Monday, 28 December 2020

Απομακρύνοντας το στίγμα από την ψυχική ασθένεια






Η απομάκρυνση του στίγματος από την ψυχική ασθένεια, προχωράει πέρα από την πολιτική και τους νόμους. Γι’ αυτόν τον λόγο, όλοι μας πρέπει να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε κάποιους από τους πιο συνηθισμένους μύθους.

Η ψυχολογική ευεξία, συχνά συνδέεται με πολύ αρνητικούς μύθους. Γι’ αυτό, η απομάκρυνση του στίγματος από την ψυχική ασθένεια δεν είναι εύκολη. Πρώτον θα πρέπει να αρχίσετε να αμφισβητείτε τις δικές σας σκέψεις για την ψυχική υγεία. Τότε, όταν ξεπεράσετε τα στίγματα και τους μύθους που σχετίζονται μ’ αυτήν, θα τα δείτε όλα με μια πιο υγιή άποψη που θα δεν θα περιέχει επίκριση.

Βασικά σημαίνει να μην εστιάζουμε στις ψυχικές ασθένειες και τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους. Για να το κάνετε αυτό, πρέπει να προσεγγίσετε αυτές τις καταστάσεις με τρόπο που δεν κάνατε ποτέ.

Αλλά πρώτα, ας καθορίσουμε τι σημαίνει απομάκρυνση του στίγματος από την ψυχική ασθένεια, που είναι βασικό στοιχείο της διαδικασίας, τις προκλήσεις που τη συνοδεύουν, την προέλευση του στίγματος και πώς να ενθαρρύνουμε την απομάκρυνση τού.

Διαβάστε σχετικά: Ψυχική υγεία: Μιλάω ανοιχτά, καταπολεμάω το στίγμα
Απομάκρυνση του στίγματος της ψυχικής ασθένειας

Απομάκρυνση του στίγματος της ψυχικής ασθένειας σημαίνει να το βλέπουμε από νέα προοπτική. Βασικά σημαίνει να προσπαθούμε να δούμε την ψυχική υγεία με διαφορετικό τρόπο.

Συνεπώς, η απομάκρυνση του στίγματος σημαίνει να δίνουμε στην ψυχική υγεία τη σημασία που αξίζει ενώ αναγνωρίζουμε τις διαταραχές που σχετίζονται με αυτήν από άλλη προοπτική.
Η προέλευση του στίγματος της ψυχικής ασθένειας

Το στίγμα της ψυχικής υγείας αναπτύχθηκε με τον καιρό μέσω πολλών διαφορετικών μηχανισμών. Στην πραγματικότητα, το στίγμα είναι το αποτέλεσμα φόβων, μύθων και στερεότυπων που έκαναν αποδεκτό το να κάνουμε διακρίσεις εις βάρος όσων υπέφεραν από οποιαδήποτε ψυχική ασθένεια.

Ακόμη και κατά τους αρχαίους χρόνους, οι άνθρωποι διαχώριζαν την ψυχική υγεία από τα άλλα προβλήματα υγείας. Οι ψυχικές ασθένειες συχνά θεωρούνταν αρνητικές (για παράδειγμα, οι άνθρωποι τις συσχέτιζαν με δαιμονική κατάληψη). Όμως, σε άλλες εποχές συνδεόταν με ιδιοφυίες ή καλλιτέχνες.

Παρόλα αυτά στην εποχή μας, οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν υποτιμητικά αυτούς που υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες λόγω εκείνων των αρχαίων μύθων.

Από την άλλη πλευρά, η σωματική υγεία ήταν πάντα πιο ορατή. Αλλά η κοινωνία τώρα ανακαλύπτει σιγά-σιγά πόσο σημαντική είναι η ψυχολογία όσον αφορά στα προβλήματα της σωματικής υγείας και πως συνδέονται αυτά τα δύο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η υγεία απαρτίζεται από ψυχολογική, κοινωνική και σωματική ευεξία.

Συνεπώς, στην εποχή μας πολλοί άλλοι οργανισμοί υγείας προσπάθησαν να προωθήσουν τη σημασία της ψυχικής ευεξίας σαν θεμελιώδη άποψη της συνολικής υγείας. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η προοπτική των ανθρώπων για την ψυχική υγεία άλλαξε προοδευτικά.

Διαβάστε σχετικά: Λόγια που πληγώνουν: τι δεν πρέπει να λέμε σε έναν άνθρωπο με ψυχική ασθένεια
Οι προκλήσεις της απομάκρυνσης του στίγματος της ψυχικής υγείας

Προκειμένου να μειώσουμε το στίγμα που σχετίζεται με την ψυχική υγεία, θα πρέπει να ξεκινήσουμε να καταρρίπτουμε κάποιους μύθους:
Η ψυχική υγεία δεν είναι σημαντική. Η υγεία έχει πολλές διαστάσεις. Αν προσέξετε κάθε ένα από τα στοιχεία της, η ποιότητα ζωής σας θα βελτιωθεί.
Όλοι όσοι υποφέρουν από κάποια ψυχική ασθένεια είναι ιδιοφυίες. Αυτός ο μύθος προέρχεται από μια εποχή που οι άνθρωποι πίστευαν ότι η παράνοια ήταν δείγμα ευφυίας.
Οι άνθρωποι που υποφέρουν από ψυχική ασθένεια είναι επιθετικοί, ασταθείς και επικίνδυνοι. Ενώ οι ψυχικές διαταραχές επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και τις σκέψεις, δεν έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά όλοι όσοι έχουν ψυχική διαταραχή. Αν και μπορεί να δυσκολεύονται να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους μερικές φορές, αυτό δεν συμβαίνει πάντα και ούτε με όλες τις διαταραχές. Η ψυχική ασθένεια μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους.
Η ψυχική υγεία δεν επηρεάζει τη σωματική υγεία. Πολλές πλευρές της ψυχικής υγείας μπορεί να επηρεάσουν τη σωματική υγεία αφού συνδέονται στενά. Ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού, είναι το στρες.
Είσαι η ασθένειά σου. Οι άνθρωποι συχνά βάζουν ταμπέλα στους ανθρώπους με κάποια ασθένεια σαν να ήταν μέρος της ταυτότητάς τους. Δεν βλέπουν πέρα από την κατάθλιψη ή τη σχιζοφρένειά τους.

Αυτοί οι μύθοι που πηγάζουν από την άγνοια, μπορούν να καταλήξουν να ενθαρρύνουν τις διακρίσεις είτε γιατί η ψυχική ασθένεια αντιμετωπίζεται ως κάτι που θα πρέπει να φοβόμαστε είτε επειδή δεν θεωρείται σημαντική.
Τι μπορείτε να κάνετε εσείς γι’ αυτό;

Τι μπορείτε να κάνετε για να απομακρύνετε το στίγμα από την ψυχική ασθένεια;
Δουλέψτε με την ενσυναίσθησή σας. Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση άλλων ανθρώπων για να δείτε τι περνάνε. Μην πιστεύετε απλά στα στερεότυπα και την προκατάληψη.
Να είστε ανοιχτοί στο να μάθετε περισσότερα. Κοιτάζοντας πέρα από τις πρώτες σκέψεις σας για το θέμα, παραμένοντας ανοιχτοί σε νέες προοπτικές και προσπαθώντας να κατανοήσετε πως λειτουργεί η ψυχική ασθένεια, μπορεί να αποδειχθεί βοηθητικό.
Ομαδική δουλειά. Δουλεύοντας με άλλους ανθρώπους από διαφορετικά πεδία εξειδίκευσης, θα μπορέσετε να δείτε την υγεία από μια πολυδιάστατη προοπτική.

Η μεγαλύτερη πρόκληση μπορεί απλά να είναι να δείτε τους ανθρώπους που υποφέρουν από ψυχική ασθένεια σαν φυσιολογικούς. Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να κατανοήσετε είναι ότι η υγεία είναι μια σφαιρική έννοια, στην οποία παίζουν ρόλο διάφοροι παράγοντες. Συνεπώς, θα πρέπει να προσπαθήσετε να αποφύγετε να πιστεύετε απλώς τη γνώμη άλλων ανθρώπων προκειμένου να βοηθήσετε στην κατάρριψη των μύθων.

Διαβάστε σχετικά: Πώς πρέπει να μιλάμε για την ψυχική υγεία;
Ποιος μπορεί να βοηθήσει περισσότερο;
Ειδικοί Φορείς. Με το να διεξάγουν εκστρατείες που βοηθούν να μειωθεί ο κίνδυνος ψυχικής ασθένειας και προωθούν την ψυχική υγεία, εφαρμόζοντας νέους νόμους και καινούργιες πολιτικές και με το να εργάζονται με την κοινότητα που πάσχει, για να κατανοήσουν το πρόβλημα.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από ψυχική ασθένεια και οι οικογένειές τους. Με το να προωθούν την ψυχική υγεία ως σημαντικό θέμα και να καταρρίπτουν τους μύθους σχετικά με αυτήν.
Οι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Με το να εξηγούν στους ανθρώπους τι είναι πραγματικά η ψυχική υγεία.
Προώθηση της Ψυχικής Υγείας

Προκειμένου να μειωθεί το στίγμα μπορείτε να παρέμβετε σε διαφορετικούς χώρους όπως:
ΜΜΕ. Ο στόχος είναι να προωθήσετε την έννοια της ψυχικής υγείας από μια πιο ρεαλιστική και θετική προοπτική.
Διάγνωση. Προσεκτική χρήση των διαγνώσεων για να αποφευχθούν τα στερεότυπα.
Υπηρεσίες υγείας. Με την προώθηση αποτελεσματικής περίθαλψης για τις ψυχικές ασθένειες.
Συστήματα υποστήριξης. Προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε και να καταρρίψουμε κάποιους μύθους και να προσφέρουμε θεραπεία σε ανθρώπους που υποφέρουν από ψυχικές ασθένειες.
Λήψη νομικών μέτρων. Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις διακρίσεις και τη βία που σχετίζονται με την ψυχική υγεία

Αν και είναι σημαντικό να χρησιμοποιήσουμε πολιτική και να προωθήσουμε την πληροφόρηση με κατάλληλο τρόπο, αυτά τα μέτρα δεν εγγυώνται μακροπρόθεσμες αλλαγές. Γι’ αυτό καθένας μας θα πρέπει να αρχίσει να προσπαθεί να καταλαβαίνει και να υποστηρίξει καλύτερα τους ανθρώπους με θέματα ψυχικής υγείας. Η απομάκρυνση του στίγματος της ψυχικής υγείας είναι μια συλλογική προσπάθεια.





Πηγή: exploringyourmind.com
Απόδοση: Έφη Μεσιτίδου
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr

ΠΗΓΗ:


People Take Better Care Of Public Parks If They Feel A Greater Sense Of Ownership Over Them



By Emily Reynolds

The “tragedy of the commons” was popularised in the 1960s as a way of explaining how public or shared resources which we’re incentivised to use can become depleted or ruined by individual self-interest. And because we have shared ownership of public resources we feel we have less responsibility for them and therefore less of an impetus to contribute time, energy or money to keeping them going.

As we become more aware (and more concerned) about threats to the environment, the tragedy of the commons seems even more pertinent. How do we keep parks, rivers, lakes and other local resources well-maintained? According to a new study, published in the Journal of Marketing, it might come down to a sense of ownership — the more we feel a property or resource is ours, the better we’ll take care of it.

The focus of the first study was a lake, where 135 participants had rented kayaks. The rental service largely catered to those with no experience of the lake, meaning they were unlikely to have any sense of ownership of the area before their visit. Some of the kayak renters were asked to think of and write down a nickname for the lake, while others were not; all renters were then told that they should pick up objects or trash they found floating in the lake.

Two experimenters then watched the participants and recorded any attempts to pick up floating objects (which had been planted in the lake by the team). When the participants returned their kayaks, they indicated whether or not they had picked up any rubbish and how much ownership they felt toward the lake.

Those who had given the lake a nickname reported significantly higher levels of psychological ownership of the lake than those who had not. They were also more likely to actually take care of the lake: 41% attempted to pick up the floating objects, compared to just 7% of those in the control condition.

In the second study, participants imagined walking in a park, seeing a sign that said either “welcome to the park” or “welcome to your park” (emphasis added). Participants were then asked how much responsibility they felt for the park, how obligated they felt towards the park, how accountable they felt for it, and whether or not they would pick up rubbish in the park. Participants were also asked how much of $100 they would donate to the park.

Again, boosting feelings of ownership by highlighting that it was “your” park increased participants’ perceived responsibility for the park. This led these participants to say they would be more likely to pick up rubbish, and to increase their intended donation amount by an average of $8.

The third study, back in the real world, looked at cross country skiers. When renting skis, participants were offered a map of the park: some were asked to plan their route on the map before they set out, while others were not. All renters were then asked whether or not they wanted to add a dollar to the rental fee to help the park, before indicating how likely they would be to volunteer for the park, donate in the future, or engage with the park on social media. Participants who planned their route again reported greater responsibility for the park, and were also more likely to say they’d donate to the park and volunteer in future.

A final study, lab-based study found that a commonly used device — an attendance sign which highlighted that a participant was the 22,452th visitor of the week — reduced the beneficial effects of boosting feelings of psychological ownership. This suggests that when people see themselves as just one individual in a larger group, they felt less responsibility towards the environment.

While the results do suggest clear interventions that could benefit publicly owned goods, the whole point of such resources is that they’re shared — the fact they’re collectively owned is exactly why we’re able to enjoy their many benefits. So should we be encouraging people to think of them as their individual property? Collectivism puts an emphasis on group collaboration and shared interests — factors that could play a part in preserving local resources.

Further research could look into interventions that seek to increase feelings of local collectivity, exploring how that, rather than individualism, might change people’s relationship with their surroundings.


SOURCE:

Wednesday, 23 December 2020

“Psychological Flexibility” May Be Key To Good Relationships Between Couples And Within Families




By Emma Young

What makes for a happy family? The answer — whether you’re talking about a couple or a family with kids — is psychological “flexibility”, according to a new paper in the Journal of Contextual Behavioral Science. Based on a meta-analysis of 174 separate studies, Jennifer S. Daks and Ronald Rogge at the University of Rochester conclude that flexibility helps — and inflexibility hinders — our most important relationships.

The pair analysed data from 203 separate samples, comprising almost 44,000 participants in total. They homed in on measures of psychological flexibility and inflexibility within these studies (which often gathered other data, too), and how they related to measures of family and relationship functioning.

A psychologically flexible person is characterised by a set of attitudes and skills: they are generally open to and accepting of experiences, whether they are good or bad; they try to be mindfully aware of the present moment; they experience difficult thoughts without ruminating on them; they seek to maintain a broader perspective when faced with a challenge; they continue to pursue important goals despite setbacks; and they maintain contact with “deeper values”, no matter how stressful a day might be (so, for example, a parent confronted with a screaming child who holds the value of being a kind, compassionate parent is able to bear this in mind when choosing how to react to the child). Psychological inflexibility describes the opposite of these thoughts and attitudes, and also entails feeling judged or shameful for holding negative thoughts and feelings.

The pair identified a host of specific links between aspects of flexibility or inflexibility and family functioning. For example, they found that inattention to the present moment and a tendency to respond to challenging experiences in a rigid, inflexible way were linked to weaker family bonds. These factors were also linked to lower levels of satisfaction with romantic relationships, and less “adaptive” parenting, suggesting that such an inflexible parent “might have a more difficult time responding to their children’s misbehaviour in sensitive, compassionate and responsive ways.” (In contrast, greater flexibility was strongly linked to more adaptive parenting). A lack of awareness of the present moment was also associated with more shouting and violence among couples and, along with some other measures of inflexibility, to stronger feelings of insecurity in relation to the relationship.

It’s important to note, however, that the overwhelming majority of links were correlational, so the direction of cause-and-effect is not clear. It could be the case that consistently poor child behaviour drives parental inflexibility, for example — or that the two exacerbate each other. The researchers themselves highlight this issue, calling for longitudinal studies to explore the direction and strength of the associations that they report.

But Daks and Rogge also point to potential practical implications of their findings. It might not seem especially surprising that psychological flexibility has emerged as being good for relationships. But in the past, research on flexibility has tended to focus on how it enhances an individual’s wellbeing, rather than the quality of romantic or familial relationships. In revealing the links between flexibility and family functioning, the work suggests a possible target for new interventions. A form of therapy called Acceptance and Commitment Therapy (ACT) encourages the development of flexibility, and there is plenty of evidence that it improves an individual’s own functioning, the pair notes. Perhaps, given the new results, it could help family functioning, too — especially if a parenting-focused ACT intervention were to be developed. Since links between greater psychological flexibility in parents and in their children have been reported, such an intervention might in theory have benefits that transmit down through generations.


SOURCE:

Monday, 21 December 2020

Νέα Έρευνα - Η επόμενη μέρα μετά το «Μένουμε Σπίτι» για το σεξ και τις σχέσεις


Ένα μέρος των μέτρων προφύλαξης και προστασίας από την πανδημία του κορωνοϊού ήταν η σεξουαλική συμπεριφορά των ανθρώπων, είτε συμβίωναν είτε είχαν ανοιχτές σχέσεις. Έτσι, λοιπόν, μέσα στις πληροφορίες που ερχόντουσαν και εξακολουθούν να δημιουργούν ερωτήματα σε σχέση με την υγιεινή της καθημερινότητάς μας και την πανδημία, η σεξουαλικότητα έγινε ένα κυρίαρχο αίτημα, όπως εμείς το εισπράξαμε με την πληθώρα των τηλεφωνημάτων και των μηνυμάτων που δεχτήκαμε κατά την περίοδο της καραντίνας.


Χαρακτηριστικά ερωτήματα που δεχτήκαμε και από τα δύο φύλα, ήταν εάν ο κορωνοιός μεταφέρεται με τη σεξουαλική επαφή, εάν η σχέση που συμβιώνει μπορεί να έχει ελεύθερη σεξουαλική ζωή μεταξύ των δύο συντρόφων, αλλά και οι σχέσεις εξ αποστάσεως, πώς μπορούν να εκφραστούν σεξουαλικά με το φόβο να μη χαθούν και αποξενωθούν.

Ο δικός μας προβληματισμός έγινε πιο έντονος από τα επιστημονικά δεδομένα, εάν είναι όντως σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, εάν ευκαιριακοί εραστές και σύντροφοι κινδυνεύουν να μολυνθούν από την ίδια τη σεξουαλική επαφή και φυσικά η καταγεγραμμένη από τους επιδημιολόγους αναγκαία προφύλαξη διαμέσου της απόστασης και της αποφυγής σωματικής και κυρίως αναπνευστικής επαφής. Η Αμερικανική Σεξολογική Εταιρεία εκδίδοντας τέλη Μαρτίου ένα πλάνο πρόληψης, ουσιαστικά απαγόρευσε τις ανοιχτές σεξουαλικές επαφές, ενίσχυσε τους συντρόφους εξ αποστάσεως, την ψηφιακή τεχνολογία και την σεξουαλική φαντασίωση διαμέσου παιχνιδιών που οι σύντροφοι διαδικτυακά μπορούσαν να εκφράσουν, ενώ επέτρεψε ουσιαστικά την ελεύθερη σεξουαλική επαφή των μονογαμικών σταθερών συντρόφων, με την προϋπόθεση ότι είναι υγιείς και δεν φέρουν πιθανά συμπτώματα μόλυνσης από τον κορωνοιό.

Ερωτήματα τέθηκαν από την επιστημονική κοινότητα, εάν στελέχη του ιού βρίσκονται στο σπέρμα και τα κολπικά υγρά, έχοντας τις πρώτες σοβαρές εκτιμήσεις, ότι δεν εισχωρούν στις εκκρίσεις των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, αλλά και του σπέρματος του άνδρα, ενώ διαπιστώθηκε υψηλό δυναμικό φορτίο του ιού στα ανθρώπινα κόπρανα, κάτι που προκάλεσε και την ουσιαστική οριοθέτηση της αποφυγής πρωκτικής συνουσίας, ακόμη και με τη χρήση προφυλακτικού. Τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα, που μας έρχονται από την Κίνα, αναφέρουν ένα ποσοστό 16% σε δείγμα 38 ανδρών, που νοσηλεύονταν με την ασθένεια, να εμφανίζουν στελέχη του ιού στο ανδρικό σπέρμα. Αυτό, εάν πράγματι συμβαίνει, ουσιαστικά βάζει την ασθένεια Covid-19 στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Το δείγμα, όμως, είναι αρκετά μικρό και δεν δείχνει να εγκυρώνεται από τις περισσότερες μελέτες. Και συγκεκριμένα μελέτες που να καταγράφουν τον χρόνο επιβίωσης και ισχυρής παρουσίας του ιικού φορτίου στο σπέρμα, όπως υποστηρίζει μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of the American Medical Association (JAMA). Ισχυρός προβληματισμός τίθεται στο εάν η παρουσία του Sars-Cov-2 στο σπέρμα είναι ενεργή και ικανή να προκαλέσει μόλυνση του σεξουαλικού συντρόφου.

Οι επιστημονικοί συνεργάτες του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας του Δρ. Θάνου Ασκητή διεξάγουν νέα πανελλήνια έρευνα με σκοπό να καταγραφεί η επόμενη μέρα της ζωής μας και πώς βιώσαμε το διάστημα της καραντίνας τόσο ως άτομα, ως σχέση και ως οικογένεια, στη συνέχεια του μότο «Μένουμε στο σπίτι». Η κοινωνία ανοίγοντας την πόρτα της θα δείξει κατά πόσο το «Μένουμε ασφαλείς» θα καταγραφεί στην έρευνά μας και οι ερωτήσεις μας εστιάζονται ακριβώς στην ποιότητα ζωής, την προσδοκία και τη λειτουργικότητα της καθημερινής μας πρακτικής.

Σας ζητάμε να υποστηρίξετε αυτή την έρευνα συμμετέχοντας ανώνυμα, προκειμένου να αξιολογήσουμε, όσο μπορούμε πιο αξιόπιστα τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από αυτή.

Σας ευχαριστούμε πολύ. Ευελπιστούμε στην ανταπόκρισή σας.

Για να συμπληρώσετε την έρευνα πατήστε εδώ

Η επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας
Dr. Θάνος Ασκητής


ΠΗΓΗ:

Έρευνα: Πανδημία ψυχικών προβλημάτων




Οι ειδικοί αναφέρουν ότι όταν μοιραζόμαστε τα συναισθήματά μας αντιλαμβανόμαστε πως δεν είμαστε οι μόνοι που αντιμετωπίζουμε δυσκολίες. Γι’ αυτό συστήνουν την επικοινωνία με συγγενείς και φίλους μέσω βιντεοκλήσεων


Η πανδημία, όπως υποδεικνύουν πολλές μελέτες, εξαιτίας της απομόνωσης, της εργασιακής ανασφάλειας και του φόβου, προκάλεσε σημαντική αύξηση στο άγχος και την κατάθλιψη των πολιτών. Μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που εκπονήθηκε μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου, σε 130 κράτη, κατέγραψε σημαντική αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες ψυχικής υγείας, γεγονός το οποίο μαρτυρά την αύξηση των ψυχικών βαρών που επωμίζονται όλοι λόγω πανδημίας.


Οι ειδικοί εκτιμούν ότι αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα αυτά τα ψυχικά προβλήματα, θα μεταβληθούν σε χρόνια και θα εξακολουθήσουν να μας ταλαιπωρούν ακόμα και μετά τους εμβολιασμούς και τη σημαντική μείωση των θανάτων από COVID-19. Προκειμένου, λοιπόν, να θωρακιστούμε έναντι της πιθανής πανδημίας ψυχικών προβλημάτων, μελέτη του πανεπιστημίου της Αϊόβας, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Journal of Contextual Behavioral Science», συνιστά να αποκτήσουμε πλήρη επίγνωση των συναισθημάτων μας, να αναγνωρίσουμε πώς αντιδρούμε σε αυτά και τελικά να ενεργήσουμε ενσυνείδητα. Οσοι ακολουθούν αυτή τη διαδικασία είναι ψυχολογικά πιο εύκαμπτοι και μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τα πλήγματα της πανδημίας.
Η προσαρμογή

Η κλινική ψυχολόγος Εμιλι Κρόσκα τονίζει: «Αν θεωρείς ότι η εξ αποστάσεως επικοινωνία είναι άθλια και γίνεσαι πικρόχολος επειδή τα πάντα γύρω σου είναι φρικτά, προφανώς θα γιγαντώσεις τη δυσαρέσκεια που νιώθεις. Αν αντιθέτως πεις «τι να κάνουμε, αυτό δεν ήταν ό,τι επιθυμούσα, αλλά πρέπει να επικοινωνήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε», τότε θα ηρεμήσεις και θα νιώσεις μεγαλύτερη ικανοποίηση. Το βασικό ζήτημα της πανδημικής περιόδου είναι η προσαρμογή. Μπορείς, τελικά, να κάνεις σημαντικά πράγματα, ακόμα και αν αυτά είναι δύσκολα;».

Επίσης, η δρ Κρόσκα, που εργάζεται με ασθενείς οι οποίοι αγωνιούν εξαιτίας της πανδημίας, τονίζει ότι το πανδημικό άγχος είναι φυσιολογικό. «Οι άνθρωποι δεν θέλουν να νιώθουν ψυχική δυσφορία, αλλά δυστυχώς, υπό τις παρούσες συνθήκες, αυτό θα συμβεί. Το να είναι κανείς ευέλικτος και να εξακολουθήσει να κάνει όσα πράγματα είναι σημαντικά για τον ίδιο σε πείσμα των δύσκολων καιρών που ζούμε, περιορίζει σημαντικά τη δυσθυμία. Ο κόσμος θα κάνει τα πάντα προκειμένου να νιώσει λιγότερο δυστυχής».


Το «κλειδί» για να γίνει αυτό είναι η προσαρμογή στη «νέα κανονικότητα της COVID-19», ώστε να μη βυθιστούμε στην απελπισία, τη θλίψη και το άγχος. «Διατηρήστε το καθημερινό σας πρόγραμμα, φάτε και κοιμηθείτε την ίδια ώρα κάθε ημέρα, συνεχίστε το εργασιακό σας ωράριο και κάντε μεγάλους περιπάτους στη φύση, αν είναι δυνατόν. Μιλήστε με βιντεοκλήση με συγγενείς και φίλους σε όλο τον κόσμο. Οταν μοιραζόμαστε τα συναισθήματά μας, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που αντιμετωπίζουμε δυσκολίες», εξηγεί η δρ Κρόσκα. Κάποιοι, μάλιστα, μείωσαν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ειδησεογραφικών προγραμμάτων για να διατηρήσουν την ευδαιμονία τους. «Κυρίως, όμως, μη λησμονήσετε ότι και “αυτό” θα περάσει. Απλά πρέπει να αντέξουμε», κατέληξε.

ΠΗΓΗ:

Friday, 18 December 2020

Film Soundtracks Shape Our Impressions Of A Character’s Personality And Thoughts




By Emma Young

If you sit down to watch TV or a film these holidays, you might want to pay a little extra attention to how the soundtrack makes you feel. We all know that background music influences the tone of a scene but what, exactly, soundtracks do to our understanding of a character has not been studied in detail. In a new paper, in Frontiers in Psychology, Alessandro Ansani at Roma Tre University, Italy, and colleagues report work aimed at filling in some of the gaps.

The team recruited 118 online participants who each watched a video clip that was just under two minutes long. It showed a man slowly walking towards tall windows in the columned corridor of an old building. The seaside was visible through the windows, in the distance. As the researchers describe it, he “walks, looks outside, stops, and moves out of the frame.”

At the same time, some of the participants heard the ambient sound that was recorded during the filming, while some heard an extract of “The Isle of the Dead” by Sergei Rachmaninov (a “dogged and anxious” orchestral piece), and the rest heard “Like Someone in Love” by Bill Evans (a “soft, melancholic” piano jazz solo). The participants then filled in questionnaires that asked about their perceptions of the man’s emotions, thoughts and personality, and how pleasant they thought the environment was .

Compared with the other groups, those who’d heard the jazz reported feeling more empathy for the man, and perceived him to be more introverted. The Rachmaninov group felt him to be more conscientious, however. Participants who heard either music soundtrack perceived him to be more agreeable than those who only heard ambient sounds. Those who’d heard the jazz were also more likely to feel that the man was remembering a pleasant event in the past compared with the Rachmaninov listeners, who were more inclined to think that he was planning something. The jazz group also perceived his environment to be cosier. A second study with a batch of 92 students largely replicated these findings.

These findings highlight “the multifaceted influence of the soundtrack on the interpretation of a scene,” the researchers write. We humans have an incessant need to search for knowledge everywhere, they add, and to fill in gaps using inference and imagination. “To understand the plot of a novel or movie, we need to know the characters’ goals and personalities, and if we have no information whatsoever, we try to take advantage of any cue to guess them.” Music, it seems, can act as a complex cue, allowing us to build up a picture of a person and a scene.

Though the original group watched the film out of the lab, the results may not extend to typical viewers of movies. While the participants did consistently report particular impressions of the man’s personality and thoughts when asked to do so, that doesn’t necessarily mean that people spontaneously form such impressions unprompted while watching a blockbuster on their sofa. However, though we would all probably expect movie soundtracks to have an impact on us, this research does help to address a previous criticism that actual research in this field has been.

SOURCE:

Thursday, 10 December 2020

Η ταυτότητα της Καραντίνας




Ελισάβετ Παππά
Λίγο πρίν την παραμονή των Χριστουγέννων και ο απολογισμός της χρονιάς κάποιους ίσως τους βρει κερδισμένους σε σχέση με όλα αυτά που θα ήθελαν να έχουν πετύχεί ενώ για τους άλλους, η χρονιά που πέρασε είναι μία υπόσχεση για να έχουν μία καλύτερη.

Πρόκειται για μία δαιδαλώδη χρονιά, κατά την οποία πολλά θέματα αντλούσαν το περιεχόμενό τους από την κοινωνία και το ίδιο το άτομο ταυτοχρονα. Πότε άλλοτε μέχρι σήμερα οι άνθρωποι συμφωνούν για κάτι χωρίς να υπάρχει δεύτερη σκέψη; Όπως και τότε έτσι και σήμερα, όταν πρόκειται για ένα ζήτημα επιβίωσης.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε όλοι στην ίδια θέση, υπό το παλιρροϊκό κύμα μια πανδημίας, το οποίο θα μπορούσε να παρασύρει τον καθένα. Άλλωστε η ιστορία της ανθρωπότητας έχει βραχεί κάμποσες φορές από τέτοια κύματα.
Τι συνειδητοποιούμε μέχρι στιγμής;
Το σύμπτωμα του Κορονοϊού στις διακρατικές σχέσεις

Είναι από τις λίγες φορές που όλος ο κόσμος ασχολείται με την λύση του ίδιου προβλήματος. Θα μπορούσε να πει κανεις ότι ο κορονοϊός είναι ένα σύμπτωμα που εμφανίστηκε στις παγκόσμιες σχέσεις με στόχο να φέρει κοντά τις χώρες και τους ανθρώπους μεταξύ τους. Όσο υπάρχει αυτό όλοι συνεργαζόμαστε για τον τον ίδιο σκοπό.

Ένα κύμα ενότητας σε διαπερνάει όταν ξέρεις ότι την ίδια στιγμή που κάθεσαι στο σπίτι σου, άνθρωποι απο την ίδια γειτονια, διπλανά χωριά, πόλεις και γενικά απ' όλο τον κόσμο κάνουν ακριβώς το ίδιο μ’ εσένα για να πάνε όλα καλά. Αν δεν ήμασταν όμως υπό την απειλή αυτής της συνθήκης, τι θα έπρεπε να κάνουμε διαφορετικά ώστε να λειτουργούμε με την ίδια σύμπνοια σε καθημερινή βάση;
Ανάγκη για Συλλογική Ευθύνη

Σε μία περίοδο που κοινωνικές αξίες θρύμματίζονται στον τροχό των ατομικών μία τέτοια κατασταση ήρθε για να φωτίσει τις ελλείψεις που υπήρχαν τόσο στη σχέση μας με το κράτος όσο και στη σχέση που έχουμε μεταξύ μας.

Η δικαιοσύνη μέσα από την οπόια ο ιός προσβάλλει τα θύματα του, μας προκαλεί να αντιληφθούμε ότι το πιο σημαντικό θέμα προς συζήτηση είναι ότι είμαστε όλοι άνθρωποι με ίδιες ανάγκες και ότι η υγεία (σωματική είτε ψυχική) του ενός συνεπάγεται την ευημερία του άλλου. Επομένως, είναι στο χέρι μας, με αφορμή την παρούσα κατάσταση, να δραστηριοποιηθούμε σε θέματα συλλογικής ευθύνης όπως είναι ένα επαρκές σύστημα δημόσιας υγείας ανεξαρτήτως καραντίνας.


Καλλιέργεια Αυτοπειθαρχίας

Στο πείραμα της καραμέλας, ερευνητές ζήτησαν απο παιδιά να περιμένουν μέχρι οι ίδιοι να γυρίσουν, χωρίς να φάνε την καραμέλα που ήταν μπροστά τους. Σε αυτή την περίπτωση τα παιδιά απολάμβαναν δύο καραμέλες ενώ αν δεν κατάφερναν να αυτοπειθαρχηθούν δεν θα είχαν κάποιο βραβείο.

Έτσι και στο σήμερα, δίνεται η ευκαιρία για να εξασκήσουμε τον αυτοέλεγχο μας δηλώνοντας τη μετακίνηση μας, κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας και όλα τα μέτρα υγιεινής για να έχουμε καταφέρει πρωτίστως να ξεπεράσουμε την παρούσα κρίση αλλά συνάμα να είμαστε και πιο αυτοπειθαρχημένοι απέναντι στις ανάγκες μας.
Αξιοποίηση Ελεύθερου Χρόνου

Από την καθημερινότητα μιας ρουτίνας που είχαμε δημιουργήσει ξαφνικά έχουμε αρκετό ελεύθερο χρόνο για να ανακαλύψουμε κομμάτια του εαυτού μας που μένουν στην αναμονή μέχρι να είμαστε αρκετα ξεκούραστοι και διαθέσιμοι στη νέα πληροφορία. Αυτό το χρόνο θα έπρεπε να τον δικαιούμαστε με η χωρίς καραντινα, όμως πολλές φορές οι απαιτήσεις που έχουμε από τους εαυτούς μας όπως και αυτές των άλλων από εμάς, μας κάνουν να τον παραμερίζουμε στα απολύτως βασικά.

Οπότε η παρούσα κατάσταση ενδείκνυται για περαιτέρω αναζήτηση είτε αυτή περιλαμβάνει ταβανοθεραπεία, δημιουργικές δραστηριότητες, περιήγηση σε διαδικτυακά μουσεία, ενασχόληση με κάτι καινούριο ή κάνοντας κάτι που ήδη γνωρίζουμε πως μας ευχαριστεί.

Τέλος, αξίζει να ερωτηθούμε τι θα μας φαίνεται σημαντικό σε πέντε χρόνια από τώρα σε σχέση με όσα ζούμε σήμερα;

Η απάντηση που θα δώσει ο καθένας στο τι κέρδισε μέσα από μία δύσκολη στιγμή όπως αυτή, είναι η γνώση που θα καταχωρηθεί και θα αξιοποιηθεί σε μελλοντικές εμπειρίες.

Καλά Χριστούγεννα!


ΠΗΓΗ:

Sunday, 6 December 2020

Η νέα πραγματικότητα των μη μονογαμικών σχέσεων



ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ...

Η νέα πραγματικότητα των μη μονογαμικών σχέσεων



Στη δεκαετία ΄50-60, η διατήρηση της αγνότητας της κόρης μέχρι την επιλογή του κατάλληλου γαμπρού, αποτελούσε το κυριότερο άγχος των γονέων. Ιδιαίτερα, ο αυστηρός και συντηρητικός πατέρας επαγρυπνούσε διαρκώς, μήπως η κόρη του «ξελογιαστεί» από κάποιο αγόρι που δεν χαίρει της έγκρισής του. Δεν είναι λίγες οι σκηνές στις ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής, όπου αγόρια που τόλμησαν να έχουν προγαμιαίες σχέσεις, διαπομπεύονται στις πλατείες με την γνωστή πινακίδα κρεμασμένη από τον λαιμό: «Είμαι τέντι-μπόης».


Λίγα χρόνια αργότερα, την δεκαετία ’70- 80, τα πρότυπα των σχέσεων αλλάζουν ριζικά καθώς η σεξουαλική απελευθέρωση είναι στο ζενίθ της και η γυναίκα έχει κάνει μεγάλα βήματα προς την χειραφέτησή της. Ο γάμος αρχίζει να χάνει την αίγλη του και οι νέοι πια αλλάζουν σεξουαλικούς συντρόφους με μεγαλύτερη άνεση.

Ερχόμενοι στην πραγματικότητα του σήμερα, θα έλεγε κανείς πως υπάρχει μια στροφή 360 μοιρών, όχι μόνο στον τρόπο που συνάπτουμε σχέσεις αλλά και στο τι θεωρείται πια σχέση και τελικά πόσα είδη σχέσεων μπορεί να υπάρχουν.

Η σημαντικότερη αλλαγή στο κεφάλαιο σχέσεις είναι η κατάρριψη της μονογαμίας. Εκεί που η μονογαμία αποτελούσε θεμέλιο πάνω στο οποίο στηριζόταν μια σχέση, σήμερα οι σύντροφοι εκφράζουν «δεύτερες» σκέψεις στο αν θέλουν να δεσμευτούν στην αποκλειστικότητα που συνεπάγεται η μονογαμία.Έτσι, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να κερδίζουν έδαφος οι μη μονογαμικές σχέσεις, δηλαδή αυτές που αποτελούνται από δύο άτομα και πάνω και οι σύντροφοι εμπλέκονται ρομαντικά ή/και συναισθηματικά ή/ και σεξουαλικά.

Πρόκειται για έναν όρο «ομπρέλα», ο οποίος περιλαμβάνει μία λίστα από διαφορετικούς τύπους μη μονογαμικών σχέσεων, που με τον καιρό συνεχώς ανανεώνεται. Οι κυριότερες είναι οι εξής:
Ανοιχτού τύπου σχέση (open relationshiοnshionshionship) :Οι δύο σύντροφοι, στην ανοιχτού τύπου σχέση, συμφωνούν από κοινού στο να βλέπουν άλλους ανθρώπους είτε συναισθηματικά είτε σεξουαλικά είτε και τα δυο. Αν και, κυρίως, οι ανοιχτές σχέσεις έχουν σεξουαλικό χαρακτήρα.
Σχέσεις με ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων (swinging): Ο σεξουαλικός χαρακτήρας εδώ είναι ξεκάθαρος, καθώς οι δύο σύντροφοι που μοιράζονται μονογαμική σχέση προσυμφωνούν και συναινούν στη σεξουαλική συνεύρεση με τρίτα πρόσωπα, με στόχο την συντροφική τους εξέλιξη και τον εμπλουτισμό της σεξουαλικής τους ζωής.
Monogamish: Ο όρος αυτός αποτελεί δημιούργημα του συντάκτη Dan Savage, ο οποίος περιγράφει αυτόν τον τύπο σχέσης ως«κατά βάση μονογαμική στις οποίες οι σύντροφοι μπορούν, κατά καιρούς, να έχουν σεξουαλικές εμπειρίες με τρίτους».
Πολυσυντροφικότητα (polyamory) :Η πολυσυντροφική σχέσηπεριλαμβάνει πολλαπλές σχέσεις μεταξύ των τριών ή περισσότερων, σταθερών συντρόφων. Στη συγκεκριμένη σχεσιακή πραγματικότητα, σύντροφοι μπορούν να έχουν επαφές, αλλά και να αναπτύσσουν συναισθηματικές σχέσεις, και με όλους τους συντρόφου Η αλήθεια είναι πως η πολυσυντροφικότητα διαφοροποιείται ανάλογα με τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί μεταξύ των συντρόφων. Οι πολυσυντροφικές σχέσεις προκειμένου να είναι ηθικές, ορίζουν από την αρχή τι επιτρέπεται και τι όχι.Σε κάποιες περιπτώσεις οι σύντροφοι συμφωνούν στην αποκλειστική δέσμευση των συντρόφων μεταξύ τους, ενώ σε άλλες έχουν την ελευθερία να δρουν όπως επιθυμούν. Σε κάθε περίπτωση, οι δεσμοί μεταξύ των μελών μπορεί να είναι ισότιμοι ή να υπάρχει μια κυρίαρχη συντροφική ερωτική σχέση μεταξύ ορισμένων συντρόφων, γύρω από την οποία αναπτύσσονται «δευτερεύοντες» δεσμοί με τους υπόλοιπους συντρόφους.


Polyfidelity: Πρόκειται για ένα είδος πολυσυντροφικής σχέσης, στην οποία οι σύντροφοι δεν επιτρέπεται να αναπτύσσουν σεξουαλικούς ή συναισθηματικούς δεσμούς με άτομα εκτός της υφιστάμενης σχέσης, αλλά οφείλουν να παραμένουν πιστά απέναντι στο σύνολο των σταθερών συντρόφων τους
Πολυγαμία (Polygamy) :Η πολυγαμία αποτελεί ένα είδος σχέσης όπου οι σύντροφοι είναι ταυτόχρονα και σύζυγοι μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα είδος που συναντάται πιο σπάνια, κυρίως λόγω των υφιστάμενων νομικών περιορισμών. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες η πολυγαμία θεωρείται παράνομη και για αυτό στις περισσότερες περιπτώσεις τα μέλη μιας τέτοιας σχέσης περιορίζονται στο να συνάψουν γαμήλιους δεσμούς μόνο με έναν εκ των συντρόφων τους.

Επειδή, όμως, κάποιοι φαίνεται να μην αρέσκονται από το αυστηρά δομημένο, γύρω από κανόνες και «πρέπει», μοντέλο των πολυσυντροφικών σχέσεων, δημιούργησαν έναν τύπο σχέσης που πάει κόντρα σε οποιοιδήποτε σταθερά θα μπορούσε να υπάρξει. Λόγος γίνεται για την:



Σχεσιακή Αναρχία (Relationship Anarchy) : Οι υποστηρικτές της θεωρούν πως δεν θα έπρεπε να υφίστανται κανόνες ή προσδοκίες σε κανένα τύπο σχέσης, ούτε πως κάποιο είδος ερωτικού δεσμού υπερτερεί έναντι των άλλων. Με βάση αυτή την οπτική, μια συντροφική σχέση αντιμετωπίζεται ως εξίσου σημαντική με μία ερωτική, ενώ η μονογαμία γίνεται αντιληπτή ως ένας αφύσικος περιορισμός, καθώς, όπως υποστηρίζουν ο άνθρωπος είναι ων φύσει πολυγαμικό.




Όλα αυτά τα νέα είδη σχέσεων φαίνεται να ελκύουν όλο και περισσότερους οπαδούς, που συχνά απαρνούνται την μονογαμία, εκπληρώνοντας την επιθυμία τους για σεξουαλική και συναισθηματική απελευθέρωση. Το δικό μου ερωτηματικό, όμως, έγκειται στο αν μέσα από όλη αυτή την αμφισβήτηση της μονογαμίας, καταλήγουμε να είμαστε πραγματικά πιο ελεύθεροι ή ,στην τελική, δέσμιοι του «χάους» των ελευθεριών;

Dr. Θάνος Ασκητής

Καθηγητής Ψυχιατρικής EUC

Πρόεδρος Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας


ΠΗΓΗ:



Μειωμένη Σεξουαλική Επιθυμία και Διέγερση στη Γυναίκα






Χαρακτηρίζεται από επίμονη ή επαναλαμβανόμενη έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος και επιθυμίας της γυναίκας, με αποτέλεσμα να μην έχει κολπική εφύγρανση και οργασμό. Η μειωμένη σεξουαλική επιθυμία «κλειδώνει» τη γυναίκα, αλλά και τον σύντροφό της, που σε αρκετές περιπτώσεις το εκλαμβάνει και ως δική του αδυναμία, να διεγείρει τη σύντροφό του, ενώ μπορεί και να το εισπράξει και ως αδιαφορία της γι’ αυτόν.



Αιτιολογία

Τα αίτια της μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας και διέγερσης στη γυναίκα μπορεί να είναι: α) ψυχογενή (δηλαδή να σχετίζονται με τις εμπειρίες της και με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη σεξουαλικότητά της), β) οργανικά (να είναι αποτέλεσμα ενός προβλήματος υγείας) ή και να αποτελούν ένα συνδυασμό αυτών των δύο παραγόντων:

10 + 1 ψυχολογικοί λόγοι που οδηγούν σε μειωμένη σεξουαλική επιθυμία / διέγερση στη γυναίκα:
Κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές
Αρνητική εικόνα σώματος
Χαμηλή αυτοεκτίμηση και αίσθηση απόρριψης από το σύντροφό της
Άγχος σεξουαλικής απόδοσης
Αρνητικές σεξουαλικές εμπειρίες
Σεξουαλικές δυσλειτουργίες, όπως ο πόνος των γεννητικών οργάνων της
Ανεπαρκής σεξουαλική αγωγή
Αυστηρά οικογενειακά θρησκευτικά πρότυπα που στιγματίζουν το σεξ ως «βρώμικο» και «ένοχο»
Έλλειψη προκαταρκτικών παιχνιδιών πριν από τη διείσδυση
Προβλήματα στη σχέση της
Ύπαρξη σεξουαλικών δυσλειτουργιών του συντρόφου της, όπως:
στυτική δυσλειτουργία
πρόωρη εκσπερμάτιση
μειωμένη ή ανεσταλμένη σεξουαλική επιθυμία του

6 οργανικοί παράγοντες που οδηγούν σε μειωμένη σεξουαλική επιθυμία / διέγερση στη γυναίκα:
Ορμονικές διαταραχές (παθήσεις του θυρεοειδούς)
Μείωση των επιπέδων των οιστρογόνων και της τεστοστερόνης (κυρίως στην εμμηνόπαυση)
Αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης (περίοδος λοχείας)
Διαταραχές του κυκλοφορικού συστήματος (διαβήτης, καρδιαγγειακές παθήσεις)
Κινητική αναπηρία με συνέπεια τη σωματική υπαισθησία
Ψυχιατρικές φαρμακευτικές παρεμβάσεις (π.χ., κατάθλιψη)



Διάγνωση

Το καλό κλινικό γυναικολογικό, σεξολογικό, ψυχολογικό ιστορικό
Ο έλεγχος των ορμονών
Ιατρική παρέμβαση εκεί που χρειάζεται (π.χ., αφαίρεση ινομυώματος)

Η σεξουαλική δυσλειτουργία του μειωμένου ερωτικού ενδιαφέροντος / διέγερσης, διακρίνεται σε:

Γενικευμένη: Η γυναίκα έχει ξεχάσει τελείως το σεξ.

Καταστασιακή: Αφορά έναν συγκεκριμένο σύντροφο στην περίοδο της ζωής της.

Πρωτοπαθής: Από την αρχή της σεξουαλικής ζωής της.

Δευτεροπαθής: Το πρόβλημα εμφανίζεται μετά από μία περίοδο φυσιολογικής σεξουαλικής ζωής.



Θεραπεία

Γυναικολογική κλινική αξιολόγηση
Ενδοκρινολογική εκτίμηση
Φαρμακολογικές παρεμβάσεις
Ατομική ψυχοθεραπεία
Συμβουλευτική θεραπεία ζεύγους
Σεξουαλική θεραπεία (Sex therapy)



Οι Υπηρεσίες μας

Οι Υπηρεσίες μας:

Το Ινστιτούτο Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας Δρ. Θάνου Ασκητή, διαθέτοντας μακροχρόνια εμπειρία πάνω στον τομέα της διαχείρισης των ανθρώπινων ερωτικών σχέσεων και της σεξουαλικότητας και έχοντας αναλάβει τη θεραπευτική υποστήριξη εκατοντάδων γυναικών με μειωμένη σεξουαλική επιθυμία και αδυναμία διέγερσης, αναλαμβάνει και παρέχει με υπευθυνότητα τις ακόλουθες υπηρεσίες:
Ατομική Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία.
Συμβουλευτική και Σεξουαλική Θεραπεία Ζεύγους (Sex Therapy).
Γυναικολογική Εξέταση, Καθοδήγηση και Θεραπευτική Υποστήριξη.
Ψυχιατρική Εκτίμηση και Φαρμακευτική Υποβοήθηση.



Τα βιβλία μας

Επίσης, μπορείτε να προμηθευτείτε Δωρεάν από το χώρο μας, το βιβλίο του Δρ. Θάνου Ασκητή και των Επιστημονικών του Συνεργατών, με τίτλο «100 Ερωτήσεις – Απαντήσεις για Μένα και για Σένα και 10 για μας», το οποίο παρέχει χρήσιμες πληροφορίες και κατευθύνσεις για τις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις και τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες στον άνδρα και στη γυναίκα:

100 Ερωτήσεις - Απαντήσεις για Μένα και για Σένα...και 10 για Μας!


ΠΗΓΗ:

Wednesday, 2 December 2020

Coping With Remote Working During Covid-19: The Latest Research, Digested



By Emma Young

Covid-19 has changed our working lives, perhaps for good. Home-working is now common, and many of us have been doing it for months. With changing rules and guidelines, some of us have even gone from home-working to socially distanced office-working, to working back at home again. So what do we know about how these changes are affecting our mental health — and what can we do to make our new working lives better?

How are we feeling?

In January 2019 (pre-Covid-19), 35% of UK employees surveyed for the CIPD (a professional human resources body) reported that work had a positive impact on their mental health, while 27% said that work had a negative impact. By summer 2020, those figures had shifted to 34% and 26% respectively. On these measures, at least, Covid-19 had no obvious impact.

In this second survey, employees did report high levels of anxiety about contracting the virus at work — but despite this, half of those who were working remotely were looking forward to returning to their workplace. Almost half of all of the people surveyed also reported that social connections at work had worsened. Clearly, although the impact of work itself on our mental health hadn’t changed, altered work circumstances were — and are — causing difficulties, which are being further explored…

How bad is home-working?

“It can be argued that the crisis has led to the most significant, intensive social experiment of digital, home-based working that has ever occurred.”

This statement is from the website of the ongoing Working@home project, led by Abigail Marks at Stirling University, which seeks to understand the impact of this “experiment”. As the team points out, some commentators have suggested that home-based work is emancipatory, and improves work flexibility. However, the team also notes, “this new world order, where the home becomes a multi-occupational, multi-person workplace… not only challenges boundaries but also conceptions of the domestic space.” So how is it making us feel?

Overall, not great, according to their initial survey of home workers. One in three reported sharing their home working space, 37% reported that home conflicts have increased, and almost one in four said that they were doing poorly or very poorly in terms of general health. The most commonly cited trigger for household conflict was “interrupting or being noisy while you work”.

Keys to coping at home

Yanmengqian Zhou at Penn State University and colleagues studied symptoms of depression and anxiety as well as coping strategies among American adults during the first few months of the pandemic. Their study, published in the International Journal of Environmental Research and Public Health, revealed that levels of “social strain” — someone else making demands, giving criticism or just getting on your nerves — was the most consistent predictor of these symptoms of poor mental health. Anyone who’s working at home with their partner is certainly more likely to experience this kind of strain, especially if you have to share the same room.

But the team did also identify helpful strategies for working in the time of Covid-19. They recommend keeping a consistent schedule, reminding yourself that things will get better, finding activities to distract yourself and taking care of others who need help. None of these strategies will stop you irritating each other, but they might at least ease the strain a little.

Based on their own research, Kristen Shockley and Malissa Clark at the University of Georgia also recommend some kind of work-life/home-life boundary activity to replace the lost commute. Just a walk near your home at the start and end of the work day can make it easier to switch between roles, they say.

Overcoming “presence privilege”

In a recent issue of Occupational Health Science, ten experts were invited to comment on work-related issues associated with Covid-19. Larissa K. Barber at San Diego State University argues that as remote working is now common, it’s time to get rid of the “physical presence privilege”.

Traditionally, Barber writes, “in-person meetings are preferred over web-conferencing, driving in over logging in”. Being physically present in the workplace is also conflated with work attention and productivity, she adds. Now that remote working is common, Barber thinks it’s high time that organisations shift their thinking and also devote energy and resources to making this style of working better for employees.

One way to do this is to respect technological boundaries in the same way that we traditionally respect physical boundaries. “Barging into a coworker’s office, family dinner or even bedroom for an immediate work response is antisocial. Yet we tolerate and encourage similar behaviours in electronic communications,” Barber notes (something that anyone who’s ever had a demanding email from their boss outside work hours will appreciate). Clearly, this is not a new problem — but perhaps with a mass shift to remote working, organisations will now feel obliged to set clear technological ground rules, for the benefit of us all.

Regaining control

The pandemic, and the lockdowns associated with it, have profoundly challenged our autonomy — our sense of being in control of our actions and also seeing an alignment between our behaviour and our personal values and goals (an aspect of autonomy often called “authenticity”). Autonomy is widely considered to be important for wellbeing. Unsurprisingly, then, there have been a number of studies exploring how Covid-19 has affected it, and how we’ve felt as a result.

One recent paper, published in the Journal of Applied Psychology, found that while there were spikes in feelings of powerlessness and inauthenticity in the early days of the pandemic, these increases actually started to subside quite rapidly. The team concludes that because a sense of autonomy is so important to us, the participants were making changes in their lives to restore it, even in the face of ongoing stress and restrictions. All kinds of strategies, such as deciding to spend what used to be work commute time on a hobby or exercise, or even just revelling in the sudden ability to wear whatever they wanted for work (below the belt, at least, during Zoom meetings) could have helped.

Other researchers, including Adam Butler at the University of Iowa, in that recent special issue of Occupational Health Science, point to studies finding that higher perceptions of control are associated with reduced stress among nurses. All of this suggests that whatever employers can do to enhance employee autonomy at “work” — and home working brings its own challenges, of course — should be good for their mental health.

SOURCE:

Sunday, 29 November 2020

Our Feelings Towards People Expressing Empathy Depend On Who They’re Empathising With





By Emily Reynolds

We tend to think of empathy as a wholly positive thing, a trait that’s not only favourable to possess but that we should actively foster. Books and courses promise to reveal secret wells of empathy and ways to channel them; some people even charge for “empathy readings”, a service that seems to sit somewhere between a psychic reading and a therapy session.

It would be easy to assume, therefore, that people who express empathy are generally well-liked. But a new study in the Journal of Personality and Social Psychology finds that our feelings towards “empathisers” depends on who they are empathising with. While empathisers were considered warmer overall, participants judged people who expressed empathy for those with troubling political views more harshly — suggesting that we don’t always interpret empathy as a pure moral virtue.

In the first study, 464 participants were shown a scenario in which Ann (the “target”) and Beth (the “responder”) were meeting for the first time. In one condition, Ann worked for a children’s hospital; in the other, she worked for a white supremacist group.

Participants then read a conversation between the pair, with Ann telling Beth about a stressful experience at work planning an event for a large group of people. Those in the “empathic response” condition heard that Beth empathised with Ann, while other participants read that Beth gave a non-committal response. Finally, participants indicated how much they liked, respected, trusted and would like to be friends with Beth as well as how caring, kind and understanding they felt she was.

As expected, participants respected and liked Beth more, and considered her more warm, when she answered empathetically in the scenario where Ann worked at a hospital. When Ann worked for a white supremacist group, however, participants did not like Beth more or less depending on her response — though they did perceive her as slightly warmer when she was empathetic. These results were replicated in a second study in which Ann was presented as pro- or anti-vaccination. And in a third, participants liked Beth less when she empathised with a positive experience recounted by white supremacist Ann.

In the next study, participants saw the same information from the first studies, including the same empathetic response from Beth. But this time, the non-empathetic response was actively condemning: participants heard that Beth told Ann that it “sounds to me like you’re getting what you deserve”. And participants liked and respected Beth more when she gave this negative response to white supremacist Ann (though she was still considered warmer when responding empathetically). This was also the case in a follow-up study replacing Ann and Beth with male figures, suggesting that the effect is not gendered.

“Empathy towards white supremacists isn’t favourably looked upon” isn’t hugely shocking news. But the study does shed some light on the way we think about empathy in general. As noted, empathy is often depicted as an uncomplicated moral good — something we should unconditionally strive for. But the results suggest a more complex situation, where empathy is morally relative rather than absolute. This is also evident in assessments of warmth, another seemingly straightforward trait — even when participants didn’t like or respect Beth, they still considered her warm.

Further research could look at how this impacts behaviour — that is, are we less likely to be friends with or act positively towards someone who has empathised with a group or person we dislike? And how does this affect processes like voting or endorsing particular political candidates?

Though we tend to think of empathy as something that exists between two people or groups, we rarely think about the third party observers witnessing it. But as the study shows, understanding the broader social context of empathy may help us better understand its true effects.

SOURCE:

Thursday, 26 November 2020

Το συλλογικό τραύμα της πανδημικής κρίσης






Δρ. Γιώργος Γιαννούσης Ψυχοθεραπευτής, Οικογενειακός θεραπευτής Νοε 24, 2020 202 0





Η πανδημική κρίση του covid-19 φέρνει με ένταση στην επιφάνεια μια διπολική αντίφαση που συνοδεύει όλες τις μεγάλες κρίσεις, ατομικές ή συλλογικές.

Οι τραυματικές εμπειρίες αφορούν σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικά γεγονότα που απειλούν την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων, όπως τυφώνας, ανεμοστρόβιλος, καταιγίδα, πλημμύρα, άνοδος της στάθμης του νερού, παλιρροιακό κύμα, σεισμός, ξηρασία, χιονοθύελλα, πανούκλα-λοιμός, πείνα, φωτιά, ανατίναξη, ηφαιστειακή έκρηξη, κατάρρευση κτιρίου, συντριβή μέσου μαζικής μεταφοράς, ή άλλη κατάσταση, η οποία συνεπάγεται ανθρώπινο πόνο ή δημιουργεί τέτοια ανθρώπινα προβλήματα που τα θύματα δεν μπορούν ξεπεράσουν χωρίς υποστήριξη, σύμφωνα με τον ορισμό ενός καταστροφικού γεγονότος όπως τον κατέγραψε ο αμερικάνικος ερυθρός σταυρός το 2003.

Η εξάπλωση της απειλής της ασθένειας του covid-19 δημιουργεί ένα ανασφαλές πεδίο βίωσης συναισθημάτων σαν κι αυτά που προκαλεί ένα τραυματικό γεγονός, ακόμη κι αν δεν έχουμε εμείς προσβληθεί άμεσα από τον ιό. Το τραυματικό έγκειται στο γεγονός όχι μόνο της ασθένειας, αλλά κυρίως του φόβου της ασθένειας.

Στην προσπάθεια ελέγχου της ταχύτητας μετάδοσης της πανδημίας και της προσπάθειας να αναχαιτίσουμε τον κίνδυνο ακολουθείτε -με βάση τις οδηγίες των ειδικών επιστημόνων και τις αντίστοιχες πολιτικές αποφάσεις- ένα σχέδιο απομόνωσης όλου του πληθυσμού κι όχι όσων ασθενούν ή έχουν ενδεικτικά συμπτώματα, κυρίως διότι οι φορείς σε πολλές περιπτώσεις είναι ασυμπτωματικοί.

Διαβάστε σχετικά: Το Tαξίδι της Yπευθυνότητας στα Xρώματα του COVID

Καλείτε στην ουσία ο γενικός πληθυσμός σε μια ιδιότυπη καραντίνα όπου περιορίζονται σε κατ’ οίκον περιορισμό όχι μόνο οι φορείς και οι ασθενείς, αλλά και οι υγιείς. Είναι ταυτόχρονα λογικό και παρανοϊκό, σαν η παράνοια των γεγονότων να κουβαλά κάτι λογικοφανές και συνάμα η λογική να κουβαλά κάτι παράδοξο.

Ταυτόχρονα με τον υπαρκτό κίνδυνο και την απειλή της υγείας μας από τον ιό, ο οποίος μας φέρνει μπροστά στην υπαρξιακή όψη της θνητότητάς μας, η προσπάθεια του ελέγχου της πανδημίας εγείρει ιδεολογικές όψεις που ξεφεύγουν από την άμεση απειλή του ιού και διαπερνούν την αίσθηση απώλειας ενός κόσμου όπως τον γνωρίζαμε και της αυξανόμενης αίσθησης ενός αδιόρατου φόβου για το μέλλον του. Βιώνουμε ως εκ τούτου ένα συλλογικό πένθος για την απώλεια του γνωστού κόσμου δίχως όμως να έχουμε αντιστοίχως συλλογικούς τρόπους να τη διαχειριστούμε.

Διότι εδώ και πολλές δεκαετίες ο δυτικός άνθρωπος έπαψε να έχει συλλογικά στηρίγματα στη διαχείριση των υπαρξιακών του αγωνιών, μεταξύ αυτών της απώλειας και του θανάτου. Ειδικά ο το μυστήριο του θανάτου από ζωοδότης έγινε το ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία καλείται το υποκείμενο να αναπτύσσει ένα ατομικό σχέδιο δράσης υπέρβασης της απώλειας, που όμως τον καθιστά πολλές φορές ανήμπορο να αντιδράσει και να τη νοηματοδοτήσει δημιουργικά.

Ωστόσο σήμερα που στενάζουμε κάτω από το βάρος ενός συλλογικού πένθους και της έντασης του κινδύνου χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε την ασφάλεια των συλλογικών διακυβευμάτων κι άρα τη διαφυγή από τα καβούκια του ατομισμού προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης σε κοινές βάσεις και συλλογικά διακυβεύματα. Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε νέα επιστημολογικά, ανθρωπιστικά και κοινωνικά παραδείγματα, τα οποία θα αναδύονται από μια περισσότερο ρεαλιστική θεώρηση της πραγματικότητας.

Σήμερα η ανθρωπότητα χρειάζεται να δει με κριτικό και ρεαλιστικό τρόπο συνάμα την αλήθεια των γεγονότων και να ορίσει την πραγματικότητα στις οντολογικές της διαστάσεις. Κυρίως αυτό σημαίνει πως ο σημερινός άνθρωπος, ο οποίος διακατέχεται από μια μανία κυριαρχίας στη φύση, χρειάζεται να στραφεί περισσότερο στην κυριαρχία του εαυτού του και της εσωτερικής του φύσης και συνάμα να γίνει πιο δημιουργικός μέσα από την αρμονική του συμβίωση με το φυσικό περιβάλλον.

Να ξανανιώσει πως είναι μέρος αυτού κι όχι ο πυρήνας του. Οι προεκτάσεις αυτού του νέου υποδείγματος θα είναι ευεργετικές και σε όλους τους τομείς της ενδοψυχικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου και θα εντείνει την ανάγκη του προς την κατεύθυνση ανάπτυξης της ατομικής του ελευθερίας και συγχρόνως της λειτουργικής του ένταξης στο συλλογικό σώμα.

Η στροφή προς το ρεαλισμό οδηγεί στην ουσία στην ανάδειξη μιας νέας ουτοπίας. Η ρεαλιστική θέαση της ουτοπίας δημιουργεί το πλαίσιο των κοινωνικών – ανθρωπιστικών επιδιώξεων, περιγράφει με άλλα λόγια το όραμα της συλλογικής και κατά συνέπεια της ατομικής ζωής. Η ουτοπική θέαση της κοινωνίας έχει υποστεί πλήθος ματαιώσεων και βρίσκεται σε μια διαρκή κι αέναη πάλη με τις αντίρροπες δυνάμεις της που δεν είναι άλλες από τις δυστοπικές εκφάνσεις του κόσμου μας.

Γιατί η ουτοπία μπορεί να μην είναι προορισμός αλλά είναι σίγουρα ένα ευτοπικό ταξίδι που επιχειρεί να προσθέσει στις προηγούμενες κατακτήσεις τις δικές του, με κατεύθυνση προς την ελευθερία, την ισονομία και την δικαιοσύνη αυτού του κόσμου. Διαχρονικές έννοιες που διατρέχονται από ένα σύγχρονο προβληματισμό: την αποκατάσταση του κλίματος με ότι συνεπάγεται αυτό για τους μετασχηματισμούς της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Αν ο άνθρωπος δεν συνειδητοποιήσει, δηλαδή, την αυτοάνοση ασθένεια της κλιματικής επιβάρυνσης από τις ίδιες του τις δραστηριότητες κινδυνεύει να αφανιστεί ο ίδιος κι όχι φυσικά ο πλανήτης, όπως πολύ άστοχα πιστεύουμε οι άνθρωποι. Έφτασε ως εκεί η ναρκισσιστική μεγαλομανία μας να πιστεύουμε πως απειλείται ο πλανήτης κι όχι εμείς: φτάνει όμως να δει κάποιος εικόνες από την περιοχή του Τσέρνομπιλ για να πειστεί για το αντίθετο, εκεί η φύση βρίσκει ξανά τους ρυθμούς της και τις αναπνοές της δίχως την ανθρώπινη παρουσία.

Η συνειδητοποίηση του κινδύνου της υπαρξιακής απειλής του είδους μας από τις δικές του παρεμβάσεις ίσως αποτελέσει και το έναυσμα προς την αυτοσυνειδησία του ως συλλογικό υποκείμενο.

Σε κάποιες ταινίες επιστημονικής φαντασίας παρατηρούμε την ανθρωπότητα ενωμένη για να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τις εχθρικές επιθέσεις άλλων όντων του διαστήματος, ισχυρότερων και περισσότερο τεχνολογικά αναπτυγμένων από μας. Φανταστείτε αυτή την ενότητα και την συνεκτική συλλογική ταυτότητα (της έννοιας ανθρωπότητα) δίχως τους εξωγήινους κινδύνους; Μοιάζει Καφαβική ειρωνεία, μα αντιστοίχως και υπαρξιακή αναγκαιότητα.

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης - Περιμένοντας τους Βαρβάρους)

Η ενιαία ανθρωπιστική αντίληψη της συλλογικής μας ταυτότητας φυσικά διαπερνά τις έννοιες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Καθώς φαίνεται ο υφιστάμενος σύγχρονος δυτικός καπιταλισμός αναγνωρίζοντας τα όρια του -και προκειμένου να επιβιώσει- κατευθύνεται στην αυτοοργάνωσή του σε κινέζικου τύπου οργανωτικές αρχές της οικονομίας και κατά συνέπεια των κοινωνιών, μέσα από την αλλαγή του προτάγματος από την εκτόνωση στη συμμόρφωση.

Σήμερα στην Αμερική το 90% του πλούτου είναι συσσωρευμένο στο 10% του πληθυσμού, δημιουργώντας μια εξόφθαλμα κακόσημη συνθήκη, που για να διατηρηθεί αυτό το 10% ήδη εργάζεται προς αυτή την προαναφερθείσα κατεύθυνση.

Στην ουσία ο φιλελεύθερος καπιταλισμός λειτουργεί διασπαστικά δημιουργώντας επαναλαμβανόμενες κρίσεις κεφαλαιακής επάρκειας και μέσα από αυτές, ενόσω λειτουργεί ως μηχανισμός συγκέντρωσης του κεφαλαίου, μετασχηματίζει την παραγωγική ισχύ σε εξουσία και εντείνει τις ανισότητες, αποβάλλοντας ουσιαστικά μέρη του πληθυσμού από την κοινωνική ζωή.

Η συμπίεση της λεγόμενης μεσαίας τάξης που λειτουργούσε κατευναστικά στην πρότερη καπιταλιστική φάση δημιουργεί δύο αντιθετικούς κοινωνικούς πόλους και στην ουσία μεγαλώνει την ψαλίδα μεταξύ φτωχών και πλουσίων.

Ενάντια σ’ αυτή την «κινεζοποίηση» της αγοράς και της ζωής μας, έχουμε να αγωνιστούμε για τη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης, εργασίας και κοινωνικής συγκρότησης, με κυριαρχία των ηθικών αρχών και την επαναφορά δύο αξιακών και θεσμικών πυλώνων, της τοπικότητας (ως ενίσχυση της δημοκρατίας) και της μεσότητας (ως ενίσχυσης της αυτάρκειας).

Το αξιακό σύστημα των ανθρώπων χρειάζεται να δανειστεί από τη φύση τη σοφία της και να επανασχηματίσει τις προτεραιότητές του. Στην ουσία οι κατευθύνσεις στις οποίες έχουμε να κατευθυνθούμε σήμερα είναι δύο και είναι διαμετρικά αντίθετες: είτε προς την διόγκωση των ανισοτήτων, είτε προς την άμβλυνσή τους και την πορεία προς μια ουτοπική συλλογική πορεία της ανθρωπότητας.

Τι ρόλο μπορεί και είναι ανάγκη να παίξει η ψυχοθεραπεία σε αυτή τη νέα εποχή; Η ψυχοθεραπεία χρειάζεται να γίνει περισσότερο «κοινωνιολογική», ερμηνευτική και αναλυτική. Να στοχεύει στην ερμηνευτική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, μέσω της οποίας θα επιχειρεί να μεταφέρει ένα μήνυμα που θα δράσει καταλυτικά στην ζώσα πραγματικότητα των θεραπευόμενων.

Ο ψυχοθεραπευτής γίνεται στην ουσία ενδιάμεσος μεταξύ εαυτού και κόσμου, μια γέφυρα που δύναται να ενδυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ του εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας του υποκειμένου. Η καταλυτική αυτή συνεισφορά του θεραπευτή απαιτεί την αυθεντική του στάση, καθώς και τη συνεχή αναζήτηση του εαυτού ως άλλο, δηλαδή της αναζήτησης του κόσμου ως γνώση του εαυτού.



Η σχέση αυτή μεταφέρει σε όλα τα πεδία νέες αντικειμενικές αλήθειες ως υποκειμενικά βιώματα και επιτρέπει την ανάπτυξη της ατομικής ελευθερίας μέσα σε ένα πλαίσιο μιας οργανωμένης συλλογικής αίσθησης.

Η ψυχοθεραπεία έχει ένα ρόλο πολιτικό, συγκεφαλαιωτικό και συνάμα κοινωνικοποιητικό, δηλαδή να υποστηρίξει το υποκείμενο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τη φάση του καταναλωτή και τις νευρώσεις που αυτή παρήγαγε και να δημιουργήσει ένα πιο υγιές πλαίσιο αυτοαναφορικότητας και συλλογικότητας.

Η πανδημική κρίση του covid-19 φέρνει με ένταση στην επιφάνεια μια διπολική αντίφαση που συνοδεύει όλες τις μεγάλες κρίσεις, ατομικές ή συλλογικές. Δηλαδή, μπορεί να εκπυρσοκροτήσει νέες νοηματικές ζυμώσεις και να βοηθήσει στην παραγωγή νέων αντιλήψεων και συμπεριφορών ή να ενισχύσει με μεγαλύτερη ένταση την κατασκευή των ήδη υπαρχουσών νοηματοδοτήσεών μας.

Η τωρινή κρίση δύναται ασφαλώς και να λειτουργήσει διαμεσολαβητικά μεταξύ του ανθρώπου και του μη ανθρώπινου. Αυτό σημαίνει πως ενάντια στη διχαστική κατεύθυνση της ελιτίστικης αντίληψης για την κοινωνική συγκρότηση, εμείς ως κοινωνικό σώμα, έχουμε την ευθύνη να προτάξουμε ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής αναφοράς.

Η ουτοπία είναι μπροστά μας ως ενδεχόμενος προορισμός και η ενδεχομενικότητά της θα παραμένει ρυθμιστής αυτής της πορείας. Ο νέος προορισμός απαιτεί μια εξάρθρωση προς το πραγματικό, μια στροφή προς ένα νέο ρεαλισμό, ο οποίος με κριτικό στοχασμό θα ακολουθεί τις αιτιακές εξηγήσεις των κοινωνικών φαινομένων και θα συγκεφαλαιώνει τις υποκειμενικές εκφάνσεις με το κοινωνικό γίγνεσθαι, μια στροφή δηλαδή προς την ουτοπία του ρεαλισμού…

ΠΗΓΗ:



Monday, 23 November 2020

People Are More Positive About Hacking When They Feel They’ve Been Treated Unfairly




Type the word “hacker” into any stock photo search engine and you’ll be greeted with pages and pages of images of someone sitting in the dark, typing threateningly at their laptop, and more often than not wearing a balaclava or Guy Fawkes mask. That Matrix-inspired 1990s aesthetic of green code on black is still prevalent — and still implies that hackers have inherently nefarious ends.


More recently, however, the idea of hacking as a prosocial activity has gained more attention. Earlier this year, one group of hackers made headlines for donating $10,000 in Bitcoin to two charities, the result of what they say was the extortion of millions of dollars from multinational companies.


While the charities declined the donations, social media responses were more mixed, with some praising the hackers. And in a new study, Maria S. Heering and colleagues from the University of Kent argue that our view of hacking is somewhat malleable: when people were treated unfairly and the institutions responsible did nothing to redress their grievances, they felt more positive about hackers who targeted the source of their anger.


In the first study, 259 participants were asked to imagine themselves taking an exam which was crucial to their future career prospects. The questions in the exam, they were told, were vague and unrelated to the content they’d been taught — and when looking at the transcript after the exam, they found they had been marked unfairly. Participants were then asked to imagine taking their grievance to the university with several classmates.


Following this introductory scenario, participants were split into two groups and given different information about how responsive the university was (these kinds of beliefs about the responsiveness of an institution are known as “external efficacy”). Half of the participants read that the university system was unresponsive to their requests (low external efficacy); the others read that the university was willing to address their complaints (high external efficacy).


Participants then completed measures related to their anger against the system (e.g. “I am furious about the way in which the exam office handled my complaint”) before reading that the university had been targeted by hackers, who left the message “learn to do your job” on the institution’s homepage.


Finally, participants indicated how much they agreed with statements related to the hackers’ legitimacy, whether or not the hackers deserve respect and admiration, and how positive or negative they felt the hackers’ actions were for both the university and democracy more generally.


As expected, participants who read that the university had been unresponsive to their unfair treatment felt more anger towards the system; in turn, this anger led to stronger feelings that hackers’ actions were legitimate.


A second study replicated the first, only this time participants were told that a researcher had rejected the work they had submitted on an academic survey platform. In the low external efficacy condition, the site did not help participants who felt their work had been unfairly rejected, and in the high external efficacy condition participants received support and were told a new system would be put in place to query rejected work. All participants again read that hackers had targeted the platform and left the same “learn to do your job” message.


As in the first study, participants felt more anger against the platform in the low external efficacy condition — and again, this anger positively predicted how legitimate they perceived the hacking to be.


On a small scale, it may seem obvious that if someone attacks a system or institution you feel has wronged you, you’re likely to be supportive of them. But the results also prompt interesting questions about wider society. The team notes that the key factor determining legitimisation of hackers is an unmet demand for fairer social arrangements — an issue that comes to the fore time and time again on both big and small scales. During lockdown, for example, much attention has been paid to the increase in wealth of a few very rich individuals whilst others around the world struggle to make ends meet.


In cases of wider societal unfairness, therefore, our views of those who disrupt that uneven power imbalance may become more and positive. In an age where trust appears to have been eroded precisely because people feel their demands are not being met, it’s worth exploring these issues in more detail.



SOURCE:

Friday, 20 November 2020

Γνωρίζοντας καλύτερα τον εαυτό μας εν μέσω πανδημίας




Αναστάσιος Λομβαρδέας Ψυχολόγος της Υγείας MSc, Ψυχοθεραπευτής 






Εδώ και μερικούς μήνες η ανθρωπότητα βιώνει την εξέλιξη μιας πανδημίας που παρόμοιά της είχε πολύ καιρό να την πλήξει σε τέτοια κλίμακα. Ανεξάρτητα από την προσέγγιση του καθένα μας στην κρίση που βιώνουμε, όλοι μας έχουμε επηρεαστεί σε κάποιο βαθμό.

Αναδύονται μέσα μας συναισθήματα που για κάποιους μπορεί να είναι πιο οικεία, ενώ για άλλους ίσως φαντάζουν πρωτόγνωρα. Τέτοιου είδους συναισθήματα περιλαμβάνουν τον φόβο της απομόνωσης, του αγνώστου, ακόμα και του θανάτου, το άγχος της επιβίωσης, και σε πιο βαριές περιπτώσεις το αίσθημα της απόγνωσης που συνοδεύει την κατάθλιψη.

Τα συναισθήματα αυτά, λόγω της έντασής τους και της αρνητικής τους χροιάς, μας ωθούν στο να είμαστε πιο σκεπτικοί απ’ότι συνήθως. Πολλά από αυτά τα έχουμε νιώσει και στο παρελθόν αλλά τότε είχαν πιο προσωπικό χαρακτήρα και δεν αφορούσαν τόσο μεγάλο τμήμα του πληθυσμού.

Καλούμαστε, λοιπόν, με εναν επιτακτικό τρόπο να αντιμετωπίσουμε ενα κομμάτι του εαυτού μας που ομολογουμένως ποτέ δεν συμπαθούσαμε ιδιαίτερα. Αυτό του φοβισμένου και ανασφαλή εαυτού μας που έως τώρα καταφέρναμε με λιγότερη προσπάθεια να τον αποφεύγουμε και τον αντιμετωπίζαμε ως ξένο σώμα.

Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι το κομμάτι του εαυτού μας που αναδύεται, όσο τρομακτικό και αν φαντάζει, ίσως αξίζει τελικά να το αφουγκραστούμε και να το βοηθήσουμε να εκτονωθεί μέσω της έκφρασής του. Ο τρόπος με τον οποίο θα το κάνουμε αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς κι από το πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε την ευαίσθητη και ευάλωτή μας πλευρά.

Διαβάστε σχετικά: Lockdown Volume 2: οδηγός επιβίωσης στο σπίτι

Ανάλογα με την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του καθενός η έκφραση αυτή μπορεί να πάρει διαφορετική μορφή. Αν υπερισχύει, για παράδειγμα, μέσα μας η καλλιτεχνική φύση μπορούμε να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο στην ενασχόλησή μας με κάποιας μορφής τέχνη. Αν είμαστε άτομα προσανατολισμένα στη δράση μπορούμε να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο στην εκτόνωση μέσω της κίνησης.

Κάποιοι από εμάς μπορεί να έχουν την ανάγκη απλά να αφουγκραστούνε τους βαθύτερους προβληματισμούς τους. Ίσως έχει έρθει η ώρα για αυτούς να κάνουν εναν απολογισμό της ζωής τους και να αναλογιστούν το τι θα ήθελαν να κρατήσουν και από τι να απαλαγούν. Να κάνουν δηλαδή μια δημιουργική ενδοσκόπηση η οποία θα μπορούσε να συνοδευτεί από το διάβασμα ενός βιβλίου που τους εμπνέει.

Η κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω είναι η εκπλήρωση ενός χρέους προς τον εαυτό μας που η αδιάκοπη και ταχύρυθμη καθημερινότητα που ζούσαμε στην εποχή προ-πανδημίας μας απέτρεπε από τη διευθέτησή του. Πρόκειται για το χρέος μας να είμαστε περισσότερο συνειδητοποιημένοι στις επιλογές μας και σε μεγαλύτερη επαφή με αυτό που μας επιτάσσουν οι απωθημένες ανάγκες και τα συναισθήματά μας.

Όπως έχει πει και ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε «πρέπει να έχει κανείς το χάος μέσα του για να γεννήσει ένα άστρο που χορεύει». Έτσι κι εμείς καλούμαστε να αντέξουμε αυτό το χάος, που έρχεται στην επιφάνεια λόγω πανδημίας, έτσι ώστε να καταφέρουμε να βγούμε πιο δυνατοί και πιο συνειδητοποιημένοι όταν παρέλθει η απειλή.

ΠΗΓΗ:


Wednesday, 18 November 2020

Ο καιρός επηρεάζει περισσότερο τη συμπεριφορά μας και λιγότερο τον ιό



Ο ψυχρός καιρός συμβαδίζει σε έναν βαθμό με την αύξηση των κρυοσμάτων.



Την επιρροή των καιρικών συνθηκών στην εξάπλωση του κορωνοϊού ανά την Υφήλιο εξετάζει γράφημα του περιοδικού Economist με βάση τα στοιχεία του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, και εντοπίζει ότι ο ψυχρός καιρός σε έναν βαθμό συμβαδίζει με την αύξηση των κρουσμάτων.


Όπως καταγράφει το έγκυρο περιοδικό, ύστερα από ένα καλοκαίρι κοντά στην κανονικότητα οι θάνατοι από κορωνοϊό στην Ευρώπη αυξάνονται ραγδαία τώρα που ο καιρός κρυώνει. Μόνο την περασμένη εβδομάδα η Γηραιά Ήπειρος θρήνησε 4.000 νεκρούς. Παράλληλα η πανδημία ξεφεύγει ξανά στην Αμερική, με 750.000 κρούσματα σε μια εβδομάδα και νέα αύξηση των νεκρών.

Αντιστρόφως, ύστερα από μήνες έξαρσης, το νότιο ημισφαίριο γνωρίζει πλέον ύφεση της πανδημίας: Στη Νότια Αμερική οι θάνατοι έχουν πλέον ελαττωθεί κατά 60% σε σχέση με την κορύφωσή τους τον Σεπτέμβριο, ενώ η Αυστραλία έχει από τις 27 Οκτωβρίου να καταγράψει θάνατο από Covid-19. Μεταξύ των 39 χωρών του νοτίου ημισφαιρίου, που τώρα μεταβαίνουν από την άνοιξη στο καλοκαίρι, οι καταγεγραμμένοι θάνατοι έχουν μειωθεί κατά 61% από το αποκορύφωμα του Ιουλίου.

Στο γράφημα του περιοδικού φαίνεται ότι την ώρα που έπεφτε το πρώτο κύμα στο βόρειο ημισφαίριο, αυξανόταν η πανδημία στο νότιο, πριν η έλευση του φθινοπώρου φέρει πάλι στο βόρειο ημισφαίριο την αύξηση των κρουσμάτων.




Εκτιμάται ότι ο καιρός μπορεί να επηρεάζει τη μετάδοση του κορωνοϊού με δύο τρόπους: Αφενός αλλάζοντας τις συνθήκες στις οποίες ο ιός επιβιώνει σε επιφάνειες και στον αέρα, αφετέρου οι ψυχρές συνθήκες κάνουν τους ανθρώπους να περνούν λιγότερο χρόνο εκτός κτιρίων ή με ανοικτά παράθυρα. Άλλοι ιοί, ιδίως η γρίπη και το κοινό κρυολόγημα, κορυφώνονται τους χειμερινούς μήνες, κάτι που μπορεί να ακολουθήσει και η Covid-19.

Πάντως η τελευταία έρευνα που δημοσιεύεται στη Διεθνή Επιθεώρηση για την Περιβαλλοντική Έρευνα και τη Δημόσια Υγεία (International Journal of Environmental Research and Public Health), εκτιμά ότι η επιρροή του καιρού στον ιό είναι μικρή.

Αφού εξέτασε μια σειρά παραγόντων, όπως η κινητικότητα και η πυκνότητα του πληθυσμού, η ερευνητική ομάδα που συνέταξε τη σχετική έκθεση κατέληξε ότι η θερμοκρασία του αέρα έχει περιορισμένο μόνο αντίκτυπο στην εξάπλωση του κορωνοϊού. Αυτός όμως ο μικρός αντίκτυπος αυξάνεται λόγω της επίδρασης που έχει ο καιρός στη συμπεριφορά των ανθρώπων και όχι στον ίδιο τον ιό.


Πηγή:
 https://www.kathimerini.gr/life/health/561151399/o-kairos-epireazei-perissotero-ti-symperifora-mas-kai-ligotero-ton-io/
(accessed 19.11.20)


Babies Relax When Listening To Unfamiliar Lullabies From Other Cultures



The controversial idea that there are universals in the ways we use music received a boost in 2018, with the finding that people from 60 different countries were pretty good at judging whether a totally unfamiliar piece of music from another culture was intended to soothe a baby or to be danced to. Now, new research involving some of the same team has revealed that foreign lullabies that babies have never heard before work to relax them.

Constance M. Bainbridge and Mila Bertolo from Harvard University led the new study, published in Nature Human Behaviour, on 144 babies with an average age of 7 months. After being fitted with sensors to monitor their heart rate and level of sweating, each baby sat in a high chair or recliner or on its parent’s lap while watching animated characters lip-synching to 14-second bursts of songs. These songs came from the Natural History of Song Discography, a collection of songs from around the world, and eight were used as lullabies in the societies in which they were selected. The rest were intended to express love, heal the sick or be danced to. All of the songs were sung by solo vocalists, without background music.

As well as looking at the heart rate and skin sweating data, the team used video of the babies’ faces to monitor their pupil size. If these measures decreased, this would indicate that the baby was relaxing.

Based on some of these measures, at least, the team found that babies did indeed seem more relaxed during the lullabies than the other songs. “While heart rates dropped almost immediately following the onset of singing, regardless of song type, this drop was more pronounced during the lullabies,” the team writes. Whether the baby was 2 or 14 months old, the effect was the same, suggesting that it couldn’t simply be the result of exposure to music with age. The team also found that the babies’ pupils were smaller during the lullabies than the other songs.

The sweating results were less clear cut, however. These levels increased over the course of the experiment, perhaps because the babies were becoming more bored and fussy, the researchers suggest. But while a baby listened to a lullaby, this increase was temporarily slowed.

What might explain these effects? The lullabies and the other songs certainly differed acoustically. The lullabies tended to be slower, and to have smaller pitch ranges and a less steady beat. As the researchers note, the earlier work on adults listening to unfamiliar songs found that the more a song was characterised by these specific features, the more confident a listener was that it was intended to be a lullaby. The team then compared these earlier adult ratings with their new results. And they found that the more that the adults had judged a song to be directed towards infants, the bigger the reduction in heart rate while the baby listened to it. “This result confirms that the acoustic effects of the songs drove the relaxation effects on them,” the team writes.

As they stress, the babies and their parents “were unfamiliar with the songs they heard, unfamiliar with the languages they were sung in and unfamiliar with the musical styles of the societies that originally produced the songs.” All the babies in the present study were American, but the researchers suspect that babies from other cultures would react in the same way. (In fact, they are now “eager to find out whether they do so”.)

The new work does open up some fascinating questions, such as: which of the acoustic features of lullabies are most important for the relaxation effect? And: do babies like lullabies more than other songs (or just find them more relaxing)? Also: what impact might lullabies have on a baby’s ongoing health? Numerous studies have found that music can help adults with chronic pain or depression, for example. “Music may also play an everyday role in improving health in infants,” the researchers write, “a role it has taken on across cultures and across human history.”

SOURCE:
https://digest.bps.org.uk/2020/11/17/babies-relax-when-listening-to-unfamiliar-lullabies-from-other-cultures/(accessed 18.11.20)

Sunday, 8 November 2020

Η δραματοθεραπεία υποστηρίζει ψυχοκοινωνικά τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας




Το ψυχόδραμα και το «Θέατρο των Καταπιεσμένων» μπορούν να απαλύνουν τη δυσφορία, να αυξήσουν την αίσθηση νοήματος ζωής και να μειώσουν τον εσωτερικευμένο σεξισμό που έχουν βιώσει οι επιζώντες ενδοοικογενειακής βίας.

Μια νέα μελέτη ερευνά την αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος δραματοθεραπείας για γυναίκες που έχουν υποστεί βία από τους συντρόφους τους.

Οι ερευνήτριες, Μαρία Μοντόλφι Μιγκέλ και Μαργκαρίτα Πίνο-Τζούστε, από το Πανεπιστήμιο Βίγκο στην Ισπανία, χρησιμοποίησαν ένα μοτίβο διαφορετικών μεθόδων για να μελετήσουν την αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος που βασίζεται στο ψυχόδραμα, την ψυχοθεραπεία και το θέατρο των καταπιεσμένων.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η προσέγγιση της δραματοθεραπείας οδήγησε σε σημαντική μείωση των συμπτωμάτων κατάθλιψης, παράλληλα με την αύξηση της αίσθησης σκοπού στη ζωή, την ενίσχυση της επικοινωνίας και της εγγύτητας με άλλους συμμετέχοντες, και της κατανόησης της συσχέτισης μεταξύ συμπτωμάτων και εμπειριών από τη συντροφική βία. Οι συγγραφείς αναφέρουν:

Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας εναντίον γυναικών παγκοσμίως, τις αντίστοιχες ψυχολογικές δυσφορίες που έχουν υποστεί τα θύματα και την περιορισμένη έρευνα των παρεμβάσεων που βασίζονται στο θέατρο και τη δραματοθεραπεία, πιστεύουμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη να συνεχίσουμε να ενδυναμώνουμε τις εμπειρικές βάσεις για την αποτελεσματικότητα αυτών των τεχνικών.

Η συντροφική βία αποτελεί ένα μοτίβο συμπεριφοράς, το οποίο συχνά εκδηλώνεται με τη μορφή σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας ή με την απειλή βίας, που αποσκοπεί στον έλεγχο του άλλου συντρόφου. Πρόκειται για τη πιο κοινή μορφή βίας που βιώνουν οι γυναίκες, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο κύκλος της κακοποίησης χαρακτηρίζεται από αλληλεπικαλυπτόμενες, ωστόσο, ξεχωριστές φάσεις. Κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης, η ένταση αυξάνεται και η επιζήσασα της συντροφικής βίας συνήθως γίνεται υποτακτική, προκειμένου να ανακουφίσει την επιθετικότητα του συντρόφου της.


Στο επόμενο στάδιο, ο δράστης της ενδοοικογενειακής κακοποίησης ξεσπάει με οργή και χτυπάει τη σύντροφό του. Κατά το τελικό στάδιο του υποτιθέμενου «μήνα του μέλιτος», ο θύτης υπόσχεται να αλλάξει, απολογείται και γίνεται πιο τρυφερός. Ωστόσο, έπειτα από μια σειρά έντονων γεγονότων, ο κύκλος ξεκινάει από την αρχή.

Κάποιοι ειδικοί έχουν επισημάνει ότι η συντροφική βία δεν είναι μόνο μια κυκλική διαπροσωπική δυναμική, αλλά ότι δημιουργείται μέσω του εξαναγκαστικού ελέγχου που ασκείται μέσω των έμφυλων δυναμικών ισχύος. Οι συγγραφείς προσθέτουν:

Η κακοποίηση και η συντροφική βία εναντίον των γυναικών συμβαίνουν σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο κυριαρχείται από δομές που μπορεί να έχουν διαφοροποιημένες επιπτώσεις στις γυναίκες, και ιδιαίτερα στις πατριαρχικές κουλτούρες ή στην περίπτωση γυναικών που υποφέρουν από διπλές διακρίσεις λόγω της καταγωγής, της εθνικότητας ή της κοινωνικοοικονομικής κατάστασής τους. Η μεροληψία δεν εδράζει μόνο στο φύλο και οι συνθήκες αποκλεισμού καθιστούν πιο δύσκολο για συγκεκριμένες γυναίκες να βάλουν τέλος στη ανυπόφορη κατάσταση που βιώνουν.

Οι γυναίκες που έχουν επιζήσει από συντροφική βία συχνά διαγιγνώσκονται με διαταραχές κατάθλιψης, άγχους, κατάχρησης ουσιών, διατροφής καθώς και με Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD). Συχνά αναφέρουν ότι βιώνουν αυξημένο άγχος για τη σωματική τους υγεία και βιώνουν απομόνωση, ενοχές και οργή, αίσθημα αβοηθησίας, αυτοκτονικό ιδεασμό και μειωμένη αυτοεκτίμηση και αυτό-αξία.

Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα ενός θεραπευτικού προγράμματος με βάση το δράμα, ως εργαλείο για την καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης, της ποιότητας ζωής, των ικανοτήτων επικοινωνίας και της αίσθησης σκοπού στη ζωή, παράλληλα με τη μείωση της διαταραχής μετατραυματικού στρες, της κατάθλιψης και των συμπτωμάτων άγχους, καθώς και τα σεξιστικών στερεοτύπων, σε γυναίκες που έχουν επιζήσει της ενδοοικογενειακής βίας. Το πρόγραμμα ενσωμάτωνε στοιχεία δραματοθεραπείας, ψυχοδράματος και θεάτρου των καταπιεσμένων.

Η δραματοθεραπεία χρησιμοποιεί τις θεραπευτικές ιδιότητες του δράματος, όπως η δημιουργικότητα, η φαντασία και η κατανόηση, για να προάγει τη θεραπεία και την αλλαγή. Ο συνδυασμός της δραματοθεραπείας και της εκφραστικής θεραπείας μέσω τεχνών μειώνει αποτελεσματικά την οδύνη των γυναικών που έχουν βιώσει συντροφική βία.

Το ψυχόδραμα είναι μια τεχνική που στοχεύει στην ανάπτυξη του αυθορμητισμού και στην επίλυση ψυχολογικών συγκρούσεων στην ομαδική ψυχοθεραπεία. Περιλαμβάνει την ενσάρκωση της σύγκρουσης και τη συζήτησή της μέσα στην ομάδα, με στόχο τη συναισθηματική επεξεργασία και την κατανόηση των ψυχολογικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών ζητημάτων που βιώνουν οι συμμετέχοντες.

Τέλος, το Θέατρο των Καταπιεσμένων είναι μια παιδαγωγική στρατηγική η οποία περιλαμβάνει τον αυτοσχεδιασμό των εμπειριών καταπίεσης από τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στην άσκηση. Επίσης, οι συμμετέχοντες συντονίζουν τους ρόλους ενώ ενσαρκώνεται μια παραλλαγή κάθε σεναρίου με τους αντίστοιχους ρόλους του. Με αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η διαδικασία συζήτησης των συγκρούσεων που έχουν βιώσει οι συμμετέχοντες, οι οποίοι μέσω της φαντασίας και της συν-δημιουργίας αναπτύσσουν στρατηγικές για την πιθανότητα αλλαγής.

Οι συμμετέχουσες ήταν 17 Ισπανίδες με παιδιά οι οποίες είχαν βιώσει ενδοοικογενειακή βία. Τρεις εξ’ αυτών ήταν ελεύθερες, τρεις χωρισμένες, έξι διαζευγμένες ενώ οκτώ ήταν παντρεμένες (πέντε εξ’ αυτών ήταν ακόμη παντρεμένες με τους κακοποιητικούς συζύγους τους). Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν μεταξύ 21 και 52 ετών, ενώ οι περισσότερες ήταν άνεργες και δεν είχαν κάποια επαγγελματική εκπαίδευση ή τυπική πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι συμμετέχουσες πήραν μέρος σε είκοσι συνεδρίες ομαδικής δραματοθεραπείας, διάρκειας δύο ωρών εκάστη. Αυτές οι συνεδρίες ήταν χωρισμένες σε τρεις φάσεις: προθέρμανση, δράση και μοίρασμα. Οι ασκήσεις λειτούργησαν ως ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις για τη μείωση της ψυχολογικής δυσφορίας και την ανάπτυξη κοινωνικών και προσωπικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, με στόχο την αντιμετώπιση εσωτερικευμένων σεξιστικών στερεοτύπων.

Η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης μελετήθηκε μέσω της αξιολόγησης των συμπτωμάτων και των στερεοτύπων, πριν και μετά τη θεραπεία, καθώς και μέσω της εκτίμησης της αλλαγής μέσα από στατιστικά δεδομένα και μαρτυρίες.

Οι συγγραφείς της μελέτης βρήκαν στατιστικά σημαντικές μειώσεις σε συμπτώματα κατάθλιψης και σεξιστικά στερεότυπα. Επίσης, τα ευρήματα έδειξαν μια αύξηση της αίσθησης σκοπού στη ζωή των γυναικών, μεγαλύτερη εκτίμηση της ζωής τους και ανακάλυψη περισσότερων λόγων για να ζουν, καθώς ήταν περισσότερο πιθανό γι’ αυτές να βρουν θετικό νόημα σε πλευρές της καθημερινής ζωής τους.

Η διαταραχή μετατραυματικού στρες δεν έδειξε σημαντική μείωση, πιθανώς λόγω της παρουσίας της βίας που εξακολουθούσαν να βιώνουν οι συμμετέχουσες. Οι περισσότερες συνέχιζαν να έχουν επαφές με τους θύτες τους λόγω κοινής επιμέλειας των παιδιών, αδυναμίας να επιβάλουν περιοριστικά μέτρα και ανεπαρκών οικονομικών πόρων.

Διαβάστε σχετικά: Τέχνη στην Ψυχοθεραπεία

Οι βασισμένες στο δράμα παρεμβάσεις επέτρεψαν επίσης στις συμμετέχουσες να παρατηρήσουν τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά προβλήματα στην επικοινωνία, να εντοπίσουν κοινωνικούς και διαπροσωπικούς παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην ανάπτυξη αυτών των προβλημάτων και να υπερνικήσουν τη χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση που είχαν.

Τέλος, κατάφεραν να αναγνωρίσουν τον κύκλο της βίας που είχαν υποστεί και τη σύνδεσή του με τις έμφυλες δυναμικές ισχύος ενώ αναπτύχθηκε συναισθηματική εγγύτητα μεταξύ των μελών της ομάδας.

Αυτή η μελέτη προτείνει ότι η ομαδική δραματοθεραπεία μπορεί να αποτελέσει μια αποτελεσματική θεραπεία για τις ψυχολογικές επιπτώσεις της συντροφικής βίας. Μέσω της ενσωμάτωσης σημαντικών εννοιών του θεάτρου των καταπιεσμένων, οι επιζώντες της κακοποίησης μπορούν επίσης να αντιληφθούν τους κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την διαπροσωπική δυναμική.

Τέλος, αυτή η προσέγγιση ομαδικής θεραπείας ενισχύει τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών της, οι οποίες μπορούν να απαλύνουν τη δυσφορία και την κοινωνική απομόνωση που έχουν βιώσει οι γυναίκες που έχουν υποστεί ενδοοικογενειακή βία.


Μελέτη: Mondolfi Miguel, M. L., & Pino-Juste, M. (2020). Therapeutic Achievements of a Program Based on Drama Therapy, the Theater of the Oppressed, and Psychodrama With Women Victims of Intimate Partner Violence. Violence Against Women, 107780122092038.
Πηγή
Απόδοση: Έφη Μεσιτίδου
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr



ΠΗΓΗ: