Monday, 27 March 2023

Kids help others more after experiencing awe


Children showed more prosocial behaviour after watching an awe-inducing video clip, in study that mirrors findings in adults.

22 March 2023

By Emma Young


Listening to a majestic symphony, standing beneath a towering cathedral, or viewing a beautiful painting — these are all experiences that can lead to feelings of awe. When we experience awe, we feel small and our attention shifts to the wider world rather than ourselves — and past work on adults has suggested that this fosters prosocial behaviour that benefits others.

Now a new study has found that feelings of awe also make children more prosocial too. This is perhaps unsurprising: as the authors of the new paper in Psychological Science write, “Intrinsically curious and hungry for the mysterious, children are built for awe”.

Eftychia Stamkou at the University of Amsterdam and colleagues ran two studies on groups of children aged eight to 13. In the first, 159 children watched one of three video clips. One clip was designed to evoke awe, and was taken from an animated film called Song of the Sea, in which the main character turns into a seal and transforms the city while flying above it. Another, a clip from Fantasia, had previously been found to elicit joy (like awe, joy is a positive emotion, but relates more directly to feelings of pleasure or entertainment). The third clip was an instructional video, which wasn’t intended to evoke any emotion in particular. Afterwards, the children used emoji-based scales to report their experience of various emotions, including awe and joy.

In the next stage of the study, the team asked the children to engage in an easy but time-consuming task: they had to sort through lists of foods that had supposedly been donated to refugees at a food drive and count the total number of donations for each item. The children were informed that this task was voluntary, and that they could stop when they wanted. When they did stop, an experimenter gave them a ticket to a local museum as a reward — but also asked if they wanted to donate this ticket to a refugee family.

The emoji results showed that the children did indeed experience the emotions that the researchers had intended the clips to elicit. And the team found that, compared with children who’d watched the joy-inspiring clip, those in the awe condition counted 1.5 times more food items and were 2.9 times more likely donate their ticket. Compared with children who’d watched the instructional video, they counted 2.1 times more food items and were 3.77 times more likely to donate their ticket. This study “showed that awe promotes children’s prosociality,” the team concludes.

In a second study, the researchers found that children who’d watched the awe-inducing clip were also more likely to donate a more tangible item — a chocolate snack given as a reward for participating — than those who’d watched the joy-eliciting or neutral clips.

In this study, the team also used electrodes to gather data on the children’s levels of parasympathetic and sympathetic nervous system activity. The sympathetic nervous system prepares the body for ‘fight or flight’; it’s more active when we perceive a threat or are physically active or excited. The parasympathetic nervous system does the opposite: it calms the body.

The team found that children in the awe condition experienced an increase in parasympathetic nervous system activity, while this was reduced in children in the other two conditions. Earlier work on adults has associated feelings of awe with increased parasympathetic nervous system activity, which, the team notes, has been linked to calm social engagement in both adults and children. The new results fit with this. In fact: “Our work is the first to demonstrate that awe-eliciting art can spark prosociality in children, even encouraging them to donate tangible resources, and this effect concurs with physiological processes associated with social engagement,” the team writes.

There are a few limitations to the study. The team did not explore how long the awe-induced boost to prosocial behaviour might last, for instance, and it’s also worth noting that there are other ways to increase parasympathetic nervous system activity without experiencing awe (for example, slowing your breathing, and making your out-breaths longer than your in-breaths is a reliable and straightforward method).

But the team thinks that if awe-inspiring events can be integrated more into children’s environments, this should encourage greater prosociality from a young age.

They also argue that their work has important implications for philosophical theories of art. Countless studies have found that art brings benefits to the individual who engages with it. “Our work provides concrete evidence for art’s behavioural consequences on outcomes that promote other people’s wellbeing,” they conclude.


SOURCE:

Wednesday, 22 March 2023

Όταν η τοξική θετικότητα εισβάλλει στη ζωή μας


Μπορεί οι θετικές παραινέσεις να είναι καλές στη βάση τους, όμως ο «βομβαρδισμός» θετικότητας μπορεί να καταλήξει επιβαρυντικός για την ψυχική μας υγεία

«Θα ήταν καλύτερο αντί για "όλα καλά θα πάνε στο τέλος" να πούμε "αυτό που περνάς είναι δύσκολο, θα είμαι εδώ σε ότι χρειαστείς"» 
Σοφία Χαλδαίου





Σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές της σειράς «Euphoria» του ΗΒΟ, η Κατ έχει απαίσια διάθεση και κάνει αυτό που θα έκανε οποιοσδήποτε στη θέση της: έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι της με ένα τόνο πατατάκια και βλέπει ριάλιτι στο λάπτοπ. Ξαφνικά, φαντάζεται μια σειρά από influencers με τέλειο δέρμα, μαλλιά και αναλογίες να εμφανίζονται στο δωμάτιό της και να της φωνάζουν ρυθμικά «αγάπα τον εαυτό σου».


Φράσεις σαν και αυτή αποτελούν κλισέ που επαναλαμβάνουν οι κάθε είδους γκουρού ευεξίας, γιόγκι, life coaches και συγγραφείς αυτοβελτίωσης. Την ίδια ώρα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν δώσει βήμα σε πολλούς άλλους «ειδικούς»: διάσημους σταρ και influencers που ευαγγελίζονται ότι «όλα θα πάνε καλά», αν βέβαια τους πατήσετε like (στην καλύτερη περίπτωση) ή αγοράσετε το τάδε προϊόν.



Κάτι δεν πάει καλά με τη βιομηχανία ευεξίας

Υπάρχουν πολλοί – και συνήθως ακριβοί – τρόποι για να «πάνε όλα καλά» και να φτάσει κάποιος «στην τελειότερη εκδοχή του εαυτού του»: πρωινό με γάλα καρύδας και σπόρους τσία, detox με διαλειμματική νηστεία, ενεργειακοί κρύσταλλοι, yoni eggs από την εταιρεία της Γκουίνεθ Πάλτροου, SoulCycle (κάτι σαν το spinning, αλλά με τον εκπαιδευτή να σε εμψυχώνει).

Οι θετικές δηλώσεις που γίνονται τοξικές

Πέρα, όμως, από τη βιομηχανίας της ευεξίας (η οποία ούτως ή άλλως πρέπει να συντηρηθεί από το συνεχές κυνήγι της τελειότητας), υπάρχουν και πιο απλοί, καθημερινοί τρόποι που αυτό το «όλα θα πάνε καλά» εισβάλλει στη ζωή μας. Μπορεί να πάρει τη μορφή της συμβουλής που θα σου δώσει ένας ινφλουένσερ κατά τη διάρκεια ενός Q&A στο Instagram: το είδαμε για παράδειγμα κατά τη διάρκεια του lockdown όταν παρότρυναν τον κόσμο «να παραμείνει θετικός» μέσα από τα τέλεια σπίτια τους.

Ακόμα και ένας/μια φίλος/η θα σας πει συχνά ότι «υπάρχουν και χειρότερα» όταν βιώνετε μια απογοήτευση ή θλίψη και το μόνο που θέλετε να κάνετε είναι να γκρινιάξετε. Σε ένα πιο ακραίο παράδειγμα, ακόμα και μετά από μια απώλεια ή τραγωδία, μπορείτε να διαβάσετε σε κάποιο βιβλίο αυτοβελτίωσης ή κάποιος να σας πει ότι «όλα γίνονται για κάποιο λόγο», ότι δεν πρέπει να σταματήσετε να σκέφτεστε θετικά.



Η τοξική θετικότητα

Κάπως έτσι, φτάνουμε στην τοξική θετικότητα. «Αντί να μπορέσουν να μοιραστούν αυθεντικά συναισθήματα και να βρουν υποστήριξη χωρίς όρους, οι άνθρωποι βλέπουν ότι τα συναισθήματά τους απορρίπτονται, αγνοούνται ή ακυρώνονται απροκάλυπτα», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Εμμανουήλ Καργάκης, κλινικός ψυχολόγος και επικεφαλής του Κέντρου Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας Internus.

Το κυνήγι της αυτοβελτίωσης και οι εύκολες λύσεις


«Το άτομο δεν έχει τον χώρο και το δικαίωμα να εκφράσει τα συναισθήματά του»

Ο κ. Καργάκης επισημαίνει βέβαια ότι καλοπροαίρετες, θετικές, αισιόδοξες συμβουλές – όπως το «μη σκέφτεσαι αρνητικά» ή το «αγάπα τον εαυτό σου όπως και αν είσαι» – δεν είναι στη βάση τους προβληματικές, όταν οδηγούν το άτομο σε μια διαδικασία αναζήτησης ουσιαστικών τρόπων για να τις κάνει πραγματικότητα.

Επηρεασμένος, όμως, από τον συνεχή βομβαρδισμό υπερβολικής θετικότητας – ειδικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ο κόσμος κάνει δύο λάθη: είτε μπαίνει σε μια διαδικασία «κυνηγιού αυτοβελτίωσης», είτε ψάχνει την εύκολη και γρήγορη (και συνήθως ατελή) λύση για βγει από μια δύσκολη κατάσταση.

Για το πρώτο από τα δύο λάθη, ο κ. Καργάκης τονίζει: «Η ευεξία και η αυτοβελτίωση είναι και οι δύο όροι που είναι πράγματι σημαντικοί για την ψυχική υγεία του ανθρώπου. Οταν όμως η επίτευξή τους γίνεται κυνήγι, καταλήγει σαφώς να προκαλεί πίεση και άγχος στο άτομο».

Και συνεχίζει: «Οι άνθρωποι επηρεασμένοι από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να κυνηγούν με τρόπο εμμονικό κάτι που στην πραγματικότητα δεν φέρνει στους ίδιους ευεξία αλλά άγχος, γιατί είναι έξω από τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις τους».

Στη δεύτερη περίπτωση, η αναζήτηση μιας γρήγορης λύσης για να επιτευχθεί ο εκάστοτε «θετικός» στόχος (η αγάπη προς τον εαυτό, η ανακούφιση από μια περίοδο με δυσκολίες) συχνά έχει το αντίστροφο αποτέλεσμα. «Το άτομο δεν έχει τον χώρο και το δικαίωμα να εκφράσει τα συναισθήματά του γύρω από το πρόβλημα που βιώνει. Παράλληλα, μπορεί να αισθανθεί ντροπή, θυμό ή ακόμα και απογοήτευση επειδή δεν μπορεί να διαχειριστεί το πρόβλημά του», επισημαίνει ο κλινικός ψυχολόγος.
Οι συνέπειες της τοξικής θετικότητας

Εν τέλει, ο βομβαρδισμός υπερβολικής θετικότητας, όχι μόνο δεν είναι βοηθητικός, αλλά καταλήγει να είναι και επιβλαβής για την ψυχική υγεία του ατόμου. Η προσκόλληση και η εμμονή με μια συνεχώς θετική νοοτροπία έχει τις εξής συνέπειες:Προκαλεί ντροπή και ενοχή: Η τοξική θετικότητα λέει στους ανθρώπους ότι αν δεν βρίσκουν τρόπο να αισθανθούν θετικά, ακόμη και μπροστά στην τραγωδία, τότε τα συναισθήματά τους είναι «λάθος» και πρέπει να αλλάξουν.
Λειτουργεί ως μηχανισμός αποφυγής πραγματικού συναισθήματος, καθώς εκπαιδευόμαστε να μην αποδεχόμαστε τα αρνητικά μας συναισθήματά και να τα ακυρώνουμε.
Εμποδίζει την προσωπική ανάπτυξη: Μέσω της αποφυγής βίωσης δυσάρεστων συναισθημάτων, στερεί τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε συναισθήματα που αποτελούν πρόκληση και που μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε ανάπτυξη και βαθύτερη κατανόηση.



Είναι η ευτυχία υποχρεωτική;

Δυνητικά επικίνδυνο είναι και το γεγονός ότι μαθαίνοντας να αποφεύγει τα αρνητικά συναισθήματα, ο κόσμος μπορεί να αποθαρρυνθεί από το να αναζητήσει επαγγελματική βοήθεια, προτιμώντας να βασίζεται στις συμβουλές διάφορων μη ειδικών. Όσο καλοπροαίρετοι, όμως, και αν είναι οι άλλοι (είτε είναι φίλοι μας, είτε γκουρού και ινφλουένσερ), δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους ειδικούς ψυχικής υγείας.

«Είναι πραγματικά εξοργιστικό. Η ψευδοεπιστήμη εξαπλώνεται όλο και περισσότερο και πολλοί άνθρωποι χωρίς καμία γνώση ή εξειδίκευση παρέχουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Αυτό μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην ζωή των ανθρώπων που θα ζητήσουν υποστήριξη από κάποιον που παίρνει αυτόν τον ρόλο χωρίς την αντίστοιχη κατάρτιση», σημειώνει ο επικέφαλης του κέντρου Internus.
Πώς να αντιμετωπίσουμε την τοξική θετικότητα

Τέλος, ο κ. Εμμανουήλ Καργάκης δίνει 3+1 απλές συμβουλές για όσους νιώθουν να επιβαρύνονται από την τοξική θετικότητα:Αναγνωρίστε τα αρνητικά συναισθήματα ως φυσιολογικά και ως σημαντικό μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας.
Μην αποφεύγετε τα συναισθήματα σας, αλλά αναγνωρίστε και ονοματίστε τα.
Αναζητήστε υποστήριξη και μιλήστε για όλα τα συναισθήματά σας (ναι, και τα αρνητικά) με έμπιστα, μη επικριτικά άτομα, όπως οι φίλοι, η οικογένεια ή ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας.

Κυρίως, όμως, για τους ανθρώπους που προσπαθούν να βοηθήσουν όποιον ή όποια βιώνει κάποια δυσκολία έχει να πει το εξής: «Θα ήταν καλύτερο αντί για “όλα καλά θα πάνε στο τέλος” να πούμε στο άτομο “αυτό που περνάς είναι δύσκολο, θα είμαι εδώ σε ό,τι χρειαστείς“».


ΠΗΓΗ:

Ερευνα: Οι γυναίκες με παχυσαρκία μπορεί να μοιράζονται τον κίνδυνο για τη νόσο με τις κόρες τους


Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν ότι τα κορίτσια που γεννιούνται από μητέρες με παχυσαρκία ή με υψηλό ποσοστό σωματικού λίπους μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αποκτήσουν το ίδιο υψηλό σωματικό λίπος.

Οι γυναίκες με παχυσαρκία μπορεί να μοιράζονται τον κίνδυνο για τη νόσο με τις κόρες τους, αλλά όχι με τους γιους τους, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism» της παγκόσμιας Ενδοκρινολογικής Εταιρείας.


Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν ότι τα κορίτσια που γεννιούνται από μητέρες με παχυσαρκία ή με υψηλό ποσοστό σωματικού λίπους μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αποκτήσουν το ίδιο υψηλό σωματικό λίπος. Οι ερευνητές μέτρησαν το σωματικό λίπος και τους μύες σε 240 παιδιά, εννιά ετών ή μικρότερα, και τους γονείς τους στην πρώιμη παιδική ηλικία. Χρησιμοποίησαν αυτά τα δεδομένα για να προσδιορίσουν εάν ο δείκτης μάζας σώματος και η ποσότητα σωματικού λίπους και μυών στο παιδί σχετίζεται με τους δείκτες των γονιών τους. Βρήκαν ότι τα κορίτσια είχαν παρόμοιο δείκτη μάζας σώματος και λίπους με τις μητέρες τους, αλλά δεν βρήκαν την ίδια σχέση των αγοριών με τις μητέρες τους ή των αγοριών και των κοριτσιών με τους πατέρες τους.

Ωστόσο, όπως διευκρινίζει η Ρεμπέκα Μουν, μία από τις συγγραφείς της μελέτης, από το επιδημιολογικό κέντρο «Medical Research Council (MRC) Lifecourse Epidemiology Centre» του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, «απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά τα ευρήματα μάς δείχνουν ότι οι προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του σωματικού βάρους θα έπρεπε να ξεκινούν πολύ νωρίς στη ζωή, ιδιαίτερα σε κορίτσια που γεννιούνται από μητέρες παχύσαρκες και υπέρβαρες».

Η παχυσαρκία επηρεάζει σχεδόν τους μισούς ενήλικες και το 20% των παιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες και το κόστος της ιατρικής περίθαλψης υπολογίζεται σε 173 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα άτομα με παχυσαρκία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη, υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιακά προβλήματα και πολλές άλλες παθήσεις.


Πηγή

Monday, 13 March 2023

How should you behave if you want a new acquaintance to like you?


People who were particularly warm and friendly were well-liked, while confidence and dominance made people popular, but not necessarily liked on an individual level.

10 March 2023

By Emma Young


“When meeting other people for the first time, how should one behave if one’s goal is to be liked?”

This was the question behind a new study on young adults in Germany. Michael Dufner and Sascha Krause at the University of Leipzig wanted to explore what leads to popularity (being generally liked by others) and also ‘unique liking’ — where one person likes (or dislikes) a specific other. As the researchers write in Psychological Science, “Both kinds of being liked are important for theoretical and practical reasons.” Popularity is important for mental health and wellbeing, while ‘unique liking’ (which research shows is typically reciprocated) can lead to friendships, partnerships and romantic relationships.

The researchers focused on two types of behaviour: ‘communal’ and ‘agentic’. Communal behaviours include being polite, warm, friendly and benevolent. Agentic behaviours include being leading, dominant, confidant and boastful.

A total of 139 students who didn’t know each other were initially put into small same-sex groups. Each student introduced themselves to the others, talking briefly about where they were from and their favourite leisure activities, for example. After this, the participants indicated how likeable they found each of the others, and also how much they’d like to get to know them. These responses were used as baseline liking ratings.

Each student was then paired with each of the others in turn, for five-minute ‘getting acquainted’ conversations about topics of their choice. After this, they gave fresh liking ratings for the others in the group, and also indicated whether they would like to be friends with them.

The researchers had videoed the conversations. This allowed them to rate each participant on a range of communal and agentic behaviours. Dufner and Krause then compared these results with any changes in how much the others liked them.

They found that participants who had shown higher levels of both communal and agentic behaviour were more popular: that is, they were generally considered more 'likeable' by the other participants.

The results for unique liking were more complex. The pair found that when a person showed more agentic behaviour towards their partner than was typical for them, this was linked to being disliked by their partner. (‘Typical’ refers to the norm for that person during all of their conversations.) However, when a participant showed more communal behaviour during a conversation than was usual for them, they were particularly well-liked by their partner.

Of course, the participants had no clue about each other’s typical levels of communal or agentic behaviour with a new acquaintance. But deviations from these norms did still affect unique liking ratings. What caused the deviations? “It must have been the unique constellation of attributes of the actor and partners,” the pair writes.

This study doesn’t reveal what those unique constellations might be – that’s something for future work. But the researchers suggest that, for example, someone with a strong motivation to feel powerful might, on meeting a partner that they perceive to be insecure, ramp up their agentic behaviour to dominate the conversation. “Potentially, the insecure interaction partners felt increasingly uncomfortable and then uniquely disliked these actors,” they write.

Why might someone show unusual levels of warmth and friendliness towards a specific partner? Such behaviour might have been driven by the partners agreeing with each other during their conversation (something that the researchers didn’t look at). Perhaps this agreement led to the partner’s increase in liking ratings, rather than the heightened communal behaviour per se, or perhaps both played a part.

Clearly, more work is needed to understand what underpinned the results. It’s also worth noting that the participants were all young adults living in Germany. These results may not generalise to other cultures or other age groups.

But, for anyone whose goal is to be liked, the team argues that there are a few general lessons from the study in how to behave. When it comes to communal behaviour, whether you want to be popular or make someone your friend, the advice is straightforward: “Be as communal as you can!”

Displaying agentic behaviours, such as confidence or even dominance, also seems to be helpful if you want to be popular. But if your goal is to win over a specific person, be careful. “Even though agentic behaviour might generally make one popular, it might not be good advice to show a higher than usual level of agentic behaviour when trying to win a new friend,” the researchers advise.

“We hope that these recommendations are useful for navigating through everyday interactions,” they conclude.


SOURCE:

Monday, 6 March 2023

Τα στάδια ανάπτυξης -και γήρανσης- του εγκεφάλου – Τι δείχνει νέα έρευνα


Για να κατανοήσουν καλύτερα τη λειτουργία του εγκεφάλου, ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα εγκεφαλικής σάρωσης από πλήθος μεμονωμένων ερευνών, με ένα συνολικό δείγμα 101.457 εγκεφάλων σε κάθε ηλικιακό στάδιο της ζωής.

O εγκέφαλος μπορεί να αλλάξει δυναμικά στην ενήλικη ζωή, διαπιστώνουν οι επιστήμονες -

Γερνάει ο εγκέφαλος; Κι αν ναι, με τι ρυθμό; Πότε φτάνει στην κορύφωση της ακμής του; Και μπορεί ένας 65χρονος να κρατήσει νεανικό τον εγκέφαλό του;


Παρότι μετρήσεις, όπως ύψους και βάρους, δίνουν μια σχετικά σαφή εικόνα της ανθρώπινης σωματικής ανάπτυξης, πολύ λιγότερα είναι μετρήσιμα και άρα γνωστά στην περίπτωση της εγκεφαλικής ανάπτυξης.

Για να κατανοήσουν καλύτερα τη λειτουργία του, μια διεθνής ομάδα ερευνητών συνέλεξε δεδομένα εγκεφαλικής σάρωσης από πλήθος μεμονωμένων ερευνών, με ένα συνολικό δείγμα 101.457 εγκεφάλων σε κάθε ηλικιακό στάδιο της ζωής. Η τομογραφία του νεότερου εγκεφάλου ανήκε σε ένα έμβρυο 16 εβδομάδων, και του γηραιότερου σε έναν αιωνόβιο.



Ερευνα: Ο ρατσισμός έχει επιπτώσεις στον εγκέφαλο


Από το τεράστιο αυτό εύρος δεδομένων προέκυψαν κάποια εντυπωσιακά στοιχεία. Το πάχος του εγκεφαλικού φλοιού, του γεμάτου πτυχώσεις εξωτερικού στρώματος του εγκεφάλου που ευθύνεται για διαδικασίες όπως η γλώσσα, η αντίληψη και η συνείδηση, φτάνει στην κορύφωσή του στην ηλικία των δύο χρόνων.
Ο όγκος της φαιάς ουσίας που αποτελείται από κυτταρικά σώματα των νεύρων, κορυφώνεται όταν είμαστε παιδιά, σε ηλικία περίπου επτά χρόνων.
Η λευκή ουσία, που αποτελείται από συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων που επιτρέπουν στις περιοχές του εγκεφάλου να επικοινωνούν γρήγορα, φτάνει στο αποκορύφωμά της περίπου στην ηλικία των τριάντα, και αρχίζει να φθίνει αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Το μέγεθος των κοιλιών, των γεμάτων με υγρό κοιλοτήτων του εγκεφάλου, αυξάνεται ραγδαία σε μεταγενέστερη ηλικία – με το μεγαλύτερο μέγεθος να σχετίζεται με κάποιες νευροεκφυλιστικές νόσους.

«Οι απόλυτες διαφορές στο μέγεθος αυτών των χαρακτηριστικών είναι κάπως επουσιώδεις. Είναι χρήσιμες όσον αφορά τη χαρτογράφηση μιας αναφοράς για κάθε ηλικία, δεδομένες της δυναμικότητας αυτών των διαδικασιών» εξηγεί ο Τζέικομπ Ζάιτλιτς, εκ των επικεφαλής της έρευνας και ερευνητικός επιστήμονας στο Ινστιτούτο Ζωής Εγκεφάλου του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.

Η ανάπτυξη του εγκεφάλου γίνεται όλο και πιο ευμετάβλητη όσο μεγαλώνουμε. Ακόμη και διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου, όπως οι περιοχές που ορίζουν την όραση ή τον λόγο, φτάνουν στα δικά τους ορόσημα σε διαφορετικές ηλικίας, σημειώνει ο Σαχάρ Αχμάντ, ερευνητής στο Ιατρική Σχολή UNC με εξειδίκευση στη νευροαπεικόνιση της εγκεφαλικής ανάπτυξης.
Βρεφική ηλικία

Οι εγκέφαλοι των μωρών είναι σα σφουγγάρια, ρουφώντας κάθε είδος πληροφορίας από τον κόσμο που τα περιβάλλει.


Για παράδειγμα, τον πρώτο χρόνο ζωής τους, τα μωρά μπορούν να μάθουν οποιαδήποτε γλώσσα, παρότι η ικανότητα αυτή περιορίζεται γρήγορα με βάση τους ήχους ή τα σημάδια που ακούν ή βλέπουν.

Επιπλέον, σε εξέλιξη βρίσκονται σημαντικές κυτταρικές και γενετικές διαδικασίες. Ενώ οι περισσότεροι νευρώνες δημιουργούνται με τη γέννηση, άλλα είδη κυττάρων στον εγκέφαλο, όπως τα γλοία, αναπτύσσονται και ωριμάζουν ραγδαία κατά τα πρώτα χρόνια ζωής. Τα νευρογλοιακά κύτταρα συνεχίζουν να ωριμάζουν για πολλές δεκαετίες.



«Ο εγκέφαλός τους λειτουργεί διαφορετικά»: Τα τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά των εσωστρεφών
2-10 χρόνων

Ξεκινώντας περίπου στους 18 μήνες του μωρού, ο εγκέφαλος στρέφεται προς τη μάθηση, που περιλαμβάνει τόσο την ενίσχυση σημαντικών συνδέσεων, όσο και τη μείωση αυτών που δε χρησιμοποιούνται.

Τα μωρά χάνουν περίπου το ήμισυ των εγκεφαλικών συνάψεων που είχαν μόλις δημιουργηθεί, σε μια διαδικασία που ονομάζεται «συναπτικό κλάδεμα» και τους επιτρέπει να προτάξουν πιο βασικές και περίπλοκες λειτουργίες. Παράλληλα συντελείται και η μυελίνωση, η διαδικασία κατά την οποία τμήματα των νευρώνων μονώνονται από μια λιπαρή πρωτεΐνη, τη μυελίνη που αυξάνεται ραγδαία στην παιδική ηλικία και μετά.


Εφηβεία, 10-19

Από την ηλικία των 10 έως τα 19, υπάρχουν δυναμικές αλλαγές στα εγκεφαλικά δίκτυα που εμπλέκονται στην εκμάθηση του τρόπου επεξεργασίας των συναισθημάτων και των κινήτρων, καθώς οι έφηβοι αρχίζουν να απομακρύνονται από την ασφάλεια της οικογενειακής εστίας.

«Κατά την εφηβεία, πρέπει να μάθεις να τα βγάζεις πέρα μόνος σου καθώς δεν έχεις την ίδια προστασία από τους γονείς όπως είχες σε νεότερη ηλικία. Μαθαίνοντας τα όρια των κοινωνικών κανόνων είναι ακριβώς αυτό που ορίζει την εφηβεία, προετοιμάζοντας το άτομο να γίνει ένας λειτουργικός ενήλικας» εξηγεί ο Μ.Τ Κάσεϊ, καθηγητής νευροεπιστημών στο Barnard College.
20-39

Από τα 25 έως τα 29 θεωρείται συχνά πως η εγκεφαλική εξέλιξη έχει φτάσει στην κορύφωσή της. Ο μύθος αυτός εδράζεται εν μέρει στην παρατήρηση πως η λευκή ουσία, υποκατάστατο «ταχύτητας» στην επεξεργασία πληροφοριών φτάνει σε αυτές τις ηλικίες στο αποκορύφωμά της.

Ωστόσο, λένε οι επιστήμονες, ο εγκέφαλος δεν έχει τελειώσει με την ανάπτυξή του.

Καθώς ο εγκέφαλος περνά στα 30 και τα 40, η συναπτική πλαστικότητα, η ικανότητα του νευρικού συστήματος να αλλάζει τη δομή και τη λειτουργία του καθ ‘όλη τη ζωή του ως απάντηση στις αλλαγές της ζωής, πιστεύεται πως επαναπροσδιορίζεται, κάθε άλλο παρά μειώνεται.

«Το σύστημα απλώς αρχίζει να λειτουργεί διαφορετικά. Μετακινείται σε κάτι ίσως λίγο πιο στρατηγικό και μακροπρόθεσμο σε σχέση με το “πρέπει να θυμάμαι ακριβώς τι είναι αυτό και να είμαι γρήγορος και έξυπνος όπως ήμουν στα 20 μου”» εξηγεί ο Μαρκ Χάρνετ, αναπληρωτής καθηγητής εγκεφαλικών και γνωστικών επιστημών στο ΜΙΤ, ο οποίος μελετά τον τρόπο με τον οποίο οι νευρώνες επικοινωνούν σε κυκλώματα και δίκτυα που διέπουν σύνθετες συμπεριφορές.
40 και άνω

Όταν χάνουμε τα κλειδιά μας ή ξεχνάμε ένα όνομα, ενδέχεται να αγχωθούμε πως ο εγκέφαλός μας δε λειτουργεί όπως πριν. Ωστόσο, νέα έρευνα καταρρίπτει την πεποίθηση ότι η πλαστικότητα, η ικανότητα του εγκεφάλου να ανταποκρίνεται στις αλλαγές, μειώνεται στον εγκέφαλο των ενηλίκων και των γηραιότερων.

Μελέτη του Χάρνετ έδειξε πρόσφατα την παρουσία «σιωπηλών συνάψεων», συνδέσεων δηλαδή που παραμένουν ανενεργές μέχρι να ενεργοποιηθούν για τη διαμόρφωση νέων αναμνήσεων σε ενήλικα ποντίκια. Οι συνάψεις αυτές έχουν συνδεθεί με την πρώιμη ανάπτυξη, ωστόσο ο Χάρνετ και οι συνεργάτες του επιβεβαιώνουν την ευρεία παρουσία τους στους ανθρώπινους εγκεφάλους ενηλίκων σε διάφορες ηλικίες.

Τα ευρήματα αυτά, που καταδεικνύουν πως ο εγκέφαλος μπορεί να αλλάξει δυναμικά στην ενήλικη ζωή, αλλάζει τον τρόπο που οι επιστήμονες βλέπουν την εγκεφαλική γήρανση.

«Όλοι νιώθουν πως η πλαστικότητα εξαφανίζεται καθώς μεγαλώνουμε και οι νευρώνες απλώς πεθαίνουν. Εδώ διαπιστώνουμε κάτι πραγματικά ισχυρό. Υπάρχουν όλες αυτές οι σιωπηλές συνάψεις και όλη αυτή η επιπλέον δυνατότητα πλαστικότητας στον εγκεφαλικό φλοιό των ενηλίκων. Αυτό είναι απίθανο, δεν γνωρίζαμε πως υπήρχε, είναι συναρπαστικό» δηλώνει ο Χάρνετ.

Από τα 40 και μετά, η ζωή στρέφεται σε πιο απαιτητικούς ρόλους της ενηλικίωσης – καριέρα, οικογένεια και προσφορά στην επόμενη γενιά. Εμπειρίες όπως η έκθεση στο άγχος και οι αυξημένες τοξίνες μπορούν να επηρεάσουν δραστικά την ανάπτυξη και τη γήρανση του εγκεφάλου.

Ένας 50χρονος που έχει έντονη κοινωνική ζωή και ασκείται τακτικά, ταξιδεύει ή εμπλέκεται σε δραστηριότητες εθελοντισμού ίσως έχει «νεότερο» εγκέφαλο από έναν 50χρονο πιο απομονωμένο από το σύνολο που σπανίως συμμετέχει σε κοινές διαδικασίες.


65 και μετά

Αργότερα στη ζωή, ο εγκέφαλος συρρικνώνεται σε μέγεθος και μπορεί να αρχίσει να φθίνει σε λειτουργία. Ωστόσο, πολλά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχουν τη ευχέρεια μεγαλύτερης σοφίας, βασισμένης σε μια ολόκληρη ζωή εμπειριών.

Πηγή:

Έρευνα: Ο πολύ λίγος ή ο υπερβολικός ύπνος αυξάνουν τον κίνδυνο λοίμωξης


Παλαιότερες έρευνες είχαν παράσχει ενδείξεις ότι τα προβλήματα ύπνου μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο λοίμωξης, π.χ. από ρινοϊούς του κρυολογήματος, κάτι που επιβεβαιώνει η νέα μελέτη.


Τόσο ο ανεπαρκής όσο και ο παραπανίσιος ύπνος μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο πιο ευάλωτο σε διάφορες λοιμώξεις, διαπίστωσε μια νέα νορβηγική επιστημονική μελέτη. Όσοι κοιμούνται λιγότερες από έξι ώρες ή περισσότερες από εννέα, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αρρωστήσουν από ιούς ή βακτήρια.


Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπέργκεν, με επικεφαλής τη δρα Ίνγκεμποργκ Φόρτχαν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχιατρικής “Frontiers in Psychiatry”, μελέτησαν 1.848 άτομα. Βρήκαν ότι όσοι κοιμούνται συνήθως λιγότερες από έξι ώρες τα βράδια, έχουν κατά μέσο όρο 27% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν κάποια λοίμωξη, ενώ όσοι κοιμούνταν πάνω από εννέα ώρες, έχουν 44% μεγαλύτερο κίνδυνο για λοίμωξη. Ακόμη όσοι έχουν χρόνια προβλήματα ύπνου, είναι πιθανότερο να κάνουν συχνότερη χρήση αντιβιοτικών.

Παλαιότερες έρευνες είχαν παράσχει ενδείξεις ότι τα προβλήματα ύπνου μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο λοίμωξης, π.χ. από ρινοϊούς του κρυολογήματος, κάτι που επιβεβαιώνει η νέα μελέτη.

«Η συνειδητοποίηση της σημασίας του ύπνου όχι μόνο για τη γενική ευεξία, αλλά και για την υγεία των ασθενών, είναι αναγκαία τόσο για τους ίδιους τους ασθενείς όσο και για τους γιατρούς», δήλωσε η δρ Φόρτχαν.


Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Πηγή: 

ΑΠΕ-ΜΠ

Friday, 3 March 2023

Gender Chat With Alex Iantaffi – Podcast

https://megjohnandjustin.com/gender/gender-chat-alex-iantaffi-podcast/




On the Meg-John and Justin podcast this time we spoke with Alex Iantaffi who was over from the States to launch the book they’ve written with Meg-John: How to Understand Your Gender. It was exciting for Justin to meet his metamauthor, and for the three of us to get to talk gender together.



On the Meg-John and Justin podcast this time we spoke with Alex Iantaffi who was over from the States to launch the book they’ve written with Meg-John: How to Understand Your Gender. It was exciting for Justin to meet his metamauthor, and for the three of us to get to talk gender together.

How to Understand Your Gender takes a similar approach to the one we took to sex in Enjoy Sex (How When and IF You Want to). It unpacks the whole idea of gender and where it comes from, taking the starting point that cultural pressures around gender are a big part of many of the difficulties we experience. It also helps the reader to think about their own gender through a series of activities and reflections, as well as some ‘multiple experiences’ sections which give examples of diverse ways of experiencing, identifying, and expressing gender.

In the same way that Enjoy Sex includes diverse sexual – and asexual – experiences, How to Understand Your Gender isn’t aimed at people of any particular gender – or agender – identity. Rather it provides a route-map for anybody who is thinking about their own gender, or struggling to navigate the constantly shifting terrain of gender out there in the world.

In the past month gender has continued been in the news so many times. The BBC show No More Boys and Girls showed just how gendered schools and families are, and how that results in kids as young as seven believing that ‘boys are better’, that girls should be pretty and can’t be successful, and that boys shouldn’t show any emotions except anger. Robert Webb publicised his book How Not To Be a Boy about how dominant ideals of masculinity damaged him growing up. John Lewis announced that it was ceasing labelling children’s clothes ‘for boys’ and ‘for girls’ and faced a huge backlash. Some parents were interviewed in the media because they threatened to sue their kid’s school for allowing a kid who was assigned male at birth to wear dresses. Talk show host James O’Brien responded spectacularly to both these news stories. L’Oreal’s first trans model Munroe Bergdorff was fired for pointing out white privilege and structural racism #IStandWithMunroe. And Piers Morgan continued his ongoing campaign against non-binary and gender fluidity in his conversation with Julian Clary.

With its intersectional approach to how gender is interwoven with race, culture, class, age, generation, disability and more, hopefully How to Understand Your Gender will provide some helpful signposts for how to thinking through these kinds of stories, and the ways the issues they raise resonate through our own lives.




SOURCE:


Gnostic Reticularity and the Politics of Revelation

14 February 2023

Dr. Leslie B. Brissett





There is boldness and clarity in the writing and thinking generated by the actors in the early Tavistock Institute of Human Relations, and that is still what runs in our veins. However, when seen from a distance of decades, we can easily find ourselves forgetting just how radical and out of step with contemporary thinking and behaving the pioneers were. For example, when every organisation was promoting top down, pyramidal hierarchies, the Institute was wrestling with collaborative and collective leadership. When command and control mindsets were seeking to further enhance their control, the TIHR pioneers were discussing leaderless groups and how basic assumption behaviour could wipe out the ambitions of “sophisticated work group functioning”. Today, 76 years on, it is time for us to find the margins of acceptability and the periphery of the thinkable once again, and to inquire from that vantage point, “what does it mean to be human, and how do humans relate to LIFE?”.

I love Group Relations, a vibrant set of concepts that can be applied to the world of work and community life that radically bring into focus the hidden dimensions that drive behaviour and systems to replicate undesirable states of functioning. The construct of the world of human relations in groups provides a set of inquiry tools to elucidate the nature of how humans relate to their contexts and relate to each other, especially when they may not be aware of what they are doing. Group Relations is about two vital things: not knowing (and its correlate of curiosity) and freedom (and its correlate, the capacity to explore “what is”). These two vital components in action are what I call LOVE.

At its heart, the consultant in a group relations conference, like an adaptive leader in any organisation or society, can develop the capacity to survive not knowing and explore what emerges, moment by moment. There is a double-bind, however, embedded in the human condition, and here is the kicker, we all fall short. So the consultant must be able to face themselves as they fall short, and retain the ability to hold on to the task, whilst facing their shortcomings. This process is what I call Awakening. And this is the turn that we face at the edge of 2023 and the decade it ushers in, we have an opportunity to awaken from our collective hypnotic slumber. Group Relations has a part to play.

My first experience of a group relations conference was the ‘Being Meaning and Engaging’ conference held in Haslemere Surrey, organised by the Grubb Institute of Behavioural Studies. It is important to remember that The Grubb Institute was a product of the development of the relationship between the Tavistock Institute and the UK Churches in the form of the Christian Teamwork Trust. This period of intense work between Bruce Reed, Director of the Christian Teamwork Trust and Ken Rice, then Director of the Group Relations Training Programme at the Institute, sought to unfold and deepen the applications of the learning that emerged from the first Exploration in Group Relations, the residential conference held in 1957 between the Tavistock Institute and the University of Leicester.

The partnership of A. Ken Rice and Bruce Reed began in a 1965 consultation that led to Christian Teamwork Trustees agreeing to the formation of the Grubb Institute of Behavioural Studies in 1969. The partnership continued whilst, simultaneously, the Tavistock Institute of Human Relations established its own Centre for Social Research which sponsored, promoted and developed group relations conferences building on the first Leicester Conference model overseen by Eric Trist and Cyril Sofer.

The work of this part of the institute was rooted in the application of social sciences to contemporary issues in organisations and society. There is a radical streak in the work of the Tavistock ancestors that is brave, activist and at its heart curious to both look outwards from the person and inwards to the inner world of the person, at the same time. In other words, the institute always struggled with what it meant to practice what they preached, to live what they stood for or to embrace experientially what they intuited intellectually and emotionally. They did not always succeed, because, like all humans they were frail, broken and only able to live as far as their blind spots would allow them. How do we know this is the case? There is a legacy of broken relationships, rifts, wounds and splits between key figures and moments in history. Our task is not to be ashamed of those wounds, but to work diligently to revisit them and reveal and heal the hidden wounds of our history. Just like the decolonisation agenda, LGBTQIA+ activism, Feminism, MeToo, BlackLivesMatter, ExtinctionRebellion, environmental and Occupy movements, we have to look back, fearlessly, in order to look forward.

Margaret Rioch, who invited A. Kenneth Rice to the USA and grew an institute in his name wrote a paper, “All we like sheep” where she describes the impact of psychic processes that lead to blind, unquestioning followership and how it can be used by tyrants to keep good people doing bad things. Similarly, today, we face a social situation where people are being mobilised to do bad things: whether it is the war with Russia attacking people in Ukraine, USA civilian officers caging families and children at the Mexican border, European coast guards leaving African refugees to die in the Mediterranean to name a few, we are facing a litany of actions that confirm that we are all sheep, and have been mobilised to hate or enacting inhumanity in our desire to do and be good. Rioch’s paper was taken from a quote in the book of Isiah in the Old Testament, which is all the more striking as in this decade across the world we are seeing a rise in antisemitic racism, religious intolerance, and hatred.

Group Relations offers us a renewed window of engagement with the social order, perhaps in this age to explicitly recapture the subversion in the methodology – namely, to equip people in roles to wake up and find their authority and behave in new ways in social systems despite the forces that work to keep them hypnotised and asleep. These new ways of behaving could lead to a more humane and engaged citizenry, able to live beyond the sheeplike hypnotism that keeps us bound by invisible strings to behave in ways that do not promote growth, health and happiness in us, our fellow humans or the social and ecological environment in which we are inextricably bound.

In 2016, when I first Directed the Leicester Conference, I changed the title in order to put Authority at the Centre and bring our focus on Task to the front whilst always coming back to Organisation, the context in which we do our work. Making the tripartite of concepts, recalling Freud’s ID, Ego and Superego in an archetypal trinity. Taking the first letter of each word, Task Authority Organisation (TAO) immediately brought to mind the “Way” of the indescribable Chinese concept of the Tao. The Tavistock approach of group relations resonated for me with the essentially Taoist practice of standing at the edge of the unknown, and being willing to face what comes up and not turn away from any of it. I invited an experienced staff of former directors to be present as I took my maiden directorial voyage. I am constantly surprised that many people describe the Tavistock method as harsh and punitive.

For me, the group relations methodology is profoundly loving. The consultant staff symbolically say to the membership, just as a mother symbolically says to a screaming child, “Whatever you do is ok, nothing will make me turn away from you” - to quote the Judeo-~Christian character, Jesus, “forgive them father, they know not what they do”. We know that people are broken, blind and seeking approval, and consultant staff do not engage in any actions of reciprocity to unspoken demands for attention, so that the member can find their own hidden agendas/wishes/projections and assumptions in the form of the feelings generated in them when the staff do not behave in the ways that they hope for or want. Many staff in the early roles simply mimic what they observe without understanding or having the feeling of love that sits behind a blank face.

The second conference I directed in 2017, continued with the TAO: but engaged with Presence in Absence: IN & OUT @work. This evoked the dual emerging issues of people working remotely or internationally whilst also needing to maintain a presence in the minds of their staff and teams, alongside the challenges of revealing sexual and other hidden identities at work.

The third conference in 2018 in the flow of the TAO the world seemed to be reeling from the shock of the Trump presidency and the nature of racial and other biases emerging across the world as stories of new government scandals revealed themselves. So we invited members to ask the question about the Authority Role and Task (ART) of enlightened followership.

2019, TAO: I wrestled with the subtitle, and opened the door by calling it Love@Work, an invitation to study what it means to love one’s work, to find love at work or to understand what it means to behold love working in the world. The members came with many romantic notions of love as daffodils and roses, and could not locate the grit and dirt that give rise to the need for love, and acceptance of what is in the world of work.

The fifth Leicester Directorship was in 2020 in the midst of the global pandemic. The Leicester Conference took place in Bavaria, Germany because it was not possible to hold it in Leicester, UK as it was the site of the first city under local lockdown in England. This conference ended up with 10 members and 4 staff working in 3 sub-conferences. A truly remarkable experience to be taking place whilst the world around us was in a state of high emergency and fear of imminent death due to the covid-19 social distancing, masks and handwashing regimes, not to mention the full hospitals and daily news alerts of the death toll by country. In the face of it all, we had to practice what we preached, and remain open and curious to the emergent, and not collapse from studying the potential available in collaborative work, nor the intense feelings of hatred and mistrust projected onto the staff in the conference as a vehicle for profound learning.

Love is not pretty. In the film “Stage Beauty” a scene takes place between a woman speaking to one of the male actors who has specialised in his performances of the female lead character, Desdemona in Shakespeare’s Othello: “you make death too beautiful, that is not how a real woman would die – she would fight!”

Likewise, as we take group relations into the digital age, human relations are going to change fundamentally, and also remain stubbornly the same: we are petty, blind, confused, broken, approval seekers: and that makes us vulnerable to those who would seek to control and dominate us. But it is possible to awaken, and Group Relations learning can play a part in Awakening individuals, Organisations and Systems, it is a work of the spirit in and through the body. Perhaps we have to look backward to healing the cartesian split between mind and body – so we can emerge afresh from the cocoon of duality into an unknown era of singularity, or what Jung termed the coniuctio oppositorum, or the perennial Hermetic philosophy as above so below.

Or perhaps we begin to live a version of the childhood rhyme where (aspirationally) we take back all of our projections and live aware that: “twinkle, twinkle little star, what you say is what you are”…. Love in Action.

Leslie B Brissett Group Relations/Gnostic Reticularity and TAO programmes of work Director

SOURCE:


Wednesday, 1 March 2023

Olympic archers performed worse when they had higher heart rates



Evidence from the heart-rate measuring cameras used in Tokyo 2020 shows that psychological stress negatively affects the performance of elite athletes.

27 February 2023

By Emma Young


High stress levels hinder performance on all kinds of tasks. But do elite athletes suffer in the same way? In the past, this has been difficult to measure. But during the 2020 Tokyo Olympics, remote cameras measured the heart rates of competitors in two of the archery competitions. And now an analysis of this data in Psychological Science shows that higher heat rates — an indicator of greater stress — were indeed associated with lower scores. “Our results provide the first direct evidence in support of the detrimental effect of psychological stress measured by a real-time biomarker in a high-stakes competitive setting,” write Yungfeng Lu of Nanjing University and Songfa Zhong of the National University of Singapore.

Of the 128 archers who took part in the women’s and men’s individual archery competitions, 122 agreed to have their heart rate measured using the camera system, and to have it broadcast on television. The cameras, which were placed 12 metres from the shooting line, captured the subtle changes in the reflectance of the athletes’ skin that are caused by changes in blood flow. This was used to infer their heart rate; earlier tests of the technique showing that it is 96% as accurate as an electrocardiogram.

Heart rate data was broadcast on TV for each round, including the final. Two archers competed in each match, which usually consisted of five sets. In each set, archers took turns to fire three arrows at a target; the maximum they could score with a single arrow (i.e. by hitting the bullseye) was 10.

Overall, the heart rate data showed a wide range — from 61 to 190 beats per minute, with a mean of 134. But when the researchers looked for links between the archers’ heart rates before they took their shots and the scores for the corresponding arrows, they found a clear link: higher rates were associated with lower scores. (This was the case whether the team considered the mean heart rate in the period prior to shooting — they had twenty seconds to take each shot - or the heart rate immediately prior to shooting.)

Neither age nor gender had any impact on the strength of the relationship between greater stress and poorer performance. But the stage of the competition did. In later rounds this relationship was stronger, perhaps because the athletes were feeling more pressure at this point, the pair suggests.

Earlier studies have suggested that while too much stress is detrimental to performance on a task, stress is beneficial up to a point. The pair explored whether this was the case with these elite archers. They did indeed find evidence for such a pattern among lower-ranking archers – but “intriguingly, not among the high-ranking athletes,” they report.

Previously, a link between greater stress and poorer performance in elite sports has been only anecdotal. And anecdotal reports from the archers’ themselves also support the team’s finding that the link is real. For instance, in one match, the top seed, Kim Je-deok, had a heart rate of 120bpm in the first set and 170bpm in the fifth set. He lost the match, and later said, “I felt a bit of pressure, and was nervous,” and accepted that this had affected his performance, the researchers report.

Elite athletes usually receive training to manage psychological stress, the team notes. But their results suggest that they are still impacted by it, potentially costing them a win, or even a medal.

SOURCE: