Wednesday, 27 July 2022

Πέθανε ο διακεκριμένος ψυχίατρος Ματθαίος Γιωσαφάτ σε ηλικία 85 ετών



Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους Έλληνες ψυχίατρους και ψυχαναλυτές και η δυσάρεστη είδηση της απώλειάς του το μεσημέρι της Τετάρτης (27/8) σκόρπισε θλίψη στην επιστημονική κοινότητα αλλά και σε όσους διάβαζαν τα βιβλία του ή παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του.



«Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ δεν είναι πια μαζί μας. Το πνεύμα όμως, τα λόγια και το αποτύπωμα του πάνω σε χιλιάδες ανθρώπους θα είναι πάντα εδώ. Αφιέρωσε τη ζωή του στην κατανόηση των άλλων και είχε σαν κίνητρο πάντα να βοηθήσει όσο περισσότερους μπορούσε με τη θεραπεία, τις διαλέξεις, τα βιβλία του. Αφήνει πίσω του ένα έργο σημαντικό και μία οικογένεια και φίλους που νιώθουμε τυχεροί που τον είχαμε στη ζωή μας».




Με αυτή την ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook, ανακοινώθηκε ο θάνατος του κορυφαίου Έλληνα ψυχιάτρου Ματθαίου Γιιωσαφάτ, ο οποίος τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.


Ο Ματθαίος Γιωσαφάτ γεννήθηκε στην Κατερίνη Πιερίας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο βουνό στην διάρκεια της Κατοχής. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές τους στην Κατερίνη. Απόκτησε το Δίπλωμα Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας το 1963 και την ειδικότητα του Νευρολόγου-Ψυχιάτρου το 1967.

Το 1967 μετέβη για περαιτέρω σπουδές στο Λονδίνο όπου και παρέμεινε για 15 χρόνια όπου πήρε διάφορες θέσεις σε νοσοκομεία διαδοχικά ως Βοηθός, Επιμελητής, υποδιευθυντής και τελικά ισόβιος διευθυντής στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Διετέλεσε για τέσσερα χρόνια υποδιευθυντής και αναπληρωτής διευθυντής στο Tavistock Center, την σημαντικότερη, ίσως, ψυχαναλυτική Κλινική του κόσμου.


Έδωσε εξετάσεις και έλαβε το Δίπλωμα Ψυχολογικής Ιατρικής και αργότερα το ανώτατο Δίπλωμα Ψυχιατρικής και έγινε μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Ψυχιάτρων. Παράλληλα με την ψυχιατρική εκπαίδευση και εργασία έκανε συστηματική εκπαίδευση στην Ατομική (πέντε χρόνια), Ομαδική (τρία χρόνια) και Οικογενειακή Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία (δύο χρόνια) και έγινε πλήρες μέλος των αντίστοιχων Εταιριών. Εκτός από την κλινική εργασία σε νοσοκομεία είχε πολλαπλή διδακτική εμπειρία σε διάφορα Ψυχιατρικά Κέντρα και Νοσοκομεία.

Μεταξύ άλλων δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, στο Ιατρικό Μεταπτυχιακό Κέντρο (Royal Postgraduate Medical Federation) ως Senior Lecturer. Προσκλήθηκε να μιλήσει στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (τιμητική Ομιλία). Διετέλεσε διευθυντής και υπεύθυνος Εκπαίδευσης στο Ινστιτούτο Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Λονδίνου.


Ήταν ιδρυτής και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ομαδικής Ανάλυσης και Οικογενειακής Ψυχοθεραπείας. Ίδρυσε με άλλους την Ελληνική Εταιρία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας της οποίας διετέλεσε επανειλημμένα πρόεδρος και την Παιδοψυχιατρική Εταιρία Ελλάδας της οποίας υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος.

Επί σειρά ετών ήταν προσκεκλημένος ομιλητής σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά Συνέδρια και έδωσε διαλέξεις σε πολλές πόλεις.

Οργάνωσε και δίδαξε σε διετές πρόγραμμα μετεκπαίδευσης στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθήνας. Το βιβλίο του «Μεγαλώνοντας μέσα στην Ελληνική Οικογένεια» έγινε Best Seller (28 εκδόσεις σ’ ένα χρόνο). Ήταν τακτικό μέλος πολυάριθμων διεθνών και ελληνικών Εταιριών μεταξύ των οποίων η Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρία, η Διεθνής Εταιρία Ομαδικής Ψυχοθεραπείας, η Ευρωπαϊκή Εταιρία Οικογενειακής Θεραπείας και πολλές άλλες.


ΠΗΓΗ;

Tuesday, 26 July 2022

People with no mind’s eye have less vivid and detailed memories



New research highlights the key role of mental imagery in memory.


By Matthew Warren


When we’re asked to imagine a scene or object, most of us are able to conjure up an image in our mind’s eye. But about 2-5% of the population can’t do this: they have a condition called aphantasia, and are unable to produce mental imagery at all.

Now a study published in Cognition has found that aphantasia can affect memory abilities too. The researchers report that aphantasics have less detailed and rich memories for events in their lives: a finding that not only reveals more about the condition, but also highlights the key role of mental imagery in memory generally.

Past work had shown that people with aphantasia report almost no mental imagery when recalling past events from their lives or when thinking about potential future events. But these findings were based on participants rating their own abilities, note Alexei Dawes and colleagues from the University of New South Wales. So the team decided to examine whether aphantasic participants also show memory deficits in more objective measures.

The researchers recruited 30 participants with aphantasia and 30 control participants who didn’t have any problems with mental imagery. All participants filled in questionnaires asking them to report the vividness off various kinds of mental imagery, including when recalling scenes from their lives. The researchers found that — as in past studies — the aphantasic participants reported having less vivid mental imagery (although, again consistent with past work, their spatial imagery was just as good as that of control participants).

To get a more “objective” measure of memory deficits, the team then looked at the kind of information people provided when describing their memories. Participants were asked to remember six events in their lives, as well as think about six hypothetical future events, and write a description of each. For their analysis, the researchers looked at different categories of details contained in these descriptions (for instance, details relating to participants’ sensations, thoughts, or emotions). After writing each description, participants also reported their own subjective experiences of that particular event, such as how vivid it was and how much emotion they felt.

The team found that aphantasic participants gave fewer details than control participants about both kinds of event. This effect seemed to be driven specifically by the fact that they wrote down fewer visual details; the groups didn’t differ in the amount of detail they gave that involved other senses like smell or hearing, or that concerned other aspects of the event like thoughts or emotions they experienced.

The two groups also differed in how they reported experiencing the memories and imagining the future events. Compared to controls, aphantasics indicated that the events were less vivid and contained fewer sensory or spatial details, for instance, and they also reported experiencing less emotion when thinking about the event.

Overall, the results show that people with aphantasia have less vivid and detailed memories — particularly when it comes to visual details — and this this effect is clear whether they are asked about their experience or tested in more “objective” ways. The authors write that their findings represent the “first robust behavioural evidence that visual imagery absence is associated with a significantly reduced capacity to simulate the past and construct the future”.

The very fact that aphantasics show these deficits also implies that mental imagery is generally an important part of recalling events or imagining future ones. This probably isn’t a huge surprise — but as the authors point out, is something that has been hard to test empirically until now. However, the study also shows that mental imagery isn’t everything: people with aphantasia were still able to retrieve memories, after all. Instead, it seems that mental imagery is specifically involved in that aspect of memory that involves “re-living” events in our minds.

Matthew Warren (@MattBWarren) is Editor of BPS Research Digest


SOURCE:

Thursday, 21 July 2022

Racial biases shape the way people interpret body poses



By Emma Young

People reliably interpret expansive poses — with the arms and legs spread and the head held high — as a signal of dominance, or power. But work to date on perceptions of body poses has focused on White targets, note the authors of a new paper in the Journal of Personality and Social Psychology: Attitudes and Social Cognition. As research shows that Black people are often stereotyped as aggressive, hostile and threatening, might an expansive pose lead others to perceive them as being more aggressive than a White person holding their body in exactly the same way?

Francine Karmali at the University of Toronto and Kerry Kawakami at York University found this is indeed the case — at least for Black men. They also report evidence that this could have all kinds of impacts on a Black man’s professional and personal life.

In an initial study, 111 White undergraduate students were shown photos of White and Black men in a range of settings (behind or in front of a table, for example), adopting either an expansive pose or a constrictive pose (with the limbs held close to the body). Based on their impressions from the photos alone, they rated each target for dominance, aggression, competence and warmth. The team found that, compared with constrictive poses, expansive poses got higher dominance ratings for both racial groups. However, while this higher dominance was linked to greater competence in White men, for Black men it was linked to greater competence but also more aggression.

The second study involved not just White but other non-Black students. They were told that they were going to see images of business school students who had just finished a summer internship and been offered paid internships for the next year — but some had got more prestigious internships with better salaries. Their task was to rate how well they thought each student had done on their summer internship assessment and to predict the salary range for their new internship. The researchers found that White and Black men in expansive poses got better ratings than those in constrictive poses — they were judged to be more successful. But this effect was significantly bigger for White targets.

Next, a fresh group of participants (again all non-Black) were shown a selection of the photos, and asked to choose a partner to work with on a relationship-building task. The results showed that participants were more likely to pick White men in expansive vs constrictive poses. However, an expansive vs constrictive pose didn’t make Black men any more likely to be chosen as partners. A follow-up study replicated this finding and also suggested that perceptions of aggression could be responsible: for Black, but not White, targets, expansive poses were associated with more aggression.

While there were a few inconsistencies in some findings on individual ratings across the studies, the work suggests that White men benefit more from expansive poses than Black people do. Whether or not this is also the case for White and Black women is yet to be explored.

But, as the team notes, there could be all kinds of ramifications. For example, adopting an expansive pose in a job interview in an attempt to convey confidence and competence could be less effective for a Black than for a White man. And for a Black but not White man, adopting an expansive pose in a criminal trial in an attempt to project self-assured innocence might be interpreted by non-Black jury members as aggression, and affect judgements of guilt. If expansive poses are linked with aggression for Black men, this might even influence a police officer’s decision to shoot, they argue. They also make this point: “When officers instruct people to raise their hands and to spread their arms and legs, these expansive poses may increase racial biases.”

In fact, write Karmali and Kawakami, there are all kinds of potential scenarios (including in demonstrations and protest marches) when expansive poses may have a positive impact for White people but have little effect or even a negative impact for Black people. “Thus, while one aspect of White male privilege is that White men are allowed to act bold, and may even be rewarded for this boldness, Black men do not benefit to the same extent or are even penalised for such nonverbal behaviours,” the pair concludes.

SOURCE:


Wednesday, 13 July 2022

Μπορεί η «σωστή» οσμή να μας κάνει πιο παραγωγικούς;


Η «παραμελημένη» αίσθηση της όσφρησης και οι νέες δυνατότητες της τεχνολογίας να εκμεταλλευτούμε τις μυρωδιές στο έπακρο


Ο Γιανίβ Μαμά κρατά ένα μικρό δοχείο με αποτσίγαρα ακριβώς κάτω από τη μύτη μου. «Υποθέτω ότι δεν σου αρέσει η μυρωδιά, έτσι;» με ρωτάει κοιτάζοντας με να ταράζομαι. Στη συνέχεια ανεμίζει ένα μικρό λευκό ραβδί δίπλα στο πρόσωπό μου. «Τώρα, μύρισε πάλι το δοχείο» μου λέει και προσθέτει: «Τι μυρίζεις;»


Η δυσωδία του τσιγάρου έχει εξαφανιστεί, όση προσπάθεια και αν καταβάλω, όσο κοντά στο δοχείο με τα αποτσίγαρα κι αν βάζω τη μύτη μου. Αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται στην τεχνολογία που αναπτύχθηκε από την ισραηλινή εταιρεία Moodify. Η τεχνική τους περιλαμβάνει την ενεργοποίηση υποδοχέων στον οσφρητικό βολβό, το τμήμα του εγκεφάλου δηλαδή που επεξεργάζεται τις οσμές.

«Αποδεικνύεται ότι η όσφρηση έχει το δικό της φάσμα [όπως αυτό το κομμάτι του φάσματος του φωτός που είναι ορατό στους ανθρώπους]. Αν κάποιος μπορεί να μοιράσει ομοιόμορφα τα χημικά μόρια μιας μυρωδιάς τότε μπορεί να ελέγξει την κακοσμία και να μετριάσει την αίσθηση ενός κακού προηγούμενου μείγματος» εξηγεί ο κος Μάμα, ιδρυτής και επικεφαλής της εν λόγω εταιρείας τεχνολογίας.

Ανάμεσα σε άλλα προϊόντα, η Moodify εμπορεύεται κι ένα μενταγιόν που τοποθετείται κοντά στην άμμο της γάτας και εξαλείφει τις ανεπιθύμητες μυρωδιές.


«Στο Ισραήλ συνειδητοποιήσαμε ότι επειδή τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα τείνουν να είναι μικρά, με λιγότερο εξωτερικό χώρο και με τον κάδο απορριμμάτων να βρίσκεται πολλές φορές στο σαλόνι, οι άνθρωποι ήταν σχεδόν απελπισμένοι στο να βρουν μια λύση», λέει ο κος Μάμα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, καθώς ολοένα και περισσότεροι από εμάς ξοδεύουμε ολοένα και περισσότερο χρόνο δουλεύοντας από το σπίτι, δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι οι δίνουμε πια μεγάλη προσοχή στο πώς μυρίζει το σπίτι μας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η The White Company σημείωσε άνοδο στις πωλήσεις αρωματικών κεριών, κάτι που σύμφωνα με την ίδια οφείλεται στην περισσότερη εργασία στο σπίτι.



«Το άρωμα είναι κάτι τo εντελώς προσωπικό και όλοι έχουμε διαφορετικά γούστα γύρω από αυτό. Σε κάθε περίπτωση, η μυρωδιά έχει πραγματικά τη δύναμη να αλλάξει την “αίσθηση” ενός δωματίου και επομένως το πώς νιώθουμε όταν μπαίνουμε μέσα σε αυτό», λέει με τη σειρά της η Κρίσι Ράκερ, ιδρύτρια της The White Company.


Σύμφωνα με την ίδια, εκτός από το να κάνει το περιβάλλον πιο ευχάριστο, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι το «σωστό» άρωμα μπορεί να τονώσει και τον εγκέφαλο μας. Ο Μαρκ Μος, επικεφαλής του Τμήματος Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Northumbria έχει μελετήσει την επίδραση των αιθέριων ελαίων στην απόδοση του εγκεφάλου. Ένα από τα κύρια ευρήματά του είναι πως το άρωμα του δεντρολίβανου μπορεί να ενισχύσει την ανθρώπινη μνήμη.

«Οι έρευνες μου, δείχνουν ότι το φασκόμηλο και η μέντα έχουν ευεργετικές επιδράσεις στη γνωστική λειτουργία. Αντίθετα, και συγκρίνοντας την επίδραση της με άλλα έλαια, διαπιστώσαμε πως η λεβάντα τείνει να βλάπτει τη μνήμη και να επιβραδύνει τα αντανακλαστικά. Όμως, στοιχεία άλλων ερευνών έχουν δείξει ότι η λεβάντα είναι πολύ χρήσιμη στη μείωση του άγχους πριν από οδοντιατρικές αλλά και άλλου είδους ιατρικές θεραπείες».

Ο Δρ Μος υπογραμμίζει κι αυτός την εξέχουσα θέση που έχουν οι υποδοχείς όσφρησης στον εγκέφαλο μας.

Όπως εξηγεί, ο οσφρητικός βολβός μπορεί να πραγματοποιεί περισσότερες προβολές σε πολλές περισσότερες δομές στον ανθρώπινο εγκέφαλο από ο,τι η όραση ή η ακοή. «Αυτό δείχνει πόσο σημαντική υπήρξε η όσφρηση στην εξέλιξή του ανθρώοινου είδους» σημειώνει ο ίδιος και συνεχίζει: «Μεγάλο μέρος της επίδρασης των οσμών στη συμπεριφορά μας είναι ασυνείδητη. Δεν επεξεργαζόμαστε ενεργά τις πληροφορίες που υπάρχουν, ειδικά για τις μυρωδιές “χαμηλού επιπέδου”. Επεξεργαζόμαστε συνειδητά μόνο μυρωδιές που είναι αρκετά έντονες».

Βασιζόμενη στην υπέρ δεκαετή έρευνα του Weizmann Institute of Science στο Ισραήλ, η Moodify αναπτύσσει τώρα αρώματα που επιτρέπουν στους ανθρώπους να βελτιώνουν την απόδοσή τους, την αίσθηση ευεξίας τους αλλά και το αίσθημα της ασφάλειας τους. Οι ερευνητές στο Ινστιτούτο Weizmann διαπίστωσαν για παράδειγμα, ότι πριν οι αλεξιπτωτιστές πηδήξουν στο κενό, εκπέμπουν μια μυρωδιά φόβου. Οι επιστήμονες αναπαράγουν λοιπόν αυτό το «άρωμα», σημειώνοντας ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους στο να γίνουν πιο προσεκτικοί.


Η δυσκολία όσφρησης, σημάδι άνοιας

Αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη… μυρωδιά φόβου, οι οσφρητικοί υποδοχείς μπορούν να ανιχνεύσουν πτητικά μόρια στον ιδρώτα που σχετίζονται με τις αγχωτικές καταστάσεις. Είναι αυτά τα μόρια πάνω στα οποία εργάζονται οι επιστήμονες.

«Δυνητικά, όλα αυτά, μπορούν να προσφέρουν στους ανθρώπους καλύτερες γνωστικές και ψυχολογικές επιδόσεις», λέει ο κος Μαμά ενώ ο Δρ. Μος τονίζει πόσο σημαντικό είναι να μάθουμε ακόμα περισσότερα για το πώς μας επηρεάζουν οι μυρωδιές.

«Η όσφρηση είναι ίσως η λιγότερο κατανοητή από όλες τις αισθήσεις, επειδή εξελικτικά έχει ξεπεραστεί από την όραση και την ακρόαση όσον αφορά στην ανθρώπινη συμπεριφορά» σημειώνει ο ίδιος και εξηγεί περαιτέρω: « Σε ένα βαθμό, η αίσθηση της όσφρησης θεωρείται κατάλοιπο του εξελικτικού μας παρελθόντος παρά κάτι που εξακολουθεί να έχει σημαντική αξία. Μόνο όταν τη χάσουμε αρχίζουμε να τη θεωρούμε σημαντική. Στην πραγματικότητα, η αλληλεπίδρασή της με τον εγκέφαλο μας είναι πολύ περίπλοκη».

«Η απώλεια της όσφρησης μπορεί να είναι πολύ ενοχλητική», συμφωνεί και η Κλειώ Μανιάτη, χημικός μηχανικός και αρωματοποιός, η οποία υπήρξε σύμβουλος της Moodify.

Όπως λέει η ίδια: «Σκεφτείτε πως η όσφρηση είναι η πρώτη αίσθηση που ένα μωρό ξέρει πώς να χρησιμοποιεί αμέσως μετά τη γέννησή του και αυτός είναι και ο βασικός τρόπος που συνδέεται με το νέο του περιβάλλον. Μέσω της όσφρησης αναγνωρίζουμε τους φροντιστές μας στο αρχικό στάδιο της ζωής μας και αργότερα χρησιμοποιούμε αυτή την αίσθηση σαν κοινωνικό εργαλείο.

»Τα άτομα που έχουν χάσει την όσφρησή τους συχνά αναφέρουν φόβο κοινωνικοποίησης επειδή έχουν συνεχώς αυτή την ιδέα ότι μπορεί να μυρίζουν άσχημα και να μην το γνωρίζουν. Επίσης, συχνά τείνουν να αποφεύγουν τα εστιατόρια επειδή δεν μπορούν να απολαύσουν το φαγητό. Αυτό, τους κάνει και λιγότερο ανοιχτούς στη δημιουργία στενών επαφών με άλλους ανθρώπους».

Πίσω, στο εργαστήριο, ο Γιανίβ Μαμά λέει ότι το μέλλον της δημιουργίας οσμών για να βελτιώσουμε τη ζωή μας έχει απεριόριστες δυνατότητες.

Όπως προβλέπει ο ίδιος: «Οι “εξατομικευμένες” μυρωδιές όπως το αγαπημένο μας αρωματικό κερί, το φρεσκοψημένο ψωμί ή το κομμένο γρασίδι, ακόμη κι η μυρωδιά του νεογέννητου μωρού θα μπορούσαν να μας αποστέλλονται μέσω μιας εφαρμογής ή μιας οθόνης τηλεόρασης».

Πηγή: 


Most of us don’t have a desire for unlimited wealth



By Emily Reynolds

Do humans always want more, or are we sometimes just happy with our lot? This debate has long raged in multiple disciplines: economics, politics, and even philosophy. And whether an unlimited desire for more is inherent or a product of capitalism is equally hotly contested.

Paul G. Bain from the University of Bath and Renata Bongiorno from Bath Spa University explore this question in a new paper published in Nature Sustainability. They find that the assumption we always want more, no matter how much we have, may not be completely accurate: while some of us do have unlimited desire for wealth, they are not the majority.

The first study included around 2000 participants from both advanced and economically developing countries, including the US, UK, France, South Africa, China, Russia, and Brazil. As part of a larger study, participants were asked to imagine their absolutely ideal life, and to consider how much money they would want in this ideal life. They were then asked whether they wanted to enter one of eight hypothetical lotteries, each with a prize ranging from $10,000 to $100 billion. After this, participants indicated the most important change they would make with the money.

The second study recruited nearly 6000 participants from a wider number of countries, including from the Middle East, Africa, Central America, North America, South America, Asia, Europe, and Oceania. Participants in this study completed the same measures as in the first.

The results were similar in both studies. Relatively few participants chose the smallest values, but there was a peak between $1 million and $10 million, with a large number of participants choosing these lotteries. Interest in the larger figures then declined, with only a small number of people choosing $1 billion. But a significant number of people chose the largest, essentially “unlimited” figure of $100 billion. In the first study, for instance, 32% of Americans picked this amount, though only 8% of those from China chose this. In the second study, Indonesia had the highest proportion of participants selecting unlimited amounts at 39%, and Russia the lowest at 11%. However, it’s worth noting that although a substantial number of people did pick this “unlimited” amount of money across the studies, they were always a minority.

In terms of the nationality of participants, the proportion of those selecting unlimited amounts was similar across more and less developed countries, despite the fact “luxury and consumption” is encouraged in more developed countries, as the authors point out. Where there was a difference, however, was between countries where the group is prioritised over the self: participants from these countries were more likely to select the unlimited lottery than those from more individualistic nations. Younger people and those who live in cities were also more likely to select the unlimited lottery, though there was no variation by gender, class, education or political ideology.

When asked what they would use the money for, those who selected the unlimited lottery were more likely to say they wanted to use their money to address social problems — perhaps why this choice was more prevalent in collectivist societies. However, the majority of these participants still stated they would use the money for themselves. When asked about their values, participants who chose the unlimited figure were also no more likely to care about the welfare of others, but did place more importance on their own personal interests.

The study suggests that the idea we all want unlimited resources is probably not accurate. Further research could help us pinpoint exactly what drives our desire for certain amounts of money, limited or unlimited: for instance, it would be interesting to know whether people’s views on extreme wealth and inequality influence their decisions.

Overall, the study’s results could help us move towards a more sustainable and less unequal way of thinking about resources and wealth. As the team writes, “normative beliefs guide behaviour even as they are inaccurate”: in other words, we sometimes fail to act on our own values because we think we are in the minority. Having limited wants, the study suggests, is normal; understanding this more thoroughly could help us consume less, even as materialistic societies encourage us to consume more.


SOURCE:

Wednesday, 6 July 2022

Οι παράγοντες που φρενάρουν την άνοια


Τα κρούσματα άνοιας αυξάνονται καθώς γερνάει ο πληθυσμός του πλανήτη και η φαρμακευτική αγωγή κατά του Αλτσχάιμερ αποδεικνύεται αναποτελεσματική στις κλινικές δοκιμές.

Η έκπτωση ακοής και όρασης μπορεί να επιφέρει κοινωνική απομόνωση, η οποία αποτελεί ιδανικό υπόβαθρο για εγκεφαλικό εκφυλισμό.


Οσο γερνάει ο παγκόσμιος πληθυσμός, τα ποσοστά των πασχόντων από γεροντική άνοια αυξάνονται. Οσα σκευάσματα δοκιμάστηκαν μέχρι σήμερα κατά του Αλτσχάιμερ είχαν απογοητευτικά αποτελέσματα. Ετσι, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι έφθασε η ώρα να επιχειρήσουμε μια διαφορετική, αν όχι θεραπευτική, αποτρεπτική προσέγγιση. Τώρα, λένε οι ειδικοί, οφείλουμε να επικεντρωθούμε στην πρόληψη των παραγόντων κινδύνου για άνοια, όπως η αρρύθμιστη υπέρταση, η απώλεια της ακοής και το κάπνισμα.


Ενας άλλος παράγοντας είναι η εξασθενημένη όραση. Μια νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Journal of the American Medical Association, διαπιστώνει ότι θα ήταν εφικτή η αποτροπή του 62% των σημερινών περιπτώσεων άνοιας με τη μεταβολή κάποιων παραγόντων κινδύνου. Εκατό χιλιάδες λιγότεροι άνθρωποι θα έπασχαν από άνοια εάν είχε δοθεί η απαιτούμενη προσοχή στη διατήρηση της όρασής τους.

Το 2017, η Επιτροπή Lancet, αποτελούμενη από ειδικούς όλων των τομέων της Ιατρικής, αφού ανέλυσε χιλιάδες μελέτες, κατέληξε σε οκτώ παράγοντες κινδύνου για την άνοια: υπέρταση, χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, κώφωση, κάπνισμα, παχυσαρκία, έλλειψη σωματικής άσκησης, κατάθλιψη, διαβήτης και έλλειψη κοινωνικών συναναστροφών. Το 2020, η λίστα εμπλουτίσθηκε με την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος, την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις κρανιακές κακώσεις. Η επιτροπή, μάλιστα, κατέληξε στο ότι το 40% των περιπτώσεων άνοιας, θεωρητικώς, θα είχε αποτραπεί ή καθυστερήσει εάν εξαλείφονταν αυτοί οι παράγοντες.

Ο δρ Τζόσουα Ερλιχ, οφθαλμίατρος και ερευνητής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, που υπογράφει την έρευνα, ευελπιστεί ότι στη λίστα των κινδύνων θα προστεθούν και τα προβλήματα όρασης. Γιατί τα προβλήματα ακοής και όρασης πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο άνοιας; Ο δρ Ερλιχ εξηγεί ότι η έκπτωση αυτών των δύο αισθήσεων επηρεάζει τις γνωσιακές δεξιότητες, περιορίζοντας τη δυνατότητα του ασθενούς να συμμετέχει σε φυσικές και κοινωνικές δραστηριότητες. «Αν δεν μπορείς να δεις τα χαρτιά της τράπουλας, δεν παίζεις μπιρίμπα με τους φίλους σου», επισημαίνει. Η κοινωνική απομόνωση αποτελεί ιδανικό υπόβαθρο για τον εκφυλισμό του εγκεφάλου.


Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που δημιουργούν προδιάθεση για άνοια και τους οποίους δεν μπορούμε να αλλάξουμε: τα γονίδια, το οικογενειακό ιστορικό, ή απλώς το πέρασμα των ετών. Αρα, η καθυστέρηση εμφάνισης της νόσου ακόμα και για μία δεκαετία, από τα 80 στα 90 χρόνια, θα είναι τεράστιο επίτευγμα.

ΠΗΓΗ:

Tuesday, 5 July 2022

Racial biases shape the way people interpret body poses



By Emma Young

People reliably interpret expansive poses — with the arms and legs spread and the head held high — as a signal of dominance, or power. But work to date on perceptions of body poses has focused on White targets, note the authors of a new paper in the Journal of Personality and Social Psychology: Attitudes and Social Cognition. As research shows that Black people are often stereotyped as aggressive, hostile and threatening, might an expansive pose lead others to perceive them as being more aggressive than a White person holding their body in exactly the same way?

Francine Karmali at the University of Toronto and Kerry Kawakami at York University found this is indeed the case — at least for Black men. They also report evidence that this could have all kinds of impacts on a Black man’s professional and personal life.

In an initial study, 111 White undergraduate students were shown photos of White and Black men in a range of settings (behind or in front of a table, for example), adopting either an expansive pose or a constrictive pose (with the limbs held close to the body). Based on their impressions from the photos alone, they rated each target for dominance, aggression, competence and warmth. The team found that, compared with constrictive poses, expansive poses got higher dominance ratings for both racial groups. However, while this higher dominance was linked to greater competence in White men, for Black men it was linked to greater competence but also more aggression.

The second study involved not just White but other non-Black students. They were told that they were going to see images of business school students who had just finished a summer internship and been offered paid internships for the next year — but some had got more prestigious internships with better salaries. Their task was to rate how well they thought each student had done on their summer internship assessment and to predict the salary range for their new internship. The researchers found that White and Black men in expansive poses got better ratings than those in constrictive poses — they were judged to be more successful. But this effect was significantly bigger for White targets.

Next, a fresh group of participants (again all non-Black) were shown a selection of the photos, and asked to choose a partner to work with on a relationship-building task. The results showed that participants were more likely to pick White men in expansive vs constrictive poses. However, an expansive vs constrictive pose didn’t make Black men any more likely to be chosen as partners. A follow-up study replicated this finding and also suggested that perceptions of aggression could be responsible: for Black, but not White, targets, expansive poses were associated with more aggression.

While there were a few inconsistencies in some findings on individual ratings across the studies, the work suggests that White men benefit more from expansive poses than Black people do. Whether or not this is also the case for White and Black women is yet to be explored.

But, as the team notes, there could be all kinds of ramifications. For example, adopting an expansive pose in a job interview in an attempt to convey confidence and competence could be less effective for a Black than for a White man. And for a Black but not White man, adopting an expansive pose in a criminal trial in an attempt to project self-assured innocence might be interpreted by non-Black jury members as aggression, and affect judgements of guilt. If expansive poses are linked with aggression for Black men, this might even influence a police officer’s decision to shoot, they argue. They also make this point: “When officers instruct people to raise their hands and to spread their arms and legs, these expansive poses may increase racial biases.”

In fact, write Karmali and Kawakami, there are all kinds of potential scenarios (including in demonstrations and protest marches) when expansive poses may have a positive impact for White people but have little effect or even a negative impact for Black people. “Thus, while one aspect of White male privilege is that White men are allowed to act bold, and may even be rewarded for this boldness, Black men do not benefit to the same extent or are even penalised for such nonverbal behaviours,” the pair concludes.

SOURCE: