Thursday, 30 January 2020

Όταν οι γονείς διαβάζουν το παιδί τους για το σχολείο





Είναι συχνό φαινόμενο στην ελληνική οικογένεια οι γονείς να διαβάζουν το παιδί τους για το σχολείο. Αυτό γίνεται σε καθημερινή βάση μέχρι το παιδί να μπορεί να «πατήσει γερά στα πόδια του». Σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και μέχρι το τέλος του Λυκείου! Πρόκειται δυστυχώς για μια παρεξηγημένη νοοτροπία των γονέων επισημαίνει η Αγγελική Ντούρου – Εκπαιδευτικός.


Ξεκινώντας από την Πρώτη τάξη του Δημοτικού, οι γονείς προσπαθούν να διαβάσουν το παιδί τους για να είναι άριστα προετοιμασμένο για το επόμενο μάθημα. Μέσα από μια διαδικασία προσωπικού άγχους μεταφέρουν το άγχος τους στο παιδί, ξοδεύοντας πολλές ώρες καθημερινά για να καταλήξουν και οι δύο κουρασμένοι από το διάβασμα του σχολείου. Με αυτό τον τρόπο τα παιδιά διδάσκονται στο σπίτι και εξετάζονται στο σχολείο.

Οι γονείς έχουν πλέον χάσει το ρόλο τους και δανείζονται το ρόλο του εκπαιδευτικού, χάνοντας έτσι την προσωπική επικοινωνία με το παιδί τους. Πολλές φορές οι γονείς μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα αυστηροί, ακόμα και να χάσουν την ψυχραιμία τους κατά το «διάβασμα». Ακολουθούν ένα δικό τους τρόπο «διδασκαλίας» που δε γνωρίζουν πώς να προσεγγίσουν αφού οι ίδιοι δεν είναι παιδαγωγοί. Θεωρούν ωστόσο ότι έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους. Άρα, εφόσον ο δάσκαλος δεν ακολουθεί το δικό τους τρόπο ή το παιδί δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε, τότε μάλλον φταίει ο δάσκαλος που «δεν είναι και τόσο καλός» ή το παιδί που είναι «απρόσεχτο».

Πώς όμως να προσέξει ο μαθητής;

Το παιδί επαναπαύεται στο σχολείο και δεν προσέχει στο μάθημα γιατί ξέρει ότι στο σπίτι θα του τα πει ξανά η μαμά ή ο μπαμπάς, κάποιες φορές ίσως να προχωρήσουν παρακάτω. Εξάλλου «εκείνοι ξέρουν καλύτερα». Αυτό οδηγεί το δάσκαλο σε μια ψεύτικη εικόνα του μαθητή καθώς οι αδυναμίες του μπαλώνονται από το σπίτι. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Το παιδί μαθαίνει να στηρίζεται πάντα στη βοήθεια του γονιού του αντί να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Έτσι, οδηγείται από μικρή ηλικία στην έλλειψη αυτοπεποίθησης. Όταν το παιδί δε χρειάζεται να μπει σε μια διαδικασία να προσπαθήσει μόνο του αλλά τα παίρνει όλα έτοιμα από το σπίτι, δε μαθαίνει να είναι ανεξάρτητο.


«Τι θα μάθουμε σήμερα;» Στο σχολείο είναι απαραίτητο να υπάρχει το κίνητρο της μάθησης, το στοιχείο της έκπληξης για το καινούριο. Τα παιδιά χρειάζεται να προσέχουν το δάσκαλο για να μάθουν από αυτόν αυτό που πρέπει όπως πρέπει. Εάν τα έχουν όλα έτοιμα από το σπίτι ή ξέρουν ότι θα τα ετοιμάσουν μετά το σχολείο, είναι λογικό να βαριούνται κατά την παράδοση. Στο μυαλό τους θεωρούν ότι πρέπει τώρα να χαλαρώσουν και να περάσουν ωραία με την παρέα τους γιατί μετά ακολουθεί διάβασμα στο σπίτι. Ίσως να μην προλάβουν καν να παίξουν ή να αφιερώσουν λίγο χρόνο στον εαυτό τους κάνοντας κάτι που απολαμβάνουν.

Αναρωτιέστε πώς θα βοηθήσετε το παιδί σας για το σχολείο;

Απλά να είστε κοντά του εάν χρειαστεί να του εξηγήσετε πώς να λύσει μία άσκηση (κυρίως στην περίπτωση τάξεων Δημοτικού). Επιπλέον, ζητήστε του να σημειώνει προσεκτικά την ώρα του μαθήματος αυτά που πρέπει να μελετήσει ή να επιλύσει στο σπίτι. Δώστε του στο σπίτι συγκεκριμένο χρόνο μέσα στον οποίο θα πρέπει να ολοκληρώσει το διάβασμα μόνος του, ώστε να είναι συγκεντρωμένος στη μελέτη και να μην αφαιρείται. Παροτρύνετε το παιδί να συμβουλεύεται διαρκώς το βιβλίο και τις σημειώσεις που έχει κρατήσει στο μάθημα. Μπορεί ακόμα να συμβουλευτεί τα κατάλληλα λεξικά ή ηλεκτρονικές εγκυκλοπαίδειες. Εάν κάτι τον δυσκολεύει εξαιρετικά ας το προσπαθήσει όσο μπορεί και ας ζητήσει από το δάσκαλο να το εξηγήσει ξανά μέχρι να το καταλάβει.

Εφόσον έχετε χρόνο, ελέγξτε εάν έχει μελετήσει το μάθημά του. Μην απαιτείτε αποστήθιση αλλά κατανόηση του κειμένου και του νοήματος. Ελέγξτε εάν έχει ολοκληρώσει τις ασκήσεις. Μην τις διορθώσετε. Προτρέψτε το παιδί να δει πιο προσεκτικά τα σημεία που έχουν λάθη ώστε να τα διορθώσει μόνο του. Με την παραπάνω διαδικασία βοηθάτε το παιδί σας να αναπτύξει την κριτική του ικανότητα και την μακροπρόθεσμη μνήμη του.




Δεχτείτε τους καλούς και τους μέτριους ή κακούς βαθμούς. Επιβραβεύστε το παιδί σας όταν παίρνει καλούς βαθμούς και δώστε του την ευκαιρία να προσπαθήσει περισσότερο εάν δεν επιτύχει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δώστε του το κίνητρο να είναι καλός μαθητής. Μην μπαλώνετε τις αδυναμίες του μαθητή, ώστε να μπορεί ο δάσκαλος στο σχολείο να δουλέψει πάνω σε αυτές και να τις διορθώσει με τον απαραίτητο παιδαγωγικό τρόπο.

Είναι σημαντικό να καταλάβετε πως η αποτυχία πρέπει να είναι κομμάτι της διαπαιδαγώγησης ενός παιδιού. Το παιδί πρέπει να μάθει από μικρή ηλικία να χάνει και να κερδίζει στηριζόμενο στις δικές του δυνάμεις. Να απολαμβάνει τα Μπράβο! αλλά και να δέχεται τις παρατηρήσεις ώστε να έχει τη δυνατότητα να βελτιώνεται. Έτσι, θα μεγαλώσετε ένα ανεξάρτητο άτομο που θα έχει αυτοπεποίθηση στον εαυτό του και θα μπορεί να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει τα ρίσκα και τις δοκιμασίες που θα συναντήσει στη ζωή του, έξω από το προστατευτικό περιβάλλον της οικογένειας.

Τέλος, αφιερώστε χρόνο στο παιδί σας! Αναπτύξτε μια ουσιαστική σχέση γονέα-παιδιού, βάζοντας σαν προτεραιότητα την πραγματική και ολοκληρωμένη καλλιέργεια του παιδιού. Συζητήστε μαζί του, παίξτε μαζί, διαβάστε ένα ενδιαφέρον βιβλίο, επισκεφτείτε διαδραστικά μουσεία, απολαύστε έναν περίπατο στη φύση, απλά περάστε καλά με το παιδί σας. Δώστε στο παιδί σας την ευκαιρία να “απογαλακτιστεί” και χτίστε μαζί του μια σχέση εμπιστοσύνης.

ΠΗΓΗ:

Tuesday, 28 January 2020

«Επικίνδυνα» επίπεδα στρες βιώνουν οι αφοσιωμένοι οπαδοί, σύμφωνα με νέα έρευνα BBC




Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης εξέτασαν δείγματα σάλιου Βραζιλιάνων φιλάθλων κατά τη διάρκεια της βαριάς ήττας της Σελεσάο από τη Γερμανία με 7-1, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014.
Οι εξαιρετικά αφοσιωμένοι οπαδοί βιώνουν τόσο έντονα επίπεδα στρες ενώ παρακολουθούν την αγαπημένη τους ομάδα, που θέτουν τον εαυτό τους στον κίνδυνο ακόμη και καρδιακής προσβολής, αναφέρει μία νέα έρευνα.

Ερευνητές του πανεπιστημίου της Οξφόρδης εξέτασαν δείγματα σάλιου Βραζιλιάνων φιλάθλων κατά τη διάρκεια της βαριάς ήττας της Σελεσάο από τη Γερμανία με 7-1, στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2014. Τα επίπεδα της κορτιζόλης, της λεγόμενης «ορμόνης του στρες», παρουσιάστηκαν εξαιρετικά αυξημένα κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου αγώνα, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αυξάνοντας την πίεση του αίματος και την «εντάση» της καρδιάς.

Εξετάζοντας τα επίπεδα κορτιζόλης στο σάλιο 40 φιλάθλων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από τρεις αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο ημιτελικός ήταν μακράν ο πιο στρεσογόνος αγώνας από τους τρεις.

Ενδιαφέρον είναι ότι οι ερευνητές δεν εντόπισαν κάποια διαφορά στα επίπεδα στρες μεταξύ των αντρών και των γυναικών φιλάθλων, παρότι είναι ευρέως παραδεκτό ότι οι άντρες είναι περισσότερο «δεμένοι με τις ποδοσφαιρικές ομάδες τους».

«Οι οπαδοί που είναι τρομερά δεμένοι με την ομάδα τους - δηλαδή, έχουν μία πολύ δυνατή αίσθηση ότι είναι "ένα" με αυτή - βιώνουν τεράστια επίπεδα στρες όταν παρακολουθούν έναν αγώνα», αναφέρει η Δρ. Μάρθα Νιούσον, ερευνήτρια στο Κέντρο για τη Μελέτη της Κοινωνικής Συνοχής του Πανεπιστημίου τη Οξφόρδης. «Οι οπαδοί που είναι πιο χαλαροί υποστηρικτές της ομάδας τους βιώνουν επίσης στρες αλλά όχι σε τέτοια υψηλά επίπεδα», προσθέτει.

Τα υψηλά επίπεδα κορτιζόλης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα συσφίγγουν τα αιμοφόρα αγγεία, αυξάνουν την πίεση του αίματος και πλήττουν περαιτέρω μία ήδη αποδυναμωμένη καρδιά. Ακόμη, βιώνοντας άυξηση της συγκεκριμένης ορμόνης, σε ψυχολογικό επίπεδο, το άτομο μπορεί να νιώσει μία αίσθηση επικείμενης καταστροφής και άμεσης απειλής για τη ζωή του.

Αντιστοίχως, προηγούμενες έρευνες έχουν επιδείξει αύξηση στις καρδιακές προσβολές μεταξύ των οπαδών σε ημέρες σημαντικών αγώνων, είτε σε εθνικό είτε σε συλλογικό επίπεδο.

ΠΗΓΗ:

Thursday, 23 January 2020

Getting Some Sleep Doesn’t Make Eyewitnesses Any Better At Identifying Suspects




We tend to think of sleep as a positive thing. Not enough of it, and we suffer: our moods drop, and we find it harder to both concentrate on what’s in front of us and remember what’s happened. Being well-rested, on the other hand, is associated with greater ability to communicate, to achievement at home and at work, and to superior recollection of previously learned facts or events.

Based on what we already know about the benefits of sleep on memory it may seem obvious that going to bed would also help eyewitnesses identify those they had seen perpetrate crimes. But in a new study, published in Royal Society Open Science, researchers found no such association: it was confidence, not being well-rested, that made a difference.

The team, led by David Morgan from the University of Heidelberg, asked 2,000 participants to watch a 35-second-long video clip of a man stealing a laptop from an empty office; his face was visible throughout the clip. After a distractor task, in which they were asked to unjumble anagrams of US states, half of the participants were asked to wait twelve hours before picking the perpetrator from a line-up.The other half also completed the identification twelve hours later — but only after they had gone to sleep.

Findings from previous literature suggested that this second group might perform better. But, in fact, sleep did not improve memory: participants who had gone to sleep before identifying guilty suspects were just as likely to accurately identify the correct suspect as those who had not. Instead, it was identifications made with “high confidence” that were the most accurate, regardless of whether or not participants had slept.

The two groups were also no more or less reliable at identifying suspects than a control group, which only had a five minute interval between witnessing the crime and taking the test: in each condition, participants’ confidence in their identification predicted their success.

The paper’s authors suggest that care should be taken by police to understand how confident eyewitnesses are when they identify perpetrators.

“Our research suggests police should collect expressions of confidence in the initial identification because these are predictive of accuracy regardless if there was a delay between witnessing the event or not or if sleep took place,” said senior author Professor Laura Mickes.

“Additionally, the Crown Prosecution Service (CPS) should make use of this information in legal proceedings.”

More research needs to be done here: most literature suggests that sleep does consolidate memory and improve recollection, so working out what prevents it from having a positive effect on eyewitness memory may be worthwhile. Further understanding the role of confidence could also be fruitful — and could even, as the researchers suggest, change the way we deal with crime.


SOURCE:

Αυξάνοντας το προσδόκιμο υγιούς ζωής




H ήπια, αλλά καθημερινή, άσκηση επί 30 λεπτά μπορεί να μας εξασφαλίσει μακροζωία, με καλή υγεία.


Οι υγιεινές συνήθειες, όπως είναι η διατήρηση του σωματικού βάρους στα επιθυμητά επίπεδα, η ήπια κατανάλωση οινοπνεύματος και η τακτική σωματική άσκηση επί τουλάχιστον 30 λεπτά την ημέρα, μπορούν να επιμηκύνουν σημαντικά τη ζωή με καλή υγεία, ακόμα και για δέκα χρόνια. Οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι όλοι όσοι ακολουθούν υγιεινές συνήθειες μπορούν να περιμένουν πολύ περισσότερα χρόνια καλής υγείας, συγκριτικά με αυτούς που καπνίζουν, πίνουν υπερβολικά ή είναι παχύσαρκοι.

Η μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση British Medical Journal, περιελάμβανε δεδομένα από περισσότερους από 110.000 ανθρώπους και εστιάστηκε ιδιαίτερα στις περιπτώσεις καρδιαγγειακών νόσων, καρκίνου και διαβήτη τύπου 2 (της μορφής που εμφανίζεται κυρίως σε παχύσαρκους ενήλικες). Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημόνων του Αμστερνταμ επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους σε πέντε υγιεινές συνήθειες «χαμηλού κινδύνου» (ποτέ κάπνισμα, υγιής δείκτης μάζας σώματος, από 18 μέχρι 25, ήπια έως εντατική φυσική δραστηριότητα επί τουλάχιστον 30 λεπτά καθημερινά, ήπια κατανάλωση αλκοόλ και υγιεινή διατροφή). Στη συνέχεια, αναζήτησαν το προσδόκιμο υγιούς ζωής, δηλαδή χωρίς την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη ή καρκίνου και ιδιαίτερα πόσα τέτοια χρόνια σε καλή υγεία μπορούσαν να περιμένουν όσοι έκλειναν τα πενήντα.

Τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν ότι οι γυναίκες που ακολουθούν υγιεινό τρόπο ζωής, υιοθετώντας τουλάχιστον τέσσερις από τους πέντε παράγοντες «χαμηλού κινδύνου», είχαν στα πενήντα τους χρόνια προσδόκιμο ζωής, σε καλή υγεία, άλλα 34,4 έτη. Θα ζούσαν δηλαδή με καλή υγεία (χωρίς καρκίνο, διαβήτη ή καρδιά) μέχρι τα 84 χρόνια. Αντιθέτως οι γυναίκες που δεν είχαν υιοθετήσει κανέναν από τους πέντε παράγοντες υγιεινής ζωής, είχαν προσδόκιμο υγιεινής ζωής στα 50 τους, μόλις 23,7 έτη.

Οι πενηντάρηδες μπορούσαν να περιμένουν να ζήσουν με καλή υγεία, αλλά 31,1 χρόνια χωρίς ασθένειες, εφόσον βέβαια είχαν υιοθετήσει τέσσερις ή πέντε παράγοντες υγιεινής ζωής. Τις μικρότερες πιθανότητες για μακροζωία και καλή υγεία είχαν οι άνδρες που κάπνιζαν μέχρι 15 τσιγάρα την ημέρα και οι γυναίκες και οι άνδρες που είχαν δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο από 30, ήταν δηλαδή παχύσαρκοι.

ΠΗΓΗ:


Wednesday, 22 January 2020

Λιγότερο σεξ, πρόωρη εμμηνόπαυση




Δεν είναι ακόμη σαφής ο ακριβής βιολογικός μηχανισμός που συνδέει τη συχνότητα του σεξ με την ηλικία της εμμηνόπαυσης.

Οι γυναίκες που έρχονται σε σεξουαλική συνεύρεση, τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, έχουν μικρότερο κίνδυνο πρόωρης εμμηνόπαυσης συγκριτικά με εκείνες που δεν έχουν τόσο έντονη σεξουαλική ζωή, επισημαίνουν Βρετανοί ερευνητές. Ειδικότερα, οι επιστήμονες του τμήματος Ανθρωπολογίας του University College London (UCL), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Royal Society Open Science» της βρετανικής Βασιλικής Εταιρείας Επιστημών, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 3.000 Αμερικανίδες, με μέση ηλικία 45 ετών, την εξέλιξη της υγείας των οποίων παρακολούθησαν επί δέκα χρόνια.

Ετσι διαπιστώθηκε ότι όσες έκαναν σεξ τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα ή πιο συχνά, είχαν κατά μέσον όρο 28% λιγότερες πιθανότητες να έχουν πρόωρη εμμηνόπαυση, σε σχέση με όσες είχαν σεξουαλική δραστηριότητα σπανιότερα από μία φορά τον μήνα. Για όσες έκαναν σεξ τουλάχιστον μία φορά το μήνα, η πιθανότητα πρόωρης εμμηνόπαυσης ήταν μειωμένη κατά 19%.

«Αν μια γυναίκα δεν κάνει σεξ και δεν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης, τότε το σώμα επιλέγει να μην επενδύσει στην ωορρηξία, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα είχε νόημα», δήλωσε η ερευνήτρια Μέγκαν Αρνοτ. Οπως, μάλιστα, επισημαίνει η ίδια, τα συμπεράσματα της μελέτης προσθέτουν βάρος στη θεωρία ότι η γυναικεία εμμηνόπαυση αρχικά εξελίχθηκε προκειμένου να αποτρέψει τις αναπαραγωγικές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών γενεών θηλυκών και για να επιτρέψει στις πιο ηλικιωμένες γυναίκες να ενισχύουν την καλή κατάσταση της υγείας τους, φροντίζοντας τα εγγόνια τους. Οι γυναίκες, αξίζει να σημειωθεί, είναι πιο ευάλωτες στις ασθένειες κατά την περίοδο της ωορρηξίας, επειδή το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι κατεσταλμένο.

Η εμμηνόπαυση, λένε οι ερευνητές, είναι αναπόφευκτη για όλες τις γυναίκες και δεν υπάρχει καμία συμπεριφορική παρέμβαση που μπορεί να αποτρέψει τη λήξη της αναπαραγωγικής ζωής. Τέλος, η πιο συνηθισμένη συχνότητα σεξουαλικής επαφής ήταν μία φορά την εβδομάδα (ποσοστό 64% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα). Εως το τέλος της δεκαετούς έρευνας, το 45% των γυναικών είχε μπει στην εμμηνόπαυση σε μέση ηλικία 52 ετών.

Δεν είναι ακόμη σαφής ο ακριβής βιολογικός μηχανισμός που συνδέει τη συχνότητα του σεξ με την ηλικία της εμμηνόπαυσης, η οποία θέτει τέρμα στην αναπαραγωγική ζωή της γυναίκας.



ΠΗΓΗ:

Tuesday, 21 January 2020

Here’s How Good Liars Get Away With It





Being able to get away with a few white lies can be a useful skill. Giving your boss a plausible explanation as to why you’re late to work, for example, can be fairly handy — why do they have to know you just pressed snooze a few too many times?

Some of us get better results than others, of course, when we tell fibs. But those who think they’re better at lying than average seem to have a few things in common, according to new research published in PLOS One.



To understand what makes a good liar, Brianna Verigin from Maastricht University and colleagues surveyed 194 participants on their lying habits.

First, participants were asked to rate how good they were at deceiving others on a scale of one to ten. They then estimated how many lies they had told in the last 24 hours, and responded to multiple-choice questions about the kinds of lies they had told (e.g. white lies, exaggerations or fabrications), who they had lied to and how they had lied (e.g. face to face, over the phone or by text message).

In the second part of the study, participants were asked to share the strategies they use when telling lies, and rate how important they felt verbal and non-verbal (i.e. by using body language) strategies were for getting away with fibs. Finally, they were shown a list of strategies, such as providing details someone cannot check or ensuring stories are plausible, and asked to select which they use.

And though previous research has suggested that most people tell one to two lies per day, the results here paint a different picture: that a small number of “prolific liars” are responsible for most of this figure. In fact, 39% of participants reported telling no lies at all, and just six participants were responsible for a whopping 40% of all lies.

The results also showed that those who told more lies felt they were better at deception; high self-reported fibbing ability was also linked to a greater likelihood of telling lies to colleagues and friends, though not to family or authority figures. Those who see themselves as good liars were also more likely than poor liars to do it face to face, and white lies were the most frequent form of deception, followed by exaggerations, hiding information, burying lies and simply making things up.

As for strategy, several techniques were frequently used. “Keeping the statement clear and simple” was popular with 17.6% of participants, with “telling a plausible story” (15.1%) and “being vague about details” (13.2%) coming next. Good liars were more likely to use a range of strategies, whilst poor liars were far more likely to use avoidance.

“Prolific liars rely … a great deal on being good with words, weaving their lies into truths, so it becomes hard for others to distinguish the difference, and they’re also better than most at hiding lies within apparently simple, clear stories which are harder for others to doubt,” said Verigin

And demographics appear to have a big impact, too. Of those who classified themselves as “poor liars”, 70% were female compared to 30% men; conversely, 62.7% of those who believed they were “good liars” were men compared to 27.3% female.

As with any findings based on self-reporting, these results may need to be taken with a pinch of salt. But this initial understanding of how proficient liars weave their web of falsehoods could be an interesting path to pursue, not least in developing strategies to work out when someone is lying.

The fact liars combine lies with the truth is particularly interesting — though we may feel like we can tell when someone is lying because of the content of what they say, this may actually be a bit more difficult. Developing new ways to detect lies, therefore, may be useful (particularly when it comes to criminal investigations).


SOURCE:

Wednesday, 15 January 2020

«Aνακούφιση» για τη διακοπή της κύησης





Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι Αμερικανίδες που υποβλήθηκαν σε άμβλωση υποστήριξαν ότι έλαβαν την ορθή απόφαση όταν αποφάσισαν να τερματίσουν την εγκυμοσύνη τους και ότι ένιωσαν ανακούφιση γι’ αυτό.


Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι γυναίκες που υποβάλλονται σε άμβλωση δεν μετανοούν για την απόφασή τους. Αυτό είναι το συμπέρασμα έρευνας που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Social Science & Medicine. Οι επιστήμονες εξέτασαν 667 γυναίκες σε 21 αμερικανικές πολιτείες, επανειλημμένως μέσα σε μία πενταετία, καταγράφοντας τα συναισθήματά τους σχετικά με τη διακοπή της κύησής τους. Το 95% των γυναικών επέμεινε, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας, ότι η απόφασή τους να υποβληθούν σε άμβλωση ήταν σωστή. Οταν ρωτήθηκαν αν νιώθουν συναισθήματα όπως λύπη, τύψεις, ανακούφιση, μετάνοια, θυμό ή ευτυχία για την απόφασή τους, οι περισσότερες δήλωσαν ότι ένιωθαν «ανακούφιση».

Οπως επισημαίνει η συντάκτρια της μελέτης, Κορίν Ρόκα, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Φρανσίσκο, «επί χρόνια επικρατούσε η αντίληψη ότι πρέπει να προστατέψουμε τις γυναίκες από τη συναισθηματική οδύνη της άμβλωσης. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Η Ρόκα υπογραμμίζει ότι ο ισχυρισμός περί της συναισθηματικής οδύνης που προκαλεί η άμβλωση χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους πολέμιους της πρακτικής προκειμένου να περιορίσουν την πρόσβαση των γυναικών σε αυτήν.

Πολλές πολιτείες στις ΗΠΑ απαιτούν συνεδρίες συμβουλευτικής πριν από την άμβλωση και χρόνο αναμονής κατά τον οποίο η έγκυος ενημερώνεται για την αρνητική ψυχική επίδραση που θα έχει η άμβλωση. Τελευταία έχει εξαπολυθεί μία νέα εκστρατεία των αμερικανικών οργανώσεων που αντιτίθενται στις αμβλώσεις αλλά και συντηρητικών πολιτικών προκειμένου να εφαρμοστεί μία πολύ αυστηρή νομοθεσία για τις αμβλώσεις σε ολόκληρη την αμερικανική επικράτεια, ανατρέποντας ή ακόμα και καταργώντας την ιστορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστήριου, του 1973, με την οποία νομιμοποιήθηκαν οι αμβλώσεις. Η νέα μελέτη, ωστόσο, αποδεικνύει ότι οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί στην επέμβαση συχνότερα νιώθουν μεικτά αισθήματα, όπως τύψεις και ταυτόχρονα ανακούφιση, ενώ «αρνητικά και θετικά αισθήματα που πυροδοτούνται από την επέμβαση ακολουθούν μειωτική τάση τα δύο χρόνια μετά την επέμβαση και σταθεροποιούνται αργότερα. Αντιθέτως, τα συναισθήματα για την ορθότητα της απόφασής τους παραμένουν σταθερά και ισχυρά».

Οι συντάκτες της πρόσφατης μελέτης επισημαίνουν ότι οι μελλοντικές έρευνες πρέπει να εστιαστούν στους μεμονωμένους παράγοντες που κάνουν τις γυναίκες να βιώνουν αρνητικά συναισθήματα και να μετανοούν για την άμβλωση, τονίζοντας ότι η συμβουλευτική, με επίκεντρο την άμβλωση, όποτε παρέχεται, οφείλει να βοηθά τη γυναίκα να διαχειριστεί και να ξεπεράσει το στίγμα της ιατρικής πράξης.

Μία άλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση PLOS One, το 2015, η οποία είχε πάλι συντονιστεί από τη δρα Ρόκα και στην οποία είχαν συμμετάσχει 667 γυναίκες επί τριετή περίοδο, είχε καταλήξει σε παρόμοιο αποτέλεσμα: ότι, δηλαδή, για το 95% των γυναικών που είχαν τερματίσει την εγκυμοσύνη τους, η άμβλωση ήταν η ορθή απόφαση.

ΠΗΓΗ:

When A Word Is On The Tip Of Our Tongue, We Are More Likely To Take Risks




“What’s the name of that actor again? The one who was on that show? Oh, it’s right on the tip of my tongue..!”

That “tip-of-the-tongue” state — where we feel that we’re just on the verge of recalling a word or name — is probably familiar to us all. And it’s been the subject of much research by psycholinguists, who think it happens when we’re able to retrieve a concept or meaning, but not translate that into the letters and sounds of a word.

Now a new study in Memory & Cognition has found that when people experience tip-of-the-tongue states, they also become more likely to take risks — suggesting that the phenomenon can exert a surprising influence on completely unrelated behaviour.



Researchers already knew that tip-of-the-tongue states were associated with a “positivity bias”. When people are unable to recall a word or name, but feel like they are on the verge of getting it, they are more likely to believe that that word is positive, for instance, or that the name belongs to an ethical person.

This might seem paradoxical, given that the phenomenon is often accompanied by a sense of frustration — but researchers have suggested that there is also a positive element to the experience. Compared to a complete inability to recall a word, having it on the tip of your tongue might give a sense of excitement, or an encouraging feeling that you have relevant knowledge, even if you can’t quite bring it to mind. So, the logic goes, people may mistakenly infer from these feelings that the word itself has positive qualities.

But does this bias also influence other decisions that are unrelated to the word? To investigate this possibility, Anne Cleary and colleagues at Colorado State University conducted a series of studies on how the tip-of-the-tongue phenomenon related to people’s risk-taking decisions: specifically, whether or not they chose to gamble.

First, the team asked 19 students to answer 80 general knowledge questions, such as “What is the name of Dorothy’s dog in The Wizard of Oz?”. If they couldn’t answer, the participants indicated whether they were experiencing a tip-of-the-tongue state. Then after each question, they rated on a scale of 0 to 10 whether they felt inclined to gamble on the result of a coin-toss.

On average, participants failed to answer around 44 of the questions; of these, they experienced the tip-of-the-tongue phenomenon for about 8 (if you are experiencing it right now, let me help — the answer is Toto). And when they experienced the phenomenon, they rated their willingness to gamble as significantly higher than when they had no inkling of the answer.

The authors replicated this finding in a second study of 180 participants, in which some people had a 10-second delay between indicating whether they had experienced the phenomenon and rating their willingness to gamble. These participants also showed a greater inclination to gamble after tip-of-the-tongue states, but the effect wasn’t as strong compared to those without the delay, suggesting that the bias was wearing off.

Finally, the team again repeated the study, this time asking participants to make an actual, rather than hypothetical, decision to gamble on a coin toss. The participants started with 100 points, winning 10 more after correctly guessing the outcome of the toss, and losing 10 when they were wrong. Again, participants were more willing to gamble after tip-of-the-tongue states compared to other instances where they couldn’t answer the question.

The study shows that fleeting positive feelings associated with tip-of-the-tongue states can spill over to affect other decisions. Interestingly, participants showed an even greater inclination to gamble when they were able to actually give answers to the questions. This suggests that tip-of-the-tongue experiences are best seen as “a partial form of retrieval success”, say the authors, “experienced as more positive than no success at all, but less positive than full-blown retrieval success.”

Of course, it remains to be seen whether the results hold when looking at behaviour with real risks and benefits. The final experiment was meant to provide some real-world validity to the study, but still relied on participants betting on abstract points rather than actually gambling for money. It would also be interesting to know whether the “afterglow” from tip-of-the-tongue states influences other kinds of decisions beyond risk-taking. Still, it seems clear that transient positive-seeming experiences can affect our behaviour in ways that we might not realise.

SOURCE:



Tuesday, 14 January 2020

How To Achieve Your New Year’s Resolutions, According To Psychology





The excesses of Christmas have been and gone, and we’ve been met once again by January’s familiar call for resolution and goal-setting.

For most of us, New Year’s resolutions are a mixed bag: whether we’re looking to get fit, become more environmentally-friendly, or just keep up a new hobby, there sometimes seems to be no rhyme or reason as to why some habits stick and others fall by the wayside almost immediately.

But there are a few things you can do to make your new routines work, based on research into motivation, temptation and achievement. Here’s our digest of the ten findings that could help make that New Year’s resolution stay around until next December.

Plan for moments of temptation, don’t just respond to them

If you’ve ever tried to give something up, even for a short period of time, you’ll know just how all-consuming temptation can be. Skipping a session at the gym, letting your screen time creep back up, or flaking on plans when you promised you wouldn’t: it can sometimes feel almost impossible not to cave.

And whilst we often put our ability to ignore these temptations down to our capacity to exercise self-control in the moment, actively planning for temptation may be better than just responding to it, as one 2019 study argued. Another, also published in 2019, found that more “planful” people were more likely to keep up their gym habit.

Goal progress was far better supported by proactive rather than reactive strategies of self-control, the first study found — so planning how you’re going to deal with urges before they arise may be a better way of keeping new habits up than hoping for the best when temptation strikes.

Find a sense of purpose

Having a sense of purpose can be of huge psychological benefit: you’re likely to have greater emotional well-being and to feel generally better about life, for instance.

And some research suggests it may make you better off financially, too. One 2016 study followed more than 7000 participants over nine years, finding that those with a “greater sense of purpose” had also ended up richer than those with little or none.

Of course there are structural issues at play — those on low salaries or living with debt are extremely unlikely to have got there merely because they didn’t have a sense of purpose, nor will they be able to suddenly become millionaires if one develops.

But still, the findings suggest that having a greater sense of purpose in life could be a useful strategy for working towards long-term goals.

Don’t get too confident

In more research related to temptation, this 2009 study looked at the “cold to hot empathy gap”: the idea that when we’re sated in some way, we vastly overestimate our ability to resist temptation.

When we’re feeling fine, we might not feel the need to chuck that half-full packet of cigarettes, for example — we’re definitely not going to smoke them, so there’s no point throwing them away. When we’re experiencing cravings or are hungry or tired, however, we don’t feel quite so confident in our ability to resist, and are less likely to do so.

In other words, inflated confidence in our own self-control could be our downfall when it comes to giving up bad habits.

Find an accountability partner

There’s a reason people go to the gym together, and it’s not just down to sociability: having someone to be accountable to makes you far more likely to stick at a goal.

In 2017, researchers asked participants to log when they visited the gym, with the promise that they would be entered into a lottery if they met their goals. Some participants, either enrolled alone or in a pair, were unable to see when fellow participants were visiting the gym. Another two groups, again alone or in a pair, were able to see the frequency of their peers’ visits. Those in teams — whether or not they could see visit frequency — were far more likely to exercise on a regular basis.

So if you think you might be likely to waver, team up with someone else. It’s not foolproof, but it might help.

Use the right metaphors

You may baulk at the idea that your attempts to achieve goals constitute a “journey” — overuse of the term can make it sound facile and corny at best. But using the metaphor, one study found, was more helpful than you might expect.

Nearly 2000 participants were asked to think of recently achieved goals in one of three ways: with no metaphor involved, as “completing a journey”, or as “reaching a destination”. And those in the “journey” cohort were far more likely to continue goal-related behaviours, and more likely to act on them, too (not dropping fitness regimes, for example).

So whilst you might feel like an X-Factor contestant when you talk about your “journey”, it might just be worth it.

Let yourself lapse

It feels awful when you break a new habit — and can lead to giving up entirely. But planning lapses may actually help you achieve goals in the long term.

Following a strict regime, one paper argues, can make people feel like a total failure when they’re unable to keep it up 24/7. This, in turn, affects motivation, and in the end you’re less likely to sustain your new habit at all.

But planning lapses can actually help — you’re less likely to lose motivation, more likely to find new routines fun rather than a chore, and more likely to keep up levels of self-control the rest of the time. It might feel counter-intuitive, but letting yourself go every once in a while could be the best way to maintain new habits.

Distract yourself

Working on your willpower is all well and good — but in the moment, sometimes you just need a distraction. Classic studies found that children with “distraction strategies” — singing, for example — were better able to resist sweets and chocolate, and that chimpanzees find success with much the same strategy.

Research from 2016 also found that busy people were more likely to bounce back from missed deadlines — not quite analogous, but perhaps a suggestion that distraction techniques may help us cope with demoralising, demotivating experiences.

It might not be the most sophisticated tactic — and covering your eyes, as many of the children did in Mischel’s 1972 study, is unlikely to stop you from having a sneaky cigarette on your lunch break. But filling your time with distracting activities may be a good tool in your arsenal when it comes to breaking bad habits.

Practise acts of self-control

Squeezing a handgrip every day doesn’t seem like it would do much for achieving your goals — aside from being distracting, of course. But it requires substantial effort to continue squeezing after your muscles get tired, and researchers have suggested that practising this kind of effortful task may help people develop their self-control more generally.

In a study of Swiss students, using a handgrip for two weeks led to both significant increases in their own school performance, and significantly higher levels of achievement than participants in the non-squeezing condition. The researchers suggest the physical self-control exercise led participants to feel more willing to make an effort to study.

Similar results were found in a study looking at smoking cessation: so whilst engaging in tiny acts of self-control may not seem like much, they could help you on a grander scale, too.

Develop further passion

And if you haven’t set a New Year’s resolution yet, here’s a suggestion: resolve to develop a new passion. Many of us have a passion in life, and many of us experience great pleasure because of it; pursuing something you love, whether through work or at home, can bring great emotional fulfilment.

But broadening your horizons a bit — being polyamorous about passion, as a 2015 paper put it — can also have multiple benefits. It found that participants with two passions had greater well-being, enhanced happiness and more positive moods — even when time invested in both passions was the same as the time invested in one.

So if there’s a hobby you’ve always wanted to take up, now’s the time.

Give yourself a break

All this talk of temptation, willpower and self-control can feel exhausting. So don’t forget to give yourself some time off.

Allowing yourself to sit in front of the TV slobbing out, research suggests, can have multiple benefits. Recategorising such behaviour — thinking of it as relaxation, rather than procrastination — can make you feel less guilty about binge watching or video game playing, and more likely to reap the benefits of relaxation. More research from 2010 backs this up: forgiving yourself for procrastination can make you feel far less guilty and, in the end, far more likely to fulfil your goals.

In other words? Cut yourself some slack.

SOURCE:

Thursday, 9 January 2020

Ερευνα: Μεγαλύτερος ο κίνδυνος εγκεφαλικού για όσους συνδυάζουν παραδοσιακό και ηλεκτρονικό τσιγάρο





Οι άνθρωποι που καπνίζουν συμβατικά τσιγάρα και παράλληλα ατμίζουν ηλεκτρονικά τσιγάρα, έχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο να πάθουν εγκεφαλικό σε σχέση με όσους είναι μόνο καπνιστές και σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με όσους δεν καπνίζουν καθόλου, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Η νέα μελέτη έρχεται να προστεθεί σε άλλες που δημιουργούν αμφιβολίες για το κατά πόσο τα ηλεκτρονικά τσιγάρα αποτελούν όντως μια υγιή εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τα κανονικά τσιγάρα. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Τάρανγκ Παρέκχ του Πανεπιστημίου Τζόρτζ Μέισον της Βιρτζίνια, που μελέτησαν στοιχεία για σχεδόν 162.000 άτομα ηλικίας 18 έως 44 ετών, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό προληπτικής ιατρικής «American Journal of Preventive Medicine».

«Είναι εδώ και καιρό γνωστό ότι ο καπνός του τσιγάρου είναι ανάμεσα στους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό. Η μελέτη μας δείχνει ότι οι νεαροί καπνιστές που επίσης κάνουν χρήση ηλεκτρονικού τσιγάρου, βάζουν τον εαυτό τους σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Αυτό είναι ένα σημαντικό μήνυμα για τους νεαρούς καπνιστές, που αντιλαμβάνονται τα ηλεκτρονικά τσιγάρα ως λιγότερο επιβλαβή και τα θεωρούν ασφαλέστερη λύση. Έχουμε αρχίσει να κατανοούμε τις επιπτώσεις στην υγεία από το συνδυασμό ηλεκτρονικών και κανονικών τσιγάρων και αυτές δεν είναι καλές», δήλωσε ο Παρέκχ.

'Αλλες πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει, μεταξύ άλλων, ότι το άτμισμα κάνει ζημιά στους πνεύμονες, ότι οι ατμιστές είναι πιθανότερο να ξεκινήσουν και το κάπνισμα πιο γρήγορα από ό,τι οι μη ατμιστές, ότι η μακρόχρονη έκθεση του οργανισμού στη νικοτίνη του ηλεκτρονικού τσιγάρου προκαλεί φλεγμονή κ.α.

Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, στην περίπτωση ατμιστών που δεν υπήρξαν ποτέ καπνιστές, δεν φαίνεται να αυξάνεται ο κίνδυνος εγκεφαλικού, αν και, σύμφωνα με τους ερευνητές, το ζήτημα πρέπει να μελετηθεί σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Από την άλλη, αν οι πρώην καπνιστές γίνουν ατμιστές, εγκαταλείποντας τελείως τα παραδοσιακά τσιγάρα, δεν φαίνεται να έχουν κάποιο όφελος, όσον αφορά τη μείωση του κινδύνου για εγκεφαλικό στο μέλλον.

Πηγή:

Σταματήστε να φοβάστε την κριτική των άλλων






Αντί να προσπαθούμε να είμαστε αρεστοί σε όλους, κάτι που δεν γίνεται, μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει η κρίση των άλλων για εμάς.

Οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, καταβάλουν αυτοκαταστροφικές προσπάθειες για να ξεφύγουν από τις αρνητικές κρίσεις των άλλων: αποφεύγουν να λένε αυτό που θέλουν να πουν, δεν εκφράζουν τη γνώμη τους σε μία σχολική τάξη ή σε μία εργασιακή συνάντηση, αποφεύγουν να λένε στο σύντροφό τους τις αληθινές επιθυμίες τους, δεν ζητούν αύξηση κ.α.

Αυτός ο φόβος της κρίσης από τους άλλους, συνδέεται με την επιθυμία μας να είμαστε αρεστοί σε όλους, ανά πάσα στιγμή. Όμως επειδή αυτό είναι αδύνατο, παίζουμε ένα χαμένο παιχνίδι που μας κρατά μακριά από το να βιώσουμε και να εκφράσουμε ανεπιφύλακτα τον αληθινό εαυτό μας.

Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας το παραδεχτούμε: οι άνθρωποι πάντα θα κρίνουν τους άλλους με καλές, κακές, συμπαθητικές, αντιπαθητικές ή ενδιάμεσες εντυπώσεις και καθώς νέες πληροφορίες έρχονται συνέχεια στο φως, το ανθρώπινο μυαλό τις επανεκτιμά: Είναι μια συνεχής διαδικασία.

Διαβάστε σχετικά: Βελτιώστε την αυτοεκτίμησή σας με έναν απλό τρόπο: γίνετε ρεαλιστές

Αντί να αποφεύγετε να μιλάτε για τις προτιμήσεις σας και να προσπαθείτε υπερβολικά να διαμορφώσετε μία εικόνα προς τους άλλους έτσι ώστε να μην σας κρίνουν, μπορείτε αντί αυτού να προσπαθήσετε να αποδεχτείτε αυτή τη διαδικασία.

Παρακάτω θα βρείτε τέσσερις κατευθύνσεις για να σταματήσετε να ζείτε με το φόβο της κρίσης:

1. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα

Η πραγματικότητα είναι ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει περιορισμένα αποθεματικά δεδομένα. Παρ’ όλο που μπορεί να κάνει κρίσεις, αυτές δεν είναι αρκετά σημαντικές για να κερδίσουν μια θέση στις τράπεζες της μνήμης μας για πάντα. Έτσι, όταν κάποιος σας κρίνει, οι πιθανότητες είναι ότι λίγες ώρες ή ημέρες αργότερα, η εν λόγω κρίση θα έχει απομακρυνθεί από τη συνειδητή επίγνωση του. Κατανοούμε τους ανθρώπους όχι για τα μικρά λάθη ή τις αποτυχίες που παρατηρούμε, αλλά δημιουργώντας ένα νοητικό σχήμα βασισμένο στα σημαντικά πράγματα που κάνουν και λένε, στους τρόπους αλληλεπίδρασης με εμάς και στο πώς μας κάνουν να νιώθουμε με την πάροδο του χρόνου.
2. Η κρίση είναι αναπόφευκτη

Σταματήστε να προσπαθείτε να ελέγξετε τις κρίσεις των άλλων. Έχει γίνει συνήθεια των καιρών να απαιτούμε από τους άλλους να μην μας κρίνουν. Σκεφτείτε διάφορους τίτλους που διαβάζετε ή φράσεις που ακούτε όπως: «Μην Κρίνετε» και «Εδώ που είμαστε, δεν κρίνουμε τους άλλους». Τίποτα από αυτά δεν βοηθά πραγματικά: Δεν μπορείτε να ελέγξετε τι σκέφτονται οι άλλοι. Ίσως να μην εκφράσουν την κρίση τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να σταματήσουν μια φυσιολογική διαδικασία του εγκεφάλου. Αντιθέτως, προσπαθείστε να εξηγήσετε τι αισθάνεστε έτσι ώστε εκείνοι στους οποίους ανοίγεστε, να σας κατανοήσουν και να έρθουν στη θέση σας. Η συμπόνια διαλύει το άγχος της επίκρισης. Όταν είναι παρούσα, οι κρίσεις χάνουν τη σημασία τους, επειδή οι άνθρωποι μπορούν να αισθανθούν τι νιώθουν οι άλλοι απέναντί τους.

Διαβάστε σχετικά: Οι θετικές κοινωνικές σχέσεις αυξάνουν την αυτοεκτίμηση και το αντίστροφο
3. Αφήστε τους να κρίνουν

Μπορεί να είναι απελευθερωτικό σε μια οικεία σχέση να επιτρέπετε τις κρίσεις. Αντί να εμποδίζετε τον εαυτό σας από το να είναι ανοικτός ή ευάλωτος ή να μοιράζεται κάτι αρνητικό αλλά σημαντικό, κάντε το έτσι κι αλλιώς. Αν παρατηρήσετε τον εαυτό σας να κρύβεται πίσω από το φόβο της κρίσης, αναρωτηθείτε αρχικά: Τι φοβάμαι στην κρίση των άλλων όταν φανερώσω τα συναισθήματά μου; και Τι είναι αυτό φοβάμαι ότι θα συμβεί αν κάνουν αυτή τη συγκεκριμένη κρίση για μένα;

Μόλις εντοπίσετε το φόβο, προσπαθήστε να καθησυχάσετε τον εαυτό σας ή να βρείτε έναν τρόπο που θα μπορούσατε να διαχειριστείτε το φόβο, αν εμφανιστεί. Υπενθυμίστε στον εαυτό σας ότι οι στενές και φιλικές σχέσεις εμβαθύνονται όταν οι ανθρώποι ρισκάρουν και κριτικάρουν. Αν αυτό το άνοιγμα δεν συμβεί, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχετε κάνει κάτι λάθος, αλλά αυτό μπορεί να σημαίνει ότι το πρόσωπο με το οποίο προσπαθείτε να συνδεθείτε δεν έχει τη δυνατότητα για μια συναισθηματικά οικεία σχέση.
4. Παρατηρήστε τις δικές σας κρίσεις

Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να νοιάζεστε λιγότερο για τις κρίσεις των άλλων από το να κρίνετε λιγότερο τον εαυτό σας και τους άλλους. Φυσικά η κρίση είναι αναπόφευκτη, αλλά προσπαθήστε να παρατηρήσετε τη γλώσσα που χρησιμοποιείτε στο μυαλό σας για τους ανθρώπους και τα γεγονότα στη ζωή σας. Αλλάξτε την εστίαση των αποφάσεων σας: Αντί να πείτε αυτή είναι χάλια ή αυτός είναι ένας χαμένος, ρωτήστε τον εαυτό σας τι συναισθήματα σας προκαλεί αυτός ο άνθρωπος και θέλετε να αποφύγετε ή να γνωρίσετε στο μέλλον. Για παράδειγμα, Ποτέ δεν εκπληρώνει τις δεσμεύσεις της απέναντί μου ή Εκείνος μου λέει ότι προσπαθεί, αλλά πάντα καταλήγω απογοητευμένος. Απομακρυνθείτε από τους απλούς χαρακτηρισμούς (π.χ. καλός/κακός) των άλλων στη ζωή σας και αντικαταστήστε τους με εκείνους που είναι υγιείς ή όχι για εσάς.


ΠΗΓΗ:

Friday, 3 January 2020

Here’s Why Spiky Shapes Seem Angry And Round Sounds Are Calming




Picture yourself sitting in a Zen garden, surrounded by low, rounded bushes and gravel raked into rippling swirls. Now imagine standing in front of a brutalist building, all straight lines and sharp edges. If you think you’d feel more relaxed in the Zen garden, there could be a low-level perceptual reason — one that could explain everything from why you’re far more likely to find a jagged script on the cover of a death metal album than on a romance novel, to why clouds and lullabies seem to go together.

The new study, published in Proceedings of the Royal Society B, suggests that we automatically associate variations in one particular property of images or sounds with variations in levels of emotional arousal. This gives us an instinctive understanding, just from the tone of someone’s voice or watching their movements, of whether they are angry or sad, excited or calm. But it seems that these associations between perception and emotion are so automatic and fundamental that we apply them to inanimate objects, as well.



Beau Sievers at Harvard University and colleagues ran a series of five studies designed to explore this property, known as the “spectral centroid”. Images and sounds can be decomposed into a spectrum that contains many components of different frequencies. Those components will differ depending on the shape or sound: a smooth curve, for example, is made up of lower frequencies than a shape with lots of straight lines and corners. The spectral centroid (SC) is essentially the average of this frequency spectrum. Sievers’ team wanted to know whether this property was related to levels of emotional arousal, with anger and excitement, for example, being characterised by high levels of arousal and feeling sad or peaceful by low levels.

In one study, the researchers asked participants to match hundreds of randomly-generated shapes and sounds to feeling angry, excited sad or peaceful. Shapes with lots of corners and sharp angles had high SCs and were also far more likely to be matched to anger and excitement. The same was true for high SC sounds characterised by brief bursts of white noise. In contrast, blobby, swirly shapes and more ‘rounded’ sounds had low SCs, and were predominantly paired with being peaceful or sad.

Another group of participants were asked to draw shapes that were angry, sad, excited or peaceful. The angry and excited shapes had an average of 24 and 17 corners respectively (a high SC) whereas the sad and peaceful shapes had an average of 9 and 7 corners (a low SC). The SC of a shape could be used to predict its emotional label with close to 80 per cent accuracy, the researchers report.Examples of “angry” and “sad” shapes drawn by participants, via Sievers et al, 2019

Sievers and colleagues then analysed recordings of people moving around and also speaking emotionally-neutral sentences while expressing several different emotions. They found that angry speech and movements had a consistently higher SC than sad speech and movements.

The researchers think that the SC of someone’s voice or movements provides a clear signal of how strongly emotionally aroused they are. Being able to perceive this property automatically would clearly be useful for survival. If the person coming towards you is really angry, say, you’d want to pick up on that right away. But these associations seem to be so fundamental that we link any visual input or sound with a high SC (including spiky shapes, death metal and a brutalist building design) to the high-arousal emotions of anger or excitement, and anything with a low SC (such as clouds, the sound of lullabies and the swirling gravel of Zen gardens) to feeling calm (or possibly sad — context will clearly play a role).

This process could also account for the classic “cross-modal” finding, first reported in 1929 and replicated around the world many times since, that people tend to pair a blobby shape with a word-sound like “bouba” and a spiky shape with a word like “kiki”.

When it comes to reading emotion in vocalisations, other animals may use a similar approach. In 2017, another team reported that English-, German- and Mandarin-speakers were all able to identify higher levels of arousal in vocalisations from a range of species, including amphibians, reptiles and mammals. The spectral centroid may relate to emotional arousal not just across cultures but across species, Sievers and colleagues write.

“By understanding how the brain extracts low-level cross-modal features to determine meaning, we can build a deeper understanding of how communication can transcend immense geographic, cultural, and genetic variation,” the team concludes.

SOURCE: