Tuesday, 21 December 2021

Watching A Lecture Twice At Double Speed Can Benefit Learning Better Than Watching It Once At Normal Speed



By Emma Young

Watching lecture videos is now a major part of many students’ university experience. Some say they prefer them to live lectures, as they can choose when to study. And, according to a survey of students at the University of California Los Angeles, at least, many students also take advantage of the fact that video playback can be sped up, so cutting the amount of time they spend on lectures. But what impact does sped-up viewing have on learning? The answer, according to a new paper in Applied Cognitive Psychology, is, within some limits, none. In fact, if used strategically, it can actually improve learning. However, what students think is going to be the best strategy isn’t actually what’s most beneficial, Dillon Murphy at UCLA and colleagues also report.

First, the team assigned 231 student participants to watch two YouTube videos (one on real estate appraisals and the other on the Roman Empire) at normal speed, 1.5x speed, 2x speed or 2.5x speed. They were told to watch the videos in full screen mode and not to pause them or take any notes. After each video, the students took comprehension tests, which were repeated a week later. The results were clear: the 1.5x and 2x groups did just as well on the tests as those who’d watched the videos at normal speed, both immediately afterwards and one week on. Only at 2.5x was learning impaired.

When the team surveyed a separate group of UCLA students, they found that a massive 85% usually watched pre-recorded lectures at faster than normal speed. However, 91% said they thought that normal speed or slightly faster (1.5x) would be better for learning than 2x or 2.5x. These new results certainly suggest that this isn’t right: double-time viewing was just as good as normal viewing. It seems, then, that as long as the material can still be accurately perceived and comprehended, it’s okay to speed up playback.

So, a student could just watch videos at 2x speed and halve their time spent on lectures….Or, according to the results of other studies reported in the paper, they could watch a video at 2x normal speed twice, and do better on a test than if they’d watched it once at normal speed. The timing mattered, though: only those who’d watched the 2x video for a second time immediately before a test, rather than right after the first viewing, got this advantage.

The team also explored whether watching the videos at different speeds on separate occasions — initially at normal speed but then at double time, or vice versa — might make a difference to test performance immediately afterwards or a week later. Though 76% of the participants in this study said they thought watching first at normal speed then rewatching at double time would be best for learning, the order actually made no difference to test results. “Thus, although students may prefer certain study schedules or techniques, there are instances where their beliefs about self-regulated learning do not enhance learning outcomes,” the team writes.

The results offer some guidance for students at US universities considering the optimal revision strategy. In a standard college course, a midterm exam might test on material contained in 10 hours’ of lecture videos. So a student might want to watch them in double time when they are released and then again in double time just before the exam. However, the team did only look at one-week delays between video watching and testing, so this would need to be explored in further research.

The researchers do also add a few caveats. While 2x viewing was fine for learning about the material in their studies — real estate appraisals and the Roman Empire — perhaps it might not work for more complex subject matter; again, only more research will tell.

But as so many students do report watching at faster than normal speeds anyway, this work is clearly helpful: it suggests that as long as it’s not more than 2x faster, it’s far from being a bad idea.

SOURCE:

Thursday, 16 December 2021

Εφηβεία-Η ηλικία των “μαχών”




Όλοι όσοι γίνονται γονείς, τρέμουν την εποχή εκείνη κατά την οποία το παιδί τους θα μπει στη εφηβεία και προσπαθούν να προετοιμαστούν κατάλληλα.Τείνουμε όλοι να πιστεύουμε ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη ηλικιακή φάση ενός παιδιού, το πέρασμα στην ενήλικη ζωή, που – όπως κάθε μεταβατική περίοδος – έχει τις δυσκολίες της. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά όσο νομίζουμε, όχι αν έχουμε μια ισορροπημένη και υγιή σχέση με τα παιδιά μας, από την παιδική τους ήδη ηλικία.Θα πρέπει καταρχήν να διαχωρίσουμε τι θεωρείται ως “φυσιολογική εφηβική αντίδραση” και τι όχι.Δηλαδή, καλό είναι να μην δικαιολογούμε τα πάντα υπό το πρίσμα της λογικής “εφηβεία είναι, θα περάσει”. Τα παιδιά πολλές φορές σε αυτή την ηλικία (από 12 ως 18 ετών), έχουν βίαια ξεσπάσματα και παράλογη συμπεριφορά, που δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι βρίσκονται στην εφηβεία, αλλά κρύβουν άλλες αιτίες προβληματικής συμπεριφοράς και πρέπει να αντιμετωπιστούν ανάλογα.


Φυσιολογικές εφηβικές συμπεριφορές θεωρούνται οι εξής:

Απομόνωση. Ο έφηβος αρέσκεται να κλείνεται στο δωμάτιό του, κάνοντας πράγματα που τον ευχαριστούν (ακούει μουσική δυνατά, ασχολείται με τον υπολογιστή, μιλάει στο τηλέφωνο κ.α.), τα οποία όσο κι αν εμάς μας φαίνονται παράλογα, θα πρέπει να του αφήσουμε το χώρο και τον χρόνο για να τα απολαμβάνει.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί του να περνάμε κάποιες ώρες μαζί και μια καλή ευκαιρία γι αυτό είναι η ώρα του φαγητού ή μια αξιόλογη ταινία στην τηλεόραση που θα προτείνουμε να παρακολουθήσουμε παρέα με τα παιδιά.

Τις υπόλοιπες ελεύθερες ώρες του όμως αφήνουμε τον έφηβο να τις διαθέσει όπως εκείνος νομίζει.

Αναίτιος εκνευρισμός. Το μέχρι πρότινος ήρεμο και υποταγμένο παιδί μας έχει μεταμορφωθεί σε έναν ευερέθιστο νέο που εκνευρίζεται με το παραμικρό, μας αντιμιλάει και μας βάζει τις φωνές.

Πολλές φορές δείχνει να μην είναι ευχαριστημένος με τίποτα, με αποτέλεσμα να νιώθουμε πως δε μπορούμε να τον ικανοποιήσουμε ό,τι και να κάνουμε. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αποδεχτούμε: πραγματικά δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα και καλό είναι να μην προσπαθούμε καν. Ο έφηβος δε θέλει κανάκεμα, θέλει αποφασιστικές λύσεις – αν υπάρχουν και αποστασιοποίηση.

Δεν μπαίνουμε στη διαδικασία να τσακωθούμε μαζί του, λέμε την άποψή μας σταθερά κι όσο κι αν επιμένει στη δική του, δεν υποχωρούμε. Ο έφηβος χρειάζεται έναν σταθερό τοίχο πάνω στον οποίο να χτυπά κι όσο κι αν μας τρομάζει, αυτός ο τοίχος είμαστε εμείς. Μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία ισορροπεί και βρίσκει τον εαυτό του. Από την πλευρά του γονιού τέτοιου είδους ξεσπάσματα αντιμετωπίζονται μόνο με ψυχραιμία και σταθερότητα.

Μελαγχολία. Πολλές φορές τα παιδιά στην εφηβεία περνάνε φάσεις κατάθλιψης, που θεωρούνται όμως φυσιολογικές. Απογοητεύονται, αγχώνονται, κάθε τι καινούργιο που συμβαίνει γύρω τους και μέσα τους τα αποδιοργανώνει και συχνά κλείνονται στον εαυτό τους.

Μην πανικοβάλλεστε κι επιτρέψτε τους να μελαγχολήσουν ή και να κλάψουν ακόμα, χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος που το κάνουν. Πολλές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να τα κρατήσετε μια αγκαλιά, χωρίς να τα ρωτήσετε τίποτα. Όταν νιώσουν έτοιμοι θα σας μιλήσουν από μόνοι τους. Μην ξεχνάτε ότι οι ορμόνες “τρελαίνονται” σε αυτή την ηλικία κι ακόμα κι αν επιμείνετε με ερωτήσεις να μάθετε τι έχουν, δε θα το καταφέρετε, για τον απλούστατο λόγο ότι και οι ίδιοι δεν ξέρουν γιατί νιώθουν έτσι.

Ταύτιση με τους φίλους και την παρέα. Ενώ μέχρι πριν εσείς, οι γονείς, ήσασταν το κέντρο του κόσμου, το πρότυπό τους, ξαφνικά οι φίλοι παίρνουν την πρωτοκαθεδρία. Ο έφηβος ακολουθεί την τάση της μόδας που ακολουθεί η παρέα του, μιλάει όπως εκείνοι, πιστεύει αυτά που πιστεύουν εκείνοι.



Συχνά κοροϊδεύει το δικό μας ντύσιμο, το δικό μας χορό, τις δικές μας προτιμήσεις στη μουσική κλπ. Είναι απόλυτα φυσιολογικό και το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να το αντιμετωπίσετε με χιούμορ. Φυσικά αν το παιδί μας έχει μπλέξει με μια πολύ κακή παρέα που κάνει χρήση ουσιών κλπ, εκεί ανησυχήσουμε σοβαρά και θα πάρουμε άλλα μέτρα.

Αν όμως μιλάμε απλά για τις παρέες των νεαρών με τα περίεργα ντυσίματα και χτενίσματα, την εξωφρενική για τ’ αυτιά μας μουσική κλπ, τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ο νέος νιώθει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί, να προκαλέσει, να ταράξει. Αυτός είναι ο ρόλος του και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εναντιωνόμαστε σε αυτό.

Είναι βέβαιο ότι είναι μια φάση που θα περάσει από μόνη της, καθώς εκείνος μεγαλώνει κι ωριμάζει.

Ανυπακοή. Ξεχάστε το σήκω – σήκω, κάτσε – κάτσε που είχατε το παιδί σας μέχρι πριν. Η πιο αγαπημένη λέξη των παιδιών στην εφηβεία είναι το ΟΧΙ. Πολλές φορές το απαντούν από συνήθεια, χωρίς να έχουν ακούσει καν τι τους έχουμε ζητήσει να κάνουν. Τώρα λοιπόν ως γονείς εφαρμόζουμε άλλες στρατηγικές. Τα μαλώματα, οι φωνές κι η τιμωρία, δεν πιάνουν.

Ο έφηβος εύκολα ανοίγει την πόρτα και φεύγει, αν εμείς επιμένουμε να του συμπεριφερόμαστε σα να ήταν μικρό παιδί. Τι κάνουμε λοιπόν; Συμφωνίες και ανταλλαγές. Το σημαντικότερο αγαθό για τα παιδιά στην εφηβεία είναι το χαρτζιλίκι τους και πολλές φορές αποτελούν πλέον το μόνο μας όπλο. Στον έφηβο δε μπορείς να του πεις “αν δεν μαζέψεις το δωμάτιό σου, δε θα πας σινεμά”.

Μπορείς όμως να του πεις “αν μαζέψεις το δωμάτιο σου, θα σου δώσω κάτι παραπάνω να πας με ταξί στο σινεμά”. Προσέξτε όμως. Πάντα με τη μορφή της επιβράβευσης και όχι της τιμωρίας και της στέρησης. Μην του πείτε ποτέ “δε θα σου δώσω το χαρτζιλίκι σου”, αυτό που έχετε συμφωνήσει να του δίνετε και το δικαιούται. Μην τον κάνετε εχθρό σας. Θα πάει έτσι κι αλλιώς εκεί που θέλει να πάει και θ’ αναγκαστεί να δανειστεί ή και να κλέψει ακόμα, προκειμένου να το κάνει.

Αν του ζητήσετε μια χάρη, π.χ. να πάει να σας ψωνίσει κάτι ή να σας βοηθήσει σε μια δουλειά, ζητήστε το σα να είναι χάρη πραγματικά και όχι με απαίτηση κι αν σας αρνηθεί, μην του θυμώσετε. Απλά πείτε του “κι εγώ όχι θα σου πω όταν μου ζητήσεις μια χάρη”. Αυτό δρα καταλυτικά στους εφήβους, οι οποίοι συνεχώς ζητούν χάρες και ξέρουν ότι δεν τους συμφέρει καθόλου να μην τους τις κάνετε! Αν το πείτε όμως, τηρείστε το, διαφορετικά δε θα σας παίρνουν ποτέ στα σοβαρά.

Σε γενικές γραμμές η ηλικία της εφηβείας επαναλαμβάνουμε ότι θέλει από τη μεριά μας ψυχραιμία και σταθερότητα. Σίγουρα δε θέλει υπερβολές. Μην τα πιέζετε τα παιδιά, αλλά μην τα παραχαϊδεύετε κιόλας.

Δώστε τους αέρα ελεύθερο να αναπνέουν, μην τους επιτρέπετε όμως να σας στερούν τον δικό σας. Να είστε φιλικοί και υπομονετικοί μαζί τους, όμως μην προσπαθείτε να γίνετε τα φιλαράκια τους, οι κολλητοί τους.

Έχουν ανάγκη από γονείς, μην τους το στερήσετε αυτό. Φίλους έχουν, δε χρειάζετε να παίξετε εσείς αυτόν τον ρόλο. Τα όρια που τους θέτετε πρέπει να είναι λογικά και όχι αυστηρά, πρέπει όμως να είναι αμετακίνητα.

Τους κάνετε μεγαλύτερο κακό αν υποχωρείτε συνεχώς σε όλες τις “τρέλες” της ηλικίας τους και να είστε σίγουροι πως αργότερα, στην ενήλική τους ζωή, θα σας επιρρίψουν ευθύνες γι αυτό.

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΡΙΤΑ

Συγγραφέας – Παιδοψυχολόγος

ΠΗΓΗ:


Wednesday, 15 December 2021

Calls To Mental Health Helplines Increased Early In The Pandemic




By Emily Reynolds

From early 2020, concerns were raised about the impact of the pandemic on mental health. The stresses of lockdown, social isolation, financial precarity, and widespread grief were all considered to be potential triggers for poor mental health, along with issues such as increased domestic violence.

A new study, published in Nature, looks at what helpline calls can reveal about mental health during this period. It finds an increase in calls to helplines during the early days of the pandemic, largely driven by fear, loneliness, and worries about physical health.

Marius Brülhart from the University of Lausanne and colleagues used data from both general crisis lines and specific suicide prevention lines, as well as those focusing on children, parents, and immigrants. Data was collected from January 2019 to the most recent available date in order to cover the period before and during the pandemic, with 8 million calls from 19 countries included in the dataset.

First, the team looked at call volumes, before zooming in on the conversational topics raised by callers. For each helpline, calls were categorised based on topic, including loneliness, fear, suicidality, addiction, violence, physical health, work situation, and relationships. Demographic data was collected here if possible, including marital status, living situation, and work situation. Government responses of helpline countries were also measured, including how stringent restrictions were and how much governments were supporting people financially.

The team found an increase in calls during the pandemic, in particular in the six weeks after the first outbreak. A significant increase began at week three and this peaked at week six, at which point the volume of calls exceeded pre-pandemic levels by 35%.

In terms of conversational topics, most pre-COVID calls were made because of relationship issues, loneliness, or anxiety; 61% of calls were from women and 63% placed by people between the ages of 30 and 60. However, during the pandemic, conversational topics shifted. The biggest increase in calls placed during the pandemic period were those related to fear — whether of COVID-19 itself or of the ramifications of lockdown.

Calls related to loneliness also increased, with other conversational topics coming up less frequently during the first wave of the pandemic. Compared to pre-COVID, callers were less likely to seek help for relationship issues, economic worries, and addiction, though there was no significant change in the percentage of calls related to suicidal ideation.

Demographically speaking, the increase in calls related to fear was driven almost entirely by those over the age of 30, which tracks with the increasing level of risk of contracting COVID with age. Women under the age of 30 were more likely to call because of violence than they were before the pandemic. But overall, the increase in call volume was driven by fears of the virus and of loneliness rather than by these other factors.

Many of these figures could be underestimates in terms of who was struggling and with what — during strict lockdowns, it may have been difficult for people to access helplines, particularly if they were subject to domestic violence or had no privacy in talking through their suicidal ideation. There will also have been many who didn’t call crisis lines but who were nonetheless experiencing distress. The results, therefore, do not contradict those other pieces of research that detected an increase in domestic violence.

The results offer a unique insight into people’s mental health over the period of the pandemic. Many people will have been experiencing distress; not all of them will meet thresholds to be assessed by mental health professionals, nor may even want to visit them in the first place. Helpline calls, therefore, could give greater access to feelings people found hard, painting a more accurate picture of how we experienced the pandemic.

SOURCE:

Thursday, 9 December 2021

Γιατί η μεσημεριανή σιέστα είναι σημαντική για τα νήπια Και πώς παίζει σημαντικό ρόλο στις γνωστικές τους δεξιότητες



Κείμενο Αγγελική Λάλου


Όλοι ξέρουν τη σημασία του ύπνου στα μωρά και στα μικρά παιδιά. Όταν όμως αλλάξει η ρουτίνα και μπει ο παιδικός σταθμός ή άλλες δραστηριότητες στο πρόγραμμα, έχει παρατηρηθεί ότι στην ηλικία των τριών περίπου ο μεσημεριανός υπνάκος αρχίζει να κόβεται. Μια νέα μελέτη δείχνει ότι δεν θα πρέπει να υποτιμήσετε τον εν λόγω υπνάκο. Και τα οφέλη του για τα παιδιά ξεπερνούν κατά πολύ το να προσφέρουν μερικές στιγμές ησυχίας στους γονείς.

Ο μεσημεριανός ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για την συναισθηματική ανάπτυξη

Η μελέτη ανακάλυψε ότι ο μεσημεριανός ύπνος προσφέρει διαφορετικό είδος ανάπαυλας από τον ύπνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και επιδρά στην καλύτερη κοινωνική συναισθηματική μάθηση.

Η μελέτη επικεντρώθηκε σε ένα τελικό δείγμα 49 παιδιών. Πριν από τον υπνάκο τους, τα παιδιά είχαν διαβάσει ιστορίες με εικόνες χαρακτήρων, μερικοί πραγματικά ωραίοι, μερικοί όμως ήταν κακοί. Στη συνέχεια, κοιμόντουσαν (με ηλεκτρόδια προσαρτημένα στο κεφάλι τους), και μετρήθηκε ο τύπος της εγκεφαλικής δραστηριότητας που υπήρχε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Η δραστηριότητα εγκεφάλου μετρήθηκε επίσης κατά τη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου. Τα παιδιά ερωτήθηκαν το επόμενο πρωί για την ιστορία από την προηγούμενη μέρα.



Αυτό που θα εξέτασαν στη μελέτη ήταν η ικανότητά τους να θυμούνται τους ανθρώπους ως προς τη εμπειρία του αν ήταν θετικοί ή αρνητικοί. Και τότε θα κάναμε το ίδιο πράγμα το επόμενο πρωί μετά τον ύπνο όλη μέρα. Και αυτό που βρήκαν ήταν μετά από τον υπνάκο που πραγματικά δεν βλέπαμε πολλά οφέλη. Αλλά το επόμενο πρωί, εάν είχαν κοιμηθεί και το μεσημέρι, θυμόντουσαν σημαντικά περισσότερα από ό,τι μόνο τα πρόσωπα.

Αυτό το 24ωρο δείγμα εγκεφαλικής δραστηριότητας στον ύπνο έδειξε κάτι συναρπαστικό: ο μεσημεριανός ύπνος και ο νυχτερινός ύπνος ήταν τελείως διαφορετικοί. Ο μικρής διάρκειας μεσημεριανός ύπνος ήταν ελεύθερος από ύπνο με REM, ενώ ο νυχτερινός ύπνος διαθέτει διάφορες καταστάσεις ύπνου.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι αυτό που ήταν πραγματικά σημαντικό ήταν ότι ο μεσημεριανός ύπνος οδήγησε σε μεταβολές στη δραστηριότητα του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της νύχτας, έτσι ήταν ο συνδυασμός του μεσημεριανού με τον βραδινό ύπνο μαζί τα οδήγησε να έχουν μεγαλύτερο συνολικό όφελος.



Τα αποτελέσματα από την άποψη της μνήμης ήταν σημαντικά: Μια αύξηση κατά 10% στη μνήμη τους για αυτές τις εικόνες ήταν πολύ σημαντική αν είχαν κοιμηθεί την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι



Μερικοί τρόποι για να διατηρήσετε τη ζωή σας στο παιδί σας

Προφανώς, δεν μπορείτε να αναγκάσετε το παιδί σας να κοιμηθεί, αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τα ενθαρρύνετε.

Τα παιδιά ηλικίας προσχολικής ηλικίας αρχίζουν να αποφεύγουν τους κανόνες, απαιτώντας αυτονομία. Ωστόσο, είναι δυνατόν να κρατήσετε τον υπνάκο ως μέρος του χρονοδιαγράμματος του παιδιού. Ίσως ονομάζεται ήσυχος χρόνος στο δωμάτιό τους, ή χρόνο ανάπαυσης μετά το γεύμα.

Σύμφωνα με τη μελέτη, όταν ένα παιδί αρχίσει να παραλείπει έναν υπνάκο όταν δεν είναι πραγματικά έτοιμο, θα υπάρξουν συνέπειες. Η παράλειψη ενός υπνάκου, όπως αποδεικνύεται, δεν τους κάνει πιο κουρασμένα κατά την ώρα του ύπνου, συχνά κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Πολλά νηπιαγωγεία ενσωματώνουν τον υπνάκο στο καθημερινό τους πρόγραμμα, το οποίο είναι εξαιρετικό για το παιδί σας. Καθώς μεγαλώνουν, η διάρκεια των μεσημεριανών ύπνων τους θα μειωθεί φυσικά, μέχρι να τα εγκαταλείψουν τελείως.

Για να διευκολύνετε τον μεσημεριανό ύπνο:
Βοηθάει η ήρεμη ανάγνωση ενός βιβλίου μαζί 30 λεπτά πριν από την ώρα ύπνου
Λιγότερος φωτισμός στο δωμάτιο.
Λευκός θόρυβος ή χαλαρωτική μουσική με ήχους φύσης.


ΠΗΓΗ:

Monday, 6 December 2021

We Seem To Treat Physical Warmth As A Sign Of Safety




By Emma Young

When we learn that something in our environment signals Threat!, we start to react to every encounter with the “fight or flight”, or “fear”, response. Recent work has shown, though, that the presence of someone we’re close to — a friend or partner, say, — can reduce or even eliminate this response. Our brains seem to treat such people as a powerful “safety” signal.

This was thought to be a unique effect. But now a team led by Erica Hornstein at UCLA has shown that physical warmth does the same thing. The work, published in Emotion, was prompted by research finding that we implicitly associate physical warmth with social support. It has potential implications for treating anxiety disorders, especially for people who live alone — or who find it hard to unlearn links between certain stimuli and threat, as can happen with post-traumatic stress disorder (PTSD).

In the first of two studies, every time 31 participants were given a rubber ball, a soft fuzzy ball or a heated pack to hold, they were then given an electric shock. The shock was at a level that the researchers had previously established would be extremely uncomfortable, but not painful. One stimulus — a wooden block — was never paired with a shock.

The participants’ skin conductance (sweatiness) was monitored. This data showed that they quickly developed a fear response to the rubber ball and the fuzzy ball, but not the wooden block — or the warm pack. The warmth seemed to stop them from learning to associate the pack with a threat. When the team then gave the participants all the objects in turn, but without any shocks, the rubber ball and fuzzy ball still triggered a fear response (while the warm pack still did not).

A second study on 30 people supported and extended this finding. This time, the team paired pictures with electric shocks, so that participants developed a fear response to these pictures. They then showed participants the pictures again, while they held either a warm pack or a rubber ball. The warm pack, but not the ball, completely inhibited the fear response.

The team would love to see work exploring how, exactly, both supportive others and physical warmth interfere with the fear response. One possibility is that it’s to do with endogenous opioids — which have been found to be released both when we’re with a close other and by warmth, and which are known to affect fear learning.

It’s not yet known whether the warmth effect is innate, or reflects the learning in early life of an association between warmth and the presence and protection of a caregiver, which leads us to perceive warmth as a signal of safety. But however this effect works or emerges, the fact that it happens automatically is important. Earlier work has certainly found that we can learn that certain stimuli signal “safety”. But, because this learning happens through classical conditioning, these “learned safety signals” really only work for the specific unpleasant event used in the training, the researchers point out. There’s also some evidence that they can even hinder fear reduction in the long term. But supportive others and physical warmth seem to have a more fundamental, blanket, ongoing effect.

For this reason, the researchers see potentially important implications for treating all kinds of anxiety disorders. Perhaps treatments that involve supportive others or — especially for people lacking in strong social bonds — physical warmth could be more effective than current methods for helping people with phobias or PTSD, for example. Clearly, there’s important work to be done. But I, for one, can’t wait to hear what comes out of it.

SOURCE:

Thursday, 2 December 2021

Instructions Don’t Always Help Us To Do Better At A Task





By Emma Young

You might hate following instructions on how to do something, but there’s no avoiding them. Training on everything from how to drive a car to read an X-ray starts with explicit instructions — whether verbal or written, as the authors of a new paper in the Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance point out. In fact, Luke Rosedahl at UC, Santa Barbara and colleagues write, “This practice is so widely accepted that scholarship primarily focuses on how to provide instructions, not whether these instructions help or not.” Now the team reports that for learning how to do well at certain tasks, they do not help at all.

The team explored something that we do all the time: mentally sorting items into categories. They looked at two types of category sorting tasks. With a “rule-based” type, your best strategy for doing well is to learn and follow an explicit logical rule or rules. Let’s say you’re presented with a set of shapes, which you need to sort into two categories, and the rule is: all the yellow triangles belong to Category A, and everything else to Category B. (Rule-based tasks can get more complicated, but the rules are usually straightforward to explain and absorb.)

Then there are “information-integration” tasks. To do well at these tasks, we have to learn to integrate bits of information that we find less straightforward to process together consciously, and rely more instead on “implicit learning”. This type of learning is important for learning a language, for example, and underpins expert “gut feelings”. The best strategy to do well at these tasks is often difficult to describe verbally — which made the team wonder whether instructions actually help.

To explore this, they recruited a total of 58 students at UCSB. Half were given a rule-based task and half an information-integration task. Within each of these two groups, half were first told the rule that they needed to follow to do well, and half were not. So half of each group had to learn the rule for themselves.

Each participant was shown a series of bars of plots on a graph, which varied in thickness and angle of alignment. Each time, the participant had to identify a graph as “type A” or “type B”. Those in the rule-based group had to follow this rule to do well: “Respond A if the bars are thick and the orientation is low; otherwise respond B”. Those in the information-integration group had to follow this rule: “Respond A if the bar width is greater than the orientation; otherwise respond B.” Though this rule can be expressed verbally, it’s harder for a person (though not a computer) to grasp. As the researchers point out, “For humans, judging whether bar width is greater or less than bar orientation feels like comparing apples and oranges.”

Every time a participant assigned an image to a category, they got feedback on whether they were right or wrong. Whenever they made an error, those who’d first been told their rule were also given extra feedback on how they should have followed that rule, to pick the right category.

When the team looked at how the participants performed, the result was clear: receiving instructions dramatically improved performance for the rule-based task. But it had no impact whatsoever on the performance of the information-integration group.

“We are routinely taught that instructions are beneficial even in highly complex motor tasks,” the researchers comment. “Our results question this conventional wisdom.”

So what are the real world implications of these results?

The team doesn’t recommend ditching instructions for information-integration tasks entirely. There are difficult classification tasks that do require implicit learning to build expertise. The team highlights radiologists screening mammograms for follow-up, for example. An expert radiologist may have implicitly learned difficult-to-explain patterns of calcifications that would lead them to recommend further investigation. However, initial use of a rule that anyone with more than five calcifications per cubic centimetre should have further evaluation could “bootstrap” that learning, the team writes.

Still, they think their work does have implications for this type of training, for example: “Our results suggest that the development of expertise might be facilitated if instruction focused exclusively on the explicit components of expert classification, and the implicit components were improved exclusively through practice,” they write.

Perhaps further study involving more complex, real-world tasks is required before any drastic changes in training are made. But the finding that instructions don’t always help us to do better at a task is an important one.

SOURCE:

Saturday, 27 November 2021

Μάθε, ενημερώσου, προστατέψου – η αγάπη είναι δικαίωμά σου



Η Διοτίμα ενώνει τις δυνάμεις της με τη Lacta, σε ένα βίντεο-μήνυμα γροθιά για την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες
Κείμενο Αγγελική Λάλου


Lacta ενώνει τις δυνάμεις της με τη Διοτίμα (Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών Διοτίμα είναι μη κερδοσκοπικός φορέας με προφίλ γυναικείας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης), σε ένα βίντεο-μήνυμα γροθιά για την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες. Με τον αφοπλιστικό τίτλο «Μη με αφήσεις ποτέ» και τη συνέχεια του όπως την βλέπουμε στο βίντεο «γιατί θα σου κάνω κακό», σε λιγότερο από 4 λεπτά βλέπουμε με κομμένη ανάσα πώς η «απόλυτη» ευτυχία ενός ερωτικού ειδυλλίου μπορεί να μετατραπεί σε απόλυτο εφιάλτη μιας κακοποιητικής σχέσης. Η

Η μικρού μήκους ταινία ξεκινάει στην παραλία, με μουσική υπόκρουση το Μη μου μιλάς για αγάπη και ατμόσφαιρα που παραπέμπει στην κλασική ελληνική ταινία «Εκείνο το καλοκαίρι». Η αφήγηση γίνεται σε αόριστο χρόνο, από την ηρωίδα του φιλμ, την ερωτευμένη κοπέλα, που -από αγάπη κι εμπιστοσύνη προς τον σύντροφό της- θα χάσει τον έλεγχο της ζωής της και δεν θα καταφέρει να ξεφύγει από τη ζήλια, την καταδυναστευτική συμπεριφορά και την τυραννία του φίλου της.

Στα τέσσερα μόλις λεπτά της, η ταινία καταφέρνει ευσύνοπτα κι εύγλωττα να περιγράψει, εμφανίσει, αναδείξει τις πιο σημαντικές red flags, τα πιο ισχυρά σημάδια, τις πιο ανησυχητικές ενδείξεις που ένα ερωτευμένο άτομο μπορεί να προσπεράσει και να μην αντιληφθεί έγκαιρα, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει το κοινό που θα το δει προκειμένου να μάθει να τα αναγνωρίζει πριν να είναι αργά.

Τα σημάδια αυτά είναι:

Υπερβολική προσοχή

Δηλώσεις που υποκρύπτουν ή φανερώνουν κτητικότητα

Δηλώσεις που έχουν σκοπό να «αιχμαλωτίσουν» τον άλλον, φανερώνοντας ότι η σχέση δεν μπορεί να είναι υγιείς αλλά στηρίζεται στην αναγκαιότητα και τους χειρισμούς του ενός

Ενδιαφέρον που ωστόσο απαιτεί αυστηρό μονοπώλιο και αποπνικτική αποκλειστικότητα για να τραφεί

Ασφυκτικός έλεγχος και κατάργηση κάθε προσωπικής ελευθερίας: από το ποιον άλλον μπορεί τυχαία να κοιτάξει, το πώς θα ντυθεί, με ποιους/ποιες θα βγει έξω, με ποιους/ποιες θα μιλήσει στο τηλέφωνο

Φωνές, εκρήξεις θυμού, εναλλαγή τρυφερότητας με απειλές



Αποκλεισμός από φίλους και απομόνωση

Βία

Η ηρωίδα με τη φωνή που από την περιγραφή της ερωτικής ευτυχίας περνάει σταδιακά στην ανησυχία, την αγωνία, τη θλίψη, την ανασφάλεια για να φτάσει στον τρόμο, τονίζει ότι ενώ προσπάθησε να κάνει τα πάντα ή έτσι νόμιζε αλλά δεν τα κατάφερε να γλιτώσει και καταλήγει στο συγκλονιστικό «Σημασία έχει τι θα κάνεις εσύ που ακόμα μπορείς…»

Το βίντεο με τους τίτλους τέλους σημειώνει: Μέχρι σήμερα, το 2021 13 γυναίκες έχουν δολοφονηθεί και χιλιάδες έχουν κακοποιηθεί από εκείνους που υποτίθεται πως τις «αγαπούσαν».

Και τονίζει για να το βάλουμε όλοι καλά στο κεφάλι (και την καρδιά) μας: «Αυτό δεν είναι αγάπη. Μάθε πώς να αναγνωρίζεις τα σημάδια ψυχολογικής και σωματικής βίας σε μια σχέση Μπες στο https://diotima.org.gr

Μη με αφήσεις ποτέ



Το βίντεο δημιουργήθηκε με αφορμή το ότι 25 Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Μέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών.

“Μη με αφήσεις ποτέ”.

Μια συγκλονιστική ιστορία από τη Lacta. Δες την τώρα και μάθε περισσότερα στο https://diotima.org.gr

Πρωταγωνιστούν: Χριστίνα Χειλά Φαμέλη, Έκτορας Λιάτσος Σκηνοθεσία: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος

Η πραγματική αγάπη είναι δικαίωμά σου και εμείς είμαστε δίπλα σου για να το υπερασπιστούμε. Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική.

Mάθε, ενημερώσου, προστατέψου, βρες συμμάχους – η ζωή σου είναι πολύτιμη. Εσύ είσαι πολύτιμη – μην αφήσεις κανέναν να σου στερήσει το δικαίωμα στην αγάπη.


ΠΗΓΗ:


Thursday, 25 November 2021

triving For Perfection, Rather Than Excellence, Can Kill Creativity



By Emily Reynolds

Perfectionism can be a useful trait: striving always to do better, perfectionists may be more likely to thrive academically or accomplish other achievements. But it comes with downsides, too: links with suicidal ideation, burnout, and reduced engagement at work.

One common critique of perfectionism is that it kills creativity, and it’s this question Jean-Christophe Goulet-Pelletier and team from the University of Ottawa, Ontario, explore in a paper in the British Journal of Psychology. They find that shooting for greatness, rather than perfection, can lead to higher creativity and increased openness to experience.

Participants in the first study were 279 Canadian undergraduate students. After sharing demographic data, they completed measures of perfectionism and excellencism (the striving for excellence, rather than perfection). Participants were shown statements about their goals, with some reflecting perfectionism (“My goal at school is to be exceptionally productive all the time”) and some excellencism (“My goal is to perform very well”), rating how much they agreed with them on a scale from one to seven.

Next, their creativity was tested with a “divergent thinking” measure. Participants were asked to come up with as many creative answers as they could to several questions, including “tell us the different ways you could use a newspaper” and “name all the things you can think of that make noise”. Finally, they completed a scale measuring openness to experience, which included questions about imagination, interest in art, emotionality, adventurousness, intellect, and liberalism.

The results revealed that the more participants strove for excellence, the greater originality and openness to experience they showed. In contrast, the more perfectionist participants were, the fewer original ideas they had and the less open to experience they were. This suggests that an element of flexibility not present in perfectionism can improve our creative thinking.

The second study involved 401 participants, again Canadian undergraduates. As in the first experiment, excellencism and perfectionism were measured, along with divergent thinking and openness to experience. General self-efficacy was recorded through agreement or disagreement with statements like “I will be able to achieve most of the goals that I have set for myself”, while creative self-efficacy and creative personal identity were measured through statements such as “I trust my creative abilities” and “My creativity is important to who I am”.

Participants also took part in two extra tests. In the first, an association test, participants were given a word and asked to create a chain in which each word can be related to the previous word but not the others. If you started with the word “summer”, to use the team’s example, a chain could be “beach, sand, castle, knight, horse, race”. The second was a dissociation task. This takes the format of the association task, but asks participants to create a chain of words completely unrelated from one another (e.g. “summer, computer, banana, bicycle”).

SOURCE:


Again, excellencism was a strong predictor of openness and originality, with perfectionism predicting lower scores on these measures. Those who strove for excellence also did better on the association and dissociation tasks, while perfectionists performed worse. However, there was no significant difference between excellencists and perfectionists on general self-efficacy, creative self-efficacy, and creative personal identity, suggesting that people may not recognise their creativity is being inhibited by their perfectionism.

Much of the study suggests that striving for perfection can prove less positive than perfectionists would like, with those looking merely for excellence faring better overall. Future research could explore how to swap toxic perfectionism for excellencism — but in the meantime, contemplating how to deal with failure, and how it can even be productive, may be worth some time.

Sunday, 21 November 2021

Διευκρινήσεις σχετικά με την υποχρέωση για εμβολιασμό των ελευθέρων επαγγελματιών Ψυχολόγων και των πελατών τους.

Αθήνα, 19 Νοεμβρίου 2021


      

Αγαπητοί Συνάδελφοι,

            Σας ενημερώνουμε ότι λάβαμε σήμερα από το Υπουργείο Υγείας διευκρινήσεις σχετικά με την υποχρέωση για τον εμβολιασμό των ιδιωτών Ψυχολόγων. Συγκεκριμένα, το υπ’ Αριθμ. Πρωτ.: Δια/Γ.Π. 69066/4.11.2021 απαντητικό έγγραφο του Υπουργείου αναφέρει ότι:

«Σύμφωνα με το άρθρο 206 του ν. 4820/2021 προβλέπεται η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού για όλο το προσωπικό ιδιωτικών, δημόσιων και δημοτικών δομών υγείας, μεταξύ άλλων και δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. … Στους φορείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας συμπεριλαμβάνονται … και Γραφεία Ψυχολόγων».

            Επιπλέον, σύμφωνα με τα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 18-11-2021 από το Υπουργείο Υγείας: από τη Δευτέρα 22.11.2021 στους χώρους εργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα η πρόσβαση γίνεται με μάσκα και πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης και για τους ανεμβολίαστους αρνητικό PCR ή Rapid test.



ΠΗΓΗ: 

Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων (ΣΕΨ) (accessed 21.11.21)

Growing Up With Grandparents In The House Can Lead To More Negative Attitudes Towards The Elderly




By Emma Young

What happens if you grow up with a grandparent living in your home? Does the prolonged contact counter prejudices, biases and stereotypes of the elderly? Or might it instead encourage negative perceptions of older people as being slow, angry or sickly, for example?

These are important questions, partly because in some countries, though not all, an increasing number of elderly people are moving in with family members. In the US, for example, 15% of older adults are now living in someone else’s household, up from 7% in 1995.

Now a new paper, published in Social Psychology, by Brian T Smith and Kelly Charlton at the University of North Carolina, suggests that this trend could be causing undesirable outcomes: people in the study who had grown up with an elderly person had significantly lower opinions of the elderly than those who had not. However, these respondents did at least report less anxiety around their own ageing process.

Smith and Charlton studied 309 Americans, all recruited online. Of these, 194 reported growing up with an older adult — and 80 of these people said that the older adult in their home had suffered from a serious illness.

All the participants completed a series of surveys that explored, among other things, their current levels of contact with elderly people, the positivity (or otherwise) of this contact, their general attitudes towards elderly people, and also their anxieties about growing old themselves.

The analysis revealed that people who’d grown up with elderly people had lower opinions of older adults (this was especially true of those who’d grown up with an older adult who had been sick). The analysis also revealed that people in this group had greater levels of current anxiety about interacting with older adults. Overall, “our findings indicate that even years after a young adult has presumably moved out of the home, growing up in that home with an older adult had a significant negative effect on opinions of the elderly,” the researchers write.

This finding contrasts with other work suggesting that contact with ‘out’-groups (such as minority groups) can counter prejudices. However, the researchers did observe that participants who had grown up with an older adult and who then managed to maintain frequent contact with elderly people did have more positive current opinions of older adults. Among this group, the older adult who’d lived at home was less likely to have suffered from an illness.

Living with someone with a mental or physical illness can cause chronic strain and impact the health of others in the house, the researchers note. It often means that everyone in the house becomes a caregiver and, as the pair writes, “the effects of being a caregiver are generally negative, associated with severe negative and physical outcomes”.

Given all this, it’s surprising that people who’d grown up with an elderly person also reported being less anxious about their own ageing. But the researchers suspect cognitive dissonance could be at work here: “Younger adults who are faced with the realities of ageing (even if the older adult in their life is not seriously ill) may feel threatened by this. To reduce their discomfort at the idea of becoming older, they may tell themselves that their aging outcomes will be different.”

There are various limitations to the study. All the participants were American, so whether the same results would apply elsewhere is not clear. Also, the researchers didn’t ask the participants directly about their opinions of the older adult that they grew up with.

Still, the work does suggest that if a grandparent — especially a sick one — moves in to a family home, this will not necessarily improve the attitudes of children in the house towards older people. Parents may need to consider the quality of the relationship their children have with older people in their lives, and do whatever they can to encourage a positive relationship — especially if a grandparent is sick.

SOURCE:

Tuesday, 9 November 2021

Πέθανε ο «πατέρας» της γνωστικής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας, ο δρ Άαρον Μπεκ






Ένας από τους πιο επιδραστικούς ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές του 20ού αιώνα, ο Αμερικανός δρ ‘Ααρον Μπεκ, «πατέρας» της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας, που αποτέλεσε το αντίπαλο δέος στη φροϋδική ψυχανάλυση, πέθανε σε ηλικία 100 ετών στο σπίτι του στη Φιλαδέλφεια.


Το έργο του Μπεκ έφερε μια πραγματική επανάσταση στη διάγνωση και θεραπεία της κατάθλιψης, του άγχους, των φοβιών, των κρίσεων πανικού, της βουλιμίας, του εθισμού σε ουσίες, της αϋπνίας, της ιδεοψυχαναγκαστικής και άλλων ψυχικών διαταραχών, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να ασκεί μεγάλη επιρροή. Η ανακοίνωση του θανάτου του, έγινε από το Ινστιτούτο Μπεκ για τη Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος μαζί με την κόρη του δρα Τζούντιθ Μπεκ, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τη «Γκάρντιαν».

Όπως δήλωσε η Μπεκ, «ο πατέρας μου υπήρξε ένα εκπληκτικός άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στο να βοηθά τους άλλους, συνεχίζοντας να εργάζεται μέχρι το θάνατο του. Ενέπνευσε μαθητές, γιατρούς και ερευνητές επί αρκετές γενιές με το πάθος και την πρωτοποριακή δουλειά του».

Ο Μπεκ ανέπτυξε ως νεαρός ψυχίατρος (που προηγουμένως είχε εκπαιδευθεί στη φροϋδική ψυχανάλυση) το πεδίο της γνωστικής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια στη δεκαετία του 1960, ωθώντας τους ασθενείς να εστιάζουν πλέον στις στρεβλώσεις του τρόπου της καθημερινής σκέψης τους, στις αυτόματες αρνητικές σκέψεις τους, παρά στις απωθημένες συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας τους, όπως έκαναν οι φροϋδικοί ψυχαναλυτές. Ο γνωστικός θεραπευτής επιχειρεί έκτοτε να μεταβάλει τον αυτο-μειωτικό εσωτερικό μονόλογο του ασθενούς, με βάση το αντι-φροϋδικό ρητό «υπάρχουν στην επιφάνεια πολλά περισσότερα από αυτά που βλέπει το μάτι».


Ο Μπεκ ανακάλυψε πειραματικά ότι είναι δυνατό να βελτιωθεί η ψυχική υγεία των ασθενών αν αναγνωρίσουν τα λανθασμένα αυτοματοποιημένα πρότυπα της σκέψης τους (του τύπου «είμαι πάντα μια σκέτη αποτυχία σε ό,τι κάνω» ή «δεν αρέσω σε κανέναν») και να σκεφτούν πλέον με πιο λογικό και θετικό τρόπο, μειώνοντας έτσι το άγχος ή τον φόβο τους π.χ. για τους άλλους γύρω τους. Μεταξύ άλλων, υποστήριξε ότι η κατάθλιψη δεν προκαλείτο από έναν απωθημένο μαζοχισμό, όπως πίστευε ο Φρόιντ, αλλά κυρίως από την χαμηλή αυτοεκτίμηση και τη συνεχή αυτοκριτική.

Το έργο του Μπεκ, μαζί με εκείνο ενός άλλου επιδραστικού ψυχολόγου, του ‘Αλμπερτ Έλις που δούλευε ανεξάρτητα, δημιούργησε τελικά τον κορμό της γνωστικής-συμπεριφορικής θεραπείας. Ήταν μια πραγματιστική προσέγγιση εστιασμένη στο σήμερα και όχι στο παρελθόν, που δημιούργησε σκεπτικισμό ιδίως στους ψυχοθεραπευτές της παράδοσης του Φρόιντ και του Γιουνγκ, οι οποίοι θεωρούσαν δεδομένη την ανάγκη να «σκαλίσουν» τα βαθύ υποσυνείδητο ή και το ασυνείδητο του ασθενούς, γι’ αυτό αντιμετώπισαν τη θεραπεία του Μπεκ ως επιφανειακή και αναποτελεσματική.

Όμως ο Μπεκ και οι μαθητές του παρουσίασαν δεδομένα που έδειχναν ότι η νέα θεραπεία έφερνε αποτελέσματα, έτσι στην πορεία η μέθοδος τους κέρδισε έδαφος και καθιερώθηκε στην ψυχιατρική και ψυχολογία. Στην αρχή ο Μπεκ ίδρυσε το δικό του επιστημονικό περιοδικό «Cognitive Therapy and Research» για να παρουσιάσει τις μελέτες του, αλλά σταδιακά η νέα θεραπεία έγινε ευρύτερα αποδεκτή διεθνώς ως πιο επιστημονική από την ψυχανάλυση, αν μη τι άλλο επειδή φάνηκε να έχει ταχύτερα και πιο μετρήσιμα αποτελέσματα.

Όπως δήλωσε ο ψυχολόγος Στίβεν Χόλον του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ, «ο δρ Μπεκ πήρε εκατό χρόνια δόγματος, βρήκε ότι αυτό δεν στέκει και εφηύρε στη θέση του κάτι σύντομο, αλλά διαρκές και αποτελεσματικό, στην ουσία σώζοντας την ψυχοθεραπεία από τον εαυτό της».


Ο γιός ρωσο-εβραίων μεταναστών στις ΗΠΑ, Μπεκ, υπήρξε απόφοιτος του Πανεπιστημίου Μπράουν του Ρόουντ ‘Αιλαντ και στη συνέχεια σπούδασε Ιατρική στο Yale. Είχε επηρεαστεί, μεταξύ άλλων, από τη Γερμανο-Αμερικανίδα ψυχαναλύτρια Κάρεν Χόρνεϊ και τον ψυχολόγο ‘Αλμπερτ Έλις. Έγραψε μόνος του ή μαζί με άλλους 22 βιβλία και περισσότερα από 500 επιστημονικά άρθρα, ενώ τιμήθηκε και με πολλά ιατρικά βραβεία (Albert Lasker, Heinz, Sarnat κ.α.). Το περιοδικό «American Psychologist» των Αμερικανών ψυχολόγων τον χαρακτήρισε ένας από τους δέκα πιο επιδραστικούς ψυχοθεραπευτές που έχουν υπάρξει.

Ενδεικτικό του ανοικτού πνεύματος του ήταν ότι στη δεκαετία του 2000 είχε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις με τον Δαλάι Λάμα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία και ο βουδισμός έχουν πολλά κοινά σημεία, κυρίως στον τρόπο που δίνουν προτεραιότητα στην ανάγκη αλλαγής του νου μέσω αυτοπαρατήρησης.

Ο Μπεκ αφήνει πίσω του την επί περισσότερα από 70 χρόνια σύζυγο του Φίλις Μπεκ, πρώην ανώτερη δικαστή, τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια και δέκα δισέγγονα.

Πηγή: 

Το Να Μένεις Στο Σπίτι Με Τα Παιδιά Είναι Δυσκολότερο Από Το Να Δουλεύεις, Λέει Έρευνα





Το να είσαι γονιός που μένει στο σπίτι μεγαλώνοντας τα παιδιά δεν είναι εύκολη υπόθεση και μία νέα έρευνα από την εταιρεία βρεφικών προϊόντων Aveeno έρχεται όχι μόνο να επιβεβαιώσει αυτή την άποψη αλλά και να την ενισχύσει

Υποστηρίζοντας ότι το να μένεις στο σπίτι με τα παιδιά μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολο από μια εργασία πλήρους ωραρίου.


Οι ερευνητές ρώτησαν 1,500 γονείς στη Βρετανία – μαμάδες και μπαμπάδες – για το τι είναι το πιο δύσκολο να δουλεύουν 8ωρο ή να μένουν στο σπίτι με τα παιδιά. Σε ποσοστό 31% οι γονείς απάντησαν ότι το να μένεις στο σπίτι με τα παιδιά είναι πολύ πιο δύσκολο από το να εργάζεσαι 8 ώρες την ημέρα.

«Το να γίνεσαι γονιός είναι μια απίστευτη εμπειρία. Ένα νέο κεφάλαιο, το οποίο θα φέρει ομορφιά και αγάπη στη ζωή των γονιών, αλλά και έντονο άγχος, φόβους και ανησυχίες. Με την έρευνά μας αυτή θέλαμε να ανακαλύψουμε περισσότερα για τα όσα βιώνουν οι νέοι γονείς, ειδικά τα πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών τους. Θέλαμε να μάθουμε τι εύχονται να ήξεραν, για να μπορέσουμε να τους στηρίξουμε με τον καλύτερο τρόπο», δήλωσε η Rebecca Bennett, υπεύθυνη της εταιρείας Aveeno.


Η έρευνα, επίσης, αποκάλυψε ότι το 55% των μαμάδων και των μπαμπάδων πίστευε ότι το να μεγαλώνεις ένα παιδί ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, ακόμα και όταν είχαν ένα πολύ καλό σύστημα βοήθειας. Από την άλλη ένα 25% πίστευε ότι το να μεγαλώνεις ένα παιδί ήταν εύκολη υπόθεση.

Επιπλέον, το 45% των ερωτηθέντων γυναικών απάντησε ότι δεν θα κατάφερναν και πολλά αν δεν είχαν τη βοήθεια και τη συμβουλή της μητέρας τους, ενώ το 75% των γονέων πίστευε ότι τα κοινωνικά δίκτυα μετέτρεπαν την ανατροφή των παιδιών σε ανταγωνιστικό «άθλημα» και το 22% ένιωθε πιεσμένο για να γίνει ο «τέλειος γονιός».

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι νεαρές μαμάδες και οι νεαροί μπαμπάδες ανησυχούσαν για πάρα πολλά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας το 27% των γονέων αγχώνεται σχετικά με τις διατροφικές συνήθειες του παιδιού τους και 9% ανησυχούσε για τον ύπνο των παιδιών.


Σύμφωνα με την ειδικό, το να είσαι διαρκώς υπό από πίεση για το σωστό είναι μια διαδικασία απίστευτα αγχωτική και ψυχοφθόρα για τους γονείς.

«Κάθε απόφαση, ακόμα και οι πολύ μικρές, γίνονται “βουνά” όταν πρόκειται για τα παιδιά μας. Θέλουμε να δώσουμε στους νέους γονείς την αυτοπεποίθηση να νιώθουν ότι παίρνουν τις σωστές αποφάσεις – τουλάχιστον για τη βρεφική ηλικία – και να αντιλαμβάνονται ότι έχουν καλύτερο έλεγχο στο νέο αυτό κεφάλαιο που ξεκινά στη ζωή τους», κατέληξε η ειδικός, ενώ το ευχάριστο είναι ότι το 42% των ερωτηθέντων παραδέχτηκε, ότι όταν έκαναν παιδιά ήταν οι μοναδικές φορές στη ζωή τους που ένιωσαν και εξέφρασαν ανιδιοτελή αγάπη…

ΠΗΓΗ:


Thursday, 4 November 2021

Πώς οι βρεφικές συνομιλίες μεταξύ γονέων και μωρών είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της γλώσσας



Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούμε στο βάβισμα των μωρών επιδρά καταλυτικά στο μελλοντικό λεξιλόγιό τους
Κείμενο Αγγελική Λάλου


Από πολύ νωρίς τα μωρά έχουν την τάση, επιθυμία και ανάγκη να επικοινωνήσουν γλωσσικά με τους άλλους. Πιάνουν τους διάφορους ήχους, προσπαθούν να τους μιμηθούν και να τους αναπαράγουν. Το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους είναι τα χαριτωμένα μπα-μπα-μπα ή αααα – οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι. Όταν μάλιστα κερδίζουν την προσοχή μας και τους απαντάμε, αρχίζει μια πολύ σημαντική διαδραστική διαδικασία. Πιστεύουμε ότι διασκεδάζουμε, αλλά αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι τόσο σημαντικό για το πώς τα μωρά μας μαθαίνουν να επικοινωνούν μαζί μας. Το πώς τα μωρά ακούνε τη γλώσσα έχει μεγάλο αντίκτυπο στο πώς την μαθαίνουν.
Τα εμπλέκουμε σε συνομιλίες που αποτελούνται από ήχους και φωνήματα, και μιλάμε απευθείας σε αυτά, χρησιμοποιώντας μια ξεχωριστή μορφή ομιλίας που ονομάζεται βάβισμα – γραμματική ομιλία που περιλαμβάνει πραγματικές λέξεις.
Το βάβισμα χαρακτηρίζεται από υψηλότερη προσωδία, πιο αργό ρυθμό και υπερβολικούς τόνους και περιέχει ήχους που είναι καθαρότεροι, μακρύτεροι και πιο διακριτοί μεταξύ τους, οι γονείς ακούγονται χαρούμενοι και συνήθως συνοδεύουν την επικοινωνία τους με εκφραστικά βλέμματα και μεγάλα χαμόγελα. Αυτό προσελκύει την προσοχή του μωρού, βοηθώντας το να συντονιστεί και να ανταποκριθεί. Προσπαθεί να μας μιμηθεί μέσα από την παραγωγή αντίστοιχων ήχων από το στόμα του. Ενθαρρύνοντας αυτή τη διαδικασία και συμμετέχοντας ενεργά, τα μωρά μαθαίνουν πώς να σχηματίζουν ήχους και πώς να τους ενοποιούν.

«Με νέες μελέτες αποδεικνύεται πλέον ότι οι γονείς λειτουργούν ως ένα κοινωνικό άγκιστρο για τον εγκέφαλο του μωρού – μέσα από το βάβισμα αλληλοεπιδρούν κοινωνικά και καλούν το μωρό να ανταποκριθεί», δήλωσε η Patricia Kuhl, νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον.

Το βάβισμα είναι φυσικό. Ανεξάρτητα από τη γλώσσα ή τον πολιτισμό, σε όλο τον κόσμο τα μωρά επεξεργάζονται λέξεις και απορροφούν τα φωνητικά στοιχεία που τους βοηθούν να διακρίνουν και να θυμούνται ήχους. Σε μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, αποδείχθηκε ότι τα μωρά είναι τόσο καλά στην ανάλυση της διαδικασίας του βαβίσματος, που μέχρι την ηλικία των 5 μηνών αρχίζουν να παράγουν τους τρεις ήχους φωνηέντος που είναι κοινοί σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες – «εε» «αα» και «ου». Η πρώιμη ανταπόκριση και λεκτική αντίδραση των γονιών ενεργοποιεί το μηχανισμό απόκτησης γλωσσών (LAD) στον εγκέφαλό τους. Για να εξηγήσουμε την ενστικτώδη ικανότητά μας να αποκτήσουμε και να παράγουμε γλώσσα, το LAD είναι εκείνο που επεξεργάζεται αυτό που ακούμε και αυτό που σχηματοποιούμε σε ήχο και επαναλαμβάνουμε δεσμεύεται στη μνήμη καθώς δημιουργούνται νευρικά δίκτυα.

Φυσικά, ισχύει το ότι τα μωρά προτιμούν το βάβιμα από τη συνηθισμένη ομιλία.



Σε μια μελέτη στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, σε μωρά ηλικίας 7 και 8 μηνών δόθηκαν δύο νέες λέξεις, η μία ειπώθηκε μέσα από το βάβισμα και η άλλη μέσα από την κανονική ομιλία. Την επόμενη μέρα τα μωρά ελέγχθηκαν για να προσδιορίσουν αν μπορούσαν να διακρίνουν αυτές τις λέξεις σε μια πρόταση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μωρά μπόρεσαν να αναγνωρίσουν καλύτερα τις λέξεις που άκουγαν όταν οι γονείς τις ενσωμάτωναν στο βάβισμα από εκείνες που ενσωματώθηκαν στην κανονική ομιλία – και τα μωρά τις θυμόντουσαν περισσότερο.



Καθώς τα μωρά μεγαλώνουν, τα ασαφή, υπερβολικά χαρακτηριστικά του βαβίσματος γίνονται λιγότερο σημαντικά για την απόκτηση γλώσσας. Τα μωρά μετακινούνται φυσικά και εξελίσσονται από το βάβισμα στην τακτική ομιλία καθώς αναπτύσσεται το λεξιλόγιο και βελτιώνονται οι ικανότητές τους – και φυσικά τα βοηθάμε μειώνοντας έμφυτα τη χρήση των του βαβίσματος και αυξάνοντας τη χρήση της τακτικής ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Αυτά τα αποτελέσματα έχουν αποδειχθεί ότι παραμένουν και έχουν θετικό αντίκτυπο στην εκμάθηση γλωσσών και στα μικρά παιδιά. Τα παιδιά που έλαβαν την υψηλότερη ποσότητα βαβίσματος ως μωρά παρήγαγαν κατά μέσο όρο 400 περισσότερες λέξεις στους 33 μήνες από τα παιδιά με τη χαμηλότερη ποσότητα βαβίσματος.

Όσο πιο πολύ λοιπόν ενθαρρύνετε τη γλωσσική διάδραση με το μωρό μας και του μιλάτε με τον τρόπο του τόσο περισσότερο το ωθείτε να μιμηθεί και να εξελίξει τις γλωσσικές του δεξιότητες, βάζοντας τις βάσεις για την κατάκτηση της ομιλίας και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου του.



Σύμφωνα με ειδικούς λογοθεραπευτές για να ενισχύσετε τις γλωσσικές ικανότητες του μωρού σας μπορείτε να κάνετε τα εξής:

1. Να διατηρείτε οπτική επαφή κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης.
2. Να μιμείστε τους ήχους του παιδιού σας.
3. Να του λέτε μικρά τραγούδια πολύ συχνά.
4. Παίξτε παιχνίδια ήχων, όπως «κούκου- τσα».
5. Φτιάξτε τους δικούς σας ήχους και ενθαρρύνετε το παιδί σας να σας μιμηθεί. Μπορείτε, επίσης, να προσθέσετε ήχους, όταν το παιδί σας βαβίζει, π.χ. όταν λέει «μπαμπα», μπορείτε να πείτε «μπαμπαμπού».
6. Εισάγετε παιχνιδιάρικους ήχους στο παιχνίδι σας, όπως «μπαμ» όταν παίζετε με εργαλεία, «βροουουουμ» όταν παίζετε με αυτοκινητάκι, «παπαπα» όταν παίζετε με παπάκι κλπ.
7. Αλληλεπιδράστε με το παιδί σας. Κάνετε παύσεις κατά τον «διάλογο», ώστε να δώσετε την ευκαιρία στο παιδί σας να απαντήσει στην εκφορά σας πριν μιλήσετε πάλι.
8. Όταν το παιδί σας είναι ήσυχο μπορείτε να κάνετε τον αγαπημένο του ήχο και παρατηρήστε εάν θα σας μιμηθεί.
9. Απαντήστε στις προσπάθειες του παιδιού σας να επικοινωνήσει μαζί σας. Εάν δείχνει ένα αντικείμενο και παράγει έναν ήχο, δώστε του το αντικείμενο και ονομάστε το.
10. Ενθαρρύνετε το παιδί σας να μιμηθεί. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε έναν καθρέφτη και να κάνετε γκριμάτσες, ήχους, διάφορες κινήσεις με την γλώσσα, τα χείλη και να ενθαρρύνετε το παιδί σας να σας μιμηθεί. Δεν ξεχνάμε ότι κάνουμε μικρές παύσεις, ώστε το παιδί να έχει χρόνο να «απαντήσει».
11. Να μιμείστε τις κινήσεις των χεριών του, τις εκφράσεις του προσώπου του, τις κινήσεις του στόματός του. Όταν το μωρό σας χαμογελά, χαμογελάστε του κι εσείς. Όταν εκφέρει ήχους, επαναλάβετε αυτό που λέει.

ΠΗΓΗ:

Monday, 1 November 2021

Αλτσχάιμερ: Περισσότερο «φως» στον τρόπο εξέλιξης της νόσου Επιστήμονες έριξαν περισσότερο «φως» στις διάφορες διαδικασίες στον εγκέφαλο που οδηγούν στην εξέλιξη του Αλτσχάιμερ






Στο συμπέρασμα ότι η νόσος Αλτσχάιμερ αναπτύσσεται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι θεωρείτο έως τώρα οδηγήθηκαν επιστήμονες, κάτι που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για νέες θεραπείες στο μέλλον για μία ανίατη μέχρι σήμερα νευροεκφυλιστική πάθηση, από την οποία πάσχουν τουλάχιστον 44 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως.


Διεθνής επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», διαπίστωσαν ότι αντί να ξεκινά όπως ο καρκίνος από ένα μοναδικό σημείο στον εγκέφαλο και μετά να πυροδοτείται μία αλυσιδωτή αντίδραση που οδηγεί στον θάνατο ολοένα περισσότερων εγκεφαλικών κυττάρων, η νόσος Αλτσχάιμερ, ήδη, από την αρχή εμφανίζεται να έχει «προγεφυρώματα» σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου. Το πόσο γρήγορα η νόσος θα καταστρέψει τα εγκεφαλικά κύτταρα, μέσω της παραγωγής τοξικών πρωτεϊνών, καθορίζει το πόσο γρήγορα θα επιδεινωθεί η κατάσταση του ασθενούς.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα εγκεφάλου από νεκρούς ασθενείς με Αλτσχάιμερ, καθώς και τομογραφίες ΡΕΤ από εν ζωή ασθενείς, οι οποίοι είχαν μία ευρεία γκάμα συμπτωμάτων, από ήπια γνωστική διαταραχή έως πολύ προχωρημένο Αλτσχάιμερ. Στη συγκεκριμένη νόσο, δύο πρωτεΐνες, η Ταυ και το βήτα-αμυλοειδές, σχηματίζουν πλάκες και συσσωματώσεις που οδηγούν σε νέκρωση των κυττάρων του εγκεφάλου και σε συρρίκνωση του όγκου του, με συνέπεια την προϊούσα απώλεια μνήμης, τις αλλαγές στην προσωπικότητα (μερικές φορές σε σημαντικό βαθμό) και τη δυσκολία ή τελικά την αδυναμία εκτέλεσης από τον ασθενή των καθημερινών δραστηριοτήτων του.

Οι επιστήμονες βρήκαν ότι ο βασικός μηχανισμός που ελέγχει τον ρυθμό επιδείνωσης της νόσου Αλτσχάιμερ δεν είναι η εξάπλωση των τοξικών πλακών από τη μία εγκεφαλική περιοχή στην άλλη με διαδοχικό τρόπο, αλλά ο παράλληλος πολλαπλασιασμός των πλακών σε επιμέρους περιοχές.


«Υπήρχε έως τώρα η αντίληψη ότι η νόσος Αλτσχάιμερ εξελίσσεται με τρόπο παρόμοιο με τον καρκίνο, δηλαδή οι συσσωματώσεις σχηματίζονται αρχικά σε μία περιοχή και μετά εξαπλώνονται αλλού στον εγκέφαλο. Αντίθετα, βρήκαμε ότι όταν το Αλτσχάιμερ ξεκινά, υπάρχουν ήδη συσσωματώσεις σε πολλαπλές περιοχές του εγκεφάλου και συνεπώς η προσπάθεια να σταματήσουμε την εξάπλωση της νόσου μεταξύ διαφορετικών περιοχών ελάχιστα μπορεί να την επιβραδύνει», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Γκέοργκ Μάισλ του Κέιμπριτζ.

Η μελέτη υπολόγισε ότι ο αριθμός των τοπικών εστιών διπλασιάζεται περίπου κάθε πέντε χρόνια. Οι ερευνητές συμπέραναν ότι «ο περιορισμός του τοπικού πολλαπλασιασμού συνιστά, πιθανώς, την πιο πολλά υποσχόμενη στρατηγική για τον έλεγχο της συσσώρευσης της πρωτεΐνης Ταυ στη διάρκεια της νόσου Αλτσχάιμερ».

Πηγή: 

Black, But Not White, Families Talked More About Race After The Murder of George Floyd



By Emily Reynolds

Conversations about race can be seriously beneficial to children. Research has highlighted multiple positive outcomes for young people of all backgrounds — enhanced ability to accept different viewpoints and perspectives, increased levels of empathy, a better understanding of their own identity, and less racial bias to name but a few. Yet some parents are still unwilling to take the time to have such conversations.

A new study, published in PNAS, finds that readiness to have such conversations has a lot to do with the racial identity of parents themselves. Looking at family conversations in the wake of the murder of George Floyd in May 2020, the Stanford University team finds that even in the context of the global conversation that followed the racially charged killing, White parents were far less willing to have conversations about race than their Black peers.

Participants, who were either Black or White parents of children aged 0-18 living in the United States, were initially recruited in April 2020, six weeks before Floyd’s murder. First, participants indicated whether or not they have conversations with their children about race, racial inequality and racial identity, as well as how often those conversations were instigated. They were also asked to share a recent conversation they had had with their child, and rated how worried they were that their child might be a target of racial bias or might be racially biased towards others. Another set of parents also completed these measures two months later, in June 2020.

The results showed that, overall, a higher proportion of Black parents discussed race, racial inequality and racial identity than White parents. After the murder of George Floyd Black parents became more likely to discuss inequality, but White parents did not. There were also striking differences when it came to conversations about identity: Black parents remained just as likely to discuss being Black with their children after the murder of Floyd — but White parents were actually less likely to discuss being White.

Among just those parents who discussed these topics, Black parents increased the frequency they spoke about them with their children after the murder, while White parents maintained the same frequency as before.

The next focus of analysis was the content of parents’ conversations, shared through open-ended answers. White parents were more likely to give their children colour-blind messages — one White parent, for example, reported telling their child that “the colour of your skin doesn’t matter”. But Black parents had far more realistic conversations with their children, preparing them to experience racial bias, police targeting, and injustice. Interestingly, White parents were also more likely to share colour-blind sentiments after Floyd’s murder.

Black parents were also more worried that their children would not only be targets of racial bias but actually biased themselves — but White parents had a low level of worry on both counts, and this remained low even after Floyd’s murder, perhaps suggesting a further resistance to engaging with questions of race.

So, overall, Black parents were both more willing to engage in questions of race than White parents and more willing to explore issues of injustice after a particularly traumatic event. White parents were also more likely to engage in conversations about race not mattering: colour-blindness, while potentially well-meaning, is ultimately unproductive as it reduces people’s willingness and ability to identify and engage with racial inequality. In the US, where the study took place, race certainly does matter.

The authors of the study note that part of White parents’ reluctance to talk about race could be down to simply not knowing how to address the subject, and suggest that work could be done on the effectiveness of different strategies. Future research could also look at why White parents are so unwilling to have such conversations. Do they feel uncomfortable and out of their depth? Do they (wrongly) think children are too young to understand? Or is it that they simply don’t care? As the team puts it: “given the reality and brutality of racism and racial inequality, the time to answer these questions, and to have these conversations, is now.”

SOURCE:

Friday, 29 October 2021

Young People Around The World Report High Levels Of Climate Anxiety




By Emma L. Barratt

In the past few years, the effects of climate change have become undeniably apparent. In the last two years alone, headlines have been full of climate disasters — from forest fire smoke turning San Francisco’s sky luminous red, to torrential flooding in Germany and China.

In the face of events like this, anxiety and fear about climate change is undoubtedly increasing. Far from being indicative of mental illness, climate anxiety (also known as eco-anxiety or climate distress) more neatly fits under the banner of “practical anxiety”: fear that motivates change to help us respond to threats. Even though this in itself is useful, the experiences of fear can be unrelenting, and have serious consequences for mental health and functioning.

Young people are more at risk than those from older generations; an uncertain and dangerous climate situation poses the most risk to their futures, after all.

It’s with this in mind that Caroline Hickman and colleagues at the University of Bath set out to investigate the extent of young people’s feelings and thoughts on climate change, and the functional impact associated with them. In their global study, posted as a preprint at SSRN, they look how the threats of climate change, as well as government response to these threats, affect the emotions and day to day functioning of young people.

Ten thousand participants aged between 16 and 25 years old were recruited via an online survey portal. These participants were based in ten different countries from around the world, as far flung as Australia, Brazil, India, and Finland. All completed a measure of climate anxiety constructed specifically for this study by 11 experts in relevant areas of psychology and law. Participants were not made aware of the topic of the survey before starting.

The measure itself contained eight broad sections; these related to worry about climate change, its impact on their functioning, emotions and thoughts about climate change, as well as feelings of being ignored on the topic, beliefs about government response to the threat, and the emotional impact of that response. In order to more closely investigate particular constructs, such as negative feelings about climate change or negative thoughts about government response, the team also condensed scores from relevant items across these sections during their analyses. And, last but not least, emotional impacts of government responses were split into two scales — the reassurance scale, and the betrayal scale — to allow closer analysis of positive and negative feelings, respectively.

Across all countries, the majority of participants (60%) reported feeling “very” or “extremely” worried about climate change. More than 45% reported that these feelings negatively impacted their daily lives. By country, those expressing the highest amount of worry tended to be from poorer regions, in the Global South, and those who had been more directly impacted by climate change. For example Portugal, where there have in recent years been extensive wildfires, rated highest for worry amongst its neighbours in the Global North.

Participants reported a wide range of negative emotions: 77% said the future was frightening, and over 50% had felt afraid, sad, anxious, angry, powerless, helpless, and/or guilty about climate change. Optimism and indifference, unfortunately, were not often reported. When talking to others about climate change, almost half of participants said their concerns had been ignored or dismissed.

When it came to rating government response, participants were generally unimpressed. Over 60% of respondents disagreed with every positive statement about their government’s climate action, though this did vary significantly between countries. Across all regions, however, feelings of betrayal were higher than those of reassurance.

Correlational analyses indicated close positive relationships between negative thoughts, worry about climate change, and impact on functioning. These factors also correlated strongly with feelings of government betrayal and negative beliefs about their response to the climate threats at hand, suggesting that those who believed the government to be underperforming in their response to climate change experienced more negative psychological consequences. In many, this is likely to constitute Moral Injury – significant psychological distress caused by witnessing a traumatic event that runs against the viewer’s morals, that they are powerless to stop. Not only can Moral Injury further increase mental health risks, the authors say, but it could also open the door to lawsuits based on psychological harm.

The measure used in this study was not standardised, as no suitable measure existed previously, meaning further investigation as to its validity would likely be beneficial. And of course, the data is correlational, meaning that no conclusions about causality can be drawn from this data (no matter how intuitive they may feel).

Even so, taken together, the data collected in study stands as firm evidence that climate anxiety is evident across the globe. This continued stress on the younger members of our populations severely affects their emotions and ability to function day-to-day. Given the timescale of issues at hand, it’s easy to imagine how the rapidly increasing threats of climate change could give rise to mental health issues among many young people, especially if governments continue to fail in their responses. Further research into these climate-specific stressors as precursors to mental health issues in young people will likely illuminate this relationship further.

The authors say that their results also demonstrate the point that climate anxiety isn’t simply caused by ecological catastrophe: it’s also directly related to government inaction. Greater levels of action and commitment by governments can not only enable us to limit warming to 1.5 degrees by the end of the century, it also has the potential to improve the mental wellbeing of citizens around the world.

SOURCE:

Monday, 25 October 2021

Πρέπει να θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου με τον εαυτό σου πρώτα





Σου δίνεται το δώρο του χρόνου. Είναι δώρο ωστόσο που έχει δύο υποστάσεις. Μπορείς να γκρινιάξεις για αυτό, να μοιρολατρήσεις και να καταραστείς τη τύχη σου ή μπορείς να το εκμεταλλευτείς για να τα βρεις με τον εαυτό σου και να βγεις σοφότερος. Εσύ αποφασίζεις.. ποιος άλλος;

Από μικρή ηλικία υπάρχει μέσα μας το αίσθημα του «ανήκειν». Είναι ωραίο να νιώθουμε μέρος μιας ομάδας είτε αυτή είναι η οικογένεια μας, τα φιλαράκια στο σχολείο, τα παιδιά από τη γειτονιά που παίζουμε στη παιδική χαρά τα απογεύματα. Νιώθουμε ασφάλεια, νιώθουμε ότι έχουμε μια ταυτότητα και ας είναι λίγο μπερδεμένη τις πρώτες δεκαετίες της ζωής μας. Θέλεις να σε «παίζουν» και όταν αισθάνεσαι ότι δεν γίνεται βάζεις τα κλάματα και παραπονιέσαι στη μαμά ή στη δασκάλα.

Μεγαλώνοντας ξέρεις πια ότι δεν μπορείς να κλάψεις για να είσαι μέλος μιας παρέας, μέρος του συνόλου. Οπότε βγάζεις το καλύτερο σου πρόσωπο. Λες αστεία, λες κομπλιμέντα, κάνεις χάρες, δίνεις καλές συμβουλές, παρηγορείς, κάνεις υπομονή. Θες να σε συμπαθούν, θες να σε αγαπούν, θες να λένε όμορφα λόγια για σένα..και ποιος δε θέλει άλλωστε;

Για κάτσε μια στιγμή. Εκεί που μιλάμε για τη ζωή σου. Περνάς ώρες αναλύοντας συμπεριφορές άλλων, σημαντικών άλλων ενδεχομένως. Τί να πεις στη κολλητή σου για να μη την στεναχωρήσεις, τί χάρη να κάνεις στο συνεργάτη σου στη δουλειά για να σε εκτιμήσει, πώς να φερθείς στο αγόρι σου ή στο εν δυνάμει αγόρι σου για να σε αγαπήσει.. Σαν κάποιον να ξέχασες. Τον εαυτό σου. Έχεις κάτσει ποτέ να σκεφτείς τι πρέπει να λες για να μην τον στεναχωρείς; Του κάνεις χάρες; Του φέρεσαι ωραία;


Από μικροί έχουμε μάθει ότι είναι σημαντικό να συγκεντρώνουμε την αγάπη των άλλων και ξεχνάμε να αγαπάμε τον εαυτό μας, τη προσωπικότητα μας, το σώμα μας, εμάς τους ίδιους. Κάποτε είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο ψυχολογίας ότι τα χειρότερα λόγια τα λέμε στον εαυτό μας. Και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν φιλτράρουμε τις κουβέντες μας. Είσαι ασήμαντος, είσαι άνεργος, είσαι άχρηστος, είσαι άσχημος, κάνεις δεν σε αγαπάει, δεν θα τα καταφέρεις, δεν μπορείς…

Στέλνεις μηνύματα στους φίλους σου σε μια σημαντική στιγμή για να δώσεις κουράγιο, να πεις μια καλή κουβέντα, κάτι να τον ενθαρρύνεις και ξεχνάς να επαινείς εσένα. Να στηρίζεις εσένα, να αγαπάς εσένα και τις επιλογές σου.

Στη κρίσιμη λοιπόν περίοδο που περνάμε αυτούς τους μήνες στη χώρα μας αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο είναι καλό να βλέπουμε και τί μας προσφέρει πέρα από αυτά που μας στερεί. Χρόνο με τον εαυτό μας. Χρόνο να δεις τί αγαπάς, τί ξέχασες και τί σε ξέχασε, τί άφησες και τί σε άφησε. Χρόνο να σε γνωρίσεις αν δεν σε ξέρεις ήδη. Οι ρυθμοί της ζωής που ζούμε σήμερα είναι τόσο γρήγοροι και οι μέρες περνάνε αστραπιαία με την καθημερινότητα και τις ανάγκες της.

Σου έχει τύχει να κοιτάς το πρόγραμμά σου και να σκέφτεσαι πως θα γεμίσεις τις «κενές» ώρες; Σε ποιόν να στείλεις να βγείτε για έναν καφέ ή για ένα ποτό, να είσαι έξω, να μην είσαι μόνος; Ποιά ταινία να δεις για να «σκοτώσεις» την ώρα σου; Μήπως να κοιμηθείς για να μην σκέφτεσαι; Μη μου πεις όχι, θα είναι ψέμα.

Αναλωνόμαστε στις σχέσεις με τους γύρω μας, στο τι κάναμε λάθος, στο τι πρέπει να κάνουμε για να είμαστε αρεστοί και αγαπητοί, χαλάμε χρόνο και φαιά ουσία και ξεχνάμε την σημαντικότερη σχέση. Αυτή με τον εαυτό μας.

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου. Είναι ο μεγαλύτερος σου σύμμαχος και συνάμα ο χειρότερος σου εχθρός. Να τους μιλάς όμορφα, να τον συγχωρείς όταν κάνει λάθη, να του λες μπράβο όταν κάνει σωστά, να τον φροντίζεις. Να τον φροντίζεις ουσιαστικά. Στον ελεύθερο σου χρόνο μην σκέφτεσαι πως θα τον αποφύγεις. Όταν το νιώθεις κάτσε σπίτι, γέμισε τη μπανιέρα, χαλάρωσε, αφουγκράσου τις σκέψεις σου, τα θέλω σου, τους στόχους σου, τα όνειρα σου, έχεις όνειρα έτσι δεν είναι;

Μαγείρεψε κάτι ωραίο για σένα, αν δεν ξέρεις να μαγειρεύεις παρήγγειλε κάτι που λαχτάρας χωρίς να νιώθεις τύψεις. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην σε κακομαθαίνεις. Να είσαι με το μέρος σου, θα βρεις πολλούς να είναι εναντίον σου όσο προχωράς τη ζωή σου. Αλλά να θυμάσαι, δεν έχουν κάτι με σένα. Και αυτοί με τον εαυτό τους τα έχουν.

Είναι όμορφο να σε ξέρεις. Να ξέρεις τι σου αρέσει και τι όχι, τι σε κάνει ευτυχισμένο, τι σου αξίζει. Είναι όμορφο να λες «όχι, ευχαριστώ» όταν κάτι σε αδικεί, όταν δεν σου «κάνει», όταν δεν σε γεμίζει. Είτε αυτό είναι φίλος είτε αυτό είναι σχέση είτε αυτό είναι δουλειά είτε αυτό είναι οικογένεια τελικά. Να πασχίζεις στη ζωή σου να είσαι ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος.

Να διαβάζεις βιβλία, να έχεις γνώμη και να την λες φωναχτά. Να μη βολεύεσαι και να μην συμβιβάζεσαι. Όλοι έχουμε γεννηθεί για να βιώσουμε ένα μεγαλείο. Η ίδια η ζωή είναι ένα μεγαλείο. Μη τη σκορπάς λοιπόν σε ανθρώπους που δεν έχουν να σου πουν τίποτα τελικά, σε καταστάσεις που δεν σε εκφράζουν, σε μέρη που δεν σε εκτιμούν.

Δεν μπορώ ούτε να σου εξηγήσω πόσο γρήγορα περνάνε τα χρόνια μας. Είναι σαν μαγικό. Μπορεί από τη μια οι οχτώ ώρες στη δουλειά σου να περνάνε αργά και με κόπο και από την άλλη να κοιτάξεις τυχαία μια φωτογραφία με τη φοιτητική σου παρέα πριν πέντε χρόνια και να πείς : … μα πότε πέρασαν πέντε χρόνια;.. νιώθω σαν να ήταν χθες..


Από μικρή ηλικία υπάρχει μέσα μας το αίσθημα του «ανήκειν». Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Ζει και αναπτύσσεται μέσα από τους άλλους. Από τους σημαντικούς άλλους. Και έτσι θα είναι πάντα.

Αναλογιζόμενη τη κατάσταση που βιώνουμε αυτές τις μέρες, αναρωτιέμαι αν αντέχεις; Αν όχι, αναλογίσου τι δεν αντέχεις; Τον εαυτό σου; Την παρέα σου; Ό,τι και να είναι έχεις χρόνο να το αλλάξεις, να το δουλέψεις, να το φτιάξεις, να του βάλεις από την αρχή τα θεμέλια που θέλεις. Θα σου πω κάτι που δεν έχουν καταλάβει πολλοί. Μέσα σε αυτή τη δύσκολη περίοδο γεμάτη άγχος και αβεβαιότητα σου δίνεται ένα δώρο.

Σου δίνεται το δώρο του χρόνου. Είναι δώρο ωστόσο που έχει δύο υποστάσεις. Μπορείς να γκρινιάξεις για αυτό, να μοιρολατρήσεις και να καταραστείς τη τύχη σου ή μπορείς να το εκμεταλλευτείς για να τα βρεις με τον εαυτό σου και να βγεις σοφότερος. Εσύ αποφασίζεις.. ποιος άλλος;

Συγγραφέας: Βάλια Πατατανέ, Ψυχολόγος
ΠΗΓΗ:

Thursday, 21 October 2021

“Drinking To Cope” Doesn’t Work, Even When We Believe That It Does



By Emma Young

Have you ever felt a little anxious or low, and decided that a beer or a glass of wine would help? If so, you’re hardly alone. This exact thought process must play across the country every night of the week. There’s been surprisingly little solid research, though, into whether alcohol does actually relieve these negative feelings. Now new work led by Andrea M Wycoff at the University of Missouri-Columbia, US, concludes that in fact, it does not — and that people who “drink to cope” can even make their symptoms worse.

The study involved 110 participants; 58 were from the general community and 52 had a diagnosis of Borderline Personality Disorder. People with BPD are known to be more prone to drinking problems, and to experience more variable emotions; they are even more likely than the rest of us, then, to view alcohol as a way to manage negative emotions. Some of the BPD participants had in fact been diagnosed with Alcohol Use Disorder. The team chose to include this group to try to capture as much variability in emotional states and proneness to problem drinking as possible in their study.

After completing various questionnaires in the lab, each participant was given an electronic diary. Every day for the next three weeks, they received regular prompts to report on any alcohol consumption, and also to rate levels of various negative feelings, such as being jittery, nervous, downhearted and lonely.

Whenever a participant reported having had an alcoholic drink, they were asked to rate the extent to which whether they’d done this to make them “feel less guilty or depressed” or “feel more relaxed and calm”. At various points over the following three hours, they then rated the extent to which they felt the drink had “relieved unpleasant feelings or symptoms”, and also provided updated ratings of their levels of those various negative feelings.

The team found some clear links between the various self-reports. When a participant had indicated that they were drinking to cope with anxiety or to cope with both anxiety and depression, they were more likely afterwards to report feeling that those unpleasant feelings had been relieved. This seemed to support the concept of drinking to cope, and, indeed, it led the researchers to expect that, for these people, their levels levels of various anxiety and/or depression-related feelings would drop after a drink.

But in fact the team did not find this pattern. Alcohol had no impact on anxiety scores. And when a participant reported that they were drinking to cope with depression, their depression-related feelings actually increased afterwards. For those participants diagnosed with Alcohol Use Disorder, the increases were even more striking.

What might explain the discrepancy between the participants’ belief that the alcohol had helped on the one hand, and their own contradictory self-report score data, on the other? The researchers suggest that if someone expects alcohol to help, this could encourage them to believe that it has — even if their actual feelings have not changed, or even worsened.

People who “drink to cope” are more likely to develop problem drinking. And yet these new findings suggest that the very concept of drinking to cope is a fallacy — at least, in relation to the anxiety and depression-related measures used in this work.

The team concedes various limitations to the study, mostly to do with factors affecting generalisability. The over-representation of women among the participants (as well as the fact that a large proportion were diagnosed with BPD) certainly means that the results are not necessarily applicable to the general population. However, with regard to gender, earlier research suggests that men are more prone to report drinking to cope, and to have alcohol problems. So if more men had been included, it’s possible that the links would have been even stronger, which the researchers say future research should explore.

For now, though, if the idea that alcohol helps to relieve feelings of anxiety and depression is mistaken, then helping people to appreciate this might also help them turn to other strategies known to help, and not to harm — such as physical exercise.

SOURCE:

Thursday, 14 October 2021

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας 2021: Τα προβλήματα που προκαλούν οι ανισότητες Φετινό θέμα της ημέρας, η ψυχική υγεία σε έναν κόσμο ανισοτήτων




Το σύνθημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ημέρα Ψυχικής Υγείας, είναι: «Φροντίδα ψυχικής υγείας για όλους: Ας την κάνουμε πραγματικότητα».


Εν μέσω αυξανόμενων ψυχολογικών προβλημάτων του παγκόσμιου πληθυσμού λόγω των περιορισμών που προκάλεσε το τελευταίο ενάμιση έτος η πανδημία, τιμάται διεθνώς την Κυριακή η «Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας».


Με θέμα «η ψυχική υγεία σε ένα κόσμο ανισοτήτων», η φετινή ημέρα ψυχικής υγείας στοχεύει στην ενημέρωση και αφύπνιση του πληθυσμού για τα σημάδια των ψυχικών ασθενειών, εν μέσω πανδημίας που ακόμη ταλαιπωρεί την υφήλιο.

Την 10η Οκτωβρίου επέλεξαν το 1994 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας για να αναδείξουν τη σημασία της ψυχολογικής ισορροπίας και της βοήθειας που μπορεί και πρέπει να λαμβάνει όποιος έχει σχετικά προβλήματα.

Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον ένας στους 10 πολίτες παγκοσμίως, με αυξητική πορεία, υποφέρει από ψυχικές ασθένειες , ωστόσο μόλις οι μισοί από αυτούς καταφεύγουν σε επιστημονική υποστήριξη.


«Η πανδημία της COVID-19 είχε σημαντικές συνέπειες στην ψυχική υγεία ολόκληρου του πληθυσμού, ωστόσο, το πλαίσιο της ψυχικής υγείας στην Ευρώπη ήταν ήδη ανησυχητικό πολύ πριν από την πανδημία με περισσότερα από 84 εκατομμύρια άτομα που έπασχαν από ψυχικές ασθένειες και 165.000 θανάτους ετησίως, οφειλόμενους σε ψυχικές ασθένειες ή αυτοκτονία», λέει ο Θέλσο Αράνγο, Σύμβουλος της Ισπανικής Παιδιατρικής Εταιρείας και Σύμβουλος της πρωτοβουλίας Headway 2023.

«Πράγματι, το προσδόκιμο ζωής των ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια – 60 έτη για τους άνδρες και 68 έτη για τις γυναίκες – είναι 13-15 έτη χαμηλότερο από αυτό του υπόλοιπου πληθυσμού. Επιπλέον, η αυτοκτονία αποτελεί την έκτη αιτία θανάτου στο σύνολο του πληθυσμού και την τέταρτη αιτία θανάτου στους νέους, ενώ σε ορισμένες χώρες οι επιπτώσεις των ψυχικών διαταραχών στους νέους είναι μεγαλύτερες από τις επιπτώσεις του συνόλου των ιατρικών παθήσεων», σύμφωνα με τον κ. Αράνγο.

Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, το 83% των γυναικών αναφέρουν ότι η πανδημία επηρεάζει αρνητικά την ψυχική τους υγεία σε σύγκριση με το 36% των ανδρών. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι έγκυες γυναίκες, οι γυναίκες σε περίοδο λοχείας, ή εκείνες που έχουν υποστεί ψυχολογικό τραύμα όπως μια αποβολή ή κακοποίηση από τους συντρόφους τους ήταν οι πιο ευάλωτες στις ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας.

«Η ανάγκη στήριξης του πολιτών που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες, ειδικά σε περιόδους κρίσεως όπως η παρούσα που διανύει η χώρα μας, εξαιτίας της υγειονομικής συγκυρίας, είναι πιο επίκαιρη και πιο επιβεβλημένη από ποτέ», επεσήμανε σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) και Περιφερειάρχης Αττικής, Γιώργος Πατούλης.


«Μέσω του τηλεφωνικού κέντρου 1110 του ΙΣΑ και της Περιφέρειας, προσφέρουμε υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης και καθοδήγησης από εξειδικευμένους επιστήμονες, με στόχο τη διατήρηση της ισορροπίας και της συναισθηματικής τους υγείας», υπενθύμισε.

ΠΗΓΗ:

How To Cope With Failure, According To Psychology



By Emma Young

We all have times when we feel that we’ve failed — but it’s how we respond to it that really matters. Here are five findings that could help you cope with failure:

1. Be kind to yourself

It’s an old one, but a good one: practise some self-compassion. Being self-compassionate entails being kind and non-judgemental towards yourself in the face of difficulty — including failure. Perhaps the best-known proponent of self-compassion is Kristin Neff at the University of Texas, Austin (you can take her self-compassion test here). Back in 2005, Neff published work finding that students who are self-compassionate in the wake of exam failure go on to study harder for future exams. More recent work has found that being kind to yourself if you feel that you’ve failed at something (and recognising that you’re far from alone in failing) is linked with better mental health. And self-compassion is even linked to greater physical health too, according to a recent study in BMC Public Health.

2. Resist “socially prescribed perfectionism”

If you feel that other people expect you to be perfect, and will judge you harshly if you fail to meet their expectations, you experience this type of perfectionism. A major 2017 review of work into factors that foster resilience after failure or mistakes highlighted it as a clear risk factor: people who scored higher on this measure experienced more anxiety, depression and anger after being led to fail at a task. Interventions aimed at improving wellbeing and resilience should target this factor, the researchers concluded. Exactly how to go about this is another matter, of course. There is some evidence that exposure to contrasting messages — some anti-perfectionism, others in favour of it — helps to tackle this type of perfectionism. But for an individual, it could be worth resisting the urge to think about how other people might judge you after a failure.

3. Don’t worry too much if you were over-confident — and wrong

Overconfidence is not a good thing; it leads us to study less hard and make more mistakes. But let’s say you take an exam or test feeling convinced that you’re on top of the material and are getting pretty much everything right, only to receive a poor grade. Your initial confidence was clearly misplaced. No doubt, it was at least partly responsible for your failure. However, there’s plenty of evidence that the surer you are about an answer that turns out to be wrong and is corrected, the better you’ll remember the correct answer and use it in future. This, at least, was one of the conclusions of a 2017 review of work on learning from errors by Janet Metcalfe at Columbia University. “A strong degree of belief in the truth of one’s errors makes them more, rather than less, susceptible to being correctable,” Metcalfe writes. However….

4. Try not to take evidence of failure too personally

A recent set of studies on almost 1,700 American participants, published in Psychological Science, found that feedback on what they had got wrong on a variety of tests or tasks rather than what they had got right — a “failure focus” rather than a “success focus” — undermined subsequent learning. (These participants’ confidence in their answers was not assessed.) Why? The researchers, at the University of Chicago, think that because personal failure feedback can threaten a person’s self-image, it leads them to tune out. However, participants did learn effectively from other people’s failures — when their ego concerns would have been “muted”. Perhaps encouraging people to reappraise feedback in less ego-threatening terms might help them to learn better from failure, the team suggests. However, as they also note, people in some countries — like Japan — persist for longer at a task after failing at it than after being successful, but this pattern is reversed for Americans. So culture clearly has a huge influence on the impact of failure.

5. Embrace “productive failure”

The idea here is that instead of carefully teaching people how to do something, you let them loose on a new task with only the minimum of guidance. As Sunita G. Chowrira at the University of British Columbia and her colleagues explain in a recent paper, “While students often fail to produce satisfactory solutions (hence ‘Failure’), these attempts help learners encode key features and learn better from subsequent instruction (hence ‘Productive’).”

Productive failure has been found to have benefits in all kinds of teaching situations, including classrooms. In this particular study, Chowrira and her team divided first year biology students into two groups. One received standard instruction on various topics. The other group read a relevant chapter prior to the class, then embarked on challenges in small groups. They received feedback immediately afterwards, followed by instruction on any gaps in their understanding. This second group went on to do better at subsequent exams, and this was especially true for low-performing students. A productive failure approach “has the potential to transform large introductory university courses,” the team concluded. For an individual, there are lessons, too: those people who prefer to throw themselves at a new task rather than carefully reading the instructions first may well “fail” more (and anyone who’s ever tried this approach with a piece of flatpack furniture knows how bad that can be), but learn more and do better next time.

SOURCE: