to draw comparisons between the psychological challenges of missions to low Earth orbit and journeys to Mars.
Selecting for the unexpected

Of course, space agencies have their eye on minimising the effects of isolation long before an astronaut ever goes on mission. Selection processes for non-commercial crew, which are rigorous and highly secretive, are said to select for candidates who will be resilient to the challenges of spaceflight. This includes the isolation of being far from loved ones and external assistance.

The selection process has served space agencies pretty well for missions to date. Even during the Apollo era, selected astronauts were equipped for incredibly stressful situations.

For all our efforts, though, it’s likely that some of the psychological challenges of putting humans on Mars are not things we can foresee. Before the Apollo missions, astronauts and the public alike were enticed by the idea of seeing the Moon up close and putting humans on its surface. When the programme began, however, some of the most emotionally striking images were of our home planet seen from afar. Gazing at Earth from orbit, astronauts found themselves facing profound shifts in their outlook on the world, feeling a sense of interconnectedness and renewed purpose. For many, these changes would last a lifetime after their return.

This unexpected psychological phenomenon became known as the Overview Effect.

The experience of the Overview Effect is relatively well-documented. Astronauts often report intense feelings of interconnectedness when viewing our home planet from orbit. NASA Astronaut Edgar Mitchell explained his experience of the phenomenon as being like an “explosion of awareness”, and an “overwhelming sense of oneness and connectedness... accompanied by an ecstasy… an epiphany”. Fellow NASA Astronaut Frank White, who first formally wrote about the effect, likened it to a religious epiphany — a view seemingly similar to that of commercial astronaut William Shatner, who recently provided a stunned, emotional reaction upon his return to Earth.

The Overview Effect was unexpected — which raises the question of how astronauts might respond after travelling much further into space. From the vantage point of an astronaut on Mars, Earth will appear to be little more than a star in the sky. While space agencies continue to prepare for interplanetary missions to the best of their ability, and aim to be ready for whatever comes, it’s impossible to fully anticipate the effects that such extreme remoteness may have on the psychological state of our first Mars crew.


SOURCE:

Sunday, 9 April 2023

Πώς η σωματική άσκηση ωφελεί τον εγκέφαλο

Η σωματική δραστηριότητα αλλάζει το μυαλό μας, διαπιστώνουν δύο νέες έρευνες που ενισχύουν την ιδέα πως «οπωσδήποτε η άσκηση είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς» για το μυαλό του


Η σωματική δραστηριότητα ωφελεί το μυαλό μας, διαπιστώνουν δύο νέες έρευνες. Στη μία από αυτές, οι επιστήμονες μελέτησαν τη ζωή, το DNA και την αντίληψη χιλιάδων ανθρώπων για να καταδείξουν πώς η τακτική άσκηση οδηγεί σε πολύ πιο αιχμηρή σκέψη.


Η δεύτερη έρευνα συνέβαλε στην εξήγηση του γιατί η άσκηση είναι ευεργετική για τον εγκέφαλο. Σε αυτήν, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως μόλις έξι λεπτά έντονης σωματικής δραστηριότητας πενταπλασίασε την παραγωγή μιας νευροχημικής ουσίας που είναι γνωστό ότι είναι απαραίτητη για την υγεία του εγκεφάλου.

Οι έρευνες αυτές, που δημοσιεύονται λίγο μετά την πολυσυζητημένη μελέτη που είχε εγείρει αμφιβολίες για το κατά πόσον η άσκηση ενισχύει τη σκέψη και τη μνήμη, ανέλυσαν δεδομένα σχεδόν 350.000 ανθρώπων.

Οι έρευνες ενισχύουν την ιδέα πως «οπωσδήποτε η άσκηση είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς» για το μυαλό του, σημειώνει ο Μάθιου Μπουαγκοντιέ, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα και επιβλέπων της μίας από αυτές.

Ερευνα ορόσημο

Η έρευνα από τον Μπουαγκοντιέ και τους συναδέλφους του, που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στο Scientific Reports, χρησιμοποιεί ένα καινοτόμο και περίπλοκο τύπο στατιστικής ανάλυσης για υπερβεί την παραδοσιακή έρευνα παρατήρησης και να αποδείξει με βεβαιότητα ότι η άσκηση όντως βελτιώνει τις εγκεφαλικές δεξιότητες.

Στράφηκαν έτσι στο DNΑ και τη Μεντελική τυχαιοποίηση, μια τεχνική χρήσης γενετικών παραλλαγών για τον εντοπισμό συνδέσεων μεταξύ παραγόντων και νοσημάτων.

Ολοι μας γεννιόμαστε με ή χωρίς ορισμένα μέρη του DNA, κάποια από τα οποία συμβάλλουν στην πιθανότητα να είμαστε σωματικά δραστήριοι.

Οι επιστήμονες, διασταυρώνοντας τις γνωστικές βαθμολογίες των ατόμων που έχουν ή δεν έχουν γενετική προδιάθεση στην άσκηση με εκείνες των ατόμων με τις γονιδιακές παραλλαγές που σχετίζονται με τη νόηση, μπορούν να διακρίνουν τον βαθμό στον οποίο η άσκηση συμβάλλει στις δεξιότητες σκέψης.




Κατανάλωση καφέ: Μας κάνει να κινούμαστε περισσότερο αλλά και να χάνουμε τον ύπνο μας

Από δύο τεράστιες βάσεις δεδομένων στοιχείων υγείας, πήραν γενετικά δεδομένα περίπου 350.000 ανθρώπων κάθε ηλικίας, μαζί με μετρήσεις της σωματικής δραστηριότητας των περίπου 91.000 εξ αυτών και βαθμολογίες γνωστικών δεξιοτήτων από σχεδόν 258.000.

Οι άνθρωποι με γενετική προδιάθεση στην άσκηση συνήθως ασκούνταν και, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, είχαν καλύτερες επιδόσεις σε τεστ σκέψης αν η άσκησή τους ήταν τουλάχιστον μέτρια, συγκρίσιμη με το τζόκινγκ.

Η άλλη έρευνα, παρότι συγκριτικά μικρή, ίσως βοηθήσει στην κατανόηση του πώς η σωματική άσκηση διατηρεί το μυαλό υγιές.

Στο πείραμα αυτό, 12 υγιείς νέοι άνθρωποι έκαναν στατικό ποδήλατο σε χαλαρό ρυθμό για 90 λεπτά και στη συνέχεια διαλειμματική άσκηση έξι λεπτών, στην οποία εναλλάσσονταν 40 δευτερόλεπτα πετάλι και 20” ξεκούραση.

Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε άσκηση οι ερευνητές κατέγραφαν το BDNF (σ.σ.: εγκεφαλικός νευροτροφικός παράγοντας – Βrain Derived Neurotrophic Factor, πρωτεΐνη που συμβάλλει στη δημιουργία και την ωρίμανση νέων εγκεφαλικών κυττάρων και εγκεφαλικών συνάψεων) στο αίμα των ασκούμενων. Επιπλέον μετρούσαν τα επίπεδα γαλακτικού οξέος, το οποίο απελευθερώνουν οι μύες κατά τη διάρκεια της άσκησης, ιδίως της έντονης, και μπορεί να λειτουργήσει ως «καύσιμο» για τον εγκέφαλο.

Παλαιότερες έρευνες σε ποντίκια υποδεικνύουν ότι αυτή η αλλαγή στην τροφοδοσία του εγκεφάλου είναι αυτή που εκκινεί τη δημιουργία του BDNF. Οταν οι εγκέφαλοι των ζώων αρχίζουν να καταναλώνουν γαλακτικό οξύ αντί για ζάχαρη, αρχίζουν να παράγουν περισσότερο BDNF και τα ποντίκια σύντομα εξελίσσονται σε εγκεφαλικά τρωκτικά.

Πλέον, οι ερευνητές βρήκαν ενδείξεις πως κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της χαλαρής ποδηλασίας, τα επίπεδα γαλακτικού οξέος αυξάνονταν ελαφρά στο αίμα των ανθρώπων έπειτα από περίπου 30 λεπτά, όπως ακριβώς και η ποσότητα BDNF στο αίμα τους. Κατά τη διάρκεια και μετά από έξι λεπτά γρήγορου και έντονου πεταλιού, τόσο το γαλακτικό οξύ όσο και το BDNF εκτινάσσονταν.

Αυτό που καταδεικνύουν τα αποτελέσματα της έρευνας είναι ότι «η άσκηση είναι καλή για τον εγκέφαλό μας και πως η περισσότερη ή εντονότερη δραστηριότητα ίσως μεγιστοποιεί τα οφέλη» λέει ο Τράβις Γκίμπονς, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Okanagan της Βρετανικής Κολομβίας και επικεφαλής της μελέτης.

Πηγή:

Plain packaging could reduce appeal of e-cigarettes to young people


Young participants expressed less interest in e-cigarettes in plain olive-green packs, while plain packaging didn't reduce appeal for older participants.

06 April 2023

By Emma Young


Vaping — the use of e-cigarettes — is on the rise among young people as well as adults in the UK. In 2022, 8.3% of adults and 7% of youths aged 11-17 reported vaping. For people who are using e-cigarettes to help them to quit regular, tobacco-based cigarettes, there’s a benefit. But, given that e-cigarettes still contain addictive nicotine, their growing use among teenagers is a concern. So how do you make vaping seem less appealing to young people, while not putting older smokers off switching to e-cigarettes? According to a new study in JAMA Network Open, one simple strategy could be to make all e-cigarette packaging similar to the type that has to be used for regular cigarettes in the UK.

Since 2016, by law, all tobacco-based cigarettes and rolling tobacco sold in the UK must be packaged in plain olive-green packs with a matte finish. The brand names must be printed in a standard font, and no brand imagery or logos are allowed. E-cigarettes don’t have to meet this requirement, and are generally sold in brightly coloured packaging with prominent logos.

To explore the potential impacts of packaging on e-cigarette appeal, Eve Taylor at King’s College London and colleagues surveyed 2,469 young people (aged 11-18) and 12,046 adults. Each participant was shown a total of three e-cigarette packs. One third of the participants saw regular branded packs from three different e-cigarette manufacturers. One third saw plain white packs; the originals had been digitally altered to remove the brand imagery and colour, and the brand name and contents were printed in a standardised font. The final third were also shown plain packaging but the pack colour was olive-green.

Participants were asked which of the three products they would be most interested in trying, or, for young people, which of the products “people their age” would prefer. They could pick a particular pack, respond “I don’t know”, or respond “None of these products”.
Participants saw either branded packing, plain white packaging, or plain green packaging. From Taylor et al (2023)

The team found that, overall, 38.2% of the youths reported that people their age would be interested in trying one of the vaping products, while 32.2% said that people their age would have “no interest” in them. Overall, 7.9% of the adults said they would be interested in trying one of the products, while 87.7% said they had no interest.

However, participants’ responses to these questions depended on which packaging they saw. When young people saw e-cigarettes in green packs, 35.8% said that people their age would have “no interest” in trying e-cigarettes — significantly more than the 28.7% who said people their age wouldn’t be interested in the branded packs. In contrast, a higher proportion of adults reported having no interest in the regular branded packaging (88.1%) than the green packs (86.8%). The team’s further analysis revealed that whether or not an adult was already a smoker or a vaper made no difference to these responses. For both adults and young people, there were no significant differences in “no interest” responses for plain white and branded packaging.

There are a few limitations to the study that are worth highlighting. The young people weren’t asked about their own interest and may have been mistaken about what their peers would think. Also, because, the questions were different for youths and adults, the results for the two groups can’t be directly compared. However, the finding that young people felt that e-cigarettes in green packaging would be less appealing is consistent with earlier work finding that young people regard green-packaged regular cigarettes to be less appealing than cigarettes in branded packs.

“This study suggests that standardised packaging measures may reduce the appeal of e-cigarettes among youths without reducing their appeal among adults,” the team concludes.


SOURCE:


Monday, 3 April 2023

Έρευνα: Οι πονοκέφαλοι συνδέονται με το βιολογικό ρολόι του οργανισμού


Τα ευρήματα της μετα-ανάλυσης ενισχύουν τη δυνατότητα χρήσης θεραπειών με βάσει τον κιρκάδιο κύκλο για την αντιμετώπιση αυτών των διαταραχώ


Οι ημικρανίες και η αθροιστική κεφαλαλγία συνδέονται με το βιολογικό ρολόι του οργανισμού, σύμφωνα με νέα έρευνα.


Η μετα-ανάλυση συμπεριέλαβε 72 έρευνες για το πώς φαίνεται να εμπλέκεται ο κιρκάδιος ρυθμός στις δύο διαταραχές πονοκεφάλου.

Η μελέτη περιελάμβανε δεδομένα σχετικά με την ώρα της ημέρας ή την εποχή του έτους που εκδηλωνόταν ο πονοκέφαλος σε κάποιον.



Γιατί οι υδατάνθρακες μου προκαλούν πονοκέφαλο;


Επιπλέον, εξετάστηκαν μελέτες σχετικά με το αν συγκεκριμένα γονίδια που συνδέονται με τον κιρκάδιο ρυθμό, είναι πιο κοινά στους ανθρώπους με αυτές τις διαταραχές όπως και ορμόνες -κορτιζόλη και μελατονίνη- που σχετίζονται με το κιρκάδιο σύστημα.
Τι αποκαλύπτεται στην έρευνα

Η ανάλυση διαπίστωσε πως στο 71% των ατόμων υπάρχει σύνδεση μεταξύ των αθροιστικών πονοκεφάλων και του εσωτερικού ρολογιού του σώματος – με τις κρίσεις να κορυφώνονται αργά τη νύχτα και νωρίς το πρωί και να εκδηλώνονται πιθανότερα την άνοιξη και το φθινόπωρο.

Οι άνθρωποι με αθροιστικούς πονοκεφάλους είχαν επίσης υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης και χαμηλότερα μελατονίνης από εκείνους χωρίς τη διαταραχή.



Yπάρχουν τροφές που φέρνουν πονοκέφαλο; Τι λένε οι ειδικοί


Ως προς τις ημικρανίες, η ανάλυση έδειξε ένα μοτίβο κρίσεων που συνδέεται με το εσωτερικό ρολόι του σώματος στο 50% των ανθρώπων, το οποίο κυμαινόταν από αργά το πρωί έως νωρίς το βράδυ – με μια πτώση κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν οι κρίσεις μειώνονταν. Οι περισσότερες ή χειρότερες κρίσεις ημικρανίες δε, συνέβαιναν μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου.

Πολλά γονίδια σχετίζονται με τον κίνδυνο εμφάνισης ημικρανίας, ενώ διαπιστώθηκε πως 110 από τα 168 γονίδια συνδέονται με τον κιρκάδιο ρυθμό.

Οι άνθρωποι που ταλαιπωρούνται από ημικρανίες, διαπιστώθηκε πως είχαν χαμηλότερα επίπεδα μελατονίνης στα ούρα σε σχέση με εκείνους χωρίς ημικρανίες – ενώ τα επίπεδα αυτά ήταν χαμηλότερα επίσης κατά τη διάρκεια μιας κρίσης.

«Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν πως τα δύο αυτά είδη διαταραχών κεφαλαλγιών είναι εξαιρετικά κιρκαδιανά σε πολλαπλά επίπεδα, ιδίως η αθροιστική κεφαλαλγία» σημειώνει ο επικεφαλής της έρευνας, δρ. Μάικ Γιόζεφ Μπέρις που είναι επίσης μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας (Αmerican Academy of Neurology).

Όπως τονίζει ο ίδιος, αυτό ενισχύει τη σημασία του «υποθαλάμου», της περιοχής του εγκεφάλου όπου βρίσκεται το κύριο βιολογικό «ρολόι» του οργανισμού, και του ρόλου του σε αθροιστική κεφαλαλγία και την ημικρανία.



Πονοκέφαλος: 10 κοινές αιτίες

«Εγείρει επίσης ερωτήματα της γενετικής των παραγόντων που πυροδοτούν τις κρίσεις, όπως οι αλλαγές στον ύπνο που είναι ήδη γνωστές πως προκαλούν ημικρανίες και αποτελούν ενδείξεις για τον κιρκάδιο ρυθμό του σώματος» προσθέτει.

Τα ευρήματα της μετα-ανάλυσης ενισχύουν τη δυνατότητα χρήσης θεραπειών με βάσει τον κιρκάδιο κύκλο για την αντιμετώπιση αυτών των διαταραχών, θεραπείες που «θα μπορούν να περιλαμβάνουν τόσο αγωγές που βασίζονται στον κιρκάδιο ρυθμό -όπως η λήψη φαρμάκων σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας- όσο και θεραπείες που προκαλούν αλλαγές στον κιρκάδιο ρυθμό, κάτι που μπορούν να κάνουν ορισμένα φάρμακα» πρόσθεσε ο δρ. Μπέρις.

Πηγή:

You might like paintings more if you stop to read the gallery labels

People high in openness, and those with limited art experience, liked paintings more after reading information about the artist and their technique.

28 March 2023

By Matthew Warren


Visitors to art galleries might enjoy the experience more if they read the artwork labels, according to a new paper in Scientific Reports. Researchers have found that reading contextual information, such as a brief biography of an artist or a description of their painting techniques, can boost people’s appreciation of the art – as long as they have a curious and open-minded personality.

In the first study, Kohinoor M. Darda and Anjan Chatterjee from the University of Pennsylvania asked 214 American participants to view a series of abstract paintings by Jackson Pollock. Participants were initially given no contextual information, but simply indicated how much they liked each painting and how interesting and complex they found it. Then, before viewing and rating a second lot of paintings, participants either read an explanation about the techniques that Pollock used, or a brief passage about his life and career. Finally, before viewing and rating the remainder of the artworks, participants read whichever piece of information they hadn’t read in the previous phase of the study (i.e. if they’d already read the technique information, they now read the brief biography).

All participants completed a questionnaire about their experience with art, indicating how much formal art training they had and how often they made art or visited galleries. They also completed a measure of “openness to experience”, a personality trait associated with being curious, broad-minded and creative.

The team found that after reading both the description of Pollock’s technique and his biography, people high in openness liked the paintings more and were more interested in them. Reading only one of these pieces of information, however, didn’t influence their judgements. People low in openness gave the same ratings whether or not they had read the contextual information.

People with little art experience showed a very similar pattern: after reading both types of contextual information, they liked the paintings more and were more interested in them. People high in art experience didn’t show this effect.

These results suggested that learning about an artist and their methods can boost certain people’s aesthetic appreciation of the art. However, it was also possible that these participants simply liked Pollock’s artwork more after seeing many examples of his paintings, a phenomenon known as the “mere exposure effect”. So the researchers tweaked the design of the experiment in a second study to get around this limitation.

In this study, American participants viewed and rated 16 artworks from various artists, half from Europe or America, and half from India. Four of the paintings were each preceded by a brief biography of the artist, four by information about the artist’s technique, four by information about the content of the artwork, and four by no information at all. Each of these sets of four paintings were presented to participants in a random order.

The team found that contextual information again influenced people’s judgements, albeit in a slightly different way. This time, when people high in openness read information about the artist, they liked the paintings more and rated them as more beautiful compared to when they didn’t read any information. Other contextual information didn’t have an effect, and people low in openness showed no changes in their judgements.

Similarly, people with low art experience liked the paintings more after reading any of three kinds of contextual information, and they rated the works as more beautiful after reading either about the artist or their technique. Again, there was no effect for people high in art experience.

This second study bolsters the claim that contextual information can influence people’s aesthetic judgements of artworks. This makes sense, the researchers write: giving the viewer additional information about an artist or their technique could make it easier for them to understand the artwork – and we already know that people tend to give more positive ratings to things that feel “fluent” to process.

However, both studies show that contextual information only seems to affect the judgements of those with little experience in art, or those high in openness to experience. The team suggests that people with lots of art experience may not benefit from additional contextual information as they already have a fluent understanding and strong appreciation of art. Similarly, people low in openness are by definition less curious and open to new ideas and experiences, so it’s perhaps unsurprising that this additional information had little influence on their ratings.

The findings have implications for the curation of art galleries. The team notes that some curators favour providing historical context alongside paintings to aid visitors’ understanding of the work, while others emphasise the viewer’s personal connection with the art – to the extent that they will display works with no labels at all. This new research doesn’t necessarily imply that one approach is generally better than the other. However, it does suggest that if the aim is to make people enjoy the art as much as possible, then contextual information may be useful – but it won’t work for everyone.

SOURCE: