Thursday, 31 March 2022

Αυτήν την άνοιξη «καθαρίστε» τον εγκέφαλό σας



Τρόποι για να γαληνέψετε τις σκέψεις σας, επιστρέφοντας στην κανονικότητα.



Καθώς μειώνονται τα κρούσματα κορωνοϊού και σταδιακά απαλλασσόμαστε από τις μάσκες, προσεγγίζουμε την εποχή της νέας κανονικότητας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο εγκέφαλος και οι σκέψεις μας είναι γαλήνια. Η πανδημία, ο πληθωρισμός, η θλίψη, η κλιματική κρίση, οι φυλετικές ανισότητες, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστούν κυρίαρχα αίτια στρες για τους Αμερικανούς. Ισως η άνοιξη μας επιτρέψει να φροντίσουμε την ψυχική μας ευζωία και να ασχοληθούμε και πάλι με δραστηριότητες που δίνουν νόημα και χαρά στη ζωή μας. Αυτό, όμως, που οφείλουμε να κάνουμε πριν από όλα, είναι να υποβάλουμε τον εγκέφαλό μας σε «βαθύ καθαρισμό», ώστε να μπορέσουμε, με μεγαλύτερη διαύγεια και χωρίς υπερβολικό άγχος να διαχειριστούμε τον χρόνο μας.


Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το καταφέρουμε. Oπως επισημαίνει η Νκέτσι Ντζάκα, ειδική στον διαλογισμό, με ασκήσεις ενσυνειδητότητας, μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε τις σκέψεις μας ώστε, όταν αφαιρούμαστε και αγχωνόμαστε, να επιστρέφουμε στο παρόν. Αυτό επιβάλλει να αντιληφθούμε τις αισθήσεις που λαμβάνουμε από το σώμα μας. «Μπορούμε να νιώσουμε το έδαφος που πατάμε; Τον ήλιο που μας ζεσταίνει; Μέσα από αυτήν τη συνειδητοποίηση μπορούμε να επιστρέψουμε στο τώρα, αμβλύνοντας το άγχος», εξηγεί η ειδικός.

Ενας άλλος τρόπος για να ενισχύσουμε την ψυχική μας ευδαιμονία είναι η τήρηση ενός λεπτομερούς ημερολογίου, και ιδιαίτερα ενός «Bullet Journal». Αυτό είναι ένα σύστημα, όπου καταγράφεται κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητάς μας και μας επιτρέπει κάθε στιγμή να επαναξιολογούμε πώς δαπανούμε τον χρόνο μας και την ενέργειά μας, ώστε να διαπιστώσουμε τελικά εάν αυτά που κάναμε πράγματι άξιζαν. Aν το αμελήσουμε είναι πιθανό να καταλήξουμε να δαπανούμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε πράγματα χωρίς μεγάλη σημασία.


Η πανδημία, ο πληθωρισμός, η θλίψη, η κλιματική κρίση, οι φυλετικές ανισότητες, ο πόλεμος στην Ουκρανία, συνιστούν κυρίαρχα αίτια στρες. H άνοιξη βοηθάει για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας. 


Καταιγισμός ειδήσεων

Είναι αναγκαίο επίσης να προστατεύσουμε τον εγκέφαλό μας από τον βομβαρδισμό πληροφοριών που λαμβάνουμε από τα ΜΜΕ. Συχνά αυτός ο καταιγισμός νέων πυροδοτεί αισθήματα άγχους, θυμού ή και αδυναμίας. Επιλέξτε δύο αξιόπιστες πηγές ενημέρωσης και στραφείτε σε αυτές συγκεκριμένη ώρα της ημέρας. Μπορείτε, παραδείγματος χάρη, να ακούτε τη ραδιοφωνική επισκόπηση των ειδήσεων της ημέρας επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά. Μια άλλη λύση είναι να διαβάσετε την εφημερίδα της επιλογής σας, ενώ τρώτε πρωινό. Ακόμη, προσπαθήστε να «πάρετε διαζύγιο» από τη διαρκή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να υποκαταστήσετε τη διαρκή ενασχόλησή σας με αυτά με άλλες δραστηριότητες, όπως ένα καλό βιβλίο, μια βόλτα στο πάρκο ή χαλάρωση και μουσική.


Ενα θετικό των lockdowns ήταν ότι πολλοί άνθρωποι πήραν την απόφαση να τακτοποιήσουν τον χώρο τους και να πετάξουν πράγματα που σώρευαν, παρότι τους ήταν εντελώς άχρηστα. Αν δεν το έχετε κάνει, είναι ιδανική στιγμή για να τακτοποιήσετε και εσείς τον φυσικό σας χώρο. Το «χάος» γύρω σας δεν σας βοηθά να έχετε καθαρή σκέψη.

Τέλος, αυτή η εποχή της σχετικά μεγαλύτερης υγειονομικής ασφάλειας είναι ιδανική για να επανασυνδεθείτε με όσους αγαπάτε, αλλά ίσως απομακρυνθήκατε λόγω πανδημίας. Μη διστάσετε να κάνετε το πρώτο βήμα ακόμη και αν στην αρχή σάς φαίνεται κάπως άβολο. Σηκώστε το τηλέφωνο και πείτε την αλήθεια: «Μου έλειψες και θα ήθελα να ξαναϊδωθούμε».
¨
ΠΗΓΗ:

Wednesday, 30 March 2022

Πώς μεταβάλλεται η σεξουαλική ζωή ενός υπογόνιμου ζευγαριού;




Η υπογονιμότητα χαρακτηρίζει ένα ζευγάρι το οποίο μετά την πάροδο 12 μηνών στους οποίους προσπαθεί, μέσω σεξουαλικής επαφής χωρίς προφύλαξη, να επιτύχει μια εγκυμοσύνη, δεν τα έχει καταφέρει. Υπολογίζεται ότι 12-16% των ζευγαριών παγκοσμίως είναι υπογόνιμα, ενώ τόσο η διάγνωση όσο και η θεραπεία επιφέρουν επιπτώσεις σε ψυχολογικό αλλά και σεξουαλικό επίπεδο.

Το ζευγάρι που έρχεται αντιμέτωπο με την εμπειρία της υπογονιμότητας βιώνει καθοριστικές αλλαγές στην ποιότητα της σχέσης του. Αφενός, η γυναίκα έχει αισθήματα απώλειας του ελέγχου, σαν το σώμα της να “επαναστατεί” ενάντια στην βούληση της, συγκρίνεται με τις άλλες γυναίκες με αποτέλεσμα να νιώθει μειονεκτικά, βιώνει ψυχολογικό κενό, καθώς βλέπει το μητρικό της ένστικτο να παραμένει ανεκπλήρωτο. Αφετέρου, ο άνδρας νιώθει ότι είναι ανεπαρκής στον σεξουαλικό του ρόλο, αισθάνεται ενοχικά, αδύναμος ως προς την συνέχιση του γενεαλογικού του δέντρου. Λογικό επακόλουθο είναι η διαταραχή της επικοινωνίας στο ζευγάρι, η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνεννοησία. Κυρίαρχα συναισθήματα στη σχέση του ζευγαριού είναι ο θυμός, που εκφράζεται μέσα από συγκρουσιακές καταστάσεις, και το άγχος για την προσδοκώμενη εγκυμοσύνη. Ως απόρροια επέρχεται συναισθηματική απομάκρυνση και ψυχρότητα, γεγονός που επηρεάζει καταλυτικά και την σεξουαλική ζωή του ζευγαριού.

Η επιθυμία τεκνοποίησης “επιβάλλει” συγκεκριμένο προγραμματισμό στις επαφές, που το ζευγάρι οφείλει να ακολουθήσει βάσει των οδηγιών του γυναικολόγου. Το σεξ αποτελεί πλέον ένα κυνήγι της γονιμότητας, που γίνεται μηχανιστικά, ενώ η σεξουαλική ικανοποίηση αντικαθίσταται από το αποτέλεσμα. Ο χρόνος αγχώνει τη γυναίκα που “πρέπει” να μείνει έγκυος, ενώ ο άνδρας εργαλειοποιείται καθώς αισθάνεται ότι “πρέπει” να έχει στύση όταν “πρέπει”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται ο αυθορμητισμός, τα ερωτικά παιχνίδια να αντικαθίστανται από θερμόμετρα και τεστ ωορρηξίας και να αυξάνεται το άγχος επίδοσης.

Ο χρόνος είναι ο μεγάλος εχθρός για ένα υπογόνιμο ζευγάρι. Με την πάροδο του χρόνου αυξάνεται η ψυχολογική πίεση, ενώ μειώνεται η σεξουαλική ικανοποίηση, η τρυφερότητα κι η εγγύτητα ανάμεσα στους συντρόφους. Πολλές φορές το υπογόνιμο ζευγάρι επιλέγει να κρύψει το πρόβλημα από το οικογενειακό του περιβάλλον, καθώς νιώθει μεγάλο άγχος στο «εδώ και τώρα» προκειμένου να επιτύχει μια εγκυμοσύνη. Η γονεϊκή πίεση εντείνει τη συναισθηματική δυσφορία και το «σεξουαλικό μπλοκάρισμα» του υπογόνιμου ζεύγους.

Τα παραπάνω αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την εκδήλωση σεξουαλικών δυσλειτουργιών τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα. Η γυναίκα φαίνεται να επηρεάζεται περισσότερο αρνητικά στην διάθεση και την επιθυμία που έχει για σεξουαλική επαφή, ενώ ο άνδρας, κάτω από το βάρος της ανάγκης να αποδώσει με επιτυχία, μπορεί να εκδηλώσει προβλήματα με την στύση, δυσκολία επίτευξης ή/και διατήρησης της, αλλά και την εκσπερμάτιση του. Όλα αυτά οδηγούν το ζευγάρι στο να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο, ενώ οι σύντροφοι αρχίζουν να αποφεύγουν τη σεξουαλική επαφή, γεγονός που δυσχεραίνει τις προσπάθειες σύλληψης.

Μελέτες έχουν δείξει πως ζευγάρια που διατηρούν τη σεξουαλική τους δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής όχι μόνο διαχειρίζονται καλύτερα το πρόβλημα, αλλά έχουν και σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες σύλληψης. Η αποκατάσταση της σεξουαλικής ζωής των συντρόφων θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της αντιμετώπισης της υπογονιμότητας, ενώ κρίνεται ωφέλιμο να αναζητούν βοήθεια από επαγγελματία ψυχικής και σεξουαλικής υγείας.

Διδυμοπούλου Αγγελική

Ψυχολόγος

Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.

Πηγή:


 El Amiri, S., Brassard, A., Rosen, N.O., Rossi, M.A., Beaulieu, N., Bergeron, S., & Péloquin, K. (2021). Sexual Function and Satisfaction in Couples with Infertility: A Closer Look at the Role of Personal and Relational Characteristics. The journal of sexual medicine, 18(12), 1984-1997.

When the school day starts later, teens get better sleep and feel more motivated




By guest blogger Emma L. Barratt

Getting out of bed is the first major hurdle of most teens’ weekdays. Often assumed to be the product of laziness or moodiness, this difficulty rising in the morning is actually due to adolescent sleep patterns. During teenage years, circadian rhythms are relatively delayed, causing teenagers to both go to sleep and wake up later in the day.

Even so, schools in the UK still demand that teens attend lessons from 9am or earlier, while high schoolers in Germany or the USA may start as early as 7:30am. This holds students to early rise times that are more suited to those in other age groups.

In an attempt to compensate for lost sleep during the week, teens often oversleep on weekends and reduce their sleep overall. As poor sleep routines are associated with cardiovascular issues, mood disorders, substance abuse and more, it’s easy to see why improving sleep in teens is an appealing target.

But what if school starting times worked with, rather than against, teenage sleep requirements? Research studies from years gone by indicate that such a change could be beneficial, but many lacked appropriate methods to measure potential effects of sleep interventions over longer periods of time.

This is precisely the gap that Anna Biller and colleagues in Germany endeavoured to fill with a recent study in Scientific Reports.

The team recruited students at a secondary school in Germany. This particular school has employed a “flexible system” since 2016, which allows students in grades 10 to 12 to postpone the start of their school day from 8AM to 8.50AM (or 10.15AM, on a day every two weeks when schedules allow it) as they please. Any morning study time lost to sleeping is regained by adding time after their last class of the day, or by filling gap periods already present in their schedule.

Data were collected in two waves, for six weeks immediately after the implementation of the flexible system and then again one year later. The team also took baseline measurements just before the system was introduced. 33 students participated in both waves, forming a longitudinal cohort.

In both waves, students completed a sleep diary noting when they fell asleep and woke up, their subjective sleep quality, and whether they had started school at 8AM or later. At the end of wave two, participating students also answered questions about their experiences and feelings surrounding the late start scheme.

Perhaps surprisingly, the uptake of late starts was quite low overall. By the end of the study, participants were only making use of a late start an average of just over one day per week. From student to student, uptake varied hugely — some would never use late starts, while others would use them every day.

When students did use later starts, however, they reported sleeping longer and better, getting closer to the optimal level of 8 hours of sleep. These benefits were near-universal, with 93% of students in the longitudinal cohort reporting longer sleep on late start days in both the first and second wave. On these days, participants also reported improved sleep quality, and were more likely to report waking naturally before their alarm.

A clear gender difference also emerged. In the first year, both boys and girls stuck to their usual bedtimes while using the flexible start. But a year later, boys were more likely to take the opportunity to postpone their sleep onset, resulting in sleep gains falling from 1.3 hours to just 30 minutes. The authors believe that this split in behaviour may have been a factor in previous research’s mixed findings.

However, the flexible system didn’t produce a significant improvement in students’ overall sleep across the entire week. The team believe that this is due to the low uptake of the late start scheme. Though on paper a later start might sound appealing, students listed many reasons that they preferred to start earlier, such as difficulty getting to school later.

Another paper from the same study also showed no improvement in grades for students who favoured waking later — though the team believe that grades are arguably not an ideal proxy through which to see improvements. Despite this, the current paper did provide clear evidence of other kinds of benefits: not only did the students enjoy getting to school later on late-start days, they also felt more motivated and able to concentrate, and reported greater sense of wellbeing.

This study was conducted at the most academic type of German secondary school, equivalent to a grammar school, which limits the generalisability of the findings. It’s possible, perhaps even likely, that students from other backgrounds or countries will experience different costs and benefits when taking advantage of late starts.

As appealing as later school starts may sound, their practicality and effects on students within the UK system requires further investigation. Apologies to younger readers!

SOURCE:

Tuesday, 22 March 2022

Repetition can make even the most bizarre claims seem more true




By guest blogger Emma L. Barratt

The spread of misinformation over recent years poses huge dangers, and has so far proven extremely difficult to bring under control. Psychological research has revealed much of what brings people to believe false information, but the full picture is still far from complete, and new findings are bringing to light yet more factors that may maintain this problem.

One example is the Truth-by-Repetition (TBR) effect — that repeating a statement increases how true it’s perceived to be. A prominent theory for why this happens emphasises the role of “processing fluency”; in essence, repetition makes the information easier to cognitively process, and this ease is misinterpreted as a signal that the information is true.

Until recently, this phenomenon was thought to be limited to statements which could conceivably be true. But new research suggests that the effect extends much further, and can make even outlandish claims seem more truthful.

Past work in the field had found that a single repetition of nonsensical claims like “The Earth is a perfect square” didn’t influence how true such statements were perceived to be. But this may have been because the methods weren’t sensitive enough to spot a small effect.

To remedy this, Doris Lacassagne and colleagues at UCLouvain in Belgium showed participants more false statement repetitions than previous studies, and also had them respond on a scale with a substantially greater number of discrete ratings. Their recent study involved 232 English-speaking, US-based participants (51% female), recruited online.

In the first phase of the experiment, these participants were presented with eight of a possible 16 statements rated as very implausible by participants from a previous study. These included outlandish claims such as “Elephants weigh less than ants” and “Smoking is good for your lungs”, as well as perhaps more plausible claims (at least for an American sample) such as “Rugby is the sport associated with Wimbledon.”

Participants were asked to rate how interesting they found the eight presented statements, and were advised that they may be asked to rate the same statement multiple times. These statements were presented randomly, and repeated five times each, resulting in 40 trials overall.

Immediately after this, participants were randomly shown all 16 statements — eight of which they had seen repeatedly in the previous phase, and eight of which were new. They were asked to rate how true they felt each statement was, on a scale from −50 (“definitely false”) to +50 (“definitely true”).

Analyses of responses showed that repeating the implausible statements influenced participants’ truth ratings. While all ratings of truthfulness were still well into negative territory, statements that had been shown repeatedly were overall perceived to be less false than newly presented statements. Statements that were arguably less extreme (but still highly implausible), such as “A monsoon is caused by an earthquake”, were most subject to TBR effects.

Further digging also uncovered distinct patterns between participants: 53% showed a positive TBR effect, with their ratings sliding towards truth after statements were repeated, whereas 19% showed no effect, and the remaining 28% showed a negative TBR effect. In this latter group, repetition served to make the statements seem even more implausible. These analyses suggest that not everyone responds to the TBR effect in the same manner.

These findings demonstrate that a surprisingly low number of repetitions can affect the perceived truth of highly implausible statements. This challenges some theories that suggest enhancing feelings of fluency should only make statements seem true if they are plausible.

Further probing into individual differences, particularly why some participants found statements less truthful with repetition, could yield fascinating insights into how fluency of information is interpreted by different people. More longitudinal studies could also be informative. Shifts in truth perceptions were relatively small after a few, tightly spaced repetitions — investigating how this effect might shape perceptions of truth over days and weeks may help us better understand how the TBR effect works in day-to-day life.

In the era of the 24-hour repeating news cycle and online algorithms, the TBR effect gives us some insight into why and how people come to believe increasingly incredible claims. With luck, these findings will be a piece of the wider puzzle in finding more robust ways to prevent misinformation spreading.

Is Earth a perfect square? Repetition increases the perceived truth of highly implausible statements

Post written for BPS Research Digest by Emma L. Barratt (@E_Barratt). Emma is a cognitive scientist and science communicator based in Newcastle, UK. Her work centres primarily around atypical and clinical psychology, as well as cognitive factors pertaining to human spaceflight and space exploration. In 2015, she published the first peer reviewed investigations of Autonomous Sensory Meridian Response. She also works alongside an international team to produce educational content for the popular YouTube channel SciShow.

SOURCE:

Friday, 18 March 2022

Αυτήν την άνοιξη «καθαρίστε» τον εγκέφαλό σας




Τρόποι για να γαληνέψετε τις σκέψεις σας, επιστρέφοντας στην κανονικότητα.



Καθώς μειώνονται τα κρούσματα κορωνοϊού και σταδιακά απαλλασσόμαστε από τις μάσκες, προσεγγίζουμε την εποχή της νέας κανονικότητας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο εγκέφαλος και οι σκέψεις μας είναι γαλήνια. Η πανδημία, ο πληθωρισμός, η θλίψη, η κλιματική κρίση, οι φυλετικές ανισότητες, ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστούν κυρίαρχα αίτια στρες για τους Αμερικανούς. Ισως η άνοιξη μας επιτρέψει να φροντίσουμε την ψυχική μας ευζωία και να ασχοληθούμε και πάλι με δραστηριότητες που δίνουν νόημα και χαρά στη ζωή μας. Αυτό, όμως, που οφείλουμε να κάνουμε πριν από όλα, είναι να υποβάλουμε τον εγκέφαλό μας σε «βαθύ καθαρισμό», ώστε να μπορέσουμε, με μεγαλύτερη διαύγεια και χωρίς υπερβολικό άγχος να διαχειριστούμε τον χρόνο μας.


Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το καταφέρουμε. Oπως επισημαίνει η Νκέτσι Ντζάκα, ειδική στον διαλογισμό, με ασκήσεις ενσυνειδητότητας, μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε τις σκέψεις μας ώστε, όταν αφαιρούμαστε και αγχωνόμαστε, να επιστρέφουμε στο παρόν. Αυτό επιβάλλει να αντιληφθούμε τις αισθήσεις που λαμβάνουμε από το σώμα μας. «Μπορούμε να νιώσουμε το έδαφος που πατάμε; Τον ήλιο που μας ζεσταίνει; Μέσα από αυτήν τη συνειδητοποίηση μπορούμε να επιστρέψουμε στο τώρα, αμβλύνοντας το άγχος», εξηγεί η ειδικός.

Ενας άλλος τρόπος για να ενισχύσουμε την ψυχική μας ευδαιμονία είναι η τήρηση ενός λεπτομερούς ημερολογίου, και ιδιαίτερα ενός «Bullet Journal». Αυτό είναι ένα σύστημα, όπου καταγράφεται κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητάς μας και μας επιτρέπει κάθε στιγμή να επαναξιολογούμε πώς δαπανούμε τον χρόνο μας και την ενέργειά μας, ώστε να διαπιστώσουμε τελικά εάν αυτά που κάναμε πράγματι άξιζαν. Aν το αμελήσουμε είναι πιθανό να καταλήξουμε να δαπανούμε τον πολύτιμο χρόνο μας σε πράγματα χωρίς μεγάλη σημασία.Η πανδημία, ο πληθωρισμός, η θλίψη, η κλιματική κρίση, οι φυλετικές ανισότητες, ο πόλεμος στην Ουκρανία, συνιστούν κυρίαρχα αίτια στρες. H άνοιξη βοηθάει για τη φροντίδα της ψυχικής υγείας. 
Καταιγισμός ειδήσεων

Είναι αναγκαίο επίσης να προστατεύσουμε τον εγκέφαλό μας από τον βομβαρδισμό πληροφοριών που λαμβάνουμε από τα ΜΜΕ. Συχνά αυτός ο καταιγισμός νέων πυροδοτεί αισθήματα άγχους, θυμού ή και αδυναμίας. Επιλέξτε δύο αξιόπιστες πηγές ενημέρωσης και στραφείτε σε αυτές συγκεκριμένη ώρα της ημέρας. Μπορείτε, παραδείγματος χάρη, να ακούτε τη ραδιοφωνική επισκόπηση των ειδήσεων της ημέρας επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά. Μια άλλη λύση είναι να διαβάσετε την εφημερίδα της επιλογής σας, ενώ τρώτε πρωινό. Ακόμη, προσπαθήστε να «πάρετε διαζύγιο» από τη διαρκή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να υποκαταστήσετε τη διαρκή ενασχόλησή σας με αυτά με άλλες δραστηριότητες, όπως ένα καλό βιβλίο, μια βόλτα στο πάρκο ή χαλάρωση και μουσική.


Ενα θετικό των lockdowns ήταν ότι πολλοί άνθρωποι πήραν την απόφαση να τακτοποιήσουν τον χώρο τους και να πετάξουν πράγματα που σώρευαν, παρότι τους ήταν εντελώς άχρηστα. Αν δεν το έχετε κάνει, είναι ιδανική στιγμή για να τακτοποιήσετε και εσείς τον φυσικό σας χώρο. Το «χάος» γύρω σας δεν σας βοηθά να έχετε καθαρή σκέψη.

Τέλος, αυτή η εποχή της σχετικά μεγαλύτερης υγειονομικής ασφάλειας είναι ιδανική για να επανασυνδεθείτε με όσους αγαπάτε, αλλά ίσως απομακρυνθήκατε λόγω πανδημίας. Μη διστάσετε να κάνετε το πρώτο βήμα ακόμη και αν στην αρχή σάς φαίνεται κάπως άβολο. Σηκώστε το τηλέφωνο και πείτε την αλήθεια: «Μου έλειψες και θα ήθελα να ξαναϊδωθούμε».


ΠΗΓΗ:

A mother’s early life experiences of adversity can influence her baby’s sensitivity to stress




By Emma Young

Over the past few decades, it’s become clear that experiences even before birth influence later psychological wellbeing. A mother’s stress levels during pregnancy have emerged as a key influence. Greater stress seems to programme her child to “expect” a difficult environment, and so to be more sensitive to potential threats — and more vulnerable to developing an anxiety disorder. It’s uncertain, though, whether adversity earlier in life affects stress levels during pregnancy, and so might impact the child’s sensitivity to stress. So Cassandra L. Hendrix at New York University and colleagues set out to investigate.

For their study, reported in the Journal of Psychopathology and Clinical Science, the team recruited 217 Black American mother-infant pairs from two hospitals in the Atlanta, Georgia area. To try to ensure a socioeconomically diverse sample, one hospital was public and the other private.

At around the end of the first trimester, each woman reported on their perceived stress, anxiety and depression. The team combined their answers to generate single individual scores of early pregnancy prenatal distress. The women also reported on their lifetime experience of race-based discrimination, and on any traumas, such as abuse or divorce, during their childhood. When they were in their third trimester, they completed the stress, anxiety and depression questionnaires again, generating late pregnancy distress scores.

After their babies were born, the team measured the infants’ stress sensitivity in two ways.

Firstly, they used a behavioural measure, called the NICU Network Neurobehavioural Scale. For this, a trained examiner induces mild stress, and monitors the infant’s responses. This was done when the babies were just two weeks old.

The second measure was hormonal. The team measured levels of cortisol (which is produced as part of the stress response) in saliva samples gathered from a subset of the babies when they were aged between three and six months.

Their analysis of all the data led to a few main findings.

Greater maternal distress in late pregnancy, specifically, was linked to poorer scores on one component of the behavioural measure: attention. This was a measure of the infant’s ability to respond to, attend to, and track objects in the environment. Earlier work has found that newborns with poorer scores on this grow into toddlers who are less able to regulate their emotions — which makes them more reactive to potentially stressful experiences. (In line with these findings, the researchers found that lower attention at two weeks was linked to greater cortisol responsivity at 3-6 months).

The researchers also found that women who’d experienced more race-based discrimination during their lives also reported higher levels of late pregnancy distress. Greater experience of race-based discrimination was, then, indirectly linked to lower newborn attention scores

“This pattern of results highlights late gestation as a sensitive period for the intergenerational effects of stress exposure on developing attentional abilities,” the team writes.

But the team also found that, even when prenatal distress scores were taken into account, those who’d reported more race-based discrimination before pregnancy and/or more childhood trauma were more likely to have babies with atypical cortisol levels.

This suggests that however stressed a pregnant woman feels, stressful experiences from before her pregnancy can also have their own impact on her child’s sensitivity to stress. This might happen through changes to the way particular genes are expressed in the mother, affecting her own cortisol levels and then influencing her foetus as it develops.

It isn’t easy to draw very firm conclusions from this kind of research. That’s because it’s hard to control for every possible factor that might influence a child’s stress sensitivity. For example, a woman who is stressed late in pregnancy is likely to still be stressed after her baby is born — and this will affect the infant, too. It’s also certainly worth pointing out that the link reported between maternal distress in late pregnancy and poorer scores on attention was only marginally statistically significant.

However, the team is far from alone in finding that stress has a “cascading” impact across generations. And as they write, work that enhances our understanding of the specific contributors to this process “is integral in illuminating how adversity becomes biologically embedded and ultimately increases psychological risk across generations.”

SOURCE:

Monday, 14 March 2022

«Φοβάμαι την ημέρα που τα παιδιά μου δεν θα με χρειάζονται πια»



Όσο εξαντλημένη κι αν αισθάνεται, η Αμερικανίδα αρθρογράφος και μαμά Amy Weatherly απολαμβάνει το γεγονός ότι τα παιδιά της είναι ακόμα αρκετά μικρά ώστε να βρίσκονται κάτω από την απόλυτη προστασία της.


Ο άντρας μου βγαίνει από το σπίτι και έχω τελειώσει για σήμερα. Παραδίδω τη σκυτάλη μου. Ετοίμασα κοτομπουκιές για τον Tyson και μακαρόνια με τυρί για την Annie. Έπλυνα σταφύλια, ξεφλούδισα πορτοκάλια και αφαίρεσα την κόρα από τα ψωμάκια του τοστ. Ζέστανα το γάλα και σκούπισα βρόμικους πισινούς. Σταμάτησα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και βρήκα ένα όχι και τόσο διακριτικό μέρος για να κατουρήσω γιατί δεν είχα το περιθώριο να κρατηθώ ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Απάντησα πάνω από 10.000 φορές σε ερωτήσεις που αρχίζουν με το «γιατί». Και για όλα αυτά δεν πληρώθηκα ούτε δεκάρα.


Κάλυψα κάθε μία ανάγκη, μικρή ή μεγάλη, τριών ανθρώπων σήμερα το πρωί, χωρίς να περιλαμβάνω τον εαυτό μου.

Ετοίμασα τα σακίδια για τον παιδικό σταθμό. Έτριψα αποφάγια από κεραμικά πιάτα. Μάζεψα ολόκληρα ρολά χαρτιού υγείας απλωμένα στο πάτωμα, γιατί κάποιοι σε αυτό το σπίτι δεν λένε να σταματήσουν να τα ξετυλίγουν και να τα αφήνουν στα πλακάκια του δαπέδου. Και τραγούδησα από μέσα μου ξανά και ξανά το τραγούδι του Paw Patrol από τη στιγμή που άνοιξα το πρωί τα μάτια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι.

Όλα αυτά τα έκανα γιατί αυτήν τη στιγμή τα παιδιά μου με χρειάζονται. Στα πάντα: να μεσολαβήσω στους καβγάδες τους, να τους ετοιμάσω γάλα με δημητριακά, να βρω εκείνο το παπούτσι που έχασαν. Και ναι, όλα αυτά με εξαντλούν σε καθημερινή βάση, αλλά με την καλή έννοια, όπως ένας δρομέας αισθάνεται εξαντλημένος αφού τρέξει στο μαραθώνιο, την ώρα που καταρρέει στο πεζοδρόμιο.

Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα νιώθω πια εξαντλημένη. Που τα παιδιά μου δεν θα με χρειάζονται πλέον.

Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα χρειάζεται να κρατήσουν το χέρι μου ενώ διασχίζουμε το πάρκινγκ ενός πολυκαταστήματος. Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα γυρνούν να μου πουν «Κι εγώ σε αγαπώ» ενώ τα αποχαιρετώ για το σχολείο. Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα χορεύουν πια μαζί μου στη μέση του σαλονιού.

Φοβάμαι την ημέρα που θα λείπουν διαρκώς από το σπίτι γιατί θα έχουν το δικό τους δίπλωμα οδήγησης. Φοβάμαι την ημέρα που τα απογεύματά τους θα είναι γεμάτα εργασίες άλγεβρας. Φοβάμαι την ημέρα που αντί να τραγουδούν το βράδυ παιδικά τραγουδάκια, θα στέλνουν μηνύματα στους φίλους μας. Φοβάμαι την ημέρα που τα σπασμένα τους μολύβια θα έχουν δώσει τη θέση τους σε πληγωμένες καρδιές.

Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα έρχονται τρέχοντας στο κρεβάτι μου επειδή ένα τέρας στοίχειωσε τα όνειρά τους στον ύπνο. Φοβάμαι την ημέρα που δεν θα σκουπίζουν τα λερωμένα ακροδάχτυλά τους στα πλακάκια της βεράντας. Φοβάμαι την ημέρα που θα μπουν σε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και θα ξεκινήσουν για την πόλη όπου θα περάσουν τα επόμενα τέσσερα χρόνια των σπουδών τους, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό τους.

Φοβάμαι την ημέρα που το γλυκό τους «μανούλα» θα αντικατασταθεί από ένα πιο τυπικό και ψυχρό «μάνα». Και, κυρίως, φοβάμαι την ημέρα που τα μικροσκοπικά χεράκια τους θα γίνουν μεγάλα χέρια και θα γλιστρήσουν μέσα από τα δάχτυλά μου.

Φοβάμαι ότι αυτή η ημέρα θα έρθει πιο σύντομα και πιο γρήγορα και πιο ξαφνικά από όσο θα ήθελα.

Έτσι, θα συμβιβαστώ με την κούραση, την αϋπνία, την εξάντληση, από το γεγονός ότι δεν μπορώ να κάνω ένα ντους με την ησυχία μου ή να χαλαρώσω στον καναπέ για δύο δευτερόλεπτα. Θα συμβιβαστώ με το άδειασμά μου από κάθε σταγόνα ενέργειας, με τις άδειες συσκευασίες φαγητού στην κουζίνα μου.

Θα τα αποδεχτώ όλα αυτά με γεμάτη καρδιά και ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί μια μέρα, σύντομα, αυτό που θα είναι άδειο θα είναι το σπίτι μου.

ΠΗΓΗ:

We try to avoid people with these stereotypically boring traits




By Matthew Warren

Picture a boring person in your mind. What are they like? If you’re imagining someone who loves watching TV, has no sense of humour, and works in finance, your stereotype of a boring person is similar to those described in a recent study in Personality and Social Psychology Bulletin. But whether or not these kinds of stereotypes are accurate, the researchers behind the paper find that they can have damaging social implications: people have a low opinion of those with “boring” traits, and will try to actively avoid them.

The researchers, led by Wijnand A. P. van Tilburg from the University of Essex, began by asking online participants to note down “typical features” of a boring person, as well as occupations and hobbies they associated with being boring. They then grouped responses into categories: 45 pertaining to personal characteristics (e.g. “no sense of humour”); 19 relating to hobbies (e.g. “collecting”); and 28 relating to occupations (e.g. “banking and finance”).

Three further groups of participants then rated how boring a person with each of these characteristics, hobbies, or jobs seemed. The features most stereotypical of boring people included “not interesting”, “dull”, and “no opinions”. Occupations most associated with boring people included “data analysis”, “accounting”, and “tax/insurance”, while hobbies included “sleeping”, “religion”, and “watching TV”.

The researchers then turned to people’s perceptions of, and behaviour towards, people with these traits. Participants read vignettes about three people. One was given characteristics, hobbies, and a job that had all been rated as stereotypical of boring people in the previous experiment; one had traits that were rated the least stereotypically boring; and one was somewhere in the middle. (None of these fictional people was described as boring, as the researchers were interested in perceptions of people with these traits, rather than people explicitly labelled as boring).

Participants rated how competent (e.g. skilled or hard-working) and warm (e.g. friendly or caring) each person was. And the team found that those with highly and moderately boring traits were viewed as both less warm and less competent than those with the least boring traits.

The next study used the same methodology, except participants rated the extent to which they would avoid or spend time with each person. The researchers found that participants wanted to avoid the person with the most boring traits significantly more than the person with moderately boring traits, who in turn was avoided more than the person with the least boring traits.

In a final study, participants indicated how much money they would need to receive in order to spend a given length of time with each person, ranging from one to seven days. The results showed that the more boring traits someone had, the more money participants needed to be paid in order to spend time with them. This was true regardless of the length of time they had to spend together.

Overall, then, the paper shows that people who hold stereotypically boring traits are judged negatively, and actively avoided. And although the results may not seem that surprising, it’s interesting to see a formal investigation into something many of us may have assumed.

It’s worth stressing that the work can’t say whether or not these stereotypes are accurate. Although we may think that accountants who like to sleep are boring, that doesn’t mean they are. So it’d be interesting to know more about where these stereotypes come from. The team suggests that some people may in fact use such stereotypes to seem more interesting or unique by comparison — particularly if they feel that they are being judged as boring themselves.

These studies were all conducted with participants in the US or UK, and there are likely cultural differences in who we perceive as boring — so these stereotypes may not generalise more broadly. It’s also clear that even within a culture, people’s perceptions of boring people vary. Some people in the first study felt that boring people liked sports and reading, for instance, and that actors and journalists tended to be boring. Although other participants didn’t rate these traits as particularly boring, this shows how varied people’s views can be. Future work could look at individual differences in these perceptions.

Still, the authors point out that regardless of who we see as boring, our negative perceptions of them may be similar. And these stereotypes could lead to harm, placing people judged to be boring at risk of loneliness and isolation. “Rather than perceiving them as performing a social ‘crime’”, the researchers write, “perhaps those seen as boring should receive some sympathy and support instead.”

SOURCE:

Friday, 11 March 2022

Όπως το βλέπουμε εμείς: Ο αυτισμός σε μία τηλεοπτική σειρά




Επιτέλους, μία τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστές που δεν υποδύονται τους αυτιστικούς, αλλά είναι αυτιστικοί




Από 21 Ιανουαρίου 2022 είναι διαθέσιμη και στην Ελλάδα από το amazon prime video η νέα σειρά: «Όπως το Βλέπουμε Εμείς» (As we see it). Παρακολουθούμε τρεις ενήλικες αυτιστικούς τον Χάρισον, τον Τζακ και την Violet που συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα μαζί με την Μάντι, που είναι ταυτόχρονα φροντιστής τους και life coach.

Παραφράζοντας μία καλή μου φίλη… Θέλω να δείτε αυτή τη σειρά.

Ο 1ος κυκλος είναι 8 μόνο επεισόδια μικρής διάρκειας από 30 μέχρι 39 λεπτά, είναι πολύ έξυπνα γραμμένη και θα ψυχαγωγηθείτε. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που γέλασα αυθόρμητα ή συγκινήθηκα τόσες πολλές φορές σε τόσο λίγα επεισόδια.


Και δεν είμαι αντικειμενικός, (ως πατέρας αυτιστικού παιδιού) αλλά λάτρεψα τους πρωταγωνιστές. Το Τζακ τον «αρχετυπικό» asperger προγραμματιστή που σιγά-σιγά ανοίγεται με το δικό του ρυθμό και τρόπο. Την Violet που είναι τελείως αφιλτράριστη, μπερδεμένη, ειλικρινής, συναισθηματική και αξιαγάπητη ταυτόχρονα. Και την αδυναμία μου, τον Χάρισον που προσπαθεί να βρει ένα φίλο, που προσπαθεί να ξεπεράσει τα όρια του, που είναι ευαίσθητος.

Και επίσης είμαι υπερήφανος και για τους τρεις ηθοποιούς: Σου Ανν Πιεν (Βάιολετ), Ροκ Γκλάσμαν (Τζακ) και Άλμπερτ Ρουτέτσκι (Χάρισον) για τη σύγχρονη και ρεαλιστική εικόνα τριών διαφορετικών όψεων του αυτισμού. Και ενώ είναι και οι τρεις στο φάσμα του αυτισμού δεν παίζουν τον εαυτό τους, αλλά δίνουν πραγματικά καλές ερμηνείες.

Εργασία, φίλοι, σεξ, σχέσεις, οικογένεια, το πώς βλέπουν τον εαυτό τους και τη διαφορετικότητά τους, όλα τα βλέπουμε μέσα από τη σειρά.

Ο δημιουργός της, Jason Katims δεν ασχολείται πρώτη φορά με τον αυτισμό στην τηλεόραση, είχε δημιουργήσει και τη σειρά Parenthood και βέβαια είναι ο ίδιος πατέρας ενός αυτιστικού εφήβου.


Η άλλη πλευρά…

Ο έμπειρος ηθοποιός Τζο Μοντένια μας δίνει την οπτική ενός πατέρα που ξέρει ότι μπορεί να πεθάνει και θα πρέπει να προετοιμάσει τον γιο του για το μετά. Βλέπουμε επίσης τον Βαν, τον αδερφό της Violet, πού είναι ο μόνος που έχει και το πώς επηρεάζει αυτό την προσωπική του ζωή και όχι μόνο.

Όμως βλέπουμε και την ανθρώπινη πλευρά ενός επαγγελματία φροντιστή, της Μάντι. Ένας άνθρωπος που αγαπάει τη δουλειά της, που πρέπει να βοηθήσει τους τρεις νέους να βρουν το δρόμο τους, την ίδια ώρα όμως που εκείνη δεν έχει βρει ακόμα το δικό της. Πολύ γεμάτη ερμηνεία από τη Sossie Bacon που την υποδύεται.

Πρώτη φορά στην Ελλάδα…

Είναι ευκαιρία λοιπόν τα υπόλοιπα να τα κρίνετε και να τα δείτε μόνοι σας, γιατί είναι η πρώτη φορά που υπάρχει τέτοια παραγωγή προσβάσιμη νόμιμα στην Ελλάδα. Δεν είναι διαφήμιση στο Amazon να σας πω ότι μπορείτε να το δείτε και μέσα σε μία εβδομάδα κάνοντας δοκιμαστική δωρεάν συνδρομή ή να κάνετε μία συνδρομή ενός μήνα με 6 ευρώ για να μπορείτε να το παρακολουθήσετε πιο άνετα και να δείτε κι άλλες παραγωγές, αξίζει τον κόπο.

Κλείνω με την πρώτη σκηνή της σειράς…

Ο Χάρισον φορώντας ακουστικά και με τη βοήθεια της Μάντι προσπαθεί να βγει έξω από την πολυκατοικία του. Σε όλα αυτά που τον φοβίζουν και όλα αυτά που προκαλούν αισθητηριακά προβλήματα. Αν τα καταφέρει ή όχι είναι κάτι που θα το διαπιστώσετε.

Πόσες φορές όμως εμείς ζητούμε από τους αυτιστικούς να προσαρμοστούν στα δικά μας δεδομένα, στο δικό μας κόσμο, να ξεπεράσουν τις εμμονές, τις φοβίες και τα όριά τους; Και πόσες φορές το κάνουμε εμείς αυτό;

Πόσες φορές ξεπερνάμε τον εαυτό μας, αφήνουμε τη ζώνη άνεσης μας (comfort zone) για να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη για να διεκδικήσουμε αυτά που χρειαζόμαστε και θέλουμε; Μπορούμε όμως να κάνουμε αυτό που έκανε ο Χάρισον… να προσπαθήσουμε.




Πηγή: 


When we learn more about a stranger, we feel like they know us better too




By Matthew Warren

After finding out details about a stranger, we mistakenly think that they also know about us. As a result, we act more honestly around them, according to a recent study in Nature. And this can have a real-world impact: the team finds that after residents are given biographical information about neighbourhood police officers, the crime rate in nearby areas reduces.

Past research has found that we tend to assume social relationships are reciprocal. Most of the time, this assumption is accurate: someone you think of as a friend will usually consider you a friend too, for instance. But sometimes our social ties are more one-sided: for example, you might learn something about a stranger who doesn’t know you at all. Anuj K. Shah from the University of Chicago and Michael LaForest from Pennsylvania State University wondered whether, in this situation, our tendency to believe that social ties are symmetrical could lead us to mistakenly feel that a stranger does actually know us.

In a series of lab-based studies, this is exactly what the researchers found. In each experiment, online participants were ostensibly paired with another participant (in reality, this partner didn’t exist). Some participants were given information about their partner while others were not, before rating how well this stranger knew them.

In one set of studies, participants answered three multiple-choice questions about their lives; half then saw their partner’s responses to the same questions and half did not. All participants were then told that their partner was trying to guess their own answers. Participants who saw their partner’s responses believed that this stranger understood them better than those who did not.

In further experiments, participants wrote down four true statements and one lie about themselves. Some participants also saw statements supposedly written by a partner. Again, this group believed that the partner would be more likely to guess which of their own statements was a lie than those who didn’t read their partner’s statements. And in another study, the team found that people were more likely to give honest answers to a question if they had read information about their partner — and this effect seemed at least partly driven by the fact that these participants felt their partner knew them better.

These studies all suggested that when we know about strangers, we erroneously think they also know about us. But the really interesting finding came when the researchers stepped out of the lab, to conduct a field experiment in collaboration with the New York City Police Department and Housing Authority. The team developed leaflets containing fairly mundane information about local community police officers, such as their favourite food, hobbies, or reasons for joining the police force. They then sent out these leaflets to every apartment in a number of housing developments in disadvantaged areas. The officers themselves also dropped off cards to local residents containing similar information.

Two months later, the researchers surveyed residents at these housing developments as well as control areas that did not receive leaflets or outreach cards. Residents imagined they had committed a crime that they could be fined for, and were asked how likely it would be that local officers would find out about it. They also rated how well the officers in the area knew them.

The team found that residents of the developments that had received the intervention believed it more likely that local officers would find out about illegal activity than residents of the control areas (though there was no significant effect on residents’ perceptions of how well police officers knew them). Even more strikingly, the team found that immediately after the intervention, there were fewer criminal complaints and arrests in the areas around the developments that had received the intervention than around the control developments.

Giving people information about local police therefore seems to reduce their own sense of anonymity, and by doing so may even reduce crime rates. It’s worth noting that the reduction in crime was only seen in the first three months after the information was sent out, so this may not be a long-term solution. And, as the authors acknowledge, increasing trust in the police requires much broader reforms and changes at a societal level.

Still, the reduction in crime in this study was comparable to the reduction seen when police forces increase their presence in crime hotspots. This suggests that giving people more information about their local officers could be a straightforward method to achieve similar results, “without increasing the number of potentially fraught officer–citizen interactions”, the researchers conclude.

SOURCE:

Friday, 4 March 2022

Having a sense of meaning is less important for your happiness if you’re rich



By Emily Reynolds

Searching for meaning is something many of us experience throughout our lives: finding something to strive for that gives shape, direction, and purpose to the things we choose to do. For some, this meaning is religious; some political; some interpersonal. And having a sense of meaning can bring us happiness (or, if we lack meaning, unhappiness).

A new study to be published in Emotion looks at the relationship between meaning and happiness in the context of financial resources. Rhia Catapano from the University of Toronto and colleagues find that meaning is a far weaker predictor of happiness for rich people than poorer people — suggesting economic resources can impact how we experience meaning.

The team analysed data from over 500,000 people across 123 countries. The first study used data from a daily poll of US residents collected between 2013 and 2015. Wellbeing was tracked using measures of positive affect — whether, during the day before they were surveyed, participants had smiled or laughed a lot, experienced a lot of enjoyment, or experienced a lot of happiness.

Meaning was measured through a daily “purpose index”, which explored the extent to which participants felt that they like what they do every day and are motivated to achieve their goals. (Though this may be more accurately described as a measure of purpose than meaning, the team note that the terms are somewhat interchangeable in this part of the study). Finally, income levels were assessed.

The results showed that the correlation between meaning and happiness was strongest among those in lower income brackets. But as income levels increased, the correlation became weaker: in other words, having a sense of meaning or purpose was not as good a predictor of happiness among those with a higher income.

The second study looked at worldwide data. Happiness was measured using the same questions as in the first study, while meaning was measured using the single question: “Do you feel your life has an important purpose or meaning?”. Again, the strength of the relationship between meaning and happiness depended on participants’ income: meaning had a greater influence on happiness for those on lower incomes compared to those in higher brackets.

In the final study, French participants indicated the extent to which they felt they led a purposeful and meaningful life and how much they considered themselves a happy person. Finally, rather than using specific income brackets, they placed themselves on a “social ladder” representing where they stand in society with regard to wealth, education, and career. The results from this study replicated the first two.

So, overall, meaning and happiness had a stronger relationship in those with fewer resources than those with more. This might be the case because richer individuals have more access to other sources of happiness — many of which will be external, like lack of stress or community. Thus, a focus on an internal sense of satisfaction, purpose or meaning is less important. Future research could explore the relationship more fully, and look at how happiness impacts meaning as well as vice versa.

The team also notes the higher levels of depression and anxiety in people in lower income brackets and suggests that focusing on meaning may be one way of improving mental health. It’s crucial not to avoid the structural factors involved here, however: designing interventions that focus on meaning are not going to alleviate systemic injustices many people on low incomes face.

SOURCE: