Monday, 24 January 2022

Διεθνής Ημέρα Φιλίας: Tα οφέλη της φιλίας στην ψυχική υγεία και ανάπτυξη των παιδιών



Πολύτιμες και σημαντικές, οι παιδικές φιλίες είναι ανεκτίμητο δώρο
Κείμενο Αγγελική Λάλου


Όλοι θυμόμαστε τον πρώτο μας παιδικό φίλο. Αυτόν που το ενδεχόμενο να τον συναντήσουμε μας έκανε να ξυπνάμε με ενθουσιασμό. Παιχνίδια όλο περιπέτεια, διασκέδαση και γέλιο.


Ακόμα και τώρα, ως ενήλικες, οι φίλοι μας παραμένουν ένα εξαιρετικά σημαντικό κομμάτι της ζωής μας, από το να συζητάμε μαζί τους τα προβλήματά μας, να ζητάμε συμβουλές, να μοιραζόμαστε ανεξέλεγκτο γέλιο και καλές στιγμές, να ζούμε μαζί τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μας και τις περήφανες στιγμές, οι φίλοι μας βοηθούν και έχουν καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ποιοι είμαστε.

Για τα παιδιά, το να κάνουν φίλους είναι ένα ζωτικό μέρος της ανάπτυξης και ουσιαστικό μέρος της κοινωνικής και συναισθηματικής τους ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά όπως η κοινωνική ικανότητα, ο αλτρουισμός, η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση έχουν βρεθεί ότι έχουν συσχετιστεί θετικά με τη δεξιότητα του να ξέρουν να δημιουργούν φιλίες.

Μελέτες έχουν δείξει ότι οι φιλίες επιτρέπουν στα παιδιά να μάθουν περισσότερα για τον εαυτό τους και να αναπτύξουν τη δική τους ταυτότητα. Και, καθώς τα παιδιά ωριμάζουν, οι φίλοι μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του στρες και στην αντιμετώπιση δύσκολων αναπτυξιακών εμπειριών, ειδικά κατά τη διάρκεια των εφηβικών χρόνων.

Αλλά δεν είναι μόνο τα κοινωνικά και συναισθηματικά οφέλη. Οι φίλοι μπορούν να επηρεάσουν θετικά την υγεία των παιδιών. Μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που έπαιζαν συχνά με δραστήριους φίλους ήταν πολύ λιγότερο πιθανό να αναφέρουν εμπόδια για μη άσκηση, όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, αίσθημα αυτοσυνείδησης ή έλλειψη απόλαυσης.

Ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο για τα παιδιά να γνωρίζουν πώς να διαχειρίζονται τις φιλίες και το να μάθουν πώς να τις διατηρούν και πώς να κάνουν νέους φίλους περιλαμβάνει μια σειρά δεξιοτήτων που πρέπει να μάθουν και να αναπτύξουν τα μικρά παιδιά. Για ορισμένα παιδιά αυτές οι δεξιότητες έρχονται πολύ φυσικά, μετακινούνται εύκολα από και προς ομάδες φιλίας, μοιράζονται τις εμπειρίες τους και ανοίγονται σε νέους ανθρώπους.

Για άλλους, ο κόσμος των φίλων μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολος να τον περιηγηθούν και να τον κατακτήσουν.



Είναι ευεργετικό για τα παιδιά να διαχειρίζονται και να χτίζουν τις δικές τους σχέσεις, παρόλο που ως γονείς μπορεί να θέλουμε να αναλάβουμε την ευθύνη ή να παρέμβουμε. Υπάρχουν όμως τρόποι με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να περιηγηθούν σε φιλίες, να γίνουν πιο σίγουροι και που θα τα βοηθήσουν στην οικοδόμηση και ανάπτυξη των κοινωνικών τους δεξιοτήτων.



Βοηθήστε το παιδί σας να αναπτύξει θετικές κοινωνικές δεξιότητες από νεαρή ηλικία. Βοηθήστε τους να κατανοήσουν τη σημασία της ανταλλαγής, λαμβάνοντας υπόψη τα συναισθήματα κάποιου άλλου και ακούγοντας ο ένας τον άλλον. Αυτά μπορούν να υποστηριχθούν οργανώνοντας πολλές ευκαιρίες για το παιδί σας να γνωρίσει πολλά διαφορετικά άτομα.

Δείξτε στο παιδί σας πώς λειτουργούν οι φιλίες αφήνοντάς τους να δουν πώς συμπεριφέρεστε εσείς με τους φίλους σας

Βοηθήστε το παιδί σας να βρει άλλα παιδιά με παρόμοια ενδιαφέροντα, όπως μέσω κοινών δραστηριοτήτων, κολύμβησης, μαθήματος χορού, ποδοσφαιρικής ομάδας ή θεατρικής ομάδας – τα παιδιά επιλέγουν φίλους με βάση παρόμοια ή κοινά χόμπι.

Για μεγαλύτερα παιδιά που μπορεί να νιώθουν ντροπαλά ή ανήσυχα, τα κοινά ενδιαφέροντα τους προσφέρουν κάποια πατήματα για να ξεκινήσουν συνομιλίες με άλλους.

Βοηθήστε τα να βρουν νέους τομείς ενδιαφέροντος ή να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη τους σε καθημερινές καταστάσεις.

Οι παιδικές φιλίες είναι γεμάτες σκαμπανεβάσματα. Μερικές φορές μπορεί να βρεθείτε αντιμέτωποι με το παιδί σας να έχει δυσαρεστηθεί ή πληγωθεί από τον φίλο του. Οι διαφωνίες είναι ένα φυσικό κομμάτι των φιλιών, ωστόσο, μερικές φορές μπορεί να είναι δύσκολο για τα παιδιά και τους νέους να τα διαχειρίζονται και να τα κατανοούν. Μερικές φορές αυτές οι συγκρούσεις μπορεί να μας φαίνονται μικρές και ασήμαντες, αλλά μπορούν να τραυματίσουν την εμπιστοσύνη ενός παιδιού και να τα κάνει να κατηγορούν τον εαυτό τους.

Εάν το παιδί σας έχει στεναχωρηθεί ή μαλώσει με έναν φίλο αφιερώστε λίγο χρόνο για να συνομιλήσετε μαζί του σχετικά με το πώς αισθάνεται και πώς μπορεί να αισθάνεται ο φίλος του. Μοιραστείτε μερικές συμβουλές και βοηθήστε το να καταλάβει ότι υπάρχουν πάντα σκαμπανεβάσματα στις φιλίες.


ΠΗΓΗ:

Sunday, 23 January 2022

Normal sexual changes with age


Our bodies change as we get older. Naturally, then, we may experience changes in our sexual lives: our thoughts, desires, and needs. When we know about the sexual changes that can come with older age, it can help us to understand our bodies and decide if we want to seek professional help. But we need to bear in mind that what is normal for one person may not be normal for another. There can be huge differences in people’s levels of sexual activity, and in what they find sexually desirable. Some people have no interest in sex but enjoy acts of intimacy, whereas others prefer no physical contact at all.



Common changes in women



Women can experience physical sexual changes with age. Due to hormonal changes that come with the menopause, it can take longer for the vagina to lubricate, and vaginal tissues can become thinner. This can make penetrative sexual activity painful (dyspareunia) and in turn affect sexual desire. Orgasms can also change, and become less intense or take longer to reach.

During the menopause transition, women may experience symptoms that have an impact on their sex lives. The daily difficulties associated with menopause, such as hot flashes, brain fog, and tiredness, can be stressful. The disrupted sleep from night sweats can be exhausting. All of these can affect mood which in turn affects interest in sex. It is not unusual for women to lose sexual desire at this time, but the reason may be a combination of emotional and physical factors. For example, women might have caring duties which can be tiring, particularly if they are still in work.

Some physical changes are less common but can still affect women’s sex lives. For example, vaginal prolapse as a result of decreased muscle tone, again related to changing hormone levels. And some women find that their orgasms have become painful, which can be due to spasm of the uterus.


Common changes in men



It is not uncommon for men to notice changes in their erections as they get older. Some men find that their erections are less firm, and that they take longer to achieve. Some men find that they cannot get an erection, while others cannot maintain an erection for very long.

Changes to orgasm and ejaculation can also occur. In particular, there can be reduced semen at ejaculation, and the chances of experiencing non-ejaculatory orgasm (dry orgasm) increases with age. The ejaculation itself may feel less forceful, and the urgency to orgasm can reduce. The recovery period after orgasm extends which means there is a longer period between orgasms.

Men may experience physical changes that are less common including prostate disease. Some men undergo prostatectomy which can affect their ability to get an erection.



Emotional issues



Emotional issues are important to our sexuality. Factors such as stress or relationship difficulties can influence our sex lives at any age: our desire, arousal, and satisfaction with sex. Also, relationships can change over time, along with our priorities, and adults may find that they place less importance on sex as they get older.

Depression and anxiety can affect our sex lives in different ways. They can make us lose interest in sex, and can cause erection problems. Sexual changes themselves can impact psychological well-being, and some women describe feeling less of a woman because they do not desire sex, and some men feel de-masculinised when they cannot get an erection.

As adults we can feel differently about our bodies as we get older, especially if we have a visible difference caused by illness or disability. A changed appearance, including the general changes to physical appearance that come with older age (baldness, grey hair, weight gain) can affect self-esteem which in turn can affect interest in sex.


Health conditions and disability



Many health conditions can have an impact on our sex lives, including those we are most likely to encounter as we get older (e.g. dementia, stroke, heart disease). Health conditions can affect our sexuality in physical and emotional ways. For example, we may experience a disability that limits the sexual positions we can hold, and feel fatigue due to illness which then affects sexual desire.

Many prescribed medicines, including those for long-term conditions and common cancer treatments, can have sexual side-effects in women and men. For example, they can cause erection problems, ejaculation difficulties and vaginal dryness. They can also prevent arousal orgasm and reduce sexual desire.


Sexually transmitted infections



We can get a sexually transmitted infection (STI) at any age. It is important to protect yourself during sex, especially if you do not know your partner’s sexual history. Condoms create a barrier to STIs and should be used during oral, anal, and vaginal penetrative sex. Common STIs include HIV, chlamydia, syphilis, and gonorrhoea.


Dr Sharron Hinchliff

Reader in Psychology and Health
The University of Sheffield



Sharron leads a programme of research which explores ageing, sexual health, sexual well-being, intimate relationships, and psychological factors of health. Established in 2001, the aim is to better understand these issues so that we can improve patient quality of life and inform healthcare practice.

Sharron’s work sits within a framework of sexual rights. She is the founder of #SexRightsAge: a national campaign to recognise the sexual rights of older adults.

Age, Sex and You is the first website in the UK dedicated solely to adults aged 50 and older.

Have you found this website useful? If so let us know. We also want to hear from you if you have suggestions for topics to add to this site.

Tel: +44 (0) 114 222 2045

Email: s.hinchliff@sheffield.ac.uk


SOURCE:





Ερευνητές του Χάρβαρντ – Μεγάλη ανατροπή για τα έξυπνα παιδιά







Τι δείχνει νέα έρευνα του Ιατρικού Κέντρου της Βοστώνης και μελετητών του Χάρβαρντ. Η νοοτροπία των γονέων και οι νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις βοηθούν στο «στήσιμο» μιας ώριμης και σωστά ανεπτυγμένης προσωπικότητας.

Το άγχος που μπορεί να έχει μια μητέρα την πρώτη περίοδο της ζωής του παιδιού της, είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου του. Αυτό το έχουν καταγράψει οι επιστήμονες και το διαβάζουμε συχνά. Εκείνο που δεν είναι γνωστό, είναι ότι υπάρχει μια «ασπίδα προστασίας» από τις αρνητικές επιπτώσεις του άγχους: η πίστη ότι οι δεξιότητες των παιδιών μας μπορούν να αλλάξουν.

Τι σημαίνει αυτό; Ερευνητές του Χάρβαρντ και του Ιατρικού Κέντρου της Βοστώνης, ανακάλυψαν ότι το «κλειδί» για την υποστήριξη της ανάπτυξης του εγκεφάλου ενός παιδιού, είναι η πεποίθηση μιας μητέρας ότι οι ικανότητες του, μπορούν να επεκταθούν με την πάροδο του χρόνου, μέσω προσπάθειας και στρατηγικής.

Αντίθετα προς αυτό, η σταθερή νοοτροπία της μητέρας και η πεποίθηση ότι οι ικανότητες είναι έμφυτες και παραμένουν ίδιες με την πάροδο του χρόνου, ανεξάρτητα από την επένδυση σ αυτές, είναι ακριβώς εκείνες που δεν προστατεύουν τελικά από τις αρνητικές επιπτώσεις του άγχους τους, τον εγκέφαλο του παιδιού τους.

Έτσι, η νέα μελέτη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο «τύπος» της νοοτροπίας που μπορεί να έχει μια μητέρα θα μπορούσε να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται το παιδί της. Για παράδειγμα, αναφέρουν οι επιστήμονες, εάν ένα παιδί δεν τα πήγε καλά σε μια εξέταση στα μαθηματικά, μια μητέρα που επενδύει στο χρόνο και την υποστήριξη θα απαντούσε: Δούλεψες πολύ σκληρά σε αυτήν την εξέταση. Ας δούμε μαζί τα αποτελέσματα για να μάθουμε από τις ερωτήσεις που δεν κατάλαβες ακόμα. Αντίθετα μια μητέρα με σταθερή και εμπεδωμένη νοοτροπία θα απαντούσε: Δεν πειράζει, απλά δεν είσαι μαθηματικός! Ούτε κι εγώ είμαι άνθρωπος των μαθηματικών!

Μεγάλη ανατροπή

Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Εφόσον αφήσουμε στην «άκρη» την βιολογία και τα γενετικά «αποτυπώματα», η έρευνα που ολοκληρώθηκε πρόσφατα από το Ιατρικό Κέντρο της Βοστώνης και καθηγητές του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ανατρέπει όσα ξέραμε ως σήμερα. Τα αποτελέσματα της δείχνουν ότι η ενθάρρυνση των γονέων να υιοθετήσουν την αποκαλούμενη «νοοτροπία ανάπτυξης» οδηγεί σε καλύτερα εκπαιδευτικά αποτελέσματα για τα παιδιά τους. Βέβαια, η εκπαιδευτική αυτή «πολιτική» μπορεί να ξεκινήσει πολύ νωρίς.

Η μελέτη κυκλοφόρησε πρόσφατα από την αναπληρώτρια καθηγήτρια, παιδίατρο στο Ιατρικό Κέντρο Βοστώνης Mei Elansary, καθώς και πέντε ακόμη μελετητές μεταξύ των οποίων, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Χάρβαρντ Dana McCoy, ο καθηγητής εκπαιδευτικής πολιτικής, παιδιατρικής με ερευνητικό τομέα την νευροεπιστήμη Charles Nelson και η διδακτορική φοιτήτρια Wendy Wei. Τα αποτελέσματα της στηρίχθηκαν σε προηγούμενα ερευνητικά αποτελέσματα, μεταξύ των οποίων και της καθηγήτριας σε θέματα Early Learning του Χάρβαρντ Meredith Rowel που διερευνά από την πλευρά της ψυχολογίας τον ρόλο των γονέων και των οικογενειών στην γλωσσική ανάπτυξη και την ευφυΐα των παιδιών στα πρώτα στάδια της ζωής τους.

Όπως εξηγεί η ίδια η ερευνήτρια του Ιατρικού Κέντρου Βοστώνης, η νοοτροπία για την οποία κάνει λόγο στην μελέτη, είναι το να ανατραπεί η νοοτροπία και η πεποίθηση ότι οι ικανότητες των παιδιών μας δεν αλλάζουν και να εγκαθιδρυθεί στη σκέψη της μητέρας ότι μπορεί να αναπτύξει τις ικανότητες της μέσα από προσωπική δουλειά και προσπάθεια ώστε να βοηθήσει τα παιδιά της να μάθουν νέα πράγματα και να επεκτείνουν τις ικανότητες τους.

Η έρευνα που έγινε συμπεριέλαβε 33 μητέρες και τα παιδιά τους, που ήταν 12 μηνών και αποτελούσαν μέρος μιας διαχρονικής μελέτης σχετικά με τον ρόλο του στρες και την ανάπτυξη του παιδιού. Επικεφαλής της μελέτης ήταν ο κ. Nelson. Οι μητέρες, που ήταν δημόσια ασφαλισμένες, συμμετείχαν στην έρευνα μέσω της κλινικής πρωτοβάθμιας φροντίδας στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης.

Οι ερευνητές της μελέτης ρώτησαν τις μητέρες για τη νοοτροπία και τα επίπεδα άγχους τους. Η εγκεφαλική δραστηριότητα των παιδιών παρατηρήθηκε μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφίας. Προηγούμενη έρευνα είχε δείξει τον αρνητικό αντίκτυπο του μητρικού στρες όχι μόνο στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ μητέρας και βρέφους, αλλά και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου στην παιδική ηλικία.

Τα νέα αποτελέσματα έδειξαν χαμηλότερη εγκεφαλική δραστηριότητα στα βρέφη των γυναικών μητέρων που ένιωθαν άγχος. Αντίθετα, τα βρέφη των μητέρων που είχαν προσπαθήσει να αλλάξουν την νοοτροπία τους στην ανάπτυξη των παιδιών τους, σίγουρες ότι μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της ευφυΐας και των πρώτων δεξιοτήτων τους, δεν παρουσίασαν αρνητικό αντίκτυπο.

Εδώ, ακόμη και στις περιπτώσεις του υψηλού άγχους, η διαφορετική νοοτροπία στην αντιμετώπιση του παιδιού και η προσπάθεια της μητέρας να βοηθήσει στην ανάπτυξη του, κρίθηκε ότι μπορεί να το προφυλάξει από τις αρνητικές επιπτώσεις του.
Ανάπτυξη εγκεφάλου

Αν και η μελέτη είναι μικρή, είναι η πρώτη που εξετάζει τη νοοτροπία της μητέρας στην ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Αυτό που είναι συναρπαστικό σε αυτή τη μελέτη είναι ότι δείχνει ότι οι νοοτροπίες σχετίζονται με τα αποτελέσματα ήδη από τη βρεφική ηλικία, δήλωσε σχετικά για τα παραπάνω η κυρία McCoy. Υποδηλώνει κάποιες αρχικές ενδείξεις ότι υπάρχουν πραγματικά ερείσματα για το πώς οι νοοτροπίες ενσωματώνονται στα παιδιά ή πώς οι μητρικές νοοτροπίες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στα παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία.

Όμως, ενώ η μελέτη δείχνει ότι οι νοοτροπίες ανάπτυξης μπορούν να αποτρέψουν τις αρνητικές συνέπειες του μητρικού στρες, δεν αποτελούν πανάκεια για τα συστημικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι νέοι γονείς.

Πρέπει να υποστηρίξουμε παρεμβάσεις που υποστηρίζουν νοοτροπίες ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν τεράστιοι ‘συστημικοί’ στρεσογόνοι παράγοντες και φραγμοί που τίθενται στους νέους γονείς, ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής των παιδιών, είπε η McCoy. Χρειαζόμαστε καλύτερες πολιτικές γονικής άδειας, καλύτερα συστήματα δημόσιας υποστήριξης για έγκαιρη φροντίδα και εκπαίδευση και περισσότερη υποστήριξη για την πρόσβαση στην υγεία και τη διατροφή για γονείς και μητέρες για να μειώσουμε τα συνολικά επίπεδα άγχους κατέληξε.

Μπορεί λοιπόν να μην είμαστε σε θέση να αλλάξουμε το επίπεδο άγχους κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου ζωής του παιδιού μας. Αλλά μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την ανάπτυξη του…

Το σύνολό της μελέτης βρίσκεται στον παρακάτω σύνδεσμο:
https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/34456304/

Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το 
https://www.psychologynow.gr/nea-psyxologias/epikairotita/11656-erevnites-tou-xarvarnt-megali-anatropi-gia-ta-eksypna-paidia.html?fbclid=IwAR2L3h1wtWNKIyYR9i0K8FrRZWDvx41xP4UsqmxB7VJs_cP0dWk4QaDvdXQ(accessed 23.1.22)

Τι θα πάθει το σώμα σου αν κόψεις το σεξ




Οι συνέπειες της αποχής είναι πιο σοβαρές απ' ότι νομίζεις.


Δεν είναι λίγοι οι ενήλικες άντρες και γυναίκες που σε κάποια φάση της ζωής τους σταματάνε να κάνουν έρωτα. Και για ορισμένους αυτό αποτελεί ένα σύντομο «διάλειμμα» στη σεξουαλική τους ζωή ενώ για άλλους παγιώνεται ως μια νέα κανονικότητα.

Τι μπορεί να συμβεί όμως στο σώμα σου όταν σταματήσεις να κάνεις σεξ; Ο δρ Mark Lawton από τη Βρετανική Ένωση Σεξουαλικής Υγείας σου δίνει κάποιες πιθανές απαντήσεις.

> Πώς είναι να έχεις σχέση και να μην θες να κάνεις ποτέ σεξ
Μπορεί να νιώθεις πιο έντονο στρες και κατάθλιψη

Το σεξ δεν είναι κάτι που σε κάνει να νιώθεις καλά εκείνη τη στιγμή μόνο – μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση για όλη τη μέρα και να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις πιο αποτελεσματικά κάθε δυσκολία και αναποδιά. Αυτό οφείλεται στην έκκριση των ενδορφινών κατά τη διάρκεια και μετά τη σεξουαλική επαφή. Οπότε, όταν σταματήσεις να κάνεις σεξ δεν θα επωφελείσαι πια από τις «ενέσεις» ενδορφινών. Μερικές μικρής έκτασης μελέτες έχουν βρει πως άνθρωποι που έχουν τακτικές ερωτικές επαφές είχαν καλύτερη ανταπόκριση στο στρες από εκείνους που αυνανίζονταν ή έκαναν σεξ χωρίς διείσδυση. «Η αλληλεπίδραση πέους-κόλπου, και όχι αποκλειστικά άλλες σεξουαλικές αλληλεπιδράσεις, σχετίζονται με καλύτερη ψυχολογική και φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού» σχολιάζει ο δρ Stuart Brody από το Πανεπιστήμιο του Paisley.
Είναι πιθανό να αρρωσταίνεις συχνότερα

Μελέτη από το Πανεπιστήμιο Wilkes-Barre έχει βρει πως οι άνθρωποι που κάνουν τακτικά έρωτα έχουν επίσης υψηλότερα επίπεδα IgA (εκκριτική ανοσοσφαιρίνη Α), ενός αντισώματος που βοηθά την άμυνα του οργανισμού σας απέναντι στους παθογόνους ιούς.
Κινδυνεύεις περισσότερο από καρκίνο του προστάτη

Η συχνή εκσπερμάτωση προστατεύει τους άντρες από την εμφάνιση καρκίνου του προστάτη. Σχετική έρευνα που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης αναφέρει πως ο κίνδυνος να παρουσιάσουν καρκίνο του προστάτη ήταν περίπου 20% χαμηλότερος για τους άνδρες που εκσπερμάτιζαν τουλάχιστον 21 φορές το μήνα, σε σχέση με τους άνδρες που περιορίζονταν σε 4 έως 7 φορές στο ίδιο χρονικό διάστημα. Οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει ακόμη στο πώς λειτουργεί αυτή η σύνδεση, θεωρούν όμως ότι πιθανώς ο προστάτης να συσσωρεύει καρκινογόνες ουσίες οι οποίες αποβάλλονται με την εκσπερμάτωση.

> Ο ερωτικός κόσμος που δεν ήξερες ότι υπάρχει
Θα μειωθεί η ερωτική σου επιθυμία

Όταν σταματήσετε να κάνετε σεξ σταδιακά θα μειωθεί η ερωτική σας επιθυμία (libido) οπότε θα σταματήσει και να σας λείπει η ερωτική επαφή. Οι άντρες που σταματάνε να κάνουν έρωτα έχουν χαμηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης στον οργανισμό τους. Και η ορμονική αυτή αντίδραση πυροδοτεί έναν αρνητικό φαύλο κύκλο. "Όταν δεν κάνει κάποιος σεξ μειώνεται το επίπεδο της τεστοστερόνης στο σώμα, κάτι που μειώνει με τη σειρά του τη libido και αντίστοιχα την ερωτική επιθυμία” εξηγεί ο δρ Lawton.

Πηγή:

Friday, 21 January 2022

Children’s books still feature more male than female protagonists



By Emily Reynolds

There are many fields in which women are underrepresented: in certain areas of education and academia, in politics, and in senior leadership roles. Efforts have been made across sectors to improve this representation, as we’ve particularly covered in the case of STEM.

Unequal representation may start before the workplace or university, however — even before school. Exploring children’s literature, a new study in PLOS One from researchers at Princeton and Emory universities finds an overrepresentation of male protagonists in children’s books, potentially reinforcing damaging societal expectations for those of all genders.

To analyse gender representation in this context, the team gathered data on 3,280 children’s books published between 1960 and 2020: these books included award winners, bestsellers, recommendations given to parents and teachers, and those featured in publishing catalogues. Books were aimed at children aged 0-16, and only those featuring a single identifiable protagonists were included in the set.

The books that were included were then coded for the gender of the protagonist, the year of publication, the gender of the author, the age of the target audience, the type of character (human or a non-human being like an animal, alien, toy, or vehicle) and the genre of the book (fiction or non-fiction).

The team found that in the 1960s, almost three-quarters of books had male protagonists. This proportion decreased between 1960 and 2020, including over the last two decades — a continuing journey towards equity that spells good news for those seeking more representative gender representation in books. But the team’s analysis showed that even today, there is still underrepresentation of women and girls in children’s books.

This representation was also not uniform. Male authors were much less likely than female authors to feature women or girls as their protagonists; in fact, men were three times more likely to write a male protagonist than a female one. Non-fiction books and books that featured non-human characters were also less likely to feature female protagonists. Books aimed at younger rather than older children also less frequently featured a main character who was a woman or girl: books aimed at infants, for instance, featured male protagonists twice as often as female protagonists.

What the team did not look at, however, were the behaviours associated with the characters they surveyed. Were boy characters less emotional than girls, more interested in science, or more active? Even if the gender of characters is, frequency-wise, equal, what stereotypes or characteristics are being promoted in the content of the books? Similarly, a review could also take place looking at other elements of identity and experience: how non-binary genders, race, class, sexuality and disability are represented in children’s books and with what characteristics.

This is not just a case of representation for its own sake. Research has suggested that non-stereotypical protagonists can make a dent in gender stereotypes in children and even make less gender-stereotypical behaviours seem more acceptable. More diverse books could potentially, therefore, help children of all genders debunk harmful stereotypes and feel more confident in themselves before they even get to school.

SOURCE:

Προβλήματα Επικοινωνίας στο ζευγάρι




10 λόγοι που καταστρέφουν την επικοινωνία μας:
Χρεωστικός μονόλογος: «σε κατηγορώ για όλα…»
Επιβολή, ισχυρογνωμοσύνη, ακαμψία: «τα ξέρω όλα…»
Αίσθημα υποτίμησης – αδικίας: «πάντα φταίω εγώ για όλα…»
Άρνηση και αντίδραση: «λέω σε όλα όχι γιατί τα λες λάθος…»
Δυσφορία συνύπαρξης: «με θυμώνει και που σε βλέπω…»
Φόβος, αμυντική επιθετικότητα, αποφυγή: «αποφεύγω την αντιπαράθεση μαζί σου…»
Θυμός και συγκρουσιακή διάθεση: «δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε…»
Παιχνίδι «σωστού» - «λάθους»
«Φταις εσύ που δεν μ’ ακούς…»
Απειλητικοί χειρισμοί οικονομικού χαρακτήρα

10 λόγοι που καταστρέφουν τη σεξουαλική μας ζωή:

Ο θυμός της κακής επικοινωνίας επιφέρει στη σεξουαλική μας ζωή:
Χαμηλή αυτοεκτίμηση της σεξουαλικότητας
Έλλειψη σεξουαλικής διάθεσης του ενός ή και των δύο συντρόφων
Αποστασιοποίηση της σεξουαλικής επιθυμίας
Αραίωση των σεξουαλικών επαφών
Αποφυγή της σεξουαλικής επαφής
Σεξουαλική ψυχρότητα ή αποστροφή
Χρέωση και ενοχή μπροστά στο σεξουαλικό πρόβλημα
Απομάκρυνση των συντρόφων από το κρεβάτι τους
«Διαφυγή» της σεξουαλικής ζωής σε άλλες σχέσεις
Αυνανισμός και «καταφύγιο» στο Διαδίκτυο

Η αρνητική επίδραση στο γονεικό μας ρόλο:
Προβλήματα διαχείρισης της καθημερινότητας και του παιδιού
Συγκρούσεις μεταξύ των γονέων αναφορικά με τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού
Εμπλοκή άλλων προσώπων στην οικογένεια (πχ. γονείς του ζευγαριού, άλλοι συγγενείς)
Παιχνίδι καλού και κακού γονιού μπροστά στο παιδί
Ακύρωση του άλλου γονιού μέσα από την «συμμαχία» με το παιδί

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 19 January 2022

Coffee can’t fix all the cognitive impairments caused by a bad night’s sleep




By Emma Young

Many of us “treat” a bad night’s sleep with a couple of cups of coffee the next morning. But just how much does caffeine really help? Research shows that it makes a big difference to tasks that require “vigilant attention”, or continuous monitoring. One theory even holds that the cognitive deficits caused by sleep deprivation are underpinned by impairments in attention, and this implies that caffeine could be a general cure for sleep-deprivation ills. However, a new study in the Journal of Experimental Psychology: Learning, Memory and Cognition suggests that this is not the case. Caffeine indeed restored vigilant attention to regular levels in sleep-deprived participants. But it had barely any impact on another type of performance that is important for all kinds of jobs.

Michelle E. Stepan at the University of Pittsburgh and colleagues studied 276 students with normal sleep habits. They came into the lab in the evening to complete two tasks. The first was a simple computer-based visual vigilance task — a red circle appeared on the screen at random intervals and every time they saw it, they had to click a mouse. If they took longer than 500ms to respond to a circle, this was counted as a lapse in attention.

The second task measured what’s called “place-keeping”. In this study, the participants had to keep track of where they were in a seven-step screen-based task. The participants were initially trained in how to complete the steps correctly, in the right order, and then expected to remember this information. Every so often, they were interrupted part-way through a sequence and asked to complete another brief task. They then went back to the original task. To resume correctly, and complete the steps in the right order, they had to remember where they’d broken off. The researchers counted the number of mistakes that they made.

After this, some participants were sent home to sleep as normal while the others were kept awake overnight in the lab. The next morning, the sleepers came back in, and all were given a capsule that contained either 200mg of caffeine or a placebo. Then they completed a second round of visual vigilance and place-keeping tests.

The differences in the results were clear. Sleep deprivation (without caffeine) impaired performance on both tasks, as expected. With caffeine, though, sleep-deprived people did just as well on the visual vigilance task as those who’d had a good night’s sleep (without morning caffeine). Caffeine clearly worked very well to fix this particular deficit. (Though those who’d slept and consumed caffeine did best of all.)

However, this wasn’t the case for the place-keeping task. A few did get some benefit from caffeine — the people who were worst at the task. But most of the sleep-deprived participants did not. For the majority, caffeine did not affect the cognitive processes needed for place-keeping.

The work implies that the theory that all of the cognitive deficits associated with sleep deprivation can be explained by impaired attention is wrong. And the team now calls for more work to get at exactly how a lack of sleep interferes with various types of cognitive processes.

But there’s an important practical message, too. Remembering where you are in a sequence of key steps, so that you can complete a procedure properly, is important in jobs everywhere from factories to hospitals. While caffeine does indeed help with simple attention, it could be a potentially dangerous mistake to think that it can fix sleep-deprivation deficits in performing this type of task, too.


SOURCE:


Saturday, 15 January 2022

Σεξουαλική παρενόχληση





Ως σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται οποιαδήποτε ανεπιθύμητη λεκτική, μη λεκτική ή σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα που αποσκοπεί ή έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου ειδικά με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Επιπλέον, το θύμα μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα.

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που το τελευταίο διάστημα έχει πάρει μεγάλες προεκτάσεις και έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την επιβολή εξουσίας από τον «ισχυρό» προς τον «αδύναμο». Γι’ αυτό και η σεξουαλική παρενόχληση παρατηρείται συχνά στον εργασιακό χώρο. Αυτός που παρενοχλεί είναι συνήθως επόπτης του θύματος, επόπτης σε άλλη διεύθυνση, συνάδελφος ή κάποιος που δεν είναι απαραίτητα από τον ίδιο εργασιακό χώρο αλλά πρόκειται για πελάτη.



Χαρακτηριστικά θύτη




Δεν μπορούν να αποδεχτούν το όχι ως απάντηση
Τριγυρνούν συνεχώς γύρω από το θύμα με πολλά υπονοούμενα
Παραβιάζουν τον προσωπικό χώρο του θύματος
Αποκαλούν το θύμα με τρόπους αναξιοπρεπείς και προσβλητικού



Πρακτικές συνέπειες για το θύμα




Το άτομο γίνεται αντικείμενο σχολιασμού ή επίκρισης
Η επίδοσή του στην εργασία μειώνεται εξαιτίας της βίωσης έντονου στρες
Δημιουργούνται προβλήματα στην προσωπική και σεξουαλική του ζωή που ενδεχομένως οδηγήσουν μέχρι και το διαζύγιο
Η απόλυση ή η παραίτηση οδηγεί σε οικονομικά προβλήματα αλλά και σε «πάγωμα» της καριέρας
Αποδυνάμωση του υποστηρικτικού και προστατευτικού δικτύου ανθρώπων είτε γιατί η δημοσιοποίηση της παρενόχλησης θίγει συμφέρονται είτε γιατί το άτομο από μόνο του απομακρύνεται οικειοθελώς



Ψυχολογικές συνέπειες για το θύμα




Αδυναμία διαχείρισης της προβληματικής κατάστασης
Έλλειψη αυτοπεποίθησης
Αυτοκατηγορία και ενοχικά συναισθήματα
Μελαγχολία και απογοήτευση
Απώλεια εμπιστοσύνης για περιβάλλοντα και άτομα που προσομοιάζουν στο χώρο που έγινε η παρενόχληση και στον θύτη, αντίστοιχα
Απομόνωση και άγχος
Ψυχολογικό στρες και ψυχική εξασθένηση



Αντιμετώπιση




Το θύμα είναι σημαντικό να ζητήσει από το θύτη να σταματήσει να το παρενοχλεί
Να μιλήσει σε φίλο ή κάποιο έμπιστο άτομο ως δίκτυο υποστήριξης
Να μιλήσει με ειδικό ψυχικής υγείας αν υποφέρει από συμπτώματα άγχους, ανησυχίας και μελαγχολίας, ως αποτέλεσμα της σεξουαλικής παρενόχλησης


ΠΗΓΗ:

Our mental self-portraits contain clues about our personalities



By Emma Young

If I ask you to picture your face and body in your mind, what do you see? And how do your beliefs and attitudes about your self — including your personality and your self-esteem — influence these mental self-images? Completely fascinating answers to these questions have now been reported in a new paper in Psychological Science. The findings are important not just for understanding how we all see ourselves, but could also be useful for studies into body image disorders.

Artistic self-portraits have long been recognised as reflecting aspects of the artist’s identity and emotions, as well as their physical self. But they’re often drawn from photographs or reflections in a mirror. How any of us really see ourselves in our mind’s eye has been very difficult to explore experimentally. To do this, Lara Maister at Bangor University and colleagues used a technique that required 77 student participants to look at 500 pairs of faces in turn and each time indicate which they felt most looked like their own. All the chosen faces were then averaged to produce a final self-portrait. The students also completed a Big Five personality test and a self-esteem scale, and had a passport-style photo taken, for comparison.

The researchers used a face-recognition algorithm to analyse the self-portrait and the passport photo for each participant. This produced a measure of how different the two were. The team certainly found similarities (confirmed by human raters) — an individual’s self-portrait did resemble his or her photo more than other participants’ photos. However, other factors beyond physical appearance also seemed to be influencing people’s self-portraits.

To see whether one of these factors could be personality characteristics, the team had an independent group of participants act as personality raters. They were shown the pairs of self-portraits and passport-style photos and asked how strongly they perceived each of the Big Five personality traits in both. The results showed that these raters’ judgements were not random. Both self-portraits and photos clearly contained visual information that allowed the raters to make personality ratings that tallied to some extent with the participants’ self-reported personalities. (The paper doesn’t mention exactly what facial information allowed raters to make these judgements, but earlier research has found that genes and also pre- and post-natal hormone exposure can influence both face shape and personality, and extraversion has been linked to facial symmetry, for example.)

The team then ran further analyses on the self-portraits and the personality ratings. And they found that the higher the original participants’ self-ratings on a particular trait, such as extraversion, the more facial features associated with that trait were present in their self-portrait, above the level present in their photo. So for a self-reported extravert, say, their mental image of their own face had exaggerated extraversion-related facial features. This certainly suggests that our perceptions of our personalities influence our mental images of our own faces. And this is interesting for all sorts of reasons, not least this: if explicitly asked, most people surely wouldn’t be able to link particular facial features to personality traits, but we seem to have an implicit understanding of these links.

Maister and her colleagues then switched from faces to bodies. This time, 39 young female students picked from a series of pairs of body silhouettes, rather than faces, producing a body shape self-portrait. They also completed a questionnaire on body self-esteem and they were weighed and measured.

The researchers homed in one just one physical measurement: hip width. They found that, unlike in the first study, there was only a “negligible” relationship between the perceived and actual measure. But they did find that those who had low body self-esteem were more likely to perceive their hip width as being bigger than it actually was. Also, the lower a participant’s body-self-esteem, the slimmer they reported a “typical” female body to be.

This work shows that our perceptions of who we are, in terms of our personality and how we feel about ourselves, affect our mental visual images of ourselves. In fact, the team writes, the work points to a “close, interactive relationship between physical and psychological representations of the self”.

Body-images were less aligned with reality than were face self-portraits, and more influenced by how happy the individual was with their own body. We don’t see our unclothed bodies as often as we see our faces, and this could be a factor here.

The team suggests that their approach could be used with people with clinical disorders of body image, such as anorexia or body dysmorphia. “Our approach could be used as a unique, direct method of assessing distortions in visual memory in these patients, allowing us to reveal whether they stem from higher level self-beliefs and attitudes or even a disorder in the link between these attitudes and the physical self-representation,” they write. It could also be used to explore how well treatments are working.

In fact, it could be used in all kinds of research — such as whether people who routinely take selfies have mental face images that are more aligned with reality, or whether any potential impacts on self-esteem might warp their images instead.

SOURCE:

Monday, 10 January 2022

To Beat Procrastination, Avoid Deadlines —Unless They’re Short



By Emily Reynolds

Procrastination can get to the best of us. Whether we’re avoiding going to bed, failing to study, or trying to avoid a hated task at work, sometimes it just feels easier to put something off than get it out of the way. For those waiting for chronic procrastinators to deliver, the dilemma is how best to encourage them to do so on time.

A new study, published in Economic Inquiry, provides some suggestions. While shorter deadlines were, perhaps unsurprisingly, more likely to see results than longer deadlines, the most responses were delivered when there was no deadline at all.

Participants were randomly selected New Zealanders who were told they had been invited to take part in a 5-minute-long survey, after the completion of which $10 would be donated to charity. Participants were placed into one of three conditions: in the first, they were given ten days to complete the survey; in the second one month; and in the third, there was no deadline at all.

Short deadlines were preferable to longer ones: 6.6% of those in the one week condition completed the survey compared with 5.5% in in the one month condition. This probably doesn’t come as a surprise to any chronic procrastinators — an impending deadline is often a key driver in work finally getting done.

What might be more surprising, however, is that those with no deadline at all were more likely than those in either condition to respond, with 8.3% returning the survey. So of all the options, having no deadline was the most fruitful in terms of getting results.

In terms of when participants responded, the second day of the experiment was the most productive for all three conditions. In the no deadline condition, there was a spike during the first few days and a long tail of responses, with most replying within one month. Respondents in the one month condition also responded in flurries at the beginning and end of the allotted period, though there were fewer very prompt responses than in the other conditions. The team suggests that specifying a longer rather than shorter deadline or no deadline at all gives an impression that a task is not urgent; this then gives permission to forget about it rather than pushing it up the priority list.

Why would this not hold for the no deadline condition, which also comes without a sense of immediate urgency? The team’s explanation is that charitable donations come with an implicit sense of urgency — we are used to being asked to “act now”. This, they say, could be why the no deadline condition is similar to the one week condition in terms of promptness and response rate.

There are obvious practical ramifications to the results. If charities are looking for donations or organisations are looking for participants in surveys, knowing how to frame the deadline could increase responses. If both short deadlines and no deadlines successfully encourage donations, avoiding that middle ground may be key.

SOURCE:

Friday, 7 January 2022

Fear Of Spiders May Have Its Evolutionary Roots In Aversion To Scorpions


By Emma Young

“But they won’t hurt you! They eat bugs. They’re our friends!” I’ve tried telling my now-12-year-old all these things many times over the years, but his fear of spiders persists. It’s hardly a rare fear; an estimated 6% of the general population suffer from full-blown arachnophobia. The leading explanation is that our ancestors evolved to fear spiders, and this has been passed on to us. But there are a few problems with this, point out the authors of a new paper in Scientific Reports.

Firstly: only 0.5% of spider species are potentially dangerous to humans. Secondly: these species are mostly found not in Africa, where modern humans evolved, but rather Australia and South America, the two continents that have been most recently colonised by people. Given this, the idea of an evolved, generalised fear of spiders doesn’t seem that compelling. Daniel Frynta at Charles University, Prague, and colleagues had another idea: perhaps we evolved to fear not “essentially harmless” spiders but a dangerous close relative with a similar body body plan: scorpions — and our brains over-generalise, reacting to spiders in the same way. To investigate this, they ran a study that would have left my 12-year-old with nightmares for months…

The team collected together live specimens of 62 arthropod species: 15 spiders, 10 scorpions, 5 other arachnids (such as whip “spiders”), 10 cockroaches, 10 other “hemimetabolous insects” (a group that includes earwigs, stick insects and locusts), 6 myriapods (centipedes, millipedes and their relatives), 4 beetles and 2 crabs. Each of these animals was placed in a transparent box. These boxes were then lined up for inspection by 329 participants, who used 7-point scales to rate each on scales for fear, disgust and also beauty.

Let’s get beauty out of the way first: species that got high disgust ratings tended to get low beauty ratings, but there was no link between beauty and fear ratings. In other words, we can find an arthropod both scary and beautiful.

For fear, the team noted that the taxa fell into distinct groups. The “chelicerates” (the spiders, scorpions and other arachnids) got relatively high average scores, followed by the myriapods (which were definitely less fear-inducing) and finally the insects and crustaceans.

For disgust, the pattern was similar to that for fear. Myriapods did get the highest average score, but it wasn’t far off the score for spiders. Again, the beetles and crabs got the lowest scores. Overall, the fear and disgust ratings were highly correlated.

Bigger species did tend to trigger stronger emotional reactions — they got higher fear, disgust and beauty scores. But the deepest statistical split in the fear-and-disgust ratings was between the chelicerates cluster (spiders/scorpions/other arachnids) and a cluster of insects-plus-crustaceans. “This supports the notion that chelicerates are perceived as one cohesive group distinct from other arthropods,” the team argues.

Unlike the vast majority of spiders, scorpions do post a genuine threat, killing an estimated 2,600 people every year. Scorpions are also an ancient group, and species with a venom tailored to mammals are native to Africa and the Middle East — so our distant ancestors and dangerous scorpions could have evolved side-by-side. “Fear of scorpions therefore seems to be better warranted than fear of spiders,” the team writes.

Of course, the data don’t show that people generalise an evolved fear/disgust of scorpions to spiders. As the team acknowledges, this is a big limitation of the study. But it’s a sensible way to interpret the data, they argue. And, compared with other theories about why so many people are so scared of spiders (over dogs, say), it does indeed seem more compelling.

SOURCE:

Sunday, 2 January 2022

Η σημασία του να φοβάσαι: Γιατί έχει νόημα τα παιδιά μας να διαβάζουν και κλασικά παραμύθια









«Αν θες τα παιδιά σου να γίνουν έξυπνα διάβασέ τους παραμύθια. Αν θες να γίνουν εξυπνότερα διάβασέ τους περισσότερα παραμύθια», είχε πει ο Αϊνστάιν και πιθανότατα κάτι να ήξερε παραπάνω.

Είναι γνωστό ότι τα παραμύθια επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη νοητική ανάπτυξη των παιδιών και έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που τα λατρεύουμε, που με αυτά μεγαλώσαμε εμείς, οι γονείς, αλλά και μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά μας.


Πολύς λόγος γίνεται τελευταία, ωστόσο, για τα κλασικά παραμύθια των αδελφών Γκριμ και του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (π.χ. Κοκκινοσκουφίτσα, Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι, Το κοριτσάκι με τα σπίρτα) και το κατά πόσο αυτά είναι ωφέλιμα, δεδομένου ότι -τουλάχιστον στην αρχική “γνήσια” μορφή τους και όχι στη σημερινή κάπως… “εξευγενισμένη”- προκαλούν στα παιδιά τρόμο.



Δεν είναι λίγοι οι γονείς που θεωρούν, ότι η ιδέα της εγκατάλειψης ενός παιδιού μέσα στο δάσος ή της κακιάς μητριάς που θέλει την καρδιά της θετής κόρης της είναι υπερβολικά “βαριά” για να την επεξεργαστεί και να την αποδεχτεί ο παιδικός εγκέφαλος. Γιατί να πρέπει να “φορτώσουμε” τα παιδιά με τόσο σκληρές εικόνες; Με τόσο πικρές αλήθειες; Γιατί να τους προκαλούμε… εφιάλτες;



Κι όμως -υπάρχει λόγος! Πολλοί είναι οι ψυχολόγοι που ισχυρίζονται, ότι αφενός τα παιδιά γνωρίζουν ενστικτωδώς ακόμα και τις πιο πικρές αλήθειες της ζωής (απλά διδάσκονται με τον καιρό να τις ξεχνούν και να τις φοβούνται), αφετέρου το να αποφεύγεις τις δύσκολες και σκληρές καταστάσεις δεν σε προστατεύει ούτε σε βοηθά, με αποτέλεσμα όταν μια δυσκολία εμφανιστεί μπροστά σου να μην ξέρεις πώς να την αντιμετωπίσεις.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση στο ερώτημα “γιατί να διαβάζουμε στα παιδιά τα κλασικά -τρομακτικά- παραμύθια” έρχεται από την Πολωνή συγγραφέα και ποιήτρια Wisława Szymborska, η οποία εξηγεί σε ένα κείμενό της τη σημασία του φόβου στα παραμύθια. Το κείμενο ονομάζεται «Η σημασία του να φοβάσαι» (“The importance of Being Scared”) και αποτελεί έναν προβληματισμό πάνω στις αρχικές εκδόσεις των παραμυθιών του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.



«Η σημασία του να φοβάσαι»

«Στα παιδιά αρέσει να φοβούνται όταν διαβάζουν παραμύθια. Έχουν εκ γενετής μια ανάγκη να βιώνουν έντονα συναισθήματα. Ο Άντερσεν τρόμαζε τα παιδιά, αλλά είμαι σίγουρη ότι κανένα από αυτά δεν του κρατούσε κακία. Τα υπέροχα παραμύθια του περιέχουν πλήθος υπερφυσικών πλασμάτων, για να μην αναφερθώ στα ομιλούντα ζώα και τους άγριους χαρακτήρες. Δεν είναι όλοι οι ήρωές του καλόκαρδοι και θετικά προσκείμενοι στους άλλους. Ο χαρακτήρας που εμφανίζεται πιο συχνά στις ιστορίες του είναι ο Θάνατος, ένα αδυσώπητο ον που εισβάλλει απροσδόκητα στην ευτυχία των ηρώων και παίρνει μακριά τους καλύτερους και πιο αγαπημένους.


Ο Άντερσεν παίρνει τα παιδιά στα σοβαρά. Δεν τους μιλά μόνο για τις χαρές και τις ευχάριστες στιγμές της ζωής, αλλά και για τους εχθρούς της, τις δυστυχίες της και τις συχνές, άδικες ήττες της. Τα παραμύθια του, γεμάτα από φανταστικά πλάσματα, είναι πιο ρεαλιστικά από τις περισσότερες ιστορίες που λέμε σήμερα στα παιδιά μας, οι οποίες αποφεύγουν τα πολύ σοβαρά θέματα, όπως μια ανίατη ασθένεια. Ο Άντερσεν είχε το θάρρος να γράψει ιστορίες με δυστυχές τέλος. Δεν πίστευε ότι έπρεπε να προσπαθείς για να είσαι καλός, επειδή αυτό έχει κάποιο αντάλλαγμα (όπως διατείνονται οι περισσότερες ιστορίες σήμερα, ακόμα κι αν αυτό είναι κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα), αλλά επειδή το κακό προέρχεται από μια μορφή συναισθηματικής και νοητικής «ακινησίας» και είναι μια μορφή φτώχειας που θα έπρεπε να αποφεύγεται…»

Η Wisława Szymborska (Βισλάβα Συμπόρσκα) γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1923 στην Πολωνία. Ήταν δοκιμιογράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια, ενώ τιμήθηκε το 1996 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έφυγε από τη ζωή την 1η Φεβρουαρίου 2012.

πηγή: