Tuesday, 21 December 2021

Watching A Lecture Twice At Double Speed Can Benefit Learning Better Than Watching It Once At Normal Speed



By Emma Young

Watching lecture videos is now a major part of many students’ university experience. Some say they prefer them to live lectures, as they can choose when to study. And, according to a survey of students at the University of California Los Angeles, at least, many students also take advantage of the fact that video playback can be sped up, so cutting the amount of time they spend on lectures. But what impact does sped-up viewing have on learning? The answer, according to a new paper in Applied Cognitive Psychology, is, within some limits, none. In fact, if used strategically, it can actually improve learning. However, what students think is going to be the best strategy isn’t actually what’s most beneficial, Dillon Murphy at UCLA and colleagues also report.

First, the team assigned 231 student participants to watch two YouTube videos (one on real estate appraisals and the other on the Roman Empire) at normal speed, 1.5x speed, 2x speed or 2.5x speed. They were told to watch the videos in full screen mode and not to pause them or take any notes. After each video, the students took comprehension tests, which were repeated a week later. The results were clear: the 1.5x and 2x groups did just as well on the tests as those who’d watched the videos at normal speed, both immediately afterwards and one week on. Only at 2.5x was learning impaired.

When the team surveyed a separate group of UCLA students, they found that a massive 85% usually watched pre-recorded lectures at faster than normal speed. However, 91% said they thought that normal speed or slightly faster (1.5x) would be better for learning than 2x or 2.5x. These new results certainly suggest that this isn’t right: double-time viewing was just as good as normal viewing. It seems, then, that as long as the material can still be accurately perceived and comprehended, it’s okay to speed up playback.

So, a student could just watch videos at 2x speed and halve their time spent on lectures….Or, according to the results of other studies reported in the paper, they could watch a video at 2x normal speed twice, and do better on a test than if they’d watched it once at normal speed. The timing mattered, though: only those who’d watched the 2x video for a second time immediately before a test, rather than right after the first viewing, got this advantage.

The team also explored whether watching the videos at different speeds on separate occasions — initially at normal speed but then at double time, or vice versa — might make a difference to test performance immediately afterwards or a week later. Though 76% of the participants in this study said they thought watching first at normal speed then rewatching at double time would be best for learning, the order actually made no difference to test results. “Thus, although students may prefer certain study schedules or techniques, there are instances where their beliefs about self-regulated learning do not enhance learning outcomes,” the team writes.

The results offer some guidance for students at US universities considering the optimal revision strategy. In a standard college course, a midterm exam might test on material contained in 10 hours’ of lecture videos. So a student might want to watch them in double time when they are released and then again in double time just before the exam. However, the team did only look at one-week delays between video watching and testing, so this would need to be explored in further research.

The researchers do also add a few caveats. While 2x viewing was fine for learning about the material in their studies — real estate appraisals and the Roman Empire — perhaps it might not work for more complex subject matter; again, only more research will tell.

But as so many students do report watching at faster than normal speeds anyway, this work is clearly helpful: it suggests that as long as it’s not more than 2x faster, it’s far from being a bad idea.

SOURCE:

Thursday, 16 December 2021

Εφηβεία-Η ηλικία των “μαχών”




Όλοι όσοι γίνονται γονείς, τρέμουν την εποχή εκείνη κατά την οποία το παιδί τους θα μπει στη εφηβεία και προσπαθούν να προετοιμαστούν κατάλληλα.Τείνουμε όλοι να πιστεύουμε ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη ηλικιακή φάση ενός παιδιού, το πέρασμα στην ενήλικη ζωή, που – όπως κάθε μεταβατική περίοδος – έχει τις δυσκολίες της. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο νομίζουμε, όχι αν έχουμε μια ισορροπημένη και υγιή σχέση με τα παιδιά μας, από την παιδική τους ήδη ηλικία.Θα πρέπει καταρχήν να διαχωρίσουμε τι θεωρείται ως “φυσιολογική εφηβική αντίδραση” και τι όχι.Δηλαδή, καλό είναι να μην δικαιολογούμε τα πάντα υπό το πρίσμα της λογικής “εφηβεία είναι, θα περάσει”. Τα παιδιά πολλές φορές σε αυτή την ηλικία (από 12 ως 18 ετών), έχουν βίαια ξεσπάσματα και παράλογη συμπεριφορά, που δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι βρίσκονται στην εφηβεία, αλλά κρύβουν άλλες αιτίες προβληματικής συμπεριφοράς και πρέπει να αντιμετωπιστούν ανάλογα.


Φυσιολογικές εφηβικές συμπεριφορές θεωρούνται οι εξής:

Απομόνωση. Ο έφηβος αρέσκεται να κλείνεται στο δωμάτιό του, κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν (ακούει μουσική δυνατά, ασχολείται με τον υπολογιστή, μιλάει στο τηλέφωνο κ.α.), τα οποία όσο κι αν εμάς μας φαίνονται παράλογα, θα πρέπει να του αφήσουμε το χώρο και τον χρόνο για να τα απολαμβάνει.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του να περνάμε κάποιες ώρες μαζί και μια καλή ευκαιρία γι αυτό είναι η ώρα του φαγητού ή μια αξιόλογη ταινία στην τηλεόραση που θα προτείνουμε να παρακολουθήσουμε παρέα με τα παιδιά.

Τις υπόλοιπες ελεύθερες ώρες του όμως αφήνουμε τον έφηβο να τις διαθέσει όπως εκείνος νομίζει.

Αναίτιος εκνευρισμός. Το μέχρι πρότινος ήρεμο και υποταγμένο παιδί μας έχει μεταμορφωθεί σε έναν ευερέθιστο νέο που εκνευρίζεται με το παραμικρό, μας αντιμιλάει και μας βάζει τις φωνές.

Πολλές φορές δείχνει να μην είναι ευχαριστημένος με τίποτα, με αποτέλεσμα να νιώθουμε πως δε μπορούμε να τον ικανοποιήσουμε ό,τι και να κάνουμε. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αποδεχτούμε: πραγματικά δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα και καλό είναι να μην προσπαθούμε καν. Ο έφηβος δε θέλει κανάκεμα, θέλει αποφασιστικές λύσεις – αν υπάρχουν και αποστασιοποίηση.

Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να τσακωθούμε μαζί του, λέμε την άποψή μας σταθερά κι όσο κι αν επιμένει στη δική του, δεν υποχωρούμε. Ο έφηβος χρειάζεται έναν σταθερό τοίχο πάνω στον οποίο να χτυπά κι όσο κι αν μας τρομάζει, αυτός ο τοίχος είμαστε εμείς. Μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία ισορροπεί και βρίσκει τον εαυτό του. Από την πλευρά του γονιού τέτοιου είδους ξεσπάσματα αντιμετωπίζονται μόνο με ψυχραιμία και σταθερότητα.

Μελαγχολία. Πολλές φορές τα παιδιά στην εφηβεία περνάνε φάσεις κατάθλιψης, που θεωρούνται όμως φυσιολογικές. Απογοητεύονται, αγχώνονται, κάθε τι καινούργιο που συμβαίνει γύρω τους και μέσα τους τα αποδιοργανώνει και συχνά κλείνονται στον εαυτό τους.

Μην πανικοβάλλεστε κι επιτρέψτε τους να μελαγχολήσουν ή και να κλάψουν ακόμα, χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος που το κάνουν. Πολλές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να τα κρατήσετε μια αγκαλιά, χωρίς να τα ρωτήσετε τίποτα. Όταν νιώσουν έτοιμοι θα σας μιλήσουν από μόνοι τους. Μην ξεχνάτε ότι οι ορμόνες “τρελαίνονται” σε αυτή την ηλικία κι ακόμα κι αν επιμείνετε με ερωτήσεις να μάθετε τι έχουν, δε θα το καταφέρετε, για τον απλούστατο λόγο ότι και οι ίδιοι δεν ξέρουν γιατί νιώθουν έτσι.

Ταύτιση με τους φίλους και την παρέα. Ενώ μέχρι πριν εσείς, οι γονείς, ήσασταν το κέντρο του κόσμου, το πρότυπό τους, ξαφνικά οι φίλοι παίρνουν την πρωτοκαθεδρία. Ο έφηβος ακολουθεί την τάση της μόδας που ακολουθεί η παρέα του, μιλάει όπως εκείνοι, πιστεύει αυτά που πιστεύουν εκείνοι.



Συχνά κοροϊδεύει το δικό μας ντύσιμο, το δικό μας χορό, τις δικές μας προτιμήσεις στη μουσική κλπ. Είναι απόλυτα φυσιολογικό και το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να το αντιμετωπίσετε με χιούμορ. Φυσικά αν το παιδί μας έχει μπλέξει με μια πολύ κακή παρέα που κάνει χρήση ουσιών κλπ, εκεί ανησυχήσουμε σοβαρά και θα πάρουμε άλλα μέτρα.

Αν όμως μιλάμε απλά για τις παρέες των νεαρών με τα περίεργα ντυσίματα και χτενίσματα, την εξωφρενική για τ’ αυτιά μας μουσική κλπ, τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ο νέος νιώθει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί, να προκαλέσει, να ταράξει. Αυτός είναι ο ρόλος του και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εναντιωνόμαστε σε αυτό.

Είναι βέβαιο ότι είναι μια φάση που θα περάσει από μόνη της, καθώς εκείνος μεγαλώνει κι ωριμάζει.

Ανυπακοή. Ξεχάστε το σήκω – σήκω, κάτσε – κάτσε που είχατε το παιδί σας μέχρι πριν. Η πιο αγαπημένη λέξη των παιδιών στην εφηβεία είναι το ΟΧΙ. Πολλές φορές το απαντούν από συνήθεια, χωρίς να έχουν ακούσει καν τι τους έχουμε ζητήσει να κάνουν. Τώρα λοιπόν ως γονείς εφαρμόζουμε άλλες στρατηγικές. Τα μαλώματα, οι φωνές κι η τιμωρία, δεν πιάνουν.

Ο έφηβος εύκολα ανοίγει την πόρτα και φεύγει, αν εμείς επιμένουμε να του συμπεριφερόμαστε σα να ήταν μικρό παιδί. Τι κάνουμε λοιπόν; Συμφωνίες και ανταλλαγές. Το σημαντικότερο αγαθό για τα παιδιά στην εφηβεία είναι το χαρτζιλίκι τους και πολλές φορές αποτελούν πλέον το μόνο μας όπλο. Στον έφηβο δε μπορείς να του πεις “αν δεν μαζέψεις το δωμάτιό σου, δε θα πας σινεμά”.

Μπορείς όμως να του πεις “αν μαζέψεις το δωμάτιο σου, θα σου δώσω κάτι παραπάνω να πας με ταξί στο σινεμά”. Προσέξτε όμως. Πάντα με τη μορφή της επιβράβευσης και όχι της τιμωρίας και της στέρησης. Μην του πείτε ποτέ “δε θα σου δώσω το χαρτζιλίκι σου”, αυτό που έχετε συμφωνήσει να του δίνετε και το δικαιούται. Μην τον κάνετε εχθρό σας. Θα πάει έτσι κι αλλιώς εκεί που θέλει να πάει και θ’ αναγκαστεί να δανειστεί ή και να κλέψει ακόμα, προκειμένου να το κάνει.

Αν του ζητήσετε μια χάρη, π.χ. να πάει να σας ψωνίσει κάτι ή να σας βοηθήσει σε μια δουλειά, ζητήστε το σα να είναι χάρη πραγματικά και όχι με απαίτηση κι αν σας αρνηθεί, μην του θυμώσετε. Απλά πείτε του “κι εγώ όχι θα σου πω όταν μου ζητήσεις μια χάρη”. Αυτό δρα καταλυτικά στους εφήβους, οι οποίοι συνεχώς ζητούν χάρες και ξέρουν ότι δεν τους συμφέρει καθόλου να μην τους τις κάνετε! Αν το πείτε όμως, τηρείστε το, διαφορετικά δε θα σας παίρνουν ποτέ στα σοβαρά.

Σε γενικές γραμμές η ηλικία της εφηβείας επαναλαμβάνουμε ότι θέλει από τη μεριά μας ψυχραιμία και σταθερότητα. Σίγουρα δε θέλει υπερβολές. Μην τα πιέζετε τα παιδιά, αλλά μην τα παραχαϊδεύετε κιόλας.

Δώστε τους αέρα ελεύθερο να αναπνέουν, μην τους επιτρέπετε όμως να σας στερούν τον δικό σας. Να είστε φιλικοί και υπομονετικοί μαζί τους, όμως μην προσπαθείτε να γίνετε τα φιλαράκια τους, οι κολλητοί τους.

Έχουν ανάγκη από γονείς, μην τους το στερήσετε αυτό. Φίλους έχουν, δε χρειάζετε να παίξετε εσείς αυτόν τον ρόλο. Τα όρια που τους θέτετε πρέπει να είναι λογικά και όχι αυστηρά, πρέπει όμως να είναι αμετακίνητα.

Τους κάνετε μεγαλύτερο κακό αν υποχωρείτε συνεχώς σε όλες τις “τρέλες” της ηλικίας τους και να είστε σίγουροι πως αργότερα, στην ενήλική τους ζωή, θα σας επιρρίψουν ευθύνες γι αυτό.

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΡΙΤΑ

Συγγραφέας – Παιδοψυχολόγος

ΠΗΓΗ:


Wednesday, 15 December 2021

Calls To Mental Health Helplines Increased Early In The Pandemic




By Emily Reynolds

From early 2020, concerns were raised about the impact of the pandemic on mental health. The stresses of lockdown, social isolation, financial precarity, and widespread grief were all considered to be potential triggers for poor mental health, along with issues such as increased domestic violence.

A new study, published in Nature, looks at what helpline calls can reveal about mental health during this period. It finds an increase in calls to helplines during the early days of the pandemic, largely driven by fear, loneliness, and worries about physical health.

Marius Brülhart from the University of Lausanne and colleagues used data from both general crisis lines and specific suicide prevention lines, as well as those focusing on children, parents, and immigrants. Data was collected from January 2019 to the most recent available date in order to cover the period before and during the pandemic, with 8 million calls from 19 countries included in the dataset.

First, the team looked at call volumes, before zooming in on the conversational topics raised by callers. For each helpline, calls were categorised based on topic, including loneliness, fear, suicidality, addiction, violence, physical health, work situation, and relationships. Demographic data was collected here if possible, including marital status, living situation, and work situation. Government responses of helpline countries were also measured, including how stringent restrictions were and how much governments were supporting people financially.

The team found an increase in calls during the pandemic, in particular in the six weeks after the first outbreak. A significant increase began at week three and this peaked at week six, at which point the volume of calls exceeded pre-pandemic levels by 35%.

In terms of conversational topics, most pre-COVID calls were made because of relationship issues, loneliness, or anxiety; 61% of calls were from women and 63% placed by people between the ages of 30 and 60. However, during the pandemic, conversational topics shifted. The biggest increase in calls placed during the pandemic period were those related to fear — whether of COVID-19 itself or of the ramifications of lockdown.

Calls related to loneliness also increased, with other conversational topics coming up less frequently during the first wave of the pandemic. Compared to pre-COVID, callers were less likely to seek help for relationship issues, economic worries, and addiction, though there was no significant change in the percentage of calls related to suicidal ideation.

Demographically speaking, the increase in calls related to fear was driven almost entirely by those over the age of 30, which tracks with the increasing level of risk of contracting COVID with age. Women under the age of 30 were more likely to call because of violence than they were before the pandemic. But overall, the increase in call volume was driven by fears of the virus and of loneliness rather than by these other factors.

Many of these figures could be underestimates in terms of who was struggling and with what — during strict lockdowns, it may have been difficult for people to access helplines, particularly if they were subject to domestic violence or had no privacy in talking through their suicidal ideation. There will also have been many who didn’t call crisis lines but who were nonetheless experiencing distress. The results, therefore, do not contradict those other pieces of research that detected an increase in domestic violence.

The results offer a unique insight into people’s mental health over the period of the pandemic. Many people will have been experiencing distress; not all of them will meet thresholds to be assessed by mental health professionals, nor may even want to visit them in the first place. Helpline calls, therefore, could give greater access to feelings people found hard, painting a more accurate picture of how we experienced the pandemic.

SOURCE:

Thursday, 9 December 2021

Γιατί η μεσημεριανή σιέστα είναι σημαντική για τα νήπια Και πώς παίζει σημαντικό ρόλο στις γνωστικές τους δεξιότητες



Κείμενο Αγγελική Λάλου


Όλοι ξέρουν τη σημασία του ύπνου στα μωρά και στα μικρά παιδιά. Όταν όμως αλλάξει η ρουτίνα και μπει ο παιδικός σταθμός ή άλλες δραστηριότητες στο πρόγραμμα, έχει παρατηρηθεί ότι στην ηλικία των τριών περίπου ο μεσημεριανός υπνάκος αρχίζει να κόβεται. Μια νέα μελέτη δείχνει ότι δεν θα πρέπει να υποτιμήσετε τον εν λόγω υπνάκο. Και τα οφέλη του για τα παιδιά ξεπερνούν κατά πολύ το να προσφέρουν μερικές στιγμές ησυχίας στους γονείς.

Ο μεσημεριανός ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για την συναισθηματική ανάπτυξη

Η μελέτη ανακάλυψε ότι ο μεσημεριανός ύπνος προσφέρει διαφορετικό είδος ανάπαυλας από τον ύπνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και επιδρά στην καλύτερη κοινωνική συναισθηματική μάθηση.

Η μελέτη επικεντρώθηκε σε ένα τελικό δείγμα 49 παιδιών. Πριν από τον υπνάκο τους, τα παιδιά είχαν διαβάσει ιστορίες με εικόνες χαρακτήρων, μερικοί πραγματικά ωραίοι, μερικοί όμως ήταν κακοί. Στη συνέχεια, κοιμόντουσαν (με ηλεκτρόδια προσαρτημένα στο κεφάλι τους), και μετρήθηκε ο τύπος της εγκεφαλικής δραστηριότητας που υπήρχε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η δραστηριότητα εγκεφάλου μετρήθηκε επίσης κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου. Τα παιδιά ερωτήθηκαν το επόμενο πρωί για την ιστορία από την προηγούμενη μέρα.



Αυτό που θα εξέτασαν στη μελέτη ήταν η ικανότητά τους να θυμούνται τους ανθρώπους ως προς τη εμπειρία του αν ήταν θετικοί ή αρνητικοί. Και τότε θα κάναμε το ίδιο πράγμα το επόμενο πρωί μετά τον ύπνο όλη μέρα. Και αυτό που βρήκαν ήταν μετά από τον υπνάκο που πραγματικά δεν βλέπαμε πολλά οφέλη. Αλλά το επόμενο πρωί, εάν είχαν κοιμηθεί και το μεσημέρι, θυμόντουσαν σημαντικά περισσότερα από ό,τι μόνο τα πρόσωπα.

Αυτό το 24ωρο δείγμα εγκεφαλικής δραστηριότητας στον ύπνο έδειξε κάτι συναρπαστικό: ο μεσημεριανός ύπνος και ο νυχτερινός ύπνος ήταν τελείως διαφορετικοί. Ο μικρής διάρκειας μεσημεριανός ύπνος ήταν ελεύθερος από ύπνο με REM, ενώ ο νυχτερινός ύπνος διαθέτει διάφορες καταστάσεις ύπνου.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι αυτό που ήταν πραγματικά σημαντικό ήταν ότι ο μεσημεριανός ύπνος οδήγησε σε μεταβολές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της νύχτας, έτσι ήταν ο συνδυασμός του μεσημεριανού με τον βραδινό ύπνο μαζί τα οδήγησε να έχουν μεγαλύτερο συνολικό όφελος.



Τα αποτελέσματα από την άποψη της μνήμης ήταν σημαντικά: Μια αύξηση κατά 10% στη μνήμη τους για αυτές τις εικόνες ήταν πολύ σημαντική αν είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι



Μερικοί τρόποι για να διατηρήσετε τη ζωή σας στο παιδί σας

Προφανώς, δεν μπορείτε να αναγκάσετε το παιδί σας να κοιμηθεί, αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τα ενθαρρύνετε.

Τα παιδιά ηλικίας προσχολικής ηλικίας αρχίζουν να αποφεύγουν τους κανόνες, απαιτώντας αυτονομία. Ωστόσο, είναι δυνατόν να κρατήσετε τον υπνάκο ως μέρος του χρονοδιαγράμματος του παιδιού. Ίσως ονομάζεται ήσυχος χρόνος στο δωμάτιό τους, ή χρόνο ανάπαυσης μετά το γεύμα.

Σύμφωνα με τη μελέτη, όταν ένα παιδί αρχίσει να παραλείπει έναν υπνάκο όταν δεν είναι πραγματικά έτοιμο, θα υπάρξουν συνέπειες. Η παράλειψη ενός υπνάκου, όπως αποδεικνύεται, δεν τους κάνει πιο κουρασμένα κατά την ώρα του ύπνου, συχνά κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Πολλά νηπιαγωγεία ενσωματώνουν τον υπνάκο στο καθημερινό τους πρόγραμμα, το οποίο είναι εξαιρετικό για το παιδί σας. Καθώς μεγαλώνουν, η διάρκεια των μεσημεριανών ύπνων τους θα μειωθεί φυσικά, μέχρι να τα εγκαταλείψουν τελείως.

Για να διευκολύνετε τον μεσημεριανό ύπνο:
Βοηθάει η ήρεμη ανάγνωση ενός βιβλίου μαζί 30 λεπτά πριν από την ώρα ύπνου
Λιγότερος φωτισμός στο δωμάτιο.
Λευκός θόρυβος ή χαλαρωτική μουσική με ήχους φύσης.


ΠΗΓΗ:

Monday, 6 December 2021

We Seem To Treat Physical Warmth As A Sign Of Safety




By Emma Young

When we learn that something in our environment signals Threat!, we start to react to every encounter with the “fight or flight”, or “fear”, response. Recent work has shown, though, that the presence of someone we’re close to — a friend or partner, say, — can reduce or even eliminate this response. Our brains seem to treat such people as a powerful “safety” signal.

This was thought to be a unique effect. But now a team led by Erica Hornstein at UCLA has shown that physical warmth does the same thing. The work, published in Emotion, was prompted by research finding that we implicitly associate physical warmth with social support. It has potential implications for treating anxiety disorders, especially for people who live alone — or who find it hard to unlearn links between certain stimuli and threat, as can happen with post-traumatic stress disorder (PTSD).

In the first of two studies, every time 31 participants were given a rubber ball, a soft fuzzy ball or a heated pack to hold, they were then given an electric shock. The shock was at a level that the researchers had previously established would be extremely uncomfortable, but not painful. One stimulus — a wooden block — was never paired with a shock.

The participants’ skin conductance (sweatiness) was monitored. This data showed that they quickly developed a fear response to the rubber ball and the fuzzy ball, but not the wooden block — or the warm pack. The warmth seemed to stop them from learning to associate the pack with a threat. When the team then gave the participants all the objects in turn, but without any shocks, the rubber ball and fuzzy ball still triggered a fear response (while the warm pack still did not).

A second study on 30 people supported and extended this finding. This time, the team paired pictures with electric shocks, so that participants developed a fear response to these pictures. They then showed participants the pictures again, while they held either a warm pack or a rubber ball. The warm pack, but not the ball, completely inhibited the fear response.

The team would love to see work exploring how, exactly, both supportive others and physical warmth interfere with the fear response. One possibility is that it’s to do with endogenous opioids — which have been found to be released both when we’re with a close other and by warmth, and which are known to affect fear learning.

It’s not yet known whether the warmth effect is innate, or reflects the learning in early life of an association between warmth and the presence and protection of a caregiver, which leads us to perceive warmth as a signal of safety. But however this effect works or emerges, the fact that it happens automatically is important. Earlier work has certainly found that we can learn that certain stimuli signal “safety”. But, because this learning happens through classical conditioning, these “learned safety signals” really only work for the specific unpleasant event used in the training, the researchers point out. There’s also some evidence that they can even hinder fear reduction in the long term. But supportive others and physical warmth seem to have a more fundamental, blanket, ongoing effect.

For this reason, the researchers see potentially important implications for treating all kinds of anxiety disorders. Perhaps treatments that involve supportive others or — especially for people lacking in strong social bonds — physical warmth could be more effective than current methods for helping people with phobias or PTSD, for example. Clearly, there’s important work to be done. But I, for one, can’t wait to hear what comes out of it.

SOURCE:

Thursday, 2 December 2021

Instructions Don’t Always Help Us To Do Better At A Task





By Emma Young

You might hate following instructions on how to do something, but there’s no avoiding them. Training on everything from how to drive a car to read an X-ray starts with explicit instructions — whether verbal or written, as the authors of a new paper in the Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance point out. In fact, Luke Rosedahl at UC, Santa Barbara and colleagues write, “This practice is so widely accepted that scholarship primarily focuses on how to provide instructions, not whether these instructions help or not.” Now the team reports that for learning how to do well at certain tasks, they do not help at all.

The team explored something that we do all the time: mentally sorting items into categories. They looked at two types of category sorting tasks. With a “rule-based” type, your best strategy for doing well is to learn and follow an explicit logical rule or rules. Let’s say you’re presented with a set of shapes, which you need to sort into two categories, and the rule is: all the yellow triangles belong to Category A, and everything else to Category B. (Rule-based tasks can get more complicated, but the rules are usually straightforward to explain and absorb.)

Then there are “information-integration” tasks. To do well at these tasks, we have to learn to integrate bits of information that we find less straightforward to process together consciously, and rely more instead on “implicit learning”. This type of learning is important for learning a language, for example, and underpins expert “gut feelings”. The best strategy to do well at these tasks is often difficult to describe verbally — which made the team wonder whether instructions actually help.

To explore this, they recruited a total of 58 students at UCSB. Half were given a rule-based task and half an information-integration task. Within each of these two groups, half were first told the rule that they needed to follow to do well, and half were not. So half of each group had to learn the rule for themselves.

Each participant was shown a series of bars of plots on a graph, which varied in thickness and angle of alignment. Each time, the participant had to identify a graph as “type A” or “type B”. Those in the rule-based group had to follow this rule to do well: “Respond A if the bars are thick and the orientation is low; otherwise respond B”. Those in the information-integration group had to follow this rule: “Respond A if the bar width is greater than the orientation; otherwise respond B.” Though this rule can be expressed verbally, it’s harder for a person (though not a computer) to grasp. As the researchers point out, “For humans, judging whether bar width is greater or less than bar orientation feels like comparing apples and oranges.”

Every time a participant assigned an image to a category, they got feedback on whether they were right or wrong. Whenever they made an error, those who’d first been told their rule were also given extra feedback on how they should have followed that rule, to pick the right category.

When the team looked at how the participants performed, the result was clear: receiving instructions dramatically improved performance for the rule-based task. But it had no impact whatsoever on the performance of the information-integration group.

“We are routinely taught that instructions are beneficial even in highly complex motor tasks,” the researchers comment. “Our results question this conventional wisdom.”

So what are the real world implications of these results?

The team doesn’t recommend ditching instructions for information-integration tasks entirely. There are difficult classification tasks that do require implicit learning to build expertise. The team highlights radiologists screening mammograms for follow-up, for example. An expert radiologist may have implicitly learned difficult-to-explain patterns of calcifications that would lead them to recommend further investigation. However, initial use of a rule that anyone with more than five calcifications per cubic centimetre should have further evaluation could “bootstrap” that learning, the team writes.

Still, they think their work does have implications for this type of training, for example: “Our results suggest that the development of expertise might be facilitated if instruction focused exclusively on the explicit components of expert classification, and the implicit components were improved exclusively through practice,” they write.

Perhaps further study involving more complex, real-world tasks is required before any drastic changes in training are made. But the finding that instructions don’t always help us to do better at a task is an important one.

SOURCE: