Monday, 19 July 2021

(Και) η καλή διάθεση περνά από το στομάχι



Food mood ή, αλλιώς, οι πίτσες, τα χάμπουργκερ και τα παγωτά δεν φέρνουν την ευτυχία, όταν η ψυχική μας υγεία δεν είναι στα καλύτερά της.


Ενώ σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι πάλευαν με πολύ υψηλά επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και νευρικότητας τον τελευταίο χρόνο, πολλοί βρήκαν καταφύγιο στα αγαπημένα τους comfort foods: παγωτό, γλυκά, πίτσα, χάμπουργκερ. Πρόσφατες έρευνες, όμως, δείχνουν ότι τροφές με μεγάλη περιεκτικότητα σε ζάχαρη και με υψηλά λιπαρά που συχνά λιγουρευόμαστε όταν είμαστε αγχωμένοι ή θλιμμένοι έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να ευεργετήσουν την ψυχική μας υγεία, όσο ανακουφιστικά κι αν μοιάζουν. Αντίθετα, υγιεινές τροφές όπως λαχανικά, φρούτα, αυγά, ξηροί καρποί και σπόροι, φασόλια και όσπρια, καθώς και προϊόντα που έχουν υποστεί ζύμωση, όπως το γιαούρτι, ίσως να είναι μια καλύτερη επιλογή.

Τα αποτελέσματα προέρχονται από έναν ερευνητικό τομέα γνωστό ως διατροφική ψυχιατρική, που αναδύεται και επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ δίαιτας και ψυχικής υγείας. Η ιδέα ότι τρώγοντας συγκεκριμένα φαγητά μπορεί να βελτιωθεί η υγεία του εγκεφάλου, όπως ακριβώς γίνεται με την υγεία της καρδιάς, ίσως μοιάζει με κοινή λογική. Αλλά ιστορικά, η διατροφική έρευνα έχει επικεντρωθεί κυρίως στο πώς τα φαγητά που τρώμε επηρεάζουν τη σωματική μας υγεία αντί για την ψυχική. Για πολύ καιρό, η ενδεχόμενη επιρροή του φαγητού στην ευτυχία και στην ψυχική ευημερία ήταν «τεχνητά αγνοημένη», όπως το έθεσε πρόσφατα μια ομάδα ερευνητών.
Tροφές για την ψυχή

Αλλά μέσα στα χρόνια, έρευνες που διαρκώς αυξάνονται πάνω στο θέμα έχουν προσφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους τα φαγητά μπορούν να επηρεάσουν τις διαθέσεις μας. Μια υγιεινή δίαιτα βελτιώνει το έντερο, που επικοινωνεί με τον εγκέφαλο μέσω του άξονα εντέρου-εγκεφάλου. Μικρόβια μέσα στο έντερο παράγουν νευροδιαβιβαστές, όπως σεροτονίνη και ντοπαμίνη, οι οποίοι ρυθμίζουν τις διαθέσεις και τα συναισθήματά μας, και το εντερικό μικροβίωμα έχει εμπλακεί με αποτελέσματα στην ψυχική υγεία. «Μια επαρκής βιβλιογραφία δείχνει ότι το εντερικό μικροβίωμα παίζει καθοριστικό ρόλο σε μια ποικιλία από ψυχιατρικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης μιας τεράστιας καταθλιπτικής διαταραχής», έγραψε μια ομάδα επιστημόνων πέρυσι στο Harvard Review of Psychiatry.


Ακόμη, έρευνες με μεγάλο εύρος δειγμάτων έχουν βρει ότι άνθρωποι που καταναλώνουν πολλές τροφές πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά αναφέρουν μικρότερα ποσοστά κατάθλιψης και μεγαλύτερα επίπεδα ευτυχίας και ψυχικής ευεξίας. Μια τέτοια έρευνα του 2016, που ακολούθησε 12.400 ανθρώπους για επτά χρόνια, βρήκε ότι εκείνοι που αύξησαν την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κατά τη διάρκεια της έρευνας βαθμολόγησαν τους εαυτούς τους oυσιαστικά υψηλότερα σε ερωτηματολόγια σχετικά με τα γενικά επίπεδα ευτυχίας και την ικανοποίηση ζωής.

Ωστόσο, μεγάλες μελέτες παρατήρησης μπορούν να δείξουν μόνο συσχετισμούς και όχι αιτιότητες, οι οποίες γεννούν το ερώτημα: Το άγχος και η κατάθλιψη οδηγούν τους ανθρώπους στο να επιλέξουν ανθυγιεινά φαγητά ή το ανάποδο; Είναι οι χαρούμενοι και οι αισιόδοξοι άνθρωποι περισσότερο ενθουσιώδεις στην προοπτική να καταναλώσουν θρεπτικές τροφές; Ή μια υγιεινή διαίτα τους κάνει αμέσως πιο χαρούμενους;

Η πρώτη μεγάλη δοκιμή που ρίχνει φως στη σύνδεση φαγητού-διάθεσης δημοσιεύτηκε το 2017. Μια ομάδα από ερευνητές ήθελε να μάθει αν οι διαιτητικές αλλαγές θα βοηθούσαν να ελαττώσουν την κατάθλιψη, γι’ αυτό επιστράτευσαν 67 άτομα που είχαν διαγνωστεί με κατάθλιψη και τους χώρισαν σε ομάδες. Μια ομάδα πήγε στις συναντήσεις με έναν διαιτολόγο που τους δίδαξε να ακολουθούν μια παραδοσιακή, μεσογειακού τύπου δίαιτα. Η άλλη ομάδα, που είχε τον ρόλο της ομάδας ελέγχου, συναντήθηκε κανονικά με έναν βοηθό ερευνητή που παρείχε κοινωνική υποστήριξη, αλλά χωρίς διατροφική συμβουλή.

Στην αρχή της έρευνας, και τα δύο γκρουπ κατανάλωσαν πολλά φαγητά που ήταν γεμάτα ζάχαρη, επεξεργασμένα κρέατα και αλμυρά σνακ και περιείχαν πολύ λίγες φυτικές ίνες και πρωτεΐνες ή φρούτα και λαχανικά. Αλλά το γκρουπ της δίαιτας έκανε τεράστιες αλλαγές. Αντικατέστησαν τα ζαχαρωτά, το φαστ φουντ και τα ζυμαρικά με θρεπτικές τροφές, όπως καρύδια, φασόλια, φρούτα και όσπρια. Άλλαξαν το άσπρο ψωμί με ολικής άλεσης και προζύμι. Παράτησαν τα δημητριακά με ζάχαρη και έφαγαν μούσλι και βρόμη. Αντί για πίτσα, έφαγαν λαχανικά που μαγειρεύτηκαν στη στιγμή. Και αντικατέστησαν υψηλά επεξεργασμένα κρέατα όπως ζαμπόν, λουκάνικα και μπέικον με θαλασσινά και μικρά κομμάτια άπαχου κόκκινου κρέατος.


Πιo σημαντικό είναι το ότι και τα δύο γκρουπ είχαν συμβουλευτεί να συνεχίσουν να λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά ή άλλες φαρμακευτικές αγωγές που τους είχαν συνταγογραφηθεί. Ο στόχος της έρευνας δεν ήταν να παρατηρηθεί αν μια πιο υγιεινή δίαιτα θα μπορούσε να αντικαταστήσει την αγωγή, αλλά αν θα μπορούσε να προσφέρει παραπάνω προνόμια, όπως άσκηση, καλό ύπνο και άλλες συμπεριφορές στον τρόπο ζωής τους.

Μετά από δώδεκα εβδομάδες, οι μέσοι δείκτες κατάθλιψης βελτιώθηκαν και στις δύο ομάδες, το οποίο ίσως και να ήταν αναμενόμενο για όποιον εισαγόταν σε μια κλινική δοκιμή που προσέφερε παραπάνω υποστήριξη, ανεξάρτητα από την ομάδα στην οποία ήταν ο καθένας. Αλλά οι δείκτες κατάθλιψης βελτιώθηκαν σε ένα άκρως μεγαλύτερο κομμάτι της ομάδας που ακολούθησε την υγιεινή δίαιτα: σχεδόν το ένα τρίτο από αυτούς τους ανθρώπους δεν θεωρούνταν πια ότι πάσχουν από κατάθλιψη, σε σύγκριση με το 8% των ανθρώπων στην ομάδα ελέγχου.
Υγιεινή διατροφή εναντίον καταθλίψης

Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά για πολλούς λόγους. Η δίαιτα ευεργέτησε την ψυχική υγεία, ακόμη κι αν οι συμμετέχοντες δεν έχασαν κιλά. Οι άνθρωποι επίσης εξοικονόμησαν χρήματα με το να καταναλώνουν τα πιο θρεπτικά φαγητά, δείχνοντας ότι μια υγιεινή δίαιτα μπορεί να είναι οικονομική. Πριν από την έρευνα, οι συμμετέχοντες ξόδευαν σχεδόν 138 δολάρια ανά εβδομάδα στο φαγητό. Αυτοί που ακολούθησαν την υγιεινή δίαιτα μείωσαν τις δαπάνες του φαγητού τους στα 112 δολάρια ανά εβδομάδα. Τα προτεινόμενα φαγητά ήταν σχετικά φθηνά και διαθέσιμα στα περισσότερα σούπερ μάρκετ. Συμπεριέλαβαν προϊόντα όπως κονσερβοποιημένα φασόλια και φακές, κονσερβοποιημένο σολομό, τόνο και σαρδέλες και κατεψυγμένα και οικολογικά προϊόντα, σύμφωνα με τη Φελίς Τζάκα, κύρια συντάκτρια της έρευνας.

«Η ψυχική υγεία είναι σύνθετη», επεσήμανε η Φ. Τζάκα, διευθύντρια του Κέντρου Food & Mood στο Πανεπιστήμιο Ντίκιν στην Αυστραλία και πρόεδρος της Διεθνούς Κοινότητας για τη Διατροφική Ψυχιατρική Έρευνα. «Το να τρως τη σαλάτα δεν θα μπορέσει να γιατρέψει την κατάθλιψη. Αλλά υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις για να βελτιώσεις τη διάθεσή σου και την ψυχική σου υγεία και μπορεί να είναι τόσο απλό όσο το να αυξάνεις την πρόσληψη φυτικών και υγιεινών τροφών».

Ένας αριθμός από τυχαίες δοκιμές έχουν καταγράψει παρόμοια ευρήματα. Σε μια έρευνα 150 ενηλίκων που είχαν κατάθλιψη, η οποία δημοσιεύτηκε την προηγούμενη χρονιά, οι ερευνητές βρήκαν ότι εκείνοι που ακολούθησαν μια μεσογειακή δίαιτα με συμπλήρωμα έλαιο ψαριού για τρεις μήνες είχαν μεγαλύτερη μείωση στα συμπτώματα κατάθλιψης, άγχους και ανησυχίας μετά από τρεις μήνες συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου.
Ωστόσο, δεν είχαν όλες οι έρευνες θετικά αποτελέσματα. Μια μεγάλη, μακροχρόνια δοκιμή, που δημοσιεύτηκε το 2019, βρήκε ότι η μεσογειακή δίαιτα μείωσε το άγχος, αλλά δεν απέτρεψε την κατάθλιψη σε μια ομάδα ανθρώπων με υψηλό ρίσκο. Παίρνοντας συμπληρώματα όπως βιταμίνη D, σελήνιο και ω3 λιπαρά οξέα, δεν είχαν κανέναν αντίκτυπο στην κατάθλιψη ή στο άγχος.

Οι περισσότερες ψυχιατρικές επαγγελματικές ομάδες δεν έχουν υιοθετήσει διαιτητικές συστάσεις, επειδή οι ειδικοί λένε ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα προτού συνταγογραφήσουν μια συγκεκριμένη δίαιτα για την ψυχική υγεία. Αλλά οι ειδικοί ψυχικής υγείας έχουν αρχίσει να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να υιοθετήσουν συνήθειες όπως η άσκηση, ο ύπνος μετά μουσικής, μια υγιεινή για την καρδιά δίαιτα και η αποφυγή καπνίσματος, που ίσως μειώσει τη φλεγμονή και έχει πλεονεκτήματα για τον εγκέφαλο. Το Διεθνές Βασιλικό Κολέγιο Ψυχιάτρων της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας δημοσίευσε οδηγίες κλινικής εξάσκησης, ενθαρρύνοντας τους γιατρούς να θέσουν επί τάπητος τη δίαιτα, την άσκηση και το κάπνισμα πριν ξεκινήσουν την αγωγή στους ασθενείς ή την ψυχοθεραπεία.

ΠΗΓΗ:

Why do some men insult their partners?



Men who habitually insult their wives or girlfriends do so, somewhat paradoxically, as part of a broader strategy to prevent them from leaving for someone else – what evolutionary psychologists call ‘mate retention’.

Steve Stewart-Williams and colleagues asked 245 men (average age 29 years) to report how many times in the last month they had insulted their partner using one or more examples from a list of 47 insults, arranged into 4 categories: physical insults, insults about personal value or mental capacity (e.g. “I called my partner an idiot”), accusations of sexual infidelity, and derogating their value as a person (e.g. “I told my partner she will never amount to anything”).

The men were also asked to report their use of 104 mate-retention behaviours, such as whether they became jealous when their partner went out without them, and whether they checked up on where their partner said they would be at a given time.

The men who insulted their partners more also tended to engage in more mate-retention behaviours. A similar association was found in a second experiment in which a separate sample of 372 women were asked to say how often their partners insulted them, and how often they engaged in mate-retention behaviours. The researchers said insults might serve a mate-retention function, by making a “woman feel that she cannot secure a better partner, with the result that she is less likely to defect from the relationship.”

Past research has shown that men who engage in mate-retention behaviours are more likely to be violent towards their partners. This study appears to support that research by showing that such men are also more likely to use what might be considered verbal violence.

The researchers said that future research should also focus on the extent of women’s use of partner-directed insults and the function they serve.

SOURCE:

Tuesday, 13 July 2021

Why Do Some People Without Mental Health Problems Experience Hallucinations? Replication Study Casts Doubt On Previous Theories




By Emma Young

Hallucinations are a common symptom of schizophrenia and related disorders, but mentally well people experience them, too. In fact, work suggests that 6-7% of the general population hear voices that don’t exist. However, exactly what predisposes well people to experience them has not been clear. Now a major new study of 1,394 people native to 46 different countries, led by Peter Moseley at Northumbria University, provides support for two hypotheses from earlier, smaller studies — namely, that a history of childhood trauma and a propensity to hear non-existent speech among background noise are both associated with experiencing hallucinations — but does not support three others.

“In terms of reproducibility, these results may be a cause for concern in hallucinations research (and cognitive and clinical psychology more broadly),” writes the team in their paper in Psychological Science. In firming up a few ideas, the work does, though, help to clarify what aspects of cognition as well as past experience are — and are not — linked to being more prone to hallucinations.

The participants came into one of 11 data collection labs (in the UK, France, the Netherlands, the Czech Republic, Canada, Norway and Australia) or participated online. They completed two scales that measured hallucinatory experiences, such as hearing, seeing or smelling something when there was nothing to explain those perceptions. They also reported on incidences of childhood trauma (being regularly criticised by a parent, for example). And they completed a series of tasks that tapped into cognitive processes identified in earlier work as being linked to hallucinations in the general population, as well as in patient groups.

The team found that experience of childhood trauma and performance on just the “auditory signal detection task” was linked to hallucinations. That task (which was completed by only the 594 participants who visited the labs) measured the participants’ ability to tell whether or not brief clips of speech had been played during longer bursts of noise. Those who scored higher on the hallucinatory scales had a higher false alarm rate — they were more likely to report hearing a voice when none was present. This data supports the previously proposed idea that hallucinations are linked to the brain over-relying on expectations of what will be perceived, vs actual sensory input. A higher false alarm rate on this kind of task is also seen in patients with schizophrenia, as is a history of adverse experiences in childhood.

However, in contrast to what has been found for patient groups and smaller, earlier studies of the general population, there was no association between hallucinatory experiences and results on tests of “dichotic listening” (which assessed the degree to which language processing was lateralised), “source memory” (remembering whether they’d actually heard or only imagined hearing various words) or verbal working memory. So, it seems that for well people who hallucinate, a failure to distinguish between what they have imagined vs what they have actually sensed, for example, doesn’t seem to be a cause. This adds to recent doubts about the idea of a “continuum model” for voice-hearing, which theorises that patients are simply further along the same voice-hearing spectrum as people in the general population who hear voices.

However, given the previously small sample sizes, lack of standardisation of studies on patients, and sparsity of direct replications, it’s hard to be sure whether hallucinations in well vs mentally unwell people have fundamentally different causes. “Further preregistered studies with large samples in these groups are needed,” the team writes. That work would not only help to further address the reproducibility issues in this field of research, but hopefully also clarify the mechanisms underlying hallucinations in general.

SOURCE:

Sunday, 11 July 2021

Ο ρόλος της εξωτερικής εμφάνισης στην επιλογή ερωτικού συντρόφου

Η εξωτερική εμφάνιση, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον. Η ομορφιά εξυμνείται μέσα από τις τέχνες για χιλιετίες, ενώ η εφεύρεση της φωτογραφίας, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης αλλά και η κυκλοφορία περιοδικών ομορφιάς την ανέδειξαν ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, αυτό που διαφέρει στις μέρες μας, είναι ότι μέσα από τη δυνατότητα που μας δίνουν η σύγχρονη τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο καθένας από εμάς, μπορεί, πλέον, να προβάλει την «ομορφιά» και τη σεξουαλικότητα του. Η ομορφιά είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που πέρα από το θαυμασμό και την έλξη που προκαλεί, αποτελεί κίνητρο προσέγγισης αλλά και σύναψης ερωτικού δεσμού. Αυτό, όμως, που θεωρούμε «ωραίο» ή ελκυστικό, εξαρτάται από τις επιμέρους υποκειμενικές προτιμήσεις του κάθε ατόμου αλλά και από τις διαφορετικές πολιτισμικές και κοινωνικές παραμέτρους της εκάστοτε κοινωνίας.

Ως κριτήριο για την επιλογή ή απόρριψη ενός ερωτικού παρτενέρ, η εξωτερική εμφάνιση συνδέεται στενά με τον όρο «σεξουαλική επιλογή». Η σεξουαλική επιλογή, σύμφωνα με τους εξελικτικούς επιστήμονες, αναφέρεται σε μια μορφή «φυσικής επιλογής», όπου τα μέλη ενός βιολογικού φύλου επιλέγουν να «ζευγαρώσουν» με το αντίθετο φύλο, ενώ, παράλληλα, ανταγωνίζονται με άλλα μέλη του ιδίου φύλου για να τα αποκλείσουν από το να προσεγγίσουν το μέλος που εκείνα έχουν επιλέξει. Στη διαδικασία της σεξουαλικής επιλογής φαίνεται ότι επιδρούν ατομικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής εμφάνισης τα οποία ονομάζονται δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά και σε αυτά επιδρούν διάφορες γεννητικές ορμόνες, όπως η τεστοστερόνη και τα οιστρογόνα.



Αυτά τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής εμφάνισης αποτελούν «σήματα» γονιμότητας και υγείας. Συγκεκριμένα, μια σειρά από έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο πέρας των τελευταίων δεκαετιών, αναφέρουν ότι για τους άνδρες πιο ελκυστικές είναι οι γυναίκες με χαμηλότερο ύψος από εκείνους και όσες διαθέτουν συμμετρικό πρόσωπο, πληθωρικό στήθος και χείλη, καθώς και χαμηλή αναλογία μέσης προς ισχίο. Αντίστοιχα και οι γυναίκες θεωρούν πιο ελκυστικούς άνδρες ψηλότερους από τις ίδιες, με υψηλό βαθμό συμμετρίας και αρρενωπά χαρακτηριστικά προσώπου, φαρδείς ώμους, σχετικά στενή μέση και κορμό σχήματος V. Τα χαρακτηριστικά αυτά, λοιπόν, αποτελούν ένα είδος επικοινωνίας μεταξύ των επίδοξων ερωτικών συντρόφων και απαντούν σε δυο βασικά ερωτήματα: α) πώς το άτομο «προωθεί» την αξία του ώστε να αποτελέσει πόλο έλξης, και β) πώς το ίδιο επιλέγει , εν τέλει, τον ερωτικό σύντροφο με την υψηλότερη αξία για εκείνο.

Παρόλα αυτά, είναι η εξωτερική εμφάνιση το πιο βασικό κριτήριο για την επιλογή συντρόφου; Οι άνδρες φαίνεται πως εκτιμούν και αναγνωρίζουν την εξωτερική εμφάνιση περισσότερο από τις γυναίκες, παρόλο που διάφορες μελέτες υπογραμμίζουν ότι και για τα δύο φύλα η εμφάνιση είναι εξίσου σημαντική. Ενδεχομένως, τη θεωρούμε προσόν και για λόγους που δε συνδέονται με την εξελικτική πορεία του ανθρώπινου είδους. Ένας από αυτούς, είναι ότι συνδέουμε μια ευχάριστη εμφάνιση με περισσότερες αρετές. Για παράδειγμα, οι ελκυστικοί άνθρωποι αναμένεται να είναι πιο χαρούμενοι και να έχουν περισσότερες ευχάριστες εμπειρίες ζωής. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο καθένας μας μπορεί να επιθυμήσει να συνοδεύεται από ένα ελκυστικό άτομο, η ομορφιά για τους περισσότερους χρειάζεται μια οριοθέτηση. Αυτό σημαίνει, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προτιμούν για ερωτικούς συντρόφους άτομα που είναι σε υπερβολικό βαθμό ελκυστικά ή όμορφα. Αντίθετα, αποζητούν να είναι επαρκώς ελκυστικά για τους ίδιους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εκείνοι που εξαρχής δεν ενδιαφέρονται για την εξωτερική εμφάνιση του άλλου ατόμου, αφού θεωρούν πρωταρχικής σημασίας άλλες αρετές, όπως η συναισθηματική επαφή, η επικοινωνία, η εμπιστοσύνη και η ασφάλεια.

Η εξωτερική εμφάνιση, λοιπόν, είναι εκείνη που κυριαρχεί ανάμεσα στους λόγους που μας ωθούν στην επιλογή ερωτικών και σεξουαλικών συντρόφων. Επιλέγουμε τα πιο ελκυστικά -για εμάς- άτομα βασιζόμενοι στα δικά μας κριτήρια, όπως έχουν διαμορφωθεί από πολλαπλούς παράγοντες. Βέβαια, ανεξαρτήτως του προσωπικού μας επιπέδου νοηματοδότησης του ελκυστικού, όσο γνωρίζουμε τον άλλο, ξεκινούν να μας «προκαλούν» και άλλες ιδιότητες, για παράδειγμα, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Έτσι, η έλξη που αισθανόμαστε μεγαλώνει και γίνεται βαθύτερη, με αποτέλεσμα, η φυσική ελκυστικότητα να διαδραματίζει λιγότερο σημαντικό ρόλο, τόσο στη δημιουργία όσο και τη διατήρηση μιας συντροφικής σχέσης.

Βασιλειάδης Ηλίας

ΠΗΓΗ:

Wednesday, 7 July 2021

Ο ήλιος πέφτει, η γυμναστική έρχεται



Πρωινή ή απογευματινή άσκηση; Ποια είναι πιο επωφελής για τη μεταβολική μας υγεία, για τη διάθεσή μας και τη λειτουργία του οργανισμού;


Απόδοση: Μυρτώ Κατσίγερα



Η απογευματινή άσκηση μπορεί να είναι πιο δραστική για τη βελτίωση της μεταβολικής υγείας από ό,τι η πρωινή γυμναστική, σύμφωνα με μια νέα χρήσιμη μελέτη του χρονισμού της άσκησης (exercise timing). Η μελέτη, που στράφηκε σε διατροφές υψηλών λιπαρών και υπέρβαρους άνδρες, διαπίστωσε ότι η γυμναστική αργά μέσα στη μέρα μετρίασε τις ανεπιθύμητες επιπτώσεις μιας λιπαρής διατροφής στην υγεία, ενώ η πρωινή γυμναστική όχι.

Η μελέτη συμπεριέλαβε μόνο άνδρες που είχαν διατροφή υψηλή σε λιπαρά, αλλά προσθέτει στα συνεχώς αυξανόμενα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο χρονισμός της άσκησης έχει βαρύνουσα σημασία και το ότι, για πολλούς από εμάς, το να γυμναζόμαστε αργότερα μέσα στη μέρα μπορεί να έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα.

Παρότι μπορεί να μη γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτές, οι διεργασίες που γίνονται μέσα στο σώμα μας ακολουθούν ένα βεβαρημένο κιρκάδιο πρόγραμμα. Οι ιστοί μας περιέχουν κυτταρικά ρολόγια που συντονίζουν τα διάφορα βιολογικά συστήματα, που προκαλούν αυξομειώσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς και στην πείνα μας, στους παλμούς, στη θερμοκρασία του σώματος, στη νύστα, τη γονιδιακή έκφραση, τη μυϊκή δύναμη, την κυτταρική διαίρεση, την κατανάλωση ενέργειας και άλλες διαδικασίες.

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΑΣ ΡΟΛΟΪ

Ο τρόπος λειτουργίας αυτών των εσωτερικών ρολογιών παραμένει αινιγματικός. Όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι μπορούν να αναπροσαρμοστούν από μόνα τους, βάσει σύνθετων σημάτων που έρχονται μέσα και έξω από το σώμα μας. Το πιο προφανές είναι ότι συγχρονίζονται με το φως και τον ύπνο. Αλλά ρυθμίζονται επίσης και με βάση τα γεύματα, που σημαίνει ότι το πότε τρώμε και το τι τρώμε μπορεί να επηρεάσει την υγεία και τον μεταβολισμό μας.

Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ο χρονισμός της άσκησης ρυθμίζει με τον ίδιο τρόπο τα εσωτερικά ρολόγια. Αλλά τα αποτελέσματα των αντίστοιχων μελετών είναι αντιφατικά. Κάποιες δείχνουν ότι η γυμναστική πριν από το πρωινό καίει περισσότερο λίπος από ό,τι η απογευματινή ή η βραδινή γυμναστική. Άλλες καταλήγουν στο αντίθετο συμπέρασμα. Και κάποια πρόσφατα πειράματα δείχνουν ότι η έντονη άσκηση νωρίς το πρωί εμποδίζει τον καλό χειρισμό του σακχάρου στο αίμα, ενώ, όταν τα ίδια προγράμματα γυμναστικής ακολουθούνται αργότερα, εξομαλύνουν τις ξαφνικές ανόδους του σακχάρου και βελτιώνουν τη μεταβολική υγεία, που μπορεί να έχει συγκεκριμένα οφέλη για την υγεία της καρδιάς και τον έλεγχο του διαβήτη τύπου 2.

Όμως, οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες επικεντρώθηκαν σε έναν τύπο άσκησης και σπάνια ήλεγχαν τα γεύματα των συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, καθιστώντας πιο δύσκολο τον διαχωρισμό ανάμεσα στις επιδράσεις του χρονισμού της άσκησης και στα αποτελέσματα που μπορεί να προέκυψαν ανάλογα με το τι και πότε έτρωγαν οι συμμετέχοντες.
Η ΜΕΛΕΤΗ

Έτσι, στο πλαίσιο της νέας μελέτης, που δημοσιεύτηκε τον Μάιο στο περιοδικό Diabetologia, oι επιστήμονες που συνεργάζονται με το Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία Μαίρη Μακίλοπ στο Αυστραλιανό Καθολικό Πανεπιστήμιο στο Φίτζροϊ και με άλλα ιδρύματα, ξεκίνησαν με σκοπό να ελέγξουν τη διατροφή των συμμετεχόντων ενόσω ρύθμιζαν τον χρονισμό άσκησής τους.


Ξεκίνησαν επιλέγοντας 24 υπέρβαρους Αυστραλούς άνδρες με καθιστική ζωή (χωρίς να συμπεριλαμβάνουν γυναίκες, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο ζητήματα που σχετίζονται με τoν εμμηνορρυσιακό κύκλο τους). Οι επιστήμονες προσκάλεσαν αυτούς τους εθελοντές στο εργαστήριο, ήλεγξαν την αεροβική τους φυσική κατάσταση, τη χοληστερίνη, τους μηχανισμούς ελέγχου του σακχάρου και άλλες πτυχές της υγείας· τους ρώτησαν για τις διατροφικές τους συνήθειες και έπειτα προγραμμάτισαν γι’ αυτούς διανομές γευμάτων.

Τα γεύματα αποτελούνταν από περίπου 65% λιπαρά, εφόσον οι ερευνητές ήθελαν να μάθουν πώς ο χρονισμός άσκησης μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό του λίπους, καθώς και τους μηχανισμούς ελέγχου του σακχάρου. Οι εθελοντές έφαγαν τα λιπαρά φαγητά και τίποτε άλλο για πέντε ημέρες και επισκέφθηκαν το εργαστήριο για περισσότερες εξετάσεις. Έπειτα, οι επιστήμονες τους χώρισαν σε τρεις ομάδες. Η μία θα ξεκινούσε να γυμνάζεται κάθε μέρα στις 6.30 το πρωί, η άλλη στις 6.30 το απόγευμα και η τελευταία θα παρέμενε καθιστική, ως ομάδα ελέγχου.

Οι ρουτίνες γυμναστικής ήταν ολόιδιες, αναμειγνύοντας σύντομες και έντονες διαλειμματικές προπονήσεις σε στατικά ποδήλατα τη μία μέρα, με πιο εύκολα και μεγαλύτερης διάρκειας προγράμματα γυμναστικής την επόμενη. Οι συμμετέχοντες γυμνάστηκαν για πέντε συνεχόμενες ημέρες, ενώ συνέχιζαν την υψηλή σε λιπαρά διατροφή. Μετά, οι ερευνητές έκαναν ξανά τις αρχικές εξετάσεις.

Τα αποτελέσματα ήταν κάπως ανησυχητικά. Μετά τις πρώτες πέντε ημέρες λιπαρής διατροφής, η χοληστερίνη των ανδρών είχε ανέβει, ιδιαίτερα η τιμή της LDL χοληστερίνης, του πιο ανθυγιεινού τύπου. Επίσης το αίμα τους περιείχε τροποποιημένα επίπεδα ορισμένων μορίων που σχετίζονται με μεταβολικά και καρδιαγγειακά προβλήματα, με τις αλλαγές να υποδηλώνουν μεγαλύτερους κινδύνους για καρδιακά νοσήματα.

Εν τω μεταξύ, η γυμναστική νωρίς το πρωί δεν περιόρισε σημαντικά αυτές τις επιδράσεις. Οι συμμετέχοντες που γυμνάζονταν τα πρωινά είχαν την ίδια αυξημένη χοληστερίνη και τα ίδια ανησυχητικά μοριακά μοτίβα στο αίμα τους με την ομάδα ελέγχου.

Από την άλλη, η απογευματινή άσκηση μετρίασε τις χειρότερες επιπτώσεις της κακής διατροφής. Οι εθελοντές που γυμνάζονταν το απόγευμα είχαν στο αίμα τους χαμηλότερα επίπεδα χοληστερίνης μετά τις πέντε προπονήσεις, καθώς και βελτιωμένα μοτίβα των μορίων που σχετίζονται με την καρδιαγγειακή υγεία. Επίσης, όλως παραδόξως, ανέπτυξαν καλύτερο έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα τα βράδια μετά τη γυμναστική τους, όσο κοιμούνταν, σε σύγκριση με καθεμία από τις υπόλοιπες ομάδες.

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το συμπέρασμα από αυτά τα αποτελέσματα είναι ότι «η απογευματινή άσκηση αντέστρεψε ή μετρίασε κάποιες από τις αλλαγές» που συνόδευσαν την υψηλή σε λιπαρά διατροφή, τονίζει η Τρίνε Μόχολτ, επιστήμονας της άσκησης στο Νορβηγικό Πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας, που ηγήθηκε της μελέτης στην Αυστραλία ως επισκέπτρια ερευνήτρια. «Η πρωινή άσκηση δεν έκανε κάτι τέτοιο».

Αυτή η μελέτη δεν μας λέει πώς ή γιατί η απογευματινή γυμναστική ήταν πιο αποτελεσματική στο να βελτιώσει τη μεταβολική υγεία, αλλά η Μόχολτ υποπτεύεται ότι έχει μεγαλύτερη επίδραση στα μοριακά ρολόγια και στη γονιδιακή έκφραση σε σύγκριση με την πρωινή γυμναστική. Αυτή και οι συνάδελφοί της ελπίζουν να ερευνήσουν τα ζητήματα αυτά σε επόμενες μελέτες.

Για την ώρα, προειδοποιεί ότι αυτή η μελέτη επ’ ουδενί υποστηρίζει ότι η πρωινή γυμναστική δεν είναι καλή για εμάς. Σε ό,τι αφορά τους άνδρες που γυμνάζονταν, λέει, βελτιώθηκε η αερόβια φυσική τους κατάσταση, ανεξάρτητα από το πότε έκαναν τις προπονήσεις. «Ξέρω ότι ο κόσμος το γνωρίζει αυτό», τονίζει, «αλλά οποιαδήποτε άσκηση είναι καλύτερη από το να μη γυμναζόμαστε καθόλου». Όμως, η απογευματινή άσκηση μπορεί να έχει μοναδικά οφέλη για τη βελτίωση του μεταβολισμού του λίπους και του μηχανισμού ελέγχου του σακχάρου.

ΠΗΓΗ:

Kids As Young As Five Underestimate How Much Their Peers Like Them




By Emma Young

A striking paper in Psychological Science in 2018 revealed consistent evidence for the “liking gap” — that other people like us more than we think. Now, for the first time, researchers have looked at how this phenomenon arises during childhood. The study, led by Wouter Wolf at Duke University, US, on children aged 4 to 11, found that the liking gap emerged by around 5, and then grew wider with age. The findings have theoretical but also practical implications: parents and teachers can reassure kids that their judgements about what their peers think of them are likely to be overly negative, which could be of particular help to those who are worried about their relationships with classmates.

Wolf and his colleagues recruited pairs of children who didn’t know each other from a local museum and other events. They first spent five minutes building a tower together. Then each child used a seven-item emoticon scale, which ranged from a crying face to a beaming face, to rate their feelings about the other child (how much they liked the other boy or girl, wanted to play with them again, and wanted them to be their friend) and to indicate what ratings they thought their partner would give them. The difference between a child’s perceptions of their partner’s ratings of them and their partner’s actual ratings gave a “liking gap” score for each participant.

Data on a total of 261 children were included in the analysis. The gender make-up of the pairs made no difference to the results. However, age did: a liking gap appeared by around the age of five, and was more extreme as age increased.

The causes for the gap among the youngest and older children were different, though. When the gap first emerged, it was driven by more positive partner evaluations — five-year-olds liked other kids more than four-year-olds did. The team thinks this reflects greater exposure to children (kindergarten enrolment is mandatory at five in the area of the US where the study was conducted), which could reduce anxiety about strangers and make social interactions more enjoyable.

The expansion of the liking gap after age five was driven by something different, however: as they grew older, the kids had increasingly less positive perceptions of their partner’s feelings about them. “This suggests that after the emergence of the liking gap between ages four and five, its subsequent development is primarily driven by increased social concern with other people’s evaluations of the self,” the team writes.

This would fit with other work finding that children develop a more complex theory of mind around age six, when they also start to become more concerned about the impression they are making on others. They may start to realise, for example, that another child might be being friendly because they want to come across as friendly and likeable, rather than because that other child is genuinely enjoying their company. As the gap widened with age, this suggests that, up to 11, at least, children become less certain about what another child’s behaviour really signals.

Individual differences might influence the scale of an individual’s liking gap. “It is not implausible that, in some cases, shyness, social anxiety or insecure attachment could be a manifestation or a consequence of a relatively high discrepancy between how much children like other people and how much they think other people generally like them back,” the team notes.

Clearly, more work is needed to explore this. But perhaps simply explaining the existence of the liking gap to kids might be one way to improve how children feel about their interactions with their peers, especially with strangers — when joining a new school, say. That’s a study I’d really like to see.

SOURCE:

Saturday, 3 July 2021

Η Pfizer διευρύνει την έρευνά της για τα εμβόλια στους εφήβους





Η αμερικανική φαρμακοβιομηχανία Pfizer Inc ανακοίνωσε σήμερα ότι θα ξεκινήσει κλινικές δοκιμές του εμβολίου της για την Covid-19 σε μια μεγαλύτερη ομάδα παιδιών κάτω των 12 ετών, αφού είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει μια χαμηλότερη δόση του εμβολίου σε ένα προγενέστερο στάδιο της κλινικής δοκιμής.


Στην μελέτη θα λάβουν μέρος έως και 4.500 παιδιά σε περισσότερες από 90 κλινικές στις ΗΠΑ, τη Φινλανδία, την Πολωνία και την Ισπανία, ανέφερε η εταιρεία.

Βασιζόμενη στην ασφάλεια, την ανοχή και την ανοσοαπόκριση που ανέπτυξαν 144 παιδιά κατά την κλινική μελέτη φάσης 1 του διδοσικού εμβολίου, η Pfizer ανέφερε ότι θα προχωρήσει στη δοκιμή χορήγησης μιας δόσης 10 μικρογραμμαρίων σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 5 έως 11 ετών και 3 μικρογραμμαρίων για την ηλικία ομάδα 6 μηνών έως 5 ετών.

Το εμβόλιο – που παρασκεύασαν η Pfizer και η γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας BioNTech – έχει εγκριθεί για χρήση σε παιδιά ηλικίας από 12 ετών στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Τα παιδιά λαμβάνουν την ίδια δόση με τους ενήλικες: 30 μικρογραμμάρια.


Σχεδόν 7 εκατομμύρια έφηβοι έχουν λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου αυτού στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων.

Ο εμβολιασμός των παιδιών και των νέων θεωρείται κρίσιμο βήμα στο δρόμο για την επίτευξη της «ανοσίας της αγέλης» και την εξάλειψη της πανδημίας της Covid-19.

Ωστόσο, επιστήμονες στις ΗΠΑ και αλλού μελετούν την πιθανότητα σύνδεσης μεταξύ εμφάνισης μυοκαρδίτιδας μετά την χορήγηση εμβολίων τεχνολογίας mRNA, ιδιαίτερα σε νέους. Τόσο τα εμβόλια της Pfizer όσο και της Moderna Inc. είναι τεχνολογίας mRNA.

Το υπουργείο Υγείας του Ισραήλ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι εντόπισε μικρό αριθμό περιπτώσεων φλεγμονής στον καρδιακό μυ σε εμβολιασθέντες με το σκεύασμα της Pfizer για την Covid-19, κυρίως σε νέους άνδρες, μια πάθηση που ενδέχεται να συνδέεται με το εμβόλιο. Τα περιστατικά ήταν σε γενικές γραμμές ήπιας μορφής και σύντομης διάρκειας.


Η Pfizer τόνισε ότι έλαβε γνώση των ισραηλινών καταγραφών μυοκαρδίτιδας και ότι δεν έχει αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια με το εμβόλιο.

ΠΗΓΗ:

Can’t Buy Happiness? Research On Money, Digested




By Emma Young

Poverty can have long-lasting psychological effects. But for people who live above the poverty line, expectations about how much money we should have or need, as well as decisions about what to spend our money on and what to save for the future, can all affect psychological wellbeing, too. However, some well-worn ideas about this are being challenged, as we explore here.

Is it true that money can’t buy you happiness?

Received wisdom is that it can’t — at least, so long as your income already covers your basic needs plus a few conveniences, such as a car, perhaps. But according to a recent paper in PNAS, this is not correct. Matthew A. Killingsworth at the University of Pennsylvania analysed data from more than 33,000 employed adults in the US, who had been asked to report on their own wellbeing at random timepoints via a smartphone app. Contrary to the findings of some highly influential earlier work, the analysis of over 1.7 million reports found no evidence for a “wellbeing plateau” above an income level of US$75,000 a year. Instead, Killingsworth found that wellbeing rose with income, with incomes in this study ranging from US$15k a year to over US$480,000. “This suggests that higher incomes may still have potential to improve people’s day-to-day wellbeing,” even in wealthy countries, he writes.

However, it’s worth stressing that the data shows that wellbeing increases by a similar amount every time income is doubled — so an increase of $30,000 to $60,000, for example, is associated with a much bigger rise in happiness than an increase of $120,000 to $150,000.

What should you buy to maximise happiness?

Not more things, according to most research — but there’s a caveat to this, which we’ll get to shortly.

Certainly, there’s plenty of evidence that buying experiences rather than possessions makes for greater wellbeing. For example, in 2020, a team that included Killingsworth but which was led by Amit Kumar at the University of Texas, Austin reported a study of 2,635 US-based adults, who received regular texts during the day asking about their current emotions and any purchases. The researchers found that people were happier when spending on experiences, such as attending a sporting event or eating at a restaurant, than when buying goods that cost the same amount, such as jewellery or clothing.

Another study, published in Social Psychological and Personality Science, reported that although most people say they would choose to have more money over more time, participants who chose money reported being happier (the participants’ household income and free time were taken into account in this analysis). The team did also find that happier people are more likely to choose more time vs more money. But their analysis suggests that the effect does work in both directions, with a prioritization of time vs money and greater happiness boosting each other. (The participants in this study were thousands of Americans representing a range of ages, income levels and occupations.)

However, there is also evidence that buying experiences and time really only makes you happier than buying objects if you’re already reasonably well-off, compared with those around you. As we reported in 2018, research (yet again in the US) has shown that less well-off people get just the same — if not more — happiness from buying objects.

How does income disparity affect happiness?

People living in areas where incomes are more similar tend to report greater wellbeing — and this holds not just for overall high-income regions, such as Scandinavian countries, but regions where money isn’t used much at all.

There’s plenty of research finding that it’s not so much how much we earn (above a basic level) but how much we earn compared with those around us that affects wellbeing. In one recent study of this, a pair of researchers analysed decades worth of data from the US and also several western European countries, including the UK. They found that, in Europe especially, rising levels of income inequality were associated with higher levels of happiness — up to a critical point. Beyond that point, happiness dropped.

The researchers think that limited inequality is encouraging — people see that some social mobility is possible and expect that they might achieve it themselves. However, when income inequality becomes too high, “more aspiring individuals may replace their upward mobility dream with despair and feel jealous of the rich”.

“Too high” was notably higher for the US than for Europe. The researchers think this could be because even though there is lower social mobility and also greater income inequality in the US compared with western Europe, Americans are greater believers in the possibility of social mobility.

One last note on income inequality: highlighting it can of course be important. Certainly, there’s work finding that visible reminders of inequality can make disadvantaged people more likely to want to do something about it.

What about giving money away….

Throughout human history and across cultures, humans have helped one another in times of need — that, at least, is the message from the influential Human Generosity Project. Anthropological studies of a wide range of communities suggest that we are generous by nature. Though this research has focused on generosity within communities, we are of course also motivated to give anonymously, in the form of charitable donations. Studies in this field have found that giving boosts happiness, and also that happier people give more, creating a virtuous spiral of increasing benefits.

Other studies have investigated the factors that influence our decisions to give to charities. A 2019 paper in Nature Communications, which analysed millions of dollars of donations given via the GoFundMe Platform, found that donors gave significantly more to people who shared their surname. Also, men and women donated more at times when donors of the opposite sex were visible on the screen.

That same year, we reported on a study finding that simple “moral nudges” encourage people to donate much more to charity. Nudging people to reflect on what was the morally “right thing” to do increased actual donations by close to half.

….And keeping hold of it?

You really want to save for a deposit on a flat, or for your retirement — but that ridiculously expensive dress, or shirt, or holiday is just so appealing. Most of us have experienced feelings like this. It is much harder to put money away for the future than it is to spend it now. Finding ways to close the gap that we feel between our present and future selves should help, in theory. And a questionnaire that got participants in Portugal to think more about their own future ageing did prompt them to invest more in retirement funds, reports a 2018 study in the Journal of Applied Social Psychology.

Other groups have looked at different practical ways to encourage people to save. In 2020, a team led by Hal Hershfield at UCLA reported a study of thousands of new users of a financial technology app. They found that suggesting smaller, more regular deposits vs larger, less regular ones encouraged less well-off people to save. In this US study, three times as many people in the highest, compared with the lowest, income bracket signed up to make a $150 deposit each month. When this was framed as $5 per day instead, the difference in participation was eliminated (even though the total savings for each individual were, of course, the same).

There’s also evidence that some personality traits put you at greater risk of financial hardship and even bankruptcy. Perhaps surprisingly, one of these traits is agreeableness. The reason, according to the team behind this 2018 report, is that agreeable people value money less, and so are more likely to mismanage their own. “The relationship was much stronger for lower-income individuals, who don’t have the financial means to compensate for the detrimental impact of their agreeable personality,” commented co-author Joe Gladstone at UCL.

This article also appears in the summer issue of The Psychologist magazine.

SOURCE: